Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

511/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Ι. Των εκκαλουσών – εναγομένων: 1) εταιρείας με την επωνυμία «…[S1] », που εδρεύει στη Μ.  Λ.[S2]  και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) εταιρείας με την επωνυμία «…[S3] », που εδρεύει στην Κ.[S4]  Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, αμφότερες οι οποίες παραστάθηκαν διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους, Μαρία Μπότση.

Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: Ι. Α.[S5]  του Π.[S6] , κατοίκου Τ.[S7]  Βόλου, ο οποίος παραστάθηκε διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Στέφανου Λύρα.

ΙΙ. Του αντεκκαλούντος – εφεσίβλητου – ενάγοντος: Ι. Α.[S8]  του Π.[S9] , κατοίκου Τ.[S10]  Βόλου, ο οποίος παραστάθηκε διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Στέφανου Λύρα.

Των αντεφεσίβλητων – εκκαλουσών – εναγομένων: 1) εταιρείας με την επωνυμία «…[S11] », που εδρεύει στη Μ.  Λ.[S12]  και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) εταιρείας με την επωνυμία «…[S13] », που εδρεύει στην Κ.[S14]  Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, αμφότερες οι οποίες παραστάθηκαν διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους, Μαρία Μπότση.

Ο εφεσίβλητος και αντεκκαλών ζήτησε να γίνει δεκτή η απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς από 12-11-2013 και με αριθμό κατάθεσης …[S15]  αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 124/2015 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής : α) οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες άσκησαν την από 31-3-2016 έφεσή τους (αριθμός κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …[S16]  και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S17] ), η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο, β) ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών άσκησε την από 14-10-2016 αντέφεσή του (αριθμός κατάθεσης στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S18] ), η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η από 31-3-2016 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …[S19]  και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S20]  έφεση των 1) εταιρείας με την επωνυμία «…[S21] » και 2) εταιρείας με την επωνυμία «…[S22] » και η από 14-10-2016 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S23]  αντέφεση του Ι. Α.[S24]  του Π.[S25] , πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, αφού ασκούνται από τους διαδίκους της πρωτοβάθμιας δίκης, στρέφονται κατά της αυτής απόφασης (124/2015 Ειρηνοδικείου Πειραιώς) και δικάζονται κατά την αυτή διαδικασία εργατικών διαφορών, με την συνεκδίκαση δε αυτή επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της διαδικασίας και η μείωση των εξόδων.

