Μενού Κλείσιμο

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ      2558 /2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 28 Φεβρουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …[M1]  και το διακριτικό τίτλο …[M2]  με έδρα στην Αθήνα, ως καθολικής διαδόχου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 εδ. α του κ.ν. 2190/1920, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …[M3]  λόγω συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως της δευτέρας άνω εταιρείας από την πρώτη άνω εταιρεία, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Κωνσταντίνου Αναγνωστόπουλου.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία …[M4]  που εδρεύει στον …….. νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν παραστάθηκε.

Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από …[M5]  ανακοπή της, που κατατέθηκε με γενικό αριθ. κατάθ. …[M6]  και με αριθ. κατάθ. …[M7]  προσδιορίστηκε, μετά από αναβολές κατά τις δικασίμους της 9ης Δεκεμβρίου 2014 και 26ης Ιανουαρίου 2016, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου.

Β. ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία …[M8]  με το διακριτικό τίτλο …[M9] », που εδρεύει στον Πειραιά, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Γεωργίου Μιχαηλίδη.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Χ. Γ.[M10] , κατοίκου….., 2) δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία …[M11]  που εδρεύει στον ……νόμιμα εκπροσωπούμενης, 3) …[M12] , κατοίκου ……. και 4) τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …[M13]  και το διακριτικό τίτλο 2 , με έδρα στην ……. ως καθολικής διαδόχου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 εδ. α του κ.ν. 2190/1920, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …[M14]  λόγω συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως της δευτέρας άνω εταιρείας από την πρώτη άνω εταιρεία, νομίμως εκπροσωπούμενης, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Νικολάου Αναγνωστόπουλου.

Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 11-4-2014 ανακοπή της, που κατατέθηκε με γενικό αριθ. κατάθ. …[M15]  και με αριθ. κατάθ. …[M16] , προσδιορίστηκε, μετά από αναβολές κατά τις δικασίμους της 18ης Νοεμβρίου 2014, 9ης Δεκεμβρίου 2014 και 26ης Ιανουαρίου 2016, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Στην προκείμενη περίπτωση, οι υπό κρίση α) με γενικό αριθ. κατάθ. …[M17]  και με αριθ. κατάθ. …[M18]  και β) με γενικό αριθ. κατάθ. …[M19]  και με αριθ. κατάθ. …[M20]  ανακοπές είναι συναφείς μεταξύ τους, καθόσον βάλλουν κατά του ίδιου υπ’ αριθ. …[M21]  πίνακα κατατάξεως δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιώς, Χ. Γ.[M22] , αλλά εν μέρει στρέφονται και κατά των ίδιων προσώπων, είναι δε εκκρεμείς ενώπιον του αυτού (παρόντος) Δικαστηρίου και υπάγονται όλες στην τακτική διαδικασία. Πρέπει, επομένως, κατ’ αυτεπάγγελτη κρίση του Δικαστηρίου, να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή τους, αφού, κατά τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε μείωση των εξόδων.

A. Σύμφωνα με το άρθρο 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, μέσα σε δώδεκα εργάσιμες ημέρες αφότου επιδοθεί η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς τον καθ’ ου η εκτέλεση και τους αναγγελθέντες δανειστές για να λάβουν γνώση του πίνακα κατάταξης, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει αυτόν (πίνακα κατάταξης), οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. του ίδιου Κώδικα. Κατ’ άρθρο δε 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 3 προστέθηκε  με το άρθρο 19 παρ. 4 Ν. 4055/2012, στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α΄ του ίδιου Κώδικα. Σύμφωνα, τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 643 παρ. 2 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθ. 6 παρ. 12γ του Ν. 2479/1997 και η οποία εντάσσεται στις διατάξεις περί της διαδικασίας των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους), τα άρθρα 649 και 650 εφαρμόζονται αναλόγως, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθ. 649 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 643 παρ. 2 ΚΠολΔ, που παραπέμπει μεταξύ άλλων και στο άρθρο 649 του ίδιου Κώδικα, δεν αναφέρεται ειδικά και ρητά στις συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αποβλέπει στην αναλογική εφαρμογή των άρθρων 649 και 650 του ΚΠολΔ σχετικά με τη συζήτηση σε μια δικάσιμο όλων εκείνων των ισχυρισμών που αφορούν στους πιστωτικούς τίτλους. Ειδικότερα, ο Ν. 2479/1997, στο κεφάλαιο που αναφέρεται ως «Επιτάχυνση της Πολιτικής Δίκης» και στο άρθρο 643 ΚΠολΔ που τιτλοφορείται ως «απόφαση παραχρήμα», αντικαθιστά την παρ. 2 του ως άνω άρθρου 643 για λόγους απλούστευσης και επιτάχυνσης της διαδικασίας. Για αυτό και αντικαθιστά το άρθρο 643 παρ. 2, χωρίς να το καταργεί. Δηλαδή, η παράγραφος 2 του άρθρου 643 ΚΠολΔ, που αφορούσε στη δυνατότητα του δικαστή να παραπέμψει σε ιδιαίτερη συζήτηση εκείνους τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν κατά την διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, αλλά δεν αποδεικνύονται παραχρήμα, αντικαθίσταται με την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 649 (όπως ίσχυε τότε) και 650 ΚΠολΔ. Η ρύθμιση αυτή έρχεται σαν συνέπεια της κατάργησης της δυνατότητας παραπομπής των μη αποδεικνυομένων παραχρήμα ισχυρισμών σε ιδιαίτερη συζήτηση. Η προηγούμενη ρύθμιση ήταν ομολογουμένως χρονοβόρα, αφού επέτρεπε στο διάδικο, που ήθελε να τηρήσει παρελκυστική τακτική, να προβάλει ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν αφορούσαν αυτόν τούτο τον τίτλο αλλά την υποκείμενη αιτία, με σκοπό να παραπεμφθούν οι ισχυρισμοί του αυτοί σε ιδιαίτερη συζήτηση. Η νέα αυτή ρύθμιση του νομοθέτη αποσκοπούσε στην τήρηση της αρχής της οικονομίας της δίκης δια της συζητήσεως σε μια δικάσιμο όλων των ισχυρισμών. Άλλωστε, στην εισηγητική έκθεση του Ν. 2479/1997, στο άρθρο 5 παρ. 11, αναφέρονται τα εξής: «Με την παρ. 11 προτείνεται τροποποίηση των διατάξεων περί πιστωτικών τίτλων προς το σκοπό όπως απλουστευθεί και επιταχυνθεί η διαδικασία, η οποία επιβάλλεται να είναι ταχεία, επειδή αφορά ανακοπές κατά διαταγής πληρωμής που έχουν ως βάση πιστωτικούς τίτλους. Έτσι καταργείται η παραπομπή των ισχυρισμών σε μία ιδιαίτερη συζήτηση με ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας των μισθωτικών διαφορών». Επομένως, στη διάταξη του άρθρου 649 παρ. 1 ΚΠολΔ αποσκοπούσε ο νομοθέτης και όχι στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου. Αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 6 παρ. 12 του Ν. 2479/1997 εντάσσεται στο άρθρο 643 ΚΠολΔ, που τιτλοφορείται ως «απόφαση παραχρήμα», ακριβώς διότι αποβλέπει ο νομοθέτης στο ως άνω άρθρο 649 του ίδιου Κώδικα, ότι δηλαδή απόφαση για διεξαγωγή απόδειξης δεν θα εκδίδεται στη διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (βλ. και ΜΠρΘεσ 7469/2014 Αρμ 2015. 458, ΜΠρΧαν 200/2011 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τα ανωτέρω, ότι δηλαδή με την εν λόγω διάταξη η βούληση του νομοθέτη είναι η επιτάχυνση των δικών των ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής που έχουν ως βάση πιστωτικούς τίτλους, αλλά και των ανακοπών κατά της εκτελεστικής διαδικασίας, ενισχύονται και από το γεγονός ότι με τα άρθρα 632 παρ. 2 και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ διατάσσεται η εφαρμογή και του άρθρου 591 παρ. 1 περ. α΄ του ίδιου Κώδικα, όπου εκεί ορίζονται συντομότερες προθεσμίες κλήτευσης των διαδίκων, προκειμένου να παρασταθούν στη δίκη που ανοίχτηκε, από αυτές που ορίζονται στο άρθρο 228 ΚΠολΔ. Επομένως, το συμπέρασμα είναι ότι και μετά την τροποποίηση του άρθ. 937 ΚΠολΔ με το άρθ. 19 του Ν. 4055/2012, κατά την εκδίκαση της ανακοπής κατά της εκτελεστικής διαδικασίας, ήτοι και της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, επιβάλλεται, ως προς τις συνέπειες της ερημοδικίας των διαδίκων, η εφαρμογή των γενικών διατάξεων των άρθρων 271 και 272 του ΚΠολΔ (βλ. και ΠΠρΑθ 197/2013 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην προκείμενη περίπτωση, από την υπ’ αριθ. …[M23]  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Σ. Α.[M24] , που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ανακόπτουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση ανακοπής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 9ης Δεκεμβρίου 2014, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 26ης Ιανουαρίου 2016, οπότε αυτή αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης η ανακοπή (άρθρα 126 παρ. 1 περ. δ΄, 129 παρ. 1, 229, 591 παρ. 1 περ. α΄, 937 παρ. 3 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ), οι ως άνω δε αναβολές και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο κατά τις μετ’ αναβολή δικασίμους επέχουν θέση νόμιμης κλήτευσης της εν λόγω καθ’ ης (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ΄ ΚΠολΔ). Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην [άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)].

