Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αριθμός απόφασης
3321/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 17 Ιανουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ: Θ.[M1]  …[M2]  του Α.[M3]  και της Χ.,[M4]  κατοίκου Κ. (Λ. Γ. Λ.[M5] , αριθμ. …[M6] , ο οποίος παραστάθηκε μετά  του πληρεξούσιου δικηγόρου του Παναγιώτη Σαπουντζάκη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Της Κοινοπραξίας με την επωνυμία …[M7]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M8] , αριθμός ..), νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του νομίμου εκπροσώπου της Π. Μ.[M9] , ο οποίος διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο τον Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη, 2. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[M10] » με έδρα τη Σ. ( Σ.[M11] , αριθμός ..), νομίμως εκπροσωπουμένης, 3. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M12]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M13] , αριθμός ..), νομίμως εκπροσωπουμένης, 4. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M14] , με έδρα την Σ. ( Σ.[M15] , αριθμός…., νομίμως εκπροσωπουμένης, 5. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M16]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M17] , αριθμός 8….,  νομίμως εκπροσωπουμένης, 6. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M18]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M19] , αριθμός ….), νομίμως εκπροσωπουμένης, 7. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M20] » με έδρα την Σ. ( Σ.[M21] , αριθμός ….), νομίμως εκπροσωπουμένης, 8. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M22]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M23] , αριθμός …., νομίμως εκπροσωπουμένης οι οποίες εκπροσωπήθηκαν άπασες δια του νομίμου εκπροσώπου Π. Μ.[M24] , ο οποίος διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο τον Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη, 9. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M25]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M26] , αριθμός ….), νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου Παπανικολάου, 10. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M27]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M28] , αριθμός …. ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 11. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M29]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M30] , αριθμός …. ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 12. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M31]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M32] , αριθμός …), νομίμως εκπροσωπουμένης, 13. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M33]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M34] , αριθμός …), νομίμως εκπροσωπουμένης, 14. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M35]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M36] , αριθμός …), νομίμως εκπροσωπουμένης, 15. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M37]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M38] , αριθμός …), νομίμως εκπροσωπουμένης οι οποίες παραστάθηκαν άπασες δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη, 16. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M39]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M40] , αριθμός …), νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Παπανικολάου, 17. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M41]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M42] , αριθμός … ), νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη.

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΥΣΑΣ ΤΗ ΔΙΚΗ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της Κοινοπραξία Επιβατηγών/οχηματαγωγών Σαλαμίνας, που εδρεύει στην Σ. ( Σ.[M43] , αριθμ. …. ), η οποία εκπροσωπήθηκε δια του νομίμου εκπροσώπου Π. Μ.[M44] , ο οποίος διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο τον Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη.

ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ – Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Της ναυτικής εταιρείας υπό την επωνυμία …[M45] , που εδρεύει στην Σ. ( Μ.[M46] , αριθμ. …. νομίμως εκπροσωπουμένης, 2. Της ναυτικής εταιρείας υπό την επωνυμία …[M47] , που εδρεύει στο Κ.  Σ. ( Φ.[M48] , αριθμ. .. ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 3. Της ναυτικής εταιρείας υπό την επωνυμία …[M49] , που εδρεύει στην Σ. ( Σ.[M50] , αριθμ. 8 ) νομίμως εκπροσωπουμένης, 4. Της ναυτικής εταιρείας υπό την επωνυμία …[M51]  που εδρεύει στην Σ. ( Μ.[M52] , αριθμ. .. ) νομίμως εκπροσωπουμένης, 5. Της ναυτικής εταιρείας υπό την επωνυμία …[M53] , που εδρεύει στο Κ.  Σ. ( Φ.[M54] , αριθμ. .. ), νομίμως εκπροσωπουμένης, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν άπασες δια του νομίμου εκπροσώπου Π. Μ.[M55] , ο οποίος διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο τον Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη, 6. Της ναυτικής εταιρείας υπό την επωνυμία …[M56]  που εδρεύει στην Ε. ( Α. Θ., [M57] …) νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου Παπανικολάου, 7. Της ναυτικής εταιρείας υπό την επωνυμία …[M58]  που εδρεύει στην Ε. ( Α. Θ., [M59] . ..) νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη, 8. Της ναυτικής εταιρείας υπό την επωνυμία …[M60]  που εδρεύει …. Σ. (Λ. Σ.[M61] , αριθμ…), νομίμως εκπροσωπουμένης, 9. Της ναυτικής εταιρεία υπό την επωνυμία …[M62]  που εδρεύει στο Κ.  Σ. (Λ. Δ.[M63] , αριθμ…, νομίμως εκπροσωπουμένης και 10. Της ναυτικής εταιρείας υπό την επωνυμία …[M64] , που εδρεύει στο Κ.  Σ. (Λ. Δ.[M65] , αριθμ…), νομίμως εκπροσωπουμένης, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν άπασες δια που πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου Παπανικολάου.

ΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΩΝ: 1. Της ναυτικής εταιρείας υπό την επωνυμία …[M66]  που εδρεύει στην Ε. ( Α. Θ., [M67] . 33) νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη, 2. Της ναυτικής εταιρεία υπό την επωνυμία …[M68]  που εδρεύει στην Σ. (Λ. Σ.[M69] , αριθμ. 85), νομίμως εκπροσωπουμένης, 3. Της ναυτικής εταιρείας υπό την επωνυμία «…[M70]  που εδρεύει στο Κ.  Σ. (Λ. Δ.[M71] , αριθμ.. ), νομίμως εκπροσωπουμένης και 4. Της ναυτικής εταιρείας υπό την επωνυμία …[M72] , που εδρεύει στο Κ.  Σ. (Λ. Δ.[M73] , αριθμ…), νομίμως εκπροσωπουμένης, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν άπασες δια που πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου Παπανικολάου, 5. Της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία …[M74]  με έδρα την Σ. ( Σ.[M75] , αριθμ. ..) με Α.Φ.Μ. …[M76]  της Δ.Ο.Υ. Πλοίων, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Ευαγγελοδήμου.

ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Της Κοινοπραξίας με την επωνυμία …[M77]  με έδρα τον Δ. Σ. ( Σ.[M78] , αριθμ. ..) νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του νομίμου εκπροσώπου Παναγιώτη αγιάτη, ο οποίος διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο τον Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη.

ΤΟΥ KAΘ’ ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Θ.[M79]  …[M80]  του Α.[M81]  (Γ. Λ., [M82]  … Κ.)[M83] , ο οποίος παραστάθηκε μετά  του πληρεξούσιου δικηγόρου Παναγιώτη Σαπουντζάκη.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από …[M84]  και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης …[M85]  αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, προσδιορίστηκε να εκδικασθεί αρχικά κατά τη δικάσιμο της …[M86]  και εγγράφηκε στο πινάκιο, ότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της …[M87]  και εγγράφηκε στο πινάκιο, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της …[M88]  και εγγράφηκε στο πινάκιο, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η ανακοινώνουσα τη δίκη – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από …[M89]  και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης …[M90]  ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, προσδιορίστηκε να εκδικασθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Οι προσθέτως παρεμβαίνουσες ζητούν να γίνουν δεκτές οι στο ακροατήριο του Δικαστηρίου προφορικώς ασκηθείσες, άνευ προδικασίας, πρόσθετες παρεμβάσεις τους υπέρ της πρώτης των εναγομένων.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ  ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η από …[M91]  και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης …[M92]  αγωγή, β) η από …[M93]  και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης …[M94]  ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή και γ) οι προφορικώς ασκηθείσες πρόσθετες παρεμβάσεις, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους σχέσης κύριου και παρεπόμενου και προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρα 31 παρ. 1, 246 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Κατά το άρθρο δε 64 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, οι πιο πάνω ενώσεις προσώπων και οι εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεων τους. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι οι εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό (κοινοπραξίες), μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκόλυνσης των συναλλασσομένων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρίες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους και κατ’ επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών (ΟλΑΠ 14/2007-ΕλλΔνη 2007/983, ΕφΑθ 3263/2008-ΕλλΔνη 2008/1517, ΠΠρΑθ 645/2010-ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στο δίκαιο των εταιριών, υπό ευρεία έννοια, δηλαδή των ενώσεων προσώπων που συνιστώνται με σύμβαση και επιδιώκουν κοινό σκοπό, με τη συμβολή των μελών, τους, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία, ως ιδιαίτερος τύπος εταιρίας. Αφότου όμως εμφανίστηκε και δρα στην πράξη η κοινοπραξία είναι δυνατό να έχει το χαρακτήρα είτε αστικής εταιρίας εάν από τη φύση της και το σκοπό της δεν είναι εμπορική, οπότε δεν θα έχει νομική προσωπικότητα και θα διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. ΑΚ, είτε εμπορικής εταιρίας, οπότε εμπίπτει στο πεδίο του εμπορικού δικαίου και θα πρέπει να υπαχθεί σε έναν από τους εταιρικούς τύπους που αναγνωρίζονται από αυτό, γιατί στις εταιρίες του εμπορικού δικαίου, για λόγους προστασίας των τρίτων, αλλά και των εταίρων, ισχύει η αρχή του κλειστού αριθμού, σύμφωνα με την οποία αποκλείεται η υιοθέτηση άλλου τύπου εταιρίας διαφορετικού από εκείνους που αυτό αναγνωρίζει. Επομένως, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, η κοινοπραξία, εάν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του ΕΝ [και ήδη των διατάξεων των άρθρων 249 επ. Ν. 4072/2012], μπορεί να έχει χαρακτήρα είτε αφανούς εταιρίας, με εμφανή εταίρο ένα εκ των μελών της, φυσικών ή νομικών προσώπων που την αποτελούν, η οποία προσομοιάζει με την ετερόρρυθμη εταιρία, με μόνο τον εμφανή εταίρο απεριορίστως ευθυνόμενο, είτε ομόρρυθμης «εν τοις πράγμασι» εταιρίας, οπότε τα μέλη αυτής θα ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της, κατ’ άρθρο 22 του ΕΝ [ήδη άρθρο 249 Ν. 4072/2012] και μπορούν κατά συνέπεια να εναχθούν αυτοί για τις υποχρεώσεις της Κοινοπραξίας, ενώ το έναντι αυτής δεδικασμένο ισχύει κατά το άρθρο 329 ΚΠολΔ και έναντι των μετεχόντων σε αυτήν φυσικών ή νομικών προσώπων (ΑΠ 362/2009-ΕλλΔνη 2010/470, ΑΠ 1266/1996, ΕλλΔνη 38, σ.1116, ΕφΔυτΜακ 44/2011-ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 386/2008, ΔΕΕ 2009, σ.329, ΕφΘεσ 762/2007, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2007, σ.860, ΕφΑθ 8031/2002-ΕλλΔνη 2005/257, ΕφΑθ 3486/2002-ΕλλΔνη 2003/221). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 22 παρ. 2 του Συντάγματος και 3 παρ. 1, 7, 8 παρ. 2, 9 παρ. 1, 10 παρ. 2 και 11 παρ. 2 ν. 1876/1990 συνάγεται ότι (α) κατά την σύναψη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ) οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν νομοθετική (κανονιστική) εξουσία κατά παραχώρηση του Κράτους και ως εκ τούτου οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ (ή των εξομοιουμένων με αυτές διαιτητικών αποφάσεων, άρθ. 16 ν. 1876/1990) έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ ουσιαστικού νόμου και, αν είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους, υπερισχύουν των τυπικών νόμων, εκτός εάν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια (β) οι κλαδικές ΣΣΕ περιέχουν τους όρους εργασίας και αμοιβής που αφορούν στους εργαζομένους ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων μιας πόλης ή περιφέρειας ή και ολόκληρης της χώρας (γ) οι ΣΣΕ, πλην των εθνικών γενικών, δεσμεύουν καταρχήν τους εργοδότες και εργαζομένους που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ο Υπουργός Εργασίας, όμως, με απόφασή του (που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας) μπορεί να επεκτείνει την ισχύ και να κηρύξει γενικά υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους ενός κλάδου ή επαγγέλματος ΣΣΕ, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος, έκτοτε δε η ΣΣΕ δεσμεύει όλους τους εργοδότες του κλάδου ή τους εργαζομένους του επαγγέλματος που αυτή αφορά, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στην σύναψη της, με την επιφύλαξη ότι μία κλαδική ΣΣΕ (ή ΔΑ) υπερισχύει σε περίπτωση συρροής αυτής με άλλη, ομοιοεπαγγελματική, ΣΣΕ (ΟλΑΠ 3/2002, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 132/2016, ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 56/2012, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των ανωτέρω, η ιδιότητα του μέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω ΣΣΕ, αποτελεί προϋπόθεση της γένεσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και, συνακόλουθα, στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Δεν είναι όμως απαραίτητο να αναφέρεται το στοιχείο αυτό πανηγυρικά στο αγωγικό δικόγραφο, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξης της ως υποχρεωτικής, οπότε στην επίκληση της συλλογικής αυτής σύμβασης (ή των εννόμων συνεπειών της) εμπεριέχεται αλαλήτως και η επίκληση της ιδιότητας των διαδίκων ως μελών των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Στην περίπτωση αυτή, αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατήρτισαν τη ΣΣΕ, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεσθεί, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ και να αποδείξει ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των εν λόγω συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΑΠ 1351/2001-ΕΕΔ 2003/875, ΑΠ 1288/ 1999-ΔΕΝ 2000/495), Εξάλλου, για να. είναι ορισμένη η αγωγή μισθωτού που έχει ως αντικείμενο την επιδίκαση διαφορών μεταξύ καταβαλλομένων αποδοχών κλπ. και οφειλομένων βάσει των οριζομένων από κλαδική ΣΣΕ ή ΔΑ, που έχει την ίδια ισχύ, η οποία έχει επεκταθεί και έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, εκτός των άλλων στοιχείων αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί από το δικαστήριο αν πρόκειται για ομοειδή ή συναφή εκμετάλλευση με τις επιχειρήσεις του κλάδου που αφορά η ΣΣΕ ή ΔΑ, ώστε να κριθεί αν μπορούσε ο εργοδότης και ο ενάγων μισθωτός να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται και σε αυτούς (ΑΠ 1933/2008-ΔΕΕ 2009/1402, ΑΠ 1164/1998-ΕλλΔνη 40/329). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι προσλήφθηκε την 1-02-2007 δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία, η οποία δραστηριοποιείται στη μεταφορά οχημάτων και επιβατών από τα Παλούκια Σαλαμίνας στο Πέραμα και αντιστρόφως με επιβατηγά – οχηματαγωγά πλοία, πλοιοκτησίας των λοιπών εναγομένων, προκειμένου να εργασθεί ως ταμίας, υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης, από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί 8 ώρες ημερησίως και με κυλιόμενο ωράριο εναλλάξ ανά ημέρα από ώρα 06.00 έως 14.00, από ώρα 14.00 έως 22.00 και από ώρα 22.00 έως 06.00. Ότι εργάσθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου επί 2 ώρες ημερησίως κατά τα έτη 2010, 2011, 2012, 2013 και 2014, εκτελώντας ώρες υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, για τις οποίες δικαιούται αποζημίωση κατά τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ότι οι δεδουλευμένες αποδοχές που του κατέβαλε η πρώτη εναγομένη υπολείπονταν των νομίμων που ορίζονταν από την οικεία εφαρμοζόμενη ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», η οποία ήταν αυτή του έτους 2008- 2009 σε συνδυασμό με την αντίστοιχη του 2012 που άρχισε να ισχύει από την 1-1-2010. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε την από 1-02-2007 σύμβαση εργασίας του στις 30-09-2015, λόγω συνταξιοδότησης και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, η μεν πρώτη ως εργοδότρια και οι υπόλοιπες ως μέτοχοι της πρώτης εναγόμενης Κοινοπραξίας, να του καταβάλουν, από κοινού και εις ολόκληρον, το ποσό των 35.669,81 ευρώ ως διαφορές αποδοχών, διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 30-09-2015, το ποσό των 33.481,80 ευρώ ως υπερωριακή αμοιβή για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-12-2014, καθώς και το ποσό των 600,61 ευρώ για διαφορά αποζημίωσης απόλυσης, ήτοι συνολικά για όλες τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 69.752,22 ευρώ. Επίσης, ζητεί η απόφαση που θα εκδοθεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Με το παραπάνω περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά, η κρινομένη αγωγή, ασκήθηκε παραδεκτά, εντός της αυτεπάγγελτα λαμβανόμενης υπόψη από το Δικαστήριο εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955 από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ως προς το αίτημα για καταβολή της διαφοράς αποζημίωσης απόλυσης, καθόσον η κρινομένη αγωγή επιδόθηκε στις δεκαπέντε πρώτες εναγόμενες στις 10-12-2015 και στις υπόλοιπες στις 4-12-2015 (βλ. τις υπ’ αριθμ. 941Δ-955Δ΄/10-12-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Νικήτα Τσιώλη, καθώς και τις υπ’ αριθμ. 4428 και 4429/4-12-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χαλκίδας Κωνσταντίνου Τσάλα). Ακολούθως, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25 παρ. 2  και 664 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι πρόκειται για διαφορά από παροχή χερσαίας και όχι ναυτικής εργασίας, της οποίας ουσιώδες στοιχείο είναι η ανάληψη από το ναυτικό της υποχρέωσης να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου, ώστε να υπάγεται στη δικαιοδοσία του ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007/978). Σημειώνεται ότι με την ένδικη αγωγή παραδεκτώς ενάγεται η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό αυτής, καθόσον, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη της παρούσας, έχει ικανότητα διαδίκου και κατ’ επέκταση νομιμοποιείται να ενάγει και να ενάγεται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών αυτής. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες και τις προσθέτως παρεμβαίνουσες, καθόσον, αναφέρονται σε αυτήν όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά αναλυτικά εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, επί της αμφισβήτησης της εργοδότριας εναγόμενης Κοινοπραξίας και των μελών αυτής λοιπών εναγομένων και προσθέτως παρεμβαινουσών ότι η Κοινοπραξία ή ο ενάγων ήταν μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατήρτισαν την από 23-12-2011 ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού
των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας»,
η οποία δεν έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική, ο ενάγων κατ’ επιτρεπτή
συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις του εκθέτει ότι από εργατικής
πλευράς ο ίδιος εκπροσωπείτο στις συλλογικές διαπραγματεύσεις από τον «Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εργαζομένων στη Ναυτιλία και τον Τουρισμό» και από
την εργοδοτική πλευρά οι ναυτικές εταιρίες – μέλη της πρώτης εναγομένης
εκπροσωπούνταν από το «Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας».
Εξάλλου, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται αμοιβή για
υπερωριακή απασχόληση δεν απαιτείται ειδικός προσδιορισμός καθ’ ημέρα ή
εβδομάδα της υπερωριακής εργασίας, αλλά αρκεί η αναφορά των ωρών της
ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος και ο συνολικός αριθμός των ωρών του
επίδικου χρονικού διαστήματος (ΑΠ 534/2014 ΔΕΕ 2015/281, ΑΠ 441/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 526/2013 ΔΕΕ 2013/1196, ΑΠ 1468/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 792/2011 ΕλλΔνη 2011/1591). Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη κατά την κύρια βάση της, στις διατάξεις των άρθρων 346, 361, 648, 651, 652, 653, 655 και 669 ΑΚ, 68, 70, 74, 176, 191§2, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, άρθρο 1 Ν. 3385/2005, 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 3, 6 της με αρ. 19040/1981 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1, 3 παρ. 1,3,8 ΑΝ 539/1945, όπως το άρθρο 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν. 3302/2004, 1, 2, 5 και 6 παρ. 2 Ν. 3198/1955, 74 παρ. 2 και 3 Ν. 3863/2010 σε συνδυασμό με τις διατάξεις της από 3-6-2008 Εθνικής Κλαδικής ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας» που έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική με την ΥΑ 58032/2713/2008 (πράξη κατάθεσης 41/20-6-2008, ΦΕΚ Β 1657/14-8- 2008) και της από 23-12-2011 Εθνικής Κλαδικής ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», κατά την επικουρική δε βάση της, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις και στις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, σε συνδυασμό με το άρθρο 904 επ. ΑΚ. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω η αγωγή, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, κατά το μέρος που υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα με το αρθρ. 71 του ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το αρθρ. 14 παρ.1 του ΚΠολΔ (βλ. το υπ’ αριθμ. …[M95]  διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. …[M96] ), ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61§4 Ν. 4194/2013, προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. τα με αριθμούς …[M97]  και …[M98]  γραμμάτια του ΔΣΠ).

