ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 2562 /2017
(Αριθ. καταθ. …[S1] )
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
—————————————
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 10η Ιανουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της Εταιρείας με την επωνυμία «…[S2] ), η οποία εδρεύει στο Χ. Κ.[S3] και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποίαν προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Δημήτριος Ζαφειρόπουλος και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου της, Δημήτρη Ζαφειρόπουλου.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία «…[S4] .», που εδρεύει τυπικά μεν στις νήσους Μ.[S5] , είναι δε εγκατεστημένη στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 89/67, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα διατηρώντας γραφεία στην Α……, νόμιμα εκπροσωπούμενη, για την οποίαν προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Κουτρουμπούσης και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 28.6.2016, με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S6] και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S7] αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 29.6.2016, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 14.12.2016 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι εταιρεία ασχολούμενη με την εμπορία ανταλλακτικών πλοίων και συναφών προϊόντων, ανά τον κόσμο και ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που κατήρτισε με την εναγομένη, προκειμένου να καλυφθούν ανάγκες των πλοίων διαχείρισής της, «…[S8] » (κατά το διάστημα από Αύγουστο 2014 έως Σεπτέμβριο 2014) «…[S9] » (κατά το διάστημα από Ιούνιο 2014 έως Δεκέμβριο 2014), πώλησε σε αυτήν και παρέδωσε, σύμφωνα με εντολές της, τα αναλυτικά περιγραφόμενα στην αγωγή, κατά είδος, ποσότητα και τιμές, ανταλλακτικά πλοίων, εκδοθέντων των, ομοίως αναφερομένων στην, αγωγή τιμολογίων, αντί συνολικού τιμήματος ύψους 34.531 ΔολΗΠΑ για το πλοίο «…[S10] » και 22.538 ΔολΗΠΑ για το πλοίο «…[S11] ». Ότι, έναντι του συνολικά οφειλόμενου στην ενάγουσα για την ως άνω αιτία, η εναγομένη κατέβαλε σε αυτήν το ποσό των 22.133,30 ΔολΗΠΑ, επομένως της οφείλεται η διαφορά, ποσού 36.935,70 ΔολΗΠΑ. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρο 223 – 224 ΚΠολΔ, περιορισμού του αιτήματος της αγωγής, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, που έλαβε χώρα με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντα, η οποία έγινε πριν τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 36.935,70 ΔολΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία των ανωτέρω νομισμάτων (Ευρώ – ΔολΗΠΑ) κατά την ημερομηνία πληρωμής, άλλως το σε Ευρώ ισόποσο του ανωτέρω ποσού κατά την ημερομηνία σύνταξης της αγωγής, ήτοι ποσό 33.356,54 Ευρώ (1 Ευρώ = 1,1073 ΔολΗΠΑ), άλλως και επικουρικώς το σε Ευρώ ισόποσο του ανωτέρω ποσού ΔολΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία των ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την οριστική εξόφληση. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπον (άρθρα 1, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 25 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ.3 εδ.Β Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς). Εξάλλου, το Δικαστήριο τούτο έχει διεθνή δικαιοδοσία, κατ’ άρθρο 2, 4 παρ.1 και 63 του Κανονισμού 1215/2012 του Συμβουλίου της 12.12.2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (εφαρμοζόμενου, εν προκειμένω, διότι η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε μετά την 10.1.2015, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 66 του εν λόγω Κανονισμού), διότι η ιστορούμενη στην αγωγή διαφορά έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, καθώς η κύρια εγκατάσταση της εναγομένης βρίσκεται στην Ελλάδα. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Ειδικότερα, ενόψει του ότι η επίδικη διαφορά αφορά συμβάσεις πώλησης αγαθών, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις σύμφωνα με τις διατάξεις Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1.792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου κατάρτισης των επίδικων συμβάσεων πώλησης (ήτοι μετά την 17.12.2009, πρβλ. άρθρο 28 του εν λόγω Κανονισμού), και ειδικότερα, σύμφωνα με το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ.3 και 4 του εν λόγω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι εφαρμοστέο είναι το δίκαιο με το οποίο η σύμβαση συνδέεται στενότερα, ενόψει του ότι, αφενός μεν δε γίνεται