ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΔΙΠΛΗ Αγωγή-Προσεπίκληση Ατύχημα
Αριθμός απόφασης
908/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Ι. Του καλούντος – ενάγοντος : Χ. Π.[S1] του Ν.[S2] , κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Τηλέμαχου Λέσση.
Του καθ’ ού η κλήση – εναγομένου : Χ. Μ.[S3] , κατοίκου Μ.[S4] Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Βασιλείου Αλεξόπουλου.
II. Του καλούντος : Χ. Π.[S5] του Ν.[S6] , κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Τηλέμαχου Λέσση.
Του καθ’ ού η κλήση – προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος : Χ. Μ.[S7] , κατοίκου Μ.[S8] Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Βασιλείου Αλεξόπουλου.
Της καθ’ ής η κλήση – καθ’ ής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης : ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S9] », που εδρεύει στη Ν. Σ.[S10] Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Χρήστου Πλέγκα.
Ο καλών με την από 24-5-2016 κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S11] , προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο και με την από 24-5-2016 κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S12] , προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, νόμιμα επαναφέρει προς συζήτηση την από 7-9-2005 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S13] και την από 5-3-2007 προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S14] , μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 5207/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία – Τμήμα Ενοχικό), με την οποία συνεκδικάσθηκαν οι ως άνω αγωγή και προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό ως λειτουργικά, καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκασή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ συνάγεται ότι τόσο οι οριστικές όσο και οι μη οριστικές αποφάσεις, εφ’ όσον οι τελευταίες δεν έχουν ανακληθεί, παράγουν ενδοδιαδικαστική δέσμευση υπό την έννοια ότι δεν δικαιούνται τα δικαστικά όργανα ή οι διάδικοι να αρνηθούν την εκτέλεση των δι’ αυτών επιτασσομένων (Ράμμου, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, 1978, σ. 594, Κονδύλη, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, σ. 260 επ.). Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, κατά πάσα στάση της δίκης, δύναται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως ενός των διαδίκων, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων ενώπιον αυτού εκκρεμουσών δικών μεταξύ των αυτών ή διαφόρων διαδίκων, εάν εκδικάζονται κατά την ιδία διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Η εν λόγω συνεκδίκαση έχει την έννοια ότι εφεξής θα διεξαχθεί κοινή διαδικασία και θα εκδοθεί από κοινού οριστική απόφαση. Προτάσεις υποβάλλονται πλέον κοινές και μία μόνον φορά καταβάλλονται τα τέλη και ένσημα εισφορών, ως εάν επρόκειτο περί μίας δίκης, ενώ οι διάδικοι δεν έχουν την εξουσία να επισπεύσουν την συζήτηση ή την αποδεικτική διαδικασία ως προς μία ή ορισμένες από τις συνεκδικαζόμενες δίκες, άλλως, η κλήση προς περαιτέρω συζήτηση, ως αντιβαίνουσα προς την ενδοδιαδικαστική δέσμευση, δεν είναι παραδεκτή (ΕφΑθ 2088/1971 Αρμ. 25.1073, Μπέη, Πολιτική Δικονομία, σ. 1080). Πιο συγκεκριμένα, όταν, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως, διαταχθεί η συνένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων αγωγών, είναι ανεπίτρεπτη η περαιτέρω συζήτηση μόνο της μιας από αυτές. Και τούτο γιατί παραβιάζεται η σχετική διάταξη της εκδοθείσης αποφάσεως, περί συνενώσεως και συνεκδικάσεως, διά της οποίας επιδιωκόταν η επιτάχυνση στη διεξαγωγή της δίκης και η μείωση των εξόδων αυτής, όπως και η αποφυγή εκδόσεως αντιφασκουσών αποφάσεων επί του αυτού αντικειμένου διαφοράς. Επομένως, ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως, για την οποία είχε διαταχθεί η συνεκδίκαση περισσοτέρων αγωγών, θα πρέπει να καλέσει τους άλλους διαδίκους για τη συζήτηση και των άλλων αγωγών και όχι μόνον της δικής του, διαφορετικά η συζήτηση της υποθέσεως κηρύσσεται απαράδεκτη (πρβλ. ΕφΠειρ 664/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΘεσ 2622/1985 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, ο καλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 7-9-2005 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S15] αγωγή του κατά του Χ. Μ.[S16] . Την 4-6-2015, κατά τη συζήτηση της ως άνω αγωγής του, συνεκδικάσθηκε και η από 5-3-2007 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S17] προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή του ως άνω εναγομένου κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S18] ». Επ’ αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5207/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία – Τμήμα Ενοχικό), δυνάμει της οποίας το ως άνω Δικαστήριο αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγή και προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, εν συνεχεία, κήρυξε εαυτό λειτουργικά και κατά τόπον αναρμόδιο λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως του αρμοδίου τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, χωρίς μέχρι τώρα η ανωτέρω απόφαση να ανακληθεί στη σχετική, περί συνεκδικάσεως, διάταξή της. Ήδη ο καλών, παραδεκτώς και νομίμως – σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στην ως άνω μείζονα πρόταση – με την από 24-5-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S19] κλήση του και με την 24-5-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S20] του, επισπεύδει τη συζήτηση όχι μόνο της δικής του αγωγής, ήτοι της από 7-9-2005 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S21] αγωγής του κατά του Χ. Μ.[S22] αλλά και της από 5-3-2007 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S23] προσεπίκλησης και παρεμπίπτουσας αγωγής του ως άνω εναγομένου κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S24] », για την οποία διατάχθηκε η συνεκδίκαση δυνάμει της ως άνω υπ’ αριθ. 5207/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία – Τμήμα Ενοχικό), απορριπτομένου του ισχυρισμού της καθ’ ής η κλήση – καθ’ ής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης περί απαραδέκτου της κλήσεώς της λόγω ελλείψεως ενεργητικής προς αυτό νομιμοποιήσεως του καλούντος και παθητικής νομιμοποιήσεως της ιδίας, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν επικαλείται κάποιο νόμιμο λόγο, ο οποίος θα δικαιολογούσε την ανάκληση της ανωτέρω υπ’ αριθ. 5207/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς την σχετική, περί συνενώσεως και συνεκδικάσεως, διάταξή της.
