ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 3551 /2017
(Αριθ. καταθ. …[S1] )
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
————————————
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα, Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Μ. Μ.[S2] του Μ.[S3] , κατοίκου Κ.[S4] Πειραιά, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Ειρήνης Ανδρουλάκη.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…[S5] », η οποία εδρεύει στην Α.[S6] και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) της εταιρείας με την επωνυμία «…[S7] .», η οποία εδρεύει στη Μ. Λ.[S8] , αλλά διατηρεί υποκατάστημα και στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο και ήταν απούσες.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 14.12.2013, με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S9] και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S10] αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 53/2016 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 7.10.2016 έφεσή του (με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά …[S11] και γενικό αριθμό κατάθεσης …[S12] και ειδικό αριθμό κατάθεσης …[S13] , ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …[S14] ), η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, προσβάλλει την απόφαση αυτή, ζητώντας την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντα ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη με αριθμό …[S15] έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Β. Αιγαίου, Π. Κ.[S16] , που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει ότι η συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επισπεύδεται με επιμέλεια του τελευταίου. Προς τούτο, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 7.10.2016 (με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S17] και ειδικό αριθμό κατάθεσης …[S18] , ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου) έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στις εφεσίβλητες, ήτοι στη δεύτερη εφεσίβλητη, για τον εαυτό της ατομικά και με την ιδιότητά της ως εκπροσώπου και αντικλήτου της πρώτης εφεσίβλητης (περί του ότι αρκεί η σχετική διαπίστωση του Δικαστικού Επιμελητή στην έκθεση επίδοσης, κατ’ αρθρ. 139 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 438 επ. ΚΠολΔ, βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 142, αριθμ. 13, καθώς και ΕφΠειρ 111/1997, ΕΔΙΚΠΟΛΥΚ 1999, σ.176, ΕφΘεσσαλ 3709/1990, Αρμ1991, σ.1226, ). Οι τελευταίες, όμως, δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην ως άνω δικάσιμο, κατά την οποίαν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς, πρέπει να δικασθούν ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει, σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ).
Η έφεση του ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά με τον αριθμό …[S19] , το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), την από 14.12.2013 με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S20] και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S21] αγωγή του ενάγοντα, απευθυνόμενη Ενώπιόν του, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, ούτε ο παριστάμενος εκκαλών επικαλείται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 11.11.2016 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 516, 518 παρ. 2, 520, 532, 591 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου κατάθεσης της ένδικης έφεσης, ήτοι μετά την 1.1.2016, πρβλ. άρθρο ένατο παρ.2, Ν. 4335/2015). Είναι επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων (ήδη εκκαλών), με την από 14.12.2013 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ισχυρίστηκε ότι, σε εκτέλεση προσυμφώνου ναυτικής εργασίας που κατήρτισε την 18.8.2012 στον Πειραιά, μεταξύ του ιδίου και της δεύτερης εναγομένης, υπό την ιδιότητά της ως εφοπλίστριας και ναυλώτριας του υπό σημαία Α.[S22] ς Επιβατηγού Μεσογειακού Οχηματαγωγού πλοίου με το όνομα …[S23] , Νηολογίου Λ.[S24] , κ.ο.χ. 17996, ΔΔΣ 2 AJK9, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα στην πρώτη εναγομένη, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σύμφωνα με τις αποδοχές και τους όρους που προβλέπονται από τη Σ.Σ.Ν.Ε. πληρωμάτων μεσογειακών τουριστικών επιβατηγών πλοίων (η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.10/01/2010, ΦΕΚ 1743/5.11.2010), της οποίας την ισχύ ρητά συμφώνησε με την εν λόγω εταιρεία, προσέφερε, δε, την εργασία του στο ως άνω πλοίο, μέχρι την 30.9.2012, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Σουέζ Αιγύπτου, λόγω της καταγγελίας της σύμβασής του από τον Πλοίαρχο, χωρίς υπαιτιότητά του. Ότι, καθ’ όλο το διάστημα της εργασίας του, κατά το διάστημα της ναυτολόγησής του στο ως άνω πλοίο, εργαζόταν καθημερινά, κατ’ εντολή του Πλοιάρχου, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και Αργιών, επί 14 ώρες ημερησίως, ενώ, περαιτέρω, στις 30.9.2012, απολύθηκε στο λιμάνι του Σουέζ Αιγύπτου, λόγω καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, χωρίς υπαιτιότητά του, καθόσον τότε ο πλοίαρχος απέλυσε όλο το ελληνικό πλήρωμα του πλοίου, για να προσληφθούν αλλοδαποί ναυτικοί. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 10.298,24 Ευρώ, ως δεδουλευμένες αποδοχές, αντίτιμο τροφής, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, υπερωριακή αμοιβή καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και αποζημίωση απόλυσης, υπό τα ειδικότερα (για κάθε επιμέρους αιτούμενο κονδύλιο) εκτιθέμενα στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της απόλυσής του, την 30.9.2012, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση του ποσού αυτού.
