Μενού Κλείσιμο

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης     3552 /2017
(Αριθ. καταθ. …[S1] )

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

————————————

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα, Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 21η Φεβρουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΑ : …[S2]  του …[S3] , κατοίκου Π….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον  πληρεξούσιας δικηγόρου του, Βασίλειο ΣΑΞΩΝΗ, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) …[S4] , κατοίκου Π…., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Ζωής Σακκά και 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…[S5] ”, που εδρεύει στο …[S6]  και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Ζωής Σακκά.

Ο εκκαλών ζήτησε να γίνει δεκτή η από 13.12.2011 αγωγή του κατά των εφεσιβλήτων, την οποίαν άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S7]  και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S8] . Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 224/2014 απόφασή του, απέρριψε στο σύνολό της την ανωτέρω αγωγή. Ήδη ο εκκαλών, με την από 24.2.2015 έφεσή του, με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου …[S9]  (με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S10]  και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S11]  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου), η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 27.10.2015 και, μετά από αναβολή, για τη δικάσιμο της 12.4.2016 και, μετά από αναβολή, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή, ζητώντας την εξαφάνισή της και την αποδοχή της αγωγής στο σύνολό της.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντα κατόπιν μονομερούς δηλώσεώς του, που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της, αναφέρθηκε στις γραπτές προτάσεις της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η έφεση του ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά με τον αριθμό 224/29.8.2014, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), την από 13.12.2011, με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S12]  και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S13]  αγωγή του ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητου, εισάγεται παραδεκτά ενώπιον του παρόντος, καθ’ ύλην αρμόδιου Δικαστηρίου (αρθρ. 17Α ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 § 1 εδ. β` ΚΠολΔ «έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στο πρώτο βαθμό α) …, β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή…. Αν η απόφαση αυτή είναι εν μέρει οριστική δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη». Οριστική απόφαση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, συνδυαζομένης και προς εκείνες των άρθρων 308 και 309 ΚΠολΔ, είναι η απόφαση που δέχεται ολικά ή μερικά το αίτημα για παροχή δικαστικής προστασίας, απεκδύοντας το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία για το αίτημα αυτό και η οποία, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ανακληθεί από το δικαστήριο που την εξέδωσε (ΑΠ 382/2005, ΕλλΔνη 47. 1666, ΕφΔωδ 69/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 201/2013, ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, η απόφαση με την οποία για οποιοδήποτε λόγο, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση αγωγής ή άλλου ενδίκου μέσου παροχής δικαστικής προστασίας δεν είναι οριστική, αφού το δικαστήριο δεν αποξενώνεται από την υπόθεση, αλλά διατηρεί την εξουσία επ’ αυτής, μετά την εισαγωγή της σ’ αυτό, αφού πληρωθεί το κενό που προκάλεσε το απαράδεκτο της συζήτησης. Η απόφαση αυτή μπορεί να ανακληθεί από το δικαστήριο μετά την επαναφορά της αγωγής προς συζήτηση με κλήση (ΕφΑθ 2866/2016, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 69/2015, ο.