Κατόπιν των ανωτέρω, νομίμως φέρονται προς συζήτηση, με την από 24-5-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S25] κλήση και με την 24-5-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S26] , η από 7-9-2005 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S27] αγωγή του Χ. Π.[S28] κατά του Χ. Μ.[S29] και η από 5-3-2007 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S30] προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή του ως άνω εναγομένου κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S31] », μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 5207/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία – Τμήμα Ενοχικό), το οποίο, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγή και προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, εν συνεχεία , κήρυξε εαυτό λειτουργικά και κατά τόπον αναρμόδιο λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως του αρμοδίου τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πρέπει, συνεπώς οι υπό κρίσιν αγωγή και προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, οι οποίες υπάγονται στην ίδια – ως κατωτέρω – τακτική διαδικασία, να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας ως εκ της σχέσεως κυρίου και παρεπομένου και διότι έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων, αποφεύγεται δε η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 31 παρ. 1, 246, 283, 285 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Διαφορετικά, η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία δε αυτή, με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας, δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 ΚΠολΔ, της οποίας η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 του ΑΚ, προκύπτει ότι προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης για αποζημίωση, που περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος (άρθρο 298 εδ. α΄ ΑΚ), είναι: 1) η ύπαρξη ζημίας, 2) η ζημία να προξενήθηκε παράνομα από το δράστη, 3) ο τελευταίος να βρισκόταν σε υπαιτιότητα (υπό τη μορφή του δόλου ή της αμέλειας), 4) η παράνομη συμπεριφορά του υπαίτιου δράστη να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψή του και 5) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψής του και της ζημίας, υπάρχει δε τέτοια συνάφεια, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 του ΑΚ) ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική, ικανή, (πρόσφορη), να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 299/2007 ΕλλΔνη 2008.119, ΑΠ 118/2006 ΕλλΔνη 2007.117, ΑΠ 914/2005 ΧρΙΔ 2006.417, ΑΠ 831/2005 ΕλλΔνη 2006.95, ΑΠ 75/2005 ΕλλΔνη 2005.734, ΑΠ 1167/2004 ΧρΙΔ 2005.219, ΑΠ 996/2004 ΕλλΔνη 2004.1348, ΑΠ 926/2004 ΕλλΔνη 2004.1659, ΕφΑθ 44/2007 ΕπισκΕμπΔ 2007.486, Απ. Γεωργιάδη Ενοχικό Δίκαιο 1999.594 επόμ., Π. Κορνηλάκης Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο 2002.477). Εφόσον οι πιο πάνω έννοιες της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστες νομικές έννοιες, η από το δικαστήριο της ουσίας κρίση περί της συνδρομής ή μη αυτών, με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος στο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας κρίνει το εάν τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας, πραγματικά περιστατικά, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος που επήλθε (ΑΠ 889/2000 δημ. ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία διώκεται αποζημίωση από αδικοπραξία με βάση τις παραπάνω διατάξεις, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά, τα οποία συνιστούν υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου, καθώς επίσης και τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και τα στοιχεία που προσδιορίζουν τη θετική ή αποθετική ζημία του ενάγοντος (ΑΠ 75/2005 ό.π., ΑΠ 996/2004 ΕλλΔνη 2006.1624, ΕφΔωδ 295/2005 ΔωδΝομ 2006.90, Μακρίδου Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της 1994.28 επόμ.). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα άρθρα 297-298 ΑΚ, ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει να εκτίθενται στην αγωγή. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη επανάληψη των ως άνω εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής κατά περίπτωση μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών και μέτρων που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια αυτών, ώστε να μπορεί να διαταχθεί απόδειξη (ΟλΑΠ 20/1992 ΕλλΔνη 1992.1435, ΑΠ 611/2008 ΕΠολΔ 2008.709, ΑΠ 390/2004 ΕλλΔνη 2005.1656, ΑΠ 998/2003 ΧρΙΔ 2004.44, ΑΠ 1457/1995 ΕλλΔνη 1997. 