Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ – 914ΑΚ – 551-1915 – ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ – 932 ΑΚ – ΜΙΣΘΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ- ΝΟΣΗΛΙΑ – ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ)

 

 

Αριθμός  απόφασης

  1564/2017

(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης …[S1] )

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης  και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 17 Ιανουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …[S2]  του Σ.[S3] , κατοίκου Π.[S4]  (οδός …[S5] ), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Στέφανου Λύρα.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…[S6]  », η οποία εδρεύει στην …[S7]  (οδός …[S8] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…[S9] », η οποία εδρεύει στη Μ.  Λ.[S10] , νομίμως εκπροσωπουμένης και 3) Της εταιρείας με την επωνυμία «…[S11] .», η οποία εδρεύει στον Π.[S12]  και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα (οδός …[S13] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Διονυσίου Κωνσταντινίδη.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 24-07-2015 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …[S14] , προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 12-11-2015 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 4-02-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 19-04-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ  ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο ελληνικό ­δίκαιο, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των όρων του εφοπλιστή (ήτοι αυτού που εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό ξένο πλοίο, κατ’ άρθρο 105 ΚΙΝΔ), του κυρίου πλοίου (στον οποίο ανήκει το πλοίο που άλλος για δικό του λογαριασμό εκμεταλλεύεται) που ευθύνεται περιορισμένως και πραγματοπαγώς για τις υποχρεώσεις του πλοίου (κατά το άρθρο 106 ΚΙΝΔ), του πλοιοκτήτη (αυτού που εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό το πλοίο του) και του διαχειριστή ξένου πλοίου (ήτοι αυτού που διαχειρίζεται το πλοίο για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως άμεσος αντιπρόσωπός του κατ’ άρθρο 211 ΑΚ) που δεν ευθύνεται κατ` αρχάς για τις υποχρεώσεις του πλοίου, εκτός των ειδικών εκ του νόμου εξαιρέσεων, λ.χ στο Ν. 762/1978 και εφόσον στην αγωγή (ή αίτηση) υπάρχει τέτοια βάση (για τις ως άνω έννοιες βλ. αναλυτικά Εφ.Πειρ. 832/2008, ΕΝΔ 2009,13, ΜΠρΠειρ 6777/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 762/1978, «περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβαση εργασίας μετά του ναυτικού», που ορίζει ότι, «εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συνάπτων στην Ελλάδα σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν για όλες τις απορρέουσες από τη σχέση ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι του ναυτικού (παρ. 1). Εάν την ανωτέρω σύμβαση με το ναυτικό συνήψε στην Ελλάδα νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό, με τον εργοδότη ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον για τις κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτήσεις του ναυτικού, όλα τα, από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της από το ναυτικό ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του, εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικό αυτό πρόσωπο, φυσικά πρόσωπα», προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με το ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνεται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και το φυσικό πρόσωπο που εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο. Η σύμβαση αυτή δεν είναι αναγκαίο να γίνει εγγράφως. Η σύμβαση πρόσληψης του ναυτικού για να ναυτολογηθεί σε πλοίο είναι ιδιότυπη οριστική σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματα που θέλησαν τα μέρη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, και κατά συνέπεια, αν αυτή έγινε στην Ελλάδα, υπάρχει εις ολόκληρον ευθύνη των υπόχρεων που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη για τις υποχρεώσεις που πηγάζουν απ’ αυτήν ή τη σύμβαση ναυτολόγησης που επακολούθησε (ΑΠ 1090/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 168/1999 ΕΝΔ 27, σ.278, ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24, σ.124, ΕφΠειρ 761/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 457/2011 ΕΝΔ 2012.21, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, Εφ Πειρ 235/2010 ΕΝΔ 2010.131). Με τη διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ., στην οποία ορίζεται ότι: “αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. …”, καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ. και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Ο εν λόγω περιορισμός της ευθύνης του αποκτώντος επέρχεται κατόπιν ενστάσεως αυτού και δεν αποτελεί στοιχείο της κατ` αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων (ΑΠ 318/2008 ΕλλΔνη 2009.482). Για τη δημιουργία, όμως, της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία, που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει, ότι του μεταβιβάστηκε όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί, ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (ΑΠ 451/2012, ΑΠ 909 και 910/2010, ΑΠ 1384/2005, ΕφΠειρ 94/2011, ΕφΠειρ 726/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002, ΕφΠειρ 726/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως επιχείρηση η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 32.667, ΕφΠειρ 207/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος οργάνωσης της εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (ΕφΠειρ 726/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε νοούνται οποιασδήποτε φύσεως, είτε εκ συμβάσεως είτε εξ αδικοπραξίας (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι του χρόνου της μεταβίβασης (ΑΠ 909/2010, ΑΠ 1948/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γένεσής τους να έχει προηγηθεί της σύμβασης μεταβίβασης, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενεστέρως ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (ΑΠ 1154/1998 ΕλλΔνη 1998.1572). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενό του εκ του ότι, μετά τη μεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483-486 Α.Κ.. Επομένως, αν για τη δικαστική επιδίωξη της εκπληρώσεως του χρέους εφαρμόζονται ορισμένοι δικονομικοί κανόνες, οι ίδιοι δικονομικοί κανόνες θα εφαρμοσθούν και όταν η δικαστική επιδίωξη του χρέους γίνεται κατ` εκείνου που το αναδέχτηκε (ΑΠ 776/2003 ΕλλΔνη 2005.163, ΕφΠειρ 207/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μεταξύ δε των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία (ΕφΠειρ 459/2015, ΕφΠειρ 826/2014, ΕφΠειρ 482/2014, ΕφΠειρ 207/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στο άρθρο 66 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι, όταν ο ναυτικός ασθενήσει, δικαιούται το μισθό και νοσηλεύεται με δαπάνες του πλοίου. Εάν η σύμβαση ναυτολόγησης λυθεί εξαιτίας της ασθένειας και ο ναυτικός νοσηλεύεται εκτός του πλοίου, δικαιούται νοσήλια και μισθό εφόσον διαρκεί η ασθένεια όχι όμως περισσότερο από τέσσερις μήνες. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν συμβεί ατύχημα από βίαιο συμβάν. Αν ο ναυτικός υπέστη από αυτό ανικανότητα για εργασία, εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις για την αποζημίωση εκείνων που έπαθαν ατύχημα στην εργασία τους. Από τις διατάξεις του ως άνω άρθρου προκύπτει ότι ο ναυτικός όταν η ασθένειά του προήλθε από εργατικό ατύχημα, δικαιούται μισθό ασθενείας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν απ` αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, επιτρέπεται η σωρευτική άσκηση της αξίωσης για μισθούς ασθενείας με την αποζημίωση του Ν. 551/1915 και δεν τίθεται θέμα επικάλυψης αυτών. Έχει δηλαδή ο ναυτικός αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δεν έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή και αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού και υπόκεινται σε διαφορετική η καθεμία παραγραφή (ΕφΠειρ 355/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 499/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ  464/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 640/2009, ΕΝΔ 38.39, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36.388, ΕφΠειρ 180/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.308, Εφ. Πειρ. 662/2004 Ε.Ν.Δ33.38, Εφ. Πειρ. 962/2000 Ε.Ν.Δ. 29.109). Έτι περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 289 παρ. 1, 291 ΚΙΝΔ και 261, 270 ΑΚ προκύπτει ότι οι αξιώσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος βάσει της συμβάσεως ναυτολογήσεως ως προς την πληρωμή των μισθών και λοιπών παροχών παραγράφονται μετά ένα έτος από του τέλους του έτους κατά το οποίο έχει γεννηθεί η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξη, η εν λόγω δε παραγραφή διακόπτεται δια της εγέρσεως της αγωγής (ΟλΑΠ 15/1992 ΕΕΝ 60.151,1143/1983 ΝοΒ 32.673, ΑΠ 53/2002 ΕλλΔ 43, 761, ΕφΠειρ 676/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 520/2005 ΠειρΝομ 2005/356, ΕφΘεσσ 32082/2000 Αρμ. 56, 715, Δ. Καμβύση Ναυτεργατικό δίκαιο εκδ. 1977 σελ. 258 επ.). Από τις διατάξεις των άρθρων 1,2,3 και 6 του Ν. 551/1915, ο οποίος έχει κωδικοποιηθεί δια του Β.Δ. της 24ης Ιουλίου/25ης Αυγούστου 1920 “περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων” και διατηρηθεί εν ισχύ δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 38 ΕισΝΑΚ, έχει δε εφαρμογή και επί ναυτικής εργασίας, κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958), συνάγεται ότι ατύχημα από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την παροχή εργασίας θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε μ` αυτή λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεσή της ή εξ αφορμής αυτής, δηλαδή θα πρέπει το αίτιο, στο οποίο οφείλεται το εργατικό ατύχημα, να μην ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος και το οποίο συνεπώς δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτέλεσής της (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 19/2014, ΕφΠειρ 176/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοιο συμβάν θεωρείται και η νόσος του εργαζομένου, η οποία επήλθε από την εκτέλεση της εργασίας κάτω από όλως εξαιρετικές και ανώμαλες συνθήκες που είχαν σαν συνέπεια να καταπονηθεί ο οργανισμός του βαρύτατα και αποτέλεσαν την κύρια αφορμή για να αναπτυχθεί, εκδηλωθεί και επιδεινωθεί η ασθένειά του. Οι όροι του βίαιου συμβάντος υπάρχουν ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία, μετά την εκδήλωση της νόσου, εξακολουθεί η αυτή απασχόληση του εργαζομένου με κανονικές, έστω και δυσμενείς, συμφυείς όμως με τη φύση της εργασίας συνθήκες, με αποτέλεσμα την παραπέρα επιδείνωση της κλονισμένης ήδη υγείας του, εφόσον, όμως, ο εργοδότης γνωρίζει την κλονισμένη από ασθένεια υγεία τούτου και τον κίνδυνο που ενέχει γι` αυτή η συνέχιση της εργασίας του, γιατί τότε δεν επιτρέπεται σ` αυτόν να αξιώνει από τον μισθωτό να συνεχίσει εργαζόμενος, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 288  και 662 του ΑΚ που επιβάλλουν σ` αυτόν να εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, όπως απαιτεί η καλή πίστη και ιδιαίτερα να ρυθμίζει την εργασία κατά τρόπο, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του μισθωτού (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 1437/2002, ΑΠ 944/2001, ΕφΠειρ 347/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα δεν συνιστά ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, η εκδήλωση προϋπάρχουσας και σε λανθάνουσα έστω κατάσταση παθήσεως του εργαζομένου ή η επιδείνωση αυτής, όταν αυτή είναι συνέπεια της εκτελέσεως της εργασίας αυτού (εργαζομένου) που ανελήφθη με τη σύμβαση και παρέχεται από αυτόν κάτω από κανονικές έστω και δυσμενείς, σύμφυτες, όμως, προς αυτή συνθήκες εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος. Ούτε επίσης συντρέχουν οι όροι του ως άνω ατυχήματος, όταν η ασθένεια του εργαζομένου εκδηλώθηκε κάτω από κανονικές συνθήκες εργασίας του εργαζομένου και επιδεινώθηκε αυτή από την εξακολούθηση της εργασίας του με τις ίδιες αυτές συνθήκες, χωρίς να γνωρίζει ο εργοδότης την εκδήλωση της ασθένειάς του αυτής, ή όταν μετά την εκδήλωσή της, ο ίδιος ο παθών δεν επιθυμούσε να επισκεφθεί γιατρό, θεωρώντας ότι δεν έχει σοβαρό πρόβλημα, με συνέπεια η κατάσταση της υγείας του να επιδεινωθεί, επειδή εξαρχής δεν προέβη σε ενδεδειγμένη ιατρική θεραπεία, καθόσον η υποχρέωση της εργοδότριας δεν φθάνει μέχρι του σημείου να επιβάλλει στο μισθωτό της να επισκεφθεί γιατρό, ούτε και να αξιώσει απ` αυτόν να υποβληθεί σε εξετάσεις προκειμένου να συνεχίσει την εργασία του, πολύ δε περισσότερο όταν η εργασία που του αναθέτει δεν απαιτεί από μέρους του την καταβολή ιδιαίτερης σωματικής δύναμης  (ΟλΑΠ 937/1975 ΝοΒ 23, 1269, ΑΠ 1690/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2013/17, ΑΠ 154/2006 ΝοΒ/2006, ΕφΠειρ 347/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Βασική πηγή πληροφόρησης αποτελεί ο ίδιος ο πάσχων ναυτικός, αφού αυτός γνωστοποιεί την ένταση και το είδος των συμπτωμάτων της ασθενείας του και με βάση αυτή την πληροφόρηση ο πλοίαρχος οφείλει να αξιολογήσει την περίπτωση και να ενεργήσει αναλόγως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16 του Κ. Ν. 551/1915, ο παθών από εργατικό ατύχημα του άρθρου 1 αυτού δικαιούται να ζητήσει πλήρη αποζημίωση, κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου (άρθρα 297, 298 και 914 του Α.Κ.), μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων απ` αυτόν ή όταν επήλθε σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ότι το ατύχημα επήλθε από τη μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται μόνον από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτουμένη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη Νόμου (Ολ.ΑΠ 26/1995 Ελλ.Δνη 37/38). Μόνον εάν συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, θεμελιώνεται συνδρομή περίπτωσης επιλογής μεταξύ της ως άνω αποζημίωσης ή εκείνης που προβλέπει ο Κ.Ν. 551/1915, η άσκηση δε της επιλογής μεταξύ των δύο αξιώσεων που συρρέουν διαζευκτικά, επιφέρει τη συγκέντρωση της ευθύνης του υπόχρεου στην επιλεγείσα και αποκλείει την άλλη. Τέλος, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση προς αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα ή τα μέλη της οικογένειας του θανόντος, συμπεριλαμβανομένων των αδελφών, μπορούν να απαιτήσουν χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, αντίστοιχα, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, έχοντας σχετική αξίωση, που κρίνεται, κατά το κοινό δίκαιο (αρθρ. 914, 922, 926, 932  Α.Κ.), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τήρησης των επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (Ολ.ΑΠ 1117/1986, ΝοΒ 35/891, ΑΠ 2014/2007 Ε.Ν.