Μενού Κλείσιμο

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης

1415/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Δεκεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας: Εταιρείας με την επωνυμία «…[M1]  που εδρεύει στο Π.[M2]  …….. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Ν. Κ.[M3] , οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου, Δικαίου Χασανάκου.

Της εναγομένης: εταιρείας με την επωνυμία «…[M4]  νομίμως εκποσωπουμένης, που εδρεύει στην Κύπρο και εκπροσωπείται νόμιμα και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από τη νόμιμη αντιπρόσωπό της, αντίκλητο και πρακτορεύουσα αυτήν εταιρεία με την επωνυμία «…[M5] », νομίμως εκπροσωπούμενη, που εδρεύει στα …… Μ.[M6]  και έχει νόμιμα εγκαταστήσει γραφείο στην Ε.,[M7]  η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Παναγιώτη Πατουλιώτη.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-2-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M8] , προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 24-11-2015 και, κατόπιν αναβολής, κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την υπό κρίσιν αγωγή της, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα ελληνική εταιρεία, η οποία έχει ως συνήθη δραστηριότητα και επιχειρησιακό αντικείμενο εργασιών τις γενικές επισκευές πλοίων και τον εξοπλισμό τους (αγορά και τοποθέτηση) με όλα τα απαραίτητα ανταλλακτικά και μηχανήματα, εκθέτει ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως και έργου που κατήρτισε κατά το χρονικό διάστημα από τις 25-9-2012 έως τις 15-4-2013, στον Πειραιά, με την αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…[M9] », ενεργούσα υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας του υπό σημαία Κύπρου πλοίου …[M10]  πλοιοκτησίας της εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, πώλησε και παρέδωσε στο ως άνω πλοίο τα αναλυτικά κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή περιγραφόμενα στο δικόγραφο της αγωγής εμπορεύματα και εκτέλεσε σε αυτό (πλοίο) τις ομοίως αναλυτικά περιγραφόμενες στο δικόγραφο της αγωγής κατ’ είδος και τιμή εργασίες, εκδοθέντων των αναφερομένων στο δικόγραφο της αγωγής τιμολογίων πωλήσεως και παροχής υπηρεσιών, συνολικού ποσού 114.092 ευρώ, έναντι του οποίου της έχει καταβληθεί μέσω των αναφερομένων στο δικόγραφο της αγωγής κατά ημερομηνία και ποσό τμηματικών καταβολών, το συνολικό ποσό των 75.000 ευρώ, παρά τις αλλεπάλληλες οχλήσεις της προς την εναγομένη δε, η τελευταία, αρνείται να της εξοφλήσει το υπόλοιπο του οφειλομένου εκ των ως άνω τιμολογίων ποσό. Με βάση αυτό το ιστορικό και επικουρικώς με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 39.092 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη  στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αυτό το αίτημα, η υπό κρίσιν αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το  υπ’ αριθ. 13985385/2016 διπλότυπο είσπραξης Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά), παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. β΄ και ι΄ Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, άρθρα 4 παρ. 1, 24, 60 παρ. 1 Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000, L 12/16.1.2001, «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», η οποία αντικατέστησε τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών, κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1844/1988). Περαιτέρω, ενόψει του ότι στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται προς επίλυση και διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Η. Κρίσπη ΙΔΔ Γεν. Μέρος παρ. 2, ΠΠΠειρ 1569/1992 ΕΝΔ 21.84, ΠΠΠειρ 1087/1984 ΕΝΔ 15.310), τίθεται θέμα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, που διέπει την ως άνω ένδικη διαφορά. Εν προκειμένω : α) όσον αφορά στις ιστορούμενες συμβάσεις πωλήσεως και έργου και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη της εναγομένης, τις συνέπειες της μη εκπλήρωσής τους, ολικής ή μερικής, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού της αποζημίωσης, τους διάφορους τρόπους απόσβεσής τους και τους τρόπους εκπλήρωσής τους και τα μέτρα που πρέπει να λάβει ο δανειστής σε περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσής τους, εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου τέτοιου από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί ή ανανεωθεί από τις 17-12-2009 και εντεύθεν, όπως εν προκειμένω – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο τυγχάνει, σύμφωνα με το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ. 