ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Α΄ΜΗΧΑΝΟΔΗΓΟΣ – ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ – ΕΠΙΔΟΜΑ ΜΗΧΑΝΟΔΗΓΟΥ)
Αριθμός απόφασης
1143/2017
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης …[S1] )
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 10 Νοεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : Δ. Ε.[S2] του Γ.[S3] , κατοίκου Ε.[S4] νήσου Ι.[S5] , ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Γαρυφαλιάς Δάρρα.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Της εδρεύουσας στην Κ.[S6] (οδός …[S7] ) εταιρίας με την επωνυμία «…[S8] Ν. Ε.[S9] », νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Άγγελο Παναγόπουλο.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή από 11-12-2015 με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης …[S10] αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 2-02-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 29-03-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣE ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Ο ενάγων εκθέτει στην κρινόμενη αγωγή του, ότι δυνάμει της από 27-08-2011 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ αυτού και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας εταιρίας του υπό ελληνική σημαία Δ/Ξ πλοίου, με το όνομα «…[S11] », με αριθμό νηολογίου Πειραιά …[S12] και ολικής χωρητικότητας 470,24 κόρων, προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του Α΄ μηχανοδηγού, έναντι «κλειστού» μηνιαίου μισθού, ενώ ρητά συμφωνήθηκε ότι θα παρείχε την εργασία του, σύμφωνα με τους όρους της ισχύουσας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων ακτοπλοϊκών Φορτηγών πλοίων μέχρι 500 ΚΟΧ, προσέφερε δε την εργασία του, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας έως 16.04.2015, οπότε και απολύθηκε. Ότι, κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του επί του ανωτέρω πλοίου, προς κάλυψη των δημιουργουμένων αναγκών, λόγω των συνθηκών, που περιγράφει στην αγωγή του, απασχολείτο όλες τις ημέρες της εβδομάδος, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών επί 12 ώρες ημερησίως, εργαζόμενος εντός των πλαισίων των ειδικώς καθοριζομένων καθηκόντων της ειδικότητάς του ως Α΄ μηχανοδηγού. Ότι από την ένδικη ναυτολόγησή του διατηρεί κατά της εναγομένης αξιώσεις: α) διαφοράς των νομίμων και των καταβαλλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών του και β) διαφοράς αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, συνολικού ποσού 41.965,61 ευρώ. Ότι την 3-08-2015 κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς αίτηση με την οποία ζητούσε προσωρινή επιδίκαση των απαιτήσεών του και συντηρητική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου προς εξασφάλιση αυτών (απαιτήσεών του), επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1875/2015 απόφαση δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 2.000 ευρώ και επεβλήθη συντηρητική κατάσχεση σε βάρος του πλοίου έως του ποσού των 10.000 ευρώ. Ότι η εναγομένη δεν του κατέβαλε το ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο επιδικάσθηκε προσωρινά με την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, για αυτό προτίθεται να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να υλοποιηθεί η διαταχθείσα συντηρητική κατάσχεση του πλοίου, οπότε θα προσλάβει φύλακα για να φυλάσσει τούτο, καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου μέχρι να αρθεί η συντηρητική κατάσχεση, θα υποχρεωθεί δε να καταβάλει σε αυτόν το ποσό των 1.500 ευρώ μηνιαίως επί 24 μήνες, το οποίο θα καταβάλει από κοινού με τον Πλοίαρχο Σ. Λ.[S13] (που έχει παρόμοιες απαιτήσεις). Με βάση τα ανωτέρω, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δήλωσης της πληρεξουσίας του δικηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επαναλαμβάνεται αναλυτικά στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε στο ακροατήριο (αρθρ. 223, 224, 295 παρ.1 και 591§1 ΚΠολΔ), ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, αφενός μεν να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 11.469,15 ευρώ, για μέρος των δεδουλευμένων αποδοχών του και διαφορών αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης από 1-01-2014 έως 16-04-2015, καθώς και το ποσό των 9.000 ευρώ για αμοιβή φύλακα και αφετέρου να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 39.469,46 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες. Τα ανωτέρω κονδύλια, πλην αυτού που αφορά την αμοιβή φύλακα, ζητεί να του καταβληθούν με το νόμιμο τόκο από την επομένη της δήλης ημέρας κατά την οποία καθένα ήταν καταβλητέο, άλλως από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και το κονδύλιο για την αμοιβή φύλακα από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2 και 33 του Κ.Πoλ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ). Κατά τα λοιπά, είναι πλήρως ορισμένη, καθώς ο ενάγων αναφέρεται στη σύμβαση ναυτολόγησής του, στην παροχή της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και στο νόμιμο ή συμβατικό μισθό του σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοσθεί η δέουσα ΣΣΝΕ (ΕφΠειρ 892/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τυγχάνει δε ορισμένη και όσον αφορά την αιτούμενη αμοιβή για υπερωριακή εργασία διότι αρκεί ο κατά μέσο όρο προσδιορισμός της υπερωριακής απασχόλησης, χωρίς να απαιτείται η αναφορά του είδους των κατ’ ιδίαν εκτελεσθεισών εργασιών, εφόσον στην αγωγή αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού, αφού το είδος των καθηκόντων εκάστου ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά πλουν ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν αμείβονται ειδικώς βάσει ρητών προβλέψεων των οικείων Συλλογικών Συμβάσεων Ναυτικής Εργασίας, ενώ ομοίως δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής ο προσδιορισμός του χρόνου, από τον οποίο αρχίζει η υπερωριακή εργασία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, αλλά ούτε και της ανάγκης που επέβαλε την εκτέλεσή της, ή του προσώπου, το οποίο έδωσε τη σχετική εντολή (βλ. και ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004. 114, 892/2002 ΕΝΔ 30. 437, 608/2001 ΕΝΔ 29. 446). Περαιτέρω, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 68, 69§1, 70, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, και 84 του Κ.Ι.Ν.Δ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων μέχρι 500 κ.ο.χ. του έτους 2010 (κυρωθείσα με την υπ’ αριθ. 3525.1.7/01/2011 απόφαση του Υπουργείου Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας και δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ Β΄ 1187/9.6.2011) και το άρθρο 1 επ. Π.Δ. 280/2000. Σημειωτέον ότι μετά το μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, μη νόμιμη τυγχάνει η αγωγή, ως προς το αίτημα όπως κηρυχθεί αυτή προσωρινά εκτελεστή, αναφορικά με το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής, καθόσον η αναγνωριστική απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 904 ΚΠολΔ, η ύπαρξη του οποίου αποτελεί προϋπόθεση της προσωρινής εκτελεστότητας και της εκτελεστότητας της εκδοθησόμενης απόφασης εν γένει. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω η αγωγή, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί και το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, κατά το υπερβάλλον του ποσού της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, αίτημα, σύμφωνα με το αρθρ. 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το αρθρ. 14 παρ.1 του ΚΠολΔ και την Υ.Α.125.804/1-8-2003 (βλ. το υπ’ αριθμ. …[S14] [S15] διπλότυπο είσπραξης Γ’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά), ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. το με αριθμό …[S16] και το με αριθμό …[S17] γραμμάτια του ΔΣΠ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά, οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο και όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά. Έτσι περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ` του ίδιου Κώδικα, τα συντασσόμενα από τον γραμματέα πρακτικά συνεδριάσεως πρέπει να περιέχουν όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ` αυτές, επίσης πρέπει να περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων κ.λπ. Από την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις, δηλαδή εκείνη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται σαφώς, ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρηθούν στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις, στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική πρόταση των ισχυρισμών αυτών, που “ως γενόμενο κατά την συζήτηση” σημειώνεται στα πρακτικά. Από την δεύτερη δε των ως άνω διατάξεων, εκείνη δηλαδή του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ` του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, η κατά την πρώτη διάταξη (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) σημείωση της προφορικής προτάσεως του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών (ισχυρισμών), είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων έγγραφων προτάσεων (Ολ.ΑΠ 2/2005, ΑΠ 127/2016, ΑΠ 593/2015, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 220/2014, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 450/2013, ΑΠ 341/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα προαναφερθέντα εφαρμόζονται και για τους ισχυρισμούς που προτείνονται ως αντένσταση κατά καταλυτικών ενστάσεων του εναγομένου, εφόσον η αντένσταση αυτή προκύπτει από έγγραφα προγενεστέρου χρόνου (ΑΠ 944/2010, ΑΠ 942/2010, ΑΠ 941/2010, ΑΠ 602/2010, ΑΠ 1385/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), στην περίπτωση όμως αυτή παρέχεται στον αντενιστάμενο το δικαίωμα, όπως στην τριήμερη προθεσμία αντικρούσεως του εδ. δ` της παρ. 1 του άρθρου 591 ΚΠολΔ να αναπτύξει λεπτομερώς την αντένστασή του με την προσθήκη των εγγράφων προτάσεών του, που κατατίθεται έως την 12η ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση (ΑΠ 98/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 289 αρ. 1 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (κ.ν. 3816/1958) «εις ετησίαν παραγραφήν υπόκεινται αι αξιώσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος δια την πληρωμήν των μισθών και λοιπών παροχών των πηγαζουσών εκ της συμβάσεως ναυτολογήσεως….», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 291 εδ. α` του ίδιου Κώδικα «Η παραγραφή αρχίζει άμα τη λήξει του έτους καθ`ο συμπίπτει η αφετηρία αυτής». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στη θεσπιζόμενη με αυτές παραγραφή υπόκεινται αδιακρίτως όλες οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος για την πληρωμή κάθε παροχής, εφόσον όμως πηγάζουν από τη σύμβαση ναυτολόγησης (ΑΠ 1445/2002 ΕΝΔ 30.433, ΑΠ 1185/2002 ΕΝΔ 30,435, Εφ.Πειρ. 872/2003 ΕΝΔ 31.441). Η παραγραφή αυτή των ανωτέρω αξιώσεων, αρχίζει μόλις λήξει το έτος, εντός του οποίου συμπίπτει η αφετηρία αυτής, διακόπτεται δε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 264 και 270 παρ. 1 ΑΚ με την έγερση της αγωγής, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ με την αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο με οποιοδήποτε τρόπο (ΑΠ 1445/2002 όπ.π., ΑΠ 402/1994 ΕΝΔ 23.6, Εφ.Πειρ. 872/2003 όπ.π., Εφ.Πειρ. 806/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996-1997 σελ. 617 επ., Εφ.Πειρ. 267/1999 ΕΝΔ 27.86 επ., Εφ.Πειρ. 255/1999 ΕΝΔ 27.280 επ.). Η αναγνώριση μπορεί να γίνει με οποιαδήποτε ενέργεια και συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στον δανειστή, ακόμη και προφορικά, αρκεί να προκύπτει κατ` αντικειμενική κρίση ότι ο πρώτος, ευρισκόμενος σε πλήρη επίγνωση της αξιώσεως του τελευταίου, θεωρεί αυτήν υπάρχουσα. Η ενέργεια και συμπεριφορά του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα ή να συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της αξιώσεως ή σύμβαση αναγνώρισης χρέους, κατά την έννοια του άρθρ. 873 του ΑΚ, πρέπει δε να αποδεικνύεται πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής (ΑΠ 1908/2008, ΕφΠατρ 100/2007 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 261, 270 παρ. 1 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 277 του ίδιου κώδικα, κατά την οποία το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπάγγελτα υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί, προκύπτει ότι, όπως η πρόταση παραγραφής αποτελεί αντικείμενο ένστασης, έτσι και η πρόταση διακοπής αυτής (παραγραφής) αποτελεί αντένσταση κατά της παραπάνω ενστάσεως, με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο περιεχόμενος στην αντένσταση αυτή, που δεν λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη, ισχυρισμός έχει τα στοιχεία που απαιτούνται από το νόμο για το πιο πάνω επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα της παρακώλυσης γέννησης ή άσκησης ή κατάλυσης μεταγενέστερα του επιδίκου δικαιώματος. Για την πληρότητα της αντένστασης διακοπής της παραγραφής δεν αρκεί μόνον η έκθεση γεγονότων που γίνεται προς θεμελίωση άλλης ένστασης ή άλλου ισχυρισμού, αφού δεν αναπληρώνεται και το αίτημα που πρέπει αναγκαίως να περιέχει η αντένσταση διακοπής της παραγραφής για απόρριψη της ένστασης παραγραφής λόγω διακοπής και μη συμπλήρωσης αυτής (ΑΠ 1497/2008, ΑΠ 285/2005, ΑΠ 18/1998 ΝοΒ 47.39, ΑΠ 943/1991 ΕΕΔ 51.666, ΕφΑθ 1008/2015, ΕφΑθ 901/2015, ΕφΠειρ 539/2015, ΕφΑθ 1842/2011, ΕφΑθ 6188/2009, ΕφΘεσ 2855/2004, ΕφΘεσ 2853/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5660/1998 ΝοΒ 47.790). Εν προκειμένω, η εναγομένη κατά τη συζήτηση της ενδίκου υποθέσεως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με δήλωση επ` ακροατηρίω του πληρεξουσίου δικηγόρου της, η οποία περιέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις κατατεθείσες επί της έδρας προτάσεις της, αμυνομένη κατά της ενδίκου αγωγής, προέβαλε ένσταση παραγραφής, ισχυρισθείσα ότι οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 28-8-2011 έως 31-12-2013, έχουν υποπέσει στην, κατά τις διατάξεις των άρθρων 289, 291 ΚΙΝΔ, ετήσια παραγραφή, καθόσον η ένδικη αγωγή ασκήθηκε στις 17-12-2015 και πρέπει για την αιτία αυτή να απορριφθούν ως παραγεγραμμένες. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη, στηρίζεται στις ανωτέρω διατάξεις και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο ενάγων κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, δεν πρόβαλε ισχυρισμό για διακοπή της ως άνω παραγραφής. Ούτε επίσης πρόβαλε τέτοιο ισχυρισμό, καθ` υποφορά, με την αγωγή του. Η απλή αναφορά σε αυτήν (αγωγή) ότι η εναγομένη επανειλημμένα δια των νομίμων εκπροσώπων της αναγνώρισε την οφειλή της προς αυτόν και συγκεκριμένα στις 23/12/2012, 23/12/2013 και 23/12/2014, αλλά και κατά την απόλυσή του, διαβεβαιώνοντάς τον ότι δεν χάσει τα λεφτά του, δεν μπορεί να αποτελέσει ισχυρισμό για διακοπή της παραγραφής, αφού το περιστατικό αυτό (της αναγνώρισης από την εναγομένη της οφειλής της) διηγηματικά μόνον αναφέρεται από τον ενάγοντα, χωρίς να προβάλλεται ισχυρισμός περί διακοπής της παραγραφής και απορρίψεως της σχετικής ενστάσεως παραγραφής, η οποία, άλλωστε, τότε, δεν είχε καν προταθεί. Τα αυτά δε γεγονότα επαναλαμβάνει ο ενάγων και στις προτάσεις του, χωρίς και πάλι να περιέχεται αίτημα για απόρριψη της ένστασης παραγραφής λόγω διακοπής και μη συμπλήρωσης αυτής. Περαιτέρω στην προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών του αναφέρει ότι «ουδόλως παρεγράφησαν οι απαιτήσεις που διατηρώ κατά της εναγομένης για τη ναυτολόγησή μου από τον Αύγουστο του 2011», χωρίς πάλι να αναφέρει περί διακοπής της παραγραφής λόγω αναγνώρισης χρέους από την εναγομένη. Ακόμα δε κι αν θεωρηθεί ότι τα ανωτέρω εκτεθέντα αποτελούν αντένσταση διακοπής της παραγραφής, αυτή εμπεριέχεται μόνο στην προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεων που κατέθεσε ο ενάγων, χωρίς να έχει υποβληθεί προφορικά και να έχει καταχωρηθεί έστω και συνοπτικά στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου και πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παραπάνω μείζονα πρόταση, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων του μάρτυρα απόδειξης …[S18] και του μάρτυρα ανταπόδειξης …[S19] , που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, εκ των οποίων η κατάθεση του πρώτου παραδεκτά λαμβάνεται υπ’ όψιν, παρότι αυτός (…[S20] ) έχει καταθέσει αγωγή με όμοιο περιεχόμενο κατά της εναγομένης, καθόσον τα πρόσωπα που είναι διάδικοι σε υπόθεση παρόμοια με την εκδικαζομένη δε θεωρούνται εξαιρετέοι μάρτυρες, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 400 αρ.3 ΚΠολΔ (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 400 αριθμ.10, ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 231/1990, Ε.Ν.Δ. 18, σ.202, ΕφΠειρ 1082/1986, Ε.Ν.Δ. 15, σ.389), της με αριθμό …[S21] ένορκης βεβαίωσης του …[S22] ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ι.[S23] Ηλία Τριπουλά, που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, η οποία ελήφθη νόμιμα (αρθρ. 671 ΚΠολΔ), με επιμέλεια του ενάγοντα ύστερα από προηγούμενη κλήτευση της αντιδίκου του (βλ. τη με αριθμ. …[S24] έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Θ. Λ.[S25] ), καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671§1 ΚΠολΔ) και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν εγγράφου συμβάσεως ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε την 27-8-2011, μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου με το όνομα «…[S26] » με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …[S27] , ΙΜΟ 9516600, κοχ 470,24, κκχ 263,30, το οποίο διαθέτει δύο μηχανές ισχύος συνολικά 960 KW στις 1.350 στροφές ανά λεπτό, όπως αναφέρει ο ενάγων στην αγωγή του και δεν αμφισβητείται ειδικώς από την εναγομένη, ο ενάγων προσλήφθηκε, για να ναυτολογηθεί στο πλοίο αυτό, ως Α΄ μηχανοδηγός, έναντι «κλειστού» μηνιαίου μισθού και κατά τα λοιπά σύμφωνα με τους όρους εργασίας που προβλέπονταν από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. για τα πληρώματα ακτοπλοϊκών Φορτηγών και Δεξαμενόπλοιων πλοίων μέχρι 500 κοχ. Πλέον συγκεκριμένα ο ενάγων σύνηψε με την εναγομένη την από 27-08-2011 σύμβαση στην οποία προβλεπόταν «κλειστός» μηνιαίος μισθός ποσού 2.951,24 ευρώ και δη ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, ευρώ 201,82 ως υπερωρίες Σαββάτου και αργιών, ευρώ 260,73 ως απλές υπερωρίες, ευρώ 631,74 ως άδεια και ευρώ 103,12 ως τροφοδοσία αδείας. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, ο ενάγων επιβιβάσθηκε και ναυτολογήθηκε την επομένη ημέρα στο ως άνω πλοίο, στο οποίο υπηρέτησε έως την 1-7-2012, οπότε κατόπιν νέας έγγραφης σύμβασης και αντί συμφωνηθέντος μισθού εκ ποσού ευρώ 2.799,95, συνέχισε να εργάζεται έως την 1-1-2014, οπότε κατόπιν νέας έγγραφης σύμβασης και αντί συμφωνηθέντος μισθού εκ ποσού ευρώ 2.799,95, συνέχισε να εργάζεται έως την 6-3-2014 με την αυτή ειδικότητα. Ακολούθως, δυνάμει εγγράφου συμβάσεως ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε την 29-5-2014, ο ενάγων ναυτολογήθηκε για αόριστο χρόνο στο ανωτέρω πλοίο με την αυτή ειδικότητα και αντί συμφωνηθέντος μισθού εκ ποσού ευρώ 2.799,95, ήτοι ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, ευρώ 139,50 ως υπερωρίες Σαββάτου και αργιών, ευρώ 171,76 ως απλές υπερωρίες, ευρώ 631,74 ως άδεια και ευρώ 103,12 ως τροφοδοσία αδείας και εργάσθηκε έως την 29-9-2014. Τέλος, δυνάμει εγγράφου συμβάσεως ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε την 5-1-2015, ο ενάγων ναυτολογήθηκε για τέσσερις μήνες στο ανωτέρω πλοίο, με την αυτή ειδικότητα και αντί συμφωνηθέντος μισθού εκ ποσού ευρώ 2.799,95, ήτοι ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 103,12 ως δώρο Πλοιοκτητών, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, ευρώ 139,50 ως υπερωρίες Σαββάτου και αργιών, ευρώ 171,76 ως απλές υπερωρίες, και ευρώ 631,74 ως άδεια και εργάσθηκε έως την 16-4-2015, οπότε η σύμβαση λύθηκε με κοινή συναίνεση των διαδίκων. Στις αποδοχές του ενάγοντα είχε συμφωνηθεί επομένως και κονδύλιο “κλειστών υπερωριών”, προς κάλυψη τυχόν υπερωριακής απασχολήσεώς του, αναλόγως προς τις ανάγκες του πλοίου, και η οποία, κατά τον όρο υπ’ αριθμ. 9 των συμβάσεων εργασίας του, δεν μπορούσε να υπερβεί τις 12 ώρες, πέραν των οποίων εδικαιούτο αυτός αμοιβής σύμφωνα με την εκάστοτε ΣΣΝΕ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος που γεννήθηκαν έως και τις 31.12.2013, υπέπεσαν στην ετήσια παραγραφή των διατάξεων των άρθρων 289, 291 ΚΙΝΔ. Ειδικότερα, η παραγραφή των αξιώσεών του για το έτος 2011 συμπληρώθηκε την 1.01.2013, για το έτος 2012 την 1.01.2014 και για το έτος 2013 την 1.01.2015, ενώ η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στην Γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου στις 16.12.2015 και επιδόθηκε στην εναγομένη στις 17.12.2015 (βλ. την υπ’ αριθμ. …[S28] έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ι. Α.