Για την αγωγή αυτή εκδόθηκε, ερήμην των εναγομένων η (εκκαλουμένη) με αριθμό 53/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποίαν απορρίφθηκε η αγωγή, πρωτίστως λόγω αοριστίας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων – εκκαλών με την έφεσή του, για το λόγο που αναφέρεται στο εφετήριο δικόγραφο και που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του και να επιβληθούν εις βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων τα δικαστικά του έξοδα.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επ. του ΚΠολΔ, ο εργαζόμενος, στην αγωγή του, με την οποία ζητεί διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση πρέπει, για το ορισμένο αυτής, να εκθέτει το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, το συμφωνημένο ή νόμιμο μισθό το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, τους όρους παροχής και το χρόνο για τον οποίο οφείλονται, ενώ δεν απαιτείται να αναφέρονται ειδικώς οι εφαρμοστέες για τον προσδιορισμό αυτών Σ.Σ.Ε, οι οποίες είναι γνωστές και εφαρμόζονται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, εφόσον εκτίθενται στην αγωγή τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία επισύρουν την εφαρμογή αυτών. Εάν δε οι εφαρμοστέες Σ.Σ.Ε. είναι κλαδικές ή ομοιο επαγγελματικές δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο η ιδιότητα του ενάγοντα εργαζομένου ως μέλους των συμβαλλομένων στην κατάρτιση αυτών συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων, έστω και αν οι ανωτέρω Σ.Σ.Ε. δεν έχουν κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτικές, διότι στην επίκληση της εφαρμογής αυτών που γίνεται με το δικόγραφο της αγωγής εμπεριέχεται και η επίκληση της ιδιότητας των διαδίκων ως μελών των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΕφΛαμ 22/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί αναφορές σε νομολογία). Ειδικά, επί αγωγής, με την οποίαν επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να αποδείξει, είναι κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ η σύμβαση ναυτολογήσεως, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον εργοδότη (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοσθεί η Σ.Σ.Ν.Ε. που αρμόζει (ΕφΠειρ 20/2016, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 581/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 590/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.385, ΕφΠειρ 567/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σ.345, ΕφΠειρ 892/2002, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2002, σ.479, με εκεί περαιτέρω αναφορές σε νομολογία). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 361 Α.Κ., που ορίζει ότι για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, απαιτείται σύμβαση, συνάγεται ότι με την ατομική σύμβαση εργασίας είναι δυνατόν εγκύρως να συμφωνηθεί μισθός με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες δεν είναι δεσμευτικές για τα συμβαλλόμενα μέρη, υπό την έννοια ότι στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος θα αμείβεται με τον ανωτέρω μισθό που καθορίζεται από τις άνω Σ.Σ.Ε ή Δ. Α., οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δηλαδή εφόσον ο ενάγων ναυτικός επικαλείται στην αγωγή του ότι έχει συμφωνηθεί να αμείβεται από τον πλοιοκτήτη με μισθό προβλεπόμενο από ΣΣΝΕ, που καλύπτει άλλη κατηγορία ναυτικών, δεν απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής του, να αναφέρει στην αγωγή του και τη χωρητικότητα του πλοίου, στο οποίο εργάστηκε, αφού τούτο δεν αποτελεί, πλέον, κριτήριο για την εφαρμογή της αρμόζουσας ΣΣΝΕ, δεδομένου ότι η ΣΣΝΕ που θα εφαρμοστεί ορίζεται στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας, της οποίας και αποτελεί περιεχόμενο (ΕφΠειρ 567/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σ.345). Εξάλλου, για την κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών για παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός αυτών, αλλ` αρκεί να αναφέρεται ο αριθμός ωρών εργασίας που παρέσχε ο εργαζόμενος κατά το διάστημα τούτο (ΑΠ 1600/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/1999 ΕλΔνη 2000, σ. 343, ΕφΠειρ 168/2016, ο.π., ΕφΠειρ 994/2007, ο.