Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ – ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΙΣΘΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΔΟΕ -ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ – ΑΔΕΙΑ)

 

Αριθμός απόφασης
538/2017
(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης κλήσης …[S1] )
(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής …[S2] )

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ευσταθία Τσάμη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 24 Ιανουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …[S3]  του …[S4] , κατοίκου …[S5]  (…[S6] ), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Βασιλείου Σαξώνη.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία «…[S7] .», που εδρεύει στην …[S8]  (…[S9] ) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Μαρίας Κάτσενου.
Ο ΚΑΛΩΝ – ΕΝΑΓΩΝ με την από 28-09-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …[S10]  κλήση του, με την οποία ως χρόνος συζήτησης της υπόθεσης προσδιορίστηκε η δικάσιμος της 3-12-2015 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 17-05-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς περαιτέρω συζήτηση την από 11-05-2015 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …[S11] , προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 22-09-2015 και εγγράφηκε στο πινάκιο, μετά δε από αναβολές ματαιώθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣE ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται για συζήτηση με την υπ’ αριθ. καταθ. δικογρ. …[S12]  κλήση η από 28-09-2015 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …[S13] .

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 115§3, 238 και 666 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015, συνάγεται ότι στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (αρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ) δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή έγγραφων προτάσεων. Δύνανται όμως οι διάδικοι να υποβάλουν προτάσεις, η κατάθεση των οποίων γίνεται κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, δηλαδή επί της έδρας. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των αρθρ. 237, 238 και 118 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι οι προτάσεις των διαδίκων που αποτελούν δικόγραφο κατά την έννοια του άρθρου 118 ΚΠολΔ, πρέπει να φέρουν εκτός των άλλων στοιχείων και την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, η οποία δεν έχει πανηγυρική σημασία, επιβάλλεται όμως για την εξασφάλιση της γνησιότητας του δικογράφου, αλλιώς είναι άκυρες. Ως πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου, του οποίου την υπογραφή πρέπει να φέρουν οι προτάσεις, εννοείται εκείνος που παρέστη στο ακροατήριο, ο οποίος και αναλαμβάνει την ευθύνη για όσα αναφέρονται σε αυτές και την υπεράσπιση εν γένει. Εφόσον δε είναι άκυρο το δικόγραφο των προτάσεων, δεν λαμβάνονται υπόψη, δηλαδή οι περιεχόμενοι σε αυτές ισχυρισμοί δεν αποτελούν πραγματικό υλικό της δίκης και περαιτέρω τα στοιχεία που ο διάδικος προσκόμισε προαποδεικτικά δεν αποτελούν αποδεικτικό υλικό (ΑΠ 638/2013, ΑΠ 1581/1998, ΕφΠατρ 337/2005, ΕφΑθ 3106/2001, ΠΠρΑμφ 36/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, η οποία εκφωνήθηκε προσηκόντως κατά τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η εναγομένη παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Μαρίας Κάτσενου. Οι προτάσεις όμως που κατέθεσε επί της έδρας κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο για τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, καθώς και η κατατεθείσα στις 24-01-2017 προσθήκη – αντίκρουση (βλ. επισημείωση της αρμόδιας Γραμματέως), δεν φέρουν την υπογραφή της ως άνω πληρεξουσίας δικηγόρου, η οποία παραστάθηκε κατά τη συζήτηση, αλλά φέρουν την υπογραφή και τη σφραγίδα άλλης δικηγόρου και δη της Μ. Μ.