Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
 

Αριθμός απόφασης   2563/2017
(Αριθ. καταθ. …[S1] )

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

—————————————

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 10η Ιανουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της Εταιρείας με την επωνυμία «…[S2] », η οποία εδρεύει στην Π.[S3]  της Κ.[S4]  και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Δημήτρη Δ.[S5] .

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Γ. Κ.[S6]  του Δ.[S7] , κατοίκου Π. Φ.[S8] , ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Αναστασίας Μπαγιάτη, 2) της εταιρείας με την επωνυμία «…[S9] .», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στη …[S10] , πράγματι όμως στη Γ.[S11]  Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και ήταν απούσα, 3) Ε.  Σ. Φ.[S12]  του Κ.[S13] , κατοίκου Γ.[S14] ς Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Αναστασίας Μπαγιάτη, 4) της εταιρείας με την επωνυμία «…[S15] .”, η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στον Π.[S16] , πράγματι όμως στη Γ.[S17]  Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 5) της εταιρείας με την επωνυμία «…[S18] .», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στον Π.[S19] , πράγματι όμως στη Γ.[S20]  Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 6) της εταιρείας με την επωνυμία «…[S21] .», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στον Π.[S22] , πράγματι όμως στη Γ.[S23]  Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 7) της εταιρείας με την επωνυμία «…[S24] .», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στον Πειραιά, πράγματι όμως, στη Γ.[S25]  Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 8) της εταιρείας με την επωνυμία «…[S26] », η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στη …[S27] , πράγματι όμως στη Γ.[S28]  Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 9) της εταιρείας με την επωνυμία «…[S29] .», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στις Ν. Μ.[S30] , πράγματι όμως στη Γ.[S31]  Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο και ήταν απούσες.

Η ενάγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την από 24.10.2014 (γενικός αριθμός κατάθεσης …[S32] , αριθμός κατάθεσης δικογράφου …[S33] ) αγωγή, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 5.5.2015, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 19.1.2016, οπότε αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ενάγουσας και των πρώτου και τρίτου εναγομένων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 134 παρ. 1 ΚΠολΔ, εάν το πρόσωπο, προς το οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, υποχρεούμενο να αποστείλει το επιδιδόμενο έγγραφο χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον Υπουργό των Εξωτερικών, ο οποίος οφείλει να το διαβιβάσει σε εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 136 παρ. 1 ΚΠολΔ η επίδοση που γίνεται κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 134 θεωρείται ότι συντελέσθηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ανεξαρτήτως του χρόνου αποστολής και της παραλαβής του από το πρόσωπο, για το οποίο προορίζεται (ΑΠ 1447/1988 ΕλΔνη 31, σ. 104, ΑΠ 1398/1986 ΕΕΝ 1987 525, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, Τ. Α΄, 1996, υπό το άρθρο 134, αριθ. 44, και υπό το άρθρο 136, αριθ. 6). Οι διατάξεις αυτές ισχύουν και εφαρμόζονται χωρίς τις διατυπώσεις και τις συνέπειες που τάσσονται από την από 15.11.1965 Διεθνή Σύμβαση της Χάγης για την επίδοση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων στο εξωτερικό, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1334/1983, εφ’ όσον πρόκειται για πρόσωπα που έχουν διαμονή σε χώρες, οι οποίες δεν έχουν προσχωρήσει στη Σύμβαση αυτή (ad hoc ΑΠ 110/2001 ΕλΔνη 42, σ.1586), στην προκειμένη δε περίπτωση από τις με αριθμούς …[S34]  εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Κ.[S35]  Ι. Π.[S36] , αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του υπό κρίση δικογράφου μετά πράξεως ορισμού δικασίμου και κλήσεως προς συζήτηση κατά την αρχική δικάσιμο της 5.5.2015, οπότε η υπόθεση, μετά από διαδοχικές αναβολές, αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας δικάσιμο νομίμως επιδόθηκε κατ’ άρθρο 134 ΚΠολΔ στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, και ως εκ τούτου η προς τις εναγόμενες επίδοση θεωρείται ότι έχει συντελεσθεί με την παράδοση του αγωγικού δικογράφου στην εισαγγελική αρχή, ανεξαρτήτως του χρόνου αποστολής και παραλαβής αυτού από την καθής, καθ’ όσον αυτή εδρεύει στη Δημοκρατία της …[S37] ς και το κράτος αυτό δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στην από 15.11.1965 Σύμβαση της Χάγης (βλ. σχετικά, Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, σ.826-829), κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό. Κατά τη δικάσιμο, όμως, αυτή, οι εν λόγω εναγόμενες εταιρείες δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Συνεπώς, πρέπει να δικαστούν ερήμην, ενόψει του ότι η αναβολή της συζήτησης και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση ως προς όλους τους διαδίκους (αρθρ. 226 παρ.4 εδ.δ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αρθρ. 270 παρ.1 τελ. εδάφιο και 271 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011, ενώ για το νομότυπο της επίδοσης στη γνωστή έδρα των εναγομένων στην αλλοδαπή, πρβλ. Β. Βαρθακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, υπό αρθρ. 134 ΚΠολΔ, εκδ. 1996, αριθμ. 29 και 36, ΑΠ 598/1996, ΕλΔνη 1999, σ.109, ΕφΑθ 4429/1992, ΔΙΚΗ 1992, σ.1092).

Κατά τη διάταξη του άρθρ. 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρ. 61 του ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρ. 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ` αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ` αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρ. 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρ. 83 §2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρ. 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρ. 5§1 και 12§§ 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά, αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε., βλ. άρθρ. 1§3 κ.ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 3 του ν. 3604/2007, 41§2 ν. 959/1979, 43α ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρ. 2 του π.δ. 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι` αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ’ αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ` άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρ. 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση (ΟλΑΠ 2/2013, πρβλ. ΑΠ 537/2016, Α΄  δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 330/2010, Α΄  δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 5/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 9/2009, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 309/2009, Α΄  δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 238/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 672/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.410, ΕφΑθ 4801/2009, ΕλΔνη 2010, σ. 250, ΕφΠειρ 567/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.413, ΕφΠειρ 348/2005, ΠΕΙΡΝΟΜ 2005, σ.310, ΕφΘεσσαλ 1006/2003, Αρμ 2003, σ. 673, ΜΠρΠειρ 16999/2010, ΕΠΟΛ 2010, σ.557).  