ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
621/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από τoν Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος – εκκαλούντος – ενάγοντος: …[S1] του Γ.[S2] , κατοίκου Δ. Ξ.[S3] , ο οποίος παραστάθηκε διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Στέφανου Λύρα.
Της καθ’ ής η κλήση – εφεσίβλητης – εναγομένης: εταιρείας με την επωνυμία «…[S4] », που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Μαρίας Αρβανίτη.
Ο καλών – εκκαλών ζήτησε να γίνει δεκτή η απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς από 20-12-2011 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S5] αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …[S6] οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, ο ενάγων και ήδη καλών – εκκαλών άσκησε την από 14-7-2015 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …[S7] και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S8] ), την οποία, μετά τη ματαίωση της συζητήσεώς της κατά τη δικάσιμο της 16-2-2016, επαναφέρει προς συζήτηση με την από 17-5-2016 κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S9] , προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την από 17-5-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S10] κλήση του εκκαλούντος, η από 14-7-2015 (αριθμός κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …[S11] και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S12] ) έφεση, μετά τη ματαίωση της συζητήσεώς της κατά τη δικάσιμο της 16-2-2016.
Η υπό κρίσιν έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος κατά της εφεσίβλητης – εναγομένης και κατά της υπ’ αριθ. …[S13] οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμολίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, νομοτύπως και εμπροθέσμως έχει ασκηθεί, καθώς από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από την έκδοσή της, οπότε εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ (η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 17-4-2015 και η υπό κρίσιν έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 16-7-2015), αρμοδίως δε φέρεται στο παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Εν όψει τούτων, η υπό κρίσιν έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή, ώστε να μπορεί να αποτελέσει τη βάση της δικαστικής επιλύσεως της διαφοράς, που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά νόμο θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο και συγκεκριμένο αίτημα. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη (άρθρα 106, 108 ΚΠολΔ), εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατό, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και αποδείξει, είναι, κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολογήσεως, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα Σ.Σ.Ν.Ε. (Βερνάρδος, Το Δίκαιο της Ναυτικής Εργασίας, σελ. 99, Εφ.Πειρ.567/2005, Εφ.Πειρ.892/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Δεν αποτελεί, όμως, αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών, είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού. Διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Περαιτέρω, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρεται σε αυτήν ο χρόνος ενάρξεως και λήξεως της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος ενάρξεως και λήξεως της υπερωριακής απασχολήσεως συγκεκριμένες ημέρες του μήνα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 892/2002 δημ. ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία) καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΕφΠειρ 1312/1997 δημ. ΝΟΜΟΣ), αλλά αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας κατά μήνα ή κατά μέσον όρο κατά μήνα (ΕφΠειρ 901/2002 δημ. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των ως άνω γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταποδείξεως από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 δημ. ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία) (ΕφΠειρ 50/2016, ΕφΠειρ 28/2015, ΕφΠειρ 581/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 20-12-2011 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S14] αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε, στον Πειραιά, την 20-9-2010, με την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…[S15] », ναυτολογήθηκε σε αυτό, αυθημερόν, στο λιμάνι του Πειραιά, ως ναυτόπαις, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Ότι στο ανωτέρω πλοίο εργάσθηκε από την ως άνω ημερομηνία ναυτολογήσεώς του έως και την 25-1-2011, οπότε και απολύθηκε, στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω πέρατος δρομολογίων. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής δρομολόγια. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, απασχολήθηκε στις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής εργασίες και μάλιστα υπερωριακά κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ημέρες και ώρες ήτοι εργαζόταν κατά μέσο όρο δώδεκα ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, από την ανωτέρω σύμβαση ναυτικής εργασίας του δε, διατηρεί, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά, αξιώσεις για διαφορές επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, για διαφορές επί των δώρων Χριστουγέννων 2010 και Πάσχα 2011, για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές 2010 και 2011 καθώς και για αποζημίωση απολύσεως. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ζήτησε, κυρίως με βάση την εκ της συμβάσεως ναυτολογήσεως ευθύνη της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης και επικουρικώς με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη να του καταβάλει το ποσό των 9.996,97 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της απολύσεώς του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. …[S16] οριστική απόφασή του, απέρριψε την ως άνω αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ήδη με την υπό κρίσιν έφεσή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την αποδοχή της αγωγής του στο σύνολό της.
