Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

Αριθμός απόφασης

1413/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από τoν Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Δεκεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων: 1) εταιρείας με την επωνυμία «…[M1] », που εδρεύει στη Μ. Λ.[M2]  και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) εταιρείας με την επωνυμία «…[M3] », που εδρεύει στην Κ.[M4] , είναι εγκατεστημένη στον ….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Ε. Σ.[M5]  του Κ.[M6] , κατοίκου ……. , άπαντες οι οποίοι παραστάθηκαν διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Δημητρίου Χλούπη.

Των εφεσίβλητων: 1) Γ. Τ.[M7]  του Γ.[M8] , κατοίκου Α. Π. Α.[M9]  και 2) Π. Β.[M10]  του Ν.[M11] , κατοίκου Μ.[M12]  ……. αμφότεροι οι οποίοι παραστάθηκαν διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Αργύρη Δήμοβιτς.

Οι εφεσίβλητοι ζήτησαν να γίνει δεκτή η απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς από 4-4-2014 και με αριθμό κατάθεσης …[M13]  αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 15/2016 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες άσκησαν την από 16-5-2016 έφεσή τους (αριθμός κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 48/16-5-2016 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού 3801/29-9-2016), η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η υπό κρίσιν από 16-5-2016 (αριθ. καταθ. 48/16-5-2016 και 3801/29-9-2016) έφεση των εκκαλούντων – εναγομένων κατά των εφεσίβλητων – εναγόντων και κατά της υπ’ αριθ. 15/2016 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμολίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, νομοτύπως και εμπροθέσμως έχει ασκηθεί, καθώς από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν έχει δε παρέλθει διετία από την έκδοσή της, οπότε εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ (η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 22-2-2016 και η υπό κρίσιν έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 16-5-2016), αρμοδίως δε φέρεται στο παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Εν όψει τούτων, η υπό κρίσιν έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), που ανάγονται σε μη ορθή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Με την από 4-4-2014 και με αριθμό κατάθεσης …[M14]  αγωγή τους, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι ισχυρίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου – που κατέστησαν σιωπηρά, μετά την πάροδο της χρονικής διάρκειάς τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, αορίστου (χρόνου) –  τις οποίες συνήψαν, στον Πειραιά, την 2-2-2013 και την 16-6-2013 αντίστοιχα, με την δεύτερη των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο τρίτος των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων και η οποία τυγχάνει αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Φ/Γ πλοίου «…[M15] , ναυτολογήθηκαν σε αυτό (πλοίο) στις 2-2-2013 και 18-6-2013 αντίστοιχα, στο λιμάνι του Πειραιά και στο λιμάνι του Σίδνεϋ της Αυστραλίας αντίστοιχα, υπό την ειδικότητα του Υποπλοιάρχου και του Μηχανικού Β΄ αντίστοιχα, έναντι του αναφερόμενου στο δικόγραφο της αγωγής κλειστού μισθού και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Ποντοπόρων Πλοίων από 4500 DWT και άνω. Ότι στο ανωτέρω πλοίο εργάσθηκαν από τις ως άνω ημερομηνίες ναυτολογήσεώς τους έως και την 23-10-2013, οπότε και απολύθηκαν στο λιμάνι Αλάγκ της Ινδίας λόγω πωλήσεως του ως άνω πλοίου και άνευ υπαιτιότητός τους, χωρίς ωστόσο να τους καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απολύσεώς τους, ίση με τις πλήρεις, πάσης φύσεως αποδοχές τους 45 ημερών, του ποσού αυτού προσαυξημένου με το αντίστοιχο αντίτιμο τροφής, την οποία (αποζημίωση) οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους (των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων) αρνούνται να καταβάλουν. Με βάση αυτό το ιστορικό, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι ζήτησαν, με βάση την εκ των ως άνω συμβάσεων ναυτολογήσεως ευθύνη των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, της δεύτερης εξ αυτών ως αντιπροσώπου της πρώτης εξ αυτών, της τελευταίας ως πλοιοκτήτριας και του τρίτου εξ αυτών ως νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εξ αυτών, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν : α) στον πρώτο εξ αυτών (εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων) το ποσό των 12.536,55 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της απολύσεώς του, άλλως από την επίδοση της εξωδίκου οχλήσεώς του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και β) στον δεύτερο εξ αυτών (εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων) το ποσό των 12.016,55 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της απολύσεώς του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, περαιτέρω δε, ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 15/2016 οριστική απόφασή του, έκανε δεκτή την ως άνω αγωγή στο σύνολό της, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Ήδη με την υπό κρίσιν έφεσή τους, οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται και ειδικότερα από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων, που δόθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση, υπ’ αριθ. 15/2016 πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεώς του, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται και τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας επτά (7) μηνών, που συνήφθη την 2-2-2013, στον Πειραιά, μεταξύ του πρώτου των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων και της δεύτερης των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο τρίτος των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, ενεργούσας ως νόμιμη αντιπρόσωπος της πρώτης των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …[M16]  Φ/Γ πλοίου «…[M17] , κ.ο.χ. …[M18]  κ.κ.χ. …[M19] , ο πρώτος των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων ναυτολογήθηκε αυθημερόν σε αυτό, στον Πειραιά, ως Υποπλοίαρχος, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου κλειστού μισθού ανερχόμενου στο συνολικό ποσό των 7.947 ευρώ, έτσι όπως το ποσό αυτό προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 2-2-2013 σύμβαση ναυτικής εργασίας σε συνδυασμό με τους ομοίως επικαλούμενους και προσκομιζόμενους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του, δεν αμφισβητείται δε από τους εναγομένους και ήδη εκκαλούντες. Περαιτέρω, δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας δύο (2) μηνών, ως δοκιμαστικής περιόδου, δυναμένης να επιμηκυνθεί μέχρι επτά (7) μήνες, που συνήφθη την 16-6-2013, στον Πειραιά, μεταξύ του δεύτερου των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων και της δεύτερης των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο τρίτος των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, ενεργούσας ως νόμιμη αντιπρόσωπος της πρώτης των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, πλοιοκτήτριας του ιδίου ως άνω υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …[M20]  Φ/Γ πλοίου «…[M21] , κ.ο.χ. …[M22]  κ.κ.χ. …[M23] , ο δεύτερος των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων ναυτολογήθηκε την 18-6-2013 σε αυτό, στο Σίδνεϋ Αυστραλίας, ως Μηχανικός Β΄, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου κλειστού μισθού ανερχόμενου στο συνολικό ποσό των 7.600 ευρώ, έτσι όπως το ποσό αυτό προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 16-6-2013 σύμβαση ναυτικής εργασίας του σε συνδυασμό με τους ομοίως επικαλούμενους και προσκομιζόμενους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του, δεν αμφισβητείται δε από τους εναγομένους και ήδη εκκαλούντες. Σε εκτέλεση των ως άνω συμβάσεων, αμφότεροι οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι υπηρέτησαν στο ως άνω πλοίο μέχρι την 23-10-2013, οπότε και απολύθηκαν, στο λιμάνι Αλάνγκ της Ινδίας λόγω πώλησης του πλοίου, όπως αυτό προκύπτει τόσο από τις σχετικές επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους ιδίους, από 7-11-2013 και από 1-11-2013 αντίστοιχα, βεβαιώσεις της δεύτερης των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων όσο και από τις σχετικές σημειώσεις των υπαλλήλων της αρμόδιας λιμενικής αρχής στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους ιδίους ναυτικά φυλλάδιά τους, τα οποία έχουν την αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου ως προς τα γεγονότα που βεβαιώνει η δημόσια αρχή και έλαβαν χώρα ενώπιόν της, όπως είναι οι δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών σχετικά με την κατάρτιση και τη λύση της σύμβασης ναυτολόγησης (Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, έκδ. 1994, σελ. 433). Εκ της ως άνω αιτιολογίας της απολύσεως, συνάγεται ότι, σε αμφότερες τις προκείμενες περιπτώσεις, έλαβε χώρα μονομερής κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ καταγγελία των ως άνω καταρτισθεισών συμβάσεων ναυτικής εργασίας των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε υπαιτιότητα ή συναίνεση στο πρόσωπο των τελευταίων. Γι’ αυτό το λόγο, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, καθόσον η ως άνω λύση των συμβάσεών τους έλαβε χώρα στην αλλοδαπή και δη σε λιμάνι της Ινδίας, δικαιούνται κατά νόμον και δη κατά το άρθρο 75 ΚΙΝΔ, σύμφωνα με το οποίο «Εις την περίπτωσιν καταγγελίας της συμβάσεως κατά το άρθρον 72 ο ναυτικός δικαιούται εις αποζημίωσιν, εκτός εάν η καταγγελία δικαιολογήται εκ παραπτώματος αυτού» και κατά το άρθρο 76 ΚΙΝΔ, σύμφωνα με το οποίο «Η κατά τας διατάξεις του προηγουμένου άρθρου αποζημίωσις συνίσταται εις ποσόν ίσον προς τον μισθόν δέκα πέντε ημερών. Εάν η λύσις της συμβάσεως ναυτολογήσεως εγένετο εν τη αλλοδαπή, η αποζημίωσις διπλασιάζεται μεν προκειμένου περί λιμένος της Μεσογείου, του Ευξείνου Πόντου, της Ερυθράς Θαλάσσης ή της Ευρώπης, τριπλασιάζεται δε προκειμένου περί οιουδήποτε άλλου λιμένος.», αποζημίωση απολύσεως ισόποση με το μισθό 45 ημερών, δεδομένου δε ότι προς υπολογισμό της αποζημίωσης αυτής, λαμβάνονται υπ’ όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα, συμπεριλαμβανομένου και του αντίτιμου τροφής (ΕφΠειρ 172/2008 ΕΝΔ 36-100, ΕφΠειρ 928/2007 ΔΣΣ 14-1165, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 32.114, ΕφΠειρ 308/1999 ΕΝΔ 27.287, ΕφΠειρ 1166/1997 ΕΝΔ 25.464, Δημ. Καμβύση: Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994), δικαιούνται, εν προκειμένω, ο πρώτος εξ αυτών το ποσό των 12.536,55 ευρώ {[μηνιαίος μισθός 7.947 ευρώ + 410,70 ευρώ (30 Χ 13,69 ευρώ ημερήσιο αντίτιμο τροφής, έτσι όπως αυτό προβλέπεται στην υπ’ αριθ. ΥΑ 3525.1.2/01/2011 περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω] X 45 / 30} και ο δεύτερος εξ αυτών το ποσό των 12.016,50 ευρώ {[μηνιαίος μισθός 7.600 ευρώ + 410,70 ευρώ (30 Χ 13,69 ευρώ ημερήσιο αντίτιμο τροφής, έτσι όπως αυτό προβλέπεται στην υπ’ αριθ. ΥΑ 3525.1.2/01/2011 περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω] X 45 / 30}. Αντίθετα, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων ότι ο μεν πρώτος των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων απολύθηκε λόγω της λήξεως της επτάμηνης διάρκειας της συμβάσεως ναυτολογήσεώς του, ο δε δεύτερος εξ αυτών απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει πριν τη λήξη της δίμηνης διάρκειας της συμβάσεως ναυτολογήσεώς του και ότι, συνεπώς, δεν θα έπρεπε να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 72, 75 και 76 ΚΙΝΔ περί αποζημίωσης απολύσεως αλλά στην περίπτωση του πρώτου εξ αυτών μεν, να μην του επιδικαστεί ουδέν ποσό, στην περίπτωση του δεύτερου δε, ομοίως να μην του επιδικαστεί ουδέν ποσό, άλλως να του επιδικαστεί η συμφωνηθείσα ως ανώτατη προβλεπόμενη, βάσει της ως άνω συμβάσεως ναυτικής εργασίας του, για την περίπτωση νόμιμης απολύσεώς του, αποζημίωση των 3.000 δολ. ΗΠΑ. Κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τη συναγωγή των ανωτέρω συμπερασμάτων αποτελούν τόσο τα ανωτέρω αναφερθέντα ως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητους έγγραφα ήτοι οι από 7-11-2013 και από 1-11-2013 αντίστοιχα, βεβαιώσεις της δεύτερης των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων και τα έχοντα αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου ως προς τα γεγονότα που βεβαιώνει η δημόσια αρχή και έλαβαν χώρα ενώπιόν της, όπως είναι οι δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών σχετικά με την κατάρτιση και τη λύση της σύμβασης ναυτολόγησης (Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, έκδ. 1994, σελ. 433), ναυτικά φυλλάδια των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, άπαντα τα οποία αναφέρονται αποκλειστικά στην πώληση του πλοίου ως λόγο απόλυσής τους όσο και η ένορκη επ’ ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατάθεση της μάρτυρος των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, σύμφωνα με την οποία, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της λήξεως της συμφωνηθείσης αρχικής διάρκειας των συμβάσεων των τελευταίων και της ημερομηνίας απολύσεώς