ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1948/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 31 Ιανουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Ε.[M1] …[M2] του Ν.[M3] , κατοίκου Πειραιά, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς του δικηγόρου Άννας Κοντοσέα.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…[M4] », που εδρεύει στην Μ.[M5] της Λ.[M6] και διατηρεί νόμιμη εγκατάσταση στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς της δικηγόρου Μαρίας Σταμούλη, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M7] και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M8] αγωγή του κατά της εφεσίβλητης – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό, τι αναφέρει σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 189/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 59/27-5-2016), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 2855/2016 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1584/2016 και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 189/2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία απορρίφθηκε η με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M9] και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M10] αγωγή του εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις {άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 και η παρ. 2 του άρθ. 518 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθ. τρίτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015)}. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω προσήκουσα ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την ως άνω αγωγή του ο εκκαλών ζήτησε να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη, ως πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιά …[M11] επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «…[M12] I», να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 5.387,33 ευρώ για διαφορές υπερωριακής αμοιβής και αποδοχών ενός μηνός κατ’ άρθρο 60 ΚΙΝΔ, αναφορικά με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα κατά το οποία αυτός υπηρέτησε επί του ανωτέρω πλοίου με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, έναντι συμφωνηθεισών αποδοχών των προβλεπομένων στις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Πλοίων του έτους 2013, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την ίδια (εναγομένη), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του από το επίδικο πλοίο, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Ο εκκαλών παραπονείται τώρα κατά της εν λόγω απόφασης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί αυτή, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του.
Από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, την υπ’ αριθ. …[M13] ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης, Γ. Α.[M14] , ενώπιον της συμβολαιογράφου Άρτας, Άννας Μάντζιου – Μπουραντά, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη κλήτευση της εναγομένης, καθώς και από την υπ’ αριθ. …[M15] ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Ι. Μ.[M16] , ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών, Παρασκευής Αναγνωστίδου, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη κλήτευση του ενάγοντος, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας που κατήρτισε ο ενάγων με την εναγόμενη εταιρεία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιά …[M17] επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «…[M18] I», κόρων ολικής χωρητικότητας 30.902, υπό Διεθνές Διακριτικό Σήμα SYCF, παρείχε την εργασία του σ’ αυτό (πλοίο) με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα και με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από τη ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Πλοίων του έτους 2013, για τα χρονικά διαστήματα: α) από …[M19] έως και τις 3062013[M20] [M21] , που αποναυτολογήθηκε στο λιμάνι της Πάτρας, λόγω χορηγήσεως σ’ αυτόν αδείας μέχρι τις 10.7.2013, β) από 10.7.2013 έως και τις 14.7.2013, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του