Για να υποστεί, όμως, ένας επιχειρηματίας τις συνέπειες της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, πρέπει να συντρέχουν, να προτείνονται και να αποδεικνύονται συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να μαρτυρούν ότι έγινε κακή χρήση των εταιρικών τύπων, ακριβέστερα ότι έγινε κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους, ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία η επίκληση αυτής και του χωρισμού που αυτή συνεπάγεται, παρίσταται είτε ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης ως θεσμού άσκησης επαγγελματικής – επιχειρηματικής δράσης στο πεδίο της εφαρμογής του Συνταγματικού Δικαίου (άρθρα 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ του Συντάγματος), είτε ως κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας αποτελούν στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της, οι οποίες σκοπίμως παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται προς την εταιρία από την οποία αθεμίτως επιχειρούν ν’ αποκοπούν (ΑΠ 689/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 672/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.410, πρβλ. ΕφΠειρ 473/2011, ΔΕΕ 2012, σ.661 ΕφΠειρ 567/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.413).  Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει, ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, όντας αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου ευρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά, αλλά και με το γενικότερο επιβαλλόμενο από την καλή πίστη (ΑΚ 288) καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν τον άλλον (ΑΠ 347/2010 ΕΕμπΔ 2010, σ.947). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147- 149 ΑΚ και 386 ΠΚ, προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον την σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε, χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και σε τρίτο. Εξάλλου κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ερμηνευόμενης εν όψει και του άρθρου 27 ΠΚ, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής αλλά και όταν γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημιάς είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Έτσι, η απάτη αντιμετωπίζεται στο δίκαιο υπό δύο έννοιες, ήτοι : α. ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, εξαιτίας της οποίας αυτός δικαιούται να ζητήσει ακύρωση της δηλώσεως του, (λόγος) που έχει σημασία μόνο στο πλαίσιο της δικαιοπραξίας και β. ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία γεννά σε βάρος του υποχρέωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Σύμφωνα με το άρθρο 147 του ΑΚ, όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής απάτη αποτελεί πάσα από πρόθεση συμπεριφορά, εφόσον τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει σε άλλον (αντισυμβαλλόμενο) εσφαλμένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να προκαλέσει απόφαση του. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση αληθών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγνοούντα αυτά αντισυμβαλλόμενο ήταν επιβαλλόμενη από την καλή πίστη ή τα συναλλακτικά ήθη. Τα γεγονότα αυτά μπορούν αναφέρονται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον, διαφέρουσα κατά το τελευταίο αυτό σημείο από την (ποινική) απάτη του άρθρου 386 ΠΚ. (βλ. ΕφΠειρ 510/2009, ΧΡΙΔ 2011, σ.260, με εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, ως απάτη (κατά τη διάταξη του άρθρου 147 ΑΚ), που στοιχειοθετεί ελάττωμα βουλήσεως, νοείται κάθε συμπεριφορά, με την οποίαν ενσυνείδητα και από πρόθεση δημιουργείται, διατηρείται ή ενδυναμώνεται σε άλλον κάποια πεπλανημένη παράσταση με τον σκοπό να επηρεάσει την απόφασή του. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται είτε στην παράσταση ψευδών περιστατικών αναφερόμενων στο παρόν, το παρελθόν και στο μέλλον, ως αληθών, είτε στην απόκρυψη ή την αποσιώπηση ή την ατελή ανακοίνωση αληθινών γεγονότων. Στοιχείο δηλαδή του πραγματικού της απάτης αποτελεί ο δόλος, που υπάρχει όταν ο μετερχόμενος αυτήν επιδιώκει ή τουλάχιστον αποδέχεται να παρασυρθεί ο απατώμενος με την απάτη σε ορισμένη δήλωση βουλήσεως, στην οποίαν δε θα προέβαινε χωρίς τη δόλια εξαπάτηση (ΑΠ 1765/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1246/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 12/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.406, ΕφΑθ 5779/2009, ΕλΔνη 2010, σ.508). Εξάλλου, η παραπλάνηση είναι δόλια, όταν ο παραπλανών είχε την πρόθεση να παραπλανήσει τον άλλον, γνωρίζοντας ο ίδιος το ψευδές των γεγονότων που παρουσίασε ως αληθινά. Ο δόλος του μετερχόμενου την απάτη πρέπει να τείνει στη διατύπωση ορισμένης δήλωσης βουλήσεως από τον εξαπατηθέντα, δεν απαιτείται δε όπως ο εξαπατών επιδιώκει την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους. Αρκεί μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της δηλώσεως βουλήσεως του εξαπατηθέντος να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η παραπλανητική αυτή συμπεριφορά υπήρξε αποφασιστικό αίτιο για τη δήλωση βουλήσεως του συγκεκριμένου εξαπατηθέντος, με βάση τις προσωπικές ικανότητες και ιδιότητες αυτού (υποκειμενικό κριτήριο) και όχι με το αντικειμενικό κριτήριο, εκείνο δηλαδή του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, δηλαδή πρόθεση του εξαπατήσαντος να παρασύρει σε δήλωση βουλήσεως τον άλλο και χωρίς τη δολία αυτή, συμπεριφορά ο απατηθείς δε θα προέβαινε στη δήλωση βουλήσεως που προέβη. Η δόλια, δε, παράσταση του απατήσαντος μπορεί να συνίσταται και σε υπόσχεση για την τήρηση στο μέλλον ορισμένη στάσης αυτού προς τον απατηθέντα (ΕφΛαρ 56/2012, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012, σ.266). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1α ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την πληρότητα της αγωγής ακύρωσης δικαιοπραξίας λόγω απάτης, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά της απατηλής συμπεριφοράς του εναγομένου, με την οποίαν ενσυνείδητα και από πρόθεση διατηρείται ή ενδυναμώνεται στον ενάγοντα κάποια πεπλανημένη παράσταση, με το σκοπό να επηρεάσει την απόφασή του και συνακόλουθα, να εκτίθεται ο δόλος του εναγομένου και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ απάτης και της μέσω αυτής προκληθείσας δηλώσεως βουλήσεως (βλ. ΑΠ 282/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη συμβατική μεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης δημιουργείται, σύμφωνα με το άρθρο 479 του ΑΚ, παθητική σωρευτική εκ του νόμου αναδοχή των μέχρι του χρόνου της μεταβίβασης χρεών του μεταβιβάζοντος (με την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ) μεταξύ αυτού και του αποκτώντος εις ολόκληρο, του δε δεύτερου μέχρι την αξία του μεταβιβαζόμενου περιουσιακού στοιχείου, εφόσον ο αποκτών γνωρίζει ότι το μεταβιβασθέν αποτελούσε το σύνολο ή το σημαντικότερο μέρος της περιουσίας του μεταβιβάζοντος. Για τη δημιουργία, όμως της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία, που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει, ότι του μεταβιβάστηκε η όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει όταν, από τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, ο αποκτών γνώριζε την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε ν’ αντιληφθεί ότι η μεταβιβασθείσα σ’ αυτόν περιουσία αποτελούσε το σύνολο ή το σημαντικότερο τμήμα αυτής (ΑΠ 451/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2003, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 207/2011, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2011, σ.518, ΕφΑθ 711/2011, ΔΕΕ 2011, σ.939, ΕφΠειρ 726/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.435, ΕφΠειρ 839/2004, ΔΕΕ 2005, σ.69). Με την εν λόγω διάταξη, καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Ο εν λόγω περιορισμός της ευθύνης του αποκτώντος επέρχεται κατόπιν ενστάσεως αυτού και δεν αποτελεί στοιχείο της κατ’ αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων (βλ. ΑΠ 318/2008, ΕλΔνη 2009, σ.482, ΕφΠειρ 459/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ’, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 του ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων, α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου και β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως (βλ. ΑΠ 250/2011, ΕΕμπΔ 2011 591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011 1594, ΕφΠειρ149/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αγωγή, όπως το αίτημα αυτής περιορίστηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του (άρθρα 223, 294, 295 και 297 ΚΠολΔ), η ενάγουσα εκθέτει ότι τυγχάνει εταιρεία εδρεύουσα στην Κ.[S38] , απασχολούμενη με τη διενέργεια επιθεωρήσεων σωστικών μέσων και συστημάτων ασφαλείας σε ποντοπόρα πλοία. Ότι ο πρώτος εναγόμενος τυγχάνει ναυτιλιακός επιχειρηματίας δεύτερης γενεάς, έχων στον απόλυτο έλεγχό του στόλο 15 ποντοπόρων πλοίων, τα οποία εκμεταλλεύεται μέσω ενός ευρύτατου δικτύου υπεράκτιων εταιρειών, τις οποίες ελέγχει  απόλυτα. Ότι η δεύτερη εναγομένη, τυγχάνει εταιρεία συσταθείσα κατά το δίκαιο της …[S39] ς, η οποία είχε εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα δυνάμει του α.ν. 89/1967 μέχρι το Νοέμβριο του έτους 2013, οπότε η άδεια εγκατάστασής της ανακλήθηκε, με αντικείμενο δραστηριότητας τη διαχείριση τμήματος του στόλου του πρώτου εναγομένου, στον οποίον περιλαμβάνονται και τα υπό Παναμαϊκή σημαία φορτηγά – ψυγεία πλοία, «…[S40] », νηολογίου Π.[S41] , «…[S42] », νηολογίου Π.[S43]  και «T…[S44] », νηολογίου Π.[S45] , πλοιοκτήτριες των οποίων ήταν οι τέταρτη, πέμπτη και έκτη των εναγομένων, αντίστοιχα. Ότι οι εταιρείες αυτές υπήρξαν «χάρτινες», υφιστάμενες μόνον «τύποις», πλήρως υποχρηματοδοτούμενες από τον πρώτο εναγόμενο, μέρος ενός σχεδίου συστηματικής εξαπάτησης των τρίτων ναυτικών δανειστών, προς αποφυγή των πληρωμών προς αυτούς και απόκρυψης των κερδών της ναυτιλιακής επιχείρησης. Ότι ο τρίτος εναγόμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπος και μοναδικός διευθυντής της δεύτερης εναγομένης, ενεργών καθ επιταγή και τελών υπό τον απόλυτο έλεγχο του πρώτου εναγομένου. Ότι, στα πλαίσια συστηματικής συνεργασίας της (της ενάγουσας) με τη δεύτερη εναγομένη ήδη από το έτος 2007, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης και έργου, τις οποίες κατήρτισε η ενάγουσα (μέσω της αντιπροσώπου της στην Ελλάδα, εταιρείας «…[S46] ») με την δεύτερη των εναγομένων, ενεργούσας ως διαχειρίστριας των ανωτέρω πλοίων, πλοιοκτησίας της τέταρτης, πέμπτης και έκτης των εναγομένων, πώλησε αυτή και παρέδωσε τα εμπορεύματα και ανέλαβε και εκτέλεσε τις εργασίες (πλήρης επιθεώρηση και μερική επισκευή των σωστικών μέσων και συστημάτων πυρόσβεσης και πυροπροστασίας των πλοίων) οι οποίες αναλυτικά κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, εκδοθέντων των ομοίως αναφερομένων στην αγωγή τιμολογίων, συνολικού ύψους (μετά τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής) 11.990,50 Ευρώ και 47.835,56 ΔολΗΠΑ, ήτοι : Ι. Δυνάμει σχετικών συμβάσεων που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγομένης, ενεργούσας ως διαχειρίστριας του πλοίου …[S47]  : 1) Το με αριθμό 51/11.1.2007 τιμολόγιο, συνολικής αξίας 4.023,78 ΔολΗΠΑ, πληρωτέο εντός τριάντα ημερών από της εκδόσεώς του. 2) Το με αριθμό 313/11.8.2007 τιμολόγιο, συνολικής αξίας 32.927,55 ΔολΗΠΑ, πληρωτέο εντός τριάντα ημερών από της εκδόσεώς του, πλην όμως η δεύτερη εναγομένη (ορθώς εκτιμωμένου του υπό κρίση δικογράφου) κατέβαλε στην ενάγουσα, μέσω της έβδομης εναγομένης το ποσό των 14.978,08 ΔολΗΠΑ στις 23.10.2008, επομένως της οφείλεται η διαφορά, ποσού 17.949,47 ΔολΗΠΑ. 3) Τα με αριθμούς 65/16.1.2008, 66/21.1.2008 και 70/25.2.2008 τιμολόγια, αξίας 4.258,38, 4.993,50 και 482,52 ΔολΗΠΑ, αντίστοιχα, πληρωτέα εντός τριάντα ημερών από της εκδόσεώς τους. 4) Το με αριθμό 52/15.4.2008 τιμολόγιο, συνολικής αξίας 1.911,40 Ευρώ, πληρωτέο εντός τριάντα ημερών από της εκδόσεώς του. 5) Τα με αριθμούς 13/2.1.2009 και 14/2.1.2009 τιμολόγια, αξίας 2.486,50 και 7.592,60 Ευρώ, αντίστοιχα, πληρωτέα εντός τριάντα ημερών από της εκδόσεώς τους. ΙΙ. Δυνάμει σχετικών συμβάσεων που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγομένης, ενεργούσας ως διαχειρίστριας του πλοίου …[S48] : 1) Το με αριθμό 281/14.6.2009 τιμολόγιο, συνολικής αξίας 3.589,42 ΔολΗΠΑ, πληρωτέο εντός τριάντα ημερών από της εκδόσεώς του, πλην όμως η δεύτερη εναγομένη (ορθώς εκτιμωμένου του υπό κρίση δικογράφου) κατέβαλε έναντι αυτού στην ενάγουσα, μέσω της όγδοης εναγομένης το ποσό των 2.491,50 ΔολΗΠΑ στις 12.11.2009 [ως μέρος συνολικής καταβολής, ύψους 16.975 ΔολΗΠΑ, σε εξόφληση του υπ’ αριθμ. 208/18.3.2009, μέρους του υπ’ αριθμ. 168/13.3.2009 και του υπ’ αριθμ. 215/14.6.2009 τιμολογίου, αξίας 3.799,55 ΔολΗΠΑ, 1.598,95 ΔολΗΠΑ (μετά την καταβολή έναντι της αρχικής αξίας του ύψους 2.124,84 ΔολΗΠΑ, του ποσού των 525,89 ΔολΗΠΑ στις 12.11.2009, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή) και 9.085 ΔολΗΠΑ, αντίστοιχα και σε μερική εξόφληση του ανωτέρω τιμολογίου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα επί του περιορισμού του αιτήματος της υπό κρίση αγωγής), επομένως της οφείλεται η διαφορά (κατά τον ορθό μαθηματικό υπολογισμό) ποσού 1.097,92 ΔολΗΠΑ. 2) Το με αριθμό 343/10.7.2009 τιμολόγιο, συνολικής αξίας 5.353,28 ΔολΗΠΑ, πληρωτέο εντός τριάντα ημερών από της εκδόσεώς του. 3) Το με αριθμό 109/21.3.2010 τιμολόγιο, συνολικής αξίας 8.945,09 ΔολΗΠΑ, πληρωτέο εντός τριάντα ημερών από της εκδόσεώς του. ΙΙΙ. Δυνάμει σχετικής σύμβασης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγομένης, ενεργούσας ως διαχειρίστριας του πλοίου T…[S49]  :  Το με αριθμό 70/3.3.2010 τιμολόγιο, συνολικής αξίας 975,63 ΔολΗΠΑ, πληρωτέο εντός τριάντα ημερών από της εκδόσεώς του.