τους στο λιμάνι Αλάνγκ της Ινδίας, το ως άνω πλοίο στο οποίο υπηρετούσαν, προσέγγισε και σε άλλα λιμάνια, έτσι ώστε να υφίσταται η δυνατότητα απολύσεώς τους για τους λόγους που επικαλούνται οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, οι οποίοι περί τούτου, ουδέν αντίθετο αποδεικνύουν, σε κάθε περίπτωση δε, δεδομένου ότι οι διατάξεις περί αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας της συμβάσεως είναι δημοσίας τάξεως, διότι αποσκοπούν την προστασία του ναυτικού και αποτελούν ειδικό μέσο κοινωνικής προστασίας και δημοσίου συμφέροντος, που αποβλέπει στην εξασφάλιση και συντήρηση του ναυτικού για κάποιο χρονικό διάστημα και τον διευκολύνει στην ανεύρεση εργασίας, αποτελεί δε αντιστάθμισμα της εξουσίας του πλοιάρχου να τον απολύει, οποτεδήποτε, οπουδήποτε και χωρίς λόγο και συνεπώς η παραίτηση από την αξίωση αυτή ή συμβιβασμός εις βάρος του, θεωρείται άκυρη (βλ. ΕφΠειρ 482/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 75 σελ. 383 επ.), ο επικαλούμενος από τους εναγομένους και ήδη εκκαλούντες ως εφαρμοζόμενος, βάσει της συμβάσεως ναυτικής εργασίας του δεύτερου των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, όρος περί ανώτατης, για την περίπτωση νόμιμης απολύσεώς του, αποζημίωσης, ποσού 3.000 δολ. ΗΠΑ., εφόσον το ποσό αυτό τυγχάνει καταφανώς κατώτερο της ως άνω υπολογισθείσας σε 12.016,50 ευρώ νόμιμης αποζημίωσής του, .συνιστά άκυρη παραίτηση από την αξίωση του αυτή και δεν δύναται να τύχει εφαρμογής. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχόμενο ότι οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι απολύθηκαν λόγω πώλησης του πλοίου, της ως άνω απολύσεως συνιστώσας μονομερούς, από την πλευρά του Πλοιάρχου, κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ, καταγγελίας των συμβάσεων ναυτικής εργασίας τους χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε υπαιτιότητα ή συναίνεση στο πρόσωπό τους και εγκαθιδρύουσας δικαιώματος αποζημιώσεώς τους κατά τα άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ και απορρίπτοντας τον ισχυρισμό των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων ότι ο μεν πρώτος των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων απολύθηκε λόγω της λήξεως της επτάμηνης διάρκειας της συμβάσεως ναυτολογήσεώς του, ο δε δεύτερος εξ αυτών απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει πριν τη λήξη της δίμηνης διάρκειας της συμβάσεως ναυτολογήσεώς του, ορθώς εφήρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και, ως εκ τούτου, ο σχετικός δεύτερος εκ των λόγων της υπό κρίσιν εφέσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Εξάλλου, όσον αφορά στον πρώτο εκ των λόγων της υπό κρίσιν εφέσεως, σύμφωνα με τον οποίο η εκκαλουμένη μη ορθώς εφήρμοσε το νόμο και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις δεχόμενη ότι σε αμφότερες τις προκείμενες περιπτώσεις, οι αποδοχές και οι όροι εργασίας των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων διέπονταν από την οικεία Συλλογική Σύµβαση Εργασίας Πληρωµάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω και δη την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω του 2011 (ΥΑ 3525.1.2/01/2011, ΦΕΚ Β΄ 123/2011), που ίσχυσε από 1-1-2010 μέχρι 31-12-2010, ενώ θα έπρεπε να δεχθεί ότι ως εκ της λήξεως ισχύος της ως άνω ΣΣΕ, ως εκ της μη υπογραφής νεώτερης και ως εκ του χρόνου κατάρτισης των επίδικων συμβάσεων ναυτικής εργασίας (2013) καμία ΣΣΕ δεν θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής, θα πρέπει μεν να σημειωθεί ότι ο λόγος αυτός αφορά μόνο στο συνυπολογισμό στην κατά το άρθρο 76 ΚΙΝΔ αποζημίωση, του προβλεπόμενου από την ως άνω ΣΣΕ αντίτιμου τροφής, δεδομένου ότι προς υπολογισμό της ως άνω αποζημίωσης, λαμβάνεται υπ’ όψιν ο καταβαλλόμενος σε έκαστο των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων συμβατικός μισθός, το ύψος του οποίου δεν αμφισβητείται από τους εναγομένους και ήδη εκκαλούντες, περαιτέρω δε, θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Και αυτό διότι με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που καθιερώνει στο ενοχικό και, κατ’ ακολουθίαν, στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βούλησης, την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, σύμφωνα με την οποία οι συμβαλλόμενοι έχουν απεριόριστη δυνατότητα για κατάρτιση οποιασδήποτε  δικαιοπραξίας, με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο ή να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (Βλ. ΟλΑΠ 1/2007, ΑΠ 431/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ), είναι έγκυρη, σε ατομικό επίπεδο, η μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, με βάση την οποία ο δεύτερος θα λαμβάνει για την εργασία που παρέχει στον πρώτο την αμοιβή που προβλέπεται από ισχύουσα ή μέλλουσα να ισχύσει Σ.