[S29] ), με αποτέλεσμα να έχει επέλθει παραγραφή των ανωτέρω αξιώσεων. Κατόπιν τούτου, πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η αγωγή, ως προς τα κονδύλια που αναφέρονται στο ανωτέρω χρονικό διάστημα (δηλαδή έως και 31.12.2013) συνολικού ποσού 30.469,46 ευρώ, γενομένης δεκτής και από ουσιαστική άποψη της σχετικής ανατρεπτικής ένστασης παραγραφής (άρθρα 247, 253 και 277 ΑΚ) που παραδεκτά προέβαλε η εναγομένη, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν προέβαλε παραδεκτά αντένσταση διακοπής της παραγραφής, ως προελέχθη. Το πλοίο της εναγομένης, το οποίο είχε ως βάση του το Πέραμα, ήταν εφοδιαστικό δεξαμενόπλοιο, κατέπλεε δε στις εγκαταστάσεις των διυλιστηρίων Ελευσίνας ή Ασπροπύργου προκειμένου να εκτελέσει φόρτωση καυσίμων και ακολούθως, αναχωρούσε για τη μεταφορά αυτού σε διάφορα νησιά του Αιγαίου και δη όπως προκύπτει από το ημερολόγιο Γέφυρας που προσκομίζουν οι διάδικοι, αρχικώς στην Κέα, ακολούθως στην Άνδρο, Τήνο, Πάρο, Νάξο, Θήρα, Φολέγανδρο, Μήλο, Κάλυμνο έως εξαντλήσεως των καυσίμων, οπότε επέστρεφε στο Πέραμα και ακολούθως, αφού φόρτωνε εκ νέου, ξεκινούσε πάλι για την προμήθεια καυσίμων των ανωτέρω νήσων. Η παράδοση των καυσίμων γινόταν στα διάφορα πρατήρια των εκάστοτε νησιών, μέσω δύο (2) βυτιοφόρων οχημάτων, που βρίσκονταν στο ένδικο πλοίο κενά φορτίου κατά τη διάρκεια του πλου. Το κύριο έργο των πλοίου συνίστατο στη φόρτωση των καυσίμων από τα διυλιστήρια, στη μεταφορά, μεταφόρτωση των καυσίμων στο βυτιοφόρο όχημα και παράδοσή τους στα πρατήρια και επιστροφή του στη βάση ανεφοδιασμού. Το ταξίδι της φόρτωσης, μεταφοράς και επιστροφής του πλοίου «…[S30] » στη βάση ανεφοδιασμού κάθε πετρέλευσης διαρκούσε περίπου 10 ημέρες, η δε διάρκεια πλεύσης του μεταξύ των διαφόρων νήσων διαρκούσε κατά μέσο όρο 14 – 15 ώρες. Στο προαναφερόμενο πλοίο υπηρέτησαν κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα (ήτοι από 1-01-2014 έως 6-03-2014, από 28-05-2014 έως 29-09-2014 και από 5-01-2015 έως 16-04-2015) εκτός από τον ενάγοντα που ήταν Α΄ μηχανοδηγός, ένας Α΄ μηχανικός ο Γ. Ν.[S31] , από την 1-01-2014 έως 16-04-2015, ένας Γ΄ μηχανικός ο Π.[S32] από 17-01-2014 έως 7-02-2014, ένας Α΄ μηχανοδηγός ο Γ. Κ.,[S33] από 1-01-2014 έως 17-01-2014, από 6-03-2014 έως 10-07-2014 και από 29-09-2014 έως 16-04-2015, ένας Α΄ μηχανοδηγός ο Ν. Α.[S34] από 2-05-2014 έως 28-05-2014, από 26-03-2015 έως 30-03-2015 και από 7-04-2015 έως 30-04-2015 και ένας Β΄ μηχανοδηγός ο Κ. Μ.[S35] από 7-02-2014 έως 2-05-2014 και από 10-07-2014 έως 5-01-2015. Υπό την ως άνω ειδικότητά του ο ενάγων απασχολήθηκε στο ένδικο πλοίο κατά τα ως άνω επίδικα χρονικά διαστήματα, εκτελώντας τις ανάλογες προς αυτή εργασίες. Όπως κατέθεσε ο εξετασθείς ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μάρτυρας απόδειξης …[S36] , ο οποίος, έχει ιδία αντίληψη, εφόσον εργαζόταν με τον ενάγοντα ως Β΄ Κυβερνήτης στο ανωτέρω πλοίο έως την 5-1-2015, αλλά και όπως προκύπτει από το άνευ ημερομηνίας έγγραφο με τίτλο «ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ ΜΗΧΑΝΟΣΤΑΣΙΟΥ», που προσκομίζεται από τον ενάγοντα και φέρει την υπογραφή του πλοιάρχου Σ. Λ.[S37] και τη σφραγίδα του πλοίου, την γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβήτησε ειδικώς η εναγομένη, ο ενάγων εκτελούσε δύο εξάωρες βάρδιες φυλακής μηχανοστασίου ημερησίως στο ανωτέρω πλοίο καθημερινά, και δη από ώρα 00.00 έως 06.00 και από 12.00 έως 18.00. Τα ανωτέρω δε επιβεβαίωσε και ο Σ. Μ.[S38] , Κυβερνήτης του ανωτέρω πλοίου έως 16-04-2015 στην ένορκη βεβαίωσή του. Οι αιτιάσεις της εναγομένης ότι υπηρεσίες φυλακής εκτελούσαν όλοι οι εργαζόμενοι στο μηχανοστάσιο, ήτοι και ο Α΄ Μηχανικός, με αποτέλεσμα η εργασία εκάστου να μην υπερβαίνει τις 8 ώρες, δεν κρίνονται πειστικές ενόψει και των ανωτέρω καταθέσεων των μαρτύρων του ενάγοντος, οι οποίοι έχουν ιδία αντίληψη. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο σε φωτοαντίγραφο και επικαλούμενο από τους διαδίκους, ημερολόγιο γέφυρας του εν λόγω πλοίου, το τελευταίο παρέμεινε αγκυροβολημένο στη θέση του στον προβλήτα …[S39] στο Πέραμα, σε λιμένες ή σε αγκυροβόλιο νήσου, συνολικά επί 129 ημέρες κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα (9 ημέρες τον Ιανουάριο 2014, 11 ημέρες τον Φεβρουάριο 2014, 6 ημέρες τον Μάρτιο 2014, 6 ημέρες τον Ιούνιο 2014, 6 ημέρες τον Ιούλιο 2014, 4 ημέρες τον Αύγουστο 2014, 8 ημέρα τον Σεπτέμβριο 2014, 17 ημέρες τον Ιανουάριο 2015, 15 ημέρες τον Φεβρουάριο 2015, 31 ημέρες τον Μάρτιο 2015 και 16 ημέρες τον Απρίλιο 2015, δεδομένου ότι δεν προσκομίζονται στοιχεία για τον μήνα Απρίλιο 2015, όπως αντίγραφο του ημερολογίου του πλοίου, το οποίο προσκομίστηκε για τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα και επομένως το Δικαστήριο συνάγει ότι εξακολούθησε να παραμένει ακινητοποιημένο), ενώ το πλοίο ήταν προσδεδεμένο στην αυτή θέση στον προβλήτα …[S40] για διάστημα άνω των 16 ωρών ημερησίως, επί 10 ημέρες συνολικά (2 ημέρες τον Ιανουάριο 2014, 1 ημέρα τον Ιούνιο 2014, 3 ημέρες τον Ιούλιο 2014, 2 ημέρες τον Αύγουστο 2014, 1 ημέρα τον Σεπτέμβριο 2014 και 1 ημέρα τον Φεβρουάριο 2015). Όπως αποδείχθηκε, από τις καταθέσεις των ανωτέρω μαρτύρων του ενάγοντα, αυτός (ενάγων) εκτελούσε κανονικά υπηρεσία φυλακής μηχανοστασίου κατά τις ίδιες ώρες και κατά τις ημέρες αυτές, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης. Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 4 παρ.1 της ανωτέρω ΣΣΕ που διέπει την ένδικη σύμβαση εργασίας, οι ώρες εργασίας του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, ορίζονται σε 40 ώρες την εβδομάδα ήτοι 8 ώρες από ημέρα Δευτέρα έως και ημέρα Παρασκευή, του Σαββάτου και της Κυριακής θεωρουμένων ως ημερών αργίας. Εξάλλου, κατά την παρ.2 του ιδίου ως άνω άρθρου 4 της ανωτέρω ΣΣΕ η απασχόληση του πληρώματος πέραν των ρητώς οριζομένων ημερών και ωρών με την παρ.1 του ιδίου άρθρου, αμείβεται υπερωριακά εκάστης ώρας υπολογιζομένης ίσης προς το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένου κατά 25% ήτοι για την ειδικότητα του μηχανοδηγού Α΄ αντί 7,75 ευρώ την ώρα και ειδικώς για την ημέρα εργασίας του Σαββάτου ή αργίας προσαυξημένη κατά 50% ήτοι 9,30 ευρώ. Τέλος, κατά την παρ.4 του ιδίου άρθρου, το επίδομα Κυριακών καλύπτει εργασία έως 8 ώρες, για την πέραν του οκταώρου απασχόληση καταβάλλεται στο πλήρωμα υπερωριακή αμοιβή, εκάστης ώρας υπολογιζομένης ίσης προς το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένου κατά 50% ήτοι 9,30 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων ο ενάγων δικαιούται τα κάτωθι ποσά εκ της εργασίας του στο ανωτέρω πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα: κατά το μήνα Ιανουάριο 2014, ο ενάγων εργάσθηκε επί 21 ημέρες καθημερινές πέραν του νομίμου ωραρίου, με αποτέλεσμα να δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης το ποσό των 651 ευρώ (21 Χ 4 = 84 Χ 7,75), καθώς επίσης επί 4 ώρες κατά τις 4 ημέρες Κυριακής του εν λόγω μήνα, 12 ώρες επί 4 Σάββατα και 12 ώρες κατά τις αργίες 1/1 και 6/1, ημέρες Πρωτοχρονιάς και Θεοφανείων αντίστοιχα (άρθρο 9 ανωτέρω ΣΣΕ) και επομένως δικαιούται για την εργασία αυτή το ποσό των 818,40 ευρώ [{(4 Χ 4=) 16 + (6 Χ 12=) 72=} 88 Χ 9,30]. Συνολικά για υπερωριακή εργασία κατά τον εν λόγω μήνα ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των 1.469,40 ευρώ (651 + 818,40). Κατά δε το μήνα Φεβρουάριο 2014, ο ίδιος εργάσθηκε επί 20 ημέρες καθημερινές, πέραν του νομίμου ωραρίου, με αποτέλεσμα να δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ποσό 620 ευρώ [(20 Χ 4=) 80 Χ 7,75], καθώς επίσης επί 4 ώρες κατά τις 4 ημέρες Κυριακής του εν λόγω μήνα και 12 ώρες επί 4 Σάββατα και επομένως δικαιούται για την εργασία αυτή το ποσό των 595,20 ευρώ [{(4 Χ 4=) 16 + (4 Χ 12=) 48=} 64 Χ 9,30]. Συνολικά, για υπερωριακή εργασία κατά τον εν λόγω μήνα ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των 1.215,20 ευρώ (620 + 595,20). Σύμφωνα με την από 1-1-2014 σύμβαση εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, και το έγγραφο της οποίας προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους, ο ενάγων εδικαιούτο μηνιαίως το ποσό των 2.799,95 ευρώ, ήτοι ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, ευρώ 139,50 ως υπερωρίες Σαββάτου και αργιών, ευρώ 171,76 ως απλές υπερωρίες, ευρώ 631,74 ως άδεια και ευρώ 103,12 ως τροφοδοσία αδείας. Αντίθετα δεν είχε συμφωνηθεί ότι ο ενάγων θα λαμβάνει και το εκ ποσού 83,19 ευρώ επίδομα μηχανικού – μηχανοδηγού, το οποίο αφορά τον εκτελούντα καθήκοντα διεύθυνσης μηχανοστασίου και όχι όλο το προσωπικό (σχετικά και το από 15-9-2015 έγγραφο Διεύθυνσης Ναυτικής εργασίας που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγομένη). Με βάση τον ανωτέρω συμφωνηθέντα μισθό, σε συνδυασμό με τις ώρες υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος για το μήνα Ιανουάριο 2014 εδικαιούτο ως αμοιβή το ποσό των 3.958,09 ευρώ (ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, ευρώ 631,74 ως άδεια και ευρώ 103,12 ως τροφοδοσία αδείας, καθώς και 1.469,40 ευρώ ως απλές υπερωρίες και υπερωρίες Σαββάτου και αργιών, όπως αναλύεται ανωτέρω), για δε το μήνα Φεβρουάριο 2014 εδικαιούτο ως αμοιβή το ποσό των 3.703,89 ευρώ (ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, ευρώ 631,74 ως άδεια και ευρώ 103,12 ως τροφοδοσία αδείας, καθώς και ευρώ 1.215,20 ως απλές υπερωρίες και υπερωρίες Σαββάτου και αργιών, όπως αναλύεται ανωτέρω). Και συνολικά για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2014 εδικαιούτο το ποσό των 7.661,98 ευρώ (3.958,09 + 3.703,89). Όπως προκύπτει από το αντίγραφο του λογαριασμού μισθοδοσίας που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, αυτός για το ίδιο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1-1-2014 έως 28-2-2014, έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 5.599,90 ευρώ και, ως εκ τούτου, δικαιούται το ποσό των 2.062,08 ευρώ (7.661,98 – 5.599,90). Κατά το χρονικό διάστημα από 1/3/2014 έως 6/3/2014, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί 3 ημέρες καθημερινές πέραν του νομίμου ωραρίου με αποτέλεσμα να δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ποσό 93 ευρώ (3 Χ 4 = 12 Χ 7,75), καθώς επίσης επί 4 ώρες μία ημέρα Κυριακής, 12 ώρες μίας ημέρας Σαββάτου και 12 ώρες κατά την ημέρα αργίας 3/3 Καθαρή Δευτέρα (άρθρο 9 ανωτέρω ΣΣΕ) και επομένως δικαιούται για την εργασία αυτή το ποσό των 260,40 ευρώ [{(1 Χ 4=) 4 + (2 Χ 12=) 24=} 28 Χ 9,30]. Συνολικά για υπερωριακή εργασία κατά τον εν λόγω μήνα ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των 353,40 ευρώ (93 + 260,40). Ο ενάγων εδικαιούτο κατά την ανωτέρω σύμβαση εργασίας το ποσό των ευρώ 497,74 για αναλογία του ανωτέρω συμφωνηθέντος μισθού (συμφωνηθείς μισθός χωρίς τις υπερωρίες 2.488,69 € : 30 = 82,956 € Χ 6 ημέρες που εργάσθηκε) πλέον ευρώ 353,50 για υπερωριακή απασχόληση κατά τα άνω και συνολικά 851,24 ευρώ εκ του οποίου ποσού, όπως προκύπτει από τη σχετική απόδειξη καταβολής που προσκομίζει ο ενάγων, έλαβε το ποσό των ευρώ 559,99 και ως εκ τούτου δικαιούται το ποσό των 291,25 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με την από 29-5-2014 σύμβαση εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, και το έγγραφο της οποίας προσκομίζεται, ο ενάγων εδικαιούτο μηνιαίως το ποσό των 2.799,95 ευρώ, ήτοι ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, ευρώ 631,74 ως άδεια και ευρώ 103,12 ως τροφοδοσία αδείας, πλέον ευρώ 139,50 για υπερωρίες ημερών Σαββάτου και αργιών και ευρώ 171,76 για υπερωρίες απλές. Ο ίδιος, δεδομένου ότι εργάσθηκε από 28-5-2014, όπως αναφέρει στην αγωγή του και προκύπτει και από το αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου που προσκομίζει, αλλά και από την απόδειξη πληρωμής του, έως την 31-5-2014, αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε επί 2 ημέρες καθημερινές πέραν του νομίμου ωραρίου με αποτέλεσμα να δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ποσό 62 ευρώ (2 Χ 4= 8 Χ 7,75), καθώς επίσης επί 12 ώρες κατά τη μία ημέρα Σαββάτου και 12 ώρες κατά την αργία 29/5 ημέρα εορτής Αναλήψεως (άρθρο 9 ανωτέρω ΣΣΕ) και επομένως δικαιούται για την εργασία αυτή το ποσό των 223,20 ευρώ (2 Χ 12 = 24 Χ 9,30). Συνολικά για υπερωριακή εργασία κατά τον εν λόγω μήνα, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των 285,20 ευρώ (62 + 223,20). Ως εκ τούτου, για την εργασία του κατά τον εν λόγω μήνα εδικαιούτο κατά την ανωτέρω σύμβαση εργασίας το ποσό των ευρώ 331,82 για αναλογία του ανωτέρω συμφωνηθέντος μισθού (συμφωνηθείς μισθός χωρίς τις υπερωρίες 2.488,69 € : 30 = 82,956 € Χ 4 ημέρες που εργάσθηκε), πλέον αμοιβή υπερωριών εκ ποσού 285,20 ευρώ, ήτοι 617,02 ευρώ. Περαιτέρω, ο ενάγων κατά το μήνα Ιούνιο 2014, αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε επί 21 ημέρες καθημερινές πέραν του νομίμου ωραρίου με αποτέλεσμα να δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ποσό 651 ευρώ (21 Χ 4 = 84 Χ 7,75), καθώς επίσης επί 4 ώρες κατά τις 5 ημέρες Κυριακής του εν λόγω μήνα και 12 ώρες επί 4 Σάββατα και επομένως δικαιούται για την εργασία αυτή το ποσό των 632,40 ευρώ [{(4 Χ 5=) 20 + (4 επί 12=) 48 =} 68 Χ 9,30]. Συνολικά για υπερωριακή εργασία κατά τον εν λόγω μήνα ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των 1.283,40 ευρώ (651 + 632,40=). Κατά την τελευταία ως άνω σύμβαση εργασίας εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, ευρώ 631,74 ως άδεια και ευρώ 103,12 ως τροφοδοσία αδείας, καθώς και ευρώ 1.283,40 για υπερωρίες Σαββάτου, αργιών και απλές υπερωρίες, ήτοι 3.772,09 ευρώ. Συνολικά για την εργασία του από 28-5-2014 έως 30-6-2014 ο ενάγων εδικαιούτο ως αμοιβή από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 4.389,11 ευρώ (617,02 + 3.772,09), έλαβε δε, όπως προκύπτει από τη σχετική απόδειξη μισθοδοσίας για το ίδιο διάστημα το ποσό των 3.173,28 ευρώ και ως εκ τούτου δικαιούτο το ποσό των 1.215,83 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το μήνα Ιούλιο 2014, εργάσθηκε επί 23 ημέρες καθημερινές πέραν του νομίμου ωραρίου με αποτέλεσμα να δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης το ποσό των 713 ευρώ {(23 Χ 4= 92 Χ 7,75), καθώς επίσης επί 4 ώρες κατά τις 4 ημέρες Κυριακής του εν λόγω μήνα και 12 ώρες επί 4 Σάββατα και επομένως δικαιούται για την εργασία αυτή το ποσό των 595,20 ευρώ [{(4 Χ 4=) 16 + (4 Χ 12=) 48=} 64 Χ 9,30]. Συνολικά για υπερωριακή εργασία κατά τον εν λόγω μήνα ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των 1.308,20 ευρώ (713 + 595,20). Επιπλέον, με βάση την ανωτέρω τελευταία έγγραφη σύμβασης εργασίας του εδικαιούτο το ποσό των 2.488,69 ευρώ (ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, ευρώ 631,74 ως άδεια και ευρώ 103,12 ως τροφοδοσία αδείας), πλέον της ανωτέρω εκ ποσού 1.308,20 ευρώ αμοιβής του για την ανωτέρω υπερωριακή του απασχόληση και συνολικά εδικαιούτο το ποσό των 3.796,89 ευρώ. Κατά δε το μήνα Αύγουστο 2014, ο ίδιος ενάγων αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε επί 20 ημέρες καθημερινές πέραν του νομίμου ωραρίου με αποτέλεσμα να δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ποσό 620 ευρώ (20 Χ 4 = 80 Χ 7,75), καθώς επίσης επί 4 ώρες κατά τις 5 ημέρες Κυριακής του εν λόγω μήνα, 12 ώρες επί 5 Σάββατα και 12 ώρες κατά την αργία της 15/6 (άρθρο 9 ανωτέρω ΣΣΕ) και επομένως δικαιούται για την εργασία αυτή το ποσό των 855,60 ευρώ [{(5 Χ 4=) 20 + (6 Χ 12=) 72=} 92 Χ 9,30]. Συνολικά για υπερωριακή εργασία κατά τον εν λόγω μήνα ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των 1.475,60 ευρώ (620 + 855,60). Κατά την ανωτέρω σύμβαση εργασίας εδικαιούτο ως αμοιβή το ποσό των 2.488,69 ευρώ (ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, ευρώ 631,74 ως άδεια και ευρώ 103,12 ως τροφοδοσία αδείας), πλέον της ανωτέρω εκ ποσού ευρώ 1.475,60 αμοιβής του για την ανωτέρω υπερωριακή του απασχόληση και συνολικά εδικαιούτο το ποσό των 3.964,29 ευρώ. Συνολικά για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 2014 εδικαιούτο το ποσό των 7.761,18 ευρώ (3.796,89 + 3.964,29), έναντι του οποίου, όπως προκύπτει από την σχετική απόδειξη μισθοδοσίας που προσκομίζεται ο ενάγων έλαβε το ποσό των 5.599,90 ευρώ και ως εκ τούτου δικαιούται το ποσό των 2.161,28 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα από 1-9-2014 έως 29-9-2014, οπότε, όπως προκύπτει από το ναυτικό του φυλλάδιο απολύθηκε, εργάσθηκε επί 21 ημέρες καθημερινές πέραν του νομίμου ωραρίου με αποτέλεσμα να δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ποσό 651 ευρώ (21 Χ 4= 84 Χ 7,75), καθώς επίσης επί 4 ώρες κατά τις 3 ημέρες Κυριακής του εν λόγω μήνα, 12 ώρες επί 4 Σάββατα και 12 ώρες κατά την αργία της 14/9 (άρθρο 9 ανωτέρω ΣΣΕ) και επομένως δικαιούται για την εργασία αυτή το ποσό των 669,60 ευρώ [{(4 Χ 3=) 12 + (5 Χ 12=) 60=} 72 Χ 9,30]. Συνολικά για υπερωριακή εργασία κατά τον εν λόγω μήνα ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των 1.320,60 ευρώ (651 + 669,60). Κατά την ανωτέρω σύμβαση εργασίας εδικαιούτο ως αμοιβή το ποσό των 2.488,69 ευρώ (ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, ευρώ 631,74 ως άδεια και ευρώ 103,12 ως τροφοδοσία αδείας) και για τις 29 ημέρες που εργάσθηκε το ποσό των 2.405,73 ευρώ (2.488,69 : 30 = 82,956 Χ 29), πλέον της ανωτέρω εκ ποσού 1.320,60 ευρώ αμοιβής του για την ανωτέρω υπερωριακή του απασχόληση και συνολικά εδικαιούτο το ποσό των 3.726,33 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 2.799,95 ευρώ και ως εκ τούτου δικαιούται το ποσό των 926,38 ευρώ. Έτι περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων επαναπροσλήφθηκε με την αυτή ειδικότητά του από την εναγομένη την 5-1-2015, δυνάμει έγγραφης σύμβασης ορισμένου χρόνου και δη με διάρκεια τεσσάρων μηνών, με συμφωνημένη αμοιβή και δη αντί συμφωνηθέντος μικτού μισθού εκ ποσού 2.799,95 ευρώ, εκ του οποίου ποσό ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 103,12 ως δώρο Πλοιοκτητών, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, ευρώ 139,50 ως υπερωρίες Σαββάτου και αργιών, ευρώ 171,76 ως απλές υπερωρίες και ευρώ 631,74 ως άδεια. Αποδείχθηκε δε, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 5-1-2015 έως 31-1-2015: Εργάσθηκε επί 19 ημέρες καθημερινές πέραν του νομίμου ωραρίου με αποτέλεσμα να δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ποσό 589 ευρώ (19 Χ 4= 76 Χ 7,75), καθώς επίσης επί 4 ώρες κατά τις 3 ημέρες Κυριακής του εν λόγω μήνα, 12 ώρες επί 4 Σάββατα και 12 ώρες κατά την αργία της 6/1 ημέρα Θεοφανείων (άρθρο 9 ανωτέρω ΣΣΕ) και επομένως δικαιούται για την εργασία αυτή το ποσό των 669,60 ευρώ [{(4 Χ 3=) 12 + (5 Χ 12=) 60 =} 72 Χ 9,30]. Συνολικά για υπερωριακή εργασία κατά τον εν λόγω μήνα ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των 1.258,60 ευρώ (589 + 669,60). Με βάση την ανωτέρω συμφωνηθείσα αμοιβή εδικαιούτο μηνιαίως το ποσό των ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 103,12 ως δώρο Πλοιοκτητών, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, και ευρώ 631,74 ως άδεια και συνολικά 2.488,69 ευρώ και για τις 27 ημέρες που εργάσθηκε το ποσό των 2.239,82 ευρώ (2.488,69 : 30 = 82,956 Χ 27), πλέον ποσό 1.258,60 ευρώ για την ανωτέρω υπερωριακή του εργασία, ήτοι συνολικά 3.498,42 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 2.519,96 ευρώ εκ του οποίου ποσό 92,81 ευρώ ως δώρο πλοιοκτητών, και ως εκ τούτου δικαιούται το ποσό των 978,46 ευρώ. Κατά το μήνα Φεβρουάριο 2015, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί 19 ημέρες καθημερινές πέραν του νομίμου ωραρίου με αποτέλεσμα να δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ποσό 589 ευρώ (19 Χ 4= 76 Χ 7,75), καθώς επίσης επί 4 ώρες κατά τις 4 ημέρες Κυριακής του εν λόγω μήνα, 12 ώρες επί 4 Σάββατα και 12 ώρες κατά την αργία της Καθαρής Δευτέρας στις 23-2-2015 (άρθρο 9 ανωτέρω ΣΣΕ) και επομένως δικαιούται για την εργασία αυτή το ποσό των 706,80 ευρώ [{(4 Χ 4=) 16 + (5 Χ 12=) 60=} 76 Χ 9,30]. Συνολικά για υπερωριακή εργασία κατά τον εν λόγω μήνα ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των 1.295,80 ευρώ (589 + 706,80). Με βάση την ανωτέρω συμφωνηθείσα αμοιβή εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 103,12 ως δώρο Πλοιοκτητών, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, και ευρώ 631,74 ως άδεια και συνολικά ευρώ 2.488,69 πλέον ποσό 1.295,80 ευρώ για την ανωτέρω υπερωριακή του εργασία, ήτοι συνολικά το ποσό των 3.784,49 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 2.799,95 ευρώ εκ του οποίου ποσό 103,12 ευρώ ως δώρο πλοιοκτητών, και ως εκ τούτου δικαιούται το ποσό των 984,54 ευρώ. Κατά το μήνα Μάρτιο 2015 αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί 21 ημέρες καθημερινές πέραν του νομίμου ωραρίου με αποτέλεσμα να δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ποσό 651 ευρώ {(21 Χ 4 = 84 Χ 7,75), καθώς επίσης επί 4 ώρες κατά τις 5 ημέρες Κυριακής του εν λόγω μήνα, 12 ώρες επί 4 Σάββατα και 12 ώρες κατά την αργία της 25/3 (άρθρο 9 ανωτέρω ΣΣΕ) και επομένως δικαιούται για την εργασία αυτή το ποσό των 744 ευρώ [{(4 