153, ΕφΑΘ 330/2006 ΔΕΕ 2007.212, ΕφΑθ 4351/2002 ΕλλΔνη 2003.198, ΕφΔωδ 59/2007 αδημ., 93/2005 ΔωδΝομ 2005.1094), ήτοι ο αιτούμενος την επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω διαφυγόντος κέρδους πρέπει (και αρκεί) να προσδιορίζει αυτή με βάση ένα ή περισσότερα αριθμητικά μεγέθη (όπως είναι και η αγοραία τιμή ενός προϊόντος ή η αγοραία αμοιβή μιας υπηρεσίας σε ορισμένο τόπο και χρόνο), τα οποία, κατά την κοινή περί τούτου αντίληψη και το συνήθως συμβαίνον, είναι ή δύνανται να γίνουν γνωστά στους συναλλασσομένους του επαγγελματικού χώρου των διαδίκων και κυρίως εκείνου του εναγομένου και, έτσι, να είναι περαιτέρω δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής εκτίμησης και απόδειξης (πρβλ. ΑΠ 1965/2007) (ΑΠ 1403/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Με την ως άνω συνεκδικαζόμενη υπό κρίσιν κύρια αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ο ενάγων εκθέτει ότι ο εναγόμενος διατηρεί στο Μ.[S32] Αττικής και πιο συγκεκριμένα στον θαλάσσιο χώρο της παραλίας Σ.[S33] ατομική επιχείρηση με αντικείμενο την έναντι χρηματικού ανταλλάγματος διενέργεια θαλάσσιων σπορ και δη συντόμων θαλασσίων πλόων αναψυχής από το κοινό. Ότι την 31-8-2013, ο ίδιος (ενάγων) μαζί με άλλα τρία άτομα του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος του, εκ των οποίων δύο ανήλικα, κατόπιν διαβεβαιώσεων του εναγομένου περί της ασφάλειας διενέργειας των παρεχόμενων από αυτόν θαλάσσιων δραστηριοτήτων, επιβιβάσθηκαν σε επιμήκες θαλάσσιο έλκηθρο (αποκαλούμενο «μπανάνα» ως εκ του διασχηματισμού του), το οποίο εσύρετο από το μηχανοκίνητο θαλάσσιο σκάφος που χειριζόταν ο εναγόμενος προκειμένου να διενεργήσουν σύντομο θαλάσσιο πλου επ’ αυτού (ελκήθρου). Ότι ο εναγόμενος, ως χειριστής του θαλάσσιου σκάφους, στο οποίο εσύρετο το ως άνω θαλάσσιο έλκηθρο επί του οποίου επέβαινε ο ενάγων, από αμέλειά του, συνιστάμενη στην παράβαση της ορθής τεχνικής εκτέλεσης του πλού και στην παράλειψη λήψης των απαραίτητων μέτρων ασφαλείας προς αποφυγή τραυματισμού των συμμετεχόντων στην εν λόγω θαλάσσια δραστηριότητα, έχοντας αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα, προέβη σε απότομους διαδοχικούς ελιγμούς και εναλλαγές κατευθύνσεων του σκάφους το οποίο χειριζόταν και, κατ’ επέκτασην, του συρόμενου από αυτό ελκήθρου, με αποτέλεσμα ένας εκ των ανηλίκων επιβαινόντων σε αυτό (έλκηθρο) να μετατοπισθεί βιαίως από τη θέση του και να επιπέσει με σφοδρότητα στον ενάγοντα, ο οποίος υπέστη την ειδικότερα αναφερόμενη στο δικόγραφο της αγωγής σωματική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων εκθέτει ότι από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου εις βάρος του, υπέστη : α) περιουσιακή και δη αποθετική ζημία ίση με τα εισοδήματα, τα οποία απώλεσε συνεπεία της αδυναμίας ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ως ναυτολογημένου μάγειρα και θαλαμηπόλου σε ποντοπόρο εμπορικό πλοίο της εταιρείας «…[S34] .» κατά το χρονικό διάστημα από 5-9-2013 έως και 19-11-2013, τα οποία (εισοδήματα) κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα εισέπραττε και το συνολικό ποσό των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 9.375 ευρώ και β) ηθική βλάβη, προς χρηματική ικανοποίηση της οποίας απαιτείται το εύλογο ποσό των 15.000 ευρώ, ζητά δε, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 24.375 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω δε, ζητά να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους εις βάρος του εναγομένου ως μέσο εκτελέσεως της εκδοθησομένης αποφάσεως καθώς και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Με το περιεχόμενο αυτό και αυτά τα αιτήματα, η υπό κρίσιν κύρια αγωγή α) για την κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ πληρότητα της οποίας δεν απαιτείται η παράθεση άλλων επί πλέον στοιχείων, δεδομένου ότι παρατίθενται, σύμφωνα με τη μείζονα πρόταση της παρούσας και το ως άνω εκτεθέν ιστορικό, όλα τα απαραίτητα περιστατικά τα οποία συνιστούν την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος και την υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου, καθώς επίσης και τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας και τα στοιχεία που προσδιορίζουν την αποθετική ζημία του ενάγοντος με μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών και μέτρων που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος ως προς το επί μέρους κονδύλιο του διαφυγόντος κέρδους, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβασίμου του αντιθέτου περί αοριστίας ισχυρισμού του εναγομένου, ο οποίος δικονομικά