Με τη με γενικό αριθ. κατάθ. …[M25]  και με αριθ. κατάθ. …[M26]  ανακοπή της η ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία …[M27]  διώκει τη μεταρρύθμιση του με αριθμό …[M28]  πίνακα κατάταξης δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιώς, Χ. Γ.[M29] , για τη διανομή του πλειστηριάσματος του εκπλειστηριασθέντος ενώπιόν του, υπό κυπριακή σημαία πλοίου …[M30] », έτσι ώστε: α) να αποβληθεί η καθ’ ης η ανακοπή για το σύνολο της απαιτήσεώς της, ύψους 10.180 ευρώ ή 13.850,90 δολ. ΗΠΑ, και να αποδοθεί στην ίδια (ανακόπτουσα), με την ιδιότητά της ως επισπεύδουσας τον πλειστηριασμό και ενυπόθηκης δανείστριας της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία …[M31] , το εν λόγω ποσό, δεδομένου ότι η ως άνω απαίτηση της καθ’ ης ανακοπή δικηγορικής εταιρείας αφορά σε δικηγορική αμοιβή και επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη μη γενόμενη προς το γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, με συνέπεια να μην είναι προνομιακή και να έπεται της ενυπόθηκης απαίτησης της ιδίας (ανακόπτουσας), και β) να διαταχθεί η διόρθωση του επίδικου πίνακα κατάταξης, στο σχετικό κεφάλαιό του όπου αναφέρεται η τελική κατάταξη της ανακόπτουσας για το ποσό των 13.002.377,49 δολ. ΗΠΑ, ήτοι για μέρος της απαίτησής της, ύψους 51.288.000 δολ. ΗΠΑ, από δανειακή σύμβαση που συνήψε με την καθ’ ης η εκτέλεση η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία …[M32]  (της οποίας καθολική διάδοχος τυγχάνει η ανακόπτουσα), και αντί της εσφαλμένης αναγραφής της επωνυμίας της (ανακόπτουσας) ως …[M33]  να τεθεί η ορθή επωνυμία …[M34]  Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον [άρθρα 933 παρ. 1 και 2, 979 παρ. 2 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 933 και η παρ. 2 του άρθρου 979 ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 3 Ν. 4335/2015, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω), σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της υπό κρίση διαφοράς], κατά την τακτική διαδικασία (και τους ειδικούς κανόνες των άρθρων 933 και 937 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι η απαίτηση της καθ’ ης που προσβάλλεται με την ανακοπή και αποτελεί το κύριο αντικείμενο αυτής, δεν υπάγεται σε κάποια ειδική διαδικασία (ΑΠ 1410/2007 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 1006 παρ. 3 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της πρόσκλησης προς την ανακόπτουσα για να λάβει γνώση του πίνακα κατάταξης εκ μέρους του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διενεργήθηκε στις …[M35]  και η ανακοπή ασκήθηκε στις …[M36]  (βλ. την από …[M37]  σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Θ. Σ.[M38] , που διενήργησε την επίδοση, επί της επιδοθείσας στην ανακόπτουσα υπ’ αριθ. …[M39]  πρόσκλησης, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. …[M40]  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Σ. Α.[M41] , προς την καθ’ ης η ανακοπή), ήτοι εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, προθεσμίας των δώδεκα εργάσιμων ημερών, επιπλέον δε έχει κοινοποιηθεί αντίγραφό της (ανακοπής) στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφο Πειραιώς Χ. Γ.[M42]  (βλ. την υπ’ αριθ…[M43]  /…[M44]  έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, η εν λόγω ανακοπή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος, αναφορικά με το αίτημα διόρθωσης του επίδικου πίνακα κατάταξης ως προς την αναγραφή της επωνυμίας της ανακόπτουσας ως …[M45] , ενόψει του ότι η αναφορά της στον ως άνω πίνακα κατάταξης και ως …[M46]  (μεταφορά στην αγγλική με τη χρήση ελληνικού αλφαβήτου) δεν δημιουργεί οιοδήποτε πρόβλημα ταυτότητας του νομικού προσώπου. Κατά τα λοιπά, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Κατά της υπό κρίση ανακοπής, η οποία είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 933 παρ. 1, 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, 205 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, αυτή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας της καθ’ ης η ανακοπή, οι περιεχόμενοι στην ανακοπή πραγματικοί ισχυρισμοί της ανακόπτουσας, που θεμελιώνουν τους λόγους ανακοπής, αποδεικνύονται πλήρως, αφού θεωρούνται ομολογημένοι από την πρώτη (καθ’ ης η ανακοπή) [άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 271 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)], και να μεταρρυθμισθεί ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης, ώστε να αποβληθεί η καθ’ ης ως προς το προαναφερόμενο ποσό των 10.180 ευρώ ή 13.850,90 δολ. ΗΠΑ [σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία του Ευρώ προς το Δολ. ΗΠΑ κατά την ημερομηνία του πλειστηριασμού (…[M47] ), ήτοι 1 ευρώ = 1,3606 δολ. ΗΠΑ, την οποία έλαβε υπόψη του ο υπάλληλος του πλειστηριασμού κατά τη σύνταξη του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, κατά το οποίο αυτός (πίνακας) δεν πλήττεται με λόγο ανακοπής (βλ. άρθρο 106 ΚΠολΔ)] και, ακολούθως, να καταταγεί οριστικά στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος η ανακόπτουσα εταιρεία. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, κατά παραδοχή του σχετικού της αιτήματος (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ παράβολο ανακοπής ερημοδικίας δεν ορίζεται, διότι δεν επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου κατά της παρούσας απόφασης (άρθρο 937 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού πρόκειται περί δίκης σχετική με την εκτέλεση (ΑΠ 434/1995 ΕλλΔνη 37. 331, ΕφΛαρ 174/2012 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

B. Κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 975 του ίδιου κώδικα, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των προνομιακών απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα (ΑΠ 658/2014 ΧρΙδΔ 2014. 681, 300/2013 ΕφΑΔ 2013. 659, 142/2004 ΝοΒ 2004. 1560). Η αφαίρεση των εξόδων γίνεται με βάση τα έγγραφα και τις αποδείξεις, που κατατίθενται από το δικαιούχο αυτών και βρίσκονται στο φάκελο του πλειστηριασμού. Για να είναι δε εφικτός ο έλεγχος από κάθε ενδιαφερόμενο και από το δικαστήριο, κρίνοντας επί σχετικού λόγου ανακοπής, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος απαιτείται να προβεί όχι σε απλή αναφορά αυτών, αλλά σε εξειδίκευση, με αναγραφή, επί της ιδιαίτερης πράξεως εκκαθαρίσεως ή επί του πίνακα κατατάξεως, των επί μέρους κονδυλίων αυτών, της αιτίας τους και του δικαιούχου αυτών (Ι. Mπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος 2ος, Β΄ έκδοση, έτος 1979, σελ. 1072). Στην αντίθετη περίπτωση, η αφαίρεση, ως αναιτιολόγητη, είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη (ΑΠ 658/2014 ό.π.). Δικαιούχος δε των εξόδων εκτέλεσης είναι κατ’ αρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, όμως ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα ο δικαστικός επιμελητής και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), καίτοι τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθ’ ου η εκτέλεση, αφού μ’ αυτόν δεν συνδέονται με κατάλληλη έννομη σχέση. Έτσι τα πρόσωπα αυτά, με βάση τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 971 και 1007 του ΚΠολΔ, λαμβάνουν τα έξοδα της εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος, αφού τα αφαιρέσει από το πλειστηρίασμα, ακολούθως διανέμει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος μεταξύ των δανειστών του καθ’ ου η εκτέλεση ή προβαίνει με σχετικό πίνακα στην κατάταξη των δανειστών σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Δηλαδή τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεπώς με την ανακοπή του άρθ. 979 του ΚΠολΔ. Ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης, οπότε, αν αυτοί αμφισβητούν τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης και ειδικότερα αν προσβάλουν αυτή ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητούν ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ αυτών και του επισπεύδοντος δανειστή, που είναι ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη, αφού αυτός είναι που χορήγησε στα παραπάνω πρόσωπα την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων, αφού τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στα πρόσωπα αυτά με βάση τη μεταξύ τους σχέση εντολής (ΑΠ 300/2013 ό.π., 142/2004 ό.π.). Αντίθετα, όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προβάλλεται ότι τα έξοδά του ή αναλόγως του συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από τις οικείες υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων οφείλει να στραφεί όχι μόνον κατ’ αυτού που επέσπευσε την εκτέλεση, αλλά και κατά των προσώπων υπέρ των οποίων έγινε η προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης (ΑΠ 300/2013 ό.π., βλ. όμως και ΑΠ 60/2011 ΕλλΔνη 2011. 772, 1774/2007 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», με τις οποίες έγινε δεκτό ότι στην περίπτωση αυτή νομιμοποιείται παθητικά μόνον ο δικαστικός επιμελητής). Ως έξοδα εκτέλεσης κατά τις παραπάνω διατάξεις νοούνται όλες οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι και την περάτωσή της, δηλαδή ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών (ΑΠ 300/2013 ό.π.). Εξάλλου, βάσει των διατάξεων των άρθρων 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ και 205 ΚΙΝΔ, επί πλειστηριασμού πλοίου τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών δεν προαφαιρούνται αλλά συγκατατάσσονται μεταξύ των ναυτικών προνομίων της πρώτης τάξεως μαζί με τους συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόρους, τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.) (ΕφΠειρ 664/2013 ΕΝΔ 2013. 231, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος 4ος, Β΄ έκδοση, έτος 1982, σελ. 2028), εάν, εντούτοις, ο συντάξας τον πίνακα συμβολαιογράφος προαφαίρεσε επί πλειστηριασμού πλοίου τα έξοδα εκτελέσεως και δεν προσβάλλεται η εν λόγω πλημμέλεια με την ανακοπή, δεσμεύεται εκ τούτου το δικαστήριο συμφώνα με την εκ της διατάξεως του άρθρου 106 ΚΠολΔ αρχή της διαθέσεως των διαδίκων και δεν δύναται να θεωρήσει τα εν λόγω έξοδα ως συγκαταταχθέντα μεταξύ των ναυτικών προνομίων (ΕφΠειρ 664/2013 ό.π.). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 979 ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης νομιμοποιούνται μόνο ο επισπεύδων, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον. Τέτοιο έννομο συμφέρον θεωρείται ότι υπάρχει κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής του δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου, αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα κατάταξης του ανακόπτοντος. Στη δίκη επί της ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία μεταξύ των δανειστών, γιατί η διαδικασία της κατάταξης είναι μεν ενιαία όχι όμως και αδιαίρετη και εκείνος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να στραφεί κατ’ εκείνου μόνο του δανειστή του οποίου προσβάλλεται η κατάταξη, με αποτέλεσμα ο ανακόπτων να καταλαμβάνει τη θέση του καθ’ ου που αποβλήθηκε, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει άλλος προηγούμενος από τον ανακόπτοντα δανειστής που κατατάχθηκε μερικώς, λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος, αφού δεν άσκησε ανακοπή και δεν μπορεί να ωφεληθεί από τους λόγους ανακοπής του προτάθηκαν από άλλον. Η ανακοπή, δηλαδή, έχει συνέπειες μεταξύ του ανακόπτοντος και του καθ` ου η ανακοπή και δεν επηρεάζει σε καμία περίπτωση, δυσμενώς ή επωφελώς, τις θέσεις άλλων δανειστών. Ακόμη και σε περίπτωση συνεκδίκασης περισσότερων ανακοπών κατά του ίδιου πίνακα, η συνεκδίκαση δεν επηρεάζει την πορεία, τη θέση και το αποτέλεσμα των υπολοίπων ούτε επηρεάζεται. Αν όμως οι περισσότερες ανακοπές γίνουν δεκτές, το δικαστήριο υποχρεούται τότε να συγκρίνει τις απαιτήσεις όλων των ανακοπτόντων όχι μόνο με αυτήν του καθ’ ου η ανακοπή αλλά και μεταξύ τους και να κατατάξει κάθε μία από αυτές σε θέση ανάλογη του προνομίου που διαθέτει (ΑΠ 1/2000 ΕΕΝ 2001. 490, 1455/1998 ΕλλΔνη 1999. 602, ΕφΑθ 9681/2000 ΕλλΔνη 2002. 