Δ 35/301, ΑΠ 73/2007 ΕλλΔικ 48.1411). Υπάρχει δε η αιτιώδης αυτή συνάφεια όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως ήταν πρόσφορη να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1602/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο πλοίαρχος δύναται να έχει άμεση γνώση, όταν τα συμπτώματα αυτά είναι έκδηλα και εμφανή. Με τον “Κανονισμό περί εργασίας επί ελληνικών φορτηγών πλοίων 800 κόρων και άνω”, (που εκδόθηκε με εξουσιοδότηση του άρθρου 67 του κωδικοποιημένου με το από 11/3/52 ΒΔ και εγκρίθηκε με το ΒΔ 806/1970)  και ειδικότερα με το άρθρο 10 αυτού ορίζεται: “1. Ο Πλοίαρχος λαμβάνων γνώσιν ασθενείας ή ατυχήματος τινός των επιβαινόντων μεριμνά ίνα παρασχεθώσιν αμελλητί εις τον πάσχοντα αι πρώται βοήθειαι. 2. Παρέχει την κατά τον πρόχειρον ιατρικόν οδηγόν ενδεικνυομένην βοήθειαν και ζητεί, εν ανάγκη, δια του ασυρμάτου του πλοίου ιατρικήν συνδρομήν τηλεγραφών τα συμπτώματα της νόσου. 3. Εν περιπτώσει βαρείας ασθενείας ή ατυχήματος οφείλει συν τη παροχή των πρώτων βοηθειών να επιζητήση την προσέγγισιν μεθ` ετέρου πλοίου διαθέτοντος ιατρόν ή την αποστολήν καταλλήλων μέσων μεταφοράς του πάσχοντος ή να καταπλεύση, εφ` όσον είναι δυνατόν, εις τον πλησιέστερον λιμένα και να συνεννοηθή μετά της Λιμενικής ή Προξενικής και της Υγειονομικής Αρχής δια την εισαγωγήν του πάσχοντος εις νοσοκομείον ή κλινικήν …” .  Με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου ανωτέρω ΒΔ ορίζεται ότι «Ο Υποπλοίαρχος είναι γενικώς ο άμεσος συνεργάτης του Πλοιάρχου δια παν ό,τι αφορά το πλοίον, τους επιβαίνοντας και το φορτίον και ο νόμιμος αναπληρωτής αυτού», ενώ σύμφωνα με το άρθρο  30 αυτού «1. Ο Υποπλοίαρχος εξασφαλίζει την εκτέλεσιν των υπό του Πλοίαρχου διαταχθέντων μέτρων σχετικώς προς την υγιεινήν, καθαριότητα, τροφοδοσίαν και ψυχαγωγίαν εν τω πλοίω. 2. Προΐσταται της υγειονομικής υπηρεσίας του πλοίου και μεριμνά :  α)… β) Όπως υπάρχη πάντοτε επί του πλοίου το αναγκαίον κατά τον οικείον κανονισμόν της Επιθεωρήσεως Εμπορικών Πλοίων φαρμακευτικόν και υγειονομικόν υλικόν προς παροχήν πρώτων βοηθειών όπερ διαχειρίζεται τηρών βιβλίον εισαγωγής και καταναλώσεως αυτού, και υποβάλλει εις τον πλοίαρχον προ του κατάπλου του πλοίου πίνακα των εις είδος και ποιότητα  αναγκαιούντων εκ τούτων. γ) … δ) Διά την παροχήν πρώτων βοηθειών εις τους ασθενείς ή  τραυματισθέντας εκ των επιβαινόντων και την σύνταξιν, εάν υφίσταται ανάγκη, δελτίου συμπτωμάτων, όπερ υποβάλλει εις τον Πλοίαρχον προς έγκρισιν, διά την διά του ασυρμάτου μεταβίβασιν προς σταθμόν ξηράς ή  πλοίου, εφ` ού επιβαίνει ιατρός, προς παροχήν οδηγιών κατά τα εν άρθρω 10 του παρόντος κανονισμού οριζόμενα». Με τις διατάξεις των προαναφερθέντων άρθρων, θεσμοθετούνται ειδικοί κανόνες ασφαλείας των απασχολουμένων στο πλοίο ναυτικών, η μη τήρηση των οποίων παρέχει σ` εκείνον που έγινε ανίκανος προς εργασία από ατύχημα που συνδέεται αιτιωδώς με τη μη τήρηση τους, ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, στα κατά νόμο δικαιούμενα πρόσωπα, αξίωση πλήρους αποζημιώσεως (ΟλΑΠ 965/1985). Η λήψη καθενός συγκεκριμένου, των προβλεπομένων από τη διάταξη του άρθρου 10 ΒΔ 806/1970 μέτρων, εξαρτάται από την προηγουμένη διάγνωση της καταστάσεως του πάσχοντος. Η ορθή διάγνωση αυτής δεν είναι βεβαίως μεταξύ των υποχρεώσεων του πλοιάρχου ή του αναπληρούντος αυτόν υποπλοιάρχου, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί έργο (και μάλιστα από τα δυσχερέστερα) των ειδικών ιατρών. Εκείνο, όμως, που επιβάλλεται να πράξει ο πλοίαρχος ή ο αναπληρών αυτόν υποπλοίαρχος είναι να διακρίνει ως μέσος συνετός άνθρωπος, αν πρόκειται για συνήθη περίπτωση ή αν επιβάλλεται να ζητήσει, προς αντιμετώπιση αυτής, ιατρική συνδρομή προβαίνοντας στις καθοριζόμενες από την παρ. 1 και 2 ενέργειες, ή αν πρόκειται για βαρεία ασθένεια να προβεί και στις καθοριζόμενες από την παρ.3 του άρθρου αυτού ενέργειες (ΑΠ 1690/2013, ΕφΠειρ 823/2014, ΕφΠειρ 664/2014,  ΕφΠειρ 347/2014  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνοψίζοντας, ο παθών ναυτεργατικού ατυχήματος, έχει το επιλεκτικό δικαίωμα ν’ αξιώσει έναντι του κυρίου της επιχείρησης είτε την περιορισμένη κατ’ αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 ν. 551/1915, μαζί με την αξίωση αποζημιώσεως για τη μη περιουσιακή του ζημία (εφόσον για την τελευταία υφίσταται υπαιτιότητα του εργοδότη ή των προστηθέντων του), είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928-932 ΑΚ, εφόσον, όμως μόνον για την περιουσιακή ζημία, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. (ΑΠ 127/2011, ΑΠ 1489/2007, ΕφΘεσ 71/2016, ΕφΠειρ 5/2015, ΕφΠειρ 155/2014, ΕφΑθ 1602/2011, ΕφΠειρ 281/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 928 και 929 του ΑΚ, συνάγεται, ότι, σε περίπτωση παράνομης και υπαίτιας βλάβης του σώματος ή της υγείας – προσώπου, η αποζημίωση, εκτός από την θετική ζημία, δηλαδή τη μείωση της περιουσίας, περιλαμβάνει και την αποθετική τοιαύτη (διαφυγόν κέρδος). Την έννοια του διαφυγόντος κέρδους, η οποία αποτελεί έννοια νομική και όρο εφαρμογής του άρθρου 298 ΑΚ, παρέχει η διάταξη αυτή κατά την οποία ως «(ως τοιούτο) λογίζεται το κέρδος εκείνο, που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι το διαφυγόν κέρδος αποτελεί ζημία, η οποία θα επέλθει στο μέλλον και κατ’ ανάγκη συνδέεται με την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Δεν εμφανίζει την βεβαιότητα της θετικής ζημίας. Για την απόδειξή της, που είναι δύσκολη για τον ζημιωθέντα συγκριτικά με την θετική ζημία, ο νόμος αρκείται σε απλή πιθανολόγηση. Έτσι, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 298 εδ. β` ΑΚ έχει ουσιαστικό μεν χαρακτήρα, εφόσον καθορίζει τα στοιχεία της αξιώσεως αποζημιώσεως, και δικονομικό χαρακτήρα, εφόσον επιτρέπει στον δικαστή να αρκεσθεί σε απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 601/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τους ορισμούς του άρθρου 368 ΚΠολΔ «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (παρ. 1). Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 2). Η χρησιμοποίηση στο μεταγλωττισμένο στη δημοτική κείμενο της τελευταίας αυτής διατάξεως της λέξεως “ειδικές” αντί της λέξεως “ιδιάζουσες” οφείλεται σε εσφαλμένη μεταγλώττιση από το κείμενο της καθαρεύουσας, στο οποίο χρησιμοποιείται η λέξη “ιδιάζουσα”. Έτσι ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 3 εδ. τελευταίο του ν. 1406/1983, λόγω της νοηματικής διαφοράς που προκύπτει, το αρχικό κείμενο της διατάξεως που είναι διατυπωμένο στην καθαρεύουσα. Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές” αλλά “ιδιάζουσες” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διατάξει την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 880/2010, ΑΠ 489/2010, ΑΠ 281/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο κανόνας του άρθρου 368 του ΚΠολΔ ισχύει και για τις υποθέσεις που υπάγονται στην ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670-676 του ΚΠολΔ, δυναμένου του δικαστηρίου και κατά τη διαδικασία αυτή να διατάξει δια της εκδόσεως παρεμπίπτουσας περί αποδείξεως αποφάσεως, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, αν προκύψει ότι αυτή είναι αναγκαία, όχι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, οπότε θα εφαρμοστεί η διαδικασία του άρθρου 671 του ΚΠολΔ, αλλά αργότερα κατά την μελέτη της υπόθεσης, παρόλο που κατά την εν λόγω διαδικασία ισχύει ο κανόνας της απαγορεύσεως της εκδόσεως αποφάσεως περί αποδείξεως, ο οποίος, πλην άλλων περιπτώσεων, κάμπτεται και στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει ανάγκη διενεργείας πραγματογνωμοσύνης (ΕφΑθ 8291/2007, ΕλΔνη 2008, σ.529, ΕφΑθ 5271/1999, ΕλΔνη 1999, σ.1624, ΜΠρΑθ 85/1995, Αρμ 1995, σ.1325. Βλ επίσης, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 671, παρ.14, Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1995, υπό αρθρ. 671, παρ.49). Με την υπό κρίση αγωγή του (όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντα η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού και περιλαμβάνεται στις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις του) ο ενάγων εκθέτει ότι, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας 6 μηνών, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 25-09-2012, μεταξύ αυτού και της τρίτης των εναγομένων, η οποία τυγχάνει διαχειρίστρια του με ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου «…[S15] », με αριθμό νηολογίου Πειραιά …[S16] , κ.