Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

510/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από τoν Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – εναγομένης: εταιρείας με την επωνυμία «…[S1] », που εδρεύει στη Γ. Α.[S2]  και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Αναστασίας Μπαγιάτη.

Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: Ζ. Κ.[S3]  του Δ.[S4] , κατοίκου Π…., ο οποίος παραστάθηκε διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Βασιλείου Τσιαντή.

Ο εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς από 6-11-2013 και με αριθμό κατάθεσης …[S5]  αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5/2016 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα άσκησε την από 21-3-2016 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …[S6]  και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S7] ), η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

Α

Η υπό κρίσιν από 21-3-2016 (αριθ. καταθ. …[S8]  και …[S9] ) έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης κατά του εφεσίβλητου – ενάγοντος και κατά της υπ’ αριθ. 5/2016 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμολίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, νομοτύπως και εμπροθέσμως έχει ασκηθεί, καθώς από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν έχει δε παρέλθει διετία από την έκδοσή της, οπότε εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ (η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 13-1-2016 και η υπό κρίσιν έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 29-3-2016), αρμοδίως δε φέρεται στο παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Εν όψει τούτων, η υπό κρίσιν έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Με την από 6-11-2013 και με αριθμό κατάθεσης …[S10]  αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε, στη Γλυφάδα, την 24-10-2011, με την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Φ/Γ – Ο/Γ πλοίου «…[S11] », ναυτολογήθηκε σε αυτό, την 28-10-2011, υπό την ειδικότητα του Α΄ μηχανικού, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Ότι στο ανωτέρω πλοίο εργάσθηκε από την ως άνω ημερομηνία ναυτολογήσεώς του έως και την 3-7-2013, οπότε και απολύθηκε λόγω αδείας μέχρι την 3-9-2013, χωρίς, ωστόσο, να επαναυτολογηθεί μετά τη λήξη αυτής (αδείας). Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής δρομολόγια, από την ανωτέρω σύμβαση ναυτικής εργασίας του δε, διατηρεί, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά, αξιώσεις για αποζημίωση διανυκτερεύσεων, πρόσθετη αμοιβή για εξπρές δρομολόγια και αποζημίωση απολύσεως. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε, με βάση την εκ της συμβάσεως ναυτολογήσεως ευθύνη της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει το ποσό των 8.817,28 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που έκαστο εκ των αναφερομένων στην αγωγή κονδυλίων κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη ημέρα της απολύσεώς του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 5/2016 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Ήδη με την υπό κρίσιν έφεσή του, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 εδ. τελ. του ΚΠολΔ, έτσι όπως ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 2 ΚΠολΔ) ήτοι πριν την κατάργησή της με το Ν. 4335/2015, στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπ’ όψιν από το δικαστήριο κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου, πριν από 24 τουλάχιστον ώρες. Εξάλλου, από την ίδια διάταξη σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 670, 674 παρ. 2, 237 παρ. 3 και 591 παρ. 1 εδ. δ΄ του ίδιου κώδικα, έτσι όπως ίσχυαν όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 