1 περ. α΄ και β΄ του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας, η σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του και η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πάροχος υπηρεσίας έχει τη συνήθη διαμονή του καθώς και σύμφωνα με τα τεκμήρια του άρθρου 12 του ως άνω Κανονισμού, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως εκ της έδρας της ενάγουσας εταιρείας και ως εκ της χώρας εκπλήρωσης των συμβάσεων, β) όσον αφορά στο ζήτημα της δεσμεύσεως της εναγομένης και της εκτάσεως των υποχρεώσεών της έναντι της ενάγουσας από τις ένδικες δικαιοπραξίες που επιχείρησε η εταιρεία με την επωνυμία «…[M11] », η οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ενήργησε ως αντιπρόσωπος της εναγομένης στην κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων, δεδομένου ότι το ζήτημα αν ο αντιπρόσωπος δεσμεύει έναντι των τρίτων τον αντιπροσωπευόμενο αποκλείεται ρητά από το πεδίο εφαρμογής τόσο του ανωτέρω Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄) όσο και της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-6-1980 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. στ΄) και, ως εκ τούτου, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, σύμφωνα με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του οποίου, τα θέματα της δεσμεύσεως του αντιπροσωπευόμενου και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος, ως αντιπρόσωπος αυτού, ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1187/2000 ΕλλΔνη 2001.1317,1350), εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας στην οποία επιχείρησε η ως άνω εταιρεία τις εν λόγω δικαιοπραξίες για τις οποίες της δόθηκε η πληρεξουσιότητα και γ) όσον αφορά στην ευθύνη της εναγομένης από αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφαρμοστέο τυγχάνει, με βάση τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», σύμφωνα με την οποία «αν εξωσυμβατική ενοχή, η οποία απορρέει από αδικαιολόγητο πλουτισμό, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής αχρεωστήτου, συνδέεται με υφιστάμενη σχέση μεταξύ των μερών, όπως εξωσυμβατική ενοχή απορρέουσα από σύμβαση ή αδικοπραξία, που εμφανίζει στενό σύνδεσμο με αυτόν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφαρμόζεται το δίκαιο που διέπει την εν λόγω σχέση», το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο άλλωστε – σε κάθε περίπτωση και ως προς άπαντα τα ως άνω ζητήματα –  τυγχάνει εφαρμοστέο, εφόσον τις διατάξεις αυτού επικαλείται η ενάγουσα και δεν αντιλέγει η εναγομένη υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 3 παρ. 2 του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 και 14 παρ. 2 του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007, σε συνδ. με άρθρο 25 εδ. α΄ Α.Κ., βλ. σχ. ΕφΠειρ 18/1998, ΕΕμπΔ 1998.836, ΕφΠειρ 128/1994 ΕΝΔ 22.457, Δ. Ευρυγένη, Αρμ. 24, 1057 επ., ιδ. 1066). Περαιτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή, κατά την κύρια βάση της, τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 211, 346, 361, 513 επ., 681 επ. του ΑΚ, 176, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄ του ΚΠολΔ. Αντιθέτως, μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα τυγχάνει η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού διότι η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και ασκείται μόνο αν ελλείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία, εν προκειμένω δε, η ενάγουσα στηρίζει την αγωγή της κατά την (νόμιμη) κύρια βάση της σε ευθύνη εκ των συμβάσεων πωλήσεως και έργου και δεν επικαλείται περιστατικά διαφορετικά προς στήριξη της βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 531/1994 ΕλλΔνη 37.81, ΑΠ 1369/1993 