[S14] . Επομένως οι προτάσεις αυτές ως ανυπόγραφες από την πληρεξουσία δικηγόρο της εναγομένης πάσχουν ακυρότητα και εξ αυτού του λόγου καθίστανται απαράδεκτες και τόσο αυτές, όσο και τα έγγραφα που προσκομίζει η εναγομένη δεν θα ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο τούτο. Περαιτέρω, από την εισαγωγή του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – Ν. 3816/1958), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ των όρων του εφοπλιστή, του κυρίου πλοίου, του πλοιοκτήτη και του διαχειριστή ξένου πλοίου (ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΜΠρΠειρ 6777/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Επομένως, δεν είναι κατά νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του ίδιου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή (ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 20.71, ΕφΠειρ 762/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 350/1996 Νομ.Ναυτ.Τμ. ΕφΠειρ 1996-1997, σελ. 199). Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105 – 106 του ΚΙΝΔ, ο εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του το πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση, εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Ως εκμετάλλευση, η οποία πάντως δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση) με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμετάλλευσης) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή (ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012.39). Βασική πάντως προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απολαβή των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΕφΠειρ 762/2013, ΕφΠειρ 37/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στη λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό. Εάν δεν γίνει η δήλωση αυτή, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, ότι δηλαδή είναι πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο, όμως, αυτό είναι, όπως προαναφέρθηκε, μαχητό και δύναται να αποκρουσθεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο (ΑΠ 689/2013, ΑΠ 5/2009, ΕφΠειρ 672/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος. Ο κύριος του πλοίου, για να ανατρέψει το τεκμήριο, πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει, όχι μόνο ότι το πλοίο εκμεταλλεύεται άλλος, αλλά και ότι ο τρίτος γνώριζε αυτό όταν συνήπτε με τον πλοίαρχο τη σύμβαση και στην περίπτωση που ενδιαφέρει τη σύμβαση ναυτολόγησης. Τούτο διότι οι πιο πάνω διατυπώσεις δημοσιότητας σκοπό έχουν να προστατέψουν τους τρίτους, που επισήμως λαμβάνουν γνώση της μεταβολής και ως εκ τούτου η μη τήρησή τους δημιουργεί σε αυτούς την εντύπωση ότι το πλοίο εκμεταλλεύεται ο ίδιος, που δεν τις τήρησε (ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΑΠ 954/2004 ΕΝΔ 32.342, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 762/2013 ΕΝΔ 2013.190, ΕφΠειρ 110/2013, ΕφΠειρ 764/2012, ΕφΠειρ 624/2012, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 259/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο διαχειριστής πλοίου έχει ευρύτατες εξουσίες, οι οποίες αφορούν τόσο την τεχνική, όσο και την εμπορική διαχείριση τούτου (πλοίου). Ειδικότερα, αυτός, μεταξύ άλλων, προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και την διατήρηση του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, μεριμνά για την επιθεώρηση τακτική ή έκτακτη του πλοίου και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών για την διατήρηση της κλάσεως του, συνάπτει συμβάσεις εφοδιασμού του πλοίου με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά και άλλα αναγκαία υλικά και προβαίνει στην εκναύλωση του πλοίου συμφώνα προς τις οδηγίες του πλοιοκτήτη. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους επ` ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Συνεπώς τα έννομα αποτελέσματα εκάστης υπ` αυτού επιχειρούμενης πράξης εντός των πλαισίων της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Ο τελευταίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής υπό αυτή του την ιδιότητα, και αυτός  (πλοιοκτήτης) ενέχεται έναντι των δανειστών. Εφ` όσον ο διαχειριστής ενεργεί επ` ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας που συνάπτει υπό την ιδιότητά του αυτή και κατ` επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει εκ των περιστάσεων ότι επιχειρεί την σχετική δικαιοπραξία για αυτόν, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Προκύπτει, συνεπώς, ότι ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως την βούληση να ασκήσει και δεν ασκεί την εκμετάλλευσή του για δικό του λογαριασμό. Ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή μη, επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους και απολαύει τα κέρδη. Οι δανειστές, οι οποίοι δημιουργούνται εκ της δράσεως του διαχειριστή, δύνανται να στραφούν κατά του εκμεταλλευομένου το πλοίο και ν` αξιώσουν από αυτόν την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως ή την καταβολή αποζημιώσεως για την μη εκτέλεση της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από τον διαχειριστή την ικανοποίηση αυτής τους της απαίτησης. Κατ` επέκταση, όταν το πλοίο εκμεταλλεύεται ο κύριος, οι δανειστές αυτοί έχουν υπέγγυο κάθε περιουσιακό στοιχείο αυτού, θαλάσσιο και χερσαίο, επομένως και το πλοίο (ΕφΠειρ 832/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 211, 212 και 216 του ΑΚ – οι οποίες εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (ΕφΠειρ 63/2013, ΕφΠειρ 832/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) – συνάγεται ότι, για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών, πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο σ` εκείνον, προς τον οποίον γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, δοθέντος ότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την “αρχή του εμφανούς”. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση επ` ονόματι άλλου, υπάρχει όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν εκ των περιστάσεων προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε επ` ονόματι του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), εξαιρέσει βεβαίως της περιπτώσεως κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βουλήσεως επιχειρείται επ` ονόματι άλλου, είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με την μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δηλώσεως βουλήσεως, δηλ. δια της προσφυγής σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, εις τρόπον ώστε η λειτουργία της αμέσου αντιπροσωπεύσεως να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά, που υφίσταντο κατά την σύναψη της δικαιοπραξίας ήσαν τέτοια, ώστε εις πάντα συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποίαν ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενος του (ΕφΠειρ 63/2013, ΕφΠειρ 832/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, ο ενάγων, με την κρινόμενη αγωγή του, εκθέτει ότι, σε εκτέλεση του από 2.12.2013 προσυμφώνου ναυτικής εργασίας διάρκειας μέχρι τις 31.12.2014, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ αυτού και της εταιρείας «…[S15] », διαχειρίστριας του με ελληνική σημαία πλοίου αναψυχής «…[S16] », με αριθμό νηολογίου Πειραιά …[S17] , κοχ 1.809, πλοιοκτησίας της εναγομένης, προσελήφθη και ναυτολογήθηκε σε αυτό, με την ειδικότητα του υποπλοίαρχου. Ότι είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει κλειστό μηνιαίο μισθό ποσού 5.003,94 ευρώ μικτά, κατά τα λοιπά δε η σύμβαση εργασίας του διεπόταν από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων. Επίσης ότι οι σχέσεις του με την εναγομένη διέπονταν από τη Σύμβαση Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) του 2006 για τη ναυτική εργασία, σύμφωνα με την οποία έχει δικαίωμα να λάβει για το διάστημα της ναυτολόγησής του τη διαφορά μεταξύ του μηνιαίου μισθού του Ιταλού υποπλοίαρχου F. L.[S18]  και του δικού του. Περαιτέρω, αναφέρει ότι, κατά το διάστημα της ναυτολόγησής του, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, διότι σε αυτό διενεργούνταν εργασίες επισκευής, προς κάλυψη των δημιουργουμένων αναγκών, λόγω των συνθηκών, που περιγράφει στην αγωγή του, εργαζόταν καθημερινά, συμπεριλαβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών επί 16 ώρες την ημέρα. Με βάση τα ανωτέρω, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου του δικηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά πριν την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και επαναλαμβάνεται αναλυτικά στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε στο ακροατήριο (άρθρα 223, 294, 295 και 297 και 591§1 ΚΠολΔ), ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 18.948 ευρώ που αφορά σε τμήμα των διαφορών μισθών σύμφωνα με τη ΔΟΕ (και συγκεκριμένα στο πρώτο εξάμηνο), καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.106,51 ευρώ για διαφορές μισθών για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα και για αποζημίωση για μη ληφθείσας άδειας έτους 2014, επικουρικά δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.536,79 ευρώ, για διαφορές αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης (τις καθημερινές τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες), καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 1.790,11 ευρώ για αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια έτους 2014. Όλα τα ανωτέρω κονδύλια ζητεί να του καταβληθούν νομιμότοκα από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την απόλυσή του στις 24-12-2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επιπλέον, τα ανωτέρω ποσά τα αιτείται και σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον η εναγομένη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντα, χωρίς νόμιμη αιτία, ο δε πλουτισμός σώζεται μέχρι σήμερα. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα. Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25 παρ. 2, 33 ΚΠoλΔ και 51 παρ. 1, 2 και 3Α του Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΚΙΝΔ). Είναι δε επαρκώς ορισμένη παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγομένη, αφού όταν ζητείται η καταβολή υπερωριακής αμοιβής στο ναυτικό, αρκεί να προκύπτουν οι ώρες υπερωριακής απασχόλησής του και δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην αγωγή οι κατ’ ιδίαν εργασίες, ο χρόνος που έγιναν αυτές, αν υπήρχε ανάγκη και το πρόσωπο που έδωσε την εντολή. Στην ένδικη αγωγή αναφέρονται, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για όλες τις αξιώσεις από ναυτεργατική σύμβαση και συγκεκριμένα ο χρόνος σύναψής της, το είδος της εργασίας και η συμφωνία σχετικά με τον τρόπο αμοιβής του ενάγοντα, η διάρκεια της καθημερινής του απασχόλησης και για όλο το κρίσιμο διάστημα, από την οποία, με σαφήνεια και ακρίβεια προκύπτουν οι ώρες της κανονικής, αλλά και της υπερωριακής εργασίας του, στοιχεία που, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ είναι αρκετά και καθιστούν έτσι πλήρως ορισμένη την αγωγή κατά το κεφάλαιο της αυτό (ΑΠ 1686/2007, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 140/2004 Ε.Ν.Δ. 2004.114, ΕφΠειρ 984/2007 αδημ., ΕφΠειρ 901/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 1875/2009). Ακολούθως, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 68, 70, 176, 191§2, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 82, 84, 105 και 106 του Κ.Ι.Ν.Δ., της Σύμβασης Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) του 2006 για τη ναυτική εργασία που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν 4078/2012 (ΦΕΚ 179Α΄/20-09-2012) και της από 8-04-2014 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων για το έτος 2014 (ΥΑ 3525.1.10/01/2014 ΦΕΚ Β’ 1665/24.06.2014), κατά την επικουρική δε βάση της του αδικαιολογήτου πλουτισμού, στις ανωτέρω διατάξεις και στις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, σε συνδυασμό με το άρθρο 904 επ. ΑΚ. Ωστόσο πρέπει να γίνει μνεία ότι το παρεπόμενο αίτημα, περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, μετά τη μερική τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, τυγχάνει νόμιμο μόνο ως προς το καταψηφιστικό σκέλος της, ενώ πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, ως προς το αντίστοιχο αναγνωριστικό, καθόσον με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται από το δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 1993.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706). Κατόπιν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, δεδομένου ότι μετά τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, αφού το αιτούμενο καταψηφιστικώς ποσό, δεν υπερβαίνει το όριο της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου [άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 17 Ν. 2479/1997, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. 1α  ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011)], ενώ  σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. τα με αριθμούς Α115491/27-01-2017 και Α114209/24-01-2017 γραμμάτια του ΔΣ Πειραιώς).