2 ΚΠολΔ) ήτοι πριν την κατάργησή ή την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015, προκύπτει ότι στην ανωτέρω διαδικασία των εργατικών διαφορών, οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα προσαγωγής ενόρκων βεβαιώσεων που έχουν ληφθεί και εντός ακόμη της παρεχόμενης από το νόμο τριήμερης προθεσμίας προσθήκης και αντίκρουσης, μέσα στην οποία μπορούν να προσαχθούν αποδεικτικά στοιχεία, μόνον όμως για την υποστήριξη ή αντίκρουση προταθέντων ισχυρισμών και όχι προς υποστήριξη της ιστορική βάσης της αγωγής (πρβλ. ΑΠ 229/2002 ΕλλΔνη 44.132, ΑΠ 1672/2000 ΕλλΔνη 42.1287, ΑΠ 1402/1999 ΕλλΔνη 41.359, ΑΠ 1167/1999 ΕλλΔνη 41.361, ΕφΑθ 1051/2004, ΕΕργΔ 2004.1157, ΕφΑθ 7001/2004, ΕλλΔνη 46.516, ΕφΠειρ 693/2003, ΔΕΕ 2004.811, ΕφΔωδ 339/2001, αδημ.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 400 περ. 3 του ΚΠολΔ, έτσι όπως ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 2 ΚΠολΔ) ήτοι πριν την κατάργησή της με το Ν. 4335/2015, δεν εξετάζονται όταν κληθούν ως μάρτυρες πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη. Η ιδιότητα του μάρτυρα ως ενάγοντος σε άλλη αγωγή που στρέφεται κατά του ίδιου εναγομένου και έχει το ίδιο αντικείμενο με την αγωγή για την οποία κλήθηκε να καταθέσει δεν αρκεί, μόνη αυτή, για την εξαίρεσή του, αλλά πρέπει να προκύπτουν και άλλα στοιχεία που να μαρτυρούν την ύπαρξη συμφέροντος στο πρόσωπό του από τη συγκεκριμένη δίκη στην οποία καταθέτει (βλ. ΕφΑθ 3242/1986 ΕλΔνη 27.958, ΕφΑθ 7800/1982 ΕλΔνη 24.607) (ΕφΠειρ 698/2003 δημ. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με τον πρώτο εκ των λόγων της υπό κρίσιν εφέσεώς της, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο: α) δεν έλαβε υπ’ όψιν την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ίδια (εναγομένη και ήδη εκκαλούσα), ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς δοθείσα υπ’ αριθ. …[S12]  ένορκη βεβαίωση του Ν. Α.[S13] , η οποία ελήφθη και προσκομίσθηκε εντός της προθεσμίας καταθέσεως προσθήκης των προτάσεών της (εναγομένης και ήδη εκκαλούσας), κατόπιν σχετικής γνωστοποιήσεως εκ μέρους της, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, περί εξετάσεως μαρτύρων, μολονότι αυτή (ένορκη βεβαίωση) ελήφθη μόνο προς αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση, β) δεν έλαβε υπ’ όψιν την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ίδια (εναγομένη και ήδη εκκαλούσα), ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς δοθείσα υπ’ αριθ. …[S14]  ένορκη βεβαίωση του Ν. Α.[S15] , η οποία είχε χρησιμοποιηθεί σε άλλη δίκη και η οποία προσκομίσθηκε με τις προτάσεις της (εναγομένης και ήδη εκκαλούσας) και γ) έλαβε υπ’ όψιν την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς δοθείσα υπ’ αριθ. …[S16]  ένορκη βεβαίωση του Α. Π.[S17] , μολονότι ο ως άνω μάρτυρας ήταν εξαιρετέος, επειδή είχε έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης, γιατί είχε ασκήσει εναντίον της (εναγομένης και ήδη εκκαλούσας) παρόμοια αγωγή με το ίδιο αντικείμενο με αυτό της αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την εκκαλούμενη απόφαση, υπ’ αριθ. 5/2016 πρακτικών δημοσίας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την επανεκτίμηση των σχετικών με τον ως άνω λόγο εφέσεως αποδεικτικών μέσων και σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην ως άνω μείζονα πρόταση, καθόσον: α) μολονότι η προσκόμιση ενόρκων βεβαιώσεων μέσα στην τριήμερη προθεσμία της κατάθεσης προσθήκης επιτρέπεται μόνο προς αντίκρουση ισχυρισμών, που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση (ΑΠ 454/2004 δημ. ΝΟΜΟΣ, 1646/2002 ΕλλΔνη 44.724), η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι από το περιεχόμενο της ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς δοθείσας υπ’ αριθ. …[S18]  ένορκης βεβαίωσης προκύπτει ότι με αυτή σκοπείται η υποστήριξη του συνιστώντος άρνηση της αγωγής, ισχυρισμού της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας περί οικειοθελούς και οριστικής αποχώρησης του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου από την εργασία του στο πλοίο της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, σε αντίκρουση του ισχυρισμού του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου περί λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως λόγω αδείας και μη επαναπροσλήψεως αυτού, ο οποίος, ωστόσο, δεν συνιστά ισχυρισμό που προτάθηκε για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της αγωγής αλλά (συνιστά) την ιστορική βάση αυτής συνεχόμενη με το αίτημά της περί αποζημιώσεως απολύσεως, β) η ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς δοθείσα υπ’ αριθ. …[S19]  ένορκη βεβαίωση του Ν. Α.[S20] , η οποία είχε χρησιμοποιηθεί σε άλλη δίκη και η οποία προσκομίσθηκε με τις προτάσεις της (εναγομένης και ήδη εκκαλούσας), ελήφθη υπ’ όψιν ως επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο και δη ως δικαστικό τεκμήριο (ΑΠ 591/2002 ΔΕΕ 2003.187) και στην προκειμένη δίκη και γ) η ιδιότητα των μαρτύρων ως εναγόντων σε άλλες αγωγές που στρέφονται κατά του ίδιου εναγομένου, δεν αρκεί από μόνη της να θεμελιώσει την έννοια του συμφέροντος κατ’ άρθρο 400 παρ. 3 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως τέτοιο συμφέρον θεωρείται οποιαδήποτε ωφέλεια που εξαρτάται από την έκβαση της δίκης και αποτελεί αναγκαία συνέπεια αυτής (βλ. ΑΠ 1301/2000 δημ. ΝΟΜΟΣ), η έκβαση, ωστόσο, της παρούσας δίκης δεν έχει ως αναγκαία συνέπεια την ωφέλεια του ως άνω μάρτυρος από τον οποίο ελήφθη η ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς δοθείσα υπ’ αριθ. …[S21]  ένορκη βεβαίωση, εκ μόνου του λόγου ότι έχει ασκήσει άλλη αγωγή ο ίδιος σε βάρος της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας για εργατικές διαφορές (βλ. ΕφΠειρ 698/2003, ΕφΑθ 3242/1986, ΕφΑθ 7800/1982 δημ. ΝΟΜΟΣ), το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δεν έλαβε υπ’ όψιν του την πρώτη εκ των ανωτέρω, υπ’ αριθ. …[S22]  ένορκη βεβαίωση αλλά, αντιθέτως, έλαβε υπ’ όψιν του τόσο την υπ’ αριθ. …[S23]  ένορκη βεβαίωση όσο και την υπ’ αριθ. …[S24]  ένορκη βεβαίωση, ορθά εφήρμοσε εν προκειμένω το νόμο και, ως εκ τούτου, ο σχετικός πρώτος εκ των λόγων της υπό κρίσιν εφέσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται και ειδικότερα από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, που δόθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση, υπ’ αριθ. 5/2016 πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεώς του, από την υπ’ αριθ. …[S25]  ένορκη βεβαίωση του Α. Π.[S26] , που δόθηκε νομότυπα, επιμελεία του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται και τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, συμπεριλαμβανομένης της υπ’ αριθ. …[S27]  ένορκης βεβαίωσης του Ν. Α.[S28] , η οποία είχε χρησιμοποιηθεί σε άλλη δίκη και λαμβάνεται υπ’ όψιν ως δικαστικό τεκμήριο (ΑΠ 591/2002 ΔΕΕ 2003.187), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη την 24-10-2011, στη Γλυφάδα, μεταξύ του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Χίου …[S29] , Φ/Γ – Ο/Γ πλοίου «…[S30] », κοχ 5.362,81, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ναυτολογήθηκε, την 28-10-2011, στη Μυτιλήνη, ως Α΄ Μηχανικός σε αυτό (πλοίο), στο οποίο και υπηρέτησε μέχρι την 3-7-2013, οπότε και απολύθηκε, στον Πειραιά, λόγω αδείας μέχρι 3-9-2013. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης ναυτολογήσεώς του, οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του διέπονταν από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων και δη την υπ’ αριθ. ΥΑ 3525.1.5.2-1-2011 περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2011 (ΦΕΚ Β 1070/31-5-2011). Το ως άνω πλοίο, κατά την περίοδο της ναυτολογήσεως του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, εκτελούσε το ακτοπλοϊκό δρομολόγιο Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη μετ’ επιστροφής μέσω των ιδίων λιμένων και, πιο συγκεκριμένα, αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 17.30΄, προσέγγιζε το λιμάνι της Χίου περί ώρα 05.00΄ της επόμενης ημέρας και κατέπλεε στο λιμάνι της Μυτιλήνης περί ώρα 08.30΄, στη συνέχεια δε, αναχωρούσε από το λιμάνι της Μυτιλήνης περί ώρα 16.30΄, προσέγγιζε το λιμάνι της Χίου περί ώρα 19.30΄ και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 07.00΄ της επόμενης ημέρας ενώ, περαιτέρω, δύο φορές το μήνα εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Χανιά μετ’ επιστροφής, διάρκειας, ομοίως, 15 ωρών περίπου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 της ως άνω, εφαρμοζομένης εν προκειμένω Σ.Σ.Ν.Ε., «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή». Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε, ενόψει του γεγονότος ότι το ένδικο πλοίο εκτελούσε συνεχή δρομολόγια, ότι, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεως του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, δεν του χορηγήθηκαν οι προβλεπόμενες από το ως άνω άρθρο 16 παρ. 1 της οικείας ως άνω ΣΣΝΕ, άδειες διανυκτέρευσης είτε στο λιμάνι αφετηρίας του επίδικου πλοίου είτε στο λιμάνι προορισμού του, ήτοι 21 διανυκτερεύσεις για το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του από 1-1-2012 έως 31-1-2012 (9 μήνες Χ 2 διανυκτερεύσεις + 3 μήνες Χ 1 διανυκτέρευση = 18 + 3 = 21) και 12 διανυκτερεύσεις για το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του από 1-1-2013 έως 3-7-2013 (6 μήνες Χ 2 διανυκτερεύσεις = 12) και συνολικά 33 διανυκτερεύσεις, με αποτέλεσμα να του οφείλεται ως αποζημίωση για την αιτία αυτή, κατά την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, το ποσό των [(μισθός ενεργείας 2.843,03 ευρώ Χ 1/22) Χ 33 μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις = ] 4.264,54 ευρώ. Κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τη συναγωγή του ανωτέρω συμπεράσματος αποτελούν τόσο η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο υπ’ αριθ. …[S31]  ένορκη βεβαίωση, σύμφωνα με την οποία, ο Α. Π.[S32] , μετά λόγου γνώσεως, ως συνυπηρετήσας με τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο στο ίδιο πλοίο κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, καταθέτει ότι «η εταιρεία …[S33] …δεν μας παρείχε τη δυνατότητα να διανυκτερεύσουμε στο σπίτι μας…δεν μας κατέβαλλε την αποζημίωση που προβλέπει η ΣΣΕ για την περίπτωση μη χορήγησης στα μέλη του πληρώματος αυτούσιων των διανυκτερεύσεων…», όσο – και κυρίως – το γεγονός ότι μολονότι, κατά ρητή επιταγή της παραγράφου 3 του προαναφερθέντος άρθρου 16 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2011, για την παρεχόμενη άδεια διανυκτέρευσης θα πρέπει να γίνεται από τον Πλοίαρχο ρητή μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από τη Λιμενική Αρχή, τίποτα σχετικό δεν προσκόμισε η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με τις κατατεθείσες προτάσεις της ούτε στο πρωτοβάθμιο ούτε στο παρόν Δικαστήριο, αν και θα μπορούσε ευχερώς να το πράξει προς επίρρωση του ισχυρισμού της περί ουσιαστικής αβασιμότητας του εν λόγω αιτουμένου κονδυλίου, περαιτέρω δε, ουδέν συμπέρασμα περί του αντιθέτου δύναται να συναχθεί από την λαμβανόμενη υπ’ όψιν ως δικαστικό τεκμήριο λόγω της χρήσεώς της σε άλλη δίκη, επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα υπ’ αριθ. …[S34]  ένορκη βεβαίωση του Ν. Α.