Μενού Κλείσιμο

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΗΣ – ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ – ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗΣ

Αριθμός απόφασης
3268/2017
(Αριθμός κατάθεσης …[S1] )

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 9 Φεβρουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : …[S2]  του …[S3] , κατοίκου Π……(οδός …[S4] ), με Α.Φ.Μ. …[S5]  της Δ.Ο.Υ. ….. ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Μαρίας Λειβιδιώτου – Σαξώνη, κατοίκου Πειραιά …[S6]  με ΑΜ/ΔΣΠ 1594, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εδρεύουσας στο …[S7]  Αττικής (οδός …[S8] ) εταιρίας με την επωνυμία «…[S9] », νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Μπαταγιάννη.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή από 22-12-2015 με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης …[S10]  αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 23-02-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 7-06-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣE ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Ο ενάγων εκθέτει στην κρινόμενη αγωγή του, ότι δυνάμει της από 27-09-2013 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας που καταρτίστηκε στο Πέραμα μεταξύ αυτού και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας εταιρίας του υπό ελληνική σημαία Δ/Ξ-Π/Φ πλοίου, με το όνομα «…[S11] » (…[S12] ), με αριθμό νηολογίου Πειραιά …[S13] , ολικής χωρητικότητας 2.564 κόρων, κκχ 1095, ΔΔΣ SXGS και ΙΜΟ 7427154, προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του ναύτη και αντί μηνιαίου μισθού σύμφωνα με τους όρους της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 2501-4500 TDW έτους 2010, προσέφερε δε την εργασία του κατά τα αναφερόμενα αναλυτικά στην αγωγή χρονικά διαστήματα, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας έως τις 7.05.2015, οπότε και απολύθηκε στο Πέραμα λόγω κλεισίματος ναυτολογίου. Ότι εν συνεχεία κατάρτισε νέα σύμβαση την 1-07-2015 δυνάμει της οποίας εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την ίδια ειδικότητα έως τις 21-12-2015, οπότε και απολύθηκε στο Πέραμα αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου. Ότι, κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του επί του ανωτέρω πλοίου, προς κάλυψη των δημιουργουμένων αναγκών, λόγω των συνθηκών, που περιγράφει στην αγωγή του, απασχολείτο όλες τις ημέρες της εβδομάδος, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών επί 18 ώρες ημερησίως, εργαζόμενος εντός των πλαισίων των ειδικώς καθοριζομένων καθηκόντων της ειδικότητάς του ως ναύτη. Ότι από την ένδικη ναυτολόγησή του διατηρεί κατά της εναγομένης αξιώσεις: α) διαφοράς αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, συνολικού ποσού 43.163,88 ευρώ και β) αποζημίωσης απόλυσης ποσού 2.614,29 ευρώ, για την απόλυσή του που έλαβε χώρα στις 7-05-2015. Με βάση τα ανωτέρω, ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 45.778,17 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεώς του, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα. Επικουρικά δε, ζητεί την επιδίκαση των ανωτέρω ποσών, κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, εφόσον αναφέρει ότι η εναγομένη κατέστη και είναι εισέτι αδικαιολογήτως και παρανόμως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του δια της αποδοχής των παρεχόμενων υπηρεσιών του και της μη καταβολής των παραπάνω ποσών, ο δε πλουτισμός της σώζεται έως σήμερα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2 και 33 του Κ.