1466, Ι. Mπρίνιας ό.π. σελ. 1171 επ.). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη με γενικό αριθ. κατάθ. …[M48]  και με αριθ. κατάθ. …[M49]  ανακοπή της η ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία …[M50]  εκθέτει ότι στις …[M51]  διενεργήθηκε ενώπιον του πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή, συμβολαιογράφου Πειραιώς Χ. Γ.[M52] , με επίσπευση της τέταρτης των καθ’ ων η ανακοπή και για ικανοποίηση απαιτήσεών της, αναγκαστικός πλειστηριασμός του κατασχεθέντος, δυνάμει της υπ’ αριθ. …[M53]  εκθέσεως αναγκαστικής κατάσχεσης, υπό κυπριακή σημαία πλοίου με την ονομασία …[M54] , κυρία του οποίου ετύγχανε η οφειλέτιδά της (ανακόπτουσας) εταιρεία με την επωνυμία …[M55] , που εδρεύει τυπικά μεν στη Λ.  Κ.[M56] , στην πραγματικότητα όμως στον …….. ότι, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος ποσού 13.150.000 δολαρίων Η.Π.Α, που επιτεύχθηκε κατά τον πλειστηριασμό, συντάχθηκε από τον προαναφερόμενο υπάλληλο του πλειστηριασμού ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθ. …[M57]  πίνακας κατάταξης δανειστών, σύμφωνα με τον οποίο, αφού αφαιρέθηκαν τα έξοδα της εκτέλεσης και συγκεκριμένα το ποσό των 229,82 ευρώ (ή 312,69 δολαρίων Η.Π.Α.) για έξοδα του πρώτου των καθ’ ων, το ποσό των 10.180 ευρώ (ή 13.850,90 δολαρίων Η.Π.Α.) για έξοδα της δεύτερης εξ αυτών (καθ’ ων), το ποσό των 3.054,13 ευρώ (ή 4.155,45 δολαρίων Η.Π.Α.) για έξοδα του τρίτου (των καθ’ ων) δικαστικού επιμελητή και τα ποσά των 102.334,58 δολαρίων Η.Π.Α. και των 20.051,14 ευρώ (ή 27.281,58 δολαρίων Η.Π.Α.) για έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στα οποία υποβλήθηκε η τέταρτη καθ’ ης, κατατάχθηκε στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ποσού 13.002.064,80 δολαρίων Η.Π.Α., ως ενυπόθηκη δανείστρια, προνομιακά και οριστικά η τελευταία (και ειδικότερα το νομικό πρόσωπο με την επωνυμία …[M58]  για μέρος της απαίτησής της από δανειακή σύμβαση που συνήψε με την καθ’ ης η εκτέλεση η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία …[M59]  (της οποίας καθολική διάδοχος τυγχάνει η τέταρτη των καθ’ ων), για την εξασφάλιση της οποίας (σύμβασης) ενεγράφη υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου˙ ότι στον ίδιο πλειστηριασμό είχε αναγγελθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, χωρίς όμως να καταταγεί, και η ίδια (η ανακόπτουσα) για απαιτήσεις της κατά της ως άνω πλοιοκτήτριας που απέρρεαν από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, δυνάμει των οποίων προμήθευσε, κατά το χρονικό διάστημα από 26-6-2013 έως 12-11-2013 το εκπλειστηριασθέν πλοίο με ναυτικούς χάρτες, και ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 8.006,91 ευρώ (ή 10.804,93 δολαρίων Η.Π.Α.), όσο δηλαδή και το μη εξοφληθέν τίμημα των ανωτέρω πωλήσεων, πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας και εξόδων. Κατόπιν τούτων, ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει ειδικότερα στο δικόγραφο της ανακοπής της, να ακυρωθεί άλλως μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να καταταγεί αυτή για το σύνολο της αναγγελθείσας κατά τα ανωτέρω απαίτησής της οριστικά και προνομιακά, ενόψει του ότι η εν λόγω απαίτησή της τυγχάνει προνομιακή κατά το δίκαιο της πολιτείας της σημαίας που φέρει το εκπλειστηριασθέν πλοίο (ήτοι το κυπριακό δίκαιο), αφού προηγουμένως αποβληθούν απ’ αυτόν αντιστοίχως στο σύνολό τους τα προαναφερθέντα έξοδα των πρώτου, δεύτερης και τρίτου των καθ’ ων η ανακοπή, άλλως αφού καταταγούν οι πρώτος και τρίτος εξ αυτών οριστικώς και προνομιακώς, καθώς και αφού καταταγεί οριστικώς και προνομιακώς η τέταρτη καθ’ ης για τα προεκτιθέμενα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, αποβαλλόμενης δε αυτής για την ενυπόθηκη απαίτησή της, αφού, εκτός των άλλων, ικανοποιήθηκε κατατασσόμενη με επωνυμία έτερου νομικού προσώπου, άλλως αφού καταταγεί η ίδια (τέταρτη καθ’ ης) μόνο οριστικώς και όχι προνομιακώς, δεδομένου ότι αυτό ζήτησε με την αναγγελία της. Ειδικότερα, με την ένδικη ανακοπή, (α) καθ’ ο μέρος αυτή αφορά τα έξοδα του πρώτου των καθ’ ων (υπαλλήλου του πλειστηριασμού) (i) αφενός μεν προσβάλλεται ως αόριστη και αναιτιολόγητη η γενομένη στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης εκκαθάριση των εξόδων του ως άνω προσώπου (πρώτος λόγος της ανακοπής), αφετέρου δε αμφισβητείται η ύπαρξη και η γένεση των συγκεκριμένων εξόδων (δεύτερος λόγος της ανακοπής), (ii) επιπλέον δε προβάλλεται ότι ο εν λόγω συμβολαιογράφος εσφαλμένα προέβη στην προαφαίρεση των εξόδων αυτών αντί να τα κατατάξει προνομιακά (τρίτος λόγος της ανακοπής) και ζητείται η αποβολή αυτών από τον ως άνω πίνακα, άλλως η οριστική και προνομιακή κατάταξή τους (αντί της προαφαίρεσής τους), προκειμένου να καταταγεί η αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας, (β) καθ’ ο μέρος αφορά τα έξοδα της δεύτερης των καθ’ ων δικηγορικής εταιρείας, (i) προσβάλλεται ως αόριστη και αναιτιολόγητη η γενομένη στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης εκκαθάριση των εξόδων αυτών (τέταρτος λόγος της ανακοπής), (ii) αμφισβητείται η ενεργητική νομιμοποίηση της δεύτερης των καθ’ ων να αιτηθεί τα ποσά αυτά (πέμπτος λόγος ανακοπής), (iii) αμφισβητείται ότι τα εν λόγω έξοδα έλαβαν χώρα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ (έκτος λόγος ανακοπής), (iv) προβάλλεται ότι ο ως άνω συμβολαιογράφος εσφαλμένα προέβη στην προαφαίρεση των εξόδων αυτών αντί να τα κατατάξει προνομιακά (έβδομος λόγος της ανακοπής), (v) επιπλέον δε αμφισβητείται η ύπαρξη και η γένεση των συγκεκριμένων εξόδων (όγδοος λόγος της ανακοπής), και ζητείται η αποβολή της δεύτερης καθ’ ης από τον επίδικο πίνακα, προκειμένου να καταταγεί η αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας, (γ) καθ’ ο μέρος αφορά τα έξοδα του τρίτου των καθ’ ων (δικαστικού επιμελητή), (i) αφενός μεν προσβάλλεται ως αόριστος και αναιτιολόγητος ο πίνακας εξόδων που κατέθεσε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού το ως άνω όργανο της εκτέλεσης, βάσει του οποίου διενεργήθηκε εν συνεχεία η εκκαθάριση των εξόδων του στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης (ένατος λόγος της ανακοπής), αφετέρου δε αμφισβητείται η ύπαρξη και η γένεση των συγκεκριμένων εξόδων (δέκατος λόγος της ανακοπής), (ii) επιπλέον δε προβάλλεται ότι ο εν λόγω συμβολαιογράφος εσφαλμένα προέβη στην προαφαίρεση των εξόδων αυτών αντί να τα κατατάξει προνομιακά (ενδέκατος λόγος της ανακοπής), και ζητείται η αποβολή αυτών από τον ως άνω πίνακα, άλλως η οριστική και προνομιακή κατάταξή τους (αντί της προαφαίρεσής τους), προκειμένου να καταταγεί η αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας, και (δ) καθ’ ο μέρος αφορά τις απαιτήσεις της τέταρτης των καθ’ ων (επισπεύδουσας δανείστριας), (i) προβάλλεται ότι ο εν λόγω συμβολαιογράφος εσφαλμένα προέβη στην προαφαίρεση των εξόδων φυλάξεως και συντηρήσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου αντί να τα κατατάξει προνομιακά (δωδέκατος λόγος της ανακοπής), (ii) αμφισβητείται η ύπαρξη και η γένεση της απαίτησης της καταταγείσας εταιρείας με την επωνυμία …[M60]  (δέκατος τρίτος λόγος της ανακοπής), (iii) προσβάλλεται η προνομιακή κατάταξη της ενυπόθηκης απαίτησής της, καθόσον η ίδια (τέταρτη καθ’ ης) ζήτησε με την αναγγελία της μόνο την οριστική της κατάταξη (δέκατος τέταρτος λόγος της ανακοπής), (iv) προσβάλλεται η προνομιακή κατάταξη της ως άνω απαίτησής της, ενόψει ότι αυτή έπεται της απαίτησης της ανακόπτουσας κατά την τάξη των ναυτικών προνομίων, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο (δέκατος πέμπτος λόγος της ανακοπής), ζητείται δε να καταταγεί οριστικώς και προνομιακώς αυτή (τέταρτη καθ’ ης) για τα προεκτιθέμενα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, αποβαλλόμενης δε αυτής για την ενυπόθηκη απαίτησή της, άλλως να καταταγεί οριστικώς και όχι προνομιακώς, προκειμένου να καταταγεί οριστικώς και προνομιακώς η αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας. Η υπό κρίση ανακοπή, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας, δεδομένου ότι ασκείται κατά πλειόνων καταταγέντων προσώπων, τα οποία συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας κατ’ άρθ. 74 περ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1083/2013 ΕΝΔ 2013. 226), αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον [άρθρα 933 παρ. 1 και 2, 979 παρ. 2 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 933 και η παρ. 2 του άρθρου 979 ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 3 Ν. 4335/2015, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω), σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της υπό κρίση διαφοράς], κατά την τακτική διαδικασία (και τους ειδικούς κανόνες των άρθρων 933 και 937 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι οι απαιτήσεις που προσβάλλονται με την ανακοπή και αποτελούν το κύριο αντικείμενο αυτής, δεν υπάγονται σε κάποια ειδική διαδικασία (ΑΠ 1410/2007 ό.π.), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 1006 παρ. 3 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της πρόσκλησης προς την ανακόπτουσα για να λάβει γνώση του πίνακα κατάταξης εκ μέρους του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διενεργήθηκε στις …[M61]  και η ανακοπή ασκήθηκε εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, προθεσμίας των δώδεκα εργάσιμων ημερών από την ανωτέρω ημερομηνία (βλ. την από …[M62]  σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Θ. Σ.[M63] , που διενήργησε την επίδοση, επί της επιδοθείσας στην ανακόπτουσα υπ’ αριθ. …[M64]  πρόσκλησης, σε συνδυασμό με τις υπ’ αριθ. …[M65] .[M66]  και …[M67]  εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Ν. Τ.,[M68]  προς τους καθ’ ων η ανακοπή), επιπλέον δε έχει κοινοποιηθεί αντίγραφό της (ανακοπής) στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφο Πειραιώς Χ. Γ.[M69]  (βλ. την υπ’ αριθ. …[M70] …[M71]  έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, καθ’ ο μέρος η ανακοπή στρέφεται κατά του πρώτου και της δεύτερης των καθ’ ων και κατά το σκέλος της με το οποίο προσβάλλεται ως αόριστη και αναιτιολόγητη η γενομένη στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης εκκαθάριση των εξόδων των ως άνω προσώπων, αμφισβητείται δε ότι τα αφορώντα τη δεύτερη εξ αυτών (καθ’ ων) έξοδα έλαβαν χώρα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών (πρώτος, τέταρτος και έκτος των λόγων ανακοπής), όπως επίσης και καθ’ ο μέρος αυτή στρέφεται κατά του τρίτου των καθ’ ων (δικαστικού επιμελητή) και κατά το σκέλος της με το οποίο προσβάλλεται ως αόριστος και αναιτιολόγητος ο πίνακας εξόδων που κατέθεσε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού το ως άνω όργανο της εκτέλεσης, βάσει του οποίου διενεργήθηκε εν συνεχεία η εκκαθάριση των εξόδων του στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης (ένατος λόγος), πρέπει αυτή (η ανακοπή) να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω μη συνδρομής στο πρόσωπο των ως άνω διαδίκων της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης. Και τούτο διότι, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα σκέψη, ως προς τους συγκεκριμένους λόγους ανακοπής νομιμοποιείται παθητικά αποκλειστικά η επισπεύδουσα δανείστρια (τέταρτη των καθ’ ων), ως προς την οποία και μόνο τυγχάνει παραδεκτή η εν λόγω ανακοπή αναφορικά με τους ανωτέρω λόγους. Κατά τα λοιπά, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Από τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. …[M72]  πίνακα κατάταξης δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιώς Χ. Γ.[M73] , σε συνδυασμό με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της ανακόπτουσας στη με γενικό αριθ. κατάθ. …[M74]  και με αριθ. κατάθ. …[M75]  ανακοπή, που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της συναφθείσας στις 24 Ιουνίου 2008 μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …[M76]  (της οποίας καθολική διάδοχος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 εδ. α του κ.