[S35] , ο οποίος ναυτολογήθηκε και υπηρέτησε στο εν λόγω πλοίο ως Α΄ μηχανικός σε χρόνο μεταγενέστερο της απολύσεως του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου αλλά ούτε και από τον ισχυρισμό της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, σύμφωνα με τον οποίο το πλοίο της παρέμενε τουλάχιστον δύο φορές το μήνα σε λιμένα και συνεπώς ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος είχε τη δυνατότητα να μεταβεί στην οικία του ή να μην κάνει χρήση της άδειας διανυκτερεύσεως, δεδομένου ότι αφενός μόνο το γεγονός της διανυκτέρευσης του πλοίου σε κάποιο λιμάνι δεν συνεπάγεται και το ότι το πλήρωμα λάμβανε άδεια διανυκτέρευσης αφού το πλοίο παραμένει στο πλοίο και εργάζεται για τις ανάγκες του και αφετέρου, αν είχαν χορηγηθεί, σε κάθε περίπτωση, άδειες διανυκτερεύσεως, θα υπήρχαν και οι σχετικές προβλεπόμενες από το άρθρο 16 παρ. 3 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. εγγραφές και καταχωρήσεις στο ημερολόγιο του πλοίου (ΕφΠειρ 553/2015 αδημ. ΕφΠειρ 497/2010, ΕφΠειρ 514/2009, ΕφΠειρ 263/2008 ΤρΝομΠληρ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), οι οποίες, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, δεν προσκομίσθηκαν. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτό το σχετικό κονδύλιο της αγωγής και επιδίκασε στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο το ποσό των 4.264,54 ευρώ ως αποζημίωση για 33 διανυκτερεύσεις, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και, ως εκ τούτου, ο περί του αντιθέτου, δεύτερος εκ των λόγων της υπό κρίσιν εφέσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.

Έτι περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 33 της ως άνω, εφαρμοζομένης εν προκειμένω Σ.Σ.Ν.Ε., το οποίο (άρθρο) τιτλοφορείται «Δρομολόγια Εξπρές», ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (εξπρές) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά τη παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού ενώ κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Ωστόσο, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού ενώ σύμφωνα με τη παρ. 7 του ίδιου άρθρου, για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7γ). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ’ αυτές πρόσθετη αμοιβή ότι αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται «πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο». Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου, στο λιμένα προορισμού, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7 θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας «ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ. 2 προσδιορισμού». Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6 ή 7) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δεν γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια εξπρές ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίον το προκύπτον πηλίκο από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου, δια του αριθμού 8, αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Εξάλλου, τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του (βλ. ΕφΠειρ 111/2007 ΕΝαυτΔ 2007.406, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝαυτΔ 2003.124, ΕφΠειρ 33/2002 ΔΕΕ 2003.561). Στην προκειμένη περίπτωση, από το συνδυασμό των ανωτέρω με τα προαναφερόμενα δρομολόγια που εκτελούσε κατά το χρονικό διάστημα ναυτολογήσεως του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου το πλοίο της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και τα οποία υπερέβαιναν τις 12 ώρες καθώς και με το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο ημερολόγιο μηχανής του εν λόγω πλοίου για την περίοδο από 9-6-2012 έως 23-7-2012, αποδείχθηκε ότι το τελευταίο (πλοίο), κατά την περίοδο ναυτολογήσεως του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, πραγματοποιούσε δρομολόγια εξπρές, θεωρουμένων ως τέτοιων σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. και εκείνων, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο απέπλεε τόσο από το λιμάνι αφετηρίας όσο και από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό, χωρίς ωστόσο (το πλοίο) να εκτελεί περισσότερα από πέντε (5) τακτικά κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, εφαρμοζομένης, ως εκ τούτου, της παρ. 4 του ως άνω άρθρου για τον υπολογισμό της δικαιούμενης για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές πρόσθετης αμοιβής και, πιο συγκεκριμένα : Α) i) Την 10-6-2012, το πλοίο έφθασε στο λιμάνι του Πειραιά στις 08.05′ και αναχώρησε στις 12.25′, πραγματοποιώντας 1 ώρα και 40 λεπτά πρόωρης αναχώρησης, ii) την ίδια ημέρα, το πλοίο έφθασε στο λιμάνι των Χανίων στις 23.10′ και αναχώρησε στις 03.15′, πραγματοποιώντας 1 ώρα και 55 λεπτά πρόωρης αναχώρησης και iii) την 11-6-2012, το πλοίο έφθασε στο λιμάνι του Πειραιά στις 13.10′ και αναχώρησε στις 17.20′, πραγματοποιώντας 1 ώρα και 50 λεπτά πρόωρης αναχώρησης. Επομένως, την ανωτέρω εβδομάδα, πραγματοποίησε συνολικά 5 ώρες και 25 λεπτά ή 5,4 ώρες πρόωρης αναχώρησης, οι οποίες διαιρούμενες δια 8, δίνουν (5,4/8=) 0,68 εξπρές δρομολόγια, Β) i) Την 23-6-2012, το πλοίο έφθασε στο λιμάνι του Πειραιά στις 06.25′ και αναχώρησε στις 09.45′, πραγματοποιώντας 2 ώρες και 45 λεπτά πρόωρης αναχώρησης και ii) Την 25-6-2012, το πλοίο έφθασε στο λιμάνι του Πειραιά στις 14.35′ και αναχώρησε στις 18.00′, πραγματοποιώντας 2 ώρες και 35 λεπτά πρόωρης αναχώρησης. Επομένως, την εβδομάδα αυτή, πραγματοποίησε συνολικά 5 ώρες και 20 λεπτά ή 5,33 ώρες πρόωρης αναχώρησης, οι οποίες διαιρούμενες δια 8, δίνουν (5,33/8=) 0,67 εξπρές δρομολόγια, Γ) i) Την 7-7-2012, το πλοίο έφθασε στο λιμάνι του Πειραιά στις 06.20′ και αναχώρησε στις 09.45′, πραγματοποιώντας 2 ώρες και 35 λεπτά πρόωρης αναχώρησης και ii) την 9-7-2012, το πλοίο έφθασε στο λιμάνι του Πειραιά στις 14.55′ και αναχώρησε στις 17.25′, πραγματοποιώντας 3 ώρες και 30 λεπτά πρόωρης αναχώρησης. Επομένως, την ανωτέρω εβδομάδα, πραγματοποίησε συνολικά 6 ώρες και 5 λεπτά ή 6,08 ώρες πρόωρης αναχώρησης, οι οποίες διαιρούμενες δια 8, δίνουν (6,08/8=) 0,76 εξπρές δρομολόγια και Δ) i) Την 21-7-2012, το πλοίο έφθασε στο λιμάνι του Πειραιά στις 06.20′ και αναχώρησε στις 09.35′, πραγματοποιώντας 2 ώρες και 45 λεπτά πρόωρης αναχώρησης και ii) την 23-7-2012, το πλοίο έφθασε στο λιμάνι του Πειραιά στις 14.30′ και αναχώρησε στις 17.45′, πραγματοποιώντας 2 ώρες και 45 λεπτά πρόωρης αναχώρησης. Επομένως, την ανωτέρω εβδομάδα, πραγματοποίησε συνολικά 5 ώρες και 30 λεπτά ή 5,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, οι οποίες διαιρούμενες δια 8, δίνουν (5,5/8=) 0,69 εξπρές δρομολόγια και συνολικά πραγματοποίησε (0,68 + 0,67 + 0,76 + 0,69 =) 2,8 εξπρές δρομολόγια. Εν όψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν, σύμφωνα με την ισχύουσα ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. στο συνολικό ποσό των 7.187,54 ευρώ, υπολογισμός ως προς τον οποίο δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως η εκκαλουμένη, ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των [(7.187,54/30 = 239,580 Χ 2,8 =] 670,82 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτό το σχετικό κονδύλιο της αγωγής και επιδίκασε στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο το ποσό των 670,82 ευρώ ως αμοιβή για 2,8 δρομολόγια εξπρές, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και, ως εκ τούτου, ο περί του αντιθέτου, τρίτος εκ των λόγων της υπό κρίσιν εφέσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.

