Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

 

Αριθμός  απόφασης

796/2017

(…[M1] )

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης  και από τη Γραμματέα Χρυσούλα ΣΑΧΙΝΗ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 31 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α.[M2]  Κ.[M3]  του Θ.,[M4]  ναυτικού ΕΝ, κατοίκου …… οδός Ι. Δ. Δ. [M5] . Α, Δ.,[M6]  ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου Άννας Κοντοσέα.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…[M7] , που εδρεύει στα Χ.[M8]  Κ.[M9]  (επί της Λ. Κ.[M10]  αρ…. ) και διατηρεί γραφεία στον …… επί της Α.[M11]  Κ.[M12]  αρ. … νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου Ευαγγελίας Παπαντωνοπούλου.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η, από …[M13] , αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M14]  και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M15]  προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 15.03.2016, κατόπιν δε νομίμου αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι πληρεξούσιες Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ  ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 εδ. α του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 43 του ίδιου παραπάνω Κώδικα προκύπτει ότι η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 44 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι συμφωνίες κατά τα άρθρα 42 και 43 αυτού δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός αν από την ίδια τη σύμβαση προκύπτει το αντίθετο (ΕφΑθ 2523/2005 ΕλλΔνη 2005.1721, ΕφΘεσ 1330/1998 Αρμ 1998.849). Από την ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων με την οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αποκλειστικά αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από τη οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Η συμφωνία αυτή είναι δικονομικής φύσεως σύμβαση (ΕφΑθ 1139/2000 ΕλλΔνη 43.189), εφόσον οι παραπάνω διατάξεις προβλέπουν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται και καθορίζουν τους όρους με την τήρηση των οποίων είναι δυνατή η κατάρτισή της, με την οποία παρεκτείνεται η τοπική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων (ΕφΠειρ 364/1998 ΕλλΔνη 39.897, ΕφΑθ 2407/1989 ΕλλΔνη 32.813).Το δικαίωμα κάθε διαδίκου να επικαλεσθεί την ανωτέρω συμφωνία και να προτείνει την έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας του δικάζοντος δικαστηρίου, λόγω της δικονομικής φύσης του, δεν υπόκειται κατά την άσκησή του στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, στον οποίο εμπίπτει η άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1288/1994 ό.π., ΑΠ 37/1989 ΕλλΔνη 1990.798, Κεραμέα – Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 42, αριθμ. 8). Ο δικονομικός όμως χαρακτήρας της ως άνω συμφωνίας δεν αποκλείει την εφαρμογή σε ορισμένη έκταση διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, που αναφέρονται στην υπόσταση, τη νομική θεμελίωση και την εγκυρότητα της προβλεπόμενης από τα άρθρα 42 και 43 συμφωνίας. Ειδικότερα γίνεται δεκτό, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες είναι άκυρη κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, όπως είναι εκείνη με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου, ότι στους τιθέμενους από τις παραπάνω διατάξεις όρους, που καθιστούν άκυρη τη δικαιοπραξία, υπόκειται και η περί παρέκτασης της αρμοδιότητας συμφωνία (ΑΠ 1288/1994 ό.π., ΑΠ 884/1994 ΕλλΔνη 1995.605).Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 40 του ΚΠοΛΔ, αν το δικαστήριο δεν είναι καθ` ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι` αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, ενώ η έρευνα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, επειδή αυτή αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της διεξαγωγής της δίκης (άρθ. 73 του ΚΠολΔ), προηγείται από την έρευνα οποιασδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ενστάσεως, όπως και από την έρευνα για την νομιμότητα της αγωγής (βλ ΑΠ 704/1971 ΝοΒ 20.485. ΕφΑθ 990/1978 ΕλλΔνη 19.277). Η ως άνω παραπεμπτική απόφαση είναι οριστική και για το λόγο αυτό περιλαμβάνει διάταξη περί δικαστικών εξόδων (ΕφΑθ 2340/2002 ΕλΔ 2002.1442, όπου και περαιτέρω παραπομπές).

Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν, στις 21.02.2014 και 17.12.2014, στο λιμάνι του Πειραιά, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε από την εναγομένη, η οποία τυγχάνει πλοιοκτήτρια του, υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Αγίου Νικολάου .. επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου …[M16] », με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αντί των προβλεπόμενων από την ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων μηνιαίων αποδοχών. Ότι, δυνάμει των ανωτέρω συμβάσεων, παρείχε στο ως άνω πλοίο τις υπηρεσίες του, αρχικά έως την 03.11.2014, οπότε αυτό διέκοψε τα δρομολόγια του ενόψει της ετήσιας επιθεώρησης, ακολούθως δε έως την 20.07.2015, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει». Ότι, ενώ απασχολείτο καθ’ υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, η εναγομένη δεν του κατέβαλλε την προσήκουσα υπερωριακή αμοιβή, προσέτι δε του οφείλει διαφορά επί της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές που εκτελούσε το πλοίο, το επίδομα ιματισμού και διαφορά επί των Δώρων εορτών, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζητεί, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, για τις προαναφερόμενες αιτίες, το συνολικό ποσό των 25.502,50€, νομιμότοκα από την απόλυσή του από το πλοίο στις 20.07.2015, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Η εναγομένη, με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις της και με δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου της κατά την επ΄ακροατηρίω συζήτηση, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης, προέβαλε ένσταση κατά τόπον αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, καθότι στις έγγραφες συμβάσεις εργασίας, που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτής και του ενάγοντος στις 21.02.2014 και 22.12.2014, στις οποίες ερείδονται και οι επίδικες αξιώσεις, έχει περιληφθεί συμφωνία αποκλειστικής υπαγωγής των πάσης φύσεως διαφορών, που θα ανακύψουν από τις συμβάσεις αυτές ή εξ αφορμής αυτών, στα καθ’ ύλην αρμόδια Δικαστήρια της πόλεως των Χ.[M17]  Κ.[M18] , όπου βρίσκεται και η έδρα της εταιρείας. Ήτοι, στις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας διαλαμβάνεται ρητή δικονομικής φύσεως συμφωνία περί υπαγωγής του συνόλου των μεταξύ των διαδίκων μελλοντικών διαφορών εξ αυτών στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο των Χ.[M19] , η οποία είναι καθ’ όλα έγκυρη και δημιουργεί αποκλειστική δωσιδικία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χ.[M20]  προς εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής, με ταυτόχρονο αποκλεισμό της βάσει των γενικών διατάξεων δωσιδικίας του Δικαστηρίου τούτου. Ο ενάγων ισχυρίζεται, με την προσθήκη των προτάσεών του, αφενός ότι η εν λόγω δικονομική ρήτρα τυγχάνει άκυρη, κατ΄άρθρα 178 και 179 ΑΚ, διότι ο ίδιος υποχρεώθηκε στη συνομολόγησή της, υπό την απειλή της μη πρόσληψής του στην περίπτωση που αντιτίθετο σε αυτή και ότι, σε κάθε περίπτωση, ο όρος αυτός, όπως και οι λοιποί όροι των επίδικων συμβάσεων δεν ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης  διαπραγμάτευσης, αφετέρου δε ότι η εναγομένη καταχρηστικώς επικαλείται την εν λόγω ρήτρα, αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να δυσχερανθεί η δικονομική του θέση, τη στιγμή μάλιστα που η εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού δεν συνεπάγεται δυσχέρανση της δικής της θέσης, δεδομένου ότι αυτή διαθέτει εγκατάστασηκαι νομικούς παραστάτες στον Πειραιά, όπου και διεξάγει τον μεγαλύτερο κύκλο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας. Οι ισχυρισμοί αυτοί, ωστόσο, πρέπει να απορριφθούν, διότι, πέραν του ότι δεν προβλήθηκαν παραδεκτά, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο (263, 591§1 Κ.Πολ.Δ.), αλλά το πρώτον με το δικόγραφο της προσθήκης του ενάγοντος, τυγχάνουν και κατ΄ουσία να βάσιμοι, δεδομένου ότι αφενός δεν αποδείχθηκε η συνομολόγηση του ως άνω όρου περί αποκλειστικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων των Χ.[M21]  υπό την απειλή της μη πρόσληψης του ενάγοντοςκαι χωρίς τη δυνατότηταδιαπραγμάτευσης αυτού, αφετέρου δε διότι δεν κρίνεται ότι προκαλείται δυσανάλογη δυσχέρανση της δικονομικής θέσης του τελευταίου, υπό την έννοια που ο ίδιος υποστηρίζει, ώστε η επίκληση της εν λόγω δικονομικής συμφωνίας από την πλευρά της εναγομένης να καθίσταται αντίθετη στις διατάξεις του άρθρου 116 Κ.Πολ.Δ.. Και τούτο διότι ο ενάγων κατά τη συζήτηση της αγωγής δεν παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας Δικηγόρου του, αλλά ούτε και επιμελήθηκε την εξέταση μάρτυρα στο ακροατήριο, ώστε ο ισχυρισμός του περί αδυναμίας του να μεταβεί στα Χ.[M22]  για να παράσχει αυτοπροσώπως εξηγήσεις επί του περιεχομένου της αγωγής του, αλλά και ενδεχομένως για αντίστοιχη αδυναμία μάρτυρα απόδειξης της αγωγής, να παρίσταται ενόψει τούτων αβάσιμος. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου της σχετικώς προταθείσας ενστάσεως της εναγομένης, να κηρυχθεί κατά τόπον αναρμόδιο το παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση της υποθέσεως και να παραπεμφθεί αυτή, κατ’ άρθρο 46 Κ.Πολ.Δ., στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χ.[M23]   (δικάζον κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών). Η δικαστική δαπάνη της εναγομένης θα επιβληθεί στον ενάγοντα, κατά τα οριζόμενα κατωτέρω στο διατακτικό, διότι η απόφαση που παραπέμπει την υπόθεση σε άλλο αρμόδιο δικαστήριο, ως περιέχουσα τη διαπίστωση περί ελλείψεως διαδικαστικής προϋποθέσεως και επιφέρουσα την αποξένωση του δικαστηρίου από την περαιτέρω εκδίκαση της υποθέσεως, είναι οριστική (ΕφΑθ 2340/2002 ΕλλΔνη 43 1442, ΕφΘ 626/1997 Αρμ. 1998 94, ΕφΚρ 502/1991 ΕλλΔνη 33 1273, ΕφΑθ 2132/1989 Αρμ. 1990 255, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, Τ. Α΄, 1996, υπό το άρθρο 46, αριθ. 14, 15 και 37).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ότι είναι κατά τόπον αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Χ.[M24]  (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών).

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εναγομένης, την οποία ορίζει στο ποσόν των διακοσίων  πενήντα ευρώ (250 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις    Φεβρουαρίου 2017, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