Πoλ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.). Περαιτέρω η κρινομένη αγωγή, είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγομένη, αφού όταν ζητείται η καταβολή υπερωριακής αμοιβής στο ναυτικό, αρκεί να προκύπτουν οι ώρες υπερωριακής απασχόλησής του και δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην αγωγή οι κατ’ ιδίαν εργασίες, ο χρόνος που έγιναν αυτές (ούτε δρομολόγια του πλοίου, ο προορισμός του, τα ενδιάμεσα λιμάνια και η ώρα απασχόλησης του), αν υπήρχε ανάγκη και το πρόσωπο που έδωσε την εντολή. Στην ένδικη αγωγή αναφέρονται, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για όλες τις αξιώσεις από ναυτεργατική σύμβαση και συγκεκριμένα ο χρόνος σύναψής της, το είδος της εργασίας και η συμφωνία σχετικά με τον τρόπο αμοιβής του ενάγοντα, η διάρκεια της καθημερινής του απασχόλησης και για όλο το κρίσιμο διάστημα, από την οποία, με σαφήνεια και ακρίβεια προκύπτουν οι ώρες της κανονικής, αλλά και της υπερωριακής εργασίας του, στοιχεία που, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ είναι αρκετά και καθιστούν έτσι πλήρως ορισμένη την αγωγή κατά το κεφάλαιο της αυτό (ΑΠ 1686/2007, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 140/2004 Ε.Ν.Δ. 2004.114, ΕφΠειρ 1239/1996 και ΕφΠειρ 1312/1997, ΝΟΜ. ΝΑΥΤ. ΤΜ. ΕΦ. ΠΕΙΡ. 1996- 1997, σελ. 122-123 και 157-158 αντίστοιχα, ΠΠρΠειρ 1875/2009). Επίσης η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη, κατά την κύρια βάση της, στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 και 669 ΑΚ, 68, 176, 191§2, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 72, 74, 75, 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 2501-4500 TDW του έτους 2010 (κυρωθείσα με την υπ’ αριθ. 3525.1.4/01/2011 απόφαση του Υπουργείου Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας και δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ Β΄ 127/9.2.2011). Ωστόσο, όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής, την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η αγωγή είναι αόριστη, καθόσον, αν και η εν λόγω βάση σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), δεν γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής, της ακυρότητας των ένδικων συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, στοιχείο που είναι αναγκαίο για το ορισμένο αυτής (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 222/2003, ΕλΔνη 45, σ.475, ΑΠ 104/2003, ΕλΔνη 44, σ.983). Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω η αγωγή, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, κατά το μέρος που υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα με το αρθρ. 71 του ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το αρθρ. 14 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το αρθρ. 2 του Ν. 3994/2011 (βλ. το υπ’ αριθμ. 12162317695704210095 ηλεκτρονικό παράβολο και την από 20-02-2017 απόδειξη πληρωμής αυτού της Τράπεζας Πειραιώς), ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. το με αριθμό Α121617/20-02-2017 γραμμάτιο του ΔΣΠ για τον ενάγοντα και το με αριθμό Α121593/20-02-2017 γραμμάτιο του ΔΣΠ για την εναγομένη).