Η υπό κρίσιν από 31-3-2016 (αριθμός κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …[S26]  και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S27] ) έφεση των εκκαλουσών – εναγομένων κατά του εφεσίβλητου – ενάγοντος και κατά της υπ’ αριθ. 124/2015 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμολίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, νομοτύπως και εμπροθέσμως έχει ασκηθεί, καθώς από τα διαδικαστικά έγγραφα που προσκομίζονται προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες στις 4-3-2016 (βλ. την από 4-3-2016 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Κωνσταντίνου Καλύβα), η δε υπό κρίσιν έφεση κατατέθηκε την 1-4-2016 (βλ. την υπ’ αριθ. …[S28]  έκθεση κατάθεσης του γραμματέως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς), ήτοι εντός της τριακονταημέρου από της επιδόσεως προθεσμίας, αρμοδίως δε φέρεται στο παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Εν όψει τούτων, η υπό κρίσιν έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), που ανάγονται σε μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Όσον αφορά στην υπό κρίσιν από 14-10-2016 (αριθμός κατάθεσης στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S29] ) αντέφεση του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος – ενάγοντος κατά των εκκαλουσών – αντεφεσιβλήτων – εναγομένων και – ομοίως – κατά της υπ’ αριθ. 124/2015 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 12 εδ. α΄ του ν. 1157/1981, «η διαδρομή των υπό του νόμου ή των δικαστηρίων τεταγμένων προθεσμιών άρχεται από της επιούσης της ημέρας της επιδόσεως ή της ημέρας κατά την οποία συνέβη το αποτελούν την αφετηρία της προθεσμίας γεγονός και λήγει την 7ην μ.μ. ώραν της τελευταίας ημέρας, εάν δε αυτή είναι κατά νόμον εξαιρετέα ή Σάββατον, την αυτήν ώραν της επομένης εργασίμου ημέρας». Κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, όπως συνάγεται από την αδιάστικτη διατύπωσή της, η άνω διάταξη, όπως άλλωστε και η ταυτόσημη σχεδόν διάταξη του άρθρου 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφαρμόζεται τόσο επί των προθεσμιών ενέργειας όσο και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, δηλαδή εκείνων οι οποίες τάσσονται και είναι απαραίτητο να παρέλθουν πριν από την ενέργεια ορισμένης πράξεως (ΑΠ 1183/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 περ. ζ΄ ΚΠολΔ, η αντέφεση ασκείται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο που κατατίθεται στην γραμματεία του (δευτεροβάθμιου) δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν τη συζήτηση (της έφεσης). Κατά τη σαφή διατύπωση της διάταξης αυτής, για την άσκηση της αντέφεσης σε υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών απαιτείται να συντελεσθούν και οι δύο ως άνω συμπλεκτικώς οριζόμενες διαδικαστικές πράξεις, της κατάθεσης δηλαδή του δικογράφου της στη γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και της κοινοποίησης στον εκκαλούντα, οι οποίες αποτελούν την έγγραφη προδικασία της άσκησης κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ και οι δύο δε, πρέπει να λάβουν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των οκτώ ημερών πριν από τη συζήτηση, αλλιώς η αντέφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΕφΠειρ 664/2005 δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 1492/2003 Αρμ 2004.248, ΕφΘεσ 1730/2003 Αρμ 2004.1398) (πρβλ ΕφΘεσ 2856/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ). Βάσει των ανωτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, η κατά της ίδιας ως άνω απόφασης (υπ’ αριθ. 124/2015 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς), στρεφόμενη υπό κρίσιν αντέφεση, η οποία ασκήθηκε με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, την 17-10-2016 και αυθημερόν κοινοποιήθηκε στις εκκαλούσες (βλ. την υπ’ αριθ. …[S30]  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Ν. Κ.[S31] ), η έφεση των οποίων (εκκαλουσών) προσδιορίσθηκε για τις 25-10-2016, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον μεταξύ των ημερομηνιών της κοινοποίησης και της δικασίμου δεν μεσολαβούν οκτώ (8) ημέρες, δοθέντος ότι για τον υπολογισμό της προθεσμίας αυτής δεν υπολογίζονται η ημέρα της κοινοποίησης και της δικασίμου κατ’ άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στις προπαρασκευαστικές, όπως η εν λόγω, προθεσμίες (ΟλΑΠ 13/1996, ΑΠ 782/2000 ΕλλΔνη 42.153 και Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ ΚΠολΔ, συμπληρωματικός τόμος άρθ. 523 σ. 491, και τ. Γ` άρθ. 523 σ. 298).