π., ΕφΠειρ 140/2004, ΕΝΑΥΤΔ 2004, σ.114). Δεν αποτελεί, επίσης, αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών, είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού. Διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλογεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθεις, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις (ΕφΠειρ 581/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 590/2014, ο.π.). Δεν αποτελεί, εξάλλου, αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ’ αυτήν ο χρόνος, από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 168/2016, ο.π., ΕφΠειρ 581/2014, ο.π., ΕφΠειρ 590/2014, ο.π. ΕφΠειρ 892/2002, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2002, σ.479). Αντιθέτως, αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασία κατά μήνα ή κατά μέσον όρο κατά μήνα (ΕφΠειρ 581/2014, ο.π.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι μετά την εισαγωγή του (του ΚΙΝΔ) γίνεται διάκριση των εννοιών της πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία διαχωρίζονται να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός, όχι δε συγχρόνως πλοιοκτησία και εφοπλισμός. Ο εφοπλιστής απαραιτήτως στηρίζεται είτε σε κάποια έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση γυμνού πλοίου, χρησιδάνειο) μεταξύ αυτού και του κυρίου του πλοίου είτε στην άσκηση απλώς της νομής του πλοίου, που την απέκτησε με άκυρη μεταβιβαστική σύμβαση από τον κύριο του πλοίου ή και αυθαιρέτως. Βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και πράγματι ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και εκτός από την απόλαυση των κερδών επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Εξάλλου από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει από κοινού με τον κύριο του πλοίου στη λιμενική αρχή του τόπου της νηολόγησής του ότι το πλοίο αυτό θα το εκμεταλλεύεται αυτός (εφοπλιστής) για δικό του λογαριασμό. Η δημοσιότητα αυτή αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων και την εξυπηρέτηση των έννομων συμφερόντων της ιδιοκτησίας του πλοίου. Εάν δεν γίνει τέτοια δήλωση, από την έλλειψη της οποίας τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου το εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης, επιτρέπεται ανταπόδειξη εναντίον του μαχητού αυτού τεκμηρίου δηλαδή επιτρέπεται να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην πιο πάνω αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το εν λόγω πλοίο για δικό του λογαριασμό, είναι δηλαδή ο εφοπλιστής. Για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό απαιτήσεις τρίτων δεν γεννάται προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου και υπέγγυο είναι μόνο αυτό (πλοίο), η δε αγωγή για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός για την ικανοποίηση του δανειστή από το πλοίο πρέπει να στρέφεται και κατά του κυρίου του πλοίου. Δηλαδή οι κατά του εφοπλιστού δικαστικές ενέργειες μπορούν να στραφούν και κατά του πλοίου σαν να ανήκε και αυτό στα περιουσιακά του στοιχεία. Παρέπεται, συνεπώς, ότι ο κύριος του πλοίου δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο εάν το πλοίο φύγει από τα χέρια του πριν ασκηθεί δίωξη κατ’ αυτού, γιατί έκτοτε το πλοίο παύει να είναι υπέγγυο (βλ. ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 20, σ. 70, ΕφΠειρ 59/2011, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2011, σ.478, ΕφΠειρ 795/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.385, ΕφΠειρ 77/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο διά του πλοίου μετά των συστατικών και παραρτημάτων του και είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου για την ικανοποίηση των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό (ΑΠ 1549/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1652/1995, ΕλΔνη 38, σ.1569, ΑΠ 991/1991, ο.π., ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.385). Έτσι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου, ο οποίος δεν ευθύνεται παράλληλα με τον πρώτο, αλλά ευθύνεται μόνο δια του πλοίου μετά των συστατικών και παραρτημάτων του. Συνακόλουθα, είναι δυνατή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 74 αριθμ.1 εδ.β΄του ΚΠολΔ, η με τη μορφή παθητικής ομοδικίας εναγωγή του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου για την επιδίκαση απαίτησης που προήλθε από τον εφοπλισμό του πλοίου (ΕφΠατρ 114/2008, ΑΧΑΝΟΜ 2009, σ.423, ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.385). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 ΚΙΝΔ, η καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως γίνεται οποτεδήποτε από τον πλοίαρχο, χωρίς να απαιτείται προθεσμία ή τύπος ούτε η ύπαρξη κάποιου λόγου. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός, του οποίου καταγγέλλεται η σύμβαση δικαιούται ως αποζημίωση την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 76 (ΕφΠειρ 826/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 143/2011, ΕΝΔ 2012, σ.30, ΕφΠειρ 140/2004, ΕΝΑΥΤΔ 2004, σ.114). Τα ανωτέρω ισχύουν είτε η σύμβαση είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί στην ορισμένου χρόνου σύμβαση την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, το οποίο (μέλος του πληρώματος) δικαιούται να λάβει μόνο την αποζημίωση των άρθρων 75 παρ.2 και 76 ΚΙΝΔ, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά του (ΕφΠειρ 826/2014, ο.π.).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη αγωγή, με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, τυγχάνει επαρκώς ορισμένη. Ειδικότερα, στην αγωγή, η οποία στηρίζεται στην επικαλούμενη σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντα με τη δεύτερη εναγομένη, για ανάληψη εργασίας στο πλοίο κυριότητας της πρώτης εναγομένης επαρκώς εκτίθενται τα στοιχεία που αφορούν τη σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντα, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στο εν λόγω πλοίο, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και η συμφωνηθείσα αμοιβή, με αναγωγή αυτής στη Σ.Σ.Ν.Ε. πληρωμάτων πλοίων Μεσογειακών Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων, αλλά και ο αριθμός των παρασχεθεισών από το ναυτικό ωρών υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, χωρίς να είναι αναγκαία η παράθεση άλλων στοιχείων, για την πληρότητα του δικογράφου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ειδικά, δε, όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής υπερωριακής αμοιβής, εκτίθενται σαφώς στο δικόγραφο οι ώρες απασχόλησης του ενάγοντα στην εργασία της ειδικότητάς του στο ως άνω πλοίο, από τις οποίες, σε αντιπαραβολή με τα νόμιμα όρια εργασίας του, συνάγεται ευθέως η υπερωριακή εργασία του. Το ότι δεν αναφέρεται στην αγωγή ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας κάθε ημέρα και δεν προσδιορίζεται το είδος των εργασιών που πραγματοποίησε ο ενάγων, σε συσχετισμό με τα δρομολόγια των πλοίων, από τα οποία εξαρτώνται οι ώρες εργασίας του και τις ώρες απόπλου και κατάπλου του πλοίου, ενώ παράλληλα δεν περιλαμβάνεται στην αγωγή ούτε ο αριθμός του υπόλοιπου προσωπικού ναυτών, ναυκλήρων, αρχιθαλαμηπόλων, θαλαμηπόλων και επίκουρων, που υπηρετούσαν στο πλοίο, ούτε η χωρητικότητά του σε επιβάτες, δε συνιστά έλλειψη δυνάμενη να δυσχεράνει την άσκηση του δικαιώματος ανταπόδειξης από μέρους των εναγομένων και, συνακόλουθα, δεν καθιστά αόριστο το δικόγραφο της ενδίκου αγωγής. Επομένως, ο λόγος εφέσεως, που συνίσταται στην αιτίαση της εκκαλουμένης, ότι κακώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος, δηλαδή να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση του ενάγοντος και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο αυτό πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 535 παρ.1 ΚΠολΔ, να κρατήσει την υπόθεση και να δικάσει την αγωγή. Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (αρθρ. 2, 6, 18, 19 Καν 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000, «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», που τέθηκε σε ισχύ από την 1.3.2001 και αντικατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών), ενώ εφαρμοστέο στην προκείμενη διαφορά τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, ως του δικαίου το οποίο επέλεξαν τα μέρη (αρθρ. 3 Κανονισμού ΕΟΚ 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, Ρώμη Ι, ο οποίος εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009), σε κάθε δε περίπτωση, ως του δικαίου της χώρας στην οποία βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο, καθώς και αυτό με το οποίο η ένδικη σύμβαση ναυτολόγησης συνδέεται στενότερα, αφού ενώ ο ενάγων είναι Έλληνας ναυτικός, η σύμβαση ναυτικής εργασίας καταρτίσθηκε στον Πειραιά, ο