Μενού Κλείσιμο

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΑ – ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ)

Αριθμός απόφασης
2257/2017
(Αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …[S1] )

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ευσταθία Τσάμη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 2 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Ι. Ι.[S2]  του Γ.[S3] , κατοίκου Ν.[S4]  Νομού Αττικής (οδός …[S5] ), με …[S6] , ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Αναστασίας Στάικου[S7] , κατοίκου …… (οδός …[S8] ) με …[S9] , η οποία κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…[S10] », που εδρεύει στην πόλη του Π.[S11]  της …[S12]  του Π.[S13]  και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από τη δεύτερη εναγομένη, άνευ ΑΦΜ, 2) της εταιρείας με την επωνυμία «…[S14] », που εδρεύει στην Μ.[S15]  της Λ.[S16]  και διατηρεί νόμιμη εγκατάσταση στη Θ.[S17]  (…[S18] ) και εκπροσωπείται νόμιμα, με …[S19]  της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θ.[S20] ς, 3) Δ. Τ.[S21]  του Σ.[S22]  με …[S23]  της Δ.Ο.Υ. Ζ΄ Θ.[S24] ς και 4) Σ.[S25]  Τ.[S26]  του Δ.[S27] , με …[S28]  της Δ.Ο.Υ. Η΄ Θ.[S29] ς, αμφοτέρων κατοίκων Θ.[S30] ς (…[S31] ), οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γ.[S32]  Κουτρουμπούση, κατοίκου Πειραιώς (…[S33] ) με …[S34] [S35] , ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 8-03-2016 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …[S36] , προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 26-09-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 762/1978, «περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβαση εργασίας μετά του ναυτικού», που ορίζει ότι, «εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συνάπτων στην Ελλάδα σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν για όλες τις απορρέουσες από τη σχέση ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι του ναυτικού (παρ. 1). Εάν την ανωτέρω σύμβαση με το ναυτικό συνήψε στην Ελλάδα νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό, με τον εργοδότη ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον για τις κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτήσεις του ναυτικού, όλα τα, από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της από το ναυτικό ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του, εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικό αυτό πρόσωπο, φυσικά πρόσωπα», προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με το ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνεται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και το φυσικό πρόσωπο που εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο. Η σύμβαση αυτή δεν είναι αναγκαίο να γίνει εγγράφως. Η σύμβαση πρόσληψης του ναυτικού για να ναυτολογηθεί σε πλοίο είναι ιδιότυπη οριστική σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματα που θέλησαν τα μέρη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, και κατά συνέπεια, αν αυτή έγινε στην Ελλάδα, υπάρχει εις ολόκληρον ευθύνη των υπόχρεων που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη για τις υποχρεώσεις που πηγάζουν απ’ αυτήν ή τη σύμβαση ναυτολόγησης που επακολούθησε (ΑΠ 1090/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 168/1999 ΕΝΔ 27, σ.278, ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24, σ.124, ΕφΠειρ 761/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 457/2011 ΕΝΔ 2012.21, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, Εφ Πειρ 235/2010 ΕΝΔ 2010.131). Ο ενάγων, με την κρινόμενη αγωγή του, εκθέτει ότι, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 9.10.2015, μεταξύ αυτού και της δευτέρας των εναγομένων, η οποία τυγχάνει αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής πλοιοκτήτριας του με σημαία Π.[S37]  φορτηγού πλοίου με το όνομα «…[S38] », με αριθμό νηολογίου Π.[S39]  …[S40]  -[S41] [S42]  (IMO 9082908), χωρητικότητας κόρων 27.111 και DWT 46.637, Διεθνές Διακριτικό Σήμα 3FET4, προσελήφθη για χρονικό διάστημα τριών μηνών, μετά τη λήξη του οποίου η σύμβαση μετετράπη σε αορίστου χρόνου και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο στο λιμάνι Κωστάντζα της Ρουμανίας, με την ειδικότητα του Μηχανικού Α΄, έναντι «κλειστού» μηνιαίου μισθού, ποσού 8.500 ευρώ, ενώ ρητά συμφωνήθηκε ότι θα παρείχε την εργασία του, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της οικείας ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4.500 DWT και άνω. Ότι εργάσθηκε συνεχώς στο πλοίο αυτό, μέχρι τις 2-02-2016, οπότε απολύθηκε από το ανωτέρω πλοίο λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτολογήσεώς του από τον ίδιο λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του, κατ’ άρθρο 74 ΚΙΝΔ. Ότι δυνάμει της προαναφερόμενης συμβάσεως ναυτολόγησης, για την εργασία του ως Μηχανικού Α΄ στο παραπάνω πλοίο, οφείλονται σε αυτόν μη καταβληθείσες δεδουλευμένες αποδοχές, επίδομα αδείας, καθώς και η αποζημίωση απόλυσης. Με βάση τα ανωτέρω, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δήλωσης της πληρεξουσίας του δικηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επαναλαμβάνεται αναλυτικά στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε στο ακροατήριο (αρθρ. 223, 224, 295 παρ.1 και 591§1 ΚΠολΔ), ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το ποσό των 20.000 ευρώ για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών του, καθώς και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να του καταβάλλουν το ποσό των 12.379 ευρώ για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 4.973,32 ευρώ για επίδομα αδείας και το ποσό των 5.104,05 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αποζημίωση απόλυσης, άπαντα τα ανωτέρω ποσά δε νομιμότοκα από της απολύσεώς του (2-02-2016), άλλως της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του. Τέλος, ζητά να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά του έξοδα. Επικουρικά δε, ζητεί την επιδίκαση των ανωτέρω ποσών, κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, εφόσον αναφέρει ότι οι εναγόμενοι κατέστησαν και είναι εισέτι αδικαιολογήτως και παρανόμως πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας του δια της αποδοχής των παρεχόμενων υπηρεσιών του και της μη καταβολής των παραπάνω ποσών, ο δε πλουτισμός τους σώζεται έως σήμερα. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης, σύμφωνα με ρητό όρο της από 9-10-2015 σύμβασης ναυτικής εργασίας που συνήφθη μεταξύ των διάδικων μερών και στον οποίο προβλέπεται ότι κάθε διαφορά που μπορεί να προκύψει σε σχέση με την απόδοση και τους όρους της παρούσας σύμβασης θα είναι υπό την ελληνική δικαιοδοσία, ενώ για όλους τους όρους και τις συνθήκες της παρούσας σύμβασης υπεύθυνα θα είναι τα Ελληνικά Δικαστήρια. Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 33, 37 και 621 ΚΠoλΔ και άρθρο 51 παρ. 3Α  του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και η υπόθεση εισάγεται να δικαστεί κατά την αρμόζουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 και 621 επ. του Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.). Εξάλλου, στην κρινόμενη διαφορά, που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο δίκαιο (lex causae) είναι το Ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, καθόσον έχει γίνει εν προκειμένω, ως προεξετέθη, επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη. Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 και 669 ΑΚ, 176, 191, 907, 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, άρθρα 53 επ., 72, 74, 75, 76, 84 του Κ.Ι.Ν.Δ, άρθρο 1§§ 1-2 Ν. 762/1978, καθώς και της από 8-11-2010 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω έτους 2010, που κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 123/9-02-2011) με έναρξη ισχύος από 1-01-2010 και λήξη αντίστοιχα στις 31-12-2010 (βλ. άρθρο 3§2 της υπ’ αριθμ. 3525.1.1/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας). Ωστόσο, όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής, την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η αγωγή είναι αόριστη, καθόσον, αν και η εν λόγω βάση σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), δεν γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής, της ακυρότητας της ένδικης συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, στοιχείο που είναι αναγκαίο για το ορισμένο αυτής (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 222/2003, ΕλΔνη 45, σ.475, ΑΠ 104/2003, ΕλΔνη 44, σ.983). Σημειωτέον ότι μετά το μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, μη νόμιμη τυγχάνει η αγωγή, ως προς το αίτημα όπως κηρυχθεί αυτή προσωρινά εκτελεστή, αναφορικά με το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής, καθόσον η αναγνωριστική απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 904 ΚΠολΔ, η ύπαρξη του οποίου αποτελεί προϋπόθεση της προσωρινής εκτελεστότητας και της εκτελεστότητας της εκδοθησόμενης απόφασης εν γένει. Κατόπιν των ανωτέρω, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, η κρινομένη αγωγή, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, μετά τον μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, αφού το αιτούμενο καταψηφιστικώς ποσό, δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα με το αρθρ. 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το αρθρ. 14 παρ.1 του ΚΠολΔ και την Υ.Α.125.804/1-8-2003, ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. τα με αριθμούς …[S43]  και …[S44]  γραμμάτια του ΔΣΠ).

