ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
799/2017
(Aρ. κατ. κλήσης: …[M1] )
(Αρ. κατ. αγωγής: …[M2] )
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Παναγιώτα Σύρρου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 13 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. Γ. Μ.[M3] του Σ.[M4] , κατοίκου Κ. Α.[M5] , 2. Μ. Η.[M6] του Γ.[M7] , κατοίκου Α. Κ. Ι.[M8] , περιοχή Ξ.[M9] , 3. Δ. Η.[M10] του Δ.,[M11] κατοίκου ……. και 4. Μ. Χ.[M12] του Κ.,[M13] κατοίκου Μ. Α.,[M14] εκ των οποίων ο πρώτος παραστάθηκε μετά και οι λοιποί δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Βασιλείου Τσιαντή.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία …[M15] διατηρούσης την καταστατική της έδρα στη Μ.[M16] , νομίμως στην έδρα της εκπροσωπούμενη, 2. Της διαχειρίστριας / αντιπροσώπου εταιρείας με την επωνυμία …[M17] εδρεύουσας καταστατικώς στη Μ. Λ.[M18] και διατηρούσας κεντρικό υποκατάστημα στον …….. 3. Α. Ι.,[M19] υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία …[M20] κατοίκου ……. και 4. Β. Μ. Μ.[M21] του Α.[M22] , υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία …[M23] κατοίκου ομοίως, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Οι καλούντες – ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η, από 08.10.2014, αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M24] και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M25] και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 22.01.2015, την οποία επαναφέρουν προς συζήτηση με την, από 30.09.2015, κλήση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M26] και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M27] , προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 19.01.2016, κατόπιν δε νομίμου αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος των εναγόντων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, με την υπ’ αριθ. έκθ. κατ. …[M28] κλήση των εναγόντων, η υπ’ αριθ. έκθ. κατ. …[M29] αγωγή τους κατά των εναγομένων, η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 22.01.2015, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε λόγω της διεξαγωγής των εθνικών/βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015.
Από τις, με αριθμούς …[M30] και …[M31] , εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …[M32] , που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κλήσης με την οποία εισάγεται προς συζήτηση η υπό κρίση αγωγή, με πράξη ορισμού δικασίμου για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 19ηςΙανουαρίου 2016, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, αντίστοιχα, ατομικά και με την ιδιότητά τους ως νομίμων εκπροσώπων της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας, γι’ αυτήν την ίδια και ως διαχειρίστριας, αντιπροσώπου, πράκτορα και αντικλήτου της πρώτης εναγόμενης εταιρείας (άρθρα 126, 129§1, 591§1αΚΠολΔ, άρθ. 1§1εδ.α Ν.762/1978). Ωστόσο, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού αποδεικνύεται, ότι οι εναγόμενοι δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και, συνακόλουθα, αφού η αναβολή της συζητήσεως και η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο, επέχει θέση κλητεύσεως προς όλους τους διαδίκους, χωρίς ν’ απαιτείται νέα τοιαύτη στη μετ’ αναβολή δίκη (άρθρο 226§4, 591§1εδ.α ΚΠολΔ), πρέπει να δικασθούν ερήμην. Η διαδικασία, ωστόσο, προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 270 παρ.1 τελευτ. εδ. και 271 παρ.1, σε συνδυασμό με άρθρο 672 του ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 25 ΑΚ, οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο, στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και, αν δεν ορίστηκε τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1, 6 και 10 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που κυρώθηκε με το Ν. 1729/1988 και ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο από 1.4.1991 με υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 Σ.), συνάγεται ότι η ενοχική σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (άρθρο 3 παρ. 14). Στο μέτρο που το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση δεν έχει επιλεγεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα (άρθρο 4 παρ. 15). Κατά την παρ. 2 του άρθρου 6, εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή, η σύμβαση διέπεται α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης, το οποίο στην περίπτωση της συμβάσεως ναυτολογήσεως είναι το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα, από το δίκαιο της χώρας, όπου βρίσκεται η εγκατάσταση (επιχείρηση), που τον προσέλαβε, εκτός εάν και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση της εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης χώρας (ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ 27.355, ΑΠ 654/1997 ΕΝΔ 25.372).
Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι, με συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους, στον Πειραιά, μεταξύ αυτών και της δεύτερης εναγομένης, η οποία ενεργούσε υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας και αντιπροσώπου της πρώτης εναγόμενης αλλοδαπής εταιρείας, που εδρεύει στη Μ.[M33] , προσλήφθηκαν και ναυτολογήθηκαν στο, με σημαία Μ.[M34] ς, επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο …[M35] με αριθμό νηολογίου Βαλέττα …[M36] πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, με την ειδικότητα του πλοιάρχου ο πρώτος, του Β΄Μηχανικού ο δεύτερος, του ναύτη ο τρίτος και του ναυτόπαιδος ο τέταρτος. Ότι απασχολήθηκαν στο ως άνω πλοίο αντί των αναφερόμενων στην αγωγή συμφωνηθεισών μηνιαίων αποδοχών, τις οποίες ωστόσο κατέβαλλαν οι εναγόμενες εταιρείες αρχικά μειωμένες και με καθυστερήσεις, ακολούθως δε διέκοψαν εντελώς την καταβολή τους και ουσιαστικά εγκατέλειψαν αυτούς στο λιμένα Algeciras της Ισπανίας, όπου βρισκόταν αγκυροβολημένο το εν λόγω πλοίο, διακόπτοντας μάλιστα και την προμήθευσή τους με νερό, τρόφιμα και πετρέλαιο, εκθέτοντας τους σε άμεσο κίνδυνο της σωματικής τους ακεραιότητας και της ζωής τους και προσβάλλοντας έτσι βαρύτατα την προσωπικότητά τους, ως ανθρώπων και ως εργαζομένων. Ότι, την 11.07.2014 ο πρώτος και την 15.07.214 οι λοιποί, προέβησαν σε καταγγελία των συμβάσεών τους, λόγω της πολύμηνης καθυστέρησης καταβολής δεδουλευμένων τους αποδοχών, στην καταβολή των οποίων υποχρεούνται εις ολόκληρον έκαστος των εναγομένων και δη οι δύο πρώτες εναγόμενες εταιρείες με τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους οι δε τρίτος και τέταρτος των εναγομένων με την ιδιότητά τους ως γενικών διευθυντών και νομίμων εκπροσώπων της δεύτερης εναγομένης. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες ζητούν, με βάση τις έγκυρες συμβάσεις εργασίας τους, κατόπιν παραδεκτής παραίτησης από μέρος της αγωγής τους και δη κατόπιν περιορισμού του κονδυλίου των δεδουλευμένων αποδοχών τους κατά τα χρηματικά ποσά που έλαβαν, έναντι αυτών, δυνάμει της υπ’ αριθ. πρ. 2811.16-7/47047/2015 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης και επαναλαμβάνεται στις έγγραφες προτάσεις τους (άρθ. 223, 295§1 Κ.Πολ.Δ.), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, υπό τις ανωτέρω ιδιότητές τους, να καταβάλουν το συνολικό ποσό των 82.089,21€ στον πρώτο, το συνολικό ποσό των 70.866,22€ στον δεύτερο, το συνολικό ποσό των 36.794,74€ στον τρίτο και το συνολικό ποσό των 27.096,46€ στον τέταρτο εξ αυτών, για δεδουλευμένες αποδοχές, αποζημίωση απόλυσης και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν συνεπεία προσβολής της προσωπικότητάς τους. Ζητούν δε τα ανωτέρω νομιμότοκα, όσον αφορά το κονδύλιο των δεδουλευμένων αποδοχών από την επομένη της τελευταίας ημέρας εκάστου δεδουλευμένου μηνός, άλλως από την απόλυσή τους, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και όσον αφορά τα λοιπά κονδύλια από την απόλυσή τους, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, έως την εξόφληση. Ζητούν, τέλος, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων6§1 και 19§2 β΄ του Κανονισμού με αριθμό 44/2001 (Βρυξέλλες Ι) «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», που τέθηκε σε ισχύ από την 1.3.2001 και είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ.2, 22, 25§2, 33 του Κ.Πoλ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.). Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει νόμιμη, εφαρμοζομένου του ελληνικού δικαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 25 εδ. β΄ ΑΚ, 4 παρ. 1 – 2 και 6 παρ. 2 της από 19.6.1980 Συμβάσεως της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε και ισχύει στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988 «Κύρωση σύμβασης για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στη σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», δεδομένου ότι οι επίδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, με τις οποίες δεν καθορίστηκε εφαρμοστέο δίκαιο, από το σύνολο των περιστάσεων συνδέονται στενότερα με το ελληνικό δίκαιο, αφού η διαχείριση και εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου κατά το επίδικο διάστημα γινόταν από την Ελλάδα και δη τον Πειραιά, μέσω της πρώτης εναγόμενης διαχειρίστριας εταιρείας, που εδρεύει και δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, επιπρόσθετα δε ο πλοίαρχος και υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του πλοίου ήταν Έλληνες, η πρόσληψή τους έγινε στον Πειραιά, η πληρωμή τους γινόταν σε ελληνικό νόμισμα, ενώ ο σύνδεσμος του πλοίου με τη χώρα της σημαίας του (Μ.[M37] ) ήταν χαλαρός, αφού εκτός από την εγγραφή στο οικείο νηολόγιο καμία άλλη ναυτιλιακή δραστηριότητα δεν προκύπτει ότι έχει διενεργηθεί εκεί, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 481επ., 648, 652, 653, 655, 57, 59 ΑΚ, 74 περ. 1, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 72 επ., 82, 84 του ΚΙΝΔ και του Ν.762/1978. Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, για να εξετασθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό αντικείμενό της, κατά το ποσό που αυτό υπερβαίνει το προβλεπόμενο επί εργατικών διαφορών ελάχιστο όριο απαλλαγής από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (ήτοι το ποσό των 20.000 ευρώ, βλ. άρθρ. 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 17 του ν. 2479/1997, σε συνδυασμό με Υ.Α. 125804/30-7-2003 Δικ/νης ΦΕΚ 1-8-2003 Β’, σε ΔΕΝ 2003.1279 και άρθ. 7 παρ.3 ν.δ.1544/1942 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 21 παρ.1 ν. 4055/2012), οι ενάγοντες προσκομίζουν και επικαλούνται, αντίστοιχα, τα υπ΄ αριθ. …[M38] Σειράς IV διπλότυπα είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλα τα έγγραφα, που οι ενάγοντες επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψην είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: οι ενάγοντες συνήψαν συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, στον Πειραιά, με εκπρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, η οποία ενεργούσε ως διαχειρίστρια και αντιπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης αλλοδαπής εταιρείας, που εδρεύει στη Μ.[M39] , δυνάμει των οποίων ναυτολογήθηκαν στο, υπό σημαία Μ.[M40] ς, επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο …[M41] με αριθμό νηολογίου Βαλέττα …[M42] …[M43] , πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης. Κατά την πρόσληψη των εναγόντων το ως άνω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια μεταξύ των λιμένων Algeciras – Ταγγέρης , τα οποία τον Ιανουάριο του 2013 διεκόπησαν και το πλοίο έμεινε αγκυροβολημένο στο λιμένα Αlgeciras της Ισπανίας, όπου και παρέμεινε μέχρι το χρόνο απόλυσης των εναγόντων, διαθέτοντας πάντως, σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, συγκροτημένο πλήρωμα με επαρκή οργανική σύνθεση και ευρισκόμενο σε πλήρη ετοιμότητα και δυνατότητα προς εξυπηρέτηση της ναυτικής του αποστολής. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων προσλήφθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, την 22.12.2012, με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου (έξι μηνών), η οποία εν συνεχεία μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του Πλοιάρχου και με συμφωνημένο «καθαρό» μηνιαίο μισθό 8.500,00€. Οι εναγόμενες κατέβαλαν σε αυτόν ακανόνιστα τους συμφωνηθέντες μισθούς, ενώ από 01.09.2013 διέκοψαν εντελώς την καταβολή τους, με αποτέλεσμα να του οφείλουν: για το χρονικό διάστημα από 01.01.2013 έως 31.08.2013 το ποσό των [ (8.500,00€ Χ 8 μήνες=) 68.000,00€ – 62.101,04€ που έλαβε ο ενάγων, όπως συνομολογεί, για τους μήνες από Ιανουάριο μέχρι και Ιούλιο 2013 και για μέρος του μισθού Αυγούστου 2013 =] 5.898,96€ και για το χρονικό διάστημα από 01.09.2013 έως 28.07.2014 το ποσό των (8.500,00€ Χ 10,9 μήνες=) 92.650,00€. Έναντι του τελευταίου ως άνω οφειλόμενου ποσού, για το διάστημα από 01.09.2013 έως 28.07.2014, ο πρώτος ενάγων έλαβε, όπως συνομολογεί με τις προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του καταχωρισθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης, δυνάμει της υπ’ αριθ. πρωτ. 2811.16-7/47047/2015 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας για την «απόδοση εσόδων από κατάπτωση εγγυητικών επιστολών σε ναυτικούς», το ποσό των 29.618,55€ και συνεπώς του οφείλεται ακόμη για την αιτία αυτή το ποσό των [ (92.650,00 – 29.618,55=) 63.031,45€ + 5.898,96€=] 68.930,41€. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων απολύθηκε, την 22.07.2014, στον λιμάνι της Αlgeciras, λόγω της μη καταβολής σε αυτόν των ως άνω δεδουλευμένων αποδοχών του, δικαιούμενος, ως αποζημίωση απόλυσης, τις αποδοχές ενός πλήρους μηνός, μετά του αναλογούντος αντιτίμου τροφής, ήτοι το ποσό των [ 8.500,00€ + (13,46€ Χ 30 ημέρες=) 403,80€=] 8.903,80€, έναντι του οποίου ουδέν έλαβε. Ο δεύτερος ενάγων προσλήφθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, την 08.07.2012, με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου (δύο μηνών), η οποία εν συνεχεία μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του Β΄ Μηχανικού και με συμφωνημένο «καθαρό» μηνιαίο μισθό 5.000,00€. Οι εναγόμενες κατέβαλαν σε αυτόν ακανόνιστα τους συμφωνηθέντες μισθούς, ενώ από 01.06.2013 διέκοψαν εντελώς την καταβολή τους, με αποτέλεσμα να του οφείλουν: για το χρονικό διάστημα από 01.01.2013 έως 31.05.2013 το ποσό των [ (5.000,00€ Χ 5 μήνες=) 25.000,00€ -4.515,12€που έλαβε για τον Ιανουάριο 2013 – 4.315,12€ που έλαβε για το Φεβρουάριο 2013 – 1.000,00€ που έλαβε για τον Μάρτιο 2013 – 5.000,00 που έλαβε για τον Απρίλιο 2013 – 2.480,34€ που έλαβε για τον Μάιο 2013 =] 7.689,42€ και για το χρονικό διάστημα από 01.06.2013 έως 28.07.2014 το ποσό των (5.000,00€ Χ 13,9 μήνες=) 69.500,00€. Έναντι του τελευταίου ως άνω οφειλόμενου ποσού, που αφορά στο διάστημα από 01.06.2013 έως 28.07.2014, ο δεύτερος ενάγων έλαβε, όπως συνομολογεί με τις προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του καταχωρισθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης, δυνάμει της ανωτέρω υπουργικής απόφασης, το ποσό των 15.877,00€ και συνεπώς του οφείλεται ακόμη για την αιτία αυτή το ποσό των [(69.500,00 – 15.877,00=) 53.623,00€ + 7.689,42€=] 61.312,42€. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος ενάγων απολύθηκε, την 22.07.2014, στο λιμάνι της Αlgeciras, λόγω της μη καταβολής σε αυτόν των ως άνω δεδουλευμένων αποδοχών του, δικαιούμενος, ως αποζημίωση απόλυσης, τις αποδοχές ενός πλήρους μηνός, μετά του αναλογούντος αντιτίμου τροφής, ήτοι το ποσό των [ 5.000,00€ + (13,46€ Χ 30 ημέρες=) 403,80€=] 5.403,80€, έναντι του οποίου ουδέν έλαβε. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο τρίτος ενάγων προσλήφθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, την 08.07.2012, με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου (δύο μηνών), η οποία εν συνεχεία μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του ναύτη και με συμφωνημένο «καθαρό» μηνιαίο μισθό 2.900,00€. Οι εναγόμενες κατέβαλαν σε αυτόν ακανόνιστα τους συμφωνηθέντες μισθούς, ενώ από 01.07.2013 διέκοψαν εντελώς την καταβολή τους, με αποτέλεσμα να του οφείλουν: για το χρονικό διάστημα από 01.01.2013 έως 30.06.2013 το ποσό των [ (2.900,00€ Χ 6 μήνες=) 17.400,00€ – 2.636,23€ που έλαβε για τον Ιανουάριο 2013 – 