Η διάταξη του άρθρου 86 ΚΠολΔ ορίζει ότι, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, αν ο ενάγων άσκησε την αγωγή εναντίον ενός ή μερικών από τους ομοδίκους, ο εναγόμενος έχει δικαίωμα να προσεπικαλέσει και τους άλλους ομοδίκους για τη συζήτηση της υπόθεσης. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76 παρ. 1 και 329 ΚΠολΔ προκύπτει ότι υφίσταται αναγκαστική ομοδικία όταν τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου επεκτείνονται και σε άλλα πρόσωπα που δεν μετείχαν στη διαδικασία επί της οποίας εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση, όπως στα μέλη νομικού προσώπου ως προς τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που κρίθηκαν δεσμευτικά σε δίκη μεταξύ του νομικού προσώπου και τρίτου. Εξάλλου, μεταξύ των νομικών προσώπων του άρθρου 329 ΚΠολΔ περιλαμβάνεται και η ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, όπως είναι η κοινοπραξία (ΑΠ 362/2009 ΕλλΔνη 2010/470, ΑΠ 693/2001 ΕΔΠΟΛ 2002/110, ΕφΛαρ 587/2013 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2014/472). Στην προκείμενη περίπτωση με την από …[M99]  και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης …[M100]  ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή η πρώτη εναγομένη της κύριας αγωγής εκθέτει ότι οι καθ’ ων η ανακοίνωση – η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενες εταιρίες, καίτοι διετέλεσαν μέλη της δεν ενάγονται από τον ενάγοντα για την αναλογία της περιόδου και κατά το ποσοστό που κοινοπράκτησαν στη συγκεκριμένη γραμμή (Παλούκια – Πέραμα) και ζητεί να υποχρεωθούν να παρέμβουν προς αντίκρουση της κρινόμενης αγωγής και να υπεισέλθουν ως πρωτοφειλέτες, έκαστη κατά το μερίδιο που διακατείχε στα κέρδη και τις ζημίες των κοινοπρακτούντων μελών και κατά τη χρονική περίοδο κατά την οποία μετείχε σε αυτή (Κοινοπραξία), στην εναντίον της υπόθεση στην περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή, καθώς και να καταδικασθεί ο ενάγων στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο η κρινόμενη ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 31 παρ. 1, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 76, 86, 89, 91, 176 και 191§2 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Ωστόσο, η σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο παρεμπίπτουσα αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθόσον δεν εξειδικεύεται από την παρεμπιπτόντως ενάγουσα ποιο ακριβώς είναι το ποσοστό και μερίδιο ευθύνης εκάστης παρεμπιπτόντως εναγομένης, με βάση τη σύμβαση της κοινοπραξίας και δη με βάση το καταστατικό αυτής, κατά το οποίο, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η κύρια αγωγή, θα ενέχονται έναντι αυτής οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες αναγωγικά. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, διότι δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από τις παρεμπιπτόντως εναγόμενες εταιρίες (άρθρο 191§2 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ κατά την οποία αν, σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να τον υποστηρίξει, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Υφίσταται έννομο συμφέρον προς παρέμβαση όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία εις βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει όμως αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της. Έτσι, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, δεν αρκεί ότι σε μεταξύ άλλων εκκρεμή δίκη πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υπάρχει ή πρόκειται να προκύψει σε μελλοντική δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου συναφής διαφορά, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 11/2011 ΝοΒ 2011/1567, ΟλΑΠ 14/2008 ΝοΒ 2009/615). Στην προκείμενη περίπτωση, στην ανοιγείσα με την υπό κρίση αγωγή, δίκη, οι έβδομη, όγδοη, ένατη και δέκατη των καθ’ ων η ανακοίνωση – η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένων, καθώς και η εταιρία με την επωνυμία …[M101] , με προφορικές δηλώσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων τους που καταχωρίσθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και αναλύονται στις προτάσεις τους, άσκησαν πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ της πρώτης εναγόμενης Κοινοπραξίας με την επωνυμία …[M102] , ζητώντας να απορριφθεί η αγωγή του ενάγοντα και να καταδικαστεί ο τελευταίος στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη. Οι πρόσθετες αυτές παρεμβάσεις, οι οποίες συνιστούν αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις, αρμόδια εισάγονται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 31 παρ. 1, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) είναι νόμιμες, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 68, 76 έως 78, 80, 82, 83, 84, 180, 231 και 666§1 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν, καθόσον οι προσθέτως παρεμβαίνουσες έχουν έννομο συμφέρον προς άσκησή τους, αφού η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί επί της κύριας δίκης θα επεκταθεί και στις δικές τους έννομες σχέσεις προς τον ενάγοντα.