λειτουργεί όχι ως ένσταση, αλλά ως αιτιολογημένη άρνηση διαδικαστικής προϋπόθεσης (βλ. ΑΠ 577/1999 ΕλΔνη 41.43) και β) για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. τα υπ’ αριθ. 427864, 250310, 410905, 277015 και 1085834 αγωγόσημα και το το υπ’ αριθ. 723932 γραμμάτιο ΕΤΑΑ – ΤΑΝ), παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22, 35 και 46 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3 περ. Β΄ στ. ιζ΄ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 346, 914, 932 ΑΚ και 176, 907, 908 παρ. 1 εδ. δ΄, 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ και θα πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Περαιτέρω, για να θεωρηθεί οποιαδήποτε αγωγή σαφής και ορισμένη και συνεπώς επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία κάθε δικογράφου που ορίζουν τα άρθρα 117-118 ΚΠολΔ: α) έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου , β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επίσης, εφ’ όσον τούτο είναι αποτιμητό, την αξία του αντικειμένου της σε χρήμα και τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται (άρθρο 216 παρ. 2 ΚΠολΔ) χωρίς, σε καμία περίπτωση, να είναι επιβεβλημένη η χρήση πανηγυρικών η τυποποιημένων εκφράσεων, από τις οποίες και μόνον να συνάγονται τα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος. Δηλαδή, για να θεωρηθεί ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής και συνακόλουθα συγκεκριμένη η διαφορά που υποβάλλεται στη δικαστική κρίση, αρκεί, από τη συνολική εκτίμηση του δικογράφου, να παρέχεται αφενός μεν στο Δικαστήριο η δυνατότητα να κρίνει το νομικά βάσιμο των ισχυρισμών του ενάγοντος, αφετέρου δε στον εναγόμενο να αντικρούσει την αγωγή, είτε αρνούμενος εν όλω ή εν μέρει το περιεχόμενό της, είτε προβάλλοντας ενστάσεις (ΕφΑθ 6350/1988 ΑρχΝ Μ΄.596). Ειδικότερα, επί της αγωγής του ασφαλισμένου με την οποία αυτός ζητεί την καταβολή του ασφαλίσματος (αποζημιώσεως) επί ασφαλίσεως κατά ζημιών, πρέπει να εκτίθενται στην αγωγή κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, εκτός από τα λοιπά απαραίτητα στοιχεία, και ότι δυνάμει καθοριζόμενης ασφαλιστικής συμβάσεως ο ασφαλιστής, δηλαδή η ασφαλιστική επιχείρηση, ανέλαβε έναντι καθοριζομένου ασφαλίστρου την υποχρέωση προς καταβολή συγκεκριμένου ασφαλίσματος σε περίπτωση κατά την οποία θα πραγματοποιηθεί ο αναλαμβανόμενος και καθοριστέος ασφαλιστικός κίνδυνος, δηλαδή η επέλευση περιστατικού προς το οποίο είναι συνδεδεμένη η υποχρέωση του ασφαλιστή για καταβολή αποζημιώσεως επί ασφαλίσεως ζημιών (βλ. σχ. Κ. Ρόκα: Ιδιωτικόν Ασφαλιστικόν Δίκαιον, παρ. 3-17). Η από τον ενάγοντα παράλειψη αναφοράς οποιουδήποτε από τα στοιχεία αυτά, η οποία μάλιστα δεν μπορεί, κατά τα άρθρα 111, 223 και 224 ΚΠολΔ να αναπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε, πολύ περισσότερο, με την αναφορά σε άλλα δικόγραφα, καθιστά την αγωγή αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα (βλ. σχ. ΑΠ 1218/1975 ΝοΒ 24.524, Κ. Μπέη: υπ’ αριθ. 216 IV.11) (ΕφΑθ 2808/1994 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Με την ως άνω συνεκδικαζόμενη υπό κρίσιν προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ο ως άνω εναγόμενος της κύριας αγωγής, επικαλούμενος την ιδιότητα της καθ’ ής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, ως δικονομικής του εγγυήτριας, λόγω των συναφθεισών με την τελευταία και ισχυουσών κατά τον χρόνο επέλευσης του ως άνω επίδικου συμβάντος υπ’ αριθ. …[S35] και …[S36] ασφαλιστικών συμβάσεων, οι οποίες ανανεώθηκαν με τα υπ’ αριθ. …[S37] και …[S38] ασφαλιστήρια συμβόλαια, δυνάμει των οποίων η τελευταία ασφάλισε τα χρησιμοποιούμενα για να σύρουν θαλάσσιο επιμήκες έλκηθρο («μπανάνα») ταχύπλοα σκάφη της επιχείρησης του εναγομένου, «…[S39] » και «…[S40] » – μεταξύ άλλων – και για τον κίνδυνο θανάτου και σωματικών βλαβών μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ ανά γεγονός και ανά έτος, την προσεπικαλεί να παρέμβει υπέρ αυτού, ζητά δε, να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγομένη να του καταβάλει όποιο χρηματικό ποσό, θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον ενάγοντα της κυρίας αγωγής, σε περίπτωση παραδοχής της τελευταίας. Περαιτέρω δε, ζητά να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ ής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Ωστόσο, με το περιεχόμενο αυτό και αυτά τα αιτήματα, η υπό κρίσιν προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή, τυγχάνει αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως δεδομένου ότι συνεπεία της διαζευκτικής αναφοράς σε δύο ασφαλιστικές