μισθός του συμφωνήθηκε σε Ευρώ και η εργοδότης του, εφοπλίστρια του πλοίου, εδρεύει στην Ελλάδα (άρθρο 8 παρ. 3 και 4 του Κανονισμού ΕΟΚ 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, Ρώμη Ι, ο οποίος εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009). Ακολούθως, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53, 54, 60, 64, 72, 75, 76, 85, 105, 106 ΚΙΝΔ, 361, 481 επ., 648 επ., 340, 345, 346 ΑΚ, 74, 176 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.10/01/2010 (ΦΕΚ Β 1743/5.11.2010). Επομένως, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που ο παριστάμενος διάδικος (ενάγων, ήδη εκκαλών) νομίμως επικαλείται και προσκομίζει, ειδικότερα δε από την επανεκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα, που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που ο εν λόγω διάδικος νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε προφορικά, στον Πειραιά, στις 18.8.2012, μεταξύ του ενάγοντα και της δεύτερης εναγομένης, νομίμως εκπροσωπούμενης, με την ιδιότητα της εφοπλίστριας του υπό σημαία Α.[S25] ς Επιβατηγού Μεσογειακού Οχηματαγωγού πλοίου με το όνομα …[S26] , Νηολογίου Λ.[S27] , κ.ο.χ. 17996, ΔΔΣ 2 AJK9, κυριότητας της πρώτης εναγομένης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και προσέφερε την εργασία του, με την ως άνω ειδικότητα, σύμφωνα με τους όρους της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, μέχρι και την 30.9.2012, οπότε, οπότε και απολύθηκε (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα, σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου). Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια από το λιμάνι του Σουέζ προς το λιμάνι της Σαφάγκα Αιγύπτου και επιστροφή. Το ταξίδι διαρκούσε περίπου 16 ώρες και το πλοίο μετέφερε φορτηγά και επιβάτες (περί τα 100 – 150 άτομα), όπως με σαφήνεια δύναται να συναχθεί από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Ενόψει των ανωτέρω, από τη σαφή περί τούτου κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, σε συνδυασμό με α) τις επικρατούσες συνθήκες και περιστάσεις, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του ως άνω πλοίου, όπως αυτές περιγράφηκαν ανωτέρω, β) τη χρονική περίοδο ναυτολόγησης του ενάγοντα, γ) τη φύσης και το αντικείμενο της απασχόλησής του, ως θαλαμηπόλου, δ) το μέγεθος του πλοίου και ε) τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 336 παρ.4 ΚΠοΔ), το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, απασχολήθηκε κατά μέσον όρο, επί 14 ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες του εν λόγω διαστήματος. Εξάλλου, σύμφωνα με τη σαφή περί τούτου κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο ενάγων απολύθηκε στο λιμένα του Σουέζ Αιγύπτου, λόγω καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, χωρίς υπαιτιότητά του (αναφέρει αυτός σαφώς «όχι δεν έδωσε παραίτηση. Η εταιρεία τους απέλυσε»), μη λαμβανομένης υπόψιν της αναγραφής επί του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντα «αμοιβαία συναινέσει», καθόσον η αναγραφή επί του ναυτικού φυλλαδίου του ναυτικού, όσον αφορά την αιτία αποναυτολόγησης του ναυτικού, είναι δεκτική ανταπόδειξης (ΕφΠειρ 34/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.290, ΕφΠειρ 456/2008, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2008, σ.1091, ΕφΠειρ 977/2003, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2003, σ.1144). Ενόψει των ανωτέρω, η οφειλόμενη αμοιβή του ενάγοντα, σύμφωνα και με τις διατάξεις της ανωτέρω εφαρμοζόμενης στην ένδικη υπόθεση, κατά τη συμφωνία των διαδίκων (361 ΑΚ) Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2010, ως ακολούθως, ήτοι : Α) Δεδουλευμένες αποδοχές, με επίδομα Κυριακών, ύψους [βασικός μισθός (1.047,10 + 230,36 =) 1.277,46 Ευρώ Χ 1,47 μήνες εργασίας] = 1.877,86 Ευρώ, πλην όμως ο ενάγων αιτείται το έλασσον ποσό 1.873,60 Ευρώ, επομένως του οφείλεται αυτό (106 ΚΠολΔ). Β) Αντίτιμο τροφής, ύψους 700,92 Ευρώ (15,93 Ευρώ ημερησίως Χ 44 ημέρες του εν λόγω διαστήματος). Γ) Επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, άρθρου 36 ΣΣΝΕ, ύψους (21,24 Ευρώ μηνιαίως Χ 1,47 μήνες εργασίας =) 31,22 Ευρώ, πλην όμως ο ενάγων αιτείται το έλασσον ποσό των 31,135 Ευρώ, επομένως του οφείλεται αυτό (106 ΚΠολΔ). Δ) Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (36 