2.636,23€ που έλαβε για το Φεβρουάριο 2013 – 2.636,23€ που έλαβε για τον Μάρτιο 2013 – 1.851,81€ που έλαβε για τον Απρίλιο 2013 – 2.900,00€ που έλαβε για τον Μάιο 2013 – 2.772,42€ που έλαβε για τον Ιούνιο του 2013=] 1.967,04€ και για το χρονικό διάστημα από 01.07.2013 έως 28.07.2014 το ποσό των (2.900,00€ Χ 12,9 μήνες=) 37.410,00€. Έναντι του τελευταίου ως άνω οφειλόμενου ποσού, που αφορά στο διάστημα από 01.07.2013 έως 28.07.2014, ο τρίτος ενάγων έλαβε, όπως συνομολογεί με τις προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του καταχωρισθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης, δυνάμει της ανωτέρω υπουργικής απόφασης, το ποσό των 9.980,00€ και συνεπώς του οφείλεται ακόμη για την αιτία αυτή το ποσό των [ (37.410,00–9.980,00=) 27.430,00€ + 1.967,04€=] 29.397,04€.Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο τρίτος ενάγων απολύθηκε, την 22.07.2014, στο λιμάνι της Αlgeciras, λόγω της μη καταβολής σε αυτόν των ως άνω δεδουλευμένων αποδοχών του, δικαιούμενος, ως αποζημίωση απόλυσης, τις αποδοχές ενός πλήρους μηνός, μετά του αναλογούντος αντιτίμου τροφής, ήτοι το ποσό των [ 2.900,00€ + (13,46€ Χ 30 ημέρες=) 403,80€=] 3.303,80€, έναντι του οποίου ουδέν έλαβε.Τέλος, αποδείχθηκε ότι ο τέταρτος ενάγων προσλήφθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, την 08.07.2012, με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου (δύο μηνών), η οποία εν συνεχεία μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του ναυτόπαιδος και με συμφωνημένο «καθαρό» μηνιαίο μισθό 2.000,00€. Οι εναγόμενες κατέβαλαν σε αυτόν ακανόνιστα τους συμφωνηθέντες μισθούς, ενώ από 01.08.2013 διέκοψαν εντελώς την καταβολή τους, με αποτέλεσμα να του οφείλουν: για το χρονικό διάστημα από 01.01.2013 έως 31.07.2013 το ποσό των [ (2.000,00€ Χ 7 μήνες=) 14.000,00€ – 1.718,68€ που έλαβε για τον Ιανουάριο 2013 – 1.000,00€ που έλαβε για το Φεβρουάριο 2013 – 1.003,18€ που έλαβε για τον Μάρτιο 2013 – 635,05€ που έλαβε για τον Απρίλιο 2013 – 2.000,00€ που έλαβε για τον Μάιο 2013 – 2.000,00€ που έλαβε για τον Ιούνιο του 2013 – 1.672,42€ που έλαβε για τον Ιούλιο 2013=] 3.970,67€ και για το χρονικό διάστημα από 01.08.2013 έως 28.07.2014 το ποσό των (2.000,00€ Χ 11,9 μήνες=) 23.800,00€. Έναντι του τελευταίου ως άνω οφειλόμενου ποσού, που αφορά στο διάστημα από 01.08.2013 έως 28.07.2014, ο τέταρτος ενάγων έλαβε, όπως συνομολογεί με τις προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του καταχωρισθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης, δυνάμει της ανωτέρω υπουργικής απόφασης, το ποσό των 7.138,01€ και συνεπώς του οφείλεται ακόμη για την αιτία αυτή το ποσό των [ (23.800,00 – 7.138,01=) 16.661,99€ + 3.970,67€=] 20.632,66€.Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο τέταρτος ενάγων απολύθηκε, την 22.07.2014, στο λιμάνι της Αlgeciras, λόγω της μη καταβολής σε αυτόν των ως άνω δεδουλευμένων αποδοχών του, δικαιούμενος, ως αποζημίωση απόλυσης, τις αποδοχές ενός πλήρους μηνός, μετά του αναλογούντος αντιτίμου τροφής, ήτοι το ποσό των [ 2.000,00€ + (13,46€ Χ 30 ημέρες=) 403,80€=] 2.403,80€, έναντι του οποίου ουδέν έλαβε. Επίσης αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες εγκαταλείφθηκαν ουσιαστικά σε ξένο λιμένα, με διακοπή της μισθοδοσίας τους για μεγάλο χρονικό διάστημα και με παράλληλη διακοπή τροφοδοσίας του πλοίου, με συνέπεια τη διαβίωσή τους υπό συνθήκες μειωτικές της αξιοπρέπειάς του, αλλά και με άμεσο κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα. Εκ της ανωτέρω συμπεριφοράς των εκπροσώπων των εναγόμενων εταιρειώνπροσβλήθηκε βαρύτατα η προσωπικότητα των εναγόντων, ένεκα της οποίας οι τελευταίοι υπέστησαν ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας υποχρεούνται οι εναγόμενοι. Εν όψει δε των προαναφερθεισών