ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3210 /2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Θ. Μ.[M1] του Γ.,[M2] κατοίκου Α. Π.,[M3] περιοχή Ρ. Ι.[M4] , ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού του δικηγόρου Στέφανου Λύρα, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία …[M5] που εδρεύει στην Κ. Α.[M6] και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου Άγγελου Παναγόπουλου, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M7] και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M8] αγωγή του κατά της εφεσίβλητης – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό, τι αναφέρει σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. …[M9] οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 173/21-12-2016), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M10] και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M11] και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία …[M12] που εδρεύει στην Κ. Α.[M13] και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου Άγγελου Παναγόπουλου, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Θ. Μ.[M14] του Γ.,[M15] κατοίκου Α. Π.,[M16] περιοχή Ρ. Ι.[M17] , ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού του δικηγόρου Στέφανου Λύρα, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M18] και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M19] αγωγή του κατά της εκκαλούσας – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό, τι αναφέρει σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. …[M20] οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …[M21] ), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M22] και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M23] και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Στην προκείμενη περίπτωση, οι υπό κρίση α) με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M24] και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M25] και β) με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M26] και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M27] εφέσεις είναι συναφείς μεταξύ τους, καθόσον βάλλουν κατά της ίδιας δικαστικής απόφασης, είναι εκκρεμείς ενώπιον του αυτού (παρόντος) Δικαστηρίου και υπάγονται αμφότερες στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή τους, αφού, κατά τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης.
Η υπό στοιχείο Α ως άνω έφεση κατά της υπ’ αριθ. …[M28] οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M29] και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M30] αγωγή του εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία …[M31] ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις [άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 και η παρ. 2 του άρθρου 518 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α87/23-7-2015), δεδομένου ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού για τα ένδικα μέσα εφαρμόζονται για τα κατατεθειμένα μετά την 1.1.2016 ένδικα μέσα, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 Ν. 4335/2015, όπως εν προκειμένω]. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η έτερη υπό στοιχείο Β έφεση κατά της ανωτέρω υπ’ αριθ. …[M32] οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), πλην του προβληθέντος με τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της εκκαλούσας πρόσθετου λόγου εφέσεως, με τον οποίον αυτή παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή την προταθείσα από την ίδια (εκκαλούσα) ένσταση συμψηφισμού για το ποσό των 651,40 ευρώ, που αφορούσε σε παροχή προς τον εφεσίβλητο στις 9-9-2013 ως «ΕΞΤΡΑ ΑΜΟΙΒΗ ΑΔΕΙΑΣ ΩΣ ΑΤ.Σ.Ν.