Σύμφωνα με το άρθρο 281 Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια του επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου του προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 62/1990 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1023/2011 ΔΕΕ  2011.89, ΑΠ 90/2009 ΔΕΝ 2009.902, ΕφΠειρ 527/2015, ΕφΠειρ 590/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 62/1990, ΕφΠειρ 114/2014, ΕφΠειρ 71/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του, διότι η υπέρβαση των ορίων που θέτει ο νόμος στην άσκηση των δικαιωμάτων είναι προφανής όταν προκαλεί την εντύπωση έντονης αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την ικανοποίηση του δικαιώματός του. Επομένως, μόνη η επίκληση κινδύνου επελεύσεως δυσμενών για τον υπόχρεο συνεπειών χωρίς την ταυτόχρονη επίκληση συγκεκριμένης συμπεριφοράς του δικαιούχου και χωρίς συσχετισμό των εις βάρος του υποχρέου συνεπειών με το αναμενόμενο όφελος του δικαιούχου από ικανοποίηση του δικαιώματος ή αντιστοίχως τον κίνδυνο επαχθών συνεπειών του τελευταίου από την ματαίωσή της, δεν αρκεί για να συγκροτήσει το πραγματικό της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ και να παραλύσει την αξίωση του δικαιούχου για την ικανοποίηση του δικαιώματός του (ΑΠ 1284/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω η εναγομένη με τις νομίμως και εμπροθέσμως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατατεθείσες προτάσεις της προβάλει ισχυρισμό περί υπερβάσεως των ορίων που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ από μέρους του ενάγοντα, αφενός, διότι αυτός έχει εξοφληθεί για την υπερωριακή του απασχόληση και αφετέρου, διότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ των μερών ότι ο ενάγων δεν θα λάβει αποζημίωση για την απόλυσή του έγινε στις 7-05-2015, αφού επρόκειτο να προσληφθεί εκ νέου από την εναγομένη σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως και πράγματι έγινε. Η ένσταση αυτή, με το εκτεθέν περιεχόμενό της κατά το σκέλος που αφορά στις αξιώσεις του ενάγοντα από υπερωριακή εργασία δεν είναι νόμιμη, διότι δεν αναφέρεται σ` αυτήν συγκεκριμένη συμπεριφορά του ενάγοντα που θα μπορούσε να δημιουργήσει στην εναγομένη εύλογη πεποίθηση πως δεν θα ασκήσει στο μέλλον τα δικαιώματά του, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις επαχθείς για την τελευταία επιπτώσεις της ικανοποιήσεως των αιτουμένων δικαιωμάτων, ούτε συσχετισμός των απειλουμένων αυτών συνεπειών με το αναμενόμενο όφελος του ενάγοντα από την ικανοποίηση των δικαιωμάτων του ή την τυχόν βλάβη του από την ματαίωσή της. Στην ουσία δε ο ανωτέρω ισχυρισμός αποτελεί άρνηση της αγωγής. Όσον αφορά όμως στην αξίωση καταβολής αποζημίωσης απόλυσης, η ένσταση με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων του μάρτυρα απόδειξης …[S14]  και του μάρτυρα ανταπόδειξης …[S15] , καθώς και του ενάγοντα, που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, εκ των οποίων η κατάθεση του πρώτου παραδεκτά λαμβάνεται υπ’ όψιν, παρότι αυτός (…[S16] ) έχει καταθέσει αγωγή με όμοιο περιεχόμενο κατά της εναγομένης, καθόσον τα πρόσωπα που είναι διάδικοι σε υπόθεση παρόμοια με την εκδικαζομένη δε θεωρούνται εξαιρετέοι μάρτυρες, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 400 ΚΠολΔ (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 400 αριθμ.10, ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 231/1990, Ε.Ν.Δ. 18, σ.202, ΕφΠειρ 1082/1986, Ε.Ν.