ΕλλΔνη 36.304, ΑΠ 1567/1983 ΝοΒ 32.1534). Πρέπει, επομένως, η υπό κρίσιν αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Η εναγομένη αρνείται την υπό κρίσιν αγωγή, περαιτέρω δε, με καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, παραδεκτώς (άρθρα 238 εδ. β΄ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ) προβάλλει ένσταση ολικής εξόφλησης της απαίτησης της ενάγουσας συνιστάμενη στο ότι η τελευταία (απαίτηση) έχει εξοφληθεί κατόπιν διαδοχικών τμηματικών καταβολών – πιστώσεων, καταχωρηθεισών σε ένα ανοικτό δοσοληπτικό λογαριασμό, στον οποίο ομοίως καταχωρούνταν από την ενάγουσα οι αντίστοιχες χρεώσεις (κόστος υλικών, εργατικά) και το κατάλοιπο του οποίου θα διαπιστωνόταν κατά την εκκαθάριση (κλείσιμο) αυτού (λογαριασμού), δυνάμει σχετικής ενιαίας συμφωνίας – συμβάσεως έργου για τη διενέργεια επισκευών επί των αναφερόμενων στις προτάσεις της (εναγομένης) ένδεκα (11) πλοίων, που διαχειριζόταν η εταιρεία με την επωνυμία «…[M12] », η οποία ανήκε μαζί με τις πλοιοκτήτριες αυτών (πλοίων) εταιρείες στον εφοπλιστικό Όμιλο Νικολάου Πατέρα, καταρτισθείσας μεταξύ της τελευταίας και της ενάγουσας, έναντι αμοιβής συμφωνηθείσας να προσδιορίζεται απολογιστικώς. Ωστόσο, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη και η αοριστία αυτή εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, επιφέρει δε την απόρριψή της (ΑΠ 811/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 613/1983 ΝοΒ 32.268), η ως άνω προβληθείσα ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας καθόσον η εναγομένη αναφέρεται μεν σε συμφωνία τήρησης ανοικτού δοσοληπτικού λογαριασμού για την εξυπηρέτηση της ενιαίας, όπως τη χαρακτηρίζει η ίδια (εναγομένη), σύμβασης έργου και σε αγορά των επίδικων πλοίων σε διαφορετικούς χρόνους και διενέργεια επισκευών επ’ αυτών σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, δεν εξειδικεύει, ωστόσο, με σαφήνεια πότε και για λογαριασμό ποιών πλοιοκτητριών εταιρειών συνήψε η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία «…[M13] » με την ενάγουσα την επικαλούμενη από αυτήν (εναγομένη) ως άνω συμφωνία ούτε πότε και υπό ποιούς όρους προσχώρησαν μεταγενέστερα σε αυτή (συμφωνία) οι λοιπές πλοιοκτήτριες εταιρείες αλλά ούτε και πότε έλαβε χώρα η εκκαθάριση (κλείσιμο) του εν λόγω λογαριασμού ώστε να διαπιστωθεί, κατά τα συμφωνηθέντα, το κατάλοιπο αυτού, η ως άνω αοριστία δε, ενισχύεται περαιτέρω από το ότι η εναγομένη, μολονότι αναφέρεται σε ενιαία σύμβαση, προβαίνει, όλως αντιφατικώς, σε επιμερισμό των γενομένων προς την ενάγουσα καταβολών ανά πλοίο ανατρέχοντας μάλιστα και σε χρόνους προγενέστερους αυτών κατά τους οποίους καταρτίσθηκαν και εκπληρώθηκαν οι επικαλούμενες από την ενάγουσα συμβάσεις, έτι περαιτέρω δε, συμπεριλαμβάνει στις φερόμενες ως γενόμενες προς την ενάγουσα καταβολές, εκείνες (καταβολές) που έλαβαν χώρα προς τρίτη εταιρεία, μη συμβαλλόμενη στην ως άνω φερόμενη ως ενιαία σύμβαση.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 του ΚΠολΔ «Αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί η κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί…». Από τη διατύπωση και την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, αλλά και για την ικανοποίηση της αρχής της οικονομίας της δίκης (ΕφΑθ 6771/1999 ΕλλΔνη 41.1389, ΕφΑθ 10144/1995 ΝοΒ 44.225, ΕφΠειρ 396/1989 ΝοΒ 28.522, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 249, αριθ. 5), σαφώς συνάγεται ότι : α) εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ιδίου ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ιδίων ή διαφόρων προσώπων, επί σκοπώ εναρμονίσεως της δικαστικής κρίσεως σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή εξ άλλου λόγου, που αφορά στην ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΕφΑθ 6470/1991 ΕλλΔνη 33.910, ΕφΑθ 640/1991 ΝοΒ 40.289), β) η αναβολή ή, κατά νομική ακριβολογία, αναστολή της δίκης (ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 40.635, ΕφΑθ 6771/1999 όπ. π., ΕφΑθ 10144/1995 όπ. π.), χωρεί μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, όταν υφίσταται εκκρεμές στα ως άνω δικαστήρια ή τη διοικητική αρχή προδικαστικό