ΕΡΓ. ΑΡΘΡ. 17.», ο οποίος (πρόσθετος λόγος) ασκείται απαραδέκτως με τις προτάσεις και πρέπει εξ αυτού του λόγου να απορριφθεί τυπικά, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1ζ ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται κατ’ άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα, όπως εν προκειμένω (άρθ. 12, 25 παρ. 2 ΕισΝΚΠολΔ, βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, έκδοση 1995, τόμος Γ΄, υπό το άρθρο 533, αριθ. 2, σελ. 366), «ανταγωγή, αντέφεση και πρόσθετοι λόγοι έφεσης και αναψηλάφησης ασκούνται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται, και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης. Το δε άρθρο 674 ΚΠολΔ, το οποίο επικαλείται η εκκαλούσα, έχει ήδη καταργηθεί σιωπηρώς με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι με αυτό ορίζεται ότι αντικαθίσταται το ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ (άρθρα 591 έως 681 Δ) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και παρατίθενται ως νέες διατάξεις τα άρθρα 591 έως και 645. Κατά τα λοιπά, η υπό στοιχείο Β έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M33] και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M34] αγωγή του κατά της εφεσίβλητης της ως άνω υπό στοιχείο Α έφεσης, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ο εκκαλών – εφεσίβλητος ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία, ως πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Δ/Ξ πλοίου …[M35] », νηολογίου Πειραιώς με αριθμό 11225, κοχ 1868, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 17.637,44 ευρώ για διαφορές επί της υπερωριακής του αμοιβής αναφορικά με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα κατά τα οποία υπηρέτησε επί του ανωτέρω πλοίου ως ναύτης, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 501- 3000 κοχ ή 801 – 4500 τόνων TDW, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, καταρτισθεισών μετά αυτής (εναγομένης), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 4.165,39 ευρώ. Οι εκκαλούντες αμφοτέρων των υπό κρίση εφέσεων παραπονούνται τώρα κατά της εν λόγω απόφασης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί αυτή, ώστε, όπως ζητεί ο εκκαλών της υπό στοιχείο Α εφέσεως, να γίνει ολοκληρωτικά δεκτή η αγωγή του, όπως δε ζητεί η εκκαλούσα της έτερης υπό στοιχείο Β εφέσεως, να απορριφθεί αυτή (αγωγή) στο σύνολό της.
Για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής, με την οποία διώκεται η επιδίκαση υπερωριακής αμοιβής, αρκεί ο κατά μέσο όρο προσδιορισμός της υπερωριακής απασχόλησης, χωρίς να απαιτείται η αναφορά του είδους των κατ’ ιδίαν εκτελεσθεισών εργασιών, εφόσον στην αγωγή αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού, αφού το είδος των καθηκόντων εκάστου ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά πλουν ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν αμείβονται ειδικώς βάσει ρητών προβλέψεων των οικείων Συλλογικών Συμβάσεων Ναυτικής Εργασίας, ενώ ομοίως δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής ο προσδιορισμός του χρόνου, από τον οποίο αρχίζει η υπερωριακή εργασία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, αλλά ούτε και της ανάγκης που επέβαλε την εκτέλεσή της, ή του προσώπου, το οποίο έδωσε τη σχετική εντολή (βλ. και ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004. 114, 892/2002 ΕΝΔ 30. 437, 608/2001 ΕΝΔ 29. 446). Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή είναι, ως προς το κονδύλιο της αιτούμενης υπερωριακής αμοιβής, επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχονται σ’ αυτή με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε τα ίδια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εναγομένη με το σχετικό λόγο της υπό στοιχείο Β εφέσεώς της.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης, που περιέχεται στα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα, ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, την υπ’ αριθ. 1413/26-11-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντος, Φανουρίου Κυριαζή, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη κλήτευση της αντιδίκου του, καθώς και από την υπ’ αριθ. 422/24-3-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης, Χρήστου Ροϊνιώτη, ενώπιον του ως άνω Ειρηνοδίκη, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε ο ενάγων στον Πειραιά, στις 15-10-2012, με την εναγόμενη εταιρεία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Δ/Ξ πλοίου …[M36] », νηολογίου Πειραιώς με αριθμό 11225, κοχ 1868, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο εν λόγω πλοίο, με την ειδικότητα