Σ.Ε. που καταρτίζεται μεταξύ τρίτων, έστω και αν τα μέρη της ατομικής σύμβασης δεν είναι μέλη των οργανώσεων που καταρτίζουν τη συλλογική έτσι ώστε οι συλλογικές ρυθμίσεις προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση, να αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική δύναμη (Βλ. ΑΠ 692/2014 δημ. NOMOΣ), στην προκειμένη περίπτωση δε, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων διά των ως άνω καταρτισθεισών το έτος 2013 συμβάσεων ναυτικής εργασίας, ότι οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι θα ελάμβαναν για την απασχόλησή τους το μισθό και τα επιδόματα που προβλέπονταν από την τελευταία ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω ήτοι αυτή του 2011 (ΥΑ 3525.1.2/01/2011, ΦΕΚ Β΄ 123/2011), οι συλλογικές ρυθμίσεις της οποίας κατέστησαν και όροι των ατομικών συβάσεών τους και απέκτησαν έτσι συμβατική δύναμη δεσμεύουσα τους συμβαλλομένους διαδίκους. Κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τη συναγωγή του ανωτέρω συμπεράσματος αποτελούν τόσο τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητους ναυτικά φυλλάδιά τους όπου στο πεδίο μισθός αναφέρεται «ΣΣ» όσο – και κυρίως – το γεγονός ότι οι μηνιαίες αποδοχές των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων υπολογίζονταν πάντοτε σύμφωνα με τα ποσά που καθορίζονταν για την ειδικότητά τους από την όμοια ως προς το ύψος και τον καθορισμό των μηνιαίων αποδοχών και των επιδομάτων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω του έτους 2011, έτσι όπως αυτό προκύπτει από τους επικαλούμενους και προσκομιζόμενους από τους ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητους μισθοδοτικούς λογαριασμούς τους και δη την αντιπαραβολή των αναγραφομένων σε αυτούς επιμέρους ποσών και της αιτιολογίας τους με τις αντίστοιχες διατάξεις της ως άνω Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχόμενο ότι στην προκειμένη περίπτωση, τυγχάνει εφαρμογής η τελευταία ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω ήτοι αυτή του 2011 (ΥΑ 3525.1.2/01/2011, ΦΕΚ Β΄ 123/2011), ορθώς εφήρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και, ως εκ τούτου, ο σχετικός πρώτος εκ των λόγων της υπό κρίσιν εφέσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίσιν έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, οι δε εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ), πρέπει να καταδικασθούν στην πληρωμή του συνόλου των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχήν σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) αιτήματος των τελευταίων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

Εξάλλου, δεδομένου ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ, «αν το δικαστήριο δεχτεί την ανακοπή ή την έφεση οριστικά και κατ’ ουσίαν και απορρίψει, ολικά ή εν μέρει, την αγωγή, την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάσσει, αν ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με το δικόγραφο της ανακοπής ή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων είτε με τις προτάσεις είτε με χωριστό δικόγραφο που κοινοποιείται στον αντίδικο. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται», από τη διάταξη αυτή δε, σαφώς προκύπτει ότι για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, απαιτείται η οριστική και κατ’ ουσίαν παραδοχή της έφεσης και η εν όλω ή εν μέρει απόρριψη της αγωγής καθώς ο γενεσιουργός λόγος της απαιτήσεως του αιτούντος είναι η εξαφάνιση της απόφασης που εκτελέστηκε (βλ. ΟλΑΠ 5/2001 ΕλλΔνη 42.379), στην προκειμένη περίπτωση, μετά την ως άνω απόρριψη της υπό κρίσιν εφέσεως, το αίτημα των εκκαλούντων για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση (άρθρο 914 ΚΠολΔ), είναι απορριπτέο ως άνευ αντικειμένου.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Επιβάλλει εις βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων εξήντα ευρώ (360€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