Χ 5=) 20 + (5 Χ 12=) 60=} 80 Χ 9,30]. Συνολικά για υπερωριακή εργασία κατά τον εν λόγω μήνα ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των 1.395 ευρώ (651 + 744). Με βάση την ανωτέρω συμφωνηθείσα αμοιβή εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 103,12 ως δώρο Πλοιοκτητών, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, και ευρώ 631,74 ως άδεια και συνολικά 2.488,69 ευρώ πλέον ποσό 1.395 ευρώ για την ανωτέρω υπερωριακή του εργασία, ήτοι συνολικά το ποσό των 3.883,69 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 2.799,95 ευρώ εκ του οποίου ποσό 103,12 ευρώ ως δώρο πλοιοκτητών, και ως εκ τούτου δικαιούται το ποσό των 1.083,74 ευρώ. Τέλος, κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-2015 έως 16-4-2015, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί 10 ημέρες καθημερινές πέραν του νομίμου ωραρίου με αποτέλεσμα να δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ποσό 310 ευρώ (10 Χ 4= 40 Χ 7,75), καθώς επίσης επί 4 ώρες δύο ημέρες Κυριακής εκ των οποίων η 12/4 ημέρα Πάσχα, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται ως ημέρα αργίας στο άρθρο 9 της ανωτέρω ΣΣΕ, 12 ώρες επί 2 Σάββατα και 12 ώρες κατά τις αργίες 10/4 και 13/4 ημέρες Μεγάλης Παρασκευής και δεύτερης ημέρας του Πάσχα, αντίστοιχα (άρθρο 9 ανωτέρω ΣΣΕ) και επομένως δικαιούται για την εργασία αυτή το ποσό των 520,80 ευρώ [{(2 Χ 4=) 8 + (4 Χ 12=) 48=} 56 επί 9,30]. Συνολικά για υπερωριακή εργασία κατά τον εν λόγω μήνα ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των 830,80 ευρώ (310 + 520,80). Με βάση την ανωτέρω συμφωνηθείσα αμοιβή, εδικαιούτο μηνιαίως το ποσό των ευρώ 1.072,40 ως Βασικό Μισθό, ευρώ 235,93 ως επίδομα Κυριακών 22%, ευρώ 103,12 ως δώρο Πλοιοκτητών, ευρώ 428,96 ως επίδομα δεξαμενόπλοιου, ευρώ 16,54 ως επίδομα ανθυγιεινό, και ευρώ 631,74 ως άδεια και συνολικά 2.488,69 ευρώ και για τις 16 ημέρες που εργάσθηκε το ποσό των 1.327,30 ευρώ (2.488,69 : 30 = 82,956 Χ 16) πλέον ποσό 830,80 ευρώ για την ανωτέρω υπερωριακή του εργασία, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.158,10 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.699,56 ευρώ εκ του οποίου ποσό 55 ευρώ ως δώρο πλοιοκτητών, και ως εκ τούτου δικαιούται το ποσό των 458,54 ευρώ. Συνολικά, πέραν των ανωτέρω καταβληθέντων στα οποία συνυπολογίσθηκαν όλα τα ποσά που κατά τις ανωτέρω αποδείξεις καταβλήθηκαν με αιτία καταβολής τις υπερωρίες, ο ενάγων δικαιούται για τις προαναφερόμενες αιτίες το συνολικό ποσό των 10.162,10 ευρώ (2.062,08 + 291,25 + 1.215,83 + 2.161,28 + 926,38 + 978,46 + 984,54 + 1.083,74 + 458,54). Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, το γεγονός ότι το ως άνω πλοίο τα εν λόγω χρονικά διαστήματα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (Μον Εφ.Πειρ. 582/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το γεγονός, εξάλλου, ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, κατά τους ισχυρισμούς της, δεδομένου ότι αντίγραφο αυτού δεν προσεκομίσθη, και στο οποίο ομοίως κατά τους ισχυρισμούς της δεν ανεγράφησαν οι ανωτέρω υπερωρίες του ενάγοντος, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜΕφ.Πειρ. 582/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον, ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων (περιλαμβάνουσες και τις αποδοχές των υπερωριών) δε συνιστά παραίτηση από τα σχετικά εκ των υπερωριών δικαιώματά του, λαμβανομένης υπόψη της δύσκολης θέσης κάθε εργαζομένου, που φοβάται την απόλυσή του και μάλιστα σε περίοδο υψηλού δείκτη ανεργίας και της ανάγκης του για εργασία. Σε κάθε, δε, περίπτωση, και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των καταστάσεων μισθοδοσίας (περιλαμβάνουσες και τις αποδοχές των υπερωριών) ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του (άφεση χρέους) η παραίτηση αυτή είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας έστω και αν αυτή (η παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη (ΜΕφΠειρ 582/2014, ΕφΠειρ 660/2010, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 1/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στις καταρτισθείσες έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας μεταξύ των διαδίκων, οι οποίες σημειωτέον φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος, περιελήφθη ο υπό στοιχ. 17 ειδικός όρος με το εξής περιεχόμενο «Η εταιρεία επιφυλάσσει στον εαυτό της κατά την ανέλεγκτη κρίση της να χορηγεί στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια παροχής των υπηρεσιών αυτού και πρόσθετο χρηματικό ποσό ως επιμίσθιο (Δώρο πλοιοκτήτου/bonus) σε αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Το ποσό αυτό δεν αποτελεί μέρος του μισθού του ναυτικού, αλλά δωρεάν παροχή της εταιρείας προς αυτόν και κατά την έννοια αυτή είναι ελευθέρως ανακλητή οποτεδήποτε, η δε εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα με μονομερή δήλωσή της προς τον ναυτικό να καταλογίζει την παροχή αυτή προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση ή να συμψηφίζει το ποσό αυτό με μεταγενέστερες αυξήσεις του τελευταίου από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών». Από το περιεχόμενο του όρου αυτού, ερμηνευομένου όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζεται το καταβαλλόμενο στον εργαζόμενο ως επιμίσθιο (Δώρο πλοιοκτήτου/bonus) ποσό, με τις αξιώσεις του ενάγοντα από την υπό κρίση σύμβαση ναυτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των αξιώσεών του από πρόσθετη αμοιβή λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, ενόψει του ότι η ειδικότερη συμφωνία για συμψηφισμό αφορά οποιαδήποτε αξίωση του ναυτικού που απορρέει από την εν λόγω σύμβαση. Από τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας προκύπτει ότι καταβλήθηκε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 354,05 ευρώ (92,81 + 103,12 + 103,12 + 55) ως δώρο πλοιοκτητών. Εκ του ανωτέρω επομένως ποσού των 10.162,10 ευρώ, θα πρέπει, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης συμψηφισμού που προέβαλε η εναγομένη, να αφαιρεθεί ποσό 354,05 ευρώ, κι επομένως ο ενάγων διατηρεί απαίτηση κατά της εναγομένης ποσού 9.808,05 ευρώ (10.162,10 – 354,05). Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι όπως προκύπτει από τις σχετικές αποδείξεις καταβολής μισθοδοσίας, προ του μηνός Ιανουαρίου 2015, δεν καταβάλλετο στον ενάγοντα από την εναγομένη αντίστοιχο Δώρο Πλοιοκτήτη, ενώ προκύπτει ότι καταβλήθηκε στον ενάγοντα σε μηνιαία βάση, έως και τον Σεπτέμβριο του έτους 2014 το ποσό των 103,12 ευρώ ως τροφοδοσία αδείας. Ωστόσο, από το περιεχόμενο του ανωτέρω αναφερομένου όρου, ερμηνευόμενου κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δεν προέκυψε ότι συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού του ποσού που καταβλήθηκε ως τροφοδοσία αδείας με την οφειλόμενη στον ενάγοντα αμοιβή από υπερωριακή εργασία, διότι δεν προκύπτει ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό θα καταλογίζεται σε τυχόν αξιώσεις του ναυτικού που θα προκύψουν στο μέλλον, δεδομένου ότι το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελεί μέρος του συμφωνηθέντος μισθού και όχι δωρεάν παροχή της εναγομένης, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες εκ της συμβάσεως (ΕφΠειρ 640/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένης της σχετικής ένστασης συμψηφισμού που προέβαλε η εναγομένη. Η ένσταση αυτή δε τυγχάνει απορριπτέα και όσον αφορά στο ποσό των 1.399,98 ευρώ που κατεβλήθη στον ενάγοντα από την εναγομένη ως αποζημίωση απολύσεως, αν και κατά την εναγομένη η σύμβαση έληξε πρόωρα με την αμοιβαία συναίνεση του ενάγοντα, δίχως προς τούτο να υποχρεούται η εναγομένη να καταβάλει αποζημίωση, διότι η εναγομένη, καταβάλλοντας το ποσό αυτό γνώριζε ότι δεν το όφειλε με αποτέλεσμα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 905 ΑΚ, να μην έχει απαίτηση κατά του ενάγοντα περί απόδοσης. Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έχει προβεί στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να υλοποιηθεί η διαταχθείσα με την υπ’ αριθμ. 1875/2015 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (εκδοθείσα κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων), συντηρητική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου, ούτε ότι έχει προσλάβει φύλακα για να φυλάσσει τούτο, αφού δεν προσκομίζει κάποιο σχετικό έγγραφο που να αποδεικνύει ποιος είναι ο φύλακας, πόσες ώρες την ημέρα και πόσες ημέρες μηνιαίως φυλάει το πλοίο και ποια είναι η αμοιβή του για την εργασία αυτή, ενώ ούτε οι μάρτυρές του …[S41] και Σ. Μ.[S42] ανέφεραν κάτι σχετικό. Δεδομένου δε ότι στο άρθρο 1 του Π.Δ. 280/2000 περί πρόσληψης φυλάκων στα κατασχεμένα πλοία προβλέπεται ότι «1. Κάθε επισπεύδων δανειστής αμέσως μετά την επιβολή του μέτρου της απαγόρευσης απόπλου πλοίου συνεπεία κατάσχεσης (αναγκαστικής ή συντηρητικής) ή προσωρινής διαταγής του Δικαστηρίου προσλαμβάνει και εγκαθιστά επί του πλοίου τουλάχιστον ένα (1) φύλακα και σε περίπτωση παρατεταμένης παραμονής ή συνδρομής ειδικών συνθηκών σχετικών με τη φύλαξη, προσηκόντως εκτιμωμένων από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, μέχρι και τρεις (3). Η φύλαξη είναι υποχρεωτική καθ’ όλο το 24ωρο. Εάν ο επισπεύδων δανειστής είναι εν ενεργεία ναυτικός, υπήκοος Κράτους – Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών πλην Ελβετίας, και η κωλυσιπλοΐα έχει επιβληθεί εξαιτίας μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών σε αυτόν, δύναται ο ίδιος ο ναυτικός να αναλάβει την φύλαξη του πλοίου ανεξαρτήτως των τυπικών προσόντων αυτού. 2. Εάν για το ίδιο πλοίο έχουν επιβληθεί από περισσότερους του ενός μέτρα απαγόρευσης από τα αναφερόμενα στην παράγρ. 1 του παρόντος άρθρου, η Λιμενική Αρχή εξετάζει το ενδεχόμενο έγκρισης διορισμού φύλακα ή φυλάκων από κοινού εκ μέρους όλων των επισπευδόντων εφόσον υποβληθεί στη Λιμενική Αρχή εγγράφως σχετικό, αίτημα αυτών», δεν αποκλείεται ο ίδιος ο ενάγων να έχει αναλάβει τη φύλαξη του πλοίου, αφού άλλωστε δεν προκύπτει ότι έχει ναυτολογηθεί εκ νέου μετά τις 16-04-2015 που απολύθηκε από αυτό (βλ. αντίγραφο ναυτικού του φυλλαδίου). Επίσης αποδείχθηκε ότι δυνάμει των υπ’ αριθμ. 1876/2015, 519/2016 και 936/2016 αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου εκδοθεισών κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έχουν επιβληθεί στο πλοίο «…[S43] » συντηρητικές κατασχέσεις, εκτός από τον ενάγοντα και από τους ναυτικούς …[S44] . Επομένως σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 1 Π.Δ. 280/2000 ενδεχομένως να έχει διοριστεί φύλακας εκ μέρους όλων των ανωτέρω ναυτικών ή να το φυλάσσουν οι ίδιοι. Συνεπώς, το σχετικό κονδύλιο θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Περαιτέρω, αναφορικά με το αίτημα της εναγομένης περί επιβολής στον ενάγοντα χρηματικής ποινής, λόγω παράβασης από μέρους του, του καθήκοντος αληθείας, κατ’ αρθρ. 205 ΚΠολΔ, λεκτέα είναι τα εξής: Το άρθρο 205 ΚΠολΔ ορίζει, ότι το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από 500 έως 1.500 ευρώ, που περιέρχεται στο ταμείο νομικών, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε, ότι αν και το γνώριζαν 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστεως ή το καθήκον αληθείας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διατάξεως, νοείται το μέσο προστασίας που ασκήθηκε ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ο ισχυρισμός που προτάθηκε ήταν αναληθής. Η απόρριψη της αιτήσεως παροχής προστασίας ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβάσιμης δεν υποδηλώνει και παράβαση της διατάξεως αυτής. Πρέπει η αίτηση να μην έχει κανένα νομικό έρεισμα, τα θεμελιωτικά αυτής περιστατικά να είναι αναληθή και τα άνω πρόσωπα να τελούν εν γνώσει της αναλήθειας. Ειδικότερα, κύρια προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης του άρθρου 205 ΚΠολΔ, αποτελεί το στοιχείο της υπαιτιότητας με την μορφή άμεσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή βαριά αμέλεια (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, υπό αρθρ. 205, αριθμ. 5, 7, ΑΠ 1405/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 222/2005, ΕλΔνη 2005, σ.912). Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, μόνη η απόρριψη του αιτήματος του ενάγοντα περί επιδίκασης αμοιβής για παροχή υπερωριακής εργασίας για το χρονικό διάστημα από 27-08-2011 έως 31-12-2013 λόγω παραγραφής, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βασίμου από ουσιαστική άποψη του κονδυλίου περί καταβολής αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, δεν αρκεί για την κατάφαση συνδρομής των ανωτέρω προϋποθέσεων εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, ήτοι (α) του προφανώς αβασίμου της ασκούμενης αγωγής, υπό την έννοια της αναλήθειας του συνόλου των πραγματικών περιστατικών που τη στηρίζουν και (β) του απαιτούμενου άμεσου δόλου στο πρόσωπο του ενάγοντος, έτσι ώστε να δικαιολογείται επιβολή χρηματικής ποινής σε βάρος του. Συνακόλουθα, το σχετικά υποβληθέν αίτημα από μέρους της εναγομένης τυγχάνει απορριπτέο ως αβάσιμο από ουσιαστική άποψη. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 9.808,05 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της δήλης ημέρας κατά την οποία καθένα από τα επιμέρους κονδύλια ήταν καταβλητέο (ΟλΑΠ 39-40/2002), ήτοι από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο ο ενάγων παρείχε την εργασία του (άρθρα 341 παρ. 1 και 655 ΑΚ), μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ως προς το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, γιατί η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, οι απαιτήσεις του οποίου απορρέουν από παροχή εξαρτημένης εργασίας (907 και 908 παρ.1 ε΄ ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της μερικής ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων οκτακοσίων οκτώ ευρώ και πέντε λεπτών (9.808,05 €), εντόκως νομίμως κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
-ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