Ωστόσο, με αυτό το περιεχόμενο, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων και ήδη εκκαλών εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, ως ναυτόπαις, αντί των καθοριζομένων από την οικεία και εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτό (πλοίο) τις αναφερόμενες στο δικόγραφο υπηρεσίες του δώδεκα ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, καθ’ όλο το εκτιθέμενο ειδικότερα χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του και με την οποία ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία, κατά καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα σύμφωνα την προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση απαιτούμενα στοιχεία. Ειδικώς δε, όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής υπερωριακής αμοιβής, εκτίθενται σαφώς οι ώρες απασχόλησης (δώδεκα ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως) του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος στην περαιτέρω εξειδικευθείσα στο δικόγραφο της αγωγής εργασία της ειδικότητάς του, στο αναφερόμενο οχηματαγωγό πλοίο, από τις οποίες, σε αντιπαραβολή με τα νόμιμα όρια εργασίας του, συνάγεται ευθέως η υπερωριακή εργασία του. Επομένως, ο πρώτος εκ των λόγων της υπό κρίσιν εφέσεως, με το οποίο ο ενάγων και ήδη εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του περί καταβολής υπερωριακής αμοιβής, ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας διότι πέραν της αναφοράς στο μέσο όρο υπερωριών του (ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος), δεν προσδιορίζονταν σε αυτήν (αγωγή) επακριβώς οι συγκεκριμένες εργασίες που εκτελούσε ο τελευταίος σε συνδυασμό με τις ώρες που τις πραγματοποιούσε, ενώ γενικότερα δεν προσδιορίζονταν άλλοι παράγοντες , συνδεομένοι προς την κατάσταση και τις ανάγκες του πλοίου (αριθμός προσωπικού ανά ειδικότητα, χωρητικότητα πλοίου), από τη συνεκτίμηση των οποίων θα εδύνατο να σχηματισθεί δικανική πεποίθηση περί του πραγματικού αριθμού των ωρών υπερωρίας του (ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος), εν συνεχεία δε, απέρριψε, κατ’ επέκταση, την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας τόσο κατά το ως άνω μέρος της όσο και στο σύνολό της, δεδομένου ότι βάσει της αξίωσης του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος για υπερωριακή αμοιβή, έτσι όπως αυτή αορίστως ζητείτο, αξιώνονταν άπαντα τα κονδύλια της αγωγής, ήτοι τόσο η διαφορά επί των καταβληθέντων σε αυτόν δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, η πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές καθώς και η αποζημίωση απολύσεώς του, θα πρέπει, δεδομένου ότι βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο, να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται και ειδικότερα από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, που δόθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση, υπ’ αριθ. …[S17] πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεώς του, από την υπ’ αριθ. …[S18] ένορκη βεβαίωση του Μ. Τ.[S19] , που δόθηκε νομότυπα, επιμελεία του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης (βλ. την υπ’ αριθ. …[S20] έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Β. Κ.[S21] ) καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται και τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθη την 20-9-2010, στον Πειραιά, μεταξύ της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιώς αριθ. …[S22] , Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…[S23] », κοχ 18.236 και του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, αυθημερόν, στο λιμάνι του Πειραιά, ως ναυτόπαις σε αυτό (πλοίο), στο οποίο και υπηρέτησε μέχρι την 25-1-2011, οπότε και απολύθηκε, στον Πειραιά, λόγω πέρατος δρομολογίων. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης ναυτολογήσεώς του, οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του διέπονταν από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων και δη την υπ’ αριθ. ΥΑ 3525.1.5.1/01/2011 περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2010 (ΦΕΚ Β 1760/6-5-2011). Το ως άνω πλοίο, κατά την περίοδο της ναυτολογήσεως του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, εκτελούσε το ακτοπλοϊκό δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο Κρήτης – Πειραιάς και, πιο συγκεκριμένα, αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 15.00΄ και κατέπλεε στο λιμάνι του Ηρακλείου Κρήτης περί ώρα 21.30΄, στη συνέχεια δε, αναχωρούσε από το λιμάνι της Μυτιλήνης περί ώρα 23.00΄ και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 05.30΄ της επόμενης ημέρας. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, εν όψει του είδους αυτής και της ιδιαιτερότητας εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων προς την κατάσταση και τις ανάγκες του πλοίου, αφενός βάσει του είδους της εργασίας του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στο ως άνω πλοίο ως ναυτόπαις και ειδικότερα απασχολείτο τόσο στην καθαριότητα του γκαράζ και του καταστρώματος του πλοίου και σε εργασίες συντήρησης αυτού (πλοίου) όσο και στην πρόσδεση του πλοίου, τη φορτοεκφόρτωση οχημάτων και την απόδεση του πλοίου στα λιμάνια προσέγγισής του (αφετηρίας και προορισμού) και αφετέρου βάσει των χρονικών ορίων της εργασίας του, τα οποία σαφώς υπερέβαιναν τις οκτώ ώρες ημερησίως, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται από την αναγκαιότητα παροχής υπερωριακής εργασίας, για την οποία παρείχετο αμοιβή στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα, βάσει της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος του πλοίου, στο οποίο υπηρετούσαν δώδεκα (12) ναύτες και δύο (2) ναυτόπαιδες καθώς και βάσει των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του ως άνω πλοίου, οι οποίες ήταν επιβαρυμένες, γεγονός το οποίο ομοίως επιβεβαιώνεται από την αναγκαιότητα παροχής υπερωριακής εργασίας, για την οποία παρείχετο αμοιβή στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κρίνεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος στο ως άνω Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο, ανείρχετο σε δέκα (10) ώρες για όλη τη χρονική περίοδο της ένδικης ναυτολογήσεώς του, το γεγονός δε ότι ο ενάγων και ήδη εκκαλών ουδέποτε παραπονέθηκε ως προς τα ως άνω καθήκοντά του και ως προς τις ώρες της υπερωριακής του απασχόλησης και υπέγραψε τις αποδείξεις πληρωμής του, ουδεμία νομική επιρροή ασκεί, δεδομένου ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους, κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006 παγ. νμλγ.). Έτσι, με βάση τις ρυθμίσεις της εφαρμοζομένης ως άνω Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2010, από την οποία διέπονταν οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά την ως ανωτέρω προσδιορισθείσα διάρκεια της ένδικης ναυτολογήσεώς του στο ως άνω Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο, ο τελευταίος εργάστηκε υπερωριακώς (πέραν του οκτάωρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες) : Α) 214 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές [(89 καθημερινές και 18 Κυριακές =) 107 ημέρες X 2 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα], για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (214 ώρες X 6,64 ευρώ =) 1.420,96 ευρώ και Β) 220 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες [(18 Σάββατα και 4 αργίες =) 22 ημέρες X 10 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα), για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (220 ώρες X 7,98 ευρώ =) 1.755,60 ευρώ και συνολικά δικαιούται το ποσό των (1.420,96 + 1.755,60 =) 3.176,56 ευρώ, έναντι του οποίου η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη του κατέβαλε, όπως προκύπτει από τους επικαλούμενους και προσκομιζόμενους από αμφοτέρους τους διαδίκους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, το συνολικό ποσό των 3.023,65 ευρώ και, ως εκ τούτου, δικαιούται, για την αιτία αυτή, τη διαφορά ποσού (3.176,56 – 3.023,65 =) 152,91 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της υποβληθείσης υπό της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, ένστασης εξόφλησης.