π., ΕφΔωδ 201/2013, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5561/2009 ΕλλΔνη 51. 208, Σ. Σαμουήλ «Η Εφεση» έκδ. 2003, παρ. 215, σελ. 95, αρ. 6). Ο κανόνας του μη επιτρεπτού της έφεσης κατά εν μέρει οριστικής απόφασης κάμπτεται στην περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει απλή ομοδικία και η πρωτόδικη απόφαση είναι οριστική ως προς έναν ή μερικούς ομοδίκους, μη οριστική δε ως προς τους λοιπούς. Διότι από τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 και 2, 76 και 517 εδ. β΄ Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, στην περίπτωση αυτή, η έναντι κάθε ομοδίκου οριστική διάγνωση έχει αυτοτέλεια και η ως προς αυτόν κρίση περατώνει έναντι αυτού τη δίκη. Έκτοτε, συνεπώς, η απόφαση είναι ως προς αυτόν εκκλητή και πριν ακόμη εκδοθεί οριστική απόφαση έναντι των λοιπών ομοδίκων (βλ. ΟλΑΠ 902/1982, ΑΠ 204/2013, ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 201/2013, ο.π., ΕφΠατρ 491/2011, ΑΧΑΝΟΜ 2012, σ.298, ΕφΘεσ 718/2010, Αρμ. 2012, ΕφΔωδ 395/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, σ. 86, Σ. Σαμουήλ, ό.π., παρ. 225, σελ. 95). Εξάλλου, κατά το άρθρο 532 του ιδίου Κώδικα αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, το δικαστήριο απορρίπτει αυτήν και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 156/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 382/2005, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2866/2016, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 69/2015, ο.π., Σ. Σαμουήλ, ο.π., παρ. 217, σελ. 91).
Ο ενάγων (ήδη εκκαλών), με την από 13.12.2011 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, την 20.4.2011 μεταξύ του ιδίου και του πρώτου εναγομένου, ενεργούντος ως αντιπροσώπου στην Ελλάδα της δεύτερης εναγομένης, πλοιοκτήτριας της υπό σημαία …[S14]  θαλαμηγού με το όνομα «…[S15] » με αριθμό νηολογίου …[S16]  …[S17] , κ.ο.χ. 331, κ.κ.χ. 99, μήκους 32,77 μέτρων, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στην ως άνω θαλαμηγό, με την ειδικότητα του μάγειρα, αντί «κλειστού» μηνιαίου μισθού, ύψους 2.700 Ευρώ, κατά τα λοιπά, δε, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της ελληνικής ΣΣΝΕ για τα πληρώματα επιβατηγών επαγγελματικών τουριστικών σκαφών του ν. 2743/1999 και εργάσθηκε εκεί, μέχρι την 22.8.2011, οπότε απολύθηκε αυτός στο λιμάνι Τίβατ του Μαυροβουνίου, μετά από μονομερή και αναίτια καταγγελία της σύμβασής του από τον πλοίαρχο. Με βάση αυτό το ιστορικό, κυρίως μεν με βάση τις διατάξεις περί σύμβασης ναυτικής εργασίας, επικουρικά δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον (με βάση τις διατάξεις του Ν. 762/78, ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας και ως πλοιοκτήτρια του πλοίου όπου ο ενάγων παρείχε την εργασία του, αντίστοιχα), να του καταβάλουν το ποσό των 3.150 Ευρώ, που αντιστοιχεί σε αποδοχές 30 ημερών (ήτοι συμφωνηθείς μισθός 2.700 Ευρώ πλέον τροφοδοσίας 450 Ευρώ), ως αποζημίωση απόλυσης, λόγω της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της από τον πλοίαρχο, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης, στις 22.8.2011, πλέον δικαστικών εξόδων.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΕιρΠειρ 224/2014), η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, δυνάμει της οποίας α) η συζήτηση της αγωγής κηρύχθηκε απαράδεκτη ως προς τη δεύτερη των εναγομένων και β) απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο ως παθητικά ανομιμοποίητη, διότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτός αντιπροσώπευε στην Ελλάδα τη δεύτερη των εναγομένων ούτε ότι συμβλήθηκε με τον ενάγοντα ως αντιπρόσωπος της εργοδότριάς του εταιρείας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση και για τους σε αυτή διαλαμβανόμενους λόγους, οι οποίοι ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ο εκκαλών – ενάγων διώκων την εξαφάνισή της και την καθ’ ολοκληρίαν παραδοχή της αγωγής του.

Σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομική σκέψη, η ως άνω πρωτόδικη απόφαση δεν είναι οριστική και επομένως δεν υπόκειται σε έφεση ως προς τη διάταξή της με την οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς τη δεύτερη εναγόμενη. Πρέπει, επομένως, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος ως προς τη δεύτερη εναγομένη, εδώ δεύτερη εφεσίβλητη, καθόσον η συζήτηση της αγωγής, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, είχε κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς αυτήν. Κατά τα λοιπά, ως προς τον πρώτο εναγόμενο, η ως άνω πρωτόδικη απόφαση είναι οριστική, λόγο της σχέση απλής ομοδικίας που συνδέει τους διαδίκους (οι οποίοι φέρονται, κατά την αγωγή, ως παθητικά εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, πρβλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ.  74 ΚΠολΔ, αριθμ.1, Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΑΚ, εκδ. 2003, υπό αρθρ. 481 ΑΚ, αριθμ. 11, πρβλ. ΑΠ 1235/2007, ΧΡΙΔ 2008, σ.239, ΕφΠειρ 545/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 582/2014, ΕλΔνη 2015, σ.532) και, άρα, εκκλητή. Συνεπώς, η ως άνω έφεση, καθό μέρος στρέφεται κατά του πρώτου εφεσιβλήτου, Ηλία Κουτσούτη, είναι παραδεκτή και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού δεν προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 27.2.2015  (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 516, 518 παρ. 2, 591 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν κατά το χρόνο κατάθεσης της υπό κρίση έφεσης, πρβλ. αρθρ. ένατο παρ.2 Ν. 4335/2015, σύμφωνα με το οποίο οι διατάξεις του ΚΠολΔ για τα ένδικα μέσα, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με το νόμο αυτό, εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται μετά την 1.1.2016). Είναι επομένως, ως προς αυτό το διάδικο, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α` και 2 του Ν. 762/1978, «επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 53 ΚΙΝΔ, εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμον κατοικίαν εν Ελλάδι ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συναπτών μετά ναυτικού εν Ελλάδι σύμβασιν παροχής εργασίας εκ πλοίου του εργοδότου, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτώ, δι’ απάσας τας εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρέουσας υποχρεώσεις του εργοδότου έναντι του ναυτικού, θεωρούμενος δια την περίπτωσιν αυτήν και ως αντίκλητος αυτού… Εάν την ανωτέρω σύμβασιν μετά ναυτικού συνήψεν εν Ελλάδι νομικόν πρόσωπον, ημεδαπόν ή αλλοδαπόν, μετά του εργοδότου, ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον δια τας κατά των προηγουμένων παράγραφον απαιτήσεις του ναυτικού, πάντα τα από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της υπό του ναυτικού ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικόν τούτο πρόσωπον φυσικά πρόσωπα». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με τον ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτή για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνονται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν ή που εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, από το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως μέχρι το χρόνο της άσκησης από το ναυτικό των αξιώσεων του από την εργασιακή σχέση (ΑΠ 1090/2010 ΔΕΕ 2010, σ.1343, ΕφΠειρ 362/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 811/201, ΕΝΑΥΤΔ 2014, σ.40, ΕφΠειρ 259/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.170, ΕφΠειρ 546/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.397, ΕφΠειρ. 307/2005 ΕΝΔ 2005, σ.82, ΕφΠειρ 214/2002, ΠΕΙΡΝΟΜ 2002, σ.169, ΕφΠειρ 761/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.197, ΕφΠειρ 435/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.21, ΕφΠειρ 235/2010 ΕΝΔ 2010, σ.131). Η σύμβαση αυτή δεν είναι αναγκαίο να γίνει εγγράφως. Η σύμβαση πρόσληψης του ναυτικού για να ναυτολογηθεί σε πλοίο είναι οριστική σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματα που θέλησαν τα μέρη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ και κατά συνέπεια, αν αυτή έγινε στην Ελλάδα υπάρχει εις ολόκληρον ευθύνη των υποχρέων που αναφέρονται στην παραπάνω διάταξη για τις υποχρεώσεις που πηγάζουν απ’ αυτήν ή τη σύμβαση ναυτολόγησης που επακολούθησε (ΕφΠειρ 307/2005, ο.π., ΕφΠειρ 184/1997, ο.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 ΚΙΝΔ, η καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως γίνεται οποτεδήποτε από τον πλοίαρχο, χωρίς να απαιτείται προθεσμία ή τύπος ούτε η ύπαρξη κάποιου λόγου. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός, του οποίου καταγγέλλεται η σύμβαση δικαιούται ως αποζημίωση την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 76 (ΕφΠειρ 826/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 143/2011, ΕΝΔ 2012, σ.30, ΕφΠειρ 140/2004, ΕΝΑΥΤΔ 2004, σ.114). Τα ανωτέρω ισχύουν είτε η σύμβαση είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί στην ορισμένου χρόνου σύμβαση την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, το οποίο (μέλος του πληρώματος) δικαιούται να λάβει μόνο την αποζημίωση των άρθρων 75 παρ.2 και 76 ΚΙΝΔ, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά του (ΕφΠειρ 826/2014, ο.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990 οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους. Επομένως, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως αυτής, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που αποκαλείται “κλειστός” και περιλαμβάνει το βασικό μισθό και τα επιδόματα ή άλλες αποδοχές που προβλέπονται από τη σχετική ΣΣΝΕ είναι κατ’ αρχή επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, υπό την αυτονόητη όμως και αναγκαία προϋπόθεση ότι ο συμφωνηθείς “κλειστός” μηνιαίος μισθός είναι υπέρτερος, παρέχοντας κατ` αυτόν τον τρόπο μεγαλύτερη προστασία στον εργαζόμενο ναυτικό, των νομίμων μηνιαίων αποδοχών, ενώ αν δεν καλύπτει το σύνολο των ελαχίστων νομίμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη, διότι πρόκειται για ανεπίτρεπτη κατά Νόμο παραίτηση εκ των προτέρων από δικαιώματα που παρέχονται στο ναυτικό, σύμφωνα με κανόνες δημόσιας τάξεως, με αποτέλεσμα αυτός να δικαιούται να λάβει την προκύπτουσα διαφορά (βλ. ΕφΠειρ 480/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σ.448, ΕφΠειρ 307/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σ.82 με εκεί παραπομπές σε νομολογία).