ο.χ. 159577, τ.d.w. 298920, πλοιοκτησίας κατά το χρόνο εκείνο της πρώτης εναγομένης εταιρείας, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο, στο λιμένα Σιγκαπούρης, με την ειδικότητα του Μάγειρα και αντί μηνιαίου κλειστού μισθού ύψους 5.456,38 ευρώ, κατά τα λοιπά δε η σύμβαση εργασίας του διεπόταν από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Ότι παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι την 7-03-2013, οπότε τραυματίσθηκε στο αναλυτικώς περιγραφόμενο στην αγωγή εργατικό ατύχημα, που συνέβη, κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του και κατά την εκτέλεση της εργασίας του, υπό τις ειδικότερα περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες, οφείλεται δε σε υπαιτιότητα των προστηθέντων της πρώτης και τρίτης των εναγομένων, πλοιάρχου και υποπλοιάρχου του πλοίου, η οποία συνίστατο στην παράβαση των διατάξεων των νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί των όρων ασφαλείας των εργαζομένων ναυτικών στο εν λόγω πλοίο, όπως αυτοί ειδικότερα περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής του. Ότι εν συνεχεία το ως άνω πλοίο την 9-5-2014 μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα λόγω πωλήσεως, στη δεύτερη εναγόμενη αλλοδαπή (εδρεύουσα στη Μονροβία Λιβερίας) εταιρεία, η οποία γνώριζε ότι αυτό (πλοίο) αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας. Επιπροσθέτως, εκθέτει ότι συνεπεία της βλάβης της υγείας του, εξαιτίας του ανωτέρω τραυματισμού του, κατέστη αυτός πλήρως ανίκανος προς παροχή εργασίας για χρονικό διάστημα 210 ημερών. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, η μεν πρώτη ως πλοιοκτήτρια του ως άνω πλοίου κατά το χρόνο επελεύσεως του ατυχήματος, η δε δεύτερη ως αγοράστρια του πλοίου κατά τα ανωτέρω και η τρίτη ως διαχειρίστρια αυτού, προστηθείσα από την πρώτη και τη δεύτερη των εναγομένων για τη διαχείριση των επιχειρηματικών τους συμφερόντων, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να του καταβάλουν: α) το ποσό των 38.194,66 ευρώ ως αποζημίωση που αντιστοιχεί σε απολεσθέντα εισοδήματα αυτού εκ της ολικής πρόσκαιρης ανικανότητάς του να ασκήσει το επάγγελμά του συνεπεία του ατυχήματος, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, β) το ποσό των 12.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη συνεπεία του εν λόγω ατυχήματος, γ) το ποσό των 6.112,20 ευρώ για μισθούς ασθενείας 4 μηνών και δ) το ποσό των 274,35 ευρώ για νοσήλια και εν γένει ιατροφαρμακευτικές δαπάνες, τα ανωτέρω ποσά δε νομιμότοκα από την επομένη της επελεύσεως του ατυχήματος, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το ποσό των 19.097,33 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητάς του προς εργασία για χρονικό διάστημα 210 ημερών, κατά το άρθρο 3 του Κ.Ν. 551/1915, καθώς και τα ανωτέρω, υπό (β), (γ) και (δ) ποσά, για τις αυτές αιτίες. Τα ως άνω ποσά, ο ενάγων ζητεί με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επελεύσεως του ατυχήματος, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση. Ζητεί, επίσης να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης, σύμφωνα με ρητό όρο της από 25-09-2012 σύμβασης ναυτικής εργασίας που συνήφθη μεταξύ των διάδικων μερών και στον οποίο προβλέπεται ότι πάσης φύσης διαφορές εξ αφορμής της υπηρεσίας του ναυτικού στο πλοίο, θα διέπονται αποκλειστικά και μόνο από το ελληνικό δίκαιο και θα υπάγονται αποκλειστικά στα καθ’ ύλην αρμόδια δικαστήρια της πόλης του Πειραιά, αποκλειομένης σε κάθε περίπτωση της εφαρμογής οποιουδήποτε αλλοδαπού δικαίου και την αρμοδιότητα οποιωνδήποτε αλλοδαπών Δικαστηρίων. Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 22, 33 και 37 ΚΠoλΔ και άρθρο 51 παρ. 3Α  του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και η υπόθεση εισάγεται να δικαστεί κατά την αρμόζουσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.). Εξάλλου, στην κρινόμενη διαφορά, που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο δίκαιο (lex causae) είναι το Ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, καθόσον έχει γίνει εν προκειμένω, ως προεξετέθη, επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη. Ακολούθως, η αγωγή, κατά την κύρια βάση της είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς και σε αυτές των άρθρων 297, 298, 299, 330, 340, 341, 345, 346, 361, 479, 481, 648 επ., 914, 922, 926, 929 και 932 του ΑΚ, 74, 176, 191 παρ. 2, 218, 219, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ Κ.Πολ.Δ, 53 επ., 66, 84, 105 και 106 Κ.Ι.Ν.Δ., άρθρα 4§§1,5, 10§3 και 30§ 2β΄Β.Δ. 806/1970, άρθρο 1§§ 1-2 Ν. 762/1978, 1 και 16§1 Ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το από 24-7/25-8-1920 Β.Δ. και ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρ. 38 Εισ.Ν.Α.Κ.) και έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο 66 του Κ.Ι.Ν.Δ., και επί ναυτικών ατυχημάτων, καθώς και της από 8-11-2010 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω έτους 2010, που κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 123/9-02-2011) με έναρξη ισχύος από 1-01-2010 και λήξη αντίστοιχα στις 31-12-2010 (βλ. άρθρο 3§2 της υπ’ αριθμ. 3525.1.1/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας). Όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής, αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 299, 340, 341, 345, 346, 361, 479, 481, 648 επ., 914, 926, 932 του ΑΚ, 74, 176, 191 παρ. 2, 218, 219, 907, 908 παρ. 1 περ. ε΄, 53 επ., 66, 84, 105 και 106 Κ.Ι.Ν.Δ., άρθρο 1§§ 1-2 Ν. 762/1978, 1, 2, 3, 4, 7 και 16§3 Ν. 551/1915. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί η αγωγή περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, καθόσον η σχετική απαλλαγή που αφορά τις αξιώσεις εκ του εργατικού ατυχήματος βάσει του άρθρου 15 παρ.2 Ν. 551/1915, επεκτείνεται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και στις αξιώσεις από εργατικό ατύχημα, οι οποίες στηρίζονται στις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 936/2011, ΑΠ 691/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 618/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.54, ΕφΔυτΜακ 36/2007 Αρμ. 2008.936, ΕφΛαρ 51/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 1081/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκαν από τους διαδίκους τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. τα με αριθμούς Α113791/20-01-2017 και Α112318/17-01-2017 γραμμάτια του ΔΣΠ).