ζήτημα της δίκης που απασχολεί το Δικαστήριο. Δηλαδή, εάν το ζήτημα αυτό συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επιδίκου δικαιώματος και προβλέπεται, περαιτέρω, ότι η αυτοτελής, στη δεύτερη αυτή δίκη, διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα αναβληθεί και γ) όταν ο νόμος απαιτεί την εξάρτηση της αναβολής από άλλες έννομες σχέσεις, προϋποθέτει ύπαρξη δεσμού νομικής αναγκαιότητας ανάμεσά τους, ώστε να μην είναι δυνατή η διάγνωση της επιδίκου διαφοράς άνευ της κρίσεως της υποκειμένης και εξαρτώσας εννόμου σχέσεως (Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 249, αριθ. 2 ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη, επικαλούμενη τον ίδιο ως άνω ισχυρισμό της περί εξοφλήσεως, ζητά – ομοίως – με καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, την αναστολή της συζήτησης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 249 του ΚΠολΔ, μέχρι εκδόσεως αμετάκλητης αποφάσεως επί της ασκηθείσης κατά της νυν ενάγουσας από την ίδια και τις λοιπές ως άνω πλοιοκτήτριες εταιρείες ομού με την ανωτέρω διαχειρίστρια εταιρεία «…[M14] » ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 19-9-2016 με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M15]  και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …[M16]  αγωγής, με την οποία ζητείται να αναγνωρισθεί ότι: α) η έννομη σχέση που συνδέει τις πλοιοκτήτριες με την νυν ενάγουσα είναι εκείνη της ενιαίας σύμβασης έργου με εργολαβική αμοιβή της προσδιοριζομένη απολογιστικώς, και β) ότι από το συνολικό εργολαβικό λογαριασμό προκύπτει χρεωστικό κατάλοιπο για τις πλοιοκτήτριες ανερχόμενο μόνον στο ποσό των 36.233,69 ευρώ και όχι στο ποσό των 466.264,70 ευρώ. Ωστόσο, το αίτημά της αυτό τυγχάνει, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην ως άνω μείζονα πρόταση, απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση αφενός δεν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι που να αντισταθμίζουν την επιβράδυνση που αναπόφευκτα θα επέλθει από την αναβολή της συζήτησης της υπό κρίσιν αγωγής, λαμβανομένου υπ’ όψιν μάλιστα ότι ο χρόνος συζήτησης της ανωτέρω ασκηθείσης αναγνωριστικής αγωγής δεν έχει ακόμη ορισθεί, αφετέρου δεν προέκυψε η ύπαρξη οποιουδήποτε δεσμού προδικαστικότητας ή νομικής αναγκαιότητας ανάμεσα στις έννομες σχέσεις που αποτελούν το αντικείμενο των ανοιγεισών με τις εν λόγω αγωγές δύο δικών ώστε να μην είναι δυνατή η διάγνωση της επίδικης διαφοράς άνευ της κρίσεως της φερόμενης στα πλαίσια της ως άνω αναγνωριστικής αγωγής ως υποκειμένης και εξαρτώσας εννόμου σχέσεως.

Από την εκτίμηση των ανωμοτί καταθέσεων των νομίμων εκπροσώπων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από την ενάγουσα ανεπικύρωτων και αμετάφραστων ξενόγλωσσων εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν και εκτιμώνται ελεύθερα από το Δικαστήριο αυτοτελώς ή προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, πρβλ. και άρθρ. 270 παρ. 2 εδ. α΄ και β΄ ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 του ως άνω Ν. 4335/2015, βλ. ΑΠ 1721/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1155/2011 ΧρΙδΔ 2012.272, ΑΠ 1/2011 ΕλλΔνη 2011.731,806), απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης ως νόμω αβάσιμου, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως και έργου, καταρτισθεισών κατά το χρονικό διάστημα από τις 25-9-2012 έως τις 15-4-2013, στον Πειραιά, μεταξύ αφενός της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…[M17] », ενεργούσας υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας του υπό σημαία Κύπρου πλοίου …[M18]  πλοιοκτησίας της εναγομένης, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της τελευταίας και αφετέρου της ενάγουσας, η οποία έχει ως συνήθη δραστηριότητα και επιχειρησιακό αντικείμενο εργασιών τις γενικές επισκευές πλοίων και τον εξοπλισμό τους (αγορά και τοποθέτηση) με όλα τα απαραίτητα ανταλλακτικά και μηχανήματα, η τελευταία, κατά το χρονικό διάστημα από τις 26-9-2012 έως τις 15-5-2013, πώλησε και παρέδωσε εμπορεύματά της στην εναγομένη και εκτέλεσε εργασίες στο ως άνω πλοίο της, συνολικής αξίας 114.092 ευρώ, εκδοθέντων