επίκληση συμφωνημένου δικαίου από τα συμβαλλόμενα μέρη, ώστε να τυγχάνει αυτό εφαρμογής, κατ’ αρθρ. 3 του εν λόγω Κανονισμού, αφετέρου δε, οι επίδικες συμβάσεις πώλησης καταρτίσθηκαν στην Ελλάδα, όπου ευρίσκεται και η πραγματική έδρα της εναγομένης αγοράστριας. Εξάλλου, το ίδιο (ελληνικό) δίκαιο είναι εφαρμοστέο, εφόσον τις διατάξεις αυτού επικαλείται η ενάγουσα και δεν αντιλέγει η εναγομένη, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών ως προς την εφαρμογή του (αρθρ. 3 παρ.2 του ως άνω Κανονισμού, πρβλ. ΕφΠειρ 18/1998, ΕΕμπΔ 1998, σ.836, ΕφΠειρ 128/1994, ΕΝΔ 22, σ.457). Επομένως, σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο ελληνικό δίκαιο, η αγωγή τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ., 341, 345 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ, με την επισήμανση ότι, νόμιμο τυγχάνει το αίτημα επιδίκασης των αιτούμενων ποσών σε ΔολΗΠΑ, κατά το ισάξιό τους σε Ευρώ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του Ευρώ με το ΔολΗΠΑ, κατά το χρόνο πληρωμής, κατ’ αρθρ. 291 ΑΚ συνδ. 6 Ν. 5422/1932 (βλ. ΑΠ 678/2010, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1614/2006, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 481/2014, ΕλΔνη 2015, σ.770, ΕφΠειρ 190/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 287/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.401, ΕφΠειρ 966/2007, ΔΕΕ 2008, σ.341, ΠΠρΑθ 5328/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η αγωγή τυγχάνει μη νόμιμη ως προς το αίτημα αυτής όπως κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το οποίο, μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, ενώ δεν είναι νοητή η εκτέλεση αναγνωριστικής αποφάσεως, η οποία δεν περιέχει καταδίκη σε πράξη ή παράλειψη, αλλά αναγνώριση εννόμου σχέσεως και συνεπώς, η ενέργεια της εξαντλείται στο δεδικασμένο που αυτή παρέχει (ΕφΠειρ 1066/1991 ΕΝαυτ 1992, σ. 178, ΠΠρΑθ 1557/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι το περί τοκοδοσίας αίτημα είναι νόμιμο και μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, καθόσον η παραίτηση από το δικόγραφο, με την οποία εξισώνεται και ο περιορισμός του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, καταλύει αναδρομικά την επίδοση της αγωγής ως διαδικαστικής πράξεως, ούτως ώστε να μην οφείλονται εξαιτίας της τόκοι επιδικίας κατ’ άρθρο 346 ΑΚ, αλλά όχι και κατά το μέρος που συνιστά απλή όχληση και συνεπώς, δεν συνεπάγεται αναδρομική ή μη άρση των κατά το άρθρο 345 ΑΚ εννόμων συνεπειών της υπερημερίας του εναγόμενου οφειλέτη, η οποία με την ως άνω όχληση έχει ήδη επέλθει, με την επίδοση της αγωγής (ΟλΑΠ 13/1994, ΑΠ 457/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, η υπό κρίσιν αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι α) για το αντικείμενό της δεν είναι αναγκαία η καταβολή δικαστικού ενσήμου, καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.3 του Ν. 1544/1942, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 33 του Ν. 4446/2016/22.12.2016, (εφαρμοζόμενου, σύμφωνα με την παρ.2 του εν λόγω άρθρου, σε εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του, όπως εν προκειμένω) σε τέλος δικαστικού ενσήμου δεν υπόκεινται, μεταξύ άλλων, οι αναγνωριστικές αγωγές, β) για το παραδεκτό της άσκησης της αγωγής έχει καταβληθεί το με αριθμό …[S12] γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. και για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχουν καταβληθεί, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, το με αριθμό …[S13] και, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγομένης, το με αριθμό …[S14] γραμμάτιο προείσπραξης του ΔΣΠ (αρθρ. 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτός ισχύει) και γ) ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας προσκομίζει και επικαλείται, με τις προτάσεις του, σε ακριβή μετάφραση στην Ελληνική, το από 9.3.2016 πληρεξούσιο, το οποίο χορηγήθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας (για την εγκυρότητα του πληρεξουσίου, διεπόμενου, ως προς τον τύπο του, από το δίκαιο του τόπου όπου επιχειρείται, κατ’ αρθρ. 11 ΑΚ, πρβλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, υπό αρθρ. 96, αριθμ. 9), ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγομένης, προσκομίζει, με τις προτάσεις του, το από 4.11.2016 πληρεξούσιο, το οποίο χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο από το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, δυνάμει των οποίων παρέχεται σε αυτούς πληρεξουσιότητα διενέργειας της παρούσας δίκης.
Στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) Οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το Baltic and International Maritime Council (BIMCO) δημοσίευσε το 1988 ειδικό τύπο σύμβασης για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, το διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεση του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξη τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητα του αυτή, αυτός ενέχεται απέναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της, έχει δε προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΕφΠειρ 548/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 110/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 497/2013, ΔΕΕ 2013, σ.824, ΕφΠειρ 362/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 63/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.114, ΠΠρΠειρ 1750/2011, ΕΕΜΠΔ 2012, σ.427, με εκεί περαιτέρω αναφορές σε νομολογία). Από την προαναφερόμενη διάταξη, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 212 και 216 ΑΚ συνάγεται ότι απαιτείται, ειδικότερα, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου, υπάρχει, όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο εναγόμενος προτείνων προς απόρριψη της κατ’ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και ν’ αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργεια του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο του περιστάσεις (ΑΠ 689/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 929/2004 ΕλΔνη 46, σ.1661, ΕφΠειρ 110/2014, ο.π., ΕφΠειρ 63/2013, ο.π., ΕφΠειρ 762/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.190, ΕφΠειρ 5/2012, ΠΕΙΡΝΟΜ 2012, σ.168, ΕφΠειρ 468/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.39). Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βουλήσεως επιχειρείται επ’ ονόματι άλλου, είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με τη μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δηλώσεως βουλήσεως, δηλαδή δια της προσφυγής σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, κατά τρόπο ώστε η λειτουργία της αμέσου αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά, που υφίσταντο κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποίαν ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενός του (βλ. ΕφΠειρ 63/2013, ο.π., ΕφΠειρ 832/2008, ΕΝΔ 37, σ13).
Η εναγομένη, με τις από 7.11.2016 κατατεθείσες προτάσεις της, ισχυρίζεται ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο σύναψης των επίδικων συμβάσεων πώλησης ήταν διαχειρίστρια των πλοίων στα οποία παραδόθηκαν τα ένδικα ανταλλακτικά και, συνακόλουθα οι συμβάσεις πώλησης των εν λόγω ανταλλακτικών καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας, ως πωλήτριας και των πλοιοκτητριών των πλοίων αυτών, εταιρειών «…[S15] .» και «…[S16] .», αντίστοιχα, ενεργούσης της εναγομένης ως αμέσου αντιπροσώπου, στο όνομα και για λογαριασμό των εταιρειών αυτών, για την κατάρτιση των συμβάσεων αυτών, γεγονός που γνώριζε η ενάγουσα – πωλήτρια, υπό τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις προτάσεις της εναγομένης. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση, η οποία προβάλλεται παραδεκτά (αρθρ. 262 παρ.1 και 237 ΚΠολΔ) και τυγχάνει ορισμένη και στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Σύμφωνα με το αρθρ. 289 παρ. 3 ΚΙΝΔ, οι αξιώσεις που προέρχονται από χορήγηση υλικών ή τροφίμων και από την εκτέλεση εργασιών για την ναυπήγηση, επισκευή ή εξοπλισμό του πλοίου, υπόκεινται στην ετήσια παραγραφή του άρθρου αυτού η οποία αρχίζει από την λήξη του έτους κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία της. Ως υλικά, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, θεωρούνται όλα τα χρήσιμα για το πλοίο αντικείμενα και τα προοριζόμενα να χρησιμεύσουν ως συστατικά ή παραρτήματα του ή ανταλλακτικά, ενώ αξιώσεις που προέρχονται από τον εξοπλισμό του (πλοίου) είναι εκείνες που αφορούν ουσιαστικά μέρη του τελευταίου, τα παραρτήματα και παρακολουθήματά του, τις μηχανές του, κύριες και βοηθητικές, σωσίβια μέσα και τεχνικά όργανα (ΕφΠειρ 36/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.302). Η παραγραφή αυτή των ανωτέρω αξιώσεων, αρχίζει μόλις λήξει το έτος, εντός του οποίου συμπίπτει η αφετηρία αυτής, διακόπτεται δε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 264 και 270 παρ. 1 ΑΚ με την έγερση της αγωγής, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ με την αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο με οποιοδήποτε τρόπο (ΑΠ 1445/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ691/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.454 ΕφΠειρ 36/2012, ο.