ν. 2190/1920, τυγχάνει η τέταρτη των καθ’ ων στην υπό στοιχείο Β΄ ως άνω ανακοπή, λόγω συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως της πρώτης από τη δεύτερη) και αφενός της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία …[M77]  αφετέρου της κυπριακής εταιρείας με την επωνυμία …[M78] , η πρώτη (…[M79] ) χορήγησε στις τελευταίες δάνειο κυμαινομένου επιτοκίου ποσού 91.500.000 δολ. ΗΠΑ. Προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της ανωτέρω δανείστριας εκ της ρηθείσης σύμβασης η καθ’ ης η εκτέλεση της παραχώρησε την από 25 Ιουνίου 2008 Πρώτης Τάξεως Ναυτική Υποθήκη επί του με σημαία Κύπρου φορτηγού πλοίου …[M80] » ιδιοκτησίας της, η οποία καταχωρίσθηκε την ιδία ημερομηνία στα υποθηκικά βιβλία του Λιμένα Λεμεσού. Μετέπειτα δε τις επανειλημμένες οχλήσεις της καθ’ ης η εκτέλεση εκ μέρους της ως άνω τραπεζικής εταιρείας για άμεση καταβολή όλων των ληξιπρόθεσμων δόσεων κεφαλαίου και των τόκων εκ της ανωτέρω συμβάσεως και την αδιαφορία της πρώτης περί τακτοποιήσεως και πλήρους εξοφλήσεως των οφειλών της απ’ αυτή (σύμβαση), η δανείστρια …[M81]  προχώρησε, στις 21 Αυγούστου 2013, στην καταγγελία της εν λόγω σύμβασης δανείου, ως τούτο προκύπτει από τις υπ’ αριθ. …[M82]  και …[M83]  εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πειραιώς, Θ. Κ.[M84] , με την οποία κηρύχθηκε ολόκληρο το δάνειο με γεγενημένους τόκους, προμήθειες, δαπάνες κ.α. αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και κλήθηκε η καθ’ ης η εκτέλεση να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 54.513.692 δολ. ΗΠΑ. Με επίσπευση δε της ως άνω δανείστριας τράπεζας και σε εκτέλεση του υπ’ αριθ. …[M85]  πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. …[M86]  διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατασσόταν η καθ’ ης η εκτέλεση να καταβάλει στην πρώτη το ποσό των 670.590,46 δολ. ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων, με την ισοτιμία δολ. ΗΠΑ – ευρώ κατά το χρόνο της αποπληρωμής του αιτούμενου ποσού, το οποίο αποτελούσε μέρος της μέχρι τότε οφειλής της καθ’ ης η εκτέλεση, και της παρά πόδας αυτού (απογράφου) επιταγής προς πληρωμή, κατασχέθηκε αναγκαστικώς, δυνάμει της με αριθμό …[M87]  έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Θ. Σ.[M88] , και της με αριθμό …[M89]  περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου επιμελητή, το υπό σημαία Κύπρου φορτηγό πλοίο …[M90] », Νηολογίου Λεμεσού Κύπρου με αριθμό …[M91] , με διεθνές διακριτικό σήμα: …[M92] , ανήκον στην καθ’ ης η εκτέλεση εταιρεία …[M93] , και το οποίο ευρίσκετο αγκυροβολημένο στη Ράδα του Λιμένος Πειραιώς. Ο πλειστηριασμός του πλοίου αυτού ορίστηκε για την 15η Ιανουάριου 2014 στο κατάστημα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ενώπιον του πρώτου των καθ’ ων στην υπό στοιχείο Β΄ ως άνω ανακοπή, υπαλλήλου του πλειστηριασμού, οπότε το εν λόγω πλοίο εκπλειστηριάστηκε, συνταχθείσης της με αριθμό /…[M94]  έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου, και κατακυρώθηκε στην τέταρτη καθ’ ης στην υπό στοιχείο Β΄ ανακοπή για το ποσό των 13.150.000 δολ. ΗΠΑ. Στον πλειστηριασμό αυτόν αναγγέλθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να λάβουν μέρος στη διανομή, μεταξύ άλλων, η ανακόπτουσα της υπό στοιχ. Β΄ ανακοπής, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία …[M95] , με την από 23-1-2014 αναγγελία της, για ποσό 8.006,91 ευρώ (ή 10.804,93 δολαρίων Η.Π.Α.), πλέον τόκων και εξόδων, που αφορούσε απαιτήσεις της από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, με τις οποίες προμήθευσε το εκπλειστηριασθέν πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 26-6-2013 έως 12-11-2013 με ναυτικούς χάρτες, και η τέταρτη των καθ’ ων στην ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ ανακοπή, τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία …[M96] , με την από …[M97]  αναγγελία της, για ποσό 51.288.000 δολ. ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων, που αφορούσε τις απαιτήσεις της από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου, για την εξασφάλιση των οποίων είχε εγγραφεί πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι με την τελευταία ως άνω αναγγελία, και συγκεκριμένα στο αιτητικό αυτής, ζητήθηκε από την προαναφερθείσα τραπεζική εταιρεία να καταταγεί οριστικώς και προνομιακώς, απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η ανακόπτουσα με το δέκατο τέταρτο λόγο της κρινόμενης υπό στοιχ. Β΄ ανακοπής της ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν.

Λόγω δε ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος των 13.150.000 δολ. ΗΠΑ, συντάχθηκε από τον προαναφερόμενο υπάλληλο του πλειστηριασμού ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθ. …[M98]  πίνακας κατάταξης δανειστών, σύμφωνα με τον οποίο, αφού αφαιρέθηκαν ως έξοδα εκτέλεσης τα κάτωθι ποσά: 1) 229,82 ευρώ ή 312,69 δολ. ΗΠΑ για έξοδα του ως άνω υπαλλήλου του πλειστηριασμού (πρώτου των καθ’ ων η υπό στοιχ. Β΄ ανακοπή), 2) 10.180 ευρώ ή 13.850,90 δολ. ΗΠΑ για τη δικηγορική εταιρεία με την επωνυμία …[M99]  (δεύτερης των καθ’ ων η υπό στοιχ. Β΄ ανακοπή), 3) 3.054,13 ευρώ ή 4.155,45 δολ. ΗΠΑ για το δικαστικό επιμελητή Θεοδόσιο Σακκιώτη (τρίτος των καθ’ ων η υπό στοιχ. Β΄ ανακοπή) και 4) 102.334,58 δολ. ΗΠΑ και 20.051,14 ευρώ ή 27.281,58 δολ. ΗΠΑ για έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, στα οποία υποβλήθηκε η τραπεζική εταιρεία «ΑΛΦΑ ΜΠΑΝΚ Α.Ε.», κατετάγη στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ποσού 13.002.064,80 δολ. ΗΠΑ, οριστικά και προνομιακά, η τέταρτη καθ’ ης η υπό στοιχ. Β΄ ανακοπή ως άνω τραπεζική εταιρεία, σε μερική εξόφληση της αναγγελθείσας απαίτησης που απέρρεε από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου, για την εξασφάλιση της οποίας είχε εγγραφεί πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος πλοίου. Σημειωτέον ότι η επωνυμία της τέταρτης των καθ’ ων η υπό στοιχ. Β΄ ανακοπή είναι …[M100]  και με διακριτικό τίτλο …[M101]  με έδρα στην……. , επί της οδού Σ.[M102]  αριθ. …με ΓΕΜΗ …[M103] πρώην …[M104]  ως καθολικής διαδόχου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 εδ. α του κ.ν. 2190/1920, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …[M105] , η δε αναφορά της στην από …[M106]  αναγγελία της και στον επίδικο πίνακα κατάταξης δανειστών ως …[M107]  (μεταφορά στην αγγλική με τη χρήση ελληνικού αλφαβήτου) δεν δημιουργεί οιοδήποτε πρόβλημα ταυτότητας του νομικού προσώπου. Κατ’ ακολουθίαν, όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η ανακόπτουσα με το δέκατο τρίτο λόγο της ένδικης υπό στοιχ. Β΄ ανακοπής της, με τον οποίο αμφισβητείται η ύπαρξη και η γένεση της απαίτησης της καταταγείσας εταιρείας με την επωνυμία …[M108] , πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212 και 216 του ΑΚ – οι οποίες εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (ΕφΠειρ 596/1999 ΕΝΔ 27. 270, 299/1996 ΕΝΔ 24. 277) – συνάγεται ότι, για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών, πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά έκδηλο τρόπο σε εκείνον προς τον οποίον γίνεται η δήλωση ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα παραχθεί για τον αντιπροσωπευόμενο. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, δοθέντος ότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την “αρχή του εμφανούς”. Η κατ’ αυτόν τον τρόπον φανερή δήλωση επ’ ονόματι άλλου υπάρχει όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν εκ των περιστάσεων προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε επ’ ονόματι του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με την εξαίρεση βέβαια της περίπτωσης κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο (ΑΠ 258/2009 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βουλήσεως επιχειρείται επ’ ονόματι άλλου είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με τη μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δηλώσεως βουλήσεως, ήτοι μέσω της προσφυγής σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, ούτως ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά που υφίστανται κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενός του (βλ. και ΑΠ 752/2003 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 776/2000 ΕλλΔνη 42. 86). Στην προκείμενη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως που κατήρτισε η ανακόπτουσα στην υπό στοιχ. Β΄ ανακοπή με την εταιρεία με την επωνυμία …[M109]  διαχειρίστρια του εκπλειστηριασθέντος ως άνω πλοίου, η οποία ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας αυτού εταιρείας, ήτοι επ’ ονόματι και για λογαριασμό της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία …[M110] , διά ρητής μάλιστα προς τούτο αναφοράς στα σχετικά τιμολόγια, με την αναγραφή της ένδειξης …[M111]  …[M112]  (care of – με τη φροντίδα…[M113]  με αποτέλεσμα να δεσμεύεται η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία …[M114]  έναντι της ανακόπτουσας από τις εν λόγω δικαιοπραξίες, σύμφωνα και με τις διατάξεις που διαλαμβάνονται στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού ως προς τα θέματα της δεσμεύσεως του αντιπροσωπευόμενου και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος, ως αντιπρόσωπος αυτού, εφαρμόζεται το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1187/2000 ΕλλΔνη 2001. 1317, 1350), και, επομένως, εφαρμοστέο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας στην οποία επιχείρησε η εταιρεία …[M115]  τις εν λόγω δικαιοπραξίες για τις οποίες της δόθηκε η πληρεξουσιότητα (οι συμβάσεις πώλησης καταρτίστηκαν στην Ελλάδα και τα πωληθέντα εμπορεύματα παραδόθηκαν στην έδρα της ως άνω διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας, στην οδό Φ.[M116]  αρ. ….. στον ……. η πρώτη (ανακόπτουσα) προμήθευσε, κατά το χρονικό διάστημα από 26-6-2013 έως 12-11-2013, το εκπλειστηριασθέν πλοίο με ναυτικούς χάρτες, που περιγράφονται αναλυτικά (κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας) στα ακόλουθα φορολογικά παραστατικά: 1) …[M117]  τιμολόγιο-Δ.αποστολής συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 710,77 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 497,54 + ποσόν ευρώ 213,23 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθ. …[M118]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 10-8-2013, 2) …[M119]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 10-8-2013, 3) …[M120]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 125,43 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 87,80 + ποσό ευρώ 37,63 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ.ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M121]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 12-8-2013, 4) …[M122]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 125,43 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 87,80+ ποσό ευρώ 37,63 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M123]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 17-8-2013, 5) …[M124]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 308,98 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 217,40 + ποσό ευρώ 91,58 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M125]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 18-8-2013, 6) …[M126]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 41,81 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 29,27 + ποσόν ευρώ 12,54 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M127]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 19-8-2013, 7) …[M128]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 553,50 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 387,45 + ποσόν ευρώ 166,05 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M129]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 22-8-2013, 8) …[M130]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 501,72 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 351,20 + ποσόν ευρώ 150,52 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M131]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 24-8-2013, 9) …[M132]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 83,62 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 58,53 + ποσόν ευρώ 25,09 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M133]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 25-8-2013, 10) …[M134]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 26-8-2013, 11) …[M135]  Δ.