Δ. 15, σ.389), της με αριθμό …[S17]  ένορκης βεβαίωσης του …[S18]  ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη με την προσθήκη των προτάσεών της και η οποία ελήφθη με πρωτοβουλία της, μετά από νόμιμη πριν από 24 ώρες κλήτευση του ενάγοντα, κατ’ άρθρο 671 παρ.1 εδ τελευταίο ΚΠολΔ, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, λαμβανομένης υπόψη όμως μόνο προς αντίκρουση των ισχυρισμών του ενάγοντα που προτάθηκαν για πρώτη φορά στο ακροατήριο (πρβλ. ΑΠ 411/2008, ΑΠ 1704/2007, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 659/2007 ΝοΒ 2007.1823, ΑΠ 66/2007 ΔΕΕ 2007.1230, ΑΠ 229/2002 ΕλλΔνη 2003.132), των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671§1 ΚΠολΔ) και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 27-09-2013 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας που καταρτίστηκε στο Πέραμα μεταξύ του ενάγοντα, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας εταιρίας του υπό ελληνική σημαία Δ/Ξ-Π/Φ πλοίου, με το όνομα «…[S19] » (…[S20] ), με αριθμό νηολογίου Πειραιά …[S21] , ολικής χωρητικότητας 2.564 κόρων, κκχ 1095, ΔΔΣ SXGS και ΙΜΟ 7427154, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του ναύτη και αντί μηνιαίου μισθού σύμφωνα με τους όρους της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 2501-4500 TDW έτους 2010. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, ο ενάγων υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο έως τις 6-03-2014, οπότε απολύθηκε λόγω μεταθέσεως, ενώ κατόπιν νέας σύμβασης ναυτολογήθηκε στις 14-03-2014 και συνέχισε να εργάζεται έως την 25-04-2014, οπότε απολύθηκε λόγω μεταθέσεως. Στις 30-05-2014 προσελήφθη εκ νέου και υπηρέτησε στο πλοίο έως τις 11-08-2014, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας έως τις 31-08-2014, ακολούθως ναυτολογήθηκε και πάλι στο ανωτέρω πλοίο έως τις 7-05-2015, οπότε απολύθηκε λόγω κλεισίματος ναυτολογίου του πλοίου. Προσελήφθη εν συνεχεία την 1-07-2015 και υπηρέτησε στο πλοίο έως τις 15-08-2015, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας έως τις 31-08-2015, μετά τη λήξη της οποίας την 1-09-2015 ναυτολογήθηκε και πάλι στο ανωτέρω πλοίο έως και τις 21-12-2015, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου. Σημειώνεται ότι μεταξύ των μερών είχαν συναφθεί κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα οι από 1-04-2014 και 1-07-2015 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας έξι μηνών η καθεμία, στις οποίες προβλεπόταν η καταβολή κλειστού μηνιαίου μισθού ποσού 2.383,90 ευρώ, ήτοι ευρώ 2.107,42 ως βασικό μισθό συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων που προβλέπει η ανωτέρω ΣΣΕ, αμοιβή για τυχόν υπερωριακή του απασχόληση, καθώς και bonus χορηγούμενο από τον πλοιοκτήτη, 410,66 ευρώ για τροφοδοσία, 546,09 ευρώ για επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας και 680,27 ευρώ για σύνολο ταμείων, φόρου και λοιπών κρατήσεων. Το πλοίο της εναγομένης, το οποίο είχε ως βάση του το Πέραμα, εφοδιαζόταν με καύσιμα από τα διυλιστήρια της …[S22]  στους …[S23] , από τα ΕΛΔΑ Ασπροπύργου, καθώς και από τα ΕΛΠΕ Ελευσίνας και στη συνέχεια ανεφοδίαζε πλοία που βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή της ράδας του Πειραιά. Οι εν λόγω φορτω-εκφορτώσεις καυσίμων δεν γίνονταν με τακτικά ημερήσια δρομολόγια, αλλά σύμφωνα με τις εγγραφές στο ημερολόγιο του πλοίου γίνονταν ακόμα και στη διάρκεια της νύκτας και μπορεί να διαρκούσαν από λίγες ώρες μέχρι όλο το εικοσιτετράωρο, το δε πλήρωμα παρείχε συχνά εργασία πέραν του νομίμου οκταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές, αλλά και κατά τα Σάββατα και τις αργίες για αυτό και η εναγόμενη εταιρία κατέβαλε μηνιαίως για την εν λόγω αιτία στον ενάγοντα το ποσό των 802,88 ευρώ (βλ. μισθοδοτικούς λογαριασμούς του που προσκομίζει η εναγομένη). Στο προαναφερόμενο πλοίο υπηρέτησαν κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα (ήτοι από 1-01-2014 έως 6-03-2014, από 14-03-2014 έως 25-04-2014, από 30-05-2014 έως 7-05-2015 και από 1-07-2015 έως 21-12-2015) τρεις ναύτες, ο ενάγων, ο …[S24]  και ο …[S25]  για το διάστημα από 1-01-2014 έως 3-02-2015, ακολούθως δε τη θέση του κατέλαβε ο …[S26] . Τα καθήκοντα του ενάγοντα συνίσταντο στην εκτέλεση εργασιών καθαρισμού, συντήρησης και επισκευών στο πλοίο, ενώ συμμετείχε και στις διαδικασίες φόρτωσης και εκφόρτωσης καυσίμων, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας …[S27]  στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως τις εγγραφές στο προσκομιζόμενο με επίκληση από την εναγομένη ημερολόγιο του πλοίου – το οποίο υποχρεούται ο πλοίαρχος να τηρεί, μεταξύ άλλων ναυτιλιακών εγγράφων, σύμφωνα δε με τα άρθρα 46 και 48 του ΚΔΝΔ είναι ιδιωτικό έγγραφο και εφόσον είναι συνταγμένο κατά τους νόμιμους τύπους αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση που περιέχει προέρχεται από τον εκδότη του, τον πλοίαρχο (ή τον νόμιμο αναπληρωτή του), ο οποίος κατ’ εξοχήν, λόγω της ιδιότητάς του, γνωρίζει τα σχετικά με την κίνηση του πλοίου θέματα, επιτρεπομένης ανταπόδειξης (άρθρο 445 εδ.α ΚΠολΔ) – αποδεικνύεται ότι ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που αφορούν τις ανωτέρω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκεί απασχόλησή μόνον οκτώ ωρών, όχι, όμως επί δεκαοκτώ ώρες ημερησίως, όπως καθ’ υπερβολήν αναφέρει ο μάρτυρας …[S28]  προς επίρρωση του σχετικού ισχυρισμού του ενάγοντος. Πράγματι, ο ισχυρισμός αυτός περί δεκαοκτάωρης καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος, και μάλιστα επί χρονικό διάστημα πλέον των δύο ετών, καθόσον η αρχική ναυτολόγησή του στο ανωτέρω πλοίο αποδείχθηκε ότι έγινε στις 27-09-2013, έκτοτε δε ναυτολογείτο σε αυτό συνεχώς [εκτός των χρονικών διαστημάτων από 6-03-2014 – 14-03-2014 και από 25-04-2014 έως 30-05-2014, κατά το οποία όμως ήταν ναυτολογημένος στο πλοίο «…[S29] », επίσης δεξαμενόπλοιο που εκτελεί παρόμοια με το ένδικο πλοίο δρομολόγια (βλ. την υπ’ αριθμ. 542/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς που προσκομίζει η εναγομένη), κι εκτός του χρονικού διαστήματος από 7-05-2015 έως 1-07-2015 που δεν απασχολήθηκε σε άλλο πλοίο] αντίκειται στους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας ως προς τα όρια αντοχής του ανθρώπινου οργανισμού. Δέον να σημειωθεί ότι προσκομίστηκε από τον ενάγοντα ένα έγγραφο που έχει συνταχθεί χειρόγραφα και τιτλοφορείται ως «βάρδιες ναυτών», το οποίο όμως δεν φέρει ημερομηνία, ούτε χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει. Το έγγραφο αυτό που αναγνώρισε τόσο ο μάρτυρας απόδειξης …[S30] , όσο και ο μάρτυρας ανταπόδειξης …[S31] , αποδείχθηκε ότι υπήρχε αναρτημένο στο πλοίο από τις 3-02-2015 και έπειτα, για αυτό ο ενόρκως βεβαιών μάρτυρας …[S32]  που απασχολήθηκε στο ένδικο πλοίο έως τις 3-02-2015 αγνοούσε την ύπαρξή του, οι βάρδιες δε που αναγράφονται σε αυτό, ήτοι 16 ώρες ημερησίως για κάθε έναν από τους τρεις υπηρετούντες ναύτες (…[S33] , …[S34]  και …[S35] ), αφορούσαν μόνο τις ημέρες που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, όχι και τις υπόλοιπες ημέρες. Για το λόγο αυτό, το ανωτέρω έγγραφο θα ληφθεί μεν υπόψη για τον προσδιορισμό της κατά μέσο όρο ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντα, χωρίς όμως να μπορεί από μόνο του να οδηγήσει στην παραδοχή του αγωγικού ισχυρισμού περί εργασίας του επί 18 ώρες καθημερινά. Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ούτε ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι όταν το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγιο το πλήρωμα δε βρισκόταν σε αυτό, καθόσον αποδείχθηκε ότι το πλήρωμα βρισκόταν καθημερινά επί του πλοίου, εκτελώντας εργασίες καθαρισμού και όποια άλλη εργασία τους ανέθετε ο Πλοίαρχος, αφού το πλοίο ήταν παλιό και χρειαζόταν να γίνονται σε αυτό εργασίες επισκευής και συντήρησης, τις οποίες εκτελούσε το πλήρωμα. Με βάση όλα τα προεκτεθέντα και ιδίως α) ενόψει των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, το οποίο εκτελούσε τα ανωτέρω δρομολόγια, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα εκ μέρους της εναγομένης ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές, όσο και τα Σάββατα και τις αργίες, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος και τέλος δ) από τα διδάγματα της κοινής πείρας, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του εν λόγω ναυτικού ήταν δώδεκα (12) ώρες. Σημειωτέον ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός λόγω της φύσεως του επαγγέλματος του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΕφΠειρ ΜΟΝ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61 340, I. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ. 3η σελ. 160). Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 4 παρ.1 της ΣΣΕ Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 2501-4500 TDW του έτους 2010 που διέπει την ένδικη σύμβαση εργασίας, οι ώρες εργασίας του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, ορίζονται σε 40 ώρες την εβδομάδα ήτοι 8 ώρες από ημέρα Δευτέρα έως και ημέρα Παρασκευή, του Σαββάτου και της Κυριακής θεωρουμένων ως ημερών αργίας. Εξάλλου, κατά την παρ.1 και 5 του άρθρου 5 της ανωτέρω ΣΣΕ η απασχόληση του πληρώματος πέραν από τις κανονισμένες ώρες αμείβεται υπερωριακά εκάστης ώρας υπολογιζομένης ίσης προς το 1/173 του βασικού μισθού προσαυξημένου κατά 25% έως τις τέσσερις ώρες υπερωριακής απασχόλησης, ενώ μετά την πρόσθετη αυτή τετράωρη υπερωριακή απασχόληση κάθε ώρα υπολογίζεται ίση προς το 1/173 του βασικού μισθού προσαυξημένου κατά 100%. Σύμφωνα δε με το άρθρο 5§4 της ανωτέρω ΣΣΕ όλες οι ώρες απασχόλησης του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες είναι ώρες υπερωριακής απασχόλησης, αμειβόμενες με το 1/173 του βασικού μισθού προσαυξημένου κατά 50%. Για την ειδικότητα του ναύτη δε η αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ανέρχεται σε 6,57 ευρώ την ώρα προσαυξημένη κατά 25%, 7,89 ευρώ την ώρα προσαυξημένη κατά 50% και 10,51 ευρώ την ώρα προσαυξημένη κατά 100% (βλ. πίνακα άρθρου 5 ΣΣΕ). Περαιτέρω, κατά τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 2, για όλες τις Κυριακές που το πλοίο ταξιδεύει ή βρίσκεται στο λιμάνι καταβάλλεται επίδομα Κυριακών σε ποσοστό που φτάνει το 22% επί των βασικών μισθών. Το επίδομα αυτό χορηγείται σε όλα ανεξαιρέτως τα μέλη του πληρώματος, ανεξάρτητα από το αν προσφέρεται ή όχι εκ μέρους τους κάποια υπηρεσία. Οπωσδήποτε όμως κάθε μέλος του πληρώματος που καλείται για αυτό το σκοπό από τον Πλοίαρχο, έχει υποχρέωση κατά τις Κυριακές που το πλοίο παραμένει σε λιμάνι ή ταξιδεύει, να προσφέρει κάθε  είδους υπηρεσία μέχρι 8 ώρες που αναφέρεται στα καθήκοντα της ειδικότητάς του. Συνεπώς, σύμφωνα με την ανωτέρω Σ.