ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
-ερήμην, επίδοση σε πληρεξούσιο δικηγόρο, υπεξαίρεση από ναυλομεσίτη
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 825 /2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Δεκεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…[S1] », που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Σπυρίδωνος Φυλακτόγλου.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…[S2] », που εδρεύει στην …[S3] Αττικής, νομίμως εκπροσωπούμενης, και 2) …[S4] , διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της ως άνω μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, κατοίκου ομοίως, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η συζήτηση της υπόθεσης στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία αυτή εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ζητήθηκε με τη με γενικό αριθ. κατάθ. …[S5] και με ειδικό αριθ. κατάθ. …[S6] κλήση της ενάγουσας, κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθ. 690/2016 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο παρόν Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του ιδίου Δικαστηρίου η υπ’ αριθ. έκθ. κατ. …[S7] αγωγή.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με τη με γενικό αριθ. κατάθ. …[S8] και με ειδικό αριθ. κατάθ. …[S9] κλήση προς συζήτηση η υπ’ αριθ. έκθ. κατ. …[S10] αγωγή, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 690/2016 μη οριστικής (με την έννοια του άρθρου 309 ΚΠολΔ, βλ. και ΕφΠειρ 1/2011 ΠειρΝομ 2011. 74, 145/2006 ΠειρΝομ 2006. 359) απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία αυτό αποφάνθηκε για τη λειτουργική αναρμοδιότητα του Τμήματός του και παρέπεμψε προς εκδίκαση την ως άνω αγωγή, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ενώπιον του παρόντος Τμήματος Ναυτικών Διαφορών.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο, και μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες του παρέχοντος αυτήν προσώπου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 143 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 του ιδίου Κώδικα, είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος. Περαιτέρω, η μνεία στην απόφαση ότι ο διάδικος παρέστη με δικηγόρο δεν αποδεικνύει ότι αυτός ήταν πληρεξούσιος του διαδίκου κατά νόμιμο τύπο, εάν αυτό δεν βεβαιώνεται και στο κύριο σώμα της απόφασης (ΕφΠειρ 792/2010 ΕΝΔ 2010. 332, 894/1994 ΕλλΔνη 36. 649), μόνη δε η παράσταση στο ακροατήριο του δικηγόρου «μετά» του εντολέως του ενέχει χαρακτήρα νομίμου διορισμού του δικηγόρου ως πληρεξουσίου, κατά την έννοια του άρθρου 96 ΚΠολΔ (ΑΠ 463/1974 ΝοΒ 23. 22, ΕφΘεσ 892/1997 ΕλλΔνη 39. 162). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 104, 438 και 440 ΚΠολΔ συνάγεται ότι από τη γενομένη στο προεισαγωγικό τμήμα της δικαστικής απόφασης μνεία ότι για κάποιον από τους διαδίκους παρέστη ο αναφερόμενος σ’ αυτήν πληρεξούσιος δικηγόρος και από τη βεβαίωση στο κύριο αυτής σώμα ότι το δικαστήριο δίκασε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, παράγεται πλήρης απόδειξη για το διορισμό εκείνου, δηλαδή του ως άνω παραστάντος κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ ως δικαστικού πληρεξουσίου του εκπροσωπηθέντος από αυτόν διαδίκου, δεδομένου ότι η συνδρομή του στοιχείου της δικαστικής πληρεξουσιότητας είναι γεγονός την αλήθεια του οποίου όφειλε το δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 104 ΚΠολΔ (ΑΠ 254/2016, 1115/2009 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, εάν κατά τη συζήτηση της αγωγής ο διάδικος εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και το γεγονός αυτό βεβαιώθηκε τόσο στο προεισαγωγικό τμήμα της απόφασης όσο και στο διατακτικό αυτής υπό τον τύπο «δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων», τότε υπάρχει πλήρης απόδειξη για την κατά τη διάταξη του άρθρου 96 ΚΠολΔ παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας στον παραστάντα δικηγόρο και ως εκ τούτου ο τελευταίος τυγχάνει αυτοδικαίως και αντίκλητος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 143 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, από τις υπ’ αριθ. …[S11] και …[S12] εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, …[S13] , που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S14] και με ειδ. αριθ. κατ. δικογράφου …[S15] κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση της κρινόμενης υπ’ αριθ. έκθ. κατ. …[S16] αγωγής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για λογαριασμό των εναγομένων, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, στη νομίμως διορισθείσα πληρεξούσια δικηγόρο τους, Στυλιανή Πατρώνα (όπως συνάγεται από τη γενομένη στο προεισαγωγικό τμήμα της ανωτέρω υπ’ αριθ. 690/2016 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου μνεία ότι για τους εναγομένους παρέστη η εν λόγω πληρεξούσια δικηγόρος, καθώς και από τη βεβαίωση στο κύριο αυτής (απόφασης) σώμα και συγκεκριμένα στο διατακτικό της, ότι το δικαστήριο δίκασε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων), που είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος αυτών (εναγομένων) για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στην προκείμενη δίκη (άρθρα 128 παρ. 4, 129, 143 παρ. 1 και 2, 228, 229 και 230 