αποστολής- τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 41,81 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 29,27 + ποσόν ευρώ 12,54 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M136]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 30-8-2013 ,12) …[M137]  Δ.αποστολής- τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 83,62 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 58,53 + ποσόν ευρώ 25,09 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M138]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 2-9-2013, 13) …[M139]  Δ.αποστολής- τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 83,62 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 58,53 + ποσόν ευρώ 25,09 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M140]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 6-9-2013, 14) …[M141]  Δ.αποστολής- τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 9-9-2013, 15) …[M142]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 945,92 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 666,09+ ποσόν ευρώ 279,83 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M143]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 20-9-2013, 16) …[M144]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 21,89, έναντι του οποίου κατεβλήθη ποσόν 2,37 δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M145]  πιστωτικού τιμολογίου (συνολικού ποσού 83,18), με ημερομηνία εξόφλησης 23-9-2013 και άρα οφείλεται συνολικά ποσόν ευρώ 19,52 ως υπόλοιπο, 17) …[M146]  Δ.αποστολής- τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 565,14 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 409,74 + ποσόν ευρώ 155,40 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M147]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 4-10-2013, έναντι του οποίου καταβλήθηκε ποσόν ευρώ 47,14 δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M148]  πιστωτικού τιμολογίου (συνολικού ποσού 83,18) και οφείλεται το υπόλοιπο ποσόν ευρώ 518,00, 18) …[M149]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 403,67 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 292,67 + ποσόν ευρώ 111,00 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M150]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 4-10-2013, έναντι του οποίου καταβλήθηκε ποσόν 33,67 δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M151]  πιστωτικού τιμολογίου (συνολικού ποσού 83,18) και οφείλεται το υπόλοιπο ποσόν ευρώ 370,00, 19) …[M152]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 6-10-2013, 20) …[M153]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 96,24 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 67,37 + ποσόν ευρώ 28,87 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M154]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 11-10-2013, 21) …[M155]  Δ.αποστολής- τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 327,92 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 230,65 + ποσόν ευρώ 97,27 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M156]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 14-10-2013, 22) …[M157]  Δ.αποστολής- τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 125,43 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 87,80 + ποσόν ευρώ 37,63 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M158]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 19-10-2013, 23) …[M159]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 21-10-2013, 24) …[M160]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 308,24 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 219,71 + ποσόν ευρώ 88,53 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M161]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 27-10-2013, 25) …[M162]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 3-11-2013, 26) …[M163]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού 19,21 ευρώ, με ημερομηνία εξόφλησης 18-11-2013, 27) …[M164]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 798,94 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 566,04 + ποσόν ευρώ 232,90 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M165]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 22-11-2013, 28) …[M166]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 5-12-2013, 29) …[M167]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού προ εκπτώσεως πλέον ΦΠΑ ευρώ 125,43 (συνολικό ποσό μετά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ ευρώ 87,80 + ποσόν ευρώ 37,63 ως διαφορά εκπτώσεως συμπ. ΦΠΑ δυνάμει του υπ’ αριθμ. …[M168]  τιμολογίου), με ημερομηνία εξόφλησης 6-12-2013, 30) …[M169]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 71,79, με ημερομηνία εξόφλησης 16-12-2013, 31) …[M170]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 19,21, με ημερομηνία εξόφλησης 16-12-2013, 32) …[M171]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 1.419,34, με ημερομηνία εξόφλησης 27-12-2013, 33) …[M172]  Δ.αποστολής-τιμολόγιο συνολικού ποσού ευρώ 46,95, με ημερομηνία εξόφλησης 27-12-2013. Το τίμημα της εκάστοτε επιμέρους πώλησης, το οποίο ανήλθε στο ποσό που αναγράφεται σε καθένα από τα προαναφερόμενα τιμολόγια, έπρεπε να εξοφληθεί, κατά τη σχετική συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, κατά την ημερομηνία που αναγραφόταν στο αντίστοιχο τιμολόγιο. Ωστόσο, η αγοράστρια των παραπάνω εμπορευμάτων – πλοιοκτήτρια του εκπλειστηριασθέντος πλοίου εταιρεία, παρά τις προφορικές και γραπτές οχλήσεις εκ μέρους της ανακόπτουσας, δεν κατέβαλε τα οφειλόμενα ποσά, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον όρο 2 ενός εκάστου τιμολογίου – δελτίου αποστολής, όπως αυτός συνεφωνήθη με την καθ’ ης η εκτέλεση, να υποχρεούται η τελευταία να καταβάλει αυτά (ποσά) προ έκπτωσης πλέον του αναγραφόμενου ΦΠΑ, συνολικής αξίας 8.006,91 ευρώ, δυνάμει του υπ’ αριθ. …[M173]  τιμολογίου της ανακόπτουσας. Η τελευταία δε υπέβαλε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς την από …[M174]  αίτησή της κατά της πλοιοκτήτριας εταιρείας προς έκδοση διαταγής πληρωμής για το σύνολο του οφειλόμενου τιμήματος, η οποία έγινε δεκτή με τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …[M175]  διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε περαιτέρω η καθ’ ης η αίτηση να καταβάλει στην ανακόπτουσα το ανωτέρω αναφερόμενο συνολικό ποσό των 8.006,91 ευρώ ή 10.804,93 δολ. ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων, κοινοποιήθηκε δε αυτή στην καθ’ ης η εκτέλεση μετά της παρά πόδας αυτής επιταγής προς πληρωμή (βλ. την υπ’ αριθ. …[M176]  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Ν. Τ.[M177] ). Όπως δε προκύπτει από το υπ’ αριθ. …[M178]  πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής παρήλθε άπρακτη, δεδομένου ότι τέτοια ανακοπή δεν είχε ασκηθεί από την καθ’ ης η εκτέλεση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς μέχρι και τις 8-4-2014. Εφόσον, λοιπόν, αποδεικνύεται ότι υφίστανται απαιτήσεις της ανακόπτουσας της υπό στοιχ. Β΄ ανακοπής έναντι της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας από τις ανωτέρω ιστορούμενες αιτίες, συνολικού ύψους 8.006,91 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων των καθ’ ων της ένδικης ως άνω ανακοπής, συντρέχει στο πρόσωπό της έννομο συμφέρον να προσβάλει τον ως άνω πίνακα κατάταξης. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχ. Β΄ ανακοπής της, η ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία …[M179]  προσβάλλει ως αόριστη και αναιτιολόγητη τη γενομένη στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης εκκαθάριση των εξόδων του πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή (υπαλλήλου του πλειστηριασμού). Ο λόγος αυτός (ως προς τον οποίο η ανακοπή τυγχάνει παραδεκτή μόνο καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της τέταρτης των καθ’ ων – επισπεύδουσας δανείστριας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα) είναι νόμιμος, καθώς στηρίζεται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 975 του ΚΠολΔ. Πρέπει να γίνει δε δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, ενόψει του ότι στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης (σημειωτέον ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε ιδιαίτερη πράξη εκκαθάρισης για τα έξοδα εκτέλεσης που προαφαίρεσε από το πλειστηρίασμα) αναγράφεται μόνο το συνολικό ποσό των δικαιωμάτων και εξόδων του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (229,82 ευρώ ή 312,69 δολ. ΗΠΑ), χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση των επιμέρους κονδυλίων αυτών και τις αιτίας τους. Η έλλειψη δε οιασδήποτε αιτιολογίας καθιστά την αφαίρεση του ως άνω ποσού από το πλειστηρίασμα μη νόμιμη και, συνακόλουθα, άκυρη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχ. Β΄ μείζονα πρόταση της παρούσας. Συντρέχει, επομένως, περίπτωση μεταρρύθμισης του ανακοπτόμενου πίνακα. Ειδικότερα, πρέπει να ακυρωθεί η αφαίρεση των εξόδων και δικαιωμάτων του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή) και, ακολούθως, να διαγραφεί το συγκεκριμένο ως άνω ποσό των 229,82 ευρώ ή 312,69 δολ. ΗΠΑ [σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία του Ευρώ προς το Δολ. ΗΠΑ κατά την ημερομηνία του πλειστηριασμού (…[M180] ), ήτοι 1 ευρώ = 1,3606 δολ. ΗΠΑ, την οποία έλαβε υπόψη του ο υπάλληλος του πλειστηριασμού κατά τη σύνταξη του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, κατά το οποίο αυτός (πίνακας) δεν πλήττεται με λόγο ανακοπής (βλ. άρθρο 106 ΚΠολΔ)] και να καταταγεί οριστικά στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος η ανακόπτουσα εταιρεία. Κατόπιν δε τούτων, παρέλκει η εξέταση των δεύτερου και τρίτου λόγων της κρινόμενης ανακοπής, που συνίστανται αφενός στην άρνηση της ύπαρξης και της γένεσης των συγκεκριμένων εξόδων εκτέλεσης, αφετέρου στην εσφαλμένη προαφαίρεση των εξόδων αυτών αντί της προνομιακής τους κατάταξης.

Εξάλλου, με τον ένατο λόγο της ίδιας ως άνω ανακοπής, η ανακόπτουσα προσβάλλει ως αόριστο και αναιτιολόγητο τον από 30-1-2014  πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων που κατέθεσε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ο δικαστικός επιμελητής Θ. Σ.[M181]  (τρίτος των καθ’ ων η υπό στοιχ. Β΄ ανακοπή) σχετικά με τις πράξεις εκτελέσεως που διενήργησε αυτός, τα οποία ανήλθαν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στον πίνακα αυτόν, στο συνολικό ποσό των 2.483,03 ευρώ πλέον Φ.Π.Α., ήτοι, συνολικά, στο ποσό των 3.054,13 ευρώ, βάσει του οποίου διενεργήθηκε εν συνεχεία η εκκαθάριση των εξόδων του εν λόγω οργάνου στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης. Ο λόγος αυτός (ως προς τον οποίο η ανακοπή τυγχάνει παραδεκτή μόνο καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της τέταρτης των καθ’ ων – επισπεύδουσας δανείστριας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα) είναι νόμιμος, καθώς στηρίζεται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 975 του ΚΠολΔ. Πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου αυτού, ο συγκεκριμένος πίνακας τυγχάνει επαρκώς ορισμένος και αιτιολογημένος. Ειδικότερα, παρατίθενται αναλυτικά σ’ αυτόν τα επιμέρους κονδύλια των δικαιωμάτων και εξόδων του ως άνω δικαστικού επιμελητή και προσδιορίζεται η αιτία του καθενός αυτών, κατά τρόπον ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος των κονδυλίων αυτών τόσο από το Δικαστήριο όσο και από κάθε άλλον ενδιαφερόμενο.