συμβάσεις που αφορούν σε δύο ασφαλισμένα στην καθ’ ής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη σκάφη, της επικαλούμενης ασφαλιστικής κάλυψης δυνάμει αμφοτέρων των ως άνω συμβάσεων και του μη προσδιορισμού του ασφαλισμένου σκάφους, δεν δύναται, σύμφωνα με τη μείζονα πρόταση της παρούσας και το ως άνω εκτεθέν ιστορικό, να καθοριστεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος, δηλαδή η επέλευση του συγκεκριμένου περιστατικού προς το οποίο είναι συνδεδεμένη η υποχρέωση του ασφαλιστή για καταβολή αποζημιώσεως επί ασφαλίσεως ζημιών και, κατ’ επέκταση, δεν δύναται να καθοριστεί η συγκεκριμένη ασφαλιστική σύμβαση δυνάμει της οποίας η καθ’ ής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική επιχείρηση, ανέλαβε την υποχρέωση προς καταβολή του ασφαλίσματος σε περίπτωση κατά την οποία θα πραγματοποιείτο ο αναλαμβανόμενος και ως άνω μη καθοριστέος ασφαλιστικός κίνδυνος, ήτοι δεν διαλαμβάνονται στο δικόγραφο, τόσο η συγκεκριμένη συναφθείσα σύμβαση ασφαλίσεως όσο και ο χρόνος, ο τόπος και οι συνθήκες επέλευσης της ασφαλιστικής περιπτώσεως στο ασφαλισμένο σκάφος καθώς και η ζημία που ενδέχεται να υποστεί από το συγκεκριμένο συμβάν που συνιστά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης ο κυρίως εναγόμενος και προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων (πρβλ. ΕφΑθ 8509/1992 ΕΝΔ 21.328 και ιδίως 329-330). Επομένως, αφού στην υπό κρίσιν προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή, δεν περιλαμβάνονται τα ως άνω στοιχεία, τα οποία είναι απαραίτητα για τη θεμελίωση της ιστορικής βάσης της, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας του δικογράφου της και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης για το λόγο αυτό, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου περί της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών αλλά και γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού της καθ’ ής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης, ο οποίος δικονομικά λειτουργεί όχι ως ένσταση, αλλά ως αιτιολογημένη άρνηση διαδικαστικής προϋπόθεσης (βλ. ΑΠ 577/1999 ΕλλΔνη 41.43) και να καταδικασθεί ο προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης (άρθρο 176 ΚΠολΔ) κατ’ αποδοχήν σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) αιτήματος της τελευταίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 240 ΚΠολΔ «Για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν. Οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο». Επομένως, για τη νόμιμη επαναφορά ισχυρισμών, προταθέντων σε προηγουμένη συζήτηση ενώπιον του ιδίου ή ανωτέρου Δικαστηρίου, απαιτείται τόσον η επανυποβολή τους, τουλάχιστον με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγουμένης συζητήσεως, που τους περιέχουν (ώστε να προκύπτει ο ισχυρισμός με σαφήνεια, χωρίς ανάγκη αναγνώσεως του όλου περιεχομένου των προτάσεων), όσο και η προσκομιδή σε κεκυρωμένο αντίγραφο των τελευταίων. Η αναφορά πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη, προκειμένου να καθίσταται δυνατός, χωρίς καταπόνηση του δικαστή, ο εντοπισμός του ισχυρισμού που επανυποβάλλεται, ενώ η παράλειψη αναφοράς στις σελίδες δεν καθιστά απαράδεκτη την επαναφορά, διότι δεν έχει ταχθεί επί ποινή ακυρότητος, είναι δε δυνατός ο προσδιορισμός της θέσεως του ισχυρισμού στις προτάσεις και με άλλο τρόπο (λ.χ. με παραπομπή σε κεφάλαιο ή παράγραφο). Η συρραφή και ενσωμάτωση ολοκλήρου του κειμένου των προτάσεων της προηγουμένης συζητήσεως, χωρίς ειδική μνεία στις τελευταίες των ισχυρισμών που επαναφέρονται σε σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες που περιέχουν τους ισχυρισμούς αυτούς, δεν συνιστά νόμιμο τρόπο επαναφοράς των ισχυρισμών (ΑΠ 1107/2003 ΕλλΔνη 46.159, ΑΠ 1154/2002 ΕλλΔνη 45.459, ΑΠ 1434/2000 ΕλλΔνη 42.710, ΑΠ 560/1996 ΕλλΔνη 38.99, ΑΠ 1216/1993 ΕλλΔνη 36.171, ΑΠ 438/1993 ΕλλΔνη 36.83, ΕφΠειρ 951/2004 ΕλλΔνη 46.199, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 240, αριθ. 1). Η ως άνω διάταξη αφορά : α) σε ισχυρισμούς που υποβάλλονται στο Δικαστήριο με τις προτάσεις και όχι σε εκείνους που περιέχονται στην αγωγή και συγκροτούν τη νομική και ιστορική αιτία του προστατευτέου δικαιώματος (ΑΠ 1417/2002 ΕλλΔνη 44.177, ΑΠ 433/1998 ΕλλΔνη 39.1316) και β) σε ισχυρισμούς που προτάθηκαν και δεν εξετάσθηκαν από το Δικαστήριο και, ως εκ τούτου, δεν εφαρμόζεται – ως περιττή – σε περίπτωση που το Δικαστήριο καλείται να εκδώσει οριστική απόφαση για τον ισχυρισμό, για τον οποίο διατάχθηκαν αποδείξεις και διεξήχθησαν, καθ’ όσον στην περίπτωση αυτή είναι σαφώς προσδιορισμένος