Από την εκτίμηση της υπ’ αριθμ. …[S17]  ένορκης βεβαίωσης του Ι. Ρ.[S18]  ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Αμαλίας Κουσαδιανού, που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, η οποία ελήφθη μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθμ. …[S19]  εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Κ. Κ.[S20] ), της υπ’ αριθμ. …[S21]  ένορκης βεβαίωσης του Ν. Θ.[S22]  ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εναγόμενες, η οποία ελήφθη μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντα (βλ. την υπ’ αριθμ. …[S23]  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Β. Χ.[S24] ), καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια – μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα ξενόγλωσσα έγγραφα που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη, ακόμα και αν δε συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα (αρθρ. 454§1 ΚΠολΔ), επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 671§ 1 εδ. α` ΚΠολΔ  το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 1627/2010 Δνη 2011.432, 489, ΑΠ 1511/2009, ΝοΒ 2010. 1719, ΕφΠειρ 809/2014, ΕφΠειρ 616/2014, ΕφΠειρ 764/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) – για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας 6 μηνών, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 25-09-2012, μεταξύ του ενάγοντα και της τρίτης των εναγομένων, διαχειρίστριας του με ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου «…[S25] », με αριθμό νηολογίου Πειραιά …[S26] , κ.ο.χ. 159577, τ.d.w. 298920, πλοιοκτησίας κατά το χρόνο εκείνο της πρώτης εναγομένης εταιρείας, ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο, στο λιμένα Σιγκαπούρης, με την ειδικότητα του Μάγειρα. Ο συμφωνηθείς βάσει της ανωτέρω σύμβασης μηνιαίος μισθός του ανερχόταν στο ποσό των 4.652,41 ευρώ, ενώ από τους πλοιοκτήτες καταβαλλόταν σταθερά σε αυτόν κάθε μήνα ως Δώρο και το ποσό των 393,27 ευρώ, ήτοι συνολικά ο ενάγων λάμβανε «κλειστό» μηνιαίο μισθό ύψους 5.045,68 ευρώ, ποσό που συνομολογούν και οι εναγόμενες με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατατεθείσες προτάσεις τους (βλ. σελ. 7 αυτών), κατά τα λοιπά δε η σύμβαση εργασίας του διεπόταν από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ποντοπόρων Φορτηγών Πλοίων 4500 τόνων (D.W) και άνω. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με το άρθρο 15 της ανωτέρω συμβάσεως, εάν ο ναυτικός μείνει στην ξηρά για λόγους που ανάγονται στο πλοίο και δεν επιβαρυνθεί το πλοίο με την τροφοδοσία του, δικαιούται αντίτιμο τροφής που καθορίζεται σε 13,69 ευρώ, ήτοι στο ποσό των 410,70 ευρώ μηνιαίως. Ο ενάγων κατά το διάστημα της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, σιτιζόταν σε αυτό και επομένως δεν ελάμβανε σε χρήμα το ανωτέρω ποσό. Σε εκτέλεση της ως άνω συμβάσεως, ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του επί 11 ώρες ημερησίως (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από εναγόμενες αρχείο καταγραφής ωρών εργασίας και ανάπαυσης) μέχρι την 7-03-2013, οπότε απολύθηκε από αυτό λόγω ασθενείας, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο ναυτικό του φυλλάδιο (βλ. αντίγραφο του υπ’ αριθμ. 2148 ναυτικού του φυλλαδίου που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων). Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι στις 4-03-2013 και περί ώρα 8:00, ενώ το πλοίο έπλεε από Σιγκαπούρη προς P. Α.[S27] , ο ενάγων παραπονέθηκε στον Υποπλοίαρχο …[S28]  (και όχι Α. Τ.[S29] , όπως ισχυρίζεται με την αγωγή του) ότι είχε ένα πρήξιμο στο αριστερό του πόδι και αισθάνεται έντονους πόνους. Ο ενάγων βρισκόταν στην καμπίνα του και δεν είχε αναλάβει υπηρεσία την ημέρα εκείνη. Ο Υποπλοίαρχος ενημέρωσε αμέσως τον Πλοίαρχο …[S30] , παρουσία και του εκπαιδευόμενου Πλοίαρχου …[S31] , οι οποίοι έσπευσαν στην καμπίνα του ενάγοντα και διαπίστωσαν ότι στο αριστερό του πόδι κάτω από το γόνατο υπήρχε μία πληγή με πυώδη ιστό και τα δάκτυλα του ποδιού του ήταν πρησμένα και κόκκινα. Σε ερώτηση του Πλοιάρχου τι έπαθε, εάν κτύπησε ή εάν κάηκε κάπου στο πλοίο, απάντησε ότι δεν κτύπησε, ούτε κάηκε, αλλά ξαφνικά κατά τη διάρκεια της νύκτας παρουσιάστηκε το πρήξιμο αυτό και η κοκκινίλα και ότι είχε εφιδρώσεις. Εν συνεχεία ο Πλοίαρχος επικοινώνησε με την Υπηρεσία Τηλεϊατρικής του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (Medical Advice Center of Athens – Medico) η οποία στεγάζεται στο νοσοκομείο «Ερρίκος Ντυνάν» και συγκεκριμένα με τον ιατρό Κ.[S32] , στον οποίο ανέφερε το περιστατικό και τα συμπτώματα που είχε ο ενάγων. Ο ανωτέρω ιατρός εκτίμησε ότι πρόκειται για απλή φλεγμονή και συνέστησε τη χορήγηση στον ενάγοντα αντιβίωσης Εrythromycin 250 mg (αφού του εκτέθηκε ποιες αντιβιώσεις υπήρχαν στο πλοίο και έκρινε αυτή ως την πλέον κατάλληλη) και μία ασπιρίνη ή Salospir  κάθε 8 ώρες. Επίσης ο ανωτέρω ιατρός συνέστησε να παραμείνει ο ενάγων κλινήρης και να παρακολουθείται συνεχώς. Πράγματι ο Πλοίαρχος έδωσε εντολή να είναι διαρκώς με τον ενάγοντα ένας ναυτικός σε περίπτωση που χρειασθεί κάτι, επικοινώνησε δε με το Medico άλλες τρεις φορές την ημέρα εκείνη. Στις 5-03-2013 και περί ώρα 7:00 το πλοίο αγκυροβόλησε στο …[S33] . Στον ενάγοντα εξακολουθούσε να χορηγείται η ανωτέρω φαρμακευτική αγωγή, ο Πλοίαρχος δε επικοινώνησε εκ νέου με το Medico 5 φορές την ημέρα αυτή και ο ιατρός Κ.[S34] ς του συνέστησε να συνεχίσει ο ενάγων να λαμβάνει την αντιβίωση και ότι πρόκειται για απλή φλεγμονή. Παρόλα αυτά η κατάσταση της υγείας του ενάγοντα δεν βελτιωνόταν, αντιθέτως αυτός παρά τα φάρμακα που του χορηγήθηκαν κατόπιν των οδηγιών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού ανέβασε πυρετό και η κατάστασή του επιδεινωνόταν. Στις 6-03-2013 το πλοίο μετακινήθηκε προς τον πλοηγικό σταθμό του Terminal, επέβη ο πλοηγός και περί ώρα 8:30 πρόσδεσε στο σημείο φορτώσεως και ξεκίνησε η φόρτωση. Περί ώρα 12:00 Ελλάδος, ο Πλοίαρχος επικοινώνησε εκ νέου με το Medico προκειμένου να ενημερώσει για την κατάσταση της υγείας του ενάγοντα. Αυτή τη φορά δε συνομίλησε με τον ιατρό …[S35] , στον οποίο, κατόπιν συνεννοήσεως, απέστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, φωτογραφίες του ποδιού του ενάγοντα, οι οποίες δεν ήταν σαφώς διαγνωστικές. Η διαφορική διάγνωση περιελάμβανε κυρίως εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση και ερυσίπελας. Μάλιστα ο Πλοίαρχος επικοινώνησε σε διάστημα μίας ώρας τρεις φορές με τον ανωτέρω ιατρό, ζητήθηκε δε από τον Πλοίαρχο να αποβιβασθεί ο ασθενής στο πλησιέστερο λιμάνι και να διακομιστεί σε νοσοκομείο προκειμένου να προσπελαθεί διαγνωστικά και θεραπευτικά. Τα ανωτέρω εκτεθέντα επιβεβαιώνονται σαφώς από το υπ’ αριθμ. πρωτ. 163/2-04-2015 έγγραφο του νοσοκομείου «…[S36] », το οποίο αναφέρει σχετικά με τις κλήσεις του Πλοιάρχου κατά το διάστημα από 4-03-2013 έως και 6-03-2013 ότι αναφέρθηκε «αιφνίδιο επιδεινούμενο οίδημα κάτω άκρου με συνοδό άλγος και εμπύρετο» και ότι «ο καπετάνιος προθυμοποιήθηκε να αποσταλούν φωτογραφίες στο προσωπικό email του κ. …[S37] ». Τελευταία επικοινωνία του Πλοιάρχου με τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό ήταν στις 13:40 ώρα Ελλάδος της 6-03-2013, έκτοτε δε αυτός δεν επικοινώνησε εκ νέου με το «…[S38] » ή κάποιον άλλον ιατρό σχετικά με την υγεία του ενάγοντα, ξεκίνησε όμως άμεσα τις ενέργειες για την μεταφορά του ενάγοντα στο νοσοκομείο. Συγκεκριμένα δέκα περίπου λεπτά μετά την τελευταία επικοινωνία που είχε με τον ιατρό …[S39] , τηλεφώνησε στον Πλοίαρχο Α Γ.[S40] , ο οποίος ήταν ο υπεύθυνος Τμήματος Επιχειρήσεως Πλοίων της …, προκειμένου να μεριμνήσει για την αποβίβαση του ενάγοντα (βλ. το από 6-03-2013 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Γ.[S41]  σε συνδυασμό με την κατάσταση τηλεφωνικών κλήσεων από το πλοίο, τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι εναγόμενες). Πράγματι, την επομένη ημέρα 7-03-2013 και περί ώρα 10:00 ο ενάγων παρελήφθη από ρυμουλκό και μεταφέρθηκε στην πλατφόρμα που βρισκόταν 1-1,5 ν.