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ειδικότερα δε από την ένορκη εξέταση της μάρτυρος απόδειξης, Μαρίας Πατσουράκου και τη χωρίς όρκο εξέταση του πρώτου εναγομένου, στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, από όλα, γενικά, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, καθώς και τη με αριθμό 22.740/19.3.2015 ένορκη βεβαίωση του Γ. Χ.[S18] , ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά, Μαρίας Νάκου-Μανίσαλη, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία του εφεσίβλητου – πρώτου εναγομένου, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εκκαλούντα – ενάγοντα (βλ. την έκθεση επίδοσης με τον αριθμό 8.037/17.3.2015 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Ιωάννη Γ. Κοφινιώτη), περί επίδοσης στον εκκαλούντα – ενάγοντα, της από 16.3.2015 κλήσης (παραδεκτά, κατ’ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ, πρβλ. Σ. Σαμουήλ, «η έφεση», εκδ. 2009, παρ.773, ΑΠ 186/2017, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εταιρεία με την επωνυμία «…[S19] » ήταν, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (20.4.2011 έως 22.8.2011) πλοιοκτήτρια του υπό σημαία …[S20]  πλοίου/ θαλαμηγού, με αριθμό νηολογίου …[S21]  …[S22] , κ.ο.χ. 331, κ.κ.χ. 99, μήκους 99 μέτρων (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα, «λίστα προσωπικού» – crew list – του εν λόγω πλοίου, η οποία φέρει θεώρηση για τον απόπλου, από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, από 14.6.2011, καθώς επίσης και προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον εναγόμενο, έγγραφο εθνικότητας του πλοίου, όπου η εν λόγω εταιρεία εμφαίνεται ως πλοιοκτήτρια). Ο εδώ εναγόμενος, …[S23] , ήταν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ναυτικός πράκτορας του εν λόγω πλοίου, όπως ο ίδιος συνομολογεί στις προτάσεις του ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου  (ορ. σελ. 2 προτάσεων εναγομένων επί της υπό κρίση αγωγής), ήτοι το φυσικό πρόσωπο, το οποίο, δυνάμει συμβάσεως με την πλοιοκτήτρια, είχε αναλάβει τη διεξαγωγή ναυτικών υποθέσεων της τελευταίας, αντί αμοιβής (για την έννοια του ναυτικού πράκτορα, βλ., αντί πολλών, ΕφΠειρ 207/2011, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2011, σ.518). Δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε προφορικά στον Πειραιά, την 20.4.2011, μεταξύ του ενάγοντα και του εν λόγω εναγομένου, ενεργούντος υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου στην Ελλάδα της εν λόγω πλοιοκτήτριας εταιρείας, ο ενάγων  προσλήφθηκε για να ναυτολογηθεί με την ειδικότητα του μάγειρα, επί του ανωτέρω πλοίου, αντί μηνιαίου «κλειστού» μισθού, ύψους 2.700 Ευρώ. Σε εκτέλεση, δε, του εν λόγω προσυμφώνου ναυτικής εργασίας, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο εν λόγω πλοίο αυθημερόν,  με την ως άνω ειδικότητα και εργάσθηκε σε αυτό μέχρι την 22.8.2011, οπότε απολύθηκε στο λιμένα Τίβατ του Μαυροβουνίου. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τη σαφή περί τούτου κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, μητέρας του ενάγοντα, στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία με σαφήνεια κατέθεσε ότι η συμφωνία έγινε «… με κάποιον πράκτορα… τον κύριο Κ. Η.[S24] , στον Πειραιά εδώ … », ενώ επιβεβαίωσε και το ύψος του συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού του ενάγοντα (2.700 Ευρώ) και το λόγο και τον τόπο απόλυσης αυτού (αναφέρει αυτή, σε απάντηση ερώτησης γιατί απολύθηκε ο ενάγων «… γιατί έπαθε μια γαστρεντερίτιδα, βρισκόντουσαν στο Μαυροβούνιο …»). Εξάλλου, αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω δε δύναται να συναχθεί από τη χωρίς όρκο κατάθεση του ως άνω εναγομένου, στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Γ. Χ.