ο ισχυρισμός, στον οποίο αφορά η συζήτηση (ΕφΑθ 6554/1998 ΕλλΔνη 41.516, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, όπ. π., υπό το άρθρο 240, αριθ. 3). Εξάλλου, με την διάταξη του αριθμού 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που αποτελεί εκδήλωση της δικονομικής αρχής της συζητήσεως, διασφαλίζεται η συμμόρφωση του δικαστηρίου της ουσίας στα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζουν και επικαλούνται παραδεκτώς οι διάδικοι και μόνον αυτά. Από την διάταξη αυτήν σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 106, 237 εδ. 1, 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσεκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Η επίκληση αυτή δύναται να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Η εν λόγω διάταξη αναφέρεται μεν στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 9/2000). Επομένως, δεν είναι νόμιμη η κατ’ έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλομένων πρωτοδίκων προτάσεων, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου (ΟλΑΠ 9/2000 πλειοψ. ΕλλΔνη 41.668, ΑΠ 864/2003 ΕλλΔνη 45.102, ΑΠ 1553/2001 ΕλλΔνη 44.1567, ΑΠ 935/2000 ΕλλΔνη 42.90 ), ενώ η ενσωμάτωση των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες μνημονεύονται τα έγγραφα, δεν συνιστά νόμιμη επίκλησή τους (ΟλΑΠ 30/1997, ΑΠ 969/2004 ΕλλΔνη 46 406). Δηλαδή, απαιτείται ειδική επίκληση κάθε αποδεικτικού μέσου (λ.χ. εγγράφου, ενόρκου βεβαιώσεως κλπ.) και δεν αρκεί ότι τούτο ήταν συνημμένο στις προτάσεις, ούτε η αναφορά ότι προσκομίζονται όλα τα έγγραφα, τα οποία είχαν και πρωτοδίκως προσκομισθεί, ούτε η νόμιμη επαναφορά ισχυρισμών των πρωτοδίκων προτάσεων, χωρίς ειδική μνεία όλων των εγγράφων στις προτάσεις του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (ΑΠ 1229/2002 ΕλλΔνη 44 128).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων – καλών επαναφέρει με τις προτάσεις του τους προταθέντες με τις προτάσεις της συζητήσεως της παρούσας υποθέσεως, επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθ. 5207/2015 παραπεμπτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία – Τμήμα Ενοχικό), ισχυρισμούς του καθώς και τα επικαλούμενα με αυτές (προτάσεις) αποδεικτικά του μέσα επί λέξει ως εξής : «Επειδή προς απόδειξη του κατ’ ουσίαν βάσιμου της υπό κρίση αγωγής μου επικαλούμαι και ενώπιον του Δικαστηρίου Σας άπαντες τους προταθέντες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στην διεξαχθείσα δίκη, επί της οποίας εξεδόθη η ειρημένη με αριθμό 5207/2015 παραπεμπτική απόφαση, ισχυρισμούς μου, οι οποίοι περιέχονται στις κατατεθείσες ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου από 4.6.2015 κύριες και από 9.6.2015 κατά προσθήκη – αντίκρουση προτάσεις μου, προσάγω δ’ επίσης και επικαλούμαι άπαντα τα προσαχθέντα δι’ αυτών αποδεικτικά και διαδικαστικά έγγραφα, έχουν δε οι ανωτέρω προτάσεις μου, σε επικυρωμένο αντίγραφο αυτών, επί λέξει ως εξής, ως ένα ενιαίο σώμα με τις παρούσες προτάσεις μου:», ενσωματώνοντας, περαιτέρω, αυτούσιο, ολόκληρο το κείμενο των προτάσεων της προηγουμένης συζητήσεως. Ωστόσο, μολονότι η κατά τον τρόπο αυτό επαναφορά των ισχυρισμών του καλούντος – ενάγοντος κατά την πρώτη συζήτηση των συνεκδικαζομένων αγωγών, τυγχάνει, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην ως άνω μείζονα πρόταση, νόμιμη καθ’ όσον δεν πρόκειται για ισχυρισμούς που υποβάλλονται στο Δικαστήριο το πρώτον με τις προτάσεις αλλά σε ισχυρισμούς που περιέχονται στην αγωγή και συγκροτούν τη νομική και ιστορική αιτία του προστατευτέου δικαιώματος (ΑΠ 1417/2002 ΕλλΔνη 44.177, ΑΠ 433/1998 ΕλλΔνη 39.1316 ), η κατά τον τρόπο αυτό επίκληση των αποδεικτικών του μέσων τυγχάνει, ομοίως σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην ως άνω μείζονα πρόταση, μη νόμιμη, καθ’ όσον δεν διαλαμβάνεται στο δικόγραφο των προτάσεων αυτής ειδική επίκληση κάθε αποδεικτικού μέσου, μη αρκούσης της ενσωματώσεως στο δικόγραφο των προτάσεων της παρούσας συζητήσεως, των προτάσεων της προηγουμένης, στις οποίες μνημονεύονται τα αποδεικτικά του μέσα χωρίς προσδιορισμό συγκεκριμένου μέρους τους όπου (ενδεχομένως) γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών, γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου περί μη λήψης υπ’ όψιν, των επικαλούμενων – κατά τον ως άνω τρόπο ήτοι κατά παράβαση του άρθρου 240 ΚΠολΔ – και προσκομιζομένων από τον ενάγοντα αποδεικτικών μέσων.