και η σύμβασή του λύθηκε στο λιμάνι της Πάτρας, και γ) από …[M22] έως και τις 28.9.2013, που η σύμβασή του λύθηκε στο λιμάνι της Πάτρας, λόγω μεταθέσεως του σε άλλο πλοίο του ιδίου επιχειρηματικού ομίλου. Την επίδικη περίοδο το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια από Πάτρα προς Ανκόνα (Ιταλία) με επιστροφή, με προσέγγιση ενδιαμέσως στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Στα δρομολόγια της συγκεκριμένης γραμμής το επίδικο πλοίο εναλλασσόταν με το …[M23] II, που ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιρειών, και το …[M24] της …[M25] Συγκεκριμένα, κατά τους μήνες Ιανουάριο – Ιούνιο και Σεπτέμβριο – Δεκέμβριο, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ένα πλήρες κυκλικό δρομολόγιο ανά 4 ημέρες ως εξής: απέπλεε από Πάτρα στις 17:00, είχε άφιξη στην Ηγουμενίτσα στις 23:00, από εκεί αναχωρούσε στις 23:30 και συνέχιζε για Ανκόνα, όπου κατέπλεε στις 16:00 της επόμενης ημέρας. Στην Ανκόνα διανυκτέρευε μέχρι την επόμενη αναχώρηση, που ήταν προγραμματισμένη για τις 13:30 της επομένης. Είχε άφιξη στην Ηγουμενίτσα στις 8:00 το πρωί της επομένης και αναχώρηση στις 8:30 για Πάτρα, όπου κατέπλεε στις 14:30. Μάλιστα το πρόγραμμα διαμορφωνόταν κατά τέτοιο τρόπο με τα άλλα πλοία που εκτελούσαν το ίδιο δρομολόγιο, ώστε κάθε δεύτερη εβδομάδα να έχουν εναλλάξ διπλή διανυκτέρευση είτε στην Ανκόνα είτε στην Πάτρα. Κατά τους θερινούς δε μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο (τη θεωρούμενη δηλαδή υψηλή τουριστική περίοδο) το δρομολόγιο του επίδικου πλοίου διαμορφωνόταν ως εξής: αναχωρούσε από το λιμάνι της Πάτρας στις 14:30, είχε άφιξη στην Ηγουμενίτσα στις 19:30 και απέπλεε από εκεί στις 20:00 για Ανκόνα, όπου κατέπλεε στις 10:30 το πρωί της επομένης. Από την Ανκόνα αναχωρούσε στις 13:30 της ίδιας ημέρας, προσέγγιζε Ηγουμενίτσα στις 6:00 της επομένης, με αναχώρηση στις 6:30 για Πάτρα, όπου κατέπλεε στις 11:30 της ίδιας ημέρας. Τους θερινούς δε ως άνω μήνες το πλοίο είχε ανά 21 ημέρες διανυκτέρευση στο λιμάνι της Πάτρας. Εξάλλου, με βάση αφενός την προεκτιθέμενη ειδικότητα του ενάγοντος, ο οποίος απασχολούνταν ως ναυτόπαις σε εργασίες συντήρησης και καθαρισμών του ως άνω πλοίου και συμμετείχε στη διαδικασία κατάπλου, απόπλου, φορτοεκφόρτωσης και εχμάσεως των οχημάτων σ’ αυτό (πλοίο), αφετέρου την οργανική σύνθεση του πλοίου σε σχέση με την ειδικότητα του ίδιου (ενάγοντος) ως μέλους του κατωτέρου πληρώματος καταστρώματος (1 ναύκληρος, 1 υποναύκληρος, 11 ναύτες και 1 ναυτόπαις, παρά την πρόβλεψη της νομίμως προσκομιζόμενης μετ’ επικλήσεως σχετικής υπουργικής απόφασης για το επίδικο πλοίο και τα προαναφερθέντα δρομολόγια αυτού, αφορώσα την υποχρέωση ναυτολόγησης μόνον 1 ναυκλήρου και 8 ναυτών), λαμβανομένων υπόψη των σταθερά εκτελουμένων από το ανωτέρω πλοίο δρομολογίων, καθ’ όλη τη χρονική περίοδο ναυτολόγησης του πρώτου (ενάγοντος) σ’ αυτό, καθώς και της αυξημένης επιβατικής κίνησής του (πλοίου), που καθιστούσε αναγκαία την παροχή υπερωριακής εργασίας, για την οποία άλλωστε η εναγομένη κατέβαλλε αμοιβή στον ενάγοντα, υφισταμένης της έριδος μόνον ως προς τον αριθμό των ημερήσιων ωρών υπερωριακής απασχόλησής του, και σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο τελευταίος, κατά τα χρονικά διαστήματα που υπηρέτησε επί του ένδικου πλοίου, παρείχε, κατά μέσο όρο, εργασία 11 ωρών ημερησίως, πλην της περιόδου από 16.3.2013 έως και 28.3.2013, κατά την οποία αυτό (πλοίο) δεν εκτέλεσε δρομολόγια, λόγω της πραγματοποίησης των εργασιών της ετήσιας επισκευής και επιθεώρησής του, οπότε ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά επί 8 ώρες, συμμετέχοντας σε εκτελούμενες εργασίες επισκευής και συντήρησης. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται, εκτός των άλλων, ιδίως από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης, Ι. Μ.