ΚΠολΔ). Οι εναγόμενοι, όμως, δεν εμφανίσθηκαν κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, επομένως, πρέπει να δικαστούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, η οποία είναι ναυλομεσίτρια, συμφώνησε εγγράφως την 7η Νοεμβρίου 2007, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο εναγόμενο, με τους αρχικούς πλοιοκτήτες του ιστιοπλοϊκού τουριστικού σκάφους «…[S17] », με αριθμό νηολογίου Πειραιά …[S18] , που μεταβιβάσθηκε στην ίδια (ενάγουσα) στις 24-11-2008, να αναλάβει τη διαμεσολάβηση για τη ναύλωση του ως άνω σκάφους ότι, βάσει των όρων της προεκτιθέμενης συμβάσεως, διάρκειας 5 ετών, αρχόμενης από την 1η Ιανουάριου 2008 και με ημερομηνία λήξης την 31η Δεκεμβρίου 2012, στην οποία υπεισήλθε η ίδια (ενάγουσα) μετά τη μεταβίβαση του ανωτέρω σκάφους από τους αρχικούς πλοιοκτήτες του σ’ αυτή, ύστερα από σχετική προφορική συμφωνία με την εναγόμενη εταιρεία, η τελευταία εγγυήθηκε υπέρ των πλοιοκτητών ναύλους για πέντε συνεχή έτη και ειδικότερα εγγυήθηκε καθαρά έσοδα αυτών από ναύλους ετησίως συνολικού ποσού τουλάχιστον 38.000,00 ευρώ, ήτοι 190.000,00 ευρώ την πενταετία˙ ότι η πρώτη εναγομένη ανέλαβε με την ένδικη σύμβαση την υποχρέωση να προβαίνει σε συμφωνίες για το κλείσιμο των ναύλων και να διεκπεραιώνει όλη τη γραφειοκρατική διαδικασία σχετικά με αυτούς (ναύλους), ενώ εξουσιοδοτήθηκε να εισπράττει για λογαριασμό των πλοιοκτητών τους ως άνω ναύλους, τους οποίους θα απέδιδε στους τελευταίους στο τέλος κάθε ετήσιας περιόδου, με την ετήσια εκκαθάριση˙ ότι η ίδια (ενάγουσα) συνήψε με την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο εναγόμενο, στις 16-2-2008, σύμβαση διαμεσολάβησης για τη ναύλωση του ανήκοντος στην πλοιοκτησία της (ενάγουσας) ιστιοπλοϊκού τουριστικού σκάφους «…[S19] », με αριθμό νηολογίου Πειραιά …[S20] , διάρκειας 4 ετών, αρχόμενης από 16-2-2008 και με ημερομηνία λήξης στις 31-12-2011, με τους ίδιους ακριβώς όρους και συμφωνίες που περιγράφηκαν ανωτέρω˙ ότι, δυνάμει της εν λόγω συμβάσεως, η πρώτη εναγομένη εγγυήθηκε υπέρ των πλοιοκτητών ναύλους για τέσσερα συνεχή έτη και ειδικότερα εγγυήθηκε καθαρά έσοδα από ναύλους ετησίως συνολικού ποσού τουλάχιστον 50.000,00 ευρώ, ήτοι 200.000,00 ευρώ την τετραετία˙ ότι ο δεύτερος εναγόμενος, διαχειριστής της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος και καταστατικό όργανο αυτής (α΄ εναγομένης), εισέπραξε από πελάτες – ναυλωτές για λογαριασμό της ίδιας (ενάγουσας) τα αναφερόμενα στο δικόγραφο ποσά, στη συνέχεια δε προέβη σε παράνομη ιδιοποίηση μέρους αυτών, ήτοι τέλεσε το αδίκημα της υπεξαίρεσης χρημάτων που εισέπραξε η πρώτη εναγόμενη για λογαριασμό της (ενάγουσας), ως εντολοδόχος, και όφειλε να της αποδώσει σε εκτέλεση της αναληφθείσας με τις επίδικες συμβάσεις υποχρέωσης. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το συνολικό ποσό των 70.983,88 ευρώ, που εισέπραξαν από πελάτες – ναυλωτές για λογαριασμό της, το οποίο αρνούνται να της αποδώσουν παρά τις συνεχείς οχλήσεις εκ μέρους της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να απαγγελθεί εις βάρος του δευτέρου εναγομένου προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 10, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 22 και 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), και είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 65, 67, 68, 71, 297, 298, 330, 346, 361, 481, 681, 713, 719 και 914 ΑΚ, 375 παρ. 2-1 ΠΚ, 907, 908 παρ. 1 περ. δ΄, 951 παρ. 1 και 1047 ΚΠολΔ, πλην της επικουρικής βάσης της περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, διότι στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η από την αδικοπραξία αγωγή (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44. 1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45. 475). Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως, αφού θεωρούνται ομολογημένοι από τους πρώτους [άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθ. 271 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)], και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των 70.983,88 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Ωστόσο, το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Δεδομένου, περαιτέρω, ότι αιτία της ένδικης απαίτησης είναι η αδικοπραξία και λαμβανομένου υπ’ όψιν του είδους και της βαρύτητας της πράξης του δευτέρου εναγομένου, της αφερεγγυότητας αυτού, του μεγέθους της αξιώσεως της ενάγουσας και της κακής πίστης του υπόχρεου, πρέπει να διαταχθεί προσωπική κράτηση τριών μηνών κατά του εν λόγω εναγομένου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης αυτής. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους των εναγομένων άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της (παρούσας), η δε δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος των εναγομένων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (70.983,88), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ προσωπική κράτηση εις βάρος του δευτέρου εναγομένου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης αυτής, τη διάρκεια της οποίας ορίζει σε τρεις (3) μήνες.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων (4.400,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -2-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