Με την από 12-11-2013 και με αριθμό κατάθεσης …[S32]  αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε, στον Ασπρόπυργο Αττικής, την 20-3-2012, με την δεύτερη των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, ενεργούσα ως αντιπρόσωπος της πρώτης των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Δ/Ξ πλοίου «…[S33] », ναυτολογήθηκε σε αυτό, αυθημερόν, στην Ελευσίνα, υπό την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 501 – 3000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων ΤDW. Ότι στο ανωτέρω πλοίο εργάσθηκε από την ως άνω ημερομηνία ναυτολογήσεώς του έως και την 26-9-2012, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι των Αγίων Θεοδώρων αμοιβαία συναινέσει, περαιτέρω δε, επαναυτολογήθηκε υπό τους ίδιους ως άνω όρους, την 14-12-2012, στην Ελευσίνα και εργάσθηκε στο ως άνω πλοίο έως και την 3-6-2013, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι της Ελευσίνας αμοιβαία συναινέσει. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής δρομολόγια. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, εργάσθηκε υπερωριακά κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ημέρες και ώρες, από την ανωτέρω σύμβαση ναυτικής εργασίας του δε, διατηρεί, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά, αξιώσεις για διαφορές επί της χορηγηθείσας σε αυτόν αμοιβής αδείας μετά τροφής και επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε, με βάση την εκ της συμβάσεως ναυτολογήσεως ευθύνη των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, της πρώτης εξ αυτών ως κυρίας του πλοίου και της δεύτερης εξ αυτών ως εφοπλίστριας αυτού, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το ποσό των 15.309,48 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας απολύσεώς του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 124/2015 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Ήδη με την υπό κρίσιν έφεσή τους, οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται και, ειδικότερα, από την υπ’ αριθ. …[S34]  ένορκη βεβαίωση του Ι. Π.[S35] , που δόθηκε νομότυπα, επιμελεία του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, την υπ’ αριθ. …[S36]  ένορκη βεβαίωση του …[S37] , που δόθηκε νομότυπα, επιμελεία των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Θεοφανούς Σχοινοχωρίτου, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται και τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη την 20-3-2012, στον Ασπρόπυργο Αττικής, μεταξύ της δεύτερης των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, διαχειρίστριας του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου (Δ/Ξ) πλοίου με την ονομασία «…[S38] », πλοιοκτησίας της πρώτης των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, και του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, αυθημερόν, στην Ελευσίνα, ως ναύτης, στο ως άνω πλοίο, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι την 26-9-2012 οπότε και απολύθηκε, στους Αγίους Θεοδώρους, «αμοιβαία συναινέσει», περαιτέρω δε, δυνάμει νέας συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη την 14-12-2012, στον Ασπρόπυργο Αττικής, επαναυτολογήθηκε υπό τους ίδιους ως άνω όρους, αυθημερόν, στην Ελευσίνα και υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο μέχρι την 3-6-2013, οπότε και απολύθηκε, στην Ελευσίνα, «αμοιβαία συναινέσει». Καθ’ όλη τη διάρκεια της ως άνω ναυτολογήσεώς του, οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του διέπονταν από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 501 – 3000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων ΤDW και δη την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 501 – 3000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων ΤDW του έτους 2010 (υπ’ αριθ. 3525.1.4-1-2011 – ΦΕΚ Β΄ 127/9-2-2011). Το ως άνω πλοίο, κατά τις ως άνω περιόδους της ναυτολογήσεως του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου πραγματοποιούσε δρομολόγια μεταφέροντας πετρέλαιο από το λιμάνι των Αγίων Θεοδώρων στα λιμάνια των νήσων Πάρου, Νάξου, Μυκόνου, Κύθνου, Σκιάθου, Σκύρου, Σκοπέλου, Αλοννήσου Λήμνου, Μυτιλήνης και Σύρου καθώς επίσης και στα λιμάνια του Ρεθύμνου και του Αγίου Νικολάου Κρήτης. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, εν όψει του είδους αυτής και της ιδιαιτερότητας εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων προς την κατάσταση και τις ανάγκες του πλοίου, αφενός βάσει του είδους της εργασίας του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη και ειδικότερα απασχολείτο τόσο στις εργασίες απόπλου, κατάπλου και φορτοεκφόρτωσης του πλοίου, με το δέσιμο και το λύσιμο των κάβων και την παρακολούθηση του γεμίσματος και του αδειάσματος της δεξαμενής του (πλοίου) καθώς και στις επισκευαστικές εργασίες των αντλιών και σωληνώσεών του (πλοίου), όσο και στις εργασίες καθαρισμού και συντήρησής του (πλοίου) με χρωματισμούς, λιπάνσεις του καταστρώματος και των διαμερισμάτων και με γενικότερες μικροεπισκευές, και αφετέρου βάσει των χρονικών ορίων της εργασίας του, τα οποία σαφώς υπερέβαιναν τις οκτώ ώρες ημερησίως, οι οποίες καλύπτονταν μόνο από τις δύο υποχρεωτικές τετράωρες φυλακές, τις οποίες εκτελούσε καθημερινά στη γέφυρά του πλοίου, από τις 12.00΄ έως τις 16.00΄ και από τις 24.00΄ έως τις 04.00΄ ή από τις 16.00΄ έως τις 20.00΄ και από τις 04.00΄ έως τις 08.00΄, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται από την αναγκαιότητα παροχής υπερωριακής εργασίας, για την οποία παρείχετο αμοιβή στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, βάσει της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος του πλοίου, στην οποία περιλαμβάνονταν τρεις (3) ναύτες, βάσει των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του ως άνω πλοίου, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα επιβαρυμένες, γεγονός το οποίο – ομοίως – επιβεβαιώνεται από την αναγκαιότητα παροχής υπερωριακής εργασίας, για την οποία παρείχετο αμοιβή στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, καθώς και βάσει των ωρών αναπαύσεώς του, έτσι όπως αυτές προκύπτουν από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες σχετικές μηνιαίες καταστάσεις, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κρίνεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου στο ως άνω δεξαμενόπλοιο, ανείρχετο σε δώδεκα (12) ώρες για όλη τη χρονική περίοδο της ένδικης ναυτολογήσεώς του, το γεγονός δε ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ουδέποτε παραπονέθηκε ως προς τα ως άνω καθήκοντά του και ως προς τις ώρες της υπερωριακής του απασχόλησης και υπέγραψε τις αποδείξεις πληρωμής του, ουδεμία νομική επιρροή ασκεί, δεδομένου ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους, κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006 παγ. νμλγ.). Έτσι, με βάση τις ρυθμίσεις της εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 501 – 3000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων ΤDW του έτους 2010, από την οποία διέπονταν οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου κατά την ως ανωτέρω συνολικώς προσδιορισθείσα σε 362 ημέρες διάρκεια της ένδικης ναυτολογήσεώς του στο ως άνω πλοίο, ο τελευταίος εργάστηκε υπερωριακώς (πέραν του οκτάωρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες) : Α) 1172 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές [(241 καθημερινές + 52 Κυριακές =) 293 ημέρες Χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα], για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (1172 ώρες X 6,44 ευρώ =) 7.547,68 ευρώ και Β) 828 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες [(52 Σάββατα + 17 αργίες =) 69 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα], για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (828 ώρες X 7,73 ευρώ =) 6.400,44 ευρώ και συνολικά δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των (7.547,68 + 6.400,44 =) 13.948,12 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε – υπό τη μορφή δώρου (bonus), ανερχόμενου μηνιαίως στο ποσό των 1.196 ευρώ και προβλεπόμενου ρητά σε αμφότερες τις ως άνω συμβάσεις ναυτολογήσεώς του, σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 3 όρο των οποίων «ρητά και ανεπιφύλακτα συμφωνείται ότι το παραπάνω ποσό δώρο (bonus) των πλοιοκτητών, ποσού 1.196,78 ευρώ θα συμψηφίζεται με τις τυχόν υπερωρίες καθημερινών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών…» – συνολικά το ποσό των 14.220 ευρώ, όπως ο ίδιος ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος συνομολογεί στην αγωγή του, ως εκ τούτου δε, ουδέν δικαιούται για την αιτία αυτή. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το να δεχθεί ότι αποδείχθηκαν οι αγωγικοί ισχυρισμοί περί εξάωρης – και όχι τετράωρης – κατά τις καθημερινές και Κυριακές και δεκατετράωρης – και όχι δωδεκάωρης – κατά τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακής απασχόλησής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, επιδικάζοντας σε αυτόν για την ως άνω αιτία, το ποσό των 6.830.66 ευρώ, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, ο πρώτος εκ των λόγων της υπό κρίσιν εφέσεως, θα πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος.