καθημερινές και Κυριακές Χ 6 ώρες ημερησίως Χ 7,57 Ευρώ =) 1.635,12 Ευρώ. Ε) Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, το ποσό των (7 Σάββατα και 1 αργία, ήτοι 8 ημέρες Χ 14 ώρες ημερησίως Χ 9,08 Ευρώ =) 1.016,96 Ευρώ. ΣΤ) Επίδομα αδείας, ύψους {[βασικός μισθός (1.047,10 + 230,36 =) 1.277,46 Ευρώ + τροφοδοσία (15,93 Χ 30 = ) 477,90 Ευρώ =] 1.755,36 Ευρώ: 22 = 79,79 Ευρώ Χ 8 = 638,31 Ευρώ Χ 1,47 μήνες εργασίας =} 938,31 Ευρώ, πλην όμως ο ενάγων αιτείται το έλασσον ποσό των 936,18 Ευρώ, επομένως του οφείλεται αυτό (106 ΚΠολΔ). Ζ) Αποζημίωση απόλυσης, η οποία ισούται με το ποσό των τακτικών αποδοχών του ενάγοντα για 30 ημέρες (αρθρ. 72, 75, 76 ΚΙΝΔ), λαμβανομένου υπόψη ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν οφείλεται σε παράπτωμα του ενάγοντα – ναυτικού (ΕφΠειρ 719/2006, ΕΝΑΥΤΔ 2006, σ.355) και ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας έλαβε χώρα σε λιμένα της Μεσογείου, το ποσό των 4.103,91 Ευρώ [βασικός μισθός (1.047,10 + 230,36 =) 1.277,46 Ευρώ + τροφοδοσία 477,90 Ευρώ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 21,24 Ευρώ + επίδομα αδείας, υπολογιζόμενο ανωτέρω, 638,31 Ευρώ + μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας 1.689 Ευρώ (αμοιβή υπερωριακής εργασίας, υπολογιζόμενη ανωτέρω, ύψους 1.635,12 + 1.016,96 = 2.652,08 Ευρώ Χ 30/44 ημέρες = 1.808,23 Ευρώ, πλην όμως ο ενάγων αιτείται για την αιτία αυτή το ποσό των 1.689 Ευρώ, επομένως του οφείλεται αυτό, κατ’ αρθρ. 106 ΚΠολΔ)], υπολογιζόμενη με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα, κατά τον τελευταίο μήνα απασχόλησής του, συνυπολογιζομένων του αντιτίμου τροφής, της αποζημίωσης αδείας και της αμοιβής υπερωριακής εργασίας, εφόσον αυτή παρείχετο τακτικώς (βλ. ΕφΠειρ 826/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, για τις ως άνω αιτίες, το ποσό των (1.873,60 + 700,92 Ευρώ + 31,15 + 1.635,12 + 1.016,96 + 936,18 + 4.103,91 =) 10.297,83 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο, ως ακολούθως α) τα μεν ποσά (1.873,60 + 700,92 Ευρώ + 31,135 + 1.635,12 + 1.016,96 + 936,18 =) 6.193,92 Ευρώ, που αφορούν δεδουλευμένες αποδοχές, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης, σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής (106 ΚΠολΔ) και β) το ποσό των 4.103,91 Ευρώ, που αφορά αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (ΑΚ 346), καθόσον αυτή δε θεωρείται μισθός, επομένως δεν υφίσταται ως προς αυτήν δήλη ημέρα καταβολής (ΕφΠειρ 46/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.97, ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.102, ΕφΠειρ 172/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.100, ΕφΠειρ 247/1995, ΕΝΑΥΤΔ 1995, σ.483), με την επισήμανση ότι η πρώτη εναγομένη, κυρία του πλοίου, ευθύνεται περιορισμένα, δια του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, όπως αυτά ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, βαρύνουν τις ηττημένες εφεσίβλητες – εναγόμενες, λόγω της ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να οριστεί το προκαταβλητέο παράβολο, για την περίπτωση που οι εφεσίβλητες ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εφεσιβλήτων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα Ευρώ (290 Ευρώ) για κάθε εφεσίβλητη.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 53/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η δε πρώτη εναγόμενη περιορισμένα δια του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, το συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων διακοσίων ενενήντα επτά Ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών του Ευρώ (10.297,83 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο, ως ακολούθως α) το ποσό των έξι χιλιάδων εκατόν ενενήντα τριών Ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών του Ευρώ (6.193,92 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης (1.10.2012) και β) το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν τριών Ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών του Ευρώ (4.103,91 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων (εφεσιβλήτων) μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος (εκκαλούντα) για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) Ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