για τις αιτίες αυτές α) του υπ’ αριθ. …[M19]  τιμολογίου πώλησης αγαθών, ποσού 516,60 ευρώ, του σχετικού υπ’ αριθ. …[M20]  πιστωτικού τιμολογίου λόγω απαλλαγής της εναγομένης από τον ΦΠΑ, ποσού 96,60 ευρώ και του σχετικού υπ’ αριθ. …[M21]  δελτίου αποστολής, β) του υπ’ αριθ. …[M22]  τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ποσού 3.372 ευρώ και του σχετικού υπ’ αριθ. …[M23]  δελτίου αποστολής, γ) του υπ’ αριθ. …[M24]  τιμολογίου πώλησης αγαθών, ποσού 123 ευρώ, του σχετικού υπ’ αριθ. …[M25]  πιστωτικού τιμολογίου λόγω απαλλαγής της εναγομένης από τον ΦΠΑ, ποσού 23 ευρώ και του σχετικού υπ’ αριθ. …[M26]  δελτίου αποστολής, δ) του υπ’ αριθ. …[M27]  τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ποσού 32.050 ευρώ, ε) του υπ’ αριθ. …[M28]  τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ποσού 18.000 ευρώ, στ) του υπ’ αριθ. …[M29]  τιμολογίου πώλησης αγαθών, ποσού 184,50 ευρώ, του σχετικού υπ’ αριθ. …[M30]  πιστωτικού τιμολογίου λόγω απαλλαγής της εναγομένης από τον ΦΠΑ, ποσού 34,50 ευρώ και του σχετικού υπ’ αριθ. …[M31]  δελτίου αποστολής, ζ) του υπ’ αριθ. …[M32]  τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ποσού 11.320 ευρώ, η) του υπ’ αριθ. …[M33]  τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ποσού 9.600 ευρώ, θ) του υπ’ αριθ. …[M34]  τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ποσού 6.700 ευρώ, ι) του υπ’ αριθ. …[M35]  τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ποσού 13.300 ευρώ, ια) του υπ’ αριθ. …[M36]  τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ποσού 14.300 ευρώ και ιβ) του υπ’ αριθ. …[M37]  τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ποσού 4.780 ευρώ, η έκδοση και το περιεχόμενο των οποίων, ως προς τα είδη και τις ποσότητες των εμπορευμάτων και το τίμημα, τους χρόνους και τους τόπους παράδοσης, το είδος των εργασιών και το εργολαβικό αντάλλαγμα, δεν αμφισβητείται ρητώς από την εναγομένη, συναγομένης, ως προς τα ανωτέρω, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών της, σχετικής ομολογίας αυτής, κατ’ άρθρο 261 εδ. β΄ ΚΠολΔ. Έναντι του ως άνω συνολικώς οφειλόμενου ποσού, η εναγομένη προέβη σε τμηματικές καταβολές προς την ενάγουσα και πιο συγκεκριμένα κατέβαλε : Την 10-2-2012, το ποσό των 10.000 ευρώ, την 17-2-2012 το ποσό των 10.000 ευρώ, την 19-12-2012 το ποσό των 5.000 ευρώ, την 22-4-2013 το ποσό των 10.000 ευρώ, την 26-4-2013 το ποσό των 10.000 ευρώ, την 17-5-2013 το ποσό των 5.000 ευρώ, την 15-7-2013 το ποσό των 5.000 ευρώ, την 20-12-2013 το ποσό των 5.000 ευρώ, την 11-6-2014 το ποσό των 10.000 ευρώ, και την 30-6-20154 το ποσό των 5.000 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 75.000 ευρώ. Οι ως άνω καταβολές πρέπει, κατ’ άρθρο 422 ΑΚ, αφού δεν ορίστηκε κάτι άλλο, να καταλογιστούν στις αρχαιότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές της εναγομένης προς την ενάγουσα, ήτοι στις ανωτέρω αναφερόμενες υπό στοιχεία (α), (β), (γ), (δ), (ε), (στ), (ζ) οφειλές και από το ποσό της υπό στοιχ. (η) οφειλής σε μέρος αυτής που ανέρχεται σε 9.588 ευρώ, με συνέπεια να οφείλεται στην ενάγουσα το υπόλοιπο αυτής ύψους 12 ευρώ και συνολικά το ποσό των (114.092 – 75.000)  = 39.092 ευρώ.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίσιν αγωγή να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη στο σύνολό της και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 39.092 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Εξάλλου, το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η καθυστέρηση στην εκτέλεση δεν μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τέλος, η εναγομένη θα πρέπει να καταδικαστεί λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ) στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας κατ’ αποδοχήν σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) αιτήματος της τελευταίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα εννέα χιλιάδων ενενήντα δύο ευρώ (39.092€) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500€).        Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις …..

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