ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
-συμβατική οφειλή σε ξένο νόμισμα, αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 821 /2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Νοεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…[S1] », η οποία εδρεύει στο F., B.[S2] , όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου Θεολόγου ΖΗΣΙΜΟΥ.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…[S3] », που εδρεύει στη Γ.[S4] Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξούσιών της δικηγόρων Παρασκευά Μπαντιά και Ανδρέα Τζήμα.
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 8-10-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S5] και με αριθ. κατ. δικογράφου …[S6] και φέρεται προς συζήτηση με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S7] και με ειδ. αριθ. κατ. δικογράφου …[S8] κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 291 και 292 ΑΚ και 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932 συνάγεται ότι, όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής, ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά το χρόνο της λήξης ή κάποιον άλλον χρόνο. Μετά την αντικατάσταση της δραχμής, ως εθνικού νομίσματος, με το ευρώ, η οποία έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2842/2000, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξόφλησης. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημίωσης από αδικοπραξία, που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο (βλ. ΑΠ 678/2010, 698/2006 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 1349/1997 ΔΕΕ 1998. 729). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε, παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ), από πράξη ή παράλειψη η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια, και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι δυνατό, ωστόσο, μια ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 1120/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 302/2006 ΔΕΕ 2006. 513, ΕφΔωδ 182/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται, κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο, προς την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΑΠ 212/2000 ΕλλΔνη 2000. 755). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει σχετικής συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ της ίδιας και της εναγόμενης εταιρείας, παρείχε τις περιγραφόμενες στο δικόγραφο υπηρεσίες πρακτόρευσης του εκμεταλλευόμενου για δικό της (εναγομένης) λογαριασμό, υπό λιβεριανή σημαία φορτηγού πλοίου «F.[S9] » (πρώην …[S10] ), με κοχ 38972, ΔΔΣ D5AV2, ΙΜΟ 9171266, κατά τον κατάπλου του στο λιμένα του Freeport των νήσων Μπαχαμών. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το οφειλόμενο υπόλοιπο της αξίας του εκδοθέντος από την ίδια (ενάγουσα) τιμολογίου παροχής των προδιαληφθέντων ως άνω υπηρεσιών, ύψους 20.149,17 δολ. ΗΠΑ, ήτοι το ισόποσο σε 18.183,27 ευρώ, βάσει της τρέχουσας ισοτιμίας κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, καθώς και το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας της παραβίασης από την πρώτη (εναγομένη) της ανωτέρω ενοχικής της υποχρέωσης έναντι αυτής (ενάγουσας), με το νόμιμο τόκο, για αμφότερα τα ως άνω ποσά, από τις 24.04.2015 (ημερομηνία αποστολής του προεκτιθέμενου τιμολογίου προς πληρωμή), άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 10, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον [άρθρα 25 παρ. 2 και 33 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. ε΄, ιβ΄ Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς {εφόσον η πραγματική έδρα της εναγόμενης εταιρείας, ήτοι ο τόπος όπου λειτουργούν τα γραφεία της και πράγματι ασκείται η διοίκηση των υποθέσεων αυτής με λήψη αποφάσεων των καταστατικών οργάνων της κλπ., βρίσκεται στη Γ.[S11] Αττικής, όπως συνάγεται ιδίως από τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, όπου αναφέρεται ως μόνη διεύθυνσή της (εναγομένης) η ευρισκόμενη επί των οδών …[S12] στη Γ.[S13] εγκατάσταση, στην οποία άλλωστε διατηρεί νομίμως γραφείο κατά τις διατάξεις του Ν. 89/67, ενώ η ίδια (εναγομένη) πρότεινε από εκεί (Γ.[S14] ) στην ενάγουσα (ΑΚ 185) να αναλάβει την πρακτόρευση του προεκτιθέμενου πλοίου, ακολούθως δε περιήλθε σ’ αυτήν (ΑΚ 167) στο ίδιο μέρος (Γ.[S15] ) η αποδοχή της εν λόγω πρότασης εκ μέρους της τελευταίας (ΑΚ 189) και ως εκ τούτου συνήφθη η μεταξύ τους ένδικη σύμβαση (ΑΚ 192 – βλ. και ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012. 269}], συνακολούθως δε έχει και δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της εναγομένης. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Σ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2001, σελ. 1-2, Ηλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθνές δίκαιο, σελ. 12), είναι ερευνητέα στο σύνολό της κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και ειδικότερα: α) ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης εταιρείας, ελλείψει έγκυρης επιλογής εφαρμοστέου εθνικού δικαίου από τα συμβαλλόμενα μέρη, κατ’ άρθρα 1 παρ. 1, 2, 4 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι) που τέθηκε σε ισχύ την 24-7-2008 και αφορά συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17-12-2009 (άρθρο 28 άνω Κανονισμού), ως το δίκαιο της χώρας που από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης (βλ. τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω περί της κατά τόπον αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου) προκύπτει ότι συνδέεται με την επίδικη σύμβαση προδήλως στενότερα από τη χώρα στην οποία η ενάγουσα (πάροχος υπηρεσίας) έχει την έδρα της (άρθρα 4.1.β΄ και 19 παρ. 1 ανωτέρω Κανονισμού), και β) ως προς την επικαλούμενη αδικοπραξία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 3, 31 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας με την οποία, κατά τα μνημονευόμενα ανωτέρω περί της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό από τη χώρα που επήλθε η ζημία (Μπαχάμες) η επικαλούμενη από την ενάγουσα αδικοπραξία (βλ. άρθρο 4 παρ. 3 εδ. β΄ άνω Κανονισμού). Εντούτοις, η αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας και γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης (ο οποίος δεν εμπίπτει στους περιορισμούς του άρθρου 269 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα, βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, έκδοση 1994, τόμος Β΄, υπό το άρθρο 269, αρ. 14, σελ. 229, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία), ως προς το αίτημα επιδίκασης του οφειλόμενου υπολοίπου της αξίας του εκδοθέντος από την ενάγουσα τιμολογίου παροχής των επίδικων ως άνω υπηρεσιών, ύψους 20.149,17 δολ. ΗΠΑ, ήτοι του ποσού των 18.183,27 ευρώ, βάσει της ισοτιμίας δολ. ΗΠΑ – ευρώ κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, διότι η ενάγουσα δικαιούται το ισάξιο σε ευρώ του προαναφερθέντος ποσού δολαρίων Η.Π.Α. με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. κατά την ημέρα της πληρωμής. Σημειώνεται ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το απαραδέκτως, σύμφωνα με το άρθρο 223 εδ. α΄ ΚΠολΔ, υποβληθέν το πρώτον με την κατατεθείσα προσθήκη στις έγγραφες προτάσεις της ενάγουσας, αίτημα περί επιδικάσεως του ισόποσου των 20.149,17 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων την ημέρα της πληρωμής, απορριπτομένου του ισχυρισμού της τελευταίας (ενάγουσας) ότι πρόκειται περί παραδεκτής διόρθωσης της αγωγής κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, ενώ δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, και το νόμιμο ως άνω αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας κατά το χρόνο της πληρωμής της οφειλής – υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον κατ’ άρθρο 223 εδ. β΄ ΚΠολΔ – θα υπήρχε μόνο αν ήταν δεδομένο ότι κατ’ αυτόν (χρόνο της πραγματικής πληρωμής) η έναντι του ευρώ αξία του δολαρίου θα είναι μικρότερη από εκείνη που υπολογίζει η ενάγουσα στο δικόγραφο της αγωγής, το οποίο όμως είναι αβέβαιο (βλ. και ΑΠ 1381/1997 ΕλλΔνη 1998. 326, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝομ 2011. 194). Εξάλλου, η ένδικη αγωγή κρίνεται, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, απορριπτέα ως μη νόμιμη και κατά το εξ αδικοπραξίας κονδύλιό της και ειδικότερα καθ’ ο μέρος ζητείται η επιδίκαση του ποσού των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία η ενάγουσα επικαλείται ότι υπέστη από τη μη απόδοση του προαναφερθέντος ποσού των 20.149,17 δολ. ΗΠΑ, αφού η αποδιδόμενη με την αγωγή στην εναγόμενη εταιρεία παραβίαση της εν λόγω ενοχικής της υποχρέωσης έναντι της ενάγουσας δεν θεμελιώνει από μόνη της αδικοπραξία κατ’ άρθρο 914 ΑΚ και δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την επίδικη σύμβαση, στα πλαίσια της οποίας ενήργησε αποκλειστικά η εναγομένη (πρβλ. ΕφΔυτΜακ 44/2011 Αρμ 2012. 1274, ΕφΘεσ 2112/2006 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, πρέπει να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της εναγομένης, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, εις βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία καθορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -2-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