Η εναγομένη αρνείται την αγωγή, ενώ με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, προβάλλει την ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της, διότι υπάρχει εφοπλισμός του πλοίου και συνεπώς δε νομιμοποιείται παθητικά έναντι του ενάγοντα. Επ` αυτού θα πρέπει να σημειωθεί ότι για την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι αυτός και ο εναγόμενος, είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή αν είναι αυτός αληθής. Αν όμως αυτός αποδειχθεί αναληθής (π.χ. ότι ο εναγόμενος δεν είναι κάτοχος του διεκδικούμενου ακινήτου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), τότε αυτή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος. Η απόδειξη της νομιμοποίησης δηλαδή, συμπίπτει με την απόδειξη των θεμελιωτικών της ιστορικής βάσης της αγωγής πραγματικών περιστατικών. Εν όψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, η από τον εναγόμενο, αμφισβήτηση των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης του περιστατικών, συνιστά όχι έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος και φέρει προς τούτο το βάρος της απόδειξης (Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 68, αρ. 3, 16, 18). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 281 Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια του επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου του προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με  επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.ΑΠ 17/95, ΟλΑΠ 62/90 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου (ΟλΑΠ 62/90). Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του, διότι η υπέρβαση των ορίων που θέτει ο νόμος στην άσκηση των δικαιωμάτων είναι προφανής, όταν προκαλεί την εντύπωση έντονης αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την ικανοποίηση του δικαιώματός του. Επομένως, μόνη η επίκληση κινδύνου επελεύσεως δυσμενών για τον υπόχρεο συνεπειών χωρίς την ταυτόχρονη επίκληση συγκεκριμένης συμπεριφοράς του δικαιούχου και χωρίς συσχετισμό των εις βάρος του υποχρέου συνεπειών με το αναμενόμενο όφελος του δικαιούχου από ικανοποίηση του δικαιώματος ή αντιστοίχως τον κίνδυνο επαχθών συνεπειών του τελευταίου από την ματαίωσή της, δεν αρκεί για να συγκροτήσει το πραγματικό της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ και να παραλύσει την αξίωση του δικαιούχου για την ικανοποίηση του δικαιώματός του (ΑΠ 1284/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω η εναγομένη παραδεκτά προβάλει την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντα για καταβολή των αιτούμενων κονδυλίων της κρινομένης αγωγής, καθόσον αυτός (ενάγων) καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασής του, αλλά και κατά την απόλυσή του, που έλαβε χώρα αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου, ουδέποτε επιφυλάχτηκε για ανεξόφλητες προς αυτόν οφειλές με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί η εντύπωση στην εταιρεία ότι τέτοιες δεν υφίστανται, ενώ οι αξιώσεις του ενάγοντα προβλήθηκαν το πρώτον με την υπό κρίση αγωγή που ασκήθηκε 6 μήνες μετά την απόλυσή του. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη στηριζόμενη στο άρθρο 281 ΑΚ και θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων του μάρτυρα απόδειξης Ι. Β.[S19]  και του μάρτυρα ανταπόδειξης Δ. Α.[S20] , που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, καθώς και των εγγράφων, τα οποία ο ενάγων επικαλείται και προσκομίζει, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ) και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε εκτέλεση του από 2-12-2013 προσυμφώνου ναυτικής εργασίας διάρκειας μέχρι τις 31.12.2014, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντα και της εταιρείας «…[S21] », διαχειρίστριας του με ελληνική σημαία πλοίου αναψυχής «…[S22] », με αριθμό νηολογίου Πειραιά …[S23] , κοχ 1.809, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ο ενάγων προσελήφθη και ναυτολογήθηκε σε αυτό, με την ειδικότητα του υποπλοίαρχου, αντί κλειστού μηνιαίου μισθού ποσού 5.003,94 ευρώ μικτά. Η ανωτέρω υπογραφείσα σύμβαση ναυτολόγησης περιλάμβανε τα αναγκαίως προβλεπόμενα από την Σύμβαση Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας 2006 και όριζε ως ειδικώς εφαρμοστέα και διέπουσα τους όρους εργασίας και αμοιβής του ανωτέρω ναυτικού την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων. Ο ενάγων απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως τις 20-03-2014 οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, ναυτολογήθηκε δε εκ νέου στις 28-03-2014 και εργάσθηκε έως τις 24-12-2014, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου (βλ. τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα αντίγραφα των σελίδων 4, 5 και 62 – 67 του υπ’ αριθμ. …[S24]  ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντα). Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι η εταιρεία «…[S25] », εκμεταλλευόταν το ανωτέρω πλοίο για δικό της λογαριασμό, φέρουσα απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του, ήτοι ότι ήταν εφοπλίστρια του εν λόγω πλοίου και όχι διαχειρίστρια αυτού, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη. Άλλωστε, στο υπ’ αριθμ. πρωτ. …[S26]  πιστοποιητικό κυριότητας πλοίου του τομέα νηολογίων και ναυτικών υποθηκολογίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων αναφέρεται ότι την 18-05-2009 καταχωρήθηκε στην ανωτέρω υπηρεσία πράξη ανάθεσης – ανάληψης διαχείρισης, σύμφωνα με την οποία η διαχείριση του ανωτέρω πλοίου ανατίθεται στην εταιρεία «…[S27]  …[S28] .» με απεριόριστη διάρκεια, ενώ δεν προσκομίζεται κάποιο έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι αυτή είχε αποκτήσει την ιδιότητα της εφοπλίστριας του εν λόγω πλοίου. Επίσης το ότι η εταιρεία «…[S29]  …[S30] .» ενήργησε ως διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου, δηλαδή ως άμεσος αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρείας, και όχι για δικό της λογαριασμό, αποδεικνύεται και από την από 1-01-2014 σύμβαση εργασίας του ενάγοντα, στην οποία αφενός, ρητώς αναγράφηκε ότι η εναγομένη ενεργεί ως διαχειρίστρια, αφετέρου, στην σφραγίδα που έχει τεθεί στο τέλος της ανωτέρω σύμβασης αναφέρεται «…[S31]  …[S32] . …[S33] ». Θα πρέπει δε να σημειωθεί, ότι ο εξετασθείς ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μάρτυρας της εναγομένης Δ. Α.[S34]  κατέθεσε ότι η εναγομένη είναι η πλοιοκτήτρια εταιρεία του ανωτέρω πλοίου, σαφώς δε ως Πλοίαρχος γνωρίζει τη διαφορά μεταξύ κυριότητας του πλοίου και πλοιοκτησίας αυτού. Κατά συνέπεια, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη, δεν ενέχεται η εταιρεία «…[S35]  …[S36] .», αλλά η πλοιοκτήτρια του πλοίου – εναγομένη, για τις οποίες αξιώσεις του ενάγοντα από την ανωτέρω σύμβαση ναυτολόγησης, απορριπτομένου ούτω ως ουσία αβάσιμου του ισχυρισμού της εναγομένης περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης της. περαιτέρω, ως προελέχθη, ο ενάγων είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει κλειστό μηνιαίο μισθό ποσού 5.003,94 μικτά {βασικός μισθός 1.574,66 ευρώ + επίδομα Κυριακών 346,43 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 21,24 ευρώ + επίδομα αδείας από 8 ημερομίσθια το μήνα μετά τροφοδοσίας αδείας 826,02 ευρώ [ήτοι 1.574,66 ευρώ + επίδομα Κυριακών 346,43 ευρώ: 22 Χ 8 ημέρες αδείας μηνιαίως = 698,58 ευρώ και 127,44 ευρώ (15,93 ευρώ Χ 8 μέρες τροφή αδείας) = 826,02 ευρώ] + πάγια υπερωριακή αμοιβή 1.081,10 ευρώ + υπερωρίες Σαββάτων – αργιών 614,25 ευρώ + πρόσθετες αμοιβές 540,25 ευρώ = 5.003,94 ευρώ μικτά} (βλ. τους ατομικούς λογαριασμούς μισθοδοσίας που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων). Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τη Σύμβαση Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) του 2006 για τη ναυτική εργασία έχει δικαίωμα να λάβει για το διάστημα της ναυτολόγησής του τη διαφορά μεταξύ του μηνιαίου μισθού του Ιταλού υποπλοίαρχου F. L.[S37]  και του δικού του. Οι εξετασθέντες στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου μάρτυρες κατέθεσαν ότι πράγματι ο F. L.[S38]  λάμβανε μεγαλύτερο μισθό από τον ενάγοντα, χωρίς όμως να προσδιορίζουν με ακρίβεια το ποσό αυτό, απλά ανέφεραν ότι ήταν περίπου 3.000 ευρώ παραπάνω. Μάλιστα ο Δ. Α.[S39]  κατέθεσε ότι ο F. L.[S40]  έπαιρνε τον ίδιο μισθό ενεργείας, το ίδιο ποσό για υπερωρίες και τα ίδια επιδόματα με τον ενάγοντα, απλά έπαιρνε μεγαλύτερο μπόνους, διότι ήταν στο διοικητικό συμβούλιο της εναγομένης εταιρείας και εργαζόταν 30 χρόνια σε αυτήν. Δεδομένου όμως ότι δεν προσκομίζεται κάποιο έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται ο μισθός που ελάμβανε ο F. L.[S41]  το επίδικο χρονικό διάστημα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν όντως υπήρχε διαφορά μεταξύ του μισθού του ανωτέρω και του μισθού του ενάγοντα, τι ποσού ήταν αυτή και για ποια αιτία καταβαλλόταν η τυχόν επιπλέον αμοιβή, θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο το σχετικό κονδύλιο της κύριας βάσης της αγωγής. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω πλοίο, από την πρόσληψη του ενάγοντα μέχρι την 31.1.2014 βρισκόταν ακινητοποιημένο στη μαρίνα του ΣΕΦ. Από 1.2.2014 μέχρι 30.4.2014 βρισκόταν στο ναυπηγείο “…[S42] ” για μετασκευή καμπινών, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 1.05.2014 μέχρι 30.04.2014 βρισκόταν στην Α. Β.[S43]  στην πέτρινη δεξαμενή για εργασίες συντήρησης και επισκευής. Στις 10.5.2014 μεταφέρθηκε εκ νέου στη μαρίνα του ΣΕΦ, ενώ στις  22.5.2014 εκδηλώθηκε φωτιά στο πλοίο και κάηκε το κατάστρωμα. Παρέμεινε, λόγω των ανακρίσεων που ακολούθησαν στη μαρίνα του ΣΕΦ μέχρι την 30.6.2014, όταν και μεταφέρθηκε με ρυμουλκό στο ναυπηγείο ΑΤΛΑΣ για την αποκατάσταση της ζημιάς. Σημειωτέον ότι η εναγομένη συνομολόγησε στο ακροατήριο τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι ο ενάγων, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, απασχολείτο με ανατιθέμενα σε αυτόν καθήκοντα συναφή με την ειδικότητά του (άρθρα 40 επ. του ΒΔ 683/1960), εργαζόμενος καθημερινά (συμπεριλαμβανομένων των Κυριακών, αργιών και Σαββάτων) επί οκτώ (8) ώρες ημερησίως. Όπως αποδείχθηκε στο πλοίο υπηρετούσαν τουλάχιστον πέντε αξιωματικοί στη γέφυρα, ήτοι ο ύπαρχος και τέσσερις υποπλοίαρχοι, ο ενάγων, ο …[S44] , ο …[S45]  και ο F. L.[S46] . Λαμβανομένου δε υπόψη ότι το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα δεν εκτελούσε δρομολόγια, αποδεικνύεται ότι οι ανωτέρω αξιωματικοί έκαναν 8 ώρες βάρδια έκαστος. Άλλωστε ο μάρτυρας απόδειξης Ι. Β.[S47]  δεν κατέθεσε ποιες εργασίες εκτελούσε ο ενάγων καθημερινά που απαιτούσαν να απασχοληθεί πέραν των ανωτέρω οκτώ ωρών. Σημειωτέον ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντα στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός λόγω της φύσεως του επαγγέλματος του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΕφΠειρ ΜΟΝ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61 340, I. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ. 3η σελ. 160). Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που αφορούν τις ανωτέρω εργασίες, απασχολείτο οκτώ ώρες ημερησίως, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές, όσο και τα Σάββατα και τις αργίες του επίδικου χρονικού διαστήματος. Παρείχε, συνεπώς, σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερόμενη Σ.Σ.Ε., κατά τα Σάββατα και αργίες οκτώ (8) ώρες υπερωριακής εργασίας, ενώ κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές εργαζόταν το νόμιμο ωράριό του, συνεπώς το αιτούμενο – σύμφωνα με την επικουρική βάση της αγωγής – κονδύλι περί καταβολής αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση τις καθημερινές και Κυριακές, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο ενάγων δικαιούται, για υπερωριακή αμοιβή, τα κάτωθι ποσά εκ της εργασίας του: ήτοι: κατά το χρονικό διάστημα από 1.01.2014 έως 24.12.2014 εργάσθηκε όλα τα Σάββατα και τις Αργίες, συγκεκριμένα δε εργάσθηκε 49 Σάββατα επί 8 ώρες ημερησίως, καθώς και 12 αργίες επί 8 ώρες ημερησίως (ήτοι τις: 1/1, 6/1, 3/3, 18/4, 21/4, 23/4, 1/5, 29/5 (Αναλήψεως), 15/08, 14/9, 28/10 και 6/12), ήτοι συνολικά 61 ημέρες και 488 ώρες (61 Χ 8 = 488 ώρες), οπότε δικαιούται το ποσό των 6.661,20 ευρώ (488 ώρες Χ 13,65 ευρώ/ώρα), έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 7.248,15 ευρώ (βλ. τους ατομικούς λογαριασμούς μισθοδοσίας που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων), κι επομένως έχει πλήρως εξοφληθεί για την ανωτέρω αιτία, απορριπτομένου ως ουσία αβάσιμου του σχετικού κονδυλίου της επικουρικής βάσης της αγωγής. Έτι περαιτέρω, σύμφωνα με το Πρότυπο Α2.4 του Κανονισμού 2.4 της Διεθνούς Σύμβασης Οργάνωσης Ναυτικής Εργασίας 2006. προβλέπεται ότι «1. Κάθε Μέλος πρέπει να υιοθετήσει νόμους και κανονισμούς που να καθορίζουν τα ελάχιστα πρότυπα για την ετήσια άδεια των ναυτικών που υπηρετούν σε πλοία που φέρουν τη σημαία του, λαμβάνοντας κατάλληλα υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες των ναυτικών όσον αφορά την εν λόγω άδεια. 