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 60 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της ως άνω εφαρμοζομένης εν προκειμένω συλλογικής συμβάσεως εργασίας και την υπ’ αριθ. 70109/8008 της 14.12.1981/7.1.1982 απόφαση του ΥΕΝ, ο ενάγων και ήδη εκκαλών δικαιούται να λάβει ως δώρα εορτών τα ακόλουθα ποσά: Α) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2010 και για το διάστημα της ναυτολογήσεώς του από 20-9-2010 έως και 31-12-2011, ο ενάγων και ήδη εκκαλών δικαιούτο να λάβει ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας και συνολικά έπρεπε να λάβει 973,43 ευρώ [(ήτοι 1506,22 μηνιαίος μισθός (919,17 ευρώ για μισθό ενεργείας + 202,22 ευρώ για επίδομα Κυριακών + 34,87 ευρώ για επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 349,96 ευρώ για επίδομα αδείας {(ήτοι βασικός μισθός 919,17 ευρώ + επίδομα Κυριακών 202,22 ευρώ = 1.121,39 ευρώ / 22 Χ 5 ημέρες = 254,86 ευρώ + 95,10 (τροφοδοσία 5 ημερών Χ 19,02 ευρώ)} + 738,73 ευρώ μέσος όρος μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής = ) 2.244,95 ευρώ συνολικός μηνιαίος μισθός Χ 2/25 = 179,60 ευρώ ανά δεκαεννιαήμερο απασχόλησης Χ (103/19 =) 5,42 δεκαεννιαήμερα της ανωτέρω περιόδου)]. Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη του κατέβαλε, όπως προκύπτει από τους επικαλούμενους και προσκομιζόμενους από αμφοτέρους τους διαδίκους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, το ποσό των 766,52 ευρώ και ως εκ τούτου δικαιούται, για την αιτία αυτή, τη διαφορά ποσού (973,43 – 766,52 =) 206,91 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της υποβληθείσης υπό της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, ένστασης εξόφλησης. Β) Για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2011 και για το διάστημα της ναυτολογήσεώς του από 1-1-2011 έως και 25-1-2011, ο ενάγων δικαιούτο να λάβει ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας και συνολικά έπρεπε να λάβει 233,84 ευρώ [(ήτοι 1506,22 μηνιαίος μισθός (919,17 ευρώ για μισθό ενεργείας + 202,22 ευρώ για επίδομα Κυριακών + 34,87 ευρώ για επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 349,96 ευρώ για επίδομα αδείας {(ήτοι βασικός μισθός 919,17 ευρώ + επίδομα Κυριακών 202,22 ευρώ = 1.121,39 ευρώ / 22 Χ 5 ημέρες = 254,86 ευρώ + 95,10 (τροφοδοσία 5 ημερών Χ 19,02 ευρώ)} + 738,73 ευρώ μέσος όρος μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής = ) 2.244,95 ευρώ συνολικός μηνιαίος μισθός / 2 = 1122,48 Χ 1/15 = 74,83 ευρώ ανά οκταήμερο απασχόλησης Χ (25/8 =) 3,125 οκταήμερα της ανωτέρω περιόδου). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη του κατέβαλε, όπως προκύπτει από τους επικαλούμενους και προσκομιζόμενους από αμφοτέρους τους διαδίκους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, το ποσό των 189,96 ευρώ και ως εκ τούτου δικαιούται, για την αιτία αυτή, τη διαφορά ποσού (233,84 – 189,96 =) 43,88 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της υποβληθείσης υπό της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, ένστασης εξόφλησης.