π., ΕφΠειρ 872/2003 ΕΝΔ 2003, σ.441) Τέλος, στο άρθρο 270 παρ. 2 ΑΚ ορίζεται ότι για τις αξιώσεις ειδικότερα του άρθρου 250 ΑΚ η νέα παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ, οι τελευταίες από τις οποίες (του ΑΚ) έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά, συνάγεται σαφώς, ότι για τις αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 289 ΚΙΝΔ και συμπίπτουν ως προς το περιεχόμενο τους με εκείνες του άρθρου 250 ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της παραπάνω ετήσιας παραγραφής αυτών, η νέα παραγραφή αρχίζει όχι αμέσως από το πέρας του λόγου της διακοπής αλλά από τη λήξη του έτους, κατά το οποίο έλαβε χώρα αυτός (ο λόγος της διακοπής), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση συμπληρωματικά, λόγω του υφιστάμενου ως προς το θέμα αυτό κενού του ΚΙΝΔ, στον οποίο δεν προβλέπεται αντίστοιχη διάταξη, που να αναφέρεται στην έναρξη της νέας προθεσμίας μετά τη διακοπή της προαναφερόμενης παραγραφής (ΟλΑΠ 15/1992, ΑΠ 684/1998, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 691/2013, ο.π., ΕφΠειρ 36/2012, ο.π.). Περαιτέρω, από το άρθρο 260 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι η παραγραφή διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο, συνάγεται ότι αρκεί, για τη διακοπή της παραγραφής, οποιαδήποτε συμπεριφορά ή ενέργεια του οφειλέτη προς το δανειστή, με την οποία εκφράζεται ρητώς ή σιωπηρώς, αλλά σαφώς, η πεποίθηση του οφειλέτη, που έχει πλήρη επίγνωση για την ύπαρξη της υποχρέωσης του και της αξίωσης του δανειστή, κατά τρόπο, ώστε να μην παρίσταται αναγκαία η έγερση της οικείας αγωγής, χωρίς να είναι απαραίτητο η συμπεριφορά αυτή ή ενέργεια του οφειλέτη να έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα και χωρίς να εξετάζεται αν συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της αξιώσεως ή σύμβαση αναγνωρίσεως χρέους κατά την έννοια του άρθρου 873 ΑΚ ή γίνεται με σκοπό αναλήψεως υποχρεώσεως ή να έγινε αποδεκτή από το δανειστή (ΑΠ 1018/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η έχουσα τα παραπάνω στοιχεία συμπεριφορά πρέπει να επιδεικνύεται πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής, έναντι του δανειστή και όχι έναντι τρίτου προσώπου, ο ισχυρισμός δε για διακοπή της παραγραφής αποτελεί αντένσταση, κατά της τελευταίας, προτεινόμενη από το δικαιούχο της αξίωσης (ΑΠ 232/2010 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 691/2013, ο.π., ΕφΠειρ 36/2012, ο.π., ΕφΠειρ 749/2012, ΕλΔνη 2013, σ.776, με εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η από το λόγο τούτο (αναγνώριση αξίωσης) αντένσταση διακοπής της παραγραφής πρέπει, για να είναι ορισμένη, να αναφέρει το χρόνο που έγινε η αναγνώριση της αξίωσης (ΕφΘεσσαλ 1732/2003, Αρμ 2004, σ.1396).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη, με τις από 7.11.2016 κατατεθείσες προτάσεις της, ισχυρίζεται ότι η απαίτηση της ενάγουσας, η οποία κατέστη σταδιακά απαιτητή και δικαστικά επιδιώξιμη από την έκδοση των επίδικων τιμολογίων, ήτοι κατά το διάστημα από 10.6.2014 έως 17.12.2014, έχει υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 298 περ.3 ΚΙΝΔ, καθόσον την 31.12.2015 συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής, η οποίος άρχισε την 1.1.2015, ενώ το πρώτο διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, ήτοι η άσκηση της υπό κρίση αγωγής, έλαβε χώρα την 28.7.2016, ήτοι μετά την πάροδο 18 μηνών από την κατά τα άνω συμπλήρωση της παραγραφής. Ο ισχυρισμός αυτός, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη, συνιστά νόμιμη ένσταση παραγραφής, στηριζόμενη στα άρθρα 298 παρ.3, 291 παρ.1 ΚΙΝΔ, 247, 272 ΑΚ. Περαιτέρω, κατά του ως άνω ισχυρισμού της εναγομένης, η ενάγουσα, αμυνόμενη, με την από 18.11.2016 προσθήκη των προτάσεών της, προτείνει ότι επήλθε διακοπή της παραγραφής, δυνάμει ρητών και ανεπιφυλάκτων, τόσο προφορικών, όσο και γραπτών διαδοχικών, από μέρους της εναγομένης, αναγνωρίσεων της απαίτησής της. Ότι η τελευταία, υποσχέθηκε εξόφληση της εν λόγω απαίτησης, υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή (καθ’ υποφοράν), καθώς και στην προσθήκη των προτάσεων της ενάγουσας, στις 12.3.2015, 29.7.2015 και 30.11.2015, επομένως ξεκίνησε νέα παραγραφή της απαίτησης στις 31.12.2015, λήγουσα στις 31.12.2016, ήτοι σε χρόνο πριν από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, στις 28.7.2016. Ο ισχυρισμός αυτός, συνιστά νόμιμη αντένσταση διακοπής της παραγραφής, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 260, 270 παρ.1 και 2 ΑΚ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε.
Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα τυγχάνει εταιρεία εμπορίας ανταλλακτικών πλοίων και συναφών προϊόντων ανά τον κόσμο. Η εναγομένη τυγχάνει εταιρεία η οποία τυπικά εδρεύει στις νήσους Μ.[S17] και είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67, δραστηριοποιούμενη στον τομέα της διαχείρισης πλοίων. Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης ανταλλακτικών πλοίων που καταρτίσθηκαν μεταξύ της εναγομένης, ως αγοράστριας και της ενάγουσας, ως πωλήτριας, η τελευταία πώλησε και παρέδωσε στα πλοία «…[S18] » και «…[S19] », διαχείρισης της εναγομένης, τα προϊόντα (ανταλλακτικά πλοίων) που αναλυτικά περιγράφονται κατά είδος, ποσότητα και τιμή, στα κατωτέρω τιμολόγια, που εξέδωσε η ενάγουσα, ήτοι : 1) Το τιμολόγιο με αριθμό …[S20] (αριθμός παραγγελίας …[S21] ), συνολικού ποσού 5.374 ΔολΗΠΑ. Τα εν λόγω ανταλλακτικά παραδόθηκαν σύμφωνα με τις εντολές της εναγομένης στη Σιγκαπούρη, στο πλοίο …[S22] , σύμφωνα με τη με αριθμό …[S23] αεροπορική φορτωτική της μεταφορέως …[S24] (ορ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα σχετ.3 και 4). 2) Το τιμολόγιο με αριθμό …[S25] , συνολικού ποσού 6.850,50 ΔολΗΠΑ. Τα ανταλλακτικά που περιγράφονται στο τιμολόγιο παραδόθηκαν σύμφωνα με τις εντολές της εναγομένης στο Κολόμπο (όπως τούτο εκτίθεται στην αγωγή και δεν αμφισβητείται από την εναγομένη). 3) Το τιμολόγιο με αριθμό …[S26] (Αριθμός Παραγγελίας …[S27] SP), συνολικού ποσού ΔολΗΠΑ 22.306,50. Τα εν λόγω ανταλλακτικά παραδόθηκαν σύμφωνα με εντολές της εναγομένης στη Σιγκαπούρη, στο πλοίο …[S28] , σύμφωνα με τη με αριθμό …[S29] αεροπορική φορτωτική της μεταφορέως …[S30] (ορ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα σχετ.6 και 7). 4) Το τιμολόγιο με αριθμό …[S31] (Αριθμός Παραγγελίας …[S32] ), συνολικού ποσού ΔολΗΠΑ 5.746. Τα εν λόγω ανταλλακτικά παραδόθηκαν σύμφωνα με εντολές της εναγομένης στo K.[S33] της …[S34] , στο πλοίο …[S35] , σύμφωνα με τη με αριθμό …[S36] αεροπορική φορτωτική της μεταφορέως …[S37] (ορ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα σχετ.8 και 9). 5) Το τιμολόγιο με αριθμό …[S38] Αριθμός Παραγγελίας …[S39] ), αναφορικά με το πλοίο …[S40] , συνολικού ποσού ΔολΗΠΑ 6.822 (ορ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, σχετ. 10). Τα εν λόγω ανταλλακτικά παραδόθηκαν σύμφωνα με εντολές της εναγομένης (όπως τούτο εκτίθεται στην αγωγή και δεν αμφισβητείται από την εναγομένη). 6) Το τιμολόγιο με αριθμό …[S41] (Αριθμός Παραγγελίας …[S42] ), αναφορικά με το πλοίο …[S43] , συνολικού ποσού ΔολΗΠΑ 1.255 (ορ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, σχετ. 11). Τα εν λόγω ανταλλακτικά παραδόθηκαν σύμφωνα με εντολές της εναγομένης στην Μπανγκόγκ (όπως τούτο εκτίθεται στην αγωγή και δεν αμφισβητείται από την εναγομένη). 7) Το τιμολόγιο με αριθμό …[S44] (Αριθμός Παραγγελίας …[S45] ), αναφορικά με το πλοίο …[S46] , συνολικού ποσού ΔολΗΠΑ 761 (ορ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, σχετ. 12). Τα εν λόγω ανταλλακτικά παραδόθηκαν σύμφωνα με εντολές της εναγομένης (όπως τούτο εκτίθεται στην αγωγή και δεν αμφισβητείται από την εναγομένη). 8) Το τιμολόγιο με αριθμό …[S47] (Αριθμός Παραγγελίας …[S48] ), αναφορικά με το πλοίο …[S49] , συνολικού ποσού ΔολΗΠΑ 189 (ορ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, σχετ. 13). Τα εν λόγω ανταλλακτικά παραδόθηκαν σύμφωνα με εντολές της εναγομένης (όπως τούτο εκτίθεται στην αγωγή και δεν αμφισβητείται από την εναγομένη). 