Επίσης, με το δέκατο λόγο της προεκτιθέμενης ανακοπής της, η ανακόπτουσα αρνείται την ύπαρξη και τη γένεση των εξόδων του ως άνω δικαστικού επιμελητή (τρίτου των καθ’ ων η ανακοπή) που προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα. Ο λόγος αυτός (ως προς τον οποίο η ανακοπή τυγχάνει παραδεκτή τόσο καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του τρίτου των καθ’ ων όσο και κατά της τέταρτης εξ αυτών – επισπεύδουσας δανείστριας, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα) είναι νόμιμος, ως στηριζόμενος στα άρθ. 979 παρ. 2 και 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, ενόψει του ότι ο λόγος ανακοπής δύναται να συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαιτήσεως του καθ’ ου που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση διά των προτάσεων (και με την απόδειξη) των παραγωγικών της απαιτήσεως ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων. Ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου αυτού λεκτέα τα εξής: Από το συνολικό ποσό των 3.054,13 ευρώ ή 4.155,45 δολ. ΗΠΑ που αφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα για τα έξοδα και τα δικαιώματα του παραπάνω δικαστικού επιμελητή: 1) Το επιμέρους ποσό των 30 € αφορούσε την αμοιβή του εν λόγω οργάνου της εκτέλεσης για την έρευνα που διενήργησε στα δημόσια βιβλία που τηρούνται στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά (Νηολόγιο, Ναυτικό Υποθηκολόγιο, Βιβλίο Κατασχέσεων πλοίων) (υπ’ αριθμ. 1 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, τέτοια έρευνα δεν αποδείχθηκε ότι έγινε, ούτε, άλλωστε, ήταν αναγκαία, δεδομένου ότι το εκπλειστηριασθέν πλοίο έφερε κυπριακή σημαία. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό. 2) Το επιμέρους ποσό των 50 € αφορούσε τα οδοιπορικά έξοδα για τη μετάβαση του τρίτου καθ’ ου και του συμπράξαντος δικαστικού επιμελητή από τον Πειραιά στη ράδα του λιμένος Πειραιώς, προκειμένου να προβεί ο πρώτος στην αναγκαστική κατάσχεση του εκπλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθ. 2 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Εντούτοις, από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο εν λόγω καθ’ ου υποβλήθηκε στα επικαλούμενα ως άνω έξοδα. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό. 3) Το επιμέρους ποσό των 13 € που αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου (υπ’ αριθ. 3 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Το ποσό αυτό ορθώς αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, δεδομένου ότι η ως άνω έκθεση αποτελείται από 6 φύλλα, για το πρώτο από τα οποία η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή καθορίζεται στο ποσό των 3 € και για το καθένα από τα υπόλοιπα στο ποσό των 2 € με βάση τη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. δ΄ της υπ’ αριθ. 2/54638/0022/13-08-2008 Κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1716/26-08-2008) «Καθορισμός αμοιβών δικαστικών επιμελητών». Η νόμιμη αμοιβή που δικαιούνταν, λοιπόν, ο εν λόγω καθ’ ου για τη σύνταξη της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ανερχόταν στο ως άνω ποσό των (1 φύλλο χ 3 € + 5 φύλλα χ 2 € =) 13 €. 4) Δεδομένου, μάλιστα, ότι ως μάρτυρας προσελήφθη ο συμπράξας δικαστικός επιμελητής του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Σ. Α.[M182]  (βλ. τα αναφερόμενα στην έβδομη σελίδα της υπ’ αριθ. …[M183]  έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου), η αμοιβή αυτού ανήλθε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Δ΄ περ. ΙΙ της προαναφερόμενης Κ.Υ.Α., στο ποσό των 60 ευρώ (υπ’ αριθ. 4 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (87 – 60=) 27 € για την ανωτέρω αιτία.  5) Το επιμέρους ποσό των (53 + 147,75 + 422=) 622,75 € αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη διενέργεια της αναγκαστικής κατάσχεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθ. 5 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Το ποσό αυτό ορθώς αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, δεδομένου ότι η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύσθηκε για την ικανοποίηση μέρους των απαιτήσεων της επισπεύδουσας δανείστριας που απέρρεαν από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου, ποσού 670.590,46 $, σύμφωνα δε με τη διάταξη της ενότητας Β΄ περ. 1΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α. η αμοιβή για την ενέργεια αναγκαστικής κατάσχεσης καθορίζεται ανάλογα με το ποσό της απαίτησης για την οποία η κατάσχεση, με βάση την παρακάτω κλίμακα: α. Για ποσό απαίτησης μέχρι 590 €, πενήντα τρία ευρώ (53 €) β. Για το ποσό απαίτησης από 590,01 € μέχρι 6.500 €, υπολογίζεται και προστίθεται ποσοστό αμοιβής 2,5% [ήτοι (6.500 – 590) χ 2,5% = 147,75 €] και γ. Για το ποσό απαίτησης από 6.500,01 € και άνω υπολογίζεται και προστίθεται ποσοστό αμοιβής 1% που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 422 €. 6) Το επιμέρους ποσό των 147 € αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τα αντίγραφα της ανωτέρω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που εξέδωσε (υπ’ αριθ. 6 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Όπως, όμως, προκύπτει από το περιεχόμενο του ανωτέρω πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων (βλ. τα υπ’ αριθ. 8, 9, 10, 12 και 13 κονδύλια αυτού), καθώς και από τα αναφερόμενα στη δεύτερη σελίδα της υπ’ αριθ. …[M184]  πράξης καταθέσεως εγγράφων πλειστηριασμού, που συνέταξε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής επέδωσε επίσημα αντίγραφα της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στον Λιμενάρχη, το Νηολόγο και το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Πειραιώς, στην καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδα και τον αντίκλητό της, καθώς και στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο. Σε άλλο πρόσωπο δεν αποδεικνύεται ότι διενεργήθηκε επίδοση επισήμου αντιγράφου της εν λόγω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και, επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι συντάχθηκαν άλλα τέτοια αντίγραφα πέραν των έξι που απαιτήθηκαν κατά τα ανωτέρω. Συνεπώς, δεδομένου ότι η ως άνω έκθεση αποτελείται από 6 φύλλα, για το καθένα από τα οποία η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή καθορίζεται στο ποσό των 3,50 €, με βάση τη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ε΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., το ποσό που δικαιούνταν ο καθ’ ου για την έκδοση των ως άνω έξι αντιγράφων ανερχόταν στα (6 αντίγραφα χ 6 φύλλα χ 3,50 € =) 126 €. Συνακόλουθα, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (147 – 126 =) 21 € για την ανωτέρω αιτία. 7) Το επιμέρους ποσό των 13,44 € αφορούσε τα ένσημα που επικολλήθηκαν από τον καθ’ ου δικαστικό επιμελητή στα εκδοθέντα επίσημα αντίγραφα της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθ. 7 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Τέτοια επικόλληση, όμως, ουδόλως αποδεικνύεται. Αντιθέτως μάλιστα, όπως προκύπτει από το φωτοαντίγραφο ενός από τα επίσημα αντίγραφα της ως άνω έκθεσης που προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο, κανένα ένσημο δεν έχει επικολληθεί σ’ αυτό. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό. 8) Το επιμέρους ποσό των (23 Χ 4=) 92 € αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την επίδοση της έκθεσης κατάσχεσης στον Λιμενάρχη, το Νηολόγο και το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Πειραιώς, καθώς και στην καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδα (υπ’ αριθ. 8, 9, 10 και 12 κονδύλια του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή), ενώ το επιμέρους ποσό των 33 € αφορούσε την αμοιβή αυτού για την επίδοση της ίδιας έκθεσης κατάσχεσης στον αντίκλητο της καθ’ ης η εκτέλεση, δικηγόρο Στέφανο Δελλατόλλα, κάτοικο Παλαιού Φαλήρου Αττικής (υπ’ αριθ. 13 κονδύλιο του ανωτέρω πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων). Πράγματι, επίσημο αντίγραφο της ως άνω έκθεσης επιδόθηκε στα προαναφερόμενα πρόσωπα, προς τούτο δε συντάχθηκαν και οι σχετικές υπ’ αριθ. …[M185] , …[M186] , …[M187]  και …[M188]  εκθέσεις επίδοσης. Για καθεμία από τις επιδόσεις αυτές η αμοιβή που δικαιούται ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής ανέρχεται στο ποσό των 23 €, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Α΄ περ. α΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., όπως αυτή διορθώθηκε με σχετική καταχώριση στο ΦΕΚ Β΄ 1916/18-09-2008, καθώς και το ποσό των 10 € για την επίδοση στον αντίκλητο, που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του (δικαστικού επιμελητή) για τη μετάβαση από τον Πειραιά στο Παλαιό Φάληρο μετ’ επιστροφής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ια΄ της ανωτέρω Κ.Υ.Α. (ήτοι 20 χιλιόμετρα χ 0,50 € = 10 €). Επομένως, ορθώς αφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα τα ανωτέρω ποσά. 9) Το επιμέρους ποσό των 5 € αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη περίληψης της έκθεσης κατάσχεσης για το νηολόγιο (υπ’ αριθ. 11 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, τέτοια πράξη δεν αποδείχθηκε ότι διενεργήθηκε από το ως άνω πρόσωπο. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό. 10) Το επιμέρους ποσό των 15,00 € που αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη της υπ’ αριθ. …[M189]  περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθ. 14 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Δεδομένου ότι η ως άνω περίληψη αποτελείται από 7 φύλλα, για το πρώτο από τα οποία η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή καθορίζεται στο ποσό των 3 € και για το καθένα από τα υπόλοιπα στο ποσό των 2 € με βάση τη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. στ΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., η νόμιμη αμοιβή που δικαιούνταν ο εν λόγω καθ’ ου για τη σύνταξη της περίληψης αυτής ανερχόταν στο ποσό των (1 φύλλο χ 3 € + 6 φύλλα χ 2 € =) 15 €. Επομένως, ορθώς αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό. 11) Το επιμέρους ποσό των (53 + 118,20 + 210 =) 381,20 € αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την κατάρτιση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθ. 15 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Το ποσό αυτό ορθώς αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, δεδομένου ότι η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύσθηκε για την ικανοποίηση μέρους των απαιτήσεων της επισπεύδουσας δανείστριας που απέρρεαν από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου, ποσού 670.590,46 $, σύμφωνα δε με τη διάταξη της ενότητας Γ΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α. η αμοιβή για την κατάρτιση περίληψης κατασχετήριας έκθεσης καθορίζεται ανάλογα με το ποσό της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται ο πλειστηριασμός με βάση την παρακάτω κλίμακα: α. Για ποσό απαίτησης μέχρι 590 €, πενήντα τρία ευρώ (53 €) β. Για το ποσό απαίτησης από 590,01 € μέχρι 6.500 €, υπολογίζεται και προστίθεται ποσοστό αμοιβής 2% [ήτοι (6.500 – 590) χ 2% = 118,20 €] και γ. Για το ποσό απαίτησης από 6.500,01 € και άνω υπολογίζεται και προστίθεται ποσοστό αμοιβής 1% που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 210 €. 