Έτι περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 33 της ως άνω, εφαρμοζομένης εν προκειμένω Σ.Σ.Ν.Ε., το οποίο (άρθρο) τιτλοφορείται «Δρομολόγια Εξπρές», ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (εξπρές) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά τη παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού ενώ κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Ωστόσο, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2, προσδιορισμού ενώ σύμφωνα με τη παρ. 7 του ίδιου άρθρου, για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7γ). Εξάλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας «ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ. 2 προσδιορισμού». Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6 ή 7) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δεν γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Εξάλλου, τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του (βλ. ΕφΠειρ 111/2007 ΕΝαυτΔ 2007.406, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝαυτΔ 2003.124, ΕφΠειρ 33/2002 ΔΕΕ 2003.561). Στην προκειμένη περίπτωση, από το συνδυασμό των ανωτέρω με τα προαναφερόμενα δρομολόγια που εκτελούσε κατά το χρονικό διάστημα ναυτολογήσεως του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος το πλοίο της εναγομένης και εφεσίβλητης, δεδομένου δηλαδή ότι το πλοίο πραγματοποιούσε 7 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, η διάρκεια των οποίων υπερέβαινε τις 12 ώρες, εκ των οποίων τα δύο θεωρούνται δρομολόγια εξπρές, ο ενάγων και ήδη εκκαλών δικαιούται να λάβει πρόσθετη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο, πέραν των πραγματοποιούμενων από το πλοίο της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης πέντε τακτικών δρομολογίων την εβδομάδα, εφαρμοζομένων, ως εκ τούτου, των παρ. 5 και 7 του άρθρου της ως άνω ΣΣΝΕ για τον υπολογισμό της δικαιούμενης για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές πρόσθετης αμοιβής και, πιο συγκεκριμένα δικαιούται να λάβει ως αμοιβή για καθένα από αυτά το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ήτοι το ποσό των 74,83 ευρώ (συνολικός μηνιαίος ως άνω υπολογισθείς μισθός 2.244,95 ευρώ : 30). Επομένως, ανά εβδομάδα έπρεπε να λαμβάνει (74,83 ευρώ Χ 2 εξπρές δρομολόγια =) 149,66 ευρώ, ήτοι έπρεπε να έχει λάβει το ποσό των (149,66 Χ 18,28 εβδομάδες της υπηρεσίας του =) 2.735,78 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως προκύπτει από τους επικαλούμενους και προσκομιζόμενους από αμφοτέρους τους διαδίκους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, ουδέν έλαβε από την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη και, ως εκ τούτου, το δικαιούται (το ως άνω ποσό) στο σύνολό του για την αιτία αυτή, απορριπτομένου του περί εξοφλήσεως ισχυρισμού της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ως αναπόδεικτου καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο – και δη από τους επικαλούμενους και προσκομιζόμενους από αμφοτέρους τους διαδίκους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος – δεν προκύπτει ότι έχει καταβληθεί στον τελευταίο οποιοδήποτε ποσό για την ως άνω αιτία.
Τέλος, τα άρθρα 72 και 75 εδ. δ΄ ΚΙΝΔ ορίζουν αντιστοίχως ότι «η σύμβαση της ναυτολογήσεως δύναται να λυθεί σε κάθε στιγμή με καταγγελία του πλοιάρχου, που δεν υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας» και ότι «σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως κατ’ άρθρο 72, ο ναυτικός δικαιούται σε αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού». Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι ο ναυτικός του οποίου η σύμβαση της ναυτολογήσεως αόριστου χρόνου λύθηκε με καταγγελία του πλοιάρχου, δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση, την οποία προβλέπουν και προσδιορίζουν τα άρθρα 74 εδ. δ΄ και 76 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ. 187/2005 ΕΝΔ 33,97, Εφ. Πειρ 944/1996 Νομολ. Ναυτ. Τμήμ Εφετείου Πειραιώς 1996-1997, σελ. 323). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 53, 54 και 70 επ. ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648, 659 και 672 ΑΚ και των άρθρων 1 και 8 ν. 2112/1920, όπως ισχύουν, συνάγονται, μεταξύ των άλλων τα ακόλουθα: α) Η σύμβαση ναυτολογήσεως συνάπτεται είτε για ορισμένο είτε για αόριστο χρόνο, είτε κατά πλουν, έναν ή περισσότερους, β) Σύμβαση ορισμένου χρόνου θεωρείται εκείνη από την οποία προκύπτει ορισμένη διάρκεια της ναυτολογήσεως, λήγει δε αυτή δικαίως με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου, δηλαδή την τελευταία ημέρα του χρόνου αυτού. Πιο συγκεκριμένα, από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 649 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα τη βεβαιότητα ότι θα διαρκέσει μέχρι ορισμένου σημείου από του οποίου και θα λήξει αυτομάτως, είναι εκείνη με την οποία συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, με την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως (ΑΠ 520/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ). Η σύμβαση πάντως αυτή, εάν έληξε και παρόλα αυτά τα μέρη συνεχίζουν σιωπηρά την εκτέλεσή της, μετατρέπεται σε αόριστου χρόνου κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 671 ΑΚ (βλ. σχετ. Δημ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, εκδ. Β΄σελ. 114, 162 επ., Ιωαν Κοροτζή, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, εκδ. 1990, σελ. 118 επ., ΕφΠειρ 1008/2004 ΕΝΔ 32.423, ΕφΠειρ 904/1987 ΕΝΔ 15.447) και γ) Σε περίπτωση συνάψεως αλλεπάλληλων συμβάσεων ναυτολογήσεως ορισμένου χρόνου, εάν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση και το σκοπό της εργασίας ή από τις ιδιαίτερες ανάγκες του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων για την υποχρεωτική καταγγελία της συμβάσεως είναι άκυρη η σύμβαση ως προς τον καθορισμό της διάρκειάς της και θεωρείται ότι καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, στην οποία η απόλυση του ναυτικού δεν είναι δυνατόν να λάβει χώρα χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (βλ. σχ Ιωάν. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές εργασιακές σχέσεις και κοινωνική πολιτική εκδ. 1984, σελ. 762 επ., Στυλ. Βλαστού, επίτομο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, εκδ. 2001, παρ. 463, σελ. 498 επ., ΑΠ 255/2005 ΕλΔ 47.1403, ΑΠ 620/2001 ΕΕργΔ 52.365, ΑΠ 781/1988 ΔΕΝ 44.1243, ΑΠ 1807/1988 ΕΕργΔ 46.336, ΑΠ 299/1984 ΔΕΝ 40, ΑΠ 1624/1981 ΕΕργΔ 41.230, 217, ΕφΑθ 9315/2005 ΕλΔ 48.289, ΕφΠειρ 131/2000 αδημ). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο ναυτικός, που προβάλλει αξίωση αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της συμβάσεώς του, πρέπει, για να είναι ορισμένη η αγωγή του, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, να αναφέρει σε αυτήν ότι ο όρος της συμβάσεως εργασίας για ορισμένη διάρκεια αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση και το σκοπό της εργασίας ή από τις ιδιαίτερες ανάγκες της επιχείρησης και ότι τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων για υποχρεωτική καταγγελία της συμβάσεως. Και τούτο διότι τα παραπάνω περιστατικά αποτελούν στοιχεία της αγωγής περί ακυρότητας της ρήτρας για ορισμένη διάρκεια της σύμβασης και δεν μπορούν συνεπώς να προταθούν για πρώτη φορά με τις προτάσεις, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί απαράδεκτη, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, μεταβολή της βάσεως της αγωγής (ΑΠ 1295/1976 ΝοΒ 25.912, ΕφΠειρ 858/2006 ΕΝΔ 34.266). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, καταρτισθείσα μεταξύ της τελευταίας και του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος από 20-9-2010 σύμβαση ναυτικής εργασίας, στον όρο 3 της οποίας αναγράφεται «διάρκεια σύμβασης από 20-9-2010 έως ΠΕΡΑΤΟΣ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΩΝ οπότε η σύμβαση αυτή λύεται χωρίς καταγγελία, μπορεί όμως να παραταθεί από τους συμβαλλόμενους» αποδείχθηκε ότι εξαρχής η σύμβαση ναυτολογήσεως του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος ήταν ορισμένου χρόνου. Και ναι μεν δεν οριζόταν συγκεκριμένη ημερομηνία, κατά την οποία το πλοίο θα σταματούσε τα δρομολόγιά του, ωστόσο ήταν από την αρχή γνωστό στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα ότι η σύμβαση ναυτολογήσεώς του θα έληγε μετά το πέρας των δρομολογίων του πλοίου, έτσι όπως ακριβώς σημειώθηκε στο επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τον ίδιο ναυτικό φυλλάδιό του, κατά την ημερομηνία απολύσεώς του, την 25-1-2011. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών υποστήριξε με την αγωγή του ότι η ένδικη σύμβαση, που συνήφθη στις 20-9-2010, είναι μία σύμβαση αορίστου χρόνου, με βάση την οποία εργάστηκε αδιαλλείπτως στο αγωγικό πλοίο μέχρι στις 25-1-2011, οπότε και απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης, ισχυρισμός ο οποίος, ωστόσο, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν τόσο περί του περιληφθέντος στη μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσα σύμβαση όρου 3 όσο και περί της σημείωσης στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, τυγχάνει ουσία αβάσιμος και, ως εκ τούτου, απορριπτέος. Πιο συγκεκριμένα, βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων, δεν πρόκειται για μία σύμβαση αορίστου χρόνου, που λύθηκε στις 25-1-2011, αλλά για σύμβαση ορισμένης διάρκειας, η οποία λύθηκε την ημέρα που είχε ρητά συμφωνηθεί, ως εκ τούτου δε, η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη δεν υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα αποζημίωση απόλυσης κατά το άρθρο 27 της εφαρμοζομένης εν προκειμένω Σ.Σ.Ν.Ε. ούτε κατά τα άρθρα 173 και 174 ΚΔΝΔ αλλά ούτε και κατά τα άρθρα 74 και 75 ΚΙΝΔ – όπως αυτός αόριστα ισχυρίζεται – για αδικαιολόγητη καταγγελία της ένδικης συμβάσεως από την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, αφού η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεώς του έγινε με τη συμπλήρωση των δρομολογίων για τα οποία συμφωνήθηκε αυτή, δεδομένου ότι κατέτεινε (η σύμβαση) σε ορισμένο αποτέλεσμα και λύθηκε όταν αυτό επήλθε (βλ. αρθρ 70 και 71 ΚΙΝΔ και ΕφΠειρ 161/1997 ΕΝΔ 25.169). Επίσης, πρέπει να λεχθεί ότι ο ενάγων και ήδη εκκαλών, ενώ ούτε με την αγωγή, ούτε με τις προτάσεις, που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έκανε λόγο, έστω υπαινικτικά, για κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως ως ορισμένου χρόνου με σκοπό καταστρατήγησης από την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη των διατάξεων που αφορούν την αποζημίωση απόλυσης, για πρώτη φορά με την προσθήκη- αντίκρουση, που υπέβαλε στον πρώτο βαθμό μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ισχυρίστηκε ότι ο όρος της σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο δεν καθοριζόταν συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης της αλλά προβλεπόταν η διάρκεια αυτής μέχρι πέρατος δρομολογίων, ήταν καταχρηστικός έτσι ώστε να πρόκειται για μία ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, η οποία λύθηκε αδικαιολόγητα από την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, δεδομένου ότι η προπεριγραφείσα συμπεριφορά της τελευταίας ισοδυναμεί με μονομερή κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ καταγγελία της συμβάσεώς του Τα περιστατικά ωστόσο αυτά, όπως αναφέρθηκε στην προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση, αποτελούν στοιχεία της αγωγής και δεν μπορούσαν να προταθούν με τις προτάσεις και πολύ περισσότερο με την προσθήκη – αντίκρουση στις προτάσεις, η οποία κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της αγωγής, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί απαράδεκτη, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, μεταβολή της βάσεως της αγωγής.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίσιν έφεση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, περαιτέρω δε, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, θα πρέπει να δεχθεί εν μέρει την αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεώσει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (152,91 + 206,91 + 43,88 + 2.735,78 =) 3.139,48 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του ενάγοντος (25-1-2011) ήτοι από την 26-1-2011 και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη πρέπει να καταδικαστεί, ανάλογα με την έκταση της ήττας της, στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ.), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 14-7-2015 (αριθμός κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …[S24] και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S25] ) έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 78/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί την υπόθεση για να τη δικάσει το ίδιο κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
Δέχεται εν μέρει την από 20-12-2011 και με αριθμό κατάθεσης …[S26] αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν τριάντα εννέα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (3.139,48€) με το νόμιμο τόκο από την 26-1-2011 και μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, το οποίο ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