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης Γ. Μ.[M103]  που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τις νομίμως προσαγόμενες από τις εναγόμενες υπ’ αριθμ. …[M104]  και …[M105]  ένορκες βεβαιώσεις των Δ. Α.  Μ. Χ.[M106]  αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες λήφθηκαν ελήφθησαν νόμιμα (αρθρ. 671 ΚΠολΔ), ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του ενάγοντα και των παρεμπιπτόντως εναγομένων – προσθέτως παρεμβαινουσών (βλ. τις υπ’ αριθ. …[M107]  εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Ι. Χ.)[M108] , χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη η προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα υπ’ αριθμ. …[M109]  ένορκη βεβαίωση της Ε. Β.[M110]  ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, καθόσον λήφθηκε χωρίς νομότυπη κλήτευση των τεσσάρων πρώτων προσθέτως παρεμβαινουσών, οι οποίες ως αναγκαίες ομόδικοι των εναγομένων από την προσεπίκλησή τους, που έλαβε χώρα στις 31-10-2016 (βλ. σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Ι. Χ.[M111]  επί του αντιγράφου της προσεπίκλησης που προσκομίζουν και επικαλούνται οι τέσσερις πρώτες προσθέτως παρεμβαίνουσες) και κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα την 02-11-2016 (βλ. την υπ’ αριθ. …[M112]  έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή), κατέστησαν διάδικοι στην παρούσα δίκη κι ως εκ τούτου έπρεπε να κληθούν σε κάθε μεταγενέστερη διαδικαστική πράξη (βλ. σχετ. Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Τόμος I, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2003, παρ. 31, σελ. 394 επ.), καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται: α) οι νομίμως προσκομιζόμενες από τις τέσσερις πρώτες των προσθέτως παρεμβαινουσών φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ’, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ) και β) οι νομίμως προσκομιζόμενες από τις εναγόμενες υπ’ αριθ. …[M113]  ένορκες βεβαιώσεις των Κ. Μ.  Μ. Γ.,[M114]  αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης και εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1605/2001 ΕλλΔνη 2002/393) και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία εδρεύει στη Σ.,[M115]  δραστηριοποιείται στη μεταφορά οχημάτων και επιβατών από τα Παλούκια Σαλαμίνας στο Πέραμα μετ’ επιστροφής και έχει ως σκοπό την είσπραξη των σχετικών κομίστρων και τη διανομή τους στα κοινοπρακτούντα μέλη, τα οποία είναι άπασες οι λοιπές εναγόμενες, καθώς και οι προσθέτως παρεμβαίνουσες εταιρίες, οι οποίες τυγχάνουν ναυτικές εταιρίες – πλοιοκτήτριες των επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων μέσω των οποίων γίνεται η προαναφερόμενη μεταφορά. Η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία επιδιώκει εμπορικό σκοπό, ενώ δεν προκύπτει ότι έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του Εμπορικού Νόμου διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας και συνεπώς συνιστά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρία, για τις υποχρεώσεις της οποίας ευθύνεται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 22 του Εμπορικού Νόμου, κάθε μία των κοινοπρακτούντων μελών ναυτική εταιρία ευθέως, απεριόριστα και εις ολόκληρον. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της από 1-02-2007 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντα και της πρώτης εναγομένης, αυτός προσελήφθη προκειμένου να εργασθεί ως ταμίας, υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης επί 40 ώρες εβδομαδιαίως. Ο ενάγων εκθέτει στην ένδικη αγωγή, όπως αυτή παραδεκτώς συμπληρώθηκε δια των έγγραφων προτάσεων του (άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ), ότι τα καθήκοντα που εκτελούσε ήταν αυτά του ναυτιλιακού πράκτορα κι ότι ως εκ τούτου έπρεπε να αμείβεται σύμφωνα με τους όρους της οικείας ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Ωστόσο, ο αγωγικός αυτός ισχυρισμός αποδεικνύεται αβάσιμος κατ’ ουσίαν και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η γραμμή Παλούκια Σαλαμίνας – Πέραμα είναι τοπική πορθμειακή γραμμή απόστασης 1,5 ναυτικού μιλίου, κι ως εκ τούτου απαλλάσσεται της υποχρέωσης πρακτόρευσης, ως υπαγόμενη στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 εδ. α’ του ΠΔ 814/1974. Πιο συγκεκριμένα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 9 παρ. 1 του ΠΔ 229/1995 «Ναυτικοί Πράκτορες» και 2 παρ. 3 του ΠΔ 814/1974 προκύπτει ότι δεν είναι υποχρεωτική η πρακτόρευση επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων που εκτελούν τοπικές δρομολογιακές γραμμές εκτεινόμενες μέσα στα όρια του ίδιου νομού και επί απόστασης μέχρι 3 ναυτικών