Τέλος, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, μετά την απόλυση του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, την 3-7-2013, στον Πειραιά, λόγω αδείας μέχρι 3-9-2013, δεν προχώρησε σε επαναυτολόγηση του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου μετά τη λήξη της άδειάς του, την 3-9-2013, για δικούς της λόγους, μη επιθυμώντας τη διατήρηση της ισχύος της ένδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας, η οποία σημειωτέον, ήταν αορίστου χρόνου. Εξάλλου, δεν προέκυψε, ανταποδεικτικώς, ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος κλήθηκε εγγράφως από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα να επαναυτολογηθεί και αρνήθηκε να αναλάβει υπηρεσία ή ότι η τελευταία ζήτησε και έλαβε από τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο έγγραφη αίτηση απολύσεως, κατά τη συνήθη ναυτιλιακή πρακτική, εκδηλουμένης έτσι της αληθινής προθέσεως της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας δια μέσου του πλοιάρχου του ενδίκου πλοίου να καταγγείλει οριστικά την επίδικη σύμβαση ναυτολογήσεως, ως εκ τούτου δε, η προπεριγραφείσα συμπεριφορά της τελευταίας ισοδυναμεί με μονομερή κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ καταγγελία της συμβάσεώς της με τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε υπαιτιότητα ή συναίνεση στο πρόσωπο του τελευταίου. Κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τη συναγωγή του ανωτέρω συμπεράσματος αποτελούν τόσο η ένορκη επ’ ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου όσο και τα όσα ενόρκως βεβαιώνει ο Α. Π.[S36] , στην επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, υπ’ αριθ. …[S37]  ένορκη βεβαίωσή του, δεν αναιρούνται δε, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί του αντιθέτου ήτοι περί οικειοθελούς αποχώρησης του τελευταίου και περί απολύσεώς του αμοιβαία συναινέσει, σύμφωνα με τον, βάσει των ανωτέρω απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο ισχυρισμό εκ του άρθρου 73 του ΚΙΝΔ της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας. Για την αιτία αυτή, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος δικαιούται κατά νόμον (άρθρα 75, 76 του ΚΙΝΔ) αποζημίωση απολύσεως ισόποση με το μισθό 15 ημερών, δεδομένου δε ότι προς υπολογισμό της αποζημίωσης αυτής, λαμβάνονται υπ’ όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, το επίδομα Κυριακών, η υπερωριακή αμοιβή, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, τα επιδόματα εορτών ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕφΠειρ 172/2008 ΕΝΔ 36.100, ΕφΠειρ 928/2007 ΔΣΣ 14.1165), τα οποία στην προκειμένη περίπτωση ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 7.763,84 ευρώ, υπολογισμός ως προς τον οποίο δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως η εκκαλουμένη, ο ενάγων και ήδη εκκαλών δικαιούται, εν προκειμένω, το ποσό των {(7.763,84 ευρώ/30) Χ 15 =}. 3.881,91 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτό το σχετικό κονδύλιο της αγωγής και επιδίκασε στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο το ποσό των 3.881,91 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεώς του, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και, ως εκ τούτου, ο περί του αντιθέτου, τέταρτος εκ των λόγων της υπό κρίσιν εφέσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίσιν έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η δε εκκαλούσα, λόγω της ήττας της (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ), πρέπει να καταδικασθεί στην καταβολή του συνόλου των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχήν σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) αιτήματος του τελευταίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

Εξάλλου, δεδομένου ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ, «αν το δικαστήριο δεχτεί την ανακοπή ή την έφεση οριστικά και κατ’ ουσίαν και απορρίψει, ολικά ή εν μέρει, την αγωγή, την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάσσει, αν ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρισκόταν πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με το δικόγραφο της ανακοπής ή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων είτε με τις προτάσεις είτε με χωριστό δικόγραφο που κοινοποιείται στον αντίδικο. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται», από τη διάταξη αυτή δε, σαφώς προκύπτει ότι για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, απαιτείται η οριστική και κατ’ ουσίαν παραδοχή της έφεσης και η εν όλω ή εν μέρει απόρριψη της αγωγής καθώς ο γενεσιουργός λόγος της απαιτήσεως του αιτούντος είναι η εξαφάνιση της απόφασης που εκτελέστηκε (βλ. ΟλΑΠ 5/2001 ΕλλΔνη 42.379), στην προκειμένη περίπτωση, μετά την ως άνω απόρριψη της υπό κρίσιν εφέσεως, το αίτημα της εκκαλούσας για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση (άρθρο 914 ΚΠολΔ), είναι απορριπτέο ως άνευ αντικειμένου.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων εξήντα ευρώ (360€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