του ναύτη, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την οικεία και κάθε φορά ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 501- 3000 κοχ ή 801 – 4500 τόνων TDW, παρείχε δε από την ανωτέρω ημερομηνία ναυτολόγησής του την εργασία του σ’ αυτό συνεχώς, έως τις 09-09-2013, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Ακολούθως, ναυτολογήθηκε εκ νέου στο προεκτιθέμενο πλοίο, στις 23-10-2013 και παρείχε την εργασία του σ’ αυτό συνεχώς, με την προαναφερθείσα ειδικότητα και τους ίδιους όρους εργασίας, έως τις 07-02-2014, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος επί του ανωτέρω πλοίου της εναγομένης, αυτό, αναχωρώντας από την προβλήτα EL PETROL Περάματος, όπου ναυλοχούσε, εκτελούσε εφοδιασμό πλοίων στη Ράδα του Πειραιά και στην Ελευσίνα με πετρέλαιο που παρελάμβανε από τα διυλιστήρια ΕΛΠΕ Ελευσίνας και Ασπροπύργου, με μέση ημερήσια διάρκεια της εν πλω λειτουργίας του, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την εναγομένη ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, περί τις 10 ώρες. Εξάλλου, με βάση το είδος της εργασίας του ενάγοντος, ο οποίος απασχολούνταν, έχοντας την ως άνω ειδικότητα του ναύτη, με την καθαριότητα και συντήρηση των καταστρωμάτων, με το χειρισμό των αντλιών και των βανών και τη σύνδεση και αποσύνδεση των επί των πλοίων σωληνώσεων του αντλιοστασίου και των δεξαμενών φορτίου, αλλά και με την πρόσδεση και απόδεση του πλοίου …[M37] » της εναγομένης, ενώ εκτελούσε και περιπολίες για τον έλεγχο της ασφάλειας και πυρασφάλειάς του (πλοίου), λαμβανομένων υπόψη της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος, αναφορικά με την ειδικότητα του ενάγοντος, που περιελάμβανε 3 ναύτες, των εκτελουμένων από το πλοίο δρομολογίων, καθώς και του γεγονότος ότι αυτό (πλοίο) παρέμεινε ακινητοποιημένο στην προβλήτα EL PETROL Περάματος επί 119 ημέρες συνεχώς, χωρίς να πραγματοποιήσει καμία δραστηριότητα, κατά τις οποίες (ημέρες) όμως ο ενάγων εργαζόταν το σταθερό ωράριό του από 8:00΄ έως 17:00΄, διενεργώντας επισκευαστικές εργασίες, εργασίες συντήρησης και καθαρισμού του πλοίου, ενώ τουλάχιστον ανά τρεις ημέρες εκτελούσε και βάρδια ασφαλείας του πλοίου, απασχολούμενος επί 8 ώρες επιπλέον, όπως άλλωστε προβλέπεται και από την ισχύουσα ως άνω ΣΣΝΕ (άρθ. 4), καθώς και της ομολογίας της εναγομένης περί της αναγκαιότητας παροχής υπερωριακής εργασίας, για την οποία άλλωστε η τελευταία (εναγομένη) παρείχε αμοιβή στον ενάγοντα, υφισταμένης της έριδος μόνον ως προς τον αριθμό των ημερήσιων ωρών υπερωριακής απασχόλησής του, και σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων, κατά τα χρονικά διαστήματα που υπηρέτησε επί του ένδικου πλοίου, παρείχε, κατά μέσο όρο, εργασία 10 ωρών ημερησίως. Η ως άνω διαπίστωση δεν αναιρείται από όσα καταθέτει ο μάρτυρας του ενάγοντος περί περισσοτέρων ωρών καθημερινής απασχόλησής του, καθόσον η ένορκη βεβαίωσή του, η οποία συνιστά επανάληψη των αγωγικών ισχυρισμών, δεν κρίνεται πειστική και ικανή να εισφέρει στο σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, ενόψει της ασαφούς και γενικόλογης αναφοράς του σε υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, χωρίς να εξειδικεύει τις απαιτούμενες ώρες απασχόλησής του για κάθε επιμέρους ανατεθειμένη σ’ αυτόν εργασία, ενώ ο ως άνω μάρτυρας, όπως και ο ίδιος αναφέρει, δεν έχει συνυπηρετήσει στο προαναφερθέν πλοίο με τον ενάγοντα και εξ αυτού του λόγου κρίνεται ότι δεν δύναται να έχει άρτια ιδία γνώση και αντίληψη περί των συνθηκών και του ακριβούς χρόνου εργασίας του (ενάγοντος) επ’ αυτού (πλοίου) για την επίδικη χρονική περίοδο. Ας σημειωθεί, μάλιστα, ότι όσα περί του αντιθέτου κατέθεσαν οι μάρτυρες της εναγομένης, Δημήτριος Δαριώτης και Χρήστος Ροϊνιώτης, δεν κρίνονται αξιόπιστα, αν ληφθεί υπόψη ότι, όπως ανέφεραν οι ίδιοι, εξακολουθούν να εργάζονται για την εναγομένη, ήτοι τελούν σε οικονομική εξάρτηση από την τελευταία, στοιχείο το οποίο αντικειμενικώς αξιολογείται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Το γεγονός δε ότι, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, ο ενάγων υπέγραψε ανεπιφύλακτα τις αποδείξεις μισθοδοσίας του χωρίς να προβάλει περαιτέρω απαιτήσεις για υπερωριακή αμοιβή, αφενός δικαιολογείται στην προσπάθειά του να μην θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση αφετέρου ουδεμία νομική επιρροή ασκεί, δεδομένου ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 587/2006 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 2008. 290). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως ως προς τις ώρες ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα που υπηρέτησε επί του πλοίου …[M38] » της εναγομένης και, κατά τους μη αμφισβητούμενους με σχετικούς λόγους εφέσεως μαθηματικούς υπολογισμούς του, διαπίστωσε ότι ο ενάγων δικαιούνταν, ως υπερωριακή αμοιβή, για την περίοδο από 1-1-2013 έως 9-9-2013 και από 23-10-2013 έως 7-2-2014, α) 3.142,72 ευρώ για την εργασία του τις 244 καθημερινές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, απορριπτομένων όσων ισχυρίζεται η εναγομένη με την υπό κρίση έφεσή της περί 238 καθημερινών, β) 773,00 ευρώ για την εργασία του τις 50 Κυριακές, και γ) 5.101,80 ευρώ για την εργασία του τα 66 Σάββατα και αργίες της εν λόγω περιόδου, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, με συνέπεια τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται αμφότεροι οι διάδικοι με τους σχετικούς λόγους των υπό κρίση εφέσεών τους να είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Περαιτέρω, ως προς την ένσταση εξοφλήσεως (συμβατικού συμψηφισμού), που υπέβαλε πρωτοδίκως η εναγομένη και αφορά το συνολικά καταβληθέν στον ενάγοντα ποσό των 1.230,42 ευρώ, που αναγράφεται στους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του ως «ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΜΙΣΘ/ΣΙΑΣ», η οποία (ένσταση) έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάλλεται δε η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιό της αυτό με το δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Α εφέσεως του ενάγοντος, λεκτέα τα ακόλουθα: Η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003. 345, 225/2002 ΔΕΕ 2003. 331, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013. 208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009. 283). Η έννοια του «κλειστού» μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους, ενώ το τυχόν καταβαλλόμενο επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό (ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009. 267). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ε. μισθού, και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Το ως άνω «επιμίσθιο» μπορεί, όμως, να συμψηφισθεί προς μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπομένων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών, μόνο τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές (ΑΠ 1013/2003 ό.π., 225/2002 ό.π., ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009. 283). Άλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 2010. 39, 465/2009 ΕΝΔ 2009. 276). Στην προκείμενη περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού του ως άνω ποσού, που αναγράφεται στους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του ενάγοντος ως «ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΜΙΣΘ/ΣΙΑΣ» και προβλέπεται μάλιστα από την οικεία ως άνω Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 501- 3000 κοχ ή 801 – 4500 τόνων TDW (άρθ. 2), με τυχόν μελλοντική υπερωριακή αμοιβή, κατά τα εκτεθέντα στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα σκέψη, με ειδική συμφωνία περί καταλογισμού του. Ο επικαλούμενος από την εναγομένη υπ’ αριθ. 17 όρος της εγγράφως καταρτισθείσας στις 15-10-2012 συμβάσεως ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, ερμηνευόμενος λόγω της ασάφειάς του κατά τα άρθρα 173, 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει το συμψηφισμό του ως άνω ποσού, εφόσον δεν προσδιορίστηκαν ειδικά και ορισμένα στον ως άνω συμβατικό όρο οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς τον ενάγοντα. Η αόριστη διατύπωση του ανωτέρω όρου: «Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ επιφυλάσσει στον εαυτό της κατά την ανέλεγκτη κρίση της να χορηγεί στον ΝΑΥΤΙΚΟ, κατά την διάρκεια