Οι δεύτερη, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και αναλύεται στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσαν, προβάλλουν την ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής τους (όπως ο προταθείς ισχυρισμός εκτιμάται από το Δικαστήριο), για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρουν στις προτάσεις τους. Επ` αυτού θα πρέπει να σημειωθεί ότι για την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι αυτός και ο εναγόμενος, είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή αν είναι αυτός αληθής. Αν όμως αυτός αποδειχθεί αναληθής (π.χ. ότι ο εναγόμενος δεν είναι κάτοχος του διεκδικούμενου ακινήτου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), τότε αυτή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος. Η απόδειξη της νομιμοποίησης δηλαδή, συμπίπτει με την απόδειξη των θεμελιωτικών της ιστορικής βάσης της αγωγής πραγματικών περιστατικών. Εν όψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, η από τον εναγόμενο, αμφισβήτηση των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης του περιστατικών, συνιστά όχι έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος και φέρει προς τούτο το βάρος της απόδειξης (Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 68, αρ. 3, 16, 18). Περαιτέρω, οι εναγόμενοι προβάλουν ένσταση συμψηφισμού των απαιτήσεων του ενάγοντα με ανταπαίτηση της πρώτης εξ αυτών ποσού 58.803,31 ευρώ, απορρέουσας από ζημία την οποία υπέστη αυτή λόγω της πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του ενάγοντα ως Α΄ Μηχανικού του ανωτέρω πλοίου. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 440, 441 και 442 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 664 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340§1 σε συνδ. με αρθρ. 591§1 ΚΠολΔ), χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, η υπ’ αριθμ. …[S45]  και …[S46]  ένορκες βεβαιώσεις των Γ.[S47]  …[S48]  και Λ. Λ.[S49] , ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων και οι οποίες ελήφθησαν με πρωτοβουλία του, πλην όμως απαραδέκτως, καθόσον, στην από 13-09-2016 κλήση που κοινοποίησε ο ενάγων στους εναγόμενους δεν αναφέρονται τα πλήρη στοιχεία των μαρτύρων που επρόκειτο να εξετάσει (άρθρο 422 παρ. 1 εδ. α΄ σε συνδ. με άρθρο 424 ΚΠολΔ, τα οποία εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες για τις αγωγές που κατατέθηκαν μετά την 1.01.2016 ελλείψει ειδικότερης διάταξης) δεκτής γενομένης και της σχετικής ένστασης των εναγομένων, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη ούτε η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τους εναγόμενους από 26-11-2015 δήλωση του Ε. Μ.[S50] , η οποία αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, διότι όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, περιέχει μαρτυρία τρίτου προς τους διαδίκους προσώπου δοθείσα προς χρήση στην παρούσα δίκη (αφού φέρει μεν ημερομηνία 26-11-2015, ήτοι πριν την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, πλην όμως η ημερομηνία αυτή δεν είναι βεβαία), χωρίς να τηρηθούν οι δικονομικές διατάξεις για την κατάθεση μάρτυρα ή τις ένορκες βεβαιώσεις (ΟλΑΠ 8/1987 ΔΕΝ 43/415, ΑΠ 1004/2015, ΑΠ 887/2015, ΑΠ 1092/2013, ΑΠ 906/2013, ΑΠ 624/2013, ΕφΔωδ 71/2015, ΕφΠειρ 584/2014, ΕφΠειρ 531/2014 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και από όσα οι ίδιοι οι διάδικοι ρητώς ή εµµέσως συνοµολογούν, από τα διδάγµατα της κοινής πείρας που λαµβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη και από τη διαδικασία γενικότερα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει έγγραφης συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, στις 9.10.2015, μεταξύ του ενάγοντα και της δευτέρας των εναγομένων, η οποία τυγχάνει αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής πλοιοκτήτριας του με σημαία Π.