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων του ενάγοντος και του εναγομένου που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθ. 5207/2015 παραπεμπτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία – Τμήμα Ενοχικό) πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού, της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της καθ’ ής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης, που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο και περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου και από όλα τα έγγραφα, τα οποία ο εναγόμενος και η καθ’ ής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : ο εναγόμενος διατηρεί στο Μ.[S41] Αττικής και πιο συγκεκριμένα στον θαλάσσιο χώρο της παραλίας Σ.[S42] ατομική επιχείρηση με αντικείμενο την έναντι χρηματικού ανταλλάγματος διενέργεια θαλάσσιων σπορ και δη συντόμων θαλασσίων πλόων αναψυχής από το κοινό. Tην 31-8-2013, ο ενάγων μαζί με άλλα τρία άτομα του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντός του, εκ των οποίων δύο ανήλικα και, πιο συγκεκριμένα, μαζί με τον εννεαετή ανήλικο υιό του, την οικογενειακή φίλη Ε. Ξ.[S43] και τον δωδεκαετή ανήλικο υιό της, απευθύνθηκαν στην επιχείρηση του εναγομένου και κατόπιν διαβεβαιώσεων του τελευταίου περί της ασφαλούς διενέργειας των παρεχόμενων από αυτόν θαλάσσιων δραστηριοτήτων και από ανηλίκους, επιβιβάσθηκαν – πρώτη η Ε. Ξ.[S44] , δεύτερος ο υιός της, τρίτος ο υιός του ενάγοντος και τελευταίος ο ενάγων – σε επιμήκες θαλάσσιο έλκηθρο (αποκαλούμενο «μπανάνα» ως εκ του διασχηματισμού του), το οποίο ρυμουλκείτο από το μηχανοκίνητο θαλάσσιο σκάφος που χειριζόταν ο εναγόμενος, προκειμένου να διενεργήσουν σύντομο θαλάσσιο πλου επ’ αυτού (ελκήθρου). Ωστόσο, κατά την διενέργεια του ως άνω πλου, το οδηγούμενο από τον εναγόμενο σκάφος, από το οποίο ρυμουλκείτο το θαλάσσιο έλκηθρο στο οποίο επέβαινε – ως ανωτέρω – ο ενάγων, ανέπτυξε υψηλή ταχύτητα, περαιτέρω δε, προέβη σε απότομους διαδοχικούς ελιγμούς και εναλλαγές κατευθύνσεως διακόπτοντας την κίνησή του και επανεκκινώντας απότομα, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί ο ομαλός πλους του ρυμουλκούμενου και εξαρτώμενου από την κίνηση αυτού (σκάφους) θαλασσίου ελκήθρου και, ως εκ τούτου, η ισορροπία των επιβαινόντων σε αυτό και ο ως άνω δωδεκαετής ανήλικος να μετατοπισθεί βιαίως από τη θέση του και να επιπέσει με σφοδρότητα στον ενάγοντα, ο οποίος αφού διακομίστηκε αρχικά στο τοπικό κέντρο υγείας και στη συνέχεια στο νοσοκομείο «…[S45] », διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί διπλό κάταγμα στη γνάθο του, το οποίο και αντιμετωπίστηκε με χειρουργική επέμβαση με την τοποθέτηση λαμών και βιδών. Αποκλειστικά υπαίτιος του ως άνω συμβάντος και, ως εκ τούτου, του ως άνω τραυματισμού του ενάγοντος τυγχάνει ο εναγόμενος, ο οποίος, από αμέλειά του, που συνίσταται στην έλλειψη της επιμέλειας που όφειλε και μπορούσε υπό τις παραπάνω περιστάσεις να επιδείξει ως ιδιοκτήτης της επιχείρησης που προσέφερε υπηρεσίες διενέργειας θαλάσσιων σπορ και ως ο χειριστής του θαλάσσιου σκάφους από το οποίο ρυμουλκείτο το επιμήκες θαλάσσιο έλκηθρο στο οποίο επέβαινε ο ενάγων, άμεσα εξαρτώμενο από την κίνηση αυτού (σκάφους), ήτοι ως υπεύθυνος για την ασφαλή διενέργεια της ως άνω θαλάσσιας δραστηριότητας και της ασφάλειας των συμμετεχόντων σε αυτή (δραστηριότητα), προέβη σε ενέργειες που έθεταν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα των επιβαινόντων στο θαλάσσιο έλκηθρο, αναπτύσσοντας υψηλή ταχύτητα και διενεργώντας ελιγμούς που ανέτρεπαν την ισορροπία αυτών με αποτέλεσμα τον ως άνω τραυματισμό του ενάγοντος, ο οποίος σε κάθε περίπτωση, δεν αμφισβητείται ως προς τη φύση και την έκτασή του, από τον εναγόμενο. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών του εναγομένου αφενός περί του ότι ουδέποτε συνέβη παρόμοιο ατύχημα στην επιχείρησή του και αφετέρου περί του ότι το ως άνω ατύχημα έλαβε χώρα σε έτερη από τις δραστηριοποιούμενες στον ίδιο χώρο επιχειρήσεις ήτοι περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεώς του, κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο δε ως προς τη συναγωγή των ανωτέρω συμπερασμάτων αποτελεί η ένορκη επ’ ακροατηρίου κατάθεση της πρώην συζύγου του ενάγοντος και μητέρας του ανήλικου – ομοίως επιβαίνοντος στο θαλάσσιο έλκηθρο – υιού τους, η οποία, καθότι παρούσα στο επίδικο συμβάν μολονότι μη επιβαίνουσα στο θαλάσσιο έλκηθρο, μετά λόγου γνώσεως καταθέτει λεπτομερώς τόσο περί της ως άνω εξέλιξης του επίδικου συμβάντος και του τραυματισμού του ενάγοντος όσο και περί της εμπλοκής της επιχείρησης και του ιδίου του εναγομένου σε αυτό, τα ανωτέρω δε, δεν αναιρούνται από την κατάθεση της συζύγου του εναγομένου και εν γένει τους ισχυρισμούς του τελευταίου περί του