12) Το επιμέρους ποσό των 392,00 € αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τα αντίγραφα της ανωτέρω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης που εξέδωσε (υπ’ αριθ. 16 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Όπως, όμως, προκύπτει από τις υπ’ αριθ. …[M190]  εκθέσεις επίδοσης, καθώς και από τα αναφερόμενα στην τρίτη σελίδα της υπ’ αριθ. …[M191]  πράξης καταθέσεως εγγράφων πλειστηριασμού, που συνέταξε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής επέδωσε επίσημα αντίγραφα της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στον Λιμενάρχη, τον Νηολόγο και τον Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Πειραιώς, στην καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδα στον Πειραιά και στον ως άνω αντίκλητό της στο Παλαιό Φάληρο, στον Ειρηνοδίκη Πειραιώς, στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. στην Αθήνα, στη Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής στον Πειραιά, στη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς, στο Ν.Α.Τ. στον Πειραιά, στην Ο.Λ.Π. Α.Ε. στον Πειραιά, στο Ταμείου Εσόδων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. στον Πειραιά, στον πλοίαρχο του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στη Ράδα του λιμένος Πειραιώς, στην επισπεύδουσα δανείστρια στην Αθήνα, καθώς και στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο. Σε άλλο πρόσωπο δεν αποδεικνύεται ότι διενεργήθηκε επίδοση επισήμου αντιγράφου της εν λόγω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης και, επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι συντάχθηκαν άλλα τέτοια αντίγραφα πέραν των δεκαπέντε που απαιτήθηκαν για τις ως άνω επιδόσεις. Συνεπώς, δεδομένου ότι η ως άνω περίληψη αποτελείται από 7 φύλλα, για το καθένα από τα οποία η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή καθορίζεται στο ποσό των 3,50 €, με βάση τη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ε΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., το ποσό που δικαιούνταν ο καθ’ ου για την έκδοση των ως άνω δεκαπέντε αντιγράφων ανερχόταν στα (15 αντίγραφα χ 7 φύλλα χ 3,50 € =) 367,50 €. Συνακόλουθα, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (392,00 – 367,50 =) 24,50 € για την ανωτέρω αιτία. 13) Το επιμέρους ποσό των 34,24 € αφορούσε τα ένσημα που επικολλήθηκαν από τον καθ’ ου δικαστικό επιμελητή στα εκδοθέντα επίσημα αντίγραφα της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθ. 17 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Τέτοια επικόλληση, όμως, ουδόλως αποδεικνύεται. Αντιθέτως μάλιστα, όπως προκύπτει από το φωτοαντίγραφο ενός από τα επίσημα αντίγραφα της ως άνω έκθεσης που προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο, κανένα ένσημο δεν έχει επικολληθεί σ’ αυτό. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό. 14) Τα επιμέρους ποσά των 23 €, 23 €, 23 €, 23 €, 33 €, 23 €, 35 €, 23 €, 23 €, 23 €, 23 €, 23 €, 70 € και 23 € (ήτοι συνολικά 391 €) αφορούσαν την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την επίδοση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης στον Λιμενάρχη, τον Νηολόγο και τον Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Πειραιώς, στην καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδα στον Πειραιά και στον ως άνω αντίκλητό της στο Παλαιό Φάληρο, στον Ειρηνοδίκη Πειραιώς, στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. στην Αθήνα, στη Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής στον Πειραιά, στη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς, στο Ν.Α.Τ. στον Πειραιά, στην Ο.Λ.Π. Α.Ε. στον Πειραιά, στο Ταμείου Εσόδων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. στον Πειραιά, στον πλοίαρχο του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στη Ράδα του λιμένος Πειραιώς και στην επισπεύδουσα δανείστρια στην Αθήνα (βλ. και τις ανωτέρω σχετικές εκθέσεις επίδοσης) (υπ’ αριθ. 18 – 31 κονδύλια του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Για καθεμία από τις επιδόσεις αυτές η αμοιβή που δικαιούται ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής ανέρχεται στο ποσό των 23 €, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Α΄ περ. α΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., όπως αυτή διορθώθηκε με σχετική καταχώριση στο ΦΕΚ Β΄ 1916/18-09-2008, καθώς και το ποσό των 10 € για την επίδοση στον αντίκλητο, που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του για τη μετάβαση από τον Πειραιά στο Παλαιό Φάληρο μετ’ επιστροφής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ια΄ της ανωτέρω Κ.Υ.Α. (ήτοι 20 χιλιόμετρα χ 0,50 € = 10 €), όπως και το ποσό των 12 € για την επίδοση στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. (αλλά και για την επίδοση στην επισπεύδουσα δανείστρια για την οποία όμως δεν διαλαμβάνεται σχετικό κονδύλιο στον εν λόγω πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή), που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του για τη μετάβαση από τον Πειραιά στην Αθήνα μετ’ επιστροφής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ως άνω διάταξη (ήτοι 24 χιλιόμετρα χ 0,50 € = 12 €). Αντιθέτως, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι ο καθ’ ου υποβλήθηκε σε οδοιπορικά έξοδα για τη διενέργεια των παραπάνω επιδόσεων. Επομένως, το συνολικό ποσό που δικαιούνταν ο καθ’ ου για τη διενέργεια των ως άνω επιδόσεων ανέρχεται σε (23 € χ 14 + 22 € =) 344 €. Άρα εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (391 – 344=) 47 € για τις ανωτέρω αιτίες. 15) Το επιμέρους ποσό των 45 € αφορούσε τη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ο καθ’ ου δικαστικός επιμελητής για την κατάθεση εγγράφων σχετικών με τον επισπευδόμενο αναγκαστικό πλειστηριασμό του ένδικου σκάφους (υπ’ αριθ. 32 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Το ποσό αυτό ορθώς αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, δεδομένου ότι, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθ. …[M192]  πράξη κατάθεσης εγγράφων πλειστηριασμού που συνέταξε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ο καθ’ ου προέβη πράγματι στην ως άνω κατάθεση, για την οποία μάλιστα κατέβαλε ως αμοιβή στον εν λόγω συμβολαιογράφο το ποσό των 36 € πλέον Φ.Π.Α., ενώ επικολλήθηκε και τέλος μεγαροσήμου 0,50 ευρώ στο πρωτότυπο και σε ένα αντίγραφο, ήτοι συνολικά κατεβλήθη το ποσό των 45,28 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει το ποσό που αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα για την ανωτέρω αιτία. 16) Το επιμέρους ποσό των 3,50 € αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την κατάθεση των ως άνω εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (υπ’ αριθ. 33 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. θ΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., το ποσό που δικαιούται ο δικαστικός επιμελητής για κατάθεση εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ορίζεται στα 2 €. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (3,50 – 2=) 1,50 € για την ανωτέρω αιτία. 17) Το επιμέρους ποσό των 4 € αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη αποσπάσματος της προαναφερόμενης περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης, προκειμένου αυτό να δημοσιευθεί στην Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α. (υπ’ αριθ. 34 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. στ΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται για μεν το πρώτο φύλλο 3 €, για κάθε δε επόμενο φύλλο 2 €. Εφόσον, επομένως, δεν προκύπτει εν προκειμένω ότι το ως άνω απόσπασμα αποτελείτο από περισσότερα του ενός φύλλα, ο καθ’ ου δικαιούνταν για τη σύνταξη του παραπάνω αποσπάσματος το ποσό των 3 € μόνο. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό του (4 – 3 =) 1 € για την ανωτέρω αιτία. 18) Τέλος, τα επιμέρους ποσά των 96,90 € και 27 € αφορούσαν τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη δημοσίευση του προαναφερόμενου αποσπάσματος στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α. και τα δικαιώματα του ως άνω Ταμείου για την εν λόγω δημοσίευση, τα οποία κατέβαλε αυτός (υπ’ αριθ. 35 και 36 κονδύλια του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Πράγματι, όπως προκύπτει από το νομίμως προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως, υπ’ αριθ. …[M193]  γραμμάτιο είσπραξης του Ε.Τ.Α.Α., απόσπασμα της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης δημοσιεύθηκε από τον καθ’ ου στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α, ο οποίος (καθ’ ου) κατέβαλε και το ποσό των 61,90 ευρώ για δικαιώματα του ως άνω Ταμείου. Για τη διενέργεια δε της δημοσίευσης αυτής ο καθ’ ου δικαιούνταν το ποσό των 3 €, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ι΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α. Αντιθέτως, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι ο καθ’ ου υποβλήθηκε σε οδοιπορικά έξοδα ή σε οιαδήποτε άλλη δαπάνη για τη διενέργεια της ανωτέρω δημοσίευσης. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των [(96,90 + 27) – (61,90 + 3)=] 59 € για τις ανωτέρω αιτίες. Με βάση τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ο καθ’ ου η ανακοπή δικαστικός επιμελητής δικαιούνταν για τα έξοδα και την αμοιβή του για τις πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας που διενεργήθηκαν απ’ αυτόν, το συνολικό ποσό των (13 + 60 + 622,75 + 126 + 92 + 33 + 15 + 381,20 + 367,50 + 344 + 45 + 2 + 3 + 61,90 + 3=) 2.169,35 €. Συνεπώς, από το πλειστηρίασμα έπρεπε να αφαιρεθεί το συγκεκριμένο ποσό, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. ποσοστού 23%, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.668,30 € για τις προεκτιθέμενες αιτίες. Άρα, το ποσό που εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα για τις ανωτέρω αιτίες, ανέρχεται σε (3.054,13 – 2.668,30=) 385,83 ευρώ. Συνακόλουθα, απορριπτομένου του ισχυρισμού των καθ’ ων η ανακοπή περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της ανακόπτουσας, ως μη έχουσας προνομιακή απαίτηση, ως νόμω αβάσιμου, σύμφωνα με όσα μνημονεύονται στην υπό στοιχ. Β΄ οικεία μείζονα πρόταση της παρούσας, εφόσον η τελευταία (ανακόπτουσα) έχει προφανές έννομο συμφέρον στην άσκηση της προκείμενης ανακοπής, επιδιώκοντας να καταταγεί η ίδια στο επιπλέον ποσό που θα προκύψει γενομένης δεκτής αυτής (ανακοπής), ανεξάρτητα από το αν υπάρχει άλλος προηγούμενος δανειστής που κατατάχθηκε μερικώς, λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος, αφού δεν άσκησε ανακοπή και δεν μπορεί να ωφεληθεί από τους λόγους ανακοπής του προτάθηκαν από την ίδια (ως άνω ανακόπτουσα), πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος ο δέκατος λόγος της προαναφερόμενης ανακοπής, και να μεταρρυθμισθεί ο ανακοπτόμενος πίνακας. Ειδικότερα, πρέπει να ακυρωθεί η αφαίρεση των εξόδων και δικαιωμάτων του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή (τρίτου των καθ’ ων η ανακοπή) ως προς το προαναφερόμενο ποσό των 385,83 € ή 524,96 $ [σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία του Ευρώ προς το Δολ. ΗΠΑ κατά την ημερομηνία του πλειστηριασμού (…[M194] ), ήτοι 1 ευρώ = 1,3606 δολ. ΗΠΑ, την οποία έλαβε υπόψη του ο υπάλληλος του πλειστηριασμού κατά τη σύνταξη του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, κατά το οποίο αυτός (πίνακας) δεν πλήττεται με λόγο ανακοπής (βλ. άρθρο 106 ΚΠολΔ)] και, ακολούθως, να διαγραφεί το συγκεκριμένο ποσό και να καταταγεί οριστικά στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος η ανακόπτουσα εταιρεία.