μ. μακριά από το σημείο που ήταν αγκυροβολημένο το πλοίο. Εκεί επιβιβάσθηκε σε ελικόπτερο, το οποίο τον μετέφερε κατευθείαν στην κλινική «…[S42] » στη Λουάντα. Σύμφωνα με το από 7-03-2013 έγγραφο της ανωτέρω κλινικής, κατόπιν εξέτασης, διαπιστώθηκε «σοβαρό πρήξιμο στο αριστερό κάτω άκρο, χρώμα δέρματος χλωμό, επαναφορά τριχοειδών αγγείων νωθρή, χαμηλή κινητικότητα του άκρου εξαιτίας φλεγμονής και πόνου», η διάγνωση δε ήταν σοβαρή φλεγμονή και μόλυνση του αριστερού ποδιού. Κατά το ιστορικό που έλαβαν από τον ασθενή, υπήρχε φουσκάλα στο αριστερό μικρό δάκτυλο, που είχε ως αποτέλεσμα να μολυνθεί το πόδι, η οποία ξεκίνησε πριν τρεις ημέρες, του χορηγήθηκε Εrythromycin 250 mg ανά 8 ώρες από 4-03-2013, ενώ ο ενάγων δεν ελάμβανε καμία χρόνια φαρμακευτική αγωγή. Σημειωτέον ότι μετρήθηκαν οι ζωτικές ενδείξεις του ενάγοντα και αυτός βρέθηκε να έχει θερμοκρασία 37,2, πίεση 70, αριθμό αναπνοών 14, πίεση αίματος 130/83, κλίμακα κώματος Glasgow 15 και κορεσμό οξυγόνου 99, ο πόνος ήταν σε κλίμακα 6/10, ενώ δεν χορηγήθηκε στον ενάγοντα καμία φαρμακευτική αγωγή κατά την παραμονή του στην ανωτέρω κλινική. Συνεπώς εκ του ανωτέρω εγγράφου, το οποίο προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, καταρρίπτεται ο ισχυρισμός του ότι σε αυτόν δεν χορηγήθηκε η ανωτέρω αντιβίωση, αλλά η Amoxil, αφού τις πληροφορίες που αναφέρονται στο ιστορικό του ασθενούς, οπωσδήποτε έδωσε στους ιατρούς της ανωτέρω κλινικής ο ίδιος ο ενάγων, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε άλλο άτομο μαζί του, ενώ ο ίδιος στην προσθήκη των προτάσεών του που κατατέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αναφέρει ότι μεταφέρθηκε στο ανωτέρω νοσοκομείο χωρίς συνοδό (βλ. σελ. 17 προσθήκης – αντίκρουσης ενάγοντα). Αποδείχθηκε επομένως ότι στον ενάγοντα χορηγήθηκε η συσταθείσα από τους ιατρούς του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού αντιβίωση, κι επομένως ο Υποπλοίαρχος Ζ. Μ.[S43]  δεν παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 30§2β του Β.Δ. 806/1970, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων με την κρινομένη αγωγή του. Άλλωστε το φαρμακείο του πλοίου ήταν σύμφωνο με τους Διεθνείς Κανονισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας κατά το χρονικό διάστημα από 5-07-2012 έως 3-07-2013, ήτοι και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τα πιστοποιητικά φαρμακείου και ιατρικών εφοδίων για πλοία του εμπορικού ναυτικού που χορηγήθηκαν σε αυτό από την εταιρεία «LE WEST LTD» – Διεθνείς Ιατρικές Προμήθειες. Ο ενάγων παρέμεινε νοσηλευόμενος στην ανωτέρω κλινική επί 5 ημέρες και μετά την έξοδό του επέστρεψε στην Ελλάδα και εισήχθη εκτάκτως στην Γενική Κλινική Γ. Γ.[S44]  Ε.Π.Ε.. Εκεί υποβλήθηκε στις 14-03-2013 σε triplex αρτηριακού και φλεβικού συστήματος και κατά τον έλεγχο του φλεβικού δικτύου κάτω άκρων, παρατηρήθηκε ανεπάρκεια των σαφηνομηριαίων συμβόλων αμφοτερόπλευρα, καθώς και κιρσοειδής μορφολογία των μείζονων σαφηνών αμφοτερόπλευρα στο ύψος των έσω μνημιαίων επιφανειών κυρίως αριστερά. Κατά τον έλεγχο του αρτηριακού δικτύου κάτω άκρων «όλα τα αγγεία ελέγχονται βατά και εμφανίζουν πάχυνση του ενδοθήλιού τους, με σχηματισμό αθηρωματικών αλλοιώσεων, οι οποίες προσκαλούν πολλαπλές μικρού βάθους στενώσεις, ο έλεγχος με έγχρωμο Doppler, έδειξε ροή αίματος ενδεικτική, πολλαπλών μικρού βαθμού στενώσεων, σε όλες τις περιφερικές αρτηρίες των κάτω άκρων». Ο ενάγων υποβλήθηκε στις 5-04-2013 σε ακτινογραφία ποδοκνημικής αρθρώσεως από την οποία εντοπίστηκαν εκφυλιστικές αλλοιώσεις χωρίς σαφή εικόνα κατάγματος, την αυτή ημέρα σε ακτινογραφία άκρου ποδός χωρίς παθολογικά ευρήματα, καθώς και σε ακτινογραφία θώρακος στις 8-04-2013. Εν τέλει ο ενάγων εξήλθε από την ανωτέρω κλινική στις 10-04-2013 με διάγνωση εξόδου «άτονα έλκη αριστεράς και δεξιάς κνήμης, έγκαυμα αριστερής πτέρνης, ερυσίπελας αριστερού κάτω άκρου, συντηρητική αγωγή» ενώ συνεστήθη δεκαήμερος αναρρωτική άδεια και επανέλεγχος (βλ. το από 10-04-2013 εξιτήριο που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων). Στις 15-04-2013 ο ενάγων επισκέφθηκε το ιατρείο της πλαστικής χειρουργού Θ. Μ.[S45] , η οποία διέγνωσε εκτεταμένη φλεγμονή αριστερού άκρου ποδός και οίδημα μετά από τραυματισμό προ 40 ημερών. Συνέστησε δε να υποβληθεί ο ενάγων σε μαγνητική τομογραφία στην περιοχή αυτή και αγγειοχειρουργική εκτίμηση, ενώ έκρινε ότι δεν μπορεί αυτός να εργαστεί ως ναυτικός. Κατόπιν των συστάσεων αυτών ο ενάγων στις 16-04-2013 υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία στο ιδιωτικό διαγνωστικό εργαστήριο «Διάγνωση» στην Πάτρα, τα ευρήματα αυτής δε ήταν «έντονο οίδημα μαλακών μορίων στη ραχιαία επιφάνεια ποδοκνημικής του ταρσού, των μεταταρσίων και των δακτύλων, παθολογικό μαγνητικό σήμα εμφανίζει η πρώτη φάλαγγα του μικρού δακτύλου και μικρό τμήμα της δεύτερης φάλαγγας (οστεομυελίτιδα), με συνύπαρξη διηθήσεως των πέριξ μαλακών μορίων, τα λοιπά οστά της εξετασθείσας περιοχής δεν εμφανίζουν παθολογικό μαγνητικό σήμα», ενώ συνεστήθη επανέλεγχος μετά από κατάλληλη θεραπεία. Ακολούθως ο ενάγων επισκέφθηκε εκ νέου το ιατρείο της Θ. Μ.[S46]  η οποία, αφού διαπίστωσε ότι η ανωτέρω φλεγμονή παρέμενε, έκρινε αυτόν ανίκανο προς εργασία για χρονικό διάστημα 20 ημερών, ήτοι από 20-04-2013 έως 10-05-2013. Στις 24-04-2013, ο ενάγων, προκειμένου να λάβει την κατάλληλη αντιβιοτική αγωγή για την οστεομυελίτιδα, επισκέφθηκε το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Π.[S47]  «Παναγιά Η Βοήθεια», στο οποίο νοσηλεύτηκε έως τις 15-05-2013. Κατά την παραμονή του σε αυτό υπεβλήθη σε κλινικοεργαστηριακό έλεγχο, έλαβε ενδοφλέβια αγωγή και εξήλθε με αγωγή από του στόματος. Σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα εξόδου του ανωτέρω Νοσοκομείου «προσήλθε λόγω εμπυρέτου από 4-03-2013 συνεπεία τραύματος αριστερού κάτω άκρου μικρού δακτύλου και οιδήματος με συνοδό κάκωση. Αρχικά νοσηλεία στο Νοσοκομείο Αγκόλας (για 5 ημέρες) και στη συνέχεια σε ιδιωτική κλινική στην …[S48] . Προσέρχεται για να λάβει αντιβιοτική αγωγή ενδοφλέβια λόγω οστεομυελίτιδας….Εξέρχεται απύρετος/βελτιωμένος με οδηγίες εξόδου», ενώ αυτός κρίθηκε ότι έχρηζε αποχής από την εργασία του και κατ’ οίκον συνέχισης της αγωγής για 30 ημέρες ημερολογιακές (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 3696/15-05-2013, το υπ’ αριθμ. πρωτ. 5108/11-06-2013, καθώς και το υπ’ αριθμ. 5397/19-06-2013 πιστοποιητικά του ανωτέρω Νοσοκομείου που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων). Κατά την έξοδό του από το ανωτέρω Νοσοκομείο του χορηγήθηκε συνταγή για να λάβει φάρμακα για την οστεομυελίτιδα, ενώ και στο εξιτήριο αυτή η πάθηση ανεγράφη ως διάγνωση εξόδου (βλ. το από 24-04-2013 εισιτήριο και το από 15-05-2013 εξιτήριο του ενάγοντα από το ανωτέρω Νοσοκομείο). Ο ενάγων εξετάσθηκε εκ νέου από τα εξωτερικά ιατρεία της παθολογικής κλινικής στο τμήμα λοιμώξεων του ανωτέρω Νοσοκομείου στις 29-05-2013 λόγω οστεομυελίτιδας κάτω άκρου. Σύμφωνα δε με το από 29-05-2013 ιατρικό σημείωμα έπρεπε να συμπληρώσει θεραπεία τριών μηνών (με έναρξη 24-04-2013), εν συνεχεία να επαναληφθεί η μαγνητική τομογραφία (MRI) και να γίνει εκτίμηση από αγγειοχειρουργό λόγω προβλήματος στο αντίστοιχο άκρο. Έγινε επανεξέταση του ενάγοντα στα εξωτερικά ιατρεία στις 19-06-2013, του χορηγήθηκαν δε και πάλι φάρμακα για οστεομυελίτιδα. Στις 14-08-2013 ο ενάγων επισκέφθηκε για μία ακόμα φορά τα εξωτερικά ιατρεία του αυτού ως άνω νοσοκομείου, αυτή τη φορά όμως της χειρουργικής κλινικής και βρέθηκε να πάσχει από αιμάτωμα αριστερού κάτω άκρου με τοπικό άλγος σε φάση βελτίωσης μετά από πρόσφατη χειρουργική επέμβαση σαφηνεκτομής και τοπικών εκριζώσεων κιρσών για την αντιμετώπιση φλεβικού έλκους. Συνεστήθη αντιβίωση και χρήση ελαστικής κάλτσας, καθώς και επανεξέταση, ενώ χορηγήθηκε στον ενάγοντα αναρρωτική άδεια τριών εβδομάδων. Στις 12-09-2013 που επανεξετάστηκε στα εξωτερικά ιατρεία της αγγειοχειρουργικής, βρέθηκε να πάσχει από «επουλωθέν φλεβικό άλγος αριστερού κάτω άκρου, προσφάτως υποβληθείς σε επέμβαση σαφηνεκτομής και τοπικών εκριζώσεων κιρσών. Η επέμβαση είχε επιπλακεί με ανάπτυξη αιματώματος στην ανατομική θέση της σαφηνούς. Ο ασθενής αναφέρει υπολειμματικό άλγος του αριστερού άκρου πόδα, πιθανή νευροπάθεια σαφηνούς