9) Το τιμολόγιο με αριθμό …[S50] (Αριθμός Παραγγελίας …[S51] ), αναφορικά με το πλοίο …[S52] , συνολικού ποσού ΔολΗΠΑ 7.765 (ορ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, σχετ. 14). Τα εν λόγω ανταλλακτικά παραδόθηκαν σύμφωνα με εντολές της εναγομένης (όπως τούτο εκτίθεται στην αγωγή και δεν αμφισβητείται από την εναγομένη). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το συνολικό ποσό των ως άνω τιμολογίων ανέρχεται σε 34.531 ΔολΗΠΑ για το πλοίο «…[S53] » και 22.538 ΔολΗΠΑ για το πλοίο «…[S54] », ήτοι συνολικά σε 57.069 ΔολΗΠΑ. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των 20.133,40 ΔολΗΠΑ, όπως η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί στην αγωγή, επομένως οφείλεται σε αυτήν η διαφορά, ποσού 36.935,70 ΔολΗΠΑ. Εξάλλου, επί του ισχυρισμού της εναγομένης ότι αυτή ενεργούσε, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια των εν λόγω πλοίων, ως άμεση αντιπρόσωπος των πλοιοκτητριών των πλοίων αυτών, γεγονός για το οποίο η ενάγουσα είχε πλήρη επίγνωση, ενόψει του ότι είχε αποστείλει αυτή εφόδια σε πλέον του ενός πλοία που ευρίσκοντο υπό τη διαχείριση της εναγομένης, από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δήλωσε ρητώς και με σαφήνεια στην ενάγουσα – πωλήτρια, ότι συμβάλλεται στο όνομα και για λογαριασμό των εν λόγω πλοιοκτητριών, ως άμεση αντιπρόσωπος αυτής, προκειμένου να καταστήσει γνωστό στην ενάγουσα ότι δεν ενέχεται η ίδια στην εκπλήρωση της οφειλής εκ της συμβάσεως πώλησης ανταλλακτικών. Ειδικότερα : (α) η αλληλογραφία μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης που προηγήθηκε της κατάρτισης κάθε μίας από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης, δε διαλαμβάνει αναφορά των πλοιοκτητριών εταιρειών, ούτε ότι η εναγομένη ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό τους, ως άμεση αντιπρόσωπός της (ορ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την ενάγουσα, από 24.8.2014, 25.8.2014, 12.9.2014, 17.10.2014, 20.10.2014, 9.10.2014, 4.12.2014, 25.11.2014 υπ’ αριθμ. σχετ. 27, 27α, 28, 29, 30, 31, 32 αντίστοιχα). Αντιθέτως, συχνά η αναφορά από την εναγομένη στην εν λόγω αλληλογραφία,, ως προς το χρόνο παράδοσης των προϊόντων, αφορά στο «πλοίο της» (βλ. σχετ.27, 30, 31 ενάγουσας). (β) Όλες οι προσφορές της ενάγουσας απευθύνονταν προς την εναγομένη (βλ. σχετ. 33 έως και 37 ενάγουσας), ομοίως, δε, και οι επιβεβαιώσεις πωλήσεως της ενάγουσας (βλ. σχετ. 38 έως και 43 ενάγουσας). (γ) τα ένδικα τιμολόγια έχουν εκδοθεί όλα στο όνομα της εναγομένης, γεγονός που καταδεικνύει ότι, εάν η τελευταία είχε καταρτίσει τις συμβάσεις πώλησης στο όνομα και για λογαριασμό των πλοιοκτητριών, θα φρόντιζε σε κάθε περίπτωση να εμφανίζεται σε αυτά και το όνομα της πλοιοκτήτριας, μόνη, δε, η αναφορά στα εν λόγω τιμολόγια, του ονόματος του πλοίου στο οποίο αφορούν αυτά, δεν επαρκεί προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού της εναγομένης. (δ) αντίστοιχα, οι κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα επιστολές της εναγομένης περί αναγνώρισης της οφειλής της (βλ. από 29.10.2014, 17.12.2014, 9.1.2015, 29.7.2015, 5.1.2016, 13.1.2016 και 25.1.2016, σχετικά ενάγουσας υπ’ αριθμ. 