[S51]  φορτηγού πλοίου με το όνομα «…[S52] », με αριθμό νηολογίου Π.[S53]  …[S54]  (IMO 9082908), χωρητικότητας κόρων 27.111 και DWT 46.637, Διεθνές Διακριτικό Σήμα 3FET4, ο ενάγων προσελήφθη για χρονικό διάστημα τριών μηνών, με δυνατότητα παράτασης ή σύντμησης του χρόνου αυτού κατά ένα μήνα και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο στο λιμάνι Κωστάντζα της Ρουμανίας, με την ειδικότητα του Μηχανικού Α΄, έναντι «κλειστού» μηνιαίου μισθού, ποσού 8.500 ευρώ. Ο τόπος σύναψης της ανωτέρω σύμβασης προκύπτει από την από 9-10-2015 έγγραφη σύμβαση σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη από την εναγομένη άνευ ημερομηνίας αίτηση ναυτολόγησης του ενάγοντα, η οποία φέρει τόπο τον …… ενώ δεν προσκομίστηκαν στοιχεία από την εναγομένη που να αντικρούουν τα έγγραφα αυτά και να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό της περί καταρτίσεως της συμβάσεως εκτός Ελλάδας και συγκεκριμένα στο λιμάνι Κωστάντζα της Ρουμανίας, όπου βρισκόταν το πλοίο κατά το χρόνο εκείνο, απορριπτομένου ούτω ως ουσία αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού. Επομένως, αφού η σύμβαση καταρτίστηκε στην Ελλάδα, για τις όποιες αξιώσεις του ενάγοντα ευθύνονται εις ολόκληρον, η δεύτερη εναγομένη ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής πλοιοκτήτριας εταιρείας, η πρώτη εξ αυτών, ως πλοιοκτήτρια εταιρεία και οι τρίτος και τέταρτος, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της δεύτερης εναγομένης, κατά το χρονικό διάστημα από 8-04-2005 έως 8-03-2016 (οπότε, σύμφωνα με  την υπ’ αριθμ. πρωτ. 2212.2-1/3190/103133/1-12-2016 βεβαίωση του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που προσκομίζουν και επικαλούνται αμφότεροι οι διάδικοι, γνωστοποιήθηκε στην ανωτέρω υπηρεσία το από 15-05-2015 πρακτικό συνεδρίασης του Δ.Σ. της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, δυνάμει του οποίου εκπρόσωπός της φέρεται πλέον μόνο ο τέταρτος εναγόμενος), απορριπτομένων ως ουσία αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το χρόνο κατάρτισης της ανωτέρω συμβάσεως, ήταν συνταξιούχος ναυτικός λόγω γήρατος (έτος γεννήσεως 1950). Πρέπει να σημειωθεί ότι η υπηρεσία του ενάγοντος ως συνταξιούχου στο ως άνω πλοίο επιτρεπόταν από το άρθρο 8 Ν.2987/2002 (για την απασχόληση συνταξιούχων ναυτικών) μη εμποδιζόμενη (υπό τη μορφή προβλεπόμενων κατά νόμω προϋποθέσεων) από την ακολούθως εκδοθείσα κατ` εξουσιοδότηση αυτού Υ.Α (ΕμπΝαυτ) υπ` αρ. 3511.4./20/2004 (ΦΕΚ Β` 1782/ 02.12.2004), εφόσον το ανωτέρω υπό ξένη σημαία πλοίο, δεν προέκυψε ότι ήταν συμβεβλημένο στο Ν.Α.Τ. (ΕφΠειρ 761/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κι επομένως η σύμβαση εργασίας του ήταν έγκυρη. Ο ενάγων εργάσθηκε συνεχώς στο πλοίο αυτό, μέχρι τις 2-02-2016, οπότε λύθηκε η σύμβασή του λόγω παραιτήσεώς του, την οποία υπέβαλε με την από 12-01-2016 επιστολή του, που διαβιβάστηκε από τον Πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου στη δεύτερη εναγομένη. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι προέβη στην ενέργειά του αυτή λόγω μη καταβολής επί τρεις μήνες των δεδουλευμένων αποδοχών του, πλην όμως από το κείμενο της ανωτέρω επιστολής, το οποίο επί λέξει είχε «παρακαλώ να ανακληθεί το έμβασμά μου 12.000 ευρώ και ζητώ την αντικατάστασή μου το συντομότερο», δεν αποδεικνύονται οι λόγοι της παραιτήσεώς του, ούτε προσκομίστηκε κάποιο άλλο έγγραφο σχετικά, απορριπτομένου ούτω του κονδυλίου της αποζημίωσης απόλυσης ως ουσία αβάσιμου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι παρότι ο ενάγων παρείχε κανονικά την εργασία του στο πλοίο, οι εναγόμενοι δεν του κατέβαλαν τις δεδουλευμένες αποδοχές του για το χρονικό διάστημα από 9-10-2015 έως 2-02-2016, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 32.583,33 ευρώ (8.500 ευρώ Χ 3,833 μήνες), έναντι του οποίου έχει λάβει το ποσό των 205 ευρώ (όπως συνομολογεί στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής), κι ως εκ τούτου εξακολουθούν οι εναγόμενοι να του οφείλουν τη διαφορά ποσού 32.379 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενους και επικαλούμενους από τον ενάγοντα λογαριασμούς μισθοδοσίας). Επίσης αποδείχθηκε ότι  με βάση την εφαρμοσθείσα ΣΣΕ για τις αποδοχές και τους όρους εργασίας του ενάγοντα και συγκεκριμένα από το άρθρο 16 παρ. 1 αυτής προβλέπεται ότι ο ναυτικός δικαιούται άδεια υπολογιζομένης σε 8 ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας, για δε τις τυχόν λιγότερες του μηνός ημέρες αντίστοιχο κλάσμα. Εκ της ανωτέρω διατάξεως είναι σαφές ότι η ως άνω ΣΣΕ που εφαρμόσθηκε και ίσχυσε στην σύμβαση εργασίας του ενάγοντα, προβλέπει τον υπολογισμό των ημερών αδείας των ναυτικών στους οποίους αφορά και ο υπολογισμός αυτός προσδιορίζει μεγαλύτερο αριθμό ημερών αδείας του ναυτικού, ήτοι 8 ημέρες αδείας κάθε μήνα σε σχέση με τις 2,5 ημέρες αδείας κάθε μήνα που προβλέπει η από 9-10-2015 σύμβαση που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων. Συνεπώς, αφού στον κλειστό μισθό που είχε συμφωνήσει να λαμβάνει ο ενάγων, περιλαμβάνονταν αποδοχές για άδεια 2,5 ημερών ανά μήνα, δικαιούται αυτός να λάβει αποδοχές αδείας για 5,5 ημέρες ανά μήνα ναυτολογήσεώς του μετά τροφοδοσίας αδείας (άρθρο 16 παρ. 2 της ανωτέρω ΣΣΕ), ήτοι συνολικά το ποσό των 3.418,82 ευρώ [ήτοι βασικός μισθός 2.677,57 ευρώ + επίδομα Κυριακών 589,06 ευρώ = 3.266,63 ευρώ: 22 Χ 5,5 ημέρες αδείας μηνιαίως = 816,65 ευρώ και 75,29 ευρώ (13,69 ευρώ Χ 5,5 τροφή αδείας) = 891,94 ευρώ Χ 3,833]. Οι εναγόμενοι, όπως προεκτέθηκε, ισχυρίζονται ότι λόγω πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του ενάγοντα, το πλοίο βρέθηκε να πάσχει από πλήθος σημαντικών ελλείψεων κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε στο Durban της Νοτίου Αφρικής στις 24-11-2015, συνεπεία αυτών δε διατάχθηκε η κράτησή του μέχρι την αποκατάστασή τους, η οποία ήρθη 11 ημέρες μετά. Πράγματι, όπως αποδεικνύεται από την από 24-11-2015 αναφορά επιθεώρησης που έλαβε χώρα στο Durban της Νοτίου Αφρικής, κατά τον έλεγχο του πλοίου, διαπιστώθηκαν συνολικά 22 παραβάσεις, διατάχθηκε δε η κράτηση αυτού (πλοίου) μέχρι την αποκατάστασή τους. Μερικές από αυτές τις παραβάσεις όντως διαπιστώθηκαν στο χώρο ευθύνης του ενάγοντα (π.χ. υπ’ αριθμ. 4 της ανωτέρω αναφοράς «καζάνι μηχανής δεν έχει λειτουργικά όργανα» και υπ’ αριθμ. 8 «ο χώρος διάκενου της μηχανής περιέχει πετρέλαιο»), πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι αυτές προκλήθηκαν εξαιτίας ενεργειών ή παραλείψεών του (ενάγοντα). Ακόμα όμως κι αν γίνει δεκτό ότι ο ενάγων είναι υπεύθυνος για όλες αυτές τις δυσλειτουργίες, ουδόλως αποδείχθηκε ότι υπήρξε ζημία της πρώτης εναγομένης συνεπεία της κράτησης του πλοίου. Ειδικότερα, τα μόνα έγγραφα που προσκομίζονται σχετικά είναι ένα ανυπόγραφο κείμενο εκτυπωμένο από ηλεκτρονικό υπολογιστή με τίτλο «αποτελέσματα αναζήτησης επιθεωρήσεων πλοίων» (σε μετάφραση) που αναφέρει ημερομηνία αποδέσμευσης του πλοίου την 5-12-2015, χωρίς όμως να προκύπτει καν ο συντάκτης του εγγράφου αυτού, καθώς και ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αποσταλέν στη δεύτερη εναγομένη από τον «…[S55] » στις 7-12-2015, με το οποίο ζητά την καταβολή σε αυτόν διαφόρων ποσών μεταξύ των οποίων ποσό 52.165 ραντ Νοτίου Αφρικής για πρόστιμο λιμενικής αρχής και ποσό 371.797 ραντ Νοτίου Αφρικής για λιμενικά τέλη. Πλην όμως δεν προσκομίζονται επίσημα έγγραφα των λιμενικών αρχών της Νοτίου Αφρικής από τα οποία να αποδεικνύεται το πόσες ημέρες κρατήθηκε το πλοίο στο ανωτέρω λιμάνι, εάν πράγματι επιβλήθηκαν λιμενικά τέλη και πρόστιμο σε αυτό συνεπεία της από 24-11-2015 επιθεώρησης και σε τι ποσό ανέρχονταν αυτά, καθώς και εάν τα ποσά αυτά καταβλήθηκαν τελικά από την πρώτη εναγομένη. Περαιτέρω, όσον αφορά στον ισχυρισμό των εναγομένων περί καταβολής ποσού 9.819 δολαρίων Η.