[S25] , στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του, καθόσον αμφότεροι επιβεβαιώνουν την ιδιότητα του εν λόγω εναγομένου ως πράκτορα του πλοίου [ο ίδιος ο ενάγων αναφέρει «το μόνο που έκανα ήταν να εκδίδω το δελτίο transit του σκάφους, ώστε να μπορεί να κινείται στα ελληνικά χωρικά ύδατα», ενώ ο μάρτυρας ανταπόδειξης, πλοίαρχος του εν λόγω πλοίου, αναφέρει «ο κ. Κ.[S26]  είναι ναυτικός πράκτορας και συνεργάτης σε μια εταιρεία πρακτορείας στον Πειραιά … η σχέση του με την πλοιοκτήτρια εταιρεία ήταν απλά διεκπεραιωτική (όπως έκδοση δελτίων transit) και σε καμία περίπτωση δεν εκπροσωπούσε αυτήν στην Ελλάδα»]. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του ως άνω εναγομένου ότι δεν προέβη, για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, σε πρόσληψη προσωπικού, αλλά ότι γνώρισε τον ενάγοντα ένα μήνα μετά τη σύμβαση ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την πλοιοκτήτρια (αναφέρει «… Τον γνώρισα ένα μήνα μετά που έπιασε δουλειά. Ήμασταν εγώ, ο καπετάνιος και ο κύριος, ήπιαμε καφέ μια φορά και τότε τον γνώρισα»), δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο και προσκρούει στα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αφού δεν παρίσταται λογικό να έχει προβεί ο ενάγων σε συμφωνία ναυτολόγησης, στην Ελλάδα, με μία αλλοδαπή εταιρεία, χωρίς τη μεσολάβηση τρίτου προσώπου, εγκατεστημένου στην Ελλάδα. Επιπρόσθετα, η γενική αναφορά του μάρτυρα ανταπόδειξης, πλοιάρχου του εν λόγω πλοίου, στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του, ότι ο εν λόγω εναγόμενος «… Ουδέποτε συνήψε  συμβάσεις εργασίας με κανέναν ναυτικό του σκάφους αφού η σχέση του με την πλοιοκτήτρια εταιρεία ήταν απλά διεκπεραιωτική …» δεν επαρκεί για την περί του αντιθέτου απόδειξη, αφού, αφενός μεν η κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, περί του ότι η συμφωνία για ναυτολόγηση του ενάγοντα έγινε με τον εδώ εναγόμενο, είναι σαφής, αφετέρου δε, η αναφορά του μάρτυρα ανταπόδειξης, Γ. Χ.[S27] , στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του, μέσω γνωστών του, βρήκε για τη θέση του μάγειρα του πλοίου τον ενάγοντα, και ο ίδιος, υπό την ιδιότητα του πλοιάρχου του πλοίου, προέβη στην πρόσληψη αυτού, κατ’ εκτέλεση εντολών της πλοιοκτήτριας (κατά τις αναφορές του εν λόγω μάρτυρα, πλοιοκτήτρια είναι η εταιρεία «…[S28] », χωρίς τούτο να επιβεβαιώνεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο), χωρίς, μάλιστα να διευκρινίζει το όνομα του νομίμου εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας εταιρείας, ο οποίος προσέλαβε τον ίδιο, ως Πλοίαρχο του Πλοίου και ο οποίος του ανακοίνωσε την απόφαση της πλοιοκτήτριας για πρόσληψη του ενάγοντα ως μάγειρα στο σκάφος, δεν αναιρεί τα ανωτέρω αποδειχθέντα, περί του ότι το προσύμφωνο ναυτολόγησης του ενάγοντα με την πλοιοκτήτρια συμφωνήθηκε με τον εδώ εναγόμενο, ναυτικό πράκτορα του πλοίου, στον Πειραιά, ενόψει του ότι το προσύμφωνο ναυτολόγησης, δυνάμενο να καταρτισθεί και προφορικά, διακρίνεται από τη σύμβαση ναυτολόγησης, η οποία, πράγματι, καταρτίζεται εγγράφως, με τον πλοίαρχο του πλοίου (όπως εν προκειμένω, με τον ως άνω μάρτυρα ανταπόδειξης, Γεώργιο Χατζηδάκη), κατά τα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας, διαλαμβανόμενα (ορ. ειδικότερα, ΕφΠειρ 808/2003, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2003, σ.1128). Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, στον κύκλο των υποθέσεων που είχαν ανατεθεί στον εδώ εναγόμενο, ως πράκτορα του πλοίου, περιλαμβάνονταν και η πρόσληψη των μελών του πληρώματος της θαλαμηγού, επομένως, αφού αυτός συνήψε το ένδικο προσύμφωνο ναυτολόγησης με τον ενάγοντα, θεωρείται ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας, κατά την έννοια του Ν. 726/1978, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας (ορ. ειδικότερα, ΕφΠειρ 214/2002, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2002, σ.169). Ενισχυτικό, δε, της κρίσης του Δικαστηρίου τούτου περί των ανωτέρω, τυγχάνει ότι ο εδώ εναγόμενος, κατά τις παραδοχές του ιδίου, στις ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προτάσεις του,  επικοινώνησε με τον ενάγοντα, κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα και, κατ’ εντολή της πλοιοκτήτριας, μετέβησαν σε νοσοκομείο, όπου αυτός (ενάγων) πραγματοποίησε επαναληπτικές εξετάσεις (βλ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον εναγόμενο, αποδείξεις παροχής υπηρεσιών του θεραπευτηρίου Metropolitan), ενέργεια που καταδεικνύει ότι στο πλαίσιο των καθηκόντων του, ως πράκτορα, ήταν επιφορτισμένος με εργασίες σχετικές με τα πληρώματα της εν λόγω θαλαμηγού. Επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ.2 και 76 ΚΙΝΔ, ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση απόλυσης, το μισθό 30 ημερών, αφού η λύση της σύμβασης του ναυτικού έγινε σε λιμένα της Ευρώπης, ήτοι το ποσό των 2.700 Ευρώ,  στο οποίο δεν υπολογίζεται το αντίτιμο τροφής, αφού, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στην έννοια του «κλειστού» μισθού, καλύπτονται οι προβλεπόμενες από τη σχετική ΣΣΝΕ αποδοχές, όπως τούτο δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ούτε πλήττεται με λόγο έφεσης (πρβλ. ΕφΠειρ 625/2014, ΕλΔνη 2015, σ.ΕφΠειρ 24/1996, ΔΕΕ 1996, σ.525). Ενόψει των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή ως προς τον ανωτέρω εναγόμενο, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, αφού εξαφανιστεί η απόφαση ως προς αυτόν, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό, να δικαστεί η αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53, 54, 60, 72, 75, 76, 84 ΚΙΝΔ, άρθρων 1 παρ.1 εδ.α και 2 Ν. 762/1978, 346, 361, 648, 653, 655, 481 επ. ΑΚ, να γίνει αυτή δεκτή ως μέρει ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος …[S29] , να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.700 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (ΑΚ 346), καθόσον η αποζημίωση απόλυσης δε θεωρείται μισθός, επομένως δεν υφίσταται ως προς αυτήν δήλη ημέρα καταβολής, αλλά ο τόκος αρχίζει από την όχληση και σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αγωγής (ΕφΠειρ 46/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.97, ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.102, ΕφΠειρ 172/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.100, ΕφΠειρ 247/1995, ΕΝΑΥΤΔ 1995, σ.483), απορριπτομένου κατά τα λοιπά, του σχετικού αιτήματος της αγωγής (περί επιδίκασης αποζημίωσης απόλυσης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης). Τέλος, ο πρώτος εναγόμενος πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα – εφεσίβλητου, κατόπιν σχετικού αιτήματος του τελευταίου, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη, …[S30]  «…[S31] »

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 224/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την ως άνω αγωγή του εκκαλούντα.

Δέχεται εν μέρει την από 13.12.2011, με γενικό αριθμό κατάθεσης 7.189/2011 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S32]  αγωγή.

Υποχρεώνει τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700)  Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση και

Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου (εφεσιβλήτου) μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος (εκκαλούντα) για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) Ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις …………………..

Η    Δικαστής                                                         Γραμματέας