44, 45, 46, 47, 48, 49 και 50), έγιναν από αυτήν, χωρίς να αναφέρεται στη σχετική ηλεκτρονική αλληλογραφία, το όνομα κάποιας πλοιοκτήτριας εταιρείας, μόνη δε, η αποσπασματική (σε τμήμα της ανταλλαγείσας μεταξύ των μερών αλληλογραφίας) αναφορά του διεθνούς όρου «as agents only», τιθέμενου στο πέρας της επιστολής, χωρίς να συνοδεύεται αυτός από το όνομα της πλοιοκτήτριας την οποίαν, κατά τη σχετική αναφορά, εκπροσωπεί η εναγομένη, δεν επαρκεί προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού της, αφού από την αναφορά αυτήν και μόνο, δεν θα μπορούσε η πωλήτρια ενάγουσα να γνωρίζει τις (κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης) αντισυμβαλλόμενές της εταιρείες. Συνακόλουθα, από τις διαγνωστές εκ μέρους της εναγομένης περιστάσεις, που υφίσταντο κατά τη σύναψη της σύμβασης ή κατά τις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν αυτής, δε συνάγεται άμεση αντιπροσώπευση των πλοιοκτητριών εταιρειών από την εναγομένη, κατά την κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων. Απεναντίας, καθοριστικό στοιχείο που ενισχύει την έλλειψη γνώσης της ενάγουσας περί του ότι αντισυμβαλλομένη ήταν η εναγομένη, αποτελεί η έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς των στοιχείων των πλοιοκτητριών εταιρειών τόσο στις έγγραφες προσφορές, όσο και στα τιμολόγια, αλλά και στην ανταλλαγείσα μεταξύ των μερών αλληλογραφία, που απευθύνονταν προς την ενάγουσα. Είναι πρόδηλο ότι η εναγομένη απέβλεψε αποκλειστικά στο εμπορικό κύρος της ενάγουσας, που ήταν γνωστή για την αξιοπιστία της στους ναυτιλιακούς συναλλακτικούς κύκλους, ενώ ουδόλως γνώριζε τις πλοιοκτήτριες εταιρείες. Θετική γνώση, άλλωστε, της ενάγουσας, για το θέμα της άμεσης αντιπροσώπευσης των πλοιοκτητριών από την εναγομένη, κατά τις επίδικες συμβάσεις, δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την προηγηθείσα συνεργασία μεταξύ των διαδίκων κατά το παρελθόν με διαφορετικές συμβάσεις για άλλα πλοία, αφού δεν προσκομίζονται συγκεκριμένα στοιχεία για τον τρόπο δράσης και την ιδιότητα, υπό την οποίαν ενήργησε τότε η εναγόμενη. Επομένως, ενόψει του ότι η εναγομένη δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος που αφορά την απόδειξη των περιστατικών, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητα αυτής ως αντιπροσώπου των πλοιοκτητριών εταιριών, κατά την κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων πώλησης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος από ουσιαστική άποψη. Περαιτέρω, αναφορικά με τον ισχυρισμό της εναγομένης περί παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων, από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, πέραν των ηλεκτρονικών επιστολών που απέστειλε στην ενάγουσα κατά το έτος 2014, δυνάμει των οποίων αιτούνταν τη χορήγηση σε αυτήν χρονοδιαγράμματος, προκειμένου να προβεί σε διαδοχική εξόφληση της μέχρι τότε οφειλής της προς την ενάγουσα (βλ. τις από 29.10.2014 και από 17.12.2014 ηλεκτρονικές επιστολές της εναγομένης, προσκομιζόμενα και επικαλούμενα σχετικά ενάγουσας, υπ’ αριθμ. σχετ. 44 και 45), προέβη, κατά το έτος 2015, σε διαδοχικές αναγνωρίσεις της οφειλής της προς την ενάγουσα και αντίστοιχες αιτήσεις παροχής προθεσμίας καταβολής, ήτοι : α) Δυνάμει της από 9.1.2015 ηλεκτρονικής επιστολής, όπου διαλαμβάνεται «… Καθυστερήσαμε την πληρωμή σας, αλλά πιστεύουμε ότι στα τέλη Ιανουαρίου αρχές Φεβρουαρίου θα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε και πάλι πληρωμές με το σκοπό τακτοποίησης του εκκρεμούς