Ότι, κατά την κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων, κρίσιμο ρόλο έπαιξε η ιδιότητα του πρώτου εναγομένου επιχειρηματία, ο οποίος έφερε ένα «βαρύ» όνομα στη ναυτιλία, το οποίο χρησιμοποιείτο σκοπίμως από τους υπαλλήλους του, προκειμένου να προσεγγίσουν τους αντισυμβαλλομένους τους και, εν προκειμένω, την ενάγουσα. Ότι, η έβδομη και όγδοη εναγόμενες (“…[S50] .” και “…[S51] ”), συνιστούν επίσης τμήμα του πλέγματος εταιρειών του πρώτου εναγομένου, οι οποίες είχαν συσταθεί αποκλειστικά για να διαθέτουν και να διακινούν τραπεζικούς λογαριασμούς, προκειμένου να υποδέχονται τους καρπούς της εκμετάλλευσης των διαφόρων πλοίων του ομίλου και να διενεργούν πληρωμές προς τρίτους, κατά τρόπο ώστε να κεφάλαια του ομίλου να βρίσκονται κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς «άσχετους» με τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οι οποίοι δεν ήταν ούτε στο όνομα της δεύτερης εναγομένης, ούτε στο όνομα των μονοβάπορων εταιρειών, με συνέπεια να μην μπορούν να κατασχεθούν από τρίτους. Ότι, μετά από πληροφορίες που έλαβε η ενάγουσα από άλλους προμηθευτές του Ομίλου εταιρειών, συμφερόντων του πρώτου εναγομένου, διαπίστωσε ότι ο Όμιλος αυτός είχε σχεδιασθεί και διαρθρωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όχι απλώς να απορροφά τις τυχόν δυσμενείς συνέπειες της ναυτιλιακής επιχείρησης, αλλά με σκοπό να καταστρατηγεί συστηματικά τα συμφέροντα των καλόπιστων ναυτικών δανειστών καθιστώντας πρακτικά αδύνατη την δικαστική διεκδίκηση των απαιτήσεών τους, ώστε να υφίστανται αυτοί ζημιές. Ότι, ειδικότερα : α) Ο πρώτος εναγόμενος συνέστησε μία πλειάδα μονοβάπορων υπεράκτιων εταιρειών «ευκαιρίας», υφισταμένων μόνον «τύποις», στις οποίες ανήκαν κατά κυριότητα τα ελεγχόμενα από αυτόν πλοία, ότι δε διέθεταν αυτές την παραμικρή συναλλακτική δράση και ύπαρξη, καθώς και δύο (2) διαχειρίστριες εταιρείες, ήτοι τη δεύτερη εναγομένη, και τη συσταθείσα  κατά το δίκαιο της …[S52] ς εταιρεία «…[S53] », οι οποίες έδρευαν στα ίδια γραφεία, στη Γ.[S54] , εντούτοις εμφανίζονταν σε διαφορετικές διευθύνσεις, μέσω των οποίων ο πρώτος εναγόμενος κερδοσκοπούσε έμμεσα. Αρχής γενομένης από το έτος 2007, η δεύτερη εναγομένη έπαψε τις εμπρόθεσμες πληρωμές προς τους προμηθευτές των πλοίων που τυπικά διαχειριζόταν, πλην όμως συνέχισε να προμηθεύεται εμπορεύματα και υπηρεσίες με πίστωση, δημιούργησε, δε, τεράστια πιστωτικά υπόλοιπα, ενώ συνέχισε να τους παρέχει προφορικές υποσχέσεις περί δήθεν εξοφλήσεως, προφασιζόμενη δήθεν οικονομικές δυσκολίες, καθησυχάζοντάς τους και προκαλώντας σκοπίμως την παραγραφή των απαιτήσεών τους. Περί τις αρχές του έτους 2011, η δεύτερη εναγομένη, μέσω του καταστατικού της οργάνου και του ελέγχοντος αυτής επιχειρηματία, τρίτου και πρώτου των εναγομένων, αντίστοιχα, ξεκίνησε να εκδίδει ρητές οδηγίες προς όλους τους προμηθευτές της, να εκδίδουν τιμολόγια στο όνομα της εκάστοτε μονοβάπορης εταιρείας «φροντίδι» της ιδίας, σκοπίμως, προκειμένου να αποκρούσει τις δικαστικές επιθέσεις που στρέφονταν εναντίον της, ενώ γνώριζε, μέσω των ανωτέρω φυσικών προσώπων, ότι τα τιμολόγια δεν επρόκειτο να πληρωθούν. Ο πρώτος εναγόμενος, υποχρηματοδοτώντας συστηματικά και σκόπιμα τόσο τις μονοβάπορες εταιρείες του ομίλου όσο και τις ανωτέρω «διαχειρίστριες», ώστε να καταστούν αναξιόχρεες, κατόρθωσε να μεταθέσει επί μακρόν το κόστος λειτουργίας των πλοίων του σε αναρίθμητους προμηθευτές, τους οποίους ουσιαστικά εξαπάτησε, καρπούμενος τεράστια χρηματικά οφέλη. Εσχάτως, δε, λόγω των δεκάδων αγωγών που εκκρεμούν κατά της δεύτερης εναγομένης (υπολογιζόμενων των ποσών που οι εταιρείες του Ομίλου οφείλουν σε τρίτους, βάσει των αγωγών που εκκρεμούν στα Δικαστήρια του Πειραιά, στο ποσό των 2.000.000 ΔολΗΠΑ), δυνάμει σχετικής αιτήσεως του τρίτου εναγομένου, προς την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας, επετεύχθη η απεγκατάσταση της εν λόγω εταιρείας κατά τον α.ν. 89/1967, όλα δε, τα διαχειριζόμενα από αυτήν πλοία, πέρασαν στη διαχείριση της άλλης διαχειρίστριας του ομίλου, εταιρείας «…[S55] », ενώ κάποια εξ αυτών, είτε μεταβιβάστηκαν σε τρίτους, είτε δόθηκαν για παλιοσίδερα. β) Υπό την καθοδήγηση του πρώτου εναγομένου, οι προαναφερόμενες «διαχειρίστριες» εταιρείες (εδώ δεύτερη εναγομένη και η εταιρεία «…[S56] ») εμφάνιζαν δραστηριότητα που προξενούσε σκοπίμως σύγχυση στους τρίτους, αφού, μολονότι έδρευαν αυτές στη συμβολή των οδών Κ.[S57]  αρ. …[S58]  στη Γ.[S59]  Αττικής, η μεν πρώτη εμφάνιζε ως διεύθυνσή της την οδό Κ.[S60]  αρ. 24, η δε δεύτερη, την οδό …[S61] ,  ενώ εμφάνιζαν τον ίδιο τηλεφωνικό αριθμό επικοινωνία, οι δε υπάλληλοι του ομίλου άλλοτε εμφανίζονταν ως υπάλληλη της πρώτης, άλλοτε ως υπάλληλοι της δεύτερης, επιπρόσθετα, δε, οι ανωτέρω έβδομη και όγδοη των εναγομένων, άλλοτε προέβαιναν σε καταβολές για τα πλοία διαχείρισης της δεύτερης εναγομένης, άλλοτε για τα πλοία της «…[S62] ». Ενδεικτικό, άλλωστε, της μη αυτοτέλειας των εταιρειών του Ομίλου, είναι ότι οι υπάλληλοι του Ομίλου, μετά το πέρας της παροχής εφοδίων ή υπηρεσιών σε κάποιο πλοίο, ζητούσαν από τους δανειστές του να εκδώσουν τα τιμολόγιά τους στο όνομα άλλης πλοιοκτήτριας του ομίλου, προκειμένου να τους «διευκολύνουν». Ότι, τέλος, η ένατη εναγομένη και νυν πλοιοκτήτρια του πλοίου «…[S63] » (ήδη μετονομασθέντος σε «…[S64] ») ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την τέταρτη εναγομένη για την ως άνω ανεξόφλητη οφειλή που δημιουργήθηκε από τη λειτουργία του εν λόγω πλοίου, σε χρόνο προγενέστερο της μεταβίβασης αυτού, ενώ το ίδιο το πλοίο αποτελούσε τη μοναδική περιουσία της τέταρτης εναγομένης, γεγονός το οποίο η ένατη εναγομένη γνώριζε, ή, εν πάσει περιπτώσει, όφειλε να γνωρίζει, ως εταιρεία του ιδίου ομίλου, εκπροσωπούμενη από τα ίδια πρόσωπα και τελούσα υπό τον έλεγχο του ίδιου ναυτιλιακού επιχειρηματία. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενη περαιτέρω η ενάγουσα ότι ο πρώτος εναγόμενος, μολονότι είχε τον απόλυτο έλεγχο ολόκληρου του πλέγματος των εταιρειών, μεταξύ των οποίων όλων των εναγομένων και κρύβεται πίσω από «αχυρανθρώπους», εμφανιζόμενους ως δήθεν διευθυντές των διαφόρων εταιρειών, όπως, εν προκειμένω, ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος εμφανίζεται ως νόμιμος εκπρόσωπος και μοναδικός διευθυντής της δεύτερης εναγομένης, χωρίς να έχει ο ίδιος τον παραμικρό έλεγχο της εταιρείας αυτής και ότι η περιγραφόμενη στην αγωγή συμπεριφορά τόσο της δεύτερης όσο και του ελέγχοντος αυτήν πρώτου εναγομένων, ήτοι η μεθοδευμένη και συστηματική καταστρατήγηση των συμφερόντων των δανειστών μέσω της χρήσης ενός πλέγματος εταιρειών, συνιστά περίπτωση κατάχρησης της νομικής τους προσωπικότητας των εν λόγω εταιρειών, ζητεί να αρθεί η νομική αυτοτέλεια των εμπλεκόμενων στο ιστορικό της αγωγής νομικών προσώπων και (μετά τον κατά τα άνω περιορισμό του αιτήματος της αγωγής) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να της καταβάλουν τα ποσά των 11.990,50 Ευρώ και 47.835,66 ΔολΗΠΑ, ήτοι 35.295,26 Ευρώ κατά το ισόποσο σε Ευρώ με την ισοτιμία του χρόνου λήξεως εκάστου τιμολογίου (βάσει παρατιθέμενου στην αγωγή και, ακολούθως, στις προτάσεις, πίνακα), άλλως με την ισοτιμία του χρόνου επέλευσης της ζημίας (ο οποίος συμπίπτει με το χρόνο λήξης εκάστου τιμολογίου), άλλως με την ισοτιμία του χρόνου έγερσης της αγωγής, άλλως με την ισοτιμία του χρόνου πληρωμής της απαίτησης, νομιμότοκα, από το χρόνο λήξης εκάστου τιμολογίου (δήλη ημέρα), άλλως από την επέλευση της σε βάρος της ενάγουσας ζημίας, άλλως από την έγερση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επικουρικά, η ενάγουσα αιτείται να υποχρεωθούν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας και ευθύνης από την εκπροσώπηση νομικού προσώπου (ο πρώτος ως ιθύνων νούς και εμπνευστής της σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξίας, η δεύτερη ως νομικό πρόσωπο ελεγχόμενο πλήρως από τον πρώτο εναγόμενο, το οποίο συμμετείχε ενεργά στη διάπραξη της σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξίας και ο τρίτος ως καταστατικό όργανο και εκπρόσωπος του αδικοπρακτούντος νομικού προσώπου), καθόσον συνειδητά και από πρόθεση παρέστησαν στην ενάγουσα ψευδή γεγονότα ως αληθή, προκειμένου, αφενός να την οδηγήσουν στην επανειλημμένη κατάρτιση συμβάσεων με τις σκοπίμως αναξιόχρεες μονοβάπορες πλοιοκτήτριες εταιρείες του ομίλου και αφετέρου να την αποτρέψουν από την έγκαιρη λήψη μέτρων εναντίον τους, μέσω της παροχής ψευδών υποσχέσεων καταβολής των οφειλών προς αυτήν, να της καταβάλουν α) τα ανωτέρω ποσά των 11.990,5 Ευρώ και 47.835,66 ΔολΗΠΑ, ήτοι 35.295,26 Ευρώ, με βάση την ισοτιμία κατά το χρόνο επέλευσης της σε βάρος της ενάγουσας ζημίας (ο οποίος συμπίπτει με το χρόνο λήξης εκάστου τιμολογίου, βάσει του παρατιθέμενου στην αγωγή πίνακα), άλλως με την ισοτιμία του χρόνου έγερσης της αγωγής, άλλως με την ισοτιμία του χρόνου πληρωμής της απαίτησης, νομιμότοκα, από το χρόνο λήξης εκάστου τιμολογίου (δήλη ημέρα), άλλως από την επέλευση της σε βάρος της ενάγουσας ζημίας, άλλως από την έγερση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και β) το ποσό των 5.000 Ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, λόγω της βλάβης στη φήμη και την αξιοπιστία της ενάγουσας, εκ της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εν λόγω εναγομένων. Όλως επικουρικά, ζητεί να υποχρεωθούν τέταρτη και ένατη των εναγομένων, ως πρώην πλοιοκτήτρια και νυν πλοιοκτήτρια του πλοίου «…[S65] » (ήδη μετονομασθέν σε «…[S66] »), να της καταβάλουν, από κοινού και εις ολόκληρον έκαστη, το ποσό των 11.990,50 Ευρώ και 31.707 ΔολΗΠΑ, ήτοι 22.801,29 Ευρώ, κατά το ισότιμο σε Ευρώ με την ισοτιμία του χρόνου λήξεως εκάστου τιμολογίου (βάσει του εκτιθέμενου στην αγωγή και, εν συνεχεία, στις προτάσεις, πίνακα), άλλως με την ισοτιμία του χρόνου εγέρσεως της αγωγής, άλλως με την ισοτιμία του χρόνου εξόφλησης, το οποίο αντιστοιχεί στο άθροισμα των ενεξόφλητων τιμολογίων από την πώληση εμπορευμάτων και την παροχή υπηρεσιών στο εν λόγω πλοίο, σύμφωνα με τις διατάξεις περί πωλήσεως, εντολής και αντιπροσώπευσης (ενεργούσης της δεύτερης εναγομένης ως αμέσου αντιπροσώπου αυτής) σε συνδυασμού τις ΑΚ 479, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο λήξης εκάστου τιμολογίου (δήλη ημέρα), άλλως από την έγερση της από 28.12.2011 αγωγής κατά της τέταρτης εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (αρ. κατάθεσης …[S67] ), άλλως από την έγερση της υπό κρίση αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τα ανωτέρω ποσά, η ενάγουσα αιτείται, επικουρικά, με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ζητεί, επίσης, να απαγγελθεί σε βάρος του πρώτου και του τρίτου των εναγομένων, προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθεισόμενης απόφασης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, κατά το άρθρο 7 του Π.Δ. 166/2003 και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην (αρθρ. 1, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον, λόγω του ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, κατά το χρόνο άσκησης αυτής (δια της κατάθεσής της, οπότε εντοπίζεται η επέλευση των δικονομικών συνεπειών της άσκησης της αγωγής, εφόσον ολοκληρώθηκε ακολούθως η άσκηση της διαδικαστικής αυτής πράξης, με επίδοση στον εναγόμενο), οπότε αποκρυσταλλώνεται η δικαιοδοσία (και η διεθνής) του Δικαστηρίου (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 221, αριθμ. 1, 12), η κατοικία του πρώτου και τρίτου των εναγομένων ήταν στην Ελλάδα και η πραγματική έδρα των λοιπών εναγομένων, αλλοδαπών εταιρειών, βρισκόταν στην Αθήνα (Γ.[S68]  Αττικής), υπό τα ειδικότερα κατωτέρω αποδειχθέντα (αρθρ. 22, 25 παρ.2 και 51 παρ.1, 2, 3 Α και Β εδ.ε  Ν. 2172/1993, απορριπτομένης της περί του αντιθέτου ένστασης των πρώτου και τρίτου των εναγομένων, καθόσον με την αγωγή εισάγεται διαφορά απορρέουσα από συμβάσεις αγοραπωλησίας και έργου, προοριζόμενες για τη λειτουργία πλοίου, πρβλ ΕΠ 251/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 413/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 540/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 238/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, το Δικαστήριο τούτο έχει διεθνή δικαιοδοσία, κατ’ επέκταση δε, και κατά τόπον αρμοδιότητα, κατ’ αρθρ. 2, 6 και 60 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 της 22.12.2000, που εφαρμόζεται εν προκειμένω (ως εκ του χρόνου άσκησης της υπό κρίση αγωγής, στις 24.10.2014, πρβλ. αρθρ. 76 παρ.1 του ως άνω Κανονισμού, σε συνδυασμό με άρθρο 66 παρ.1  του Κανονισμού 1215/2012 του Συμβουλίου της 12.12.2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»), διότι η ιστορούμενη στην ένδικη αγωγή διαφορά έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, καθώς η κατοικία του πρώτου και τρίτου των εναγομένων και (κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, υπό τα αμέσως ανωτέρω διαλαμβανόμενα) η κεντρική διοίκηση (πραγματική έδρα) των εναγομένων εταιρειών βρίσκεται στην Ελλάδα (βλ. Ι. Δελληκωστόπουλου, «ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001, σ.44, 47-49, πρβλ. ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΕφΠειρ 601/2011, ΔΕΕ 2012, σ.30, ΕφΠειρ 12/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.406, ΕφΠειρ 403/2004, ΠΕΙΡΝΟΜ 2004, σ.213). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Ειδικότερα : (α) ως προς το ζήτημα της εις ολόκληρον ευθύνης των εναγομένων, η οποία θεμελιώνεται, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, στην κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, ως το δίκαιο της, κατά τον επίδικο  χρόνο τέλεσης των περιγραφομένων στην αγωγή πράξεων, πραγματικής έδρας των εναγομένων εταιρειών, το οποίο είναι εφαρμοστέο στην περίπτωση που η ευθύνη αυτή προϋποθέτει προηγούμενη άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου (ΕφΠειρ 238/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4801/2009, ΕλΔνη 50, σ.250, ΕφΠειρ 1000/2006, ΕΝαυτΔ 2007, σ.187), έστω και εάν πρόκειται περί εταιριών του άρθρου 1 παρ.1 του Ν. 791/1978, αφού οι σχετικές διατάξεις του εν λόγω νόμου περί εφαρμογής του δικαίου της καταστατικής έδρας ισχύουν μόνον ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου  των εν λόγω εταιρειών (βλ. ΕφΠειρ 601/2011, ΔΕΕ 2012, σ.30). (β) Ως προς την ευθύνη των τριών πρώτων εναγομένων που απορρέει από την αδικοπραξία σε βάρος της ενάγουσας, κατά την επικουρική βάση της αγωγής, εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει επίσης το ελληνικό, όπως προκύπτει από τη διάταξη του 4 παρ.3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (“Ρώμη II”) και τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (εφαρμοζόμενου εν προκειμένω, καθόσον, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η επίδικη αδικοπραξία τελέστηκε μετά την έναρξη ισχύος του, ήτοι την 11.1.2009, πρβλ. αρθρ. 32 του εν λόγω Κανονισμού), αφού από το σύνολο των εκτιθεμένων περιστάσεων συνάγεται ότι η αναφερόμενη στην υπό κρίσιν αγωγή αδικοπραξία εμφανίζει προφανή στενότερο δεσμό με την Ελλάδα, όπου καταρτίσθηκαν οι συμβάσεις πώλησης και έργου, με τις οποίες συνδέεται στενά η επίδικη αδικοπραξία, το οποίο άλλωστε είναι εφαρμοστέο, εφόσον τις διατάξεις αυτού επικαλείται ο ενάγων και δεν αντιλέγουν οι δύο παριστάμενοι εναγόμενοι, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 14 παρ.1 α του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007, πρβλ. σχ. ΕφΠειρ 542/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.418, ΕφΠειρ 18/1998, ΕΕμπΔ 1998.836, ΕφΠειρ 128/1994 ΕΝΔ 22, σ.457). γ) Ως προς την ευθύνη της τέταρτης εναγομένης εταιρείας από τις ιστορούμενες συμβάσεις πώλησης και έργου, ως αντισυμβαλλομένης, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις της κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1.792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», καθόσον οι καταρτισθείσες με την τέταρτη εναγομένη συμβάσεις συνήφθησαν πριν την 17.12.2009 [οι μετά την ως άνω ημερομηνία καταρτισθείσες συμβάσεις διέπονται από τις Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) που αντικατέστησε τη Σύμβαση της Ρώμης (βλ. αρθρ. 28 του εν λόγω Κανονισμού)], και ειδικότερα, σύμφωνα με το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ.5 της εν λόγω Σύμβασης, το οποίο ορίζει ότι εφαρμοστέο είναι το δίκαιο με το οποίο η σύμβαση συνδέεται στενότερα, ενόψει του ότι, αφενός μεν δε γίνεται επίκληση συμφωνημένου δικαίου από τα συμβαλλόμενα μέρη, ώστε να τυγχάνει αυτό εφαρμογής, κατ’ αρθρ. 3 του εν λόγω Κανονισμού, αφετέρου δε, οι επίδικες συμβάσεις πώλησης καταρτίσθηκαν στην Ελλάδα, όπου , κατά το χρόνο κατάρτισής τους, ευρίσκετο η πραγματική έδρα της αγοράστριας  και εργολήπτριας, τέταρτης εναγομένης. Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα αν ο αντιπρόσωπος (εν προκειμένω η δεύτερη εναγομένη, ενεργούσα ως διαχειρίστρια του πλοίου της τέταρτης εναγομένης) δεσμεύει έναντι των τρίτων το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου ισχυρίζεται ότι ενεργεί, εφαρμοστέοι τυγχάνουν οι ελληνικοί κανόνες συγκρούσεως, δεδομένου ότι ρητώς εξαιρείται το ζήτημα αυτό από το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Ρώμης (αρθρ.2 εδ στ), οι οποίοι ορίζουν, ως προς μεν τον τύπο της (αρθρ. 11 ΑΚ), ότι η δικαιοπραξία είναι έγκυρη αν είναι σύμφωνη είτε με το δίκαιο που διέπει το περιεχόμενό της είτε με το δίκαιο του τόπου όπου επιχειρείται (εν προκειμένω, της Ελλάδας) είτε με το δίκαιο της ιθαγένειας όλων των μερών, ως προς δε το ουσιαστικό της περιεχόμενο (ήτοι την έκταση της εξουσίας του αντιπροσώπου), ότι η δικαιοπραξία διέπεται, σύμφωνα με τη γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία για την οποίαν του δόθηκε η πληρεξουσιότητα, ήτοι εν προκειμένω, της Ελλάδας (Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΑΚ, εκδ. 2001, υπό αρθρ. 11, αριθμ.11, ΑΠ 1187/2000, ΕλΔνη 2001, σ.1317). Επομένως, σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς, εφαρμοστέο τυγχάνει και στην περίπτωση αυτή, το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας όπου επιχείρησε η αντιπρόσωπος της εναγομένης (διαχειρίστρια του πλοίου αυτής, δεύτερη εναγομένη, υπό τα διαλαμβανόμενα στην υπό κρίση αγωγή) τις επίμαχες δικαιοπραξίες. (δ) Ως προς τη ευθύνη της ένατης εναγομένης από τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ (η οποία ιδρύει εκ του νόμου ενοχή, ήτοι αναγκαστική παθητική σωρευτική αναδοχή χρέους), εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της ενοχής που διέπει το χρέος του παλαιού οφειλέτη (ανωτέρω, υπό στοιχ.γ), κατά αναλογική εφαρμογή των διατάξεων της ΑΚ 33, ενόψει του ότι οι διέποντες το χρέος του παλαιού οφειλέτη δικονομικοί κανόνες έχουν εφαρμογή και επί επιδιώξεως του αναδεχθέντος το χρέος νέου οφειλέτη, σύμφωνα με την ΑΚ 479 (βλ. ΕφΠειρ 23/2011, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2011, σ.715), σε κάθε, δε, περίπτωση, ως το δίκαιο που εκ του συνόλου των ειδικών συνθηκών συνδέεται στενότερα με την επίδικη έννομη σχέση (βλ. ΑΠ 591/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 94/2011, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2011, σ.721, ΕφΠειρ 621/2008, ΔΕΕ 2009, σ.349). (ε) Ως προς την ευθύνη των εναγομένων από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, κατά την επικουρική βάση της αγωγής, εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει επίσης το ελληνικό, το οποίο διέπει την υποκείμενη έννομη σχέση μεταξύ των μερών (συμβάσεις πώλησης – αδικοπραξία) που εμφανίζει στενό σύνδεσμο με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθόσον κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ρώμη