συνθηκών της προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων, του βαθμού του πταίσματος των εκπροσώπων των εναγομένων και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, το ύψος της δικαιούμενης από έκαστο ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 3.000,00 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο. Μετά ταύτα, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, να γίνει δεκτή, εν μέρει, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, η πρώτη με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του πλοίου …[M44] η δεύτερη ως αντιπρόσωπος αυτής στην Ελλάδα και οι τρίτος και τέταρτος, ως νόμιμοι εκπρόσωποιτης δεύτερης, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των (68.930,41 + 8.903,80 + 3.000,00=) 80.834,21€, στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των (61.312,42 + 5.403,80 + 3.000,00=) 69.716,22€, στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των (29.397,04 + 3.303,80 + 3.000,00=) 35.700,84€ και στον τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των (20.632,66 + 2.403,80 + 3.000,00=) 26.036,46€, νομιμότοκα, ως ακολούθως: για τους δεδουλευμένους μισθούς από την πρώτη ημέρα του επομένου εκάστου μηνός για τον οποίον οφείλονται και για την αποζημίωση απόλυσης και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την επομένη επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, έως την πλήρη εξόφληση. Επίσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παρούσα πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, διότι η επιβράδυνση της ολικής εκτέλεσης της είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, ενόψει και της φύσης των επίδικων απαιτήσεων, ως προερχόμενων από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (907, 908 παρ.1 ε΄ και 910 περ. 4. ΚΠολΔ). Ακολούθως, πρέπει να οριστεί παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τους εναγόμενους κατά της απόφασης αυτής (αρθρ. 591 παρ.1, συνδ. αρθρ. 505 και 673 ΚΠολΔ) και, τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, κατά παραδοχήν του σχετικού αιτήματος των τελευταίων, κατά το λόγο της νίκης και ήττας ενός εκάστου των διαδίκων (178§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.
ΟΡΙΖΕΙ παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, το ύψος του οποίου καθορίζει στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ για κάθε εναγόμενο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των ογδόντα χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (80.834,21€), στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των εξήντα εννέα χιλιάδων επτακοσίων δέκα έξι ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (69.716,22€), στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων επτακοσίων ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (35.700,84€) και στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων τριάντα έξι ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (26.036,46€), νομιμότοκα, σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις, έως την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή εν μέρει και δη για ποσό σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000,00€) ως προς τον πρώτο ενάγοντα, τριάντα πέντε χιλιάδων ευρώ (35.000,00€) ως προς τον δεύτερο ενάγοντα, δέκα επτά χιλιάδων ευρώ (17.000,00€) ως προς τον τρίτο ενάγοντα και δέκα τριών χιλιάδων ευρώ (13.000,00€) ως προς τον τέταρτο ενάγοντα.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, το οποίο ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ευρώ (6.380,00€).
ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις Φεβρουαρίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του ενάγοντος.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