Σ.Ε., ο ενάγων εργαζόταν, καθ’ όλο το διάστημα της υπηρεσίας του, με εντολή του πλοιάρχου, υπερωριακά, δηλαδή πέραν της 8ωρης απασχόλησής του, επί τέσσερις (4) ώρες την ημέρα κατά τις καθημερινές και Κυριακές και επί δώδεκα (12) ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων, ο ενάγων δικαιούται τα κάτωθι ποσά εκ της εργασίας του στο ένδικο πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ήτοι από 1-01-2014 έως 6-03-2014, από 14-03-2014 έως 25-04-2014, από 30-05-2014 έως 7-05-2015 (αφαιρεθέντος του διαστήματος από 12-08-2014 έως 31-08-2014 που κατά τα ανωτέρω είχε λάβει άδεια) και από 1-07-2015 έως 21-12-2015 (αφαιρεθέντος του διαστήματος από 16-08-2015 έως 31-08-2015 που κατά τα ανωτέρω είχε λάβει άδεια), οπότε εργάσθηκε επί τέσσερις (4) ώρες για 482 ημέρες καθημερινές και Κυριακές πέραν του νομίμου ωραρίου (οκτάωρο), με αποτέλεσμα να δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης το ποσό των 12.666,96 ευρώ (482 Χ 4 = 1.928 ώρες Χ 6,57 €), καθώς επίσης επί 12 ώρες για 82 Σάββατα και 24 αργίες [ήτοι, 1/1/2014, 6/1/2014, 3/3/2014 (Καθαρή Δευτέρα), 25/03/2014, 18/04/2014 (Μ. Παρασκευή), 21/04/2014 (Δευτέρα του Πάσχα), 23/04/2014 (Αγίου Γεωργίου), 14/9/2014, 28/10/2014, 6/12/2014, 25/12/2014, 26/12/2014, 1/01/2015, 6/01/2015, 23/02/2015 (Καθαρά Δευτέρα), 25/03/2015, 10/04/2015 (Μεγάλη Παρασκευή), 13/04/2015 (Δευτέρα του Πάσχα), 23/04/2015 (Αγίου Γεωργίου), 1/05/2015, 15/08/2015, 14/09/2015, 28/10/2015 και 6/12/2015 (σύμφωνα με το άρθρο 10 της ΣΣΕ), ενώ σημειώνεται ότι η αργία της ημέρας της Αναλήψεως που αιτείται ο ενάγων, δεν θα επιδικαστεί καθόσον η αργία αυτή ήταν στις 29/5/2014, ενώ αυτός είχε απολυθεί στις 25-04-2014 και ναυτολογήθηκε εκ νέου στις 30-05-2014], ήτοι 106 ημέρες, με αποτέλεσμα να δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης το ποσό των 10.036,08 ευρώ (106 Χ 12 = 1.272 ώρες Χ 7,89 €). Επομένως ο ενάγων δικαιούται συνολικά το ποσό των 22.703,04 ευρώ έναντι του οποίου έχει λάβει ποσό 15.094,14 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τους προσκομιζόμενους μισθοδοτικούς λογαριασμούς σε συνδυασμό με την ομολογία του (ενάγοντα) στο δικόγραφο της αγωγής, οπότε οφείλεται σε αυτόν η διαφορά, ποσού (22.703,04 – 15.094,14 =) 7.608,90 ευρώ, δεκτής εν μέρει γενομένης της ένστασης εξοφλήσεως που προέβαλε η εναγομένη. Δέον να σημειωθεί ότι τα ποσά που έλαβε ο ενάγων ως επίδομα Κυριακών δεν αποτελούν αμοιβή τυχόν υπερωριακής εργασίας, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 της ΣΣΕ, όπως το περιεχόμενο αυτών εκτέθηκε ανωτέρω. Συνεπώς, απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι τα ανωτέρω ποσά καταβλήθηκαν στον ενάγοντα προς εξόφληση της αμοιβής υπερωριακής εργασίας του και ότι θα πρέπει να αφαιρεθούν από το τυχόν οφειλόμενο ποσό. Σημειωτέον επίσης, ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων (περιλαμβάνουσες και τις αποδοχές των υπερωριών) δε συνιστά παραίτηση από τα σχετικά εκ των υπερωριών δικαιώματά του, λαμβανομένης υπόψη της δύσκολης θέσης κάθε εργαζομένου, που φοβάται την απόλυσή του και μάλιστα σε περίοδο υψηλού δείκτη ανεργίας και της ανάγκης του για εργασία. Σε