ότι κανείς, ήτοι ούτε η ίδια (η μάρτυς) ούτε ο εναγόμενος ούτε ο ναυαγοσώστης της παραλίας ούτε κάποιος λουόμενος, δεν αντιλήφθηκε το επίδικο συμβάν, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν παρέμεινε στο χώρο αλλά μεταφέρθηκε άμεσα στο κέντρο υγείας και στη συνέχεια στο νοσοκομείο. Ομοίως, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα της υποβληθείσας από τον εναγόμενο ενστάσεως περί αποκλειστικής υπαιτιότητας, η οποία συνιστά άρνηση της αγωγής, άλλως περί συνυπαιτιότητας σε ποσοστό 95% του ανήλικου επιβαίνοντος στο θαλάσσιο έλκηθρο, από τη βίαιη μετατόπιση του οποίου από την θέση του, προήλθε ο τραυματισμός του ενάγοντος, καθόσον η μη μετακίνηση του έτερου ανήλικου επιβαίνοντος σε αυτό κατά τη διάρκεια του ως άνω περιγραφόμενου συμβάντος δεν δύναται να οδηγήσει άνευ ετέρου στο συμπέρασμα ότι ο εν λόγω ανήλικος επέδειξε οποιαδήποτε αμέλεια κατά την διενέργεια του θαλάσσιου πλου που να οδήγησε στη μετατόπισή του από την θέση του και κατ’ επέκταση στον τραυματισμό του ενάγοντος, σε κάθε περίπτωση δε, η δεύτερη εκ των ως άνω ενστάσεων αλυσιτελώς προβάλλεται αφού, κατά το άρθρο 926 ΑΚ, αν η για τη ζημία ευθύνονται περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Περαιτέρω, ο ενάγων δεν αποδεικνύει την ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού του περί αποθετικής ζημίας του, συνισταμένης στα εισοδήματα, τα οποία απώλεσε συνεπεία της αδυναμίας ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας του, ως ναυτολογημένου μάγειρα και θαλαμηπόλου σε ποντοπόρο εμπορικό πλοίο της εταιρείας «…[S46] .» κατά το χρονικό διάστημα από 5-9-2013 έως και 19-11-2013, το συνολικό ποσό των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 9.375 ευρώ, απορριπτομένου του σχετικού κονδυλίου ως κατ’ ουσίαν αβασίμου, ωστόσο, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι (ο ενάγων) υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της βαρύτητος της σωματικής βλάβης που απεδείχθη ότι παρανόμως και υπαιτίως του προκάλεσε ο εναγόμενος, της δυσμενούς εξέλιξης της κατάστασης της υγείας του και της ταλαιπωρίας του προς αποκατάστασή της, προς χρηματική ικανοποίηση της οποίας (ηθικής βλάβης), το Δικαστήριο, εν όψει της ζημίας, την οποία ο ενάγων υπέστη από την ως άνω αδικοπραξία του εναγομένου, των προπεριγραφόμενων συνθηκών και περιστάσεων υπό τις οποίες έλαβε χώρα η εν λόγω αδικοπραξία, της υπαιτιότητος του εναγομένου καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των μερών, κρίνει ως εύλογο το ποσό των 8.000 ευρώ, το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίσιν κύρια αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Όσον αφορά στο αίτημα για την κήρυξη της απoφάσεως προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, οι οποίοι να επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητά της ή ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατό να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, γι’ αυτό το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί. Ομοίως, θα πρέπει να απορριφθεί το αίτημα περί προσωπικής κρατήσεως εις βάρος του εναγομένου ως μέσου εκτελέσεως της αποφάσεως διότι το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν λόγοι προς αυτό. Τέλος, πρέπει ο εναγόμενος να καταδικαστεί, λόγω της εν μέρει ήττας του, στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του εν μέρει νικήσαντος ενάγοντος (άρθρα 178 ΚΠολΔ), κατ’ αποδοχήν σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) αιτήματος της τελευταίας, συμψηφιζομένων κατά τα λοιπά των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 178 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Ενώνει και συνεκδικάζει την από 7-9-2005 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S47] αγωγή και την από 5-3-2007 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S48] προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή
Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την από 7-9-2005 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S49] αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων ευρώ (8.000€) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600€).
Απορρίπτει την από 5-3-2007 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S50] προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή
Καταδικάζει τον προσεπικαλούντα και παρεμπιπτόντως ενάγοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ής η προσεπίκληση και παρεμπιπτόντως εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 3-3-2017.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