Π.Α. και 23.114 δολαρίων Η.Π.Α. στην εταιρεία J. M. E.[S56]  για τη διενέργεια εργασιών στο ανωτέρω πλοίο, αυτός δέον να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, καθόσον για την απόδειξη αυτού προσκομίζονται δύο φωτοτυπίες τιμολογίων, τα οποία δεν φέρουν σφραγίδα της ανωτέρω εταιρείας, ούτε υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της, ούτως ώστε να διαπιστωθεί ότι πράγματι πρόκειται περί παραστατικών εκδοθέντων από αυτή, ενώ δεν προσκομίζεται καμία απόδειξη εξόφλησης των τιμολογίων αυτών από τους εναγόμενους. Δέον δε να σημειωθεί ότι παρότι οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι προκλήθηκε σε αυτούς ζημία ποσού 58.803,31 ευρώ εξαιτίας πράξεων του ενάγοντα, δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια σε βάρος αυτού, προβάλλουν δε την αξίωσή τους αυτή το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ήτοι 15 μήνες περίπου μετά την κατά τα ανωτέρω δέσμευση του πλοίου και ένα περίπου έτος μετά τη λύση της σύμβασης του ενάγοντα. Επιπλέον, παρότι αυτοί θεωρούν υπεύθυνο τον ενάγοντα για τις ελλείψεις που διαπιστώθηκαν κατά τον έλεγχο, όχι μόνο δεν κατήγγειλαν αμέσως τη σύμβασή του, ή έστω μετά την παρέλευση διμήνου από την υπογραφή της, ήτοι στις 9-12-2015, όπως είχαν δικαίωμα, αλλά εξακολούθησαν κανονικά να τον απασχολούν., χωρίς να του κάνουν καμία σύσταση ή παρατήρηση για πλημμελή εκτέλεση καθηκόντων, έως ότου αυτός υπέβαλε την παραίτησή του, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Μάλιστα στις 21-12-2015, η δεύτερη εναγομένη απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον Πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου, στο οποίο δεν κάνει καμία μνεία για το περιστατικό της δέσμευσης αυτού, αντιθέτως αναφέρει ότι «όπως γνωρίζετε πρόθεσή μας είναι και η ανακούφιση/ξεκούραση του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού του πλοίου», γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε κάποια δυσαρέσκεια σε βάρος του από πλευράς της. Συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η ένσταση συμψηφισμού που προέβαλαν οι εναγόμενοι. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, η πρώτη εξ αυτών, ως πλοιοκτήτρια εταιρεία, η δεύτερη ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης και οι τρίτος και τέταρτος ως νόμιμοι εκπρόσωποι της δεύτερης εναγομένης, να υποχρεωθούν να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 20.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να του καταβάλλουν το συνολικό ποσό των 15.797,82 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης αυτού (που έλαβε χώρα στις 2-02-2016) μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ως προς το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η  απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, γιατί η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, οι απαιτήσεις του οποίου απορρέουν από παροχή εξαρτημένης εργασίας (907, 908 παρ.1 ε΄ ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων, λόγω της μερικής ήττας τους (άρθρα  178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

– ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης αυτού (που έλαβε χώρα στις 2-02-2016) μέχρι την πλήρη εξόφληση.

-ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση, ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ήμισυ του ποσού.

-ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (15.797,82 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης αυτού (που έλαβε χώρα στις 2-02-2016) μέχρι την πλήρη εξόφληση.

-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα σε βάρος των εναγομένων, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.

-ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 16 Μαΐου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