ΙΙ), «αν εξωσυμβατική ενοχή, η οποία απορρέει από αδικαιολόγητο πλουτισμό, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής αχρεωστήτου, συνδέεται με υφιστάμενη σχέση μεταξύ των μερών, όπως εξωσυμβατική ενοχή απορρέουσα από σύμβαση ή αδικοπραξία, που εμφανίζει στενό σύνδεσμο με αυτόν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφαρμόζεται το δίκαιο που διέπει την εν λόγω σχέση». Συνακόλουθα, σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο, εν προκειμένω, ελληνικό δίκαιο, η υπό κρίση αγωγή, αναφορικά με την κύρια βάση της υπό κρίση δεύτερη εναγομένη, η υπό κρίση αγωγή, επιχειρούμενη όπως θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 200 ΑΚ, περί καταχρηστικής χρήσης των εταιρικών τύπων, τυγχάνει αόριστη, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, καθόσον δεν εκτίθενται σε αυτήν συγκεκριμένα πραγματικά τα οποία να μαρτυρούν ότι έγινε στην προκειμένη περίπτωση, κακή χρήση των εταιρικών τύπων, ακριβέστερα, δε, ότι έγινε κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων νομικών προσώπων, με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις των εταιρειών αυτών αποτελούν πράξεις του πρώτου εναγομένου, κυρίαρχου αυτών μετόχου. Ειδικότερα, πέραν της επανάληψης των εκφράσεων του νόμου και της σχετικά με το ζήτημα αναπτυχθείσας νομολογίας (περί χρησιμοποίησης της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, περί μεθοδευμένης και συστηματικής καταστρατήγησης των συμφερόντων των δανειστών μέσω της χρήσης πλέγματος εταιρειών από τον κυρίαρχο επιχειρηματία και σκόπιμης πρόκλησης βλάβης σε αυτούς, περί εικονικότητας των εμπλεκομένων εταιρειών, οι οποίες δεν είχαν καμία συναλλακτική οργάνωση και δράση, περί σκόπιμης πρόκλησης σύγχυσης σε τρίτους και περί ελέγχου όλου του πλέγματος των εταιρειών από τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος όμως κρύβεται πίσω από «αχυρανθρώπους», όπως ο τρίτος εναγόμενος), δεν εκτίθενται στην αγωγή περιστατικά, που να συνθέτουν ειδικά αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια θεμελιωτικά της κατάχρησης του θεσμού της νομικής προσωπικότητας, όπως η πρόθεση του κυρίαρχου μετόχου των εναγομένων εταιρειών να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτους δανειστές τους ή να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Πλέον ειδικά, δε διαλαμβάνονται στο υπό κρίση δικόγραφο συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία καταδεικνύουν είτε την ανεπαρκή χρηματοδότηση των εναγομένων εταιρειών (με συγκεκριμένη αναφορά σε έλλειψη εσόδων οποιασδήποτε μορφής, διαφορετικών από τα ίδια κεφάλαια του πρώτου εναγομένου), είτε τη σύγχυση της ατομικής και εταιρικής περιουσίας (ιδίως με την παράθεση των περιουσιακών στοιχείων των της εταιρείας και του πρώτου εναγομένου και του συγκεκριμένου τρόπου συγχύσεως αυτών), είτε την εικονικότητα και την έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης και δράσης κάποιας από τις εναγόμενες εταιρείες καταδεικνυόμενη από συγκεκριμένα περιστατικά (αντιθέτως, στην αγωγή εκτίθεται ότι κάθε μία από τις τέταρτη, πέμπτη και έκτη των εναγομένων ήταν πλοιοκτήτρια των αναφερομένων στην αγωγή πλοίων, η δεύτερη εναγομένη ήταν διαχειρίστρια αυτών, ενώ η έβδομη και η όγδοη εναγόμενες προέβησαν σε χρηματικές καταβολές στην ενάγουσα και ότι η ένατη τυγχάνει νυν πλοιοκτήτρια του αναφερόμενου στην αγωγή πλοίου), είτε την παράλληλη διεξαγωγή ομοειδών επιχειρηματικών εργασιών (αντιθέτως, εκτίθεται στην αγωγή, κατά τα άνω, το αντικείμενο εργασιών κάθε εταιρείας, δραστηριοποιούμενης στο πλαίσιο μείζονος ναυτιλιακού συγκροτήματος, δραστηριότητα η οποία παρίσταται συνήθης στην άσκηση ναυτιλιακής δραστηριότητας), ούτε συγκεκριμένη συμπεριφορά του εναγομένου, που δρα προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη των εναγομένων εταιρειών ή δηλώνοντας ατομικώς την εφοπλιστική ιδιότητα ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό των εναγομένων εταιρειών (συμπεριφορά προς την ενάγουσα καταδεικνύουσα εξαρχής, ήτοι από το χρόνο σύναψης των επίδικων συμβάσεων, ότι έχει αυτός προσωπική ευθύνη για τα δημιουργούμενα χρέη, η οποία να προκάλεσε στην ενάγουσα την απόφαση να καταρτίσει τις επίδικες συμβάσεις και την οδήγησε στις εν λόγω συναλλαγές εξαιτίας της εμφανιζόμενης σε αυτήν κατάστασης, στην οποίαν δεν θα προέβαινε αυτή, αν γνώριζε την πραγματικότητα), μη αρκούσης της γενικής αναφοράς (χωρίς παράθεση συγκεκριμένων περιστατικών, δηλωτικών της σχετικής συμπεριφοράς του πρώτου εναγομένου, συνιστάμενης κυρίως στο ότι αυτός εξ αρχής μεθόδευσε τον τύπο του νομικού προσώπου των εναγομένων, ώστε να αποφύγει τις υποχρεώσεις τους και να μη θέσει σε κίνδυνο τη δική του περιουσία) ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε κομβικό ρόλο στη δομή του πλέγματος των ως άνω εταιρειών και ότι αυτός κρύβεται πίσω από πρόσωπα εμφανιζόμενα ως δήθεν διευθυντές των εν λόγω εταιρειών, αναφορά η οποία, από μόνη της, χωρίς την άρση της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων των εναγομένων εταιρειών, δεν αρκεί για να προσδώσει την εμπορική  ιδιότητα (και συνακόλουθα, ευθύνη) στον πρώτο εναγόμενο, αφού «φαινόμενοι» έμποροι παρίστανται εν προκειμένω (υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή) οι εταιρείες αυτές και όχι οι διευθυντές τους. Αντίστοιχα, αόριστη τυγχάνει η αγωγή και ως προς την επικουρική της βάση, την επιχειρούμενη όπως θεμελιώσει ευθύνη των τριών πρώτων εναγομένων στις διατάξεις περί αδικοπραξίας (914 ΑΚ), ιδίως, δε, αυτές της απάτης, καθόσον δεν εκτίθενται στην αγωγή πραγματικά περιστατικά της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων, με τα οποία να δημιουργήθηκε από πρόθεση πεπλανημένη παράσταση στους νομίμους εκπροσώπους της  ενάγουσας, με σκοπό να επηρεάσουν την απόφασή τους, προς κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων επιθεώρησης και επισκευής πλοίων, μόνες δε, οι αναφορές, στο σχετικό κεφάλαιο της αγωγής, ότι η δεύτερη εναγομένη, τελούσα υπό τη διεύθυνση του πρώτου εναγομένου και σε πλήρη γνώση του τρίτου εναγομένου, παρέστησε στην ενάγουσα ψευδή γεγονότα ως αληθή, προκειμένου  να την οδηγήσει στην επανειλημμένη κατάρτιση συμβάσεων με σκοπίμως αναξιόχρεες μονοβάπορες εταιρείες και να την αποτρέψει από την έγκαιρη λήψη μέτρων εναντίον τους, χορηγώντας ψευδείς υποσχέσεις καταβολής, δεν επαρκούν για το ορισμένο της αγωγής. Ομοίως, η γενική και αόριστη αναφορά στην αγωγή, ότι η δεύτερη εναγομένη δημιούργησε τεράστια πιστωτικά υπόλοιπα, παρέχοντας προφορικές υποσχέσεις προς αυτούς περί