2. Υπό τον όρο οποιασδήποτε συλλογικής σύμβασης ή νόμων ή κανονισμών που προβλέπουν κατάλληλη μέθοδο υπολογισμού, η οποία λαμβάνει τις ιδιαίτερες ανάγκες των ναυτικών κατά τη άποψη αυτή, το δικαίωμα για την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πρέπει να υπολογίζεται στη βάση τουλάχιστον 2,5 ημερολογιακών ημερών ανά μήνα απασχόλησης. Ο τρόπος υπολογισμού της διάρκειας υπηρεσίας πρέπει να καθορίζεται από την αρμόδια αρχή ή μέσω του κατάλληλου μηχανισμού σε κάθε χώρα». Εκ της ανωτέρω διατάξεως είναι σαφές ότι η άνω Σύμβαση ορίζει την βάση υπολογισμού της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δεν πρέπει να είναι κατώτερη από 2,5 ημερολογιακές ημέρες ανά μήνα και προβλέπει ότι η άδεια αυτή τελεί υπό τον όρο οποιασδήποτε συλλογικής σύμβασης ή νόμων ή κανονισμών που ισχύουν σε κάθε χώρα και προβλέπουν κατάλληλη μέθοδο υπολογισμού. Με βάση την εφαρμοσθείσα ΣΣΕ για τις αποδοχές και τους όρους εργασίας του ενάγοντα και συγκεκριμένα από το άρθρο 8 παρ. 1 αυτής προβλέπεται ότι ο ναυτικός δικαιούται ετήσια άδεια 96 ημερών (στις οποίες περιλαμβάνονται οι 46 ημέρες στις οποίες από 1/1/1982 συμψηφίζονται τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα), υπολογιζομένης σε 8 ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας, για δε τις τυχόν λιγότερες του μηνός ημέρες αντίστοιχο κλάσμα. Εκ της ανωτέρω διατάξεως είναι σαφές ότι η ως άνω ΣΣΕ που εφαρμόσθηκε και ίσχυσε στην σύμβαση εργασίας του ενάγοντα, προβλέπει τον υπολογισμό των ημερών αδείας των ναυτικών στους οποίους αφορά και ο υπολογισμός αυτός προσδιορίζει μεγαλύτερο αριθμό ημερών αδείας του ναυτικού, ήτοι 8 ημέρες αδείας κάθε μήνα (96 ετησίως) σε σχέση με τις 2,5 ημέρες αδείας κάθε μήνα (30 ετησίως) που προβλέπει η Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας 2006. Ο ενάγων, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως καταστάσεις μισθοδοσίας του, έλαβε για όλους τους μήνες που διήρκεσε η απασχόλησή του τις αποδοχές της μη ληφθείσας αδείας που αντιστοιχούσαν σε 8 ημέρες αδείας κάθε μήνα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 της ΣΣΕ του έτους 2014 και κατά τα ειδικώς προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 εδ. γ. του άνω άρθρου και συγκεκριμένα έλαβε το συνολικό ποσό των 8.243,24 ευρώ. Ο ισχυρισμός του ότι είχε συμφωνήσει και έπρεπε να λαμβάνει επιπλέον της προβλεπόμενης άδειας από την ανωτέρω ΣΣΕ και 2,5 ημέρες άδεια μετ’ αποδοχών ανά μήνα ναυτολογήσεώς του που προβλέπει η Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας 2006, τυγχάνει απορριπτέος. Η ανωτέρω διεθνής Σύμβαση δεν προβλέπει τέτοιο δικαίωμα, δηλαδή σώρευση και άθροιση αποδοχών αδείας που προβλέπονται από διατάξεις διαφορετικών νόμων, συλλογικών συμβάσεων ή κανονισμών, ούτε στη σύμβαση ναυτολογήσεως του ενάγοντα έλαβε χώρα τέτοια συμφωνία, αφού η αναγραφή στην ανωτέρω σύμβαση ότι ο ναυτικός δικαιούται να λαμβάνει άδεια 2,5 ημέρες ανά μήνα ναυτολογήσεώς του, όπως προβλέπει η Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας 2006, δεν είχε την έννοια ούτε της επαύξησης, αλλά ούτε και του περιορισμού της άδειας των 8 ημερών που προβλέπει η ως άνω εφαρμοστέα σύμβαση ΣΣΕ, απλά ανεγράφησαν οι 2,5 ημέρες άδειας που προβλέπει ως ελάχιστο χρόνο ετήσιας άδειας η ως άνω διεθνής Σύμβαση. Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων, απορριπτέα ως ουσία αβάσιμα, τυγχάνουν τα κονδύλια περί καταβολής αποδοχών αδείας στον ενάγοντα, τόσο κατά την κύρια, όσο και κατά την επικουρική βάση της αγωγής. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μνεία ότι καθόσον οι υφιστάμενες μεταξύ των μερών συμβάσεις εργασίας κρίθηκαν έγκυρες, παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας της ερειδόμενης στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, επικουρικής βάσης της αγωγής. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινομένη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, τόσο κατά την κύρια βάση της που στηρίζεται στη Σύμβαση Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) του 2006, όσο και κατά την επικουρική βάση αυτής που στηρίζεται στη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014, παρέλκει δε η εξέταση της ενστάσεως του άρθρου 281 ΑΚ που προέβαλε η εναγομένη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης δεν θα επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντα, παρά την ήττα αυτού (άρθρο 176 ΚΠολΔ), διότι, αφού κρίθηκαν άκυρες οι προτάσεις που η εναγομένη κατέθεσε στο ακροατήριο, δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε το περιεχόμενο σε αυτές αίτημα περί επιδικάσεως της δικαστικής της δαπάνης (άρθρο 191§2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

                -ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Φεβρουαρίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