παροχής των υπηρεσιών αυτού, και πρόσθετο χρηματικό ποσό ως επιμίσθιο (bonus) σε αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Το ποσό αυτό δεν αποτελεί μέρος του μισθού του ΝΑΥΤΙΚΟΥ αλλά δωρεάν παροχή της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ προς αυτόν και κατά την έννοια αυτή είναι ελευθέρως ανακλητή οποτεδήποτε, η δε ΕΤΑΙΡΕΙΑ διατηρεί το δικαίωμα με μονομερή δήλωσή της να καταλογίζει την παροχή αυτή προς άλλες αξιώσεις του ΝΑΥΤΙΚΟΥ που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση ή να το συμψηφίζει με μεταγενέστερες αυξήσεις του τελευταίου» δεν δύναται να θεμελιώσει συμβατικό συμψηφισμό των από την εναγομένη χορηγούμενων προς τον ενάγοντα ως άνω ποσών προς την οφειλόμενη από την πρώτη προς το δεύτερο αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Άλλως θα ετίθετο το ζήτημα εάν προβλεπόταν ρητώς στη συμφωνία ότι οι συγκεκριμένες παροχές υπό την ένδειξη «ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΜΙΣΘ/ΣΙΑΣ», ως υπέρτερες των νομίμων, θα καλύπτουν την υπερωριακή αμοιβή (Ad hoc ΜονΕφΠειρ 213/2016 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 465/2009 ό.π.). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που έκανε δεκτή τη σχετικώς προβαλλόμενη από την εναγομένη ένσταση εξοφλήσεως (συμβατικού συμψηφισμού), και επιδίκασε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.165,39 ευρώ, αφαιρώντας από τα προαναφερθέντα οφειλόμενα ποσά για την υπερωριακή αμοιβή του, εκτός από τα καταβληθέντα ποσά για υπερωρίες συνολικού ύψους 3.621,71 ευρώ, και το ποσό των 1.230,42 ευρώ, που αναγράφεται στους μισθοδοτικούς λογαριασμούς με την ένδειξη «ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΜΙΣΘ/ΣΙΑΣ», έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα νομική σκέψη της παρούσας, και, επομένως, όσα διαλαμβάνονται σχετικώς στο δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Α εφέσεως πρέπει να γίνουν δεκτά ως και κατ’ ουσίαν βάσιμα. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει αφενός ν’ απορριφθεί η υπό στοιχείο Β έφεση στο σύνολό της (πλην του ασκηθέντος με τις προτάσεις πρόσθετου λόγου εφέσεως, που κρίθηκε κατά τα ανωτέρω απορριπτέος τυπικά), ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, αφετέρου να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η έτερη υπό στοιχείο Α έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, ήτοι και κατά τις μη θιγόμενες διατάξεις της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26. 642), και, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει, πρέπει να δεχθεί εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και να υποχρεώσει την εναγόμενη εταιρεία να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των [(3.142,72 + 773,00 + 5.101,80=) 9.017,52 – 3.621,71=] 5.395,81 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του, ήτοι από τις 8-2-2014. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος της εναγομένης, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την ένωση και συνεκδίκαση: α) της με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M39] και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M40] εφέσεως και β) της με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M41] και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M42] εφέσεως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικά τον ασκηθέντα με τις προτάσεις πρόσθετο λόγο της υπό στοιχείο Β εφέσεως.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την υπό στοιχείο Β ως άνω έφεση κατά το τυπικό της μέρος.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ την υπό στοιχείο Α ως άνω έφεση κατά το τυπικό και εν μέρει κατά το ουσιαστικό της μέρος.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. …[M43] οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M44] και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M45] αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (5.395,81), με το νόμιμο τόκο από τις 8-2-2014.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγoμένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -7-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