μιλίων. Εξάλλου, το Υπουργείο Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού δια του υπ’ αριθ. σχεδίου …[M116]  εγγράφου του ρητώς αναφέρει ότι τα πλοία που δραστηριοποιούνται στη γραμμή Πέραμα – Παλούκια Σαλαμίνας δεν υποχρεούνται σε πρακτόρευση. Ομοίως και η Πανελλήνια Ένωση Ναυτικών Πρακτόρων Ακτοπλοΐας στην από 16-11-2016 βεβαίωσή της αναφέρει ότι τα Ε/Γ – Ο/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγομένης που εκτελούν δρομολόγια στην τοπική δρομολογιακή γραμμή Περάματος – Παλουκίων Σαλαμίνας, δεν μπορούν να ασκούν πρακτόρευση, όπως δεν ασκούν και δεν μπορούν να ασκήσουν όλες οι τοπικές δρομολογιακές γραμμές στον Ελλαδικό χώρο αποστάσεως μέχρι 3 ναυτικά μίλια και επομένως δεν δύνανται να είναι μέλη του ανωτέρω σωματείου. Περαιτέρω, όμως και ανεξάρτητα από τη μη ύπαρξη υποχρέωσης προς πρακτόρευση, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απέκτησε ποτέ την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα, αφού δεν επικαλείται, αλλά ούτε και αποδεικνύει ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 του ΠΔ 229/1995 για να του χορηγηθεί άδεια άσκησης επαγγέλματος ναυτικού πράκτορα, ούτε άλλωστε ότι του χορηγήθηκε τέτοια άδεια από την αρμόδια λιμενική αρχή, ήτοι από το Λιμεναρχείο Σαλαμίνας. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ούτε ότι «εν τοις πράγμασι» ασκούσε τα οριζόμενα κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 του προαναφερθέντος προεδρικού διατάγματος καθήκοντα του ναυτικού πράκτορα, ήτοι ότι εξέδιδε, υπ’ ευθύνη του, τα εισιτήρια των επιβατών και τις αποδείξεις μεταφοράς οχημάτων. Αντίθετα, όπως, ο ίδιος συνομολογεί στις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του «αντικείμενο της εργασίας του ήταν ακριβώς ο έλεγχος των εισιτηρίων, που εξέδιδε και χορηγούσε η πρώτη εναγομένη (και όχι ο ίδιος) στους επιβάτες των πλοίων που ανήκαν στη 2η έως 17η εναγομένη». Ενισχυτικό, άλλωστε, της κρίσης του Δικαστηρίου ότι στα επιβατηγά – οχηματαγωγά πλοία που εκτελούσαν τη συγκεκριμένη τοπική δρομολογιακή γραμμή Παλούκια Σαλαμίνας – Πέραμα δεν είχε οριστεί ναυτικός πράκτορας αποτελούν οι μαρτυρικές καταθέσεις των ενόρκως βεβαιούντων Μαρίας Χαλβά, λογίστριας των εκπροσωπούμενων από την Κοινοπραξία ναυτικών εταιριών και Δημητρίου Ασημίνα, υπαλλήλου γραφείου – ταμία των εν λόγω εταιριών, οι οποίοι με σαφήνεια κατέθεσαν η πρώτη ότι «τόσο το ένα λιμεναρχείο όσο και το άλλο (ενν. Πέραμα και Σαλαμίνα) κρίνοντας ως μη νόμιμη την πρόσληψη ναυτικού πράκτορα δεν επιτρέπουν την εγκατάσταση ναυτικού πρακτορείου. Η γραμμή που εκτελούν τα πλοία που έχουν κοινοπρακτήσει είναι συνολική απόσταση 1,5 ναυτικό μίλι (Πέραμα – Παλούκια) και το Υπουργείο Ναυτιλίας δεν επιτρέπει την πρακτόρευση ούτε σε εμάς ούτε σε άλλη επιχείρηση που να έχει εγκατασταθεί στο Πέραμα ή τα Παλούκια, σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου λόγω μικρής απόστασης της διαδρομής, κάτω από 3 ναυτικά μίλια….Στα πενήντα χρόνια που λειτουργεί η Κοινοπραξία Σαλαμίνας ούτε μία ημέρα δεν έχει επιβληθεί κύρωση ή πρόστιμο από τις λιμενικές αρχές γιατί η απόσταση του 1,5 ν.μ. δεν επιδέχεται ναυτιλιακή πρακτόρευση….Με βάση τις εγκυκλίους και τις διαταγές του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας ποτέ δεν επιτράπηκε η εγκατάσταση ναυτικού πράκτορα στη συγκεκριμένη γραμμή, γιατί είναι κάτω από 3 ναυτικά μίλια, δυνάμει του άρθρου 9§1 του Π.Δ. 229/1195 και έχει υλοποιηθεί δυνάμει των …[M117]  Υπουργικών Διαταγών – Εγκυκλίων, όπου και απαγορεύεται η ναυτική πρακτόρευση στη συγκεκριμένη γραμμή» και ο δεύτερος ότι «Με βάση τις εγκυκλίους και διαταγές του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας ποτέ δεν επιτράπηκε η εγκατάσταση ναυτικού πράκτορα στη συγκεκριμένη γραμμή, γιατί είναι κάτω από 3 ναυτικά μίλια». Κατόπιν τούτων, ο ενάγων δεν έχει την ιδιότητα του ναυτιλιακού πράκτορα, ούτε άλλωστε του υπαλλήλου πρακτορειακής επιχείρησης και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των από 3-6-2008 και 23-12-2011 Εθνικών Κλαδικών ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Εξάλλου, η πρώτη από τις προαναφερθείσες κλαδικές ΣΣΕ, ήτοι η από 3-6-2008 ΣΣΕ, η οποία ίσχυσε από την 1-1-2008 έως την 31-12-2009, παρατάθηκε η ισχύς της επί ένα εξάμηνο, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 4 ν. 1876/1990, ως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το άρθρο 2 παρ. 5 της ΠΥΣ 6/2012 και κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική με την ΥΑ 58032/2713/2008, υπεγράφη από το «Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας», την «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας» και την «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» από πλευράς των εργοδοτών και από τον «Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εργαζομένων στη Ναυτιλία και Τουρισμό» από πλευράς των εργαζομένων. Ωστόσο, από τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη, εργοδότρια του ενάγοντα ήταν, ούτε ότι θα μπορούσε να είναι μέλος των εργοδοτικών οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη της. Ειδικότερα, αποδεικνύεται από τη νομίμως προσαγόμενη από τις εναγόμενες εταιρίες υπ’ αριθ. πρωτ. …[M118]  βεβαίωση του «Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας» ότι η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία ουδέποτε υπήρξε μέλος του εν λόγω Συνδέσμου, ούτε ότι θα μπορούσε να είναι μέλος του, καθόσον η γραμμή που εκτελούν τα πλοία της (Πέραμα – Παλούκια) δεν είναι ακτοπλοϊκή, αλλά τοπική πορθμειακή γραμμή. Ομοίως, ενόψει του ότι τα πλοία με τα οποία δραστηριοποιείται η πρώτη εναγομένη είναι επιβατηγά – οχηματαγωγά και ουχί φορτηγά ακτοπλοϊκά, καθίσταται σαφές ότι αυτή δεν θα μπορούσε να είναι μέλος ούτε της συμβαλλόμενης εργοδοτικής οργάνωσης «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων». Τέλος, δεν αποδείχθηκε ούτε ότι η πρώτη εναγομένη θα μπορούσε να είναι μέλος της εργοδοτικής οργάνωσης «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας», η οποία μετονομάστηκε και διαλύθηκε το έτος 2012. Άλλωστε σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. …[M119]  έγγραφο της Ένωσης Πλοιοκτητών Πορθμείων Εσωτερικού τα Ε/Γ – Ο/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγομένης που δραστηριοποιούνται στη γραμμή Περάματος – Σαλαμίνας είναι μέλη της, η Ένωση αυτή δε ουδέποτε συμμετείχε (και δεν μπορούσε να συμμετάσχει, καθ’ όσον η εν λόγω δρομολογιακή γραμμή αποστάσεως 1,5 ν.μ. απαλλάσσεται της πρακτόρευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Π.Δ. 229/1990) στην κατάρτιση και υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας των υπαλλήλων ναυτιλιακών πρακτορείων, ούτε έχει υπογράψει την από 23-12-2011 Εθνική Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που αφορά τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων όλης της χώρας. Τα ανωτέρω δε αναφέρονται αναλυτικά και στο υπ’ αριθμ. πρωτ. …[M120]  έγγραφο του Τμήματος Συλλογικών Ρυθμίσεων Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το οποίο απαντώντας στην από 11-01-2016 αίτηση της πρώτης εναγομένης, διατύπωσε την άποψη ότι η πρώτη εναγομένη δεν είχε υποχρέωση εφαρμογής της από 3-06-2008 ΣΣΕ, η οποία κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική. Αναφορικά δε με την από 23-12-2011 Κλαδική ΣΣΕ, η οποία ίσχυσε από την 1-1-2010, έληξε βάσει του άρθρου 2 παρ. 2 της ΠΥΣ 6/2012 την 14-
2-2013 και παρατάθηκε η ισχύς της επί ένα τρίμηνο, δεν κηρύχθηκε
υποχρεωτική και επομένως ίσχυσε μόνο για τα μέλη των συμβαλλόμενων
συνδικαλιστικών οργανώσεων, τα οποία ήταν από πλευράς των εργοδοτών ο
«Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας» και η «Πανελλήνια Ένωση
Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» και από πλευράς εργαζομένων ο
«Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εργαζομένων στη Ναυτιλία και Τουρισμό», μεταξύ των
οποίων δεν περιλαμβάνονται για τους λόγους που ανωτέρω εκτέθηκαν ούτε ο
ενάγων ούτε η πρώτη εναγομένη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει τα αιτούμενα κονδύλια, τα οποία ερείδονται επί των προαναφερθεισών ΣΣΕ, να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμα, ενώ επίσης απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο τυγχάνει το αίτημα του ενάγοντα, όπως αναγνωριστεί ότι η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του στις 30-09-2015 λόγω συνταξιοδότησής του, καθόσον αποδείχθηκε ότι υπήρξε οικειοθελής αποχώρηση αυτού την ανωτέρω ημεροχρονολογία (βλ. προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού). Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων, θα πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί στο σύνολο της ως αβάσιμη κατ’ ουσία, παρέλκει δε η εξέταση της ενστάσεως παραγραφής που προέβαλε η πρώτη εναγομένη και της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος που προέβαλε η πέμπτη προσθέτως παρεμβαίνουσα. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντα, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 182§3 και 191§2 ΚΠολΔ), τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων και των προσθέτως παρεμβαινουσών, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από …[M121]  και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης …[M122]  αγωγή, την από …[M123]  και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης …[M124]  ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση –παρεμπίπτουσα αγωγή, καθώς και τις προφορικώς ασκηθείσες πρόσθετες παρεμβάσεις, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την παρεμπίπτουσα αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων και των προσθέτως παρεμβαινουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 10 Ιουλίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