νεύρου και υπολειμματική φλεβική παλινδρόμηση ως αιτία». Συνεστήθη δε στον ενάγοντα αναρρωτική άδεια τριών εβδομάδων, χρήση ελαστικής κάλτσας και επανεξέταση. Οι εναγόμενες αρνούνται ότι ο ενάγων τραυματίσθηκε από τις αρβύλες που του χορηγήθηκαν από τον Υποπλοίαρχο κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται με την υπό κρίση αγωγή του και ισχυρίζονται ότι η νοσηρή κατάσταση που παρουσίασε κατά τις τρεις τελευταίες ημέρες της υπηρεσίας του στο πλοίο (από 4-03-2013 έως 7-03-2013) δεν οφείλεται σε τραυματισμό ή ατύχημα, ήτοι σε αιφνίδιο και απρόβλεπτο εξωτερικό γεγονός ξένο προς τον οργανισμό του, αλλά αφορούσε ασθένεια και μάλιστα προϋπάρχουσα της ναυτολόγησής του (χρόνια φλεβική ανεπάρκεια και πρόκληση εξ αυτής ατόνων ελκών στο πόδι), η οποία εκδηλώθηκε, κάτω από συνθήκες σύμφυτες και προσιδιάζουσες στη φύση των καθηκόντων του, που ανέλαβε με την ναυτολόγησή του να εκτελέσει. Επιπλέον οι εναγόμενες αρνούνται ότι ο ενάγων έπασχε από ερυσίπελας και οστεομυελίτιδα, υποστηρίζουν δε ότι ακόμα κι αν γίνει δεκτό ότι πράγματι έπασχε από αυτές κατά την αποναυτολόγησή του ή στο διάστημα μετά τη ναυτολόγησή του, αυτές αποτελούν επιδείνωση της από πολλού διαγνωσθείσης και προϋπάρχουσας της ναυτολόγησης φλεβικής ανεπάρκειας στην ίδια περιοχή του αριστερού ποδιού – των σφυρών. Όπως αποδείχθηκε εκ των ανωτέρω εκτεθέντων, ο ενάγων πράγματι έπασχε από ερυσίπελας αριστερού κάτω άκρου κατά την έξοδό του από την κλινική Γ.[S49]  στις 10-04-2013. Εν συνεχεία δε διαπιστώθηκε από την μαγνητική τομογραφία, στην οποία υποβλήθηκε στις 16-04-2013 ότι έπασχε από οστεομυελίτιδα, για την οποία και νοσηλεύθηκε και εν συνεχεία παρακολουθείτο επί μακρόν από το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Π.[S50] . Οι εναγόμενες προσκομίζουν τις από 16-09-2013 και 28-12-2015 ιατρικές γνωματεύσεις της κλινικής Γ.[S51]  με τις οποίες επιχειρούν να αποδείξουν ότι ο ενάγων δεν προσεβλήθη ούτε από ερυσίπελας, ούτε από οστεομυελίτιδα, κι ότι τα όσα αναγράφονται στα έγγραφα του Νοσοκομείου Π.[S52]  δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική κατάσταση, διότι δεν έγιναν οι απαραίτητες εξετάσεις προκειμένου να διαγνωστεί οστεομυελίτιδα. Όσον αφορά στις από 16-09-2013 και 28-12-2015 ιατρικές γνωματεύσεις της κλινικής Γ.[S53] , αυτές δεν θα ληφθούν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, κατά πρώτον, διότι έρχονται σε αντίθεση με το από 10-04-2013 εξιτήριο της ανωτέρω κλινικής που σαφώς γίνεται λόγος για ερυσίπελα, καθώς και με σειρά διαγνώσεων από το Γενικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Π.[S54] , οι οποίες εκτέθηκαν ανωτέρω. Άλλωστε η από 28-12-2015 ιατρική γνωμάτευση κάνει λόγο ότι δεν έγινε μαγνητική τομογραφία για τη διάγνωση της οστεομυελίτιδας, αλλά απλός εργαστηριακός έλεγχος, ενώ ο ενάγων υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία στις 16-04-2013 από την οποία διαγνώσθηκε οστεομυελίτιδα, οπωσδήποτε δε δεν υπήρχε ανάγκη να υποβληθεί εκ νέου σε μαγνητική τομογραφία όταν επισκέφθηκε το νοσοκομείο Π.[S55] , αφού είχαν παρέλθει μόνο 8 ημέρες από την ανωτέρω εξέταση. Επομένως, η από 28-12-2015 γνωμάτευση, πέραν του ότι έχει χορηγηθεί προς υποστήριξη των όσων ισχυρίζονται οι εναγόμενες, καθ’ υπόδειξή τους, λαμβάνει για την εξαγωγή του συμπεράσματός της, ως δεδομένα κάποια στοιχεία που είναι καταφανώς εσφαλμένα, κι έτσι δεν μπορεί να οδηγηθεί στο σωστό συμπέρασμα. Δέον στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι ο ενάγων κατά τη νοσηλεία του στην κλινική Γ.[S56]  δεν υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία, σε σπινθηρογράφημα, ούτε σε βιοψία, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν έπασχε από οστεομυελίτιδα, παρόλο που σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στην τρίτη σελίδα της από 28-12-2015 γνωμάτευσης, αυτές είναι οι ενδεδειγμένες εξετάσεις για τη διάγνωσή της. Όπως αποδείχθηκε, οι θεράποντες ιατροί του στην κλινική αυτή αρκέστηκαν μόνο σε εξετάσεις αίματος και ακτινογραφία αριστερού άκρου ποδός. Όμως, οι εξετάσεις αυτές δεν αρκούν για τη σωστή διάγνωση, καθόσον η ύπαρξη αυξημένων λευκών αιμοσφαιρίων, η αύξηση της ταχύτητας καθίζησης ή της CRP ενισχύουν την υποψία ύπαρξης οξείας οστεομυελίτιδας, ωστόσο καμία από αυτές τις εξετάσεις δεν είναι ειδική, καθώς σε χρόνια λοίμωξη δεν αποκλείεται τα λευκά αιμοσφαίρια να είναι φυσιολογικά, ενώ η ΤΚΕ (ταχύτητα καθίζησης) χρησιμεύει περισσότερο ως δείκτης παρακολούθησης παρά διάγνωσης, οι καλλιέργειες αίματος δε είναι θετικές μόνο στο 50% των περιπτώσεων. Επιπλέον, η απλή ακτινογραφία μπορεί να θέσει τη διάγνωση ή να αποκλείσει άλλες οντότητες, αλλά δεν είναι ευαίσθητη, καθώς για να γίνουν οι οστικές αλλοιώσεις εμφανείς σε αυτήν πρέπει να περάσουν 3-4 εβδομάδες. Στις 28 ημέρες ποσοστό 98% των ασθενών που θα υποβληθούν σε συμβατική ακτινογραφία θα έχουν παθολογικά ευρήματα. Άλλες απεικονιστικές μέθοδοι όπως η Αξονική (CT) και η Μαγνητική (MRI) τομογραφία μπορούν να αναδείξουν αλλοιώσεις ακόμη και όταν η απλή ακτινογραφία είναι αρνητική (βλ. https://el.wikipedia.org/wiki/οξεία οστεομυελίτιδα και www.osta.gr/261/). Συνεπώς, στην κλινική Γ.[S57]  δεν έγιναν οι απαραίτητες εξετάσεις προκειμένου να γίνει η διάγνωση της οστεομυελίτιδας, ενώ σαφώς διαγνώστηκε ερυσίπελας. Άλλωστε οι εναγόμενες με την από 14-10-2013 απόδειξη ποσού 4.469,49 ευρώ, που αφορούσε τους μισθούς ασθενείας που έχουν καταβάλει στον ενάγοντα, συνομολογούσαν την ύπαρξη των ανωτέρω παθήσεων, αφού αναφέρουν σε αυτήν επί λέξει «ο υπογεγραμμένος Ν. Μ.[S58]  του Σ.[S59]  δηλώνω ότι έχω λάβει μέχρι και σήμερα από την εταιρεία με την επωνυμία «…[S60]  Ι»……..συνολικώς ποσό ευρώ 4.469,49 για μισθούς ασθενείας 4 μηνών σε σχέση με την ασθένειά μου (επουλωθέν άτονο φλεβικό έλκος (αρ) έσω σφυρού επί προηγηθείσας οστεομυελίτιδας και σαφηνεκτομή (αρ) μη ήπιες λειτουργικές διαταραχές/ερισίπελα) κατά την υπηρεσία μου ως μάγειρος επί του πλοίου Φ/Γ «…[S61] I» στο οποίο υπηρέτησα από 25-09-2012 έως 7-03-2013 οπότε απολύθηκα λόγω ασθενείας στο P. Α.[S62] ». Οπωσδήποτε δε την ανωτέρω απόδειξη συνέταξαν οι εναγόμενες και την υπέγραψε ο ενάγων, αυτές είναι άλλωστε που την προσκομίζουν και την επικαλούνται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ακόμα ο ιατρός Ε. Β.[S63]  της ασφαλιστικής εταιρείας «Αγροτική Ασφαλιστική» στο από 9-07-2013 ιατρικό του σημείωμα αναφέρει ότι ο ενάγων απολύθηκε από το ανωτέρω πλοίο λόγω ερυσίπελα – οστεομυελίτιδας κάτω άκρων. Αλλά και η Ανώτατη Ναυτικού Υγειονομικού Επιτροπή, αφού μελέτησε τον ιατρικό φάκελο του ενάγοντα και τον εξέτασε αυτοπροσώπως στις 27-09-2013, διαπίστωσε επουλωθέν άτονο φλεβικό έλκος (ΑΡ) έσω σφυρού επί προηγηθείσης οστεομυελίτιδας και σαφηνεκτομή (ΑΡ) με ήπιες λειτουργικές διαταραχές, έκρινε δε αυτόν ικανό να εργάζεται ως ναυτικός για δύο μήνες. Συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο ενάγων δεν έπασχε ούτε από ερυσίπελα, ούτε από οστεομυελίτιδα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ασκούσε το επάγγελμα του ναυτικού διαρκώς από το έτος 1977, ενώ από το έτος 2010 ναυτολογείτο σε πλοία των εναγομένων χωρίς ποτέ να δημιουργηθεί το παραμικρό πρόβλημα, οι προηγούμενες απολύσεις του δε από τις εναγόμενες είχαν γίνει αμοιβαία συναινέσει. Προτού ναυτολογηθεί υποβαλλόταν στις απαραίτητες εξετάσεις προκειμένου να κριθεί εάν ήταν κατάλληλος για την άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος. Ο ενάγων κρινόταν συνεχώς κατάλληλος, όμως στο από 16-05-2010 έντυπο ιατρικής εξέτασης για ναυτολόγηση υπήρχε η επισήμανση ότι έπασχε από φλεβίτιδα – κιρσούς κάτω άκρων, αυτή δε η σημείωση υπήρχε και στα από 23-05-2011, 25-01-2012 και 6-09-2012 (ήτοι προ της ένδικης ναυτολόγησης) αντίστοιχα έντυπα. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων στις 8-06-2009 είχε υποβληθεί στα επείγοντα ιατρεία της χειρουργικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Π.[S64]  σε καθαρισμό τραύματος στην περιοχή του έσω σφυρού (ΑΡ) κάτω άκρου και του χορηγήθηκε αντιβίωση Αugmentin, ενώ στο triplex που υποβλήθηκε στις 10-06-2009 διαπιστώθηκε ότι «το εν τω βάθει φλεβικό δίκτυο ελέγχεται βατό. Θρομβωμένοι κλάδοι μείζωνος σαφηνούς στο ύψος του έσω σφυρού αριστερά με συνοδό οίδημα μαλακών μορίων. Διατεταμένη η αριστερή μείζων σαφηνή φλέβα σε όλο το μήκος της με κιρσοειδεισκλάδους που ανεπαρκούν, ανεπαρκείς διατητραίνουσες στην μεσότητα της αριστερής κνήμης στην έσω πλευρά, ανεπάρκεια δεξιάς μείζων σαφηνούς φλέβας χωρίς ιδιαίτερη διάταση,