ποσού…». β) Δυνάμει της από 12.3.2015 ηλεκτρονικής επιστολής της, σε απάντηση πίνακα οφειλών που της είχε αποστείλει η ενάγουσα, όπου αναφέρει (η εναγομένη) «… Το μήνυμά σας ελήφθη υπόψιν. Σας ενημερώνουμε ότι συμφωνούμε με τα εκκρεμή υπόλοιπα των πλοίων μας (…[S55] και …[S56] ). Σας ευχαριστούμε για την συνεργασία σας …». γ) Δυνάμει της από 29.7.2015 ηλεκτρονικής επιστολής της, όπου εκθέτει «… Δεν είμαστε σε θέση να πραγματοποιήσουμε μεγαλύτερη πληρωμή επί του παρόντος, αλλά σας διαβεβαιώ ότι θα έρθουν και άλλα χρήματα και θα εξοφληθούν όλες οι οφειλές σε εκκρεμότητα, πριν να πραγματοποιήσουμε νέες παραγγελίες …». δ) Δυνάμει της από 30.11.2015 ηλεκτρονικής επιστολής της εναγομένης προς την ενάγουσα, όπου διαλαμβάνεται ότι «… Δεν είμαστε σε θέση να σας πληρώσουμε αυτή τη στιγμή, μια πολύ ειλικρινής απάντηση από την πλευρά μας. Αναμένουμε να εισπράξουμε χρήματα, υποθέτουμε ότι θα έρθουν στο λογαριασμό μας στις επόμενες 7 έως 10 ημέρες, νωρίτερα δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Μόλις λάβουμε τα χρήματα θα μπορέσουμε να πληρώσουμε…». Συνακόλουθα, από την ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης – οφειλέτριας, απευθυνόμενης προς την ενάγουσα – δανείστρια, από την οποίαν ζητούσε αυτή πίστωση χρόνου από την ενάγουσα – δανείστρια, συνάγεται σαφώς ότι αυτή (εναγομένη), γνωρίζοντας την κατ’ αυτής αξίωση της δικαιούχου ενάγουσας, θεωρούσε αυτήν υφιστάμενη. Εξάλλου, η συμπεριφορά αυτή της εναγομένης, η οποία έλαβε χώρα πριν τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων, οι οποίες είχαν γεννηθεί εντός του έτους 2014 και ο χρόνος παραγραφής αυτών εκκινούσε την 1.1.2015, κατά τα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη, διαλαμβανόμενα, είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας και την εκ νέου έναρξη αυτής στις 1.1.2016, με χρόνο λήξη αυτής στις 31.12.2016, πλην όμως, με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, η οποία ολοκληρώθηκε με την επίδοσή της, στις 28.7.2016 (ορ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. …[S57] έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, …[S58] ), διεκόπη εκ νέου η παραγραφή των ενδίκων αξιώσεων. Συνακόλουθα, η προβαλλόμενη από την εναγομένη ένσταση παραγραφής, τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, κατά παραδοχή ως βάσιμης από ουσιαστική άποψη της αντένστασης διακοπής της παραγραφής, που προέβαλε η ενάγουσα. Σε συνέχεια των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε Ευρώ των 36.935,70 ΔολΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία του εν λόγω ποσού ΔολΗΠΑ σε Ευρώ, κατά την ημερομηνία πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση του ποσού αυτού. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, με βάση και το σχετικό αίτημά της (άρθρα 176, 191§2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε Ευρώ ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα πέντε ΔολΗΠΑ και εβδομήντα λεπτών των ΔολΗΠΑ (36.935,70 ΔολΗΠΑ), με βάση την ισοτιμία του εν λόγω ποσού ΔολΗΠΑ σε Ευρώ, κατά την ημερομηνία πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση του ποσού αυτού.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) Ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 30-5-2017, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους .
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