καταβολής των οφειλών της, προφασιζόμενη οικονομικές δυσκολίες, χωρίς να εκτίθενται στην αγωγή συγκεκριμένα ψευδή γεγονότα, αναγόμενα στο παρόν ή στο μέλλον, συνδεόμενα αιτιωδώς με τη δημιουργούμενη πλάνη στην ενάγουσα, που την οδήγησε στην κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων, δεν επαρκεί για το ορισμένο της αγωγής, επιχειρούμενης όπως θεμελιωθεί στις εν λόγω διατάξεις. Άλλωστε, η αναφορά στην αγωγή, ότι περί τις αρχές του 2011 και έχοντας ήδη υποχρεωθεί δικαστικώς να προβεί σε εξόφληση διαφόρων προμηθευτών της, η δεύτερη εναγομένη, ξεκίνησε να εκδίδει ρητές οδηγίες προς τους προμηθευτές περί έκδοσης των τιμολογίων στο όνομα της εκάστοτε μονοβάπορης εταιρείας «φροντίδι» της ιδίας, σκοπίμως, προκειμένου να αποκρούσει τις δικαστικές επιθέσεις εναντίον της, ανάγεται σε παραστάσεις γεγονότων που έπονται χρονικά της κατάρτισης των επίδικων συμβάσεων, δημιουργούμενης, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αοριστίας περί του αιτιώδους συνδέσμου των ψευδών παραστάσεων και της πρόκλησης δήλωσης βούλησης στην εξαπατηθείσα ενάγουσα, προς κατάρτιση των επίμαχων συμβάσεων. Ακολούθως, όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής που αφορά τις τέταρτη και ένατη των εναγομένων, σύμφωνα με το εφαρμοστέο, εν προκειμένω, ελληνικό δίκαιο, η υπό κρίση αγωγή  τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 361, 346, 513 επ., 681 επ. 497 ΑΚ, 109, 111 ΕισΝΑΚ,  907, 908 περ.στ, 176 ΚΠολΔ, με την επισήμανση ότι, μετά την απόρριψη της κύριας και της επικουρικής βάσης της αγωγής (επιχειρούμενες όπως θεμελιωθούν στις διατάξεις των άρθρων 281, 288 ΑΚ και 914 επ. ΑΚ), επί της υπό κρίση επικουρικής βάσης της αγωγής, που στηρίζεται σε ενοχή εκ συμβάσεως, νόμιμο τυγχάνει το αίτημα επιδίκασης των αιτούμενων ποσών σε ΔολΗΠΑ, όχι αυτούσιων στο αλλοδαπό νόμισμα, αλλά μόνο κατά το ισάξιό τους σε Ευρώ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία  του Ευρώ με το ΔολΗΠΑ, κατά το χρόνο πληρωμής, κατ’ αρθρ. 291 ΑΚ συνδ. 6 Ν. 5422/1932 (βλ. ΑΠ 678/2010, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1614/2006, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 481/2014, ΕλΔνη 2015, σ.770, ΕφΠειρ 190/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 287/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.401, ΕφΠειρ 966/2007, ΔΕΕ 2008, σ.341, ΠΠρΑθ 5328/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το αίτημα της αγωγής περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός (1) έτους κατά του πρώτου και τρίτου των εναγομένων, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης, πρέπει, κατόπιν της ως άνω απόρριψης της υπό κρίση αγωγής ως προς αυτούς, να απορριφθεί. Επίσης, απορριπτέα ως μη νόμιμη τυγχάνει και η επικουρική βάση της αγωγής, η επιχειρούμενη όπως θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον η ενάγουσα δεν μνημονεύει πραγματικά περιστατικά που είναι διαφορετικά ή πρόσθετα από αυτά, στα οποία ερείδεται η αγωγή στις προαναφερόμενες βάσεις από σύμβαση και αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 449/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2019/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 5328/2010, ο.π.). Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Μετά ταύτα, η κρινομένη αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το αντικείμενό της καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το με αριθμό 13685136/13.1.2017 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄  Πειραιά).

Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, κατά συνέπεια, στην έκταση που κρίνεται νόμιμη, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, διότι, εφόσον οι (τέταρτη και ένατη) εναγόμενες ερημοδικούν, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους της ερημοδικαζόμενης εναγομένης (άρθρο 271 § 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 352 § 1 του ΚΠολΔ). Ειδικότερα, πρέπει να υποχρεωθούν οι τέταρτη οι τέταρτη και ένατη των εναγομένων, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 11.990,50 Ευρώ, καθώς και το ισόποσο σε Ευρώ ποσό των 31.707,65 ΔολΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία του εν λόγω ποσού ΔολΗΠΑσε ευρώ, κατά την ημερομηνία πληρωμής, με το νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους τιμολόγιο, από την πάροδο τριάντα ημερών από την έκδοσή του, ως δήλης ημέρας πληρωμής του οφειλομένου στην ενάγουσα τιμήματος και αμοιβής, κατά τα ειδικότερα ανωτέρω, για κάθε επιμέρους τιμολόγιο, εκτιθέμενα. Εξάλλου, το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως βάσιμο από ουσιαστική άποψη, υπό τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας, καθόσον η επίδικη διαφορά είναι εμπορική και η καθυστέρηση στην εκτέλεση δύναται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (αρθρ. 907, 908 ΚΠολΔ). Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ όλων των διαδίκων πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 εδ. β΄ ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1406/2004, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 381/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας εκ μέρους εκάστου των ερημοδικαζόμενων εναγομένων (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης, έβδομης, όγδοης και ένατης των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) Ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από κάθε μία από τις ερήμην εναγόμενες.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τους πρώτο, δεύτερη, τρίτο, πέμπτη, έκτη, έβδομη και όγδοη των εναγομένων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την τέταρτη και ένατη των εναγομένων.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την τέταρτη και ένατη εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά των 11.990,50 Ευρώ και το ισόποσο σε Ευρώ των 31.707,65 ΔολΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία του εν λόγω ποσού ΔολΗΠΑ σε Ευρώ, κατά την ημερομηνία πληρωμής, με το νόμιμο τόκο, κατά τα ανωτέρω, στο σκεπτικό της παρούσας, αναφερόμενα, μέχρι την εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ανωτέρω ποσό των 11.990,50 Ευρώ και για το ισόποσο σε Ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής των δέκα χιλιάδων (10.000) ΔολΗΠΑ.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ όλων των διαδίκων.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά,  στις   30-5-2017 , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιος δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