οι σαφηνομηριαίες βαλβίδες ανεπαρκούν κατά την δοκιμασία valsava». Περαιτέρω, όσον αφορά στον αγωγικό ισχυρισμό ότι ο τραυματισμός του ενάγοντα προκλήθηκε λόγω στενών και σκληρών αρβυλών που του χορηγήθηκαν από τον Υποπλοίαρχο, δέον να σημειωθεί ότι πράγματι αποδείχθηκε ότι περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2013 χορηγήθηκαν σε αυτόν από τον Υποπλοίαρχο …[S65]  υποδήματα ασφαλείας, κατόπιν αιτήματός του και αφού ανέφερε το μέγεθος που θέλει. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι ο ενάγων εν συνεχεία παραπονέθηκε όσον αφορά τα παπούτσια αυτά σε οποιοδήποτε μέλος του πληρώματος, ούτε ανέφερε ότι αυτά του είχαν προκαλέσει κάποιο πρόβλημα. Τα μόνα φάρμακα δε που έλαβε από τα τέλη Φεβρουαρίου έως τις 4-03-2013 ήταν μία αλοιφή miconazolen στις 4-02-2013 και 10 ταμπλέτες cold relief στις 2-03-2013. Ενόψει των ανωτέρω, κατά τη μελέτη της υπόθεσης, μετά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, παρουσιάζονται κενά και αμφίβολα σημεία, διότι από το σύνολο του προσκομιζομένου ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικτικού υλικού, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς τα κρίσιμα και εντόνως αμφισβητούμενα ζητήματα: α) περί της φύσης της βλάβης που υπέστη ο ενάγων και της ακριβούς αιτίας πρόκλησης αυτής, ήτοι εάν αυτή προήλθε από τραύμα που προκλήθηκε από τα υποδήματα ασφαλείας που του χορηγήθηκαν τέλη Φεβρουαρίου 2013 από τον Υποπλοίαρχο ή οφειλόταν σε προϋπάρχουσα ασθένεια ή προδιάθεση εκδήλωσης ασθένειας πριν από τη ναυτολόγησή του και, σε θετική περίπτωση, περί του εάν αυτή υποτροπίασε ή παροξύνθηκε στο πλοίο, β) της ακριβούς αιτίας πρόκλησης ερυσίπελας και οστεομυελίτιδας από τις οποίες διαπιστώθηκε ότι έπασχε ο ενάγων κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα και εάν συνέβαλε και αυτός με κάποια ενέργεια ή παράλειψή του στην εκδήλωση των νόσων αυτών, γ) εάν το γεγονός ότι ο ενάγων δεν αποναυτολογήθηκε στις 5-03-2013, οπότε το πλοίο προσέγγισε τον τερματικό σταθμό …[S66] , ούτε στις 6-03-2013, οπότε δόθηκε εντολή από τον ιατρό …[S67]  του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού για αποβίβαση του ενάγοντα, αλλά στις 7-03-2013, ήτοι περί τις 22 ώρες μετά την ως άνω εντολή, συνέτεινε στο να επιδεινωθεί η κατάστασή του, με ποιο τρόπο και σε τι βαθμό, δ) περί του εάν η επελθούσα βλάβη της υγείας του ενάγοντα, αντιμετωπίστηκε με προσήκοντα τρόπο στο νοσοκομείο της Αγκόλα, και, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, σε τι βαθμό επηρέασε την κατάσταση της υγείας του ενάγοντα η έλλειψη προσήκουσας φροντίδας, ε) εάν σχετίζεται με την ως άνω βλάβη της υγείας του ενάγοντα η λήψη από αυτόν στις 4-02-2013 της αλοιφής miconazolen και στ) εάν ο ενάγων προέβη σε ενέργειες που επιδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του και σε καταφατική περίπτωση ποιες ήταν οι ενέργειες αυτές και πώς επέδρασαν στην εξέλιξη της υγείας του. Επομένως, ενόψει του ότι τα ανωτέρω ζητήματα απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις της επιστήμης της ιατρικής, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, για την πλήρη διακρίβωση και ορθή διάγνωση της διαφοράς, να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατ’ αρθρ. 254 σε συνδυασμό με το άρθρο 368 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα, κατά παραδοχή και του σχετικά προβαλλομένου ισχυρισμού των εναγομένων. Σημειώνεται ότι δε θα περιληφθεί εν προκειμένω διάταξη περί δικαστικών εξόδων, ενόψει του ότι πρόκειται περί μη οριστικής απόφασης (191 παρ.1 ΚΠολΔ). Τέλος, τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, θα συνεκτιμηθούν κατά την κατ’ επανάληψη συζήτηση, η οποία αποτελεί συνέχεια της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης.

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο και τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, επιμελεία του επιμελέστερου των διαδίκων.

-ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που τηρείται στο Πρωτοδικείο Πειραιά για τον σκοπό αυτό, τον …[S68]  του Ευαγγέλου, ιατρό με ειδικότητα στη χειρουργική, κάτοικο Γ.[S69]  (οδός …[S70] ), τηλ. …[S71] , ο οποίος, αφού δώσει το νόμιμο όρκο του ενώπιον της δικάζουσας Δικαστού ή του νόμιμου αναπληρωτή της εντός 15 ημερών από την επομένη της επίδοσης σε αυτόν της παρούσας αποφάσεως κατά την ημέρα και ώρα που θα ορισθεί από αυτόν στο κατάστημα του Πρωτοδικείου Πειραιά και, αφού προηγουμένως, αφενός λάβει γνώση όλων των έγγραφων στοιχείων της δικογραφίας που είναι χρήσιμα για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και λάβει κάθε χρήσιμη διευκρίνιση ή πληροφορία από τους διαδίκους και αφετέρου πραγματοποιήσει ιατρική εξέταση του ενάγοντα, να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεση, την οποία θα καταθέσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επομένη της ημερομηνίας ορκίσεώς του για τα κάτωθι θέματα: α) περί της φύσης της βλάβης που υπέστη ο ενάγων και της ακριβούς αιτίας πρόκλησης αυτής, ήτοι εάν αυτή προήλθε από τραύμα που προκλήθηκε από τα υποδήματα ασφαλείας που του χορηγήθηκαν τέλη Φεβρουαρίου 2013 από τον Υποπλοίαρχο ή οφειλόταν σε προϋπάρχουσα ασθένεια ή προδιάθεση εκδήλωσης ασθένειας πριν από τη ναυτολόγησή του και, σε θετική περίπτωση, περί του εάν αυτή υποτροπίασε ή παροξύνθηκε στο πλοίο, β) της ακριβούς αιτίας πρόκλησης ερυσίπελας και οστεομυελίτιδας από τις οποίες διαπιστώθηκε ότι έπασχε ο ενάγων κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα και εάν συνέβαλε και αυτός με κάποια ενέργεια ή παράλειψή του στην εκδήλωση των νόσων αυτών, γ) εάν το γεγονός ότι ο ενάγων δεν αποναυτολογήθηκε στις 5-03-2013, οπότε το πλοίο προσέγγισε τον τερματικό σταθμό …[S72] , ούτε στις 6-03-2013, οπότε δόθηκε εντολή από τον ιατρό …[S73]  του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού για αποβίβαση του ενάγοντα, αλλά στις 7-03-2013, ήτοι περί τις 22 ώρες μετά την ως άνω εντολή, συνέτεινε στο να επιδεινωθεί η κατάστασή του, με ποιο τρόπο και σε τι βαθμό, δ) περί του εάν η επελθούσα βλάβη της υγείας του ενάγοντα, αντιμετωπίστηκε με προσήκοντα τρόπο στο νοσοκομείο της Αγκόλα, και, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, σε τι βαθμό επηρέασε την κατάσταση της υγείας του ενάγοντα η έλλειψη προσήκουσας φροντίδας, ε) εάν σχετίζεται με την ως άνω βλάβη της υγείας του ενάγοντα η λήψη από αυτόν στις 4-02-2013 της αλοιφής miconazolen, στ) εάν ο ενάγων προέβη σε ενέργειες που επιδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του και σε καταφατική περίπτωση ποιες ήταν οι ενέργειες αυτές και πώς επέδρασαν στην εξέλιξη της υγείας του και ζ) οτιδήποτε κριθεί χρήσιμο από τον εν λόγω πραγματογνώμονα για την διασαφήνιση των θεμάτων που τίθενται στην προκειμένη διαφορά.

ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 5 Απριλίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