κάθε, δε, περίπτωση, και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των καταστάσεων μισθοδοσίας (περιλαμβάνουσες και τις αποδοχές των υπερωριών) ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του (άφεση χρέους) η παραίτηση αυτή είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (η παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη (ΜΕφΠειρ 582/2014, ΕφΠειρ 660/2010, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 1/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τον ίδιο λόγο δεν λαμβάνεται υπόψη και η από 21-12-2015 βεβαίωση που προσκομίζει η εναγομένη, την οποία υπογράφει ο ενάγων και στην οποία αναφέρεται ότι αυτός δεν έχει καμία απαίτηση από αυτήν (εναγομένη), άλλως ότι παραιτείται από οποιαδήποτε αξίωσή του πηγάζουσα από την ανωτέρω σύμβαση εργασίας του. Περαιτέρω, ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεώς του στις 7-05-2015 στο λιμάνι του Περάματος, λόγω κλεισίματος ναυτολογίου (όπως αποδεικνύεται από το αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου), η οποία ισούται με τις πάσης φύσεως αποδοχές του 15 ημερών, σύμφωνα με  το άρθρο 76 του ΚΙΝΔ. Επομένως, δικαιούται το ποσό των 1.709,80 ευρώ {βασικός μισθός 909,52 ευρώ + επίδομα Κυριακών 200,09 ευρώ + επίδομα Δ/Ξ 90,95 ευρώ + τροφοδοσία αδείας 546,09 ευρώ + τροφοδοσία 410,66 ευρώ + επίδομα κατώτερου 85,03 ευρώ + διορθωτικό 18,95 ευρώ + κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή 1.158,31 ευρώ [σύνολο αμοιβής υπερωριών ενάγοντος = 22.703,04 ευρώ : 19,6 μήνες εργασίας (588 ημέρες εργασίας : 30 = 19,6 μήνες) = 1.158,31 €] = 3.419,60 € : 30 Χ 15 = 1.709,80 €}, έναντι του οποίου ουδέν έχει λάβει. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι προβληθείσα από την εναγομένη, ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) του ενάγοντα για επιδίκαση σε αυτόν του ανωτέρω κονδυλίου της αποζημίωσης απόλυσης, τυγχάνει απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, καθόσον, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ των μερών, σύμφωνα με την οποία ο ενάγων δεν θα λάμβανε την αποζημίωση απόλυσης, αφού επρόκειτο να προσληφθεί εκ νέου σε σύντομο χρονικό διάστημα από την εναγομένη, όπως και πράγματι έγινε, ενώ δεν αποδείχθηκαν περιστατικά από τα οποία να δημιουργήθηκε στην εναγομένη η εύλογη πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν πρόκειται να εγείρει την αξίωσή του αυτή. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 9.318,70 ευρώ, με  το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της σύμβασής του (που έλαβε χώρα στις 21-12-2015) μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ως προς το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η  απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, γιατί η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, οι απαιτήσεις του οποίου απορρέουν από παροχή εξαρτημένης εργασίας (907 και 908 παρ.1 ε΄ ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της μερικής ήττας της (άρθρα  178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων τριακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτών (9.318,70€), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της σύμβασής του (που έλαβε χώρα στις 21-12-2015) μέχρι την πλήρη εξόφληση.

-ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.

-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις   Ιουλίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