Έτι περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 60 του ΚΙΝΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 648, 653 επ., 680 παρ. 3 ΑΚ και τα άρθρα 14 παρ. 3 και 15 παρ. 1 και 2 της ως άνω εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 501 – 3000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων ΤDW του έτους 2010, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως ως άδεια μετά αντιτίμου τροφής το ποσό των 537,24 ευρώ {[(ήτοι βασικός μισθός 891,11 ευρώ + επίδομα Κυριακών 196,04 ευρώ + επίδομα δεξαμενοπλοίων 89,11) / 22] Χ 8 ημέρες = 427,72 ευρώ + (τροφοδοσία 8 ημερών Χ 13,69 ευρώ ημερησίως = 109,52)} και συνολικά για την ως ανωτέρω προσδιορισθείσα σε 362 ημέρες διάρκεια της ένδικης ναυτολογήσεώς του στο ως άνω πλοίο, δικαιούται το ποσό των [362 Χ (537,24/30) =] 6.482,67 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε συνολικά το ποσό των 5.190 ευρώ, όπως ο ίδιος ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος συνομολογεί στην αγωγή του, ως εκ τούτου δε, δικαιούται για την αιτία αυτή τη διαφορά, ποσού (6.482,67 – 5.190 =) 1.292,67 ευρώ. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ, η προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη είναι κατ’ αρχήν απαράδεκτη και μόνο σε περίπτωση που συντρέχουν οι περιοριστικά αναφερόμενες στο άρθρο αυτό περιπτώσεις μπορούν να προταθούν παραδεκτά ήτοι αν : «1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης…,2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο…,3) λαμβάνονται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως ή μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία…,5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως». Σχετικά με τη διάταξη αυτή γίνεται ορθά δεκτό ότι ως «πραγματικοί ισχυρισμοί», νοούνται εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή κατάλυση του ουσιαστικού δικαιώματος και συγκεκριμένα – μεταξύ άλλων – οι ενστάσεις (πρβλ. ΕφΑθ 8867/1987 ΕλλΔνη 1989.95 και Μ.Μαργαρίτη, εις Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ερμηνεία ΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 527, αριθ. 2-3, σελ. 947-948). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούσες, με τον δεύτερο εκ των λόγων της υπό κρίσιν εφέσεώς τους, κατ’ εκτίμηση αυτού, ισχυρίζονται ότι η εκκαλουμένη έσφαλε καθόσον δεν υπολόγισε, για την εξέταση του αιτουμένου κονδυλίου της άδειας μετά αντιτίμου τροφής, το οποίο επιδίκασε τελικά στο σύνολό του, το ποσό των συνολικών αποδοχών του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, συμπεριλαμβανομένων σε αυτό των μη ορθώς υπολογισθεισών υπερωριών αυτού, το οποίο (ποσό) και του έχει καταβληθεί, συμπεριλαμβανομένου στην καταβολή αυτή και του αιτουμένου κονδυλίου, το οποίο έχει, ως εκ τούτου, εξοφληθεί. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς καθώς και από το αντίγραφο των προτάσεων των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι τελευταίες (εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες) με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου τους, πριν την έναρξη της συζήτησης της αγωγής, προέβαλαν την ένσταση αοριστίας της αγωγής, περαιτέρω δε, με τις κατατεθείσες προτάσεις τους αρνήθηκαν την αγωγή δίχως να προβάλουν ένσταση εξόφλησης του αιτουμένου κονδυλίου περί άδειας μετά αντιτίμου τροφής ή να αναφερθούν σε πραγματικά περιστατικά σχετικά με την απαλλαγή τους από την υποχρέωση καταβολής του συγκεκριμένου αυτού κονδυλίου παρά μόνο σχετικά με την απαλλαγή τους από την υποχρέωση καταβολής του αιτουμένου κονδυλίου περί υπερωριών τόσο λόγω μη τέλεσης αυτών όσο και λόγω εξόφλησής τους. Εν προκειμένω και, πιο συγκεκριμένα, με το δικόγραφο της υπό κρίσιν εφέσεώς τους, οι εκκαλούσες προβάλλουν για πρώτη φορά τον ισχυρισμό τους περί απαλλαγής τους από την υποχρέωση καταβολής της αιτούμενης από τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο αμοιβής του για άδεια μετά αντιτίμου τροφής για την περίοδο της ένδικης ναυτολογήσεώς του στο ως άνω πλοίο, επειδή το ποσό αυτό έχει εξοφληθεί με τις συνολικές καταβολές προς τον τελευταίο, συμπεριλαμβανομένων σε αυτές και των προβλεπομένων από αμφότερες τις συμβάσεις ναυτολογήσεως του και καταβαλλομένων μηνιαίως δώρων πλοιοκτήτη (bonus). Πλην, όμως, όπως ήδη αναλύθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η προβολή για πρώτη φορά στο Δικαστήριο τούτο, που δικάζει ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, της μη πρωτοδίκως προβληθείσας ένστασης εξοφλήσεως είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι οι εκκαλούσες δεν επικαλούνται κανέναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 527 ΚΠολΔ εξαιρετικούς λόγους και, συνεπώς, ο σχετικός δεύτερος εκ των λόγων της υπό κρίσιν εφέσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου αλλά και κατ’ αποδοχήν του σχετικού ισχυρισμού του εφεσίβλητου.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, θα πρέπει να απορριφθεί υπό κρίσιν αντέφεση στο σύνολό της, ως απαράδεκτη, ενώ θα πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίσιν έφεση ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, περαιτέρω δε, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει κατά την ίδια ειδική διαδικασία, θα πρέπει να δεχθεί εν μέρει την από 12-11-2013 και με αριθμό κατάθεσης …[S39]  αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεώσει τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 1.292,67 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της απολύσεώς του (ενάγοντος) κατά την δεύτερη περίοδο ναυτολογήσεώς του (3-6-2013) ήτοι από τις 4-6-2013 και μέχρι την εξόφληση. Εξάλλου, εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να καταδικαστούν οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό ενώ τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων και ήδη αντεφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν στο σύνολό τους εις βάρος του ενάγοντος και ήδη αντεκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 και 191 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Ενώνει και συνεκδικάζει την από 31-3-2016 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …[S40]  και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S41]  έφεση και την από 14-10-2016 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S42]  αντέφεση.

Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.

Απορρίπτει την από 14-10-2016 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S43]  αντέφεση.

Καταδικάζει τον αντεκκαλούντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των αντεφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300€).

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 31-3-2016 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …[S44]  και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S45]  έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 124/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση για να τη δικάσει το ίδιο κατά την ίδια ειδική διαδικασία.

Δέχεται εν μέρει την από 12-11-2013 και με αριθμό κατάθεσης …[S46]  αγωγή.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων διακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (1.292,67€) με το νόμιμο τόκο από τις 4-6-2013 και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τις εκκαλούσες στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, το οποίο ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των εκατό ευρώ (100€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