Περαιτέρω, ως προς το δέκατο πέμπτο λόγο της ένδικης υπό στοιχ. Β΄ ανακοπής της εταιρείας με την επωνυμία …[M195] , με τον οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάταξη των απαιτήσεων της τέταρτης των καθ’ ων (επισπεύδουσας δανείστριας) αντί των αναγγελθεισών απαιτήσεών της, για το λόγο ότι οι τελευταίες απολαύουν ισχυρότερου προνομίου έναντι των πρώτων, λεκτέα τα εξής: Τα ναυτικά προνόμια επί του πλοίου γίνεται γενικά δεκτό ότι έχουν εμπράγματο χαρακτήρα, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο, και ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο, σύμφωνα με τον κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του άρθρου 9 του ΚΙΝΔ. Συγκεκριμένα, το δίκαιο της σημαίας του πλοίου ρυθμίζει τη γένεση, έκταση, διάρκεια και απόσβεση των ναυτικών προνομίων, και μάλιστα, έστω και αν οι απαιτήσεις που ασφαλίζονται με αυτά διέπονται από το δίκαιο άλλης πολιτείας. Η σειρά κατατάξεως αυτών, όμως, σε περίπτωση πλειστηριασμού του πλοίου, θα κριθεί από το δίκαιο του τόπου της αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή από τη lex fori, αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο. Επομένως, αν εκπλειστηριασθεί πλοίο με αλλοδαπή σημαία στην Ελλάδα, δεν προηγείται των απαιτήσεων των λοιπών δανειστών, ενυπόθηκων ή όχι, οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της αλλοδαπής πολιτείας, αλλά προηγούνται μόνον εκείνα που όμοια τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει η διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 1012 παρ. 4 του ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξής τους κατά το δίκαιο αυτής της χώρας (βλ. ΑΠ 533/2015 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 295/2002 ΕΝΔ 2002. 117, ΕφΠειρ 411/2014 ΕλλΔνη 2015/490, 131/2012 ΕΝΔ 2012. 209, 16/2010 ΕΝΔ 2010. 252, 519/2009 ΕΝΔ 2009. 439, 933/2006 ΕΝΔ 2007. 49, 270/2006 ΠειρΝομ 2006. 242, 1135/2005 ΕΝΔ 2005. 456, 3/2004 ΕΝΔ 2004. 140, 497/2003 ΕΝΔ 2003. 447). Ενόψει δε του ότι, όπως ιστορείται στις κρινόμενες ανακοπές και προκύπτει άλλωστε από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου, το εκπλειστηριασθέν πλοίο έφερε σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα ναυτικά προνόμια επ’ αυτού ρυθμίζονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, από το δίκαιο της πολιτείας αυτής, η οποία, μάλιστα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ανακόπτουσας της υπό στοιχ. Β΄ ανακοπής, δεν έχει προσχωρήσει στη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών της 10-04-1926 «Περί ενοποιήσεως ορισμένων κανόνων που αφορούν τα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες» (βλ. το CMI Yearbook 2016, σελ. 386-387, που είναι δημοσιευμένο στο διαδικτυακό ιστότοπο http://www.comitemaritime.org). Ειδικότερα, σύμφωνα και με την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους γνωμοδότηση, το ισχύον ναυτιλιακό δίκαιο στην Κυπριακή Δημοκρατία καθορίζεται στο άρθρο 29(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και είναι το ναυτιλιακό δίκαιο που ίσχυε στην Αγγλία το έτος 1960, το δε δίκαιο της Κύπρου, σχετικά με τον καθορισμό των ναυτικών προνομίων και την κατάταξη των χρεών κατά το πλειστηριασμό πλοίου εφαρμόζει το Βρετανικό Δίκαιο (British Shipping Laws) και τα κυπριακά δικαστήρια, κατ’ εφαρμογή των αρχών του αγγλικού δικαίου, έχουν ορίσει ως ναυτικό προνόμιο μια προνομιακή αξίωση σε σχέση με ένα πλοίο ή σε σχέση με άλλη ναυτική περιουσία (maritime property), ως επακόλουθο του γεγονότος ότι το είδος των υπηρεσιών και απαιτήσεων που έχει παρασχεθεί σ’ αυτό από τους πιστωτές, παρέχει στους τελευταίους δικαίωμα αγωγής in rem (statutory right of action in rem) έναντι του πλοίου. Η κυπριακή, μάλιστα, νομοθεσία, αναγνωρίζει ως ναυτικά προνόμια τις κάτωθι κύριες κατηγορίες των απαιτήσεων: α) θαλασσοδάνεια, β) αμοιβή ναυαγοσωστών, γ) οφειλόμενα ημερομίσθια πληρωμάτων, δ) οφειλόμενα ημερομίσθια και χρηματικές πληρωμές πλοιάρχου, ε) πληρωμές και υποχρεώσεις με εξαίρεση των απαραίτητων/ καθημερινών αναγκών και στ) ζημία που προκαλείται από το πλοίο. Κατ’ εφαρμογή, τέλος, των αρχών του αγγλικού δικαίου, η νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων, ως προς το θέμα της κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων, δεν είναι πάγια, αλλά διαφοροποιείται με βάση τις αρχές της επιείκειας και του φυσικού δικαίου, ακολουθείται δε συνήθως η εξής σειρά κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων επί πλοίου: (α) τα έξοδα του αξιωματικού του Ναυτοδικείου, (β) τα έξοδα για την κατάσχεση του πλοίου και την πώλησή του, καθώς και τα έξοδα του λιμένος, (γ) τα ναυτικά προνόμια, (δ) οι υποθήκες, (ε) οι λοιπές εμπράγματες αξιώσεις (βλ. και ΕφΠειρ 519/2009 ό.π.). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 205 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 214 του ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86/11-04-2012), καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο και δ) τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), 2) στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στο τελευταίο λιμένα, 3) στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημίες σε πλοία, επιβάτες και φορτία. Τα προνόμια, κατά ρητή διάταξη του ίδιου άρθρου, προηγούνται της υποθήκης. Ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 206 του ΚΙΝΔ, «αι προνομιούχοι απαιτήσεις της αυτής τάξεως κατατάσσονται συμμέτρως. Επί απαιτήσεων εξ επιθαλασσίου αρωγής, διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, αι μεταγενέστεραι προηγούνται των προγενεστέρων». Τα παραπάνω προνόμια είναι ειδικά, έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο (ή το ναύλο) και εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ. Στη συνέχεια, κατατάσσονται οι ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του πλοίου, απλές ή προτιμώμενες. Μετά την ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών, στο τυχόν απομένον πλειστηρίασμα κατατάσσονται οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 του ΚΠολΔ, κατά την έκταση που δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, μεταξύ των οποίων και αυτές των εργαζομένων με σύμβαση χερσαίας εργασίας. Τελευταίοι κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές (βλ. ΕφΠειρ 131/2012 ό.π., 933/2006 ό.π., 3/2004 ό.π., 497/2003 ό.π.). Όπως προεκτέθηκε, προνομιούχες επί του πλοίου και του ναύλου, κατατασσόμενες, μάλιστα, στη δεύτερη τάξη του άρθρου 205 περ. 2 β΄ του ΚΙΝΔ, είναι, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις για έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως έξοδα συντήρησης του πλοίου νοούνται όλα όσα δαπανήθηκαν από την είσοδο του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, τα οποία είναι αναγκαία για την αποκατάσταση των φθορών που προκλήθηκαν απ’ την πάροδο του χρόνου και τη λειτουργία του, ώστε να διατηρηθεί σε ικανότητα προς εκπλήρωση του προορισμού του ως οικονομικής μονάδας, κατάλληλου για αυτοδύναμη κίνηση και ναυτιλιακή εκμετάλλευση, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του. Ως έξοδα φύλαξης νοούνται εκείνα που γίνονται για την επίβλεψη και αναγκαία φροντίδα διαφύλαξης και διασφάλισης του πλοίου στην κατάσταση που βρίσκεται μαζί με τα συστατικά και παραρτήματα του. Περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δαπάνες αλλά και η αμοιβή των αναγκαίων προς τούτο υπηρεσιών και φροντίδων (αντιμισθία φυλάκων κλπ). Προνομιούχος δε, θεωρείται κάθε δαπάνη που έγινε για τον ανωτέρω σκοπό από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σ’ εκείνον στον οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από τον οποίο παρεμποδίσθηκε να αποπλεύσει, λόγω της κατάσχεσής του (ΑΠ 1691/2013 ΕΝΔ 2013. 304, 295/2002 ό.π.). Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας της ως άνω υπό στοιχ. Β΄ ανακοπής απορρέουν από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, δυνάμει των οποίων προμήθευσε, κατά το χρονικό διάστημα από 26-6-2013 έως 12-11-2013 το εκπλειστηριασθέν πλοίο με ναυτικούς χάρτες. Οι απαιτήσεις αυτές, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη και κατά τους ισχυρισμούς αμφοτέρων των διαδίκων μερών, απολαύουν προνομίου κατά το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως «πληρωμές και υποχρεώσεις» αναφορικά με τη λειτουργία και τη συντήρηση του πλοίου. Προκειμένου, ωστόσο, να καταταγούν στον ανακοπτόμενο πίνακα έναντι της ενυπόθηκης απαίτησης της τέταρτης καθ’ ης η υπό στοιχ. Β΄ ανακοπή, απαιτείται να εξοπλίζονται και κατά το ελληνικό δίκαιο με προνόμιο, ισχυρότερο, μάλιστα, αυτού της απαίτησης της τελευταίας (πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη), πράγμα το οποίο όμως δεν συμβαίνει. Και τούτο, άλλωστε, διότι και αν ακόμα υποτεθεί ότι οι συγκεκριμένες απαιτήσεις της ανακόπτουσας συνιστούν δαπάνες συντήρησης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, οι δαπάνες αυτές δεν προέκυψε ούτε η ίδια (ανακόπτουσα) επικαλείται ότι διενεργήθηκαν μετά τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 205 περ. β΄ του ΚΙΝΔ, όπως αυτή προσδιορίζεται στην ίδια ως άνω μείζονα σκέψη. Συνακόλουθα, εφόσον οι ένδικες απαιτήσεις της ανακόπτουσας δεν εξοπλίζονται με προνόμιο κατά το ελληνικό δίκαιο, δεν δύναται να καταταγούν στον ανακοπτόμενο πίνακα στη θέση της ενυπόθηκης απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας και ο σχετικός (δέκατος πέμπτος) λόγος της ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Κατόπιν δε τούτων η ως άνω ανακοπή, καθ’ ο μέρος αφορά τα έξοδα της δεύτερης των καθ’ ων δικηγορικής εταιρείας, αλλά και ως προς τους λόγους της με τους οποίους η ανακόπτουσα παραπονείται επειδή ο υπάλληλος του πλειστηριασμού προέβη σε προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, καθώς και των εξόδων φυλάξεως και συντηρήσεως του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, αντί να τα κατατάξει προνομιακά στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης (ενδέκατος και δωδέκατος λόγος), καθίσταται, σύμφωνα και με τα μνημονευόμενα στην αρχή της υπό στοιχ. Β΄ νομικής σκέψης της παρούσας, απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος, ενόψει του ότι αφενός για τα έξοδα της δεύτερης των καθ’ ων δικηγορικής εταιρείας έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η υπό στοιχ. Α΄ ανακοπή της τραπεζικής εταιρείας …[M196] , με αποτέλεσμα να καταταγεί οριστικά στο απελευθερούμενο αντίστοιχο ποσό του πλειστηριάσματος, ύψους 10.180 ευρώ ή 13.850,90 δολ. ΗΠΑ η τελευταία, η ενυπόθηκη απαίτηση της οποίας προηγείται της απαίτησης της έτερης ανακόπτουσας εταιρείας με την επωνυμία …[M197]  στη σειρά κατάταξης, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, αφετέρου, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω και κατά τους ισχυρισμούς της ίδιας της ανακόπτουσας στην υπό στοιχ. Β΄ ανακοπή, τα έξοδα εκτέλεσης, καθώς και αυτά για τη φύλαξη και συντήρηση του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, απολαύουν ναυτικού προνομίου και κατά το δίκαιο της σημαίας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, ήτοι το δίκαιο της Κύπρου, και επομένως η απαίτηση της τελευταίας (ανακόπτουσας) κατατάσσεται μετά απ’ αυτά. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η υπό στοιχ. Β΄ ανακοπή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, προκειμένου να καταταγεί οριστικά μέρος των ως άνω απαιτήσεων της ανακόπτουσας εταιρείας με την επωνυμία …[M198]  στο απελευθερούμενο ποσό των εξόδων εκτέλεσης, το οποίο ανέρχεται στο ύψος των (229,82 + 385,83=) 615,65 ευρώ ή (312,69 + 524,96=) 837,65 δολ. ΗΠΑ. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα στο σύνολό τους, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 εδ. τελ. ΚΠολΔ.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

          ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την ένωση και συνεκδίκαση: α) της με γενικό αριθ. κατάθ. …[M199]  και με αριθ. κατάθ. …[M200]  ανακοπής και β) της με γενικό αριθ. κατάθ. …[M201]  και με αριθ. κατάθ. …[M202]  ανακοπής.

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ’ ης της υπό στοιχείο Α΄ ανακοπής και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον υπ’ αριθ. …[M203]  πίνακα κατάταξης δανειστών του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, συμβολαιογράφου Πειραιώς, Χ. Γ.[M204] , ώστε, αφού αποβληθεί η καθ’ ης δικηγορική εταιρεία με την επωνυμία …[M205]  ως προς το ποσό των 10.180 ευρώ ή 13.850,90 δολ. ΗΠΑ, να καταταγεί οριστικά στο απελευθερούμενο αυτό ποσό του πλειστηριάσματος η ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία …[M206] .

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η υπό στοιχ. Α΄ ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την υπό στοιχ. Β΄ ανακοπή.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον υπ’ αριθ. …[M207]  πίνακα κατάταξης δανειστών του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, συμβολαιογράφου Πειραιώς, Χ. Γ.[M208] , ώστε, αφού ακυρωθεί η αφαίρεση α) των εξόδων και δικαιωμάτων του τελευταίου (υπαλλήλου του πλειστηριασμού) στο σύνολό τους και β) των εξόδων και δικαιωμάτων του δικαστικού επιμελητή …[M209]  κατά ένα μέρος και, ακολούθως, διαγραφεί το ποσό των εξόδων αυτών [α) 229,82 ευρώ ή 312,69 δολ. ΗΠΑ και β) 385,83 ευρώ ή 524,96 δολ. ΗΠΑ αντιστοίχως], να καταταγεί οριστικά η ανακόπτουσα εταιρεία …[M210]  στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος, συνολικού ύψους 615,65 ευρώ ή 837,65 δολ. ΗΠΑ.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στο σύνολό τους.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις         -5-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