[M26] , ο οποίος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του ναυκλήρου και δύναται εξ αυτού του λόγου να έχει, ως προϊστάμενος του (ενάγοντος), άρτια ιδία γνώση και αντίληψη περί των συνθηκών και του ακριβούς χρόνου εργασίας του (ενάγοντος) επ’ αυτού (πλοίου) για την επίδικη χρονική περίοδο. Όλα τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από όσα διαλαμβάνονται στην ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης, Γ. Α.[M27] , περί απασχόλησης του ενάγοντος, απαρέγκλιτα, επί 14 ώρες καθημερινά, αφού αυτή (ένορκη βεβαίωση), ως μη ενισχυόμενη από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, δεν παρέχει πίστη στο παρόν Δικαστήριο, δεδομένου ότι ο εν λόγω μάρτυρας βρίσκεται σε αντιδικία με την εναγόμενη εταιρεία (βλ. τη νομίμως προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την τελευταία, με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M28] και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M29] αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς), εγείροντας παρόμοιες αξιώσεις, γεγονός το οποίο αντικειμενικώς αξιολογείται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Όπως περαιτέρω αποδείχθηκε, μεταξύ των διαδίκων είχε συμφωνηθεί, δυνάμει των από …[M30] και …[M31] εγγράφων συμβάσεων, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης από τον ενάγοντα εργασίας κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του στο ως άνω πλοίο, η καταβολή μηνιαίου «κλειστού» μισθού, στον οποίο περιλαμβανόταν, πλέον των νομίμων αποδοχών της οικείας ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Πλοίων, κλειστή αμοιβή για υπερωρίες και για τις ώρες εργασίας του τα Σάββατα και τις αργίες, είχε δε επιπροσθέτως συνομολογηθεί (άρθρο 4) ότι: «Κάθε ποσό που καταβάλλει η Εταιρεία στον Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικά με την παρούσα σύμβαση…». Τέτοιο ποσό, το οποίο δεν προβλεπόταν από την οικεία ΣΣΝΕ και δινόταν από την εναγομένη από ελευθεριότητα, ήταν μόνο αυτό που αναφέρεται στις προσκομιζόμενες από τους διαδίκους, αναλυτικές αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, με την ένδειξη «Έκτακτες Αμοιβές». Από το περιεχόμενο του προεκτιθέμενου όρου, ερμηνευόμενου όπως απαιτεί η καλή πίστη και λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι οι διάδικοι συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζεται το ως άνω ποσό προς οφειλόμενη αμοιβή υπερωριακής εργασίας. Αυτό δε γιατί, συμφωνηθέντος μεταξύ των μερών “κλειστού” μισθού, το ως άνω κονδύλιο φέρει το χαρακτήρα επιμισθίου, καταβαλλομένου τακτικώς και παγίως, ενώ η ειδικότερη συμφωνία περί συμψηφισμού αφορά συγκεκριμένα την υπερωριακή εργασία. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η βασιμότητα του ισχυρισμού του ενάγοντος ότι τα εν λόγω κονδύλια με την ένδειξη «Έκτακτες Αμοιβές» αποτελούσαν αμοιβή επιπρόσθετης και εξτρά αμειβόμενης εργασίας του αφορώσα σε μεταφορά τροφοεφοδίων και παραλαβή ασυνόδευτων δεμάτων. Επομένως, γενομένης δεκτής ως βάσιμης κατ’ ουσίαν της στηριζόμενης στα άρθρα 361 και 416 του ΑΚ, ένστασης εξοφλήσεως (συμβατικού συμψηφισμού), η οποία παραδεκτώς προβλήθηκε εκ μέρους της εναγομένης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αποδεικνύεται ότι τα ως άνω καταβληθέντα στον ενάγοντα ποσά μπορούν να συμψηφιστούν με τις αξιώσεις του για υπερωριακή αμοιβή (βλ. και ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 16. 114, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 2010. 39). Ειδικότερα, για τα επίδικα χρονικά διαστήματα της υπηρεσίας του επί του πλοίου …[M32] I, που απασχολήθηκε υπερωριακά επί 3 ώρες την ημέρα για 135 καθημερινές και Κυριακές, πλην της περιόδου από 16.3.2013 έως και 28.3.2013, ο ενάγων δικαιούνταν εξ αυτού του λόγου ως αμοιβή, σύμφωνα και με την οικεία ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Πλοίων του έτους 2013, το συνολικό ποσό των (135 ημέρες Χ 3 ώρες Χ 5,12 ευρώ ανά ώρα=) 2.073,60 ευρώ. Επίσης, για την ημερήσια απασχόλησή του επί 11 ώρες, τα ίδια ως άνω χρονικά διαστήματα, για 24 Σάββατα και 5 αργίες, καθώς και για την 8ωρη ημερήσια απασχόλησή του κατά το 1 Σάββατο και τις 2 αργίες της περιόδου από 16.3.2013 έως και 28.3.2013, δικαιούνταν ως αμοιβή το συνολικό ποσό των {(29 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες Χ 6,14 ευρώ ανά ώρα=) 1.958,66 ευρώ + (3 Σάββατα και αργίες Χ 8 ώρες Χ 6,14 ευρώ ανά ώρα=) 147,36 ευρώ=} 2.106,02 ευρώ. Έναντι των προαναφερθέντων ποσών για την ανωτέρω αιτία (2.073,60 + 2.106,02 = 4.179,62) ο ενάγων έλαβε συνολικά για υπερωρίες, για τις ώρες εργασίας του τα Σάββατα και τις αργίες, καθώς και ως «Έκτακτες Αμοιβές», όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από τους διαδίκους, αποδείξεις μισθοδοσίας του και δεν αμφισβητείται από τον ίδιο (ενάγοντα), το ποσό των (1.492,28 + 1.635,31 + 1.689,75=) 4.817,34 ευρώ, με αποτέλεσμα να μην του οφείλεται κάποιο ποσό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι το αγωγικό κονδύλιο περί οφειλόμενης υπερωριακής αμοιβής είναι αβάσιμο κατ’ ουσίαν, ορθά έκρινε, αν και με διαφορετική εσφαλμένη αιτιολογία, η οποία πρέπει να αντικατασταθεί από την προαναφερόμενη (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 60 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., ορίζεται ότι «Εάν ο μισθός συνωμολογήθη κατά μήνα, ο ναυτικός δικαιούται εις τον μισθόν των μηνών και των ημερών, καθ’ ας διήρκεσεν η ναυτολόγησις. Εάν όμως αύτη διήρκεσεν έλασσον του μηνός, ο ναυτικός δικαιούται εις πλήρη μηνιαίον μισθόν. Ως πλήρης ημέρα θεωρείται η απλώς αρξαμένη». Η άσκηση όμως του ως άνω δικαιώματος αποδοχών πλήρους μηνός, όταν η ναυτολόγηση διήρκεσε λιγότερο από μήνα, αποκλείεται (και ο ναυτικός δικαιούται να λάβει μόνον το μισθό των ημερών που εργάστηκε), εάν η λύση της σύμβασης οφείλεται σε υπαιτιότητά του ή αποκλειστικά στη βούληση του ιδίου (βλ. και ΕφΠειρ 22/2015 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 97/2012 ΕΝΔ 2012. 97, 648/2008 ΕΝΔ 36. 388, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο», τομ. Α΄, εκδ. 2004, άρθρ. 60, σελ. 325). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω, ο ενάγων, στις 14.7.2013, αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του και η σύμβασή του λύθηκε στο λιμάνι της Πάτρας, επειδή, όπως ενημέρωσε και τον προϊστάμενο του και μάρτυρα της εναγομένης, Ι. Μ.[M33] , σύμφωνα και με τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στην προσκομισθείσα ένορκη βεβαίωσή του, η σύζυγός του (ενάγοντος) μόλις είχε γεννήσει και ήθελε να βρει άλλη εργασία ώστε να βρίσκεται πιο κοντά στην οικογένειά του, η οποία διέμενε στον Πειραιά. Η ως άνω δε κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός που επικαλείται ο ενάγων και αφορά στη σημείωση στο ναυτικό φυλλάδιό του περί απόλυσής του «αμοιβαία συναινέσει» κατά την προεκτιθέμενη ημερομηνία, δοθέντος ότι η σχετική εγγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο είναι δεκτική ανταποδείξεως (πρβλ. ΕφΠειρ 355/2013 ΕΝΔ 2013. 296, 456/2008 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και αυτή, ως μη ενισχυόμενη από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, δεν ανατρέπει το συμπέρασμα ότι η πραγματική αιτία απολύσεως του ενάγοντος ήταν η περί τούτου οικεία αυτού βούληση, που έγινε δεκτή από την εναγόμενη εταιρεία, αν ληφθεί υπόψη και ότι, κατά λογική αναγκαιότητα, η τελευταία (εναγομένη) δεν θα είχε όφελος να απολυθεί αυτός εν μέσω της υψηλής τουριστικής περιόδου (14.7.2013) και να τον ναυτολογήσει εκ νέου την …[M34] , με την ίδια συμφωνία και τους ίδιους όρους εργασίας. Κατ’ ακολουθίαν, σύμφωνα και με τα μνημονευόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, στον ενάγοντα δεν οφείλονται αποδοχές ενός πλήρους μήνα κατ’ άρθρο 60 του Κ.Ι.Ν.Δ., όπως αβασίμως αιτείται με την ένδικη αγωγή του, αλλά αποδοχές που αντιστοιχούν στις πραγματικές ημέρες εργασίας του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε τα ίδια και απέρριψε το σχετικό αγωγικό κονδύλιο, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο, με συνέπεια τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο εκκαλών με το σχετικό δεύτερο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς του, να είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει αυτή ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 2-5-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