ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
3559 /2017
(Αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …[S1] )
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 8 Ιουνίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …[S2] του Ι.[S3] , κατοίκου Κ. Σ.[S4] (οδός …[S5] ), με Α.Φ.Μ. …[S6] , η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Γεωργίου Σαπουντζάκη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «…[S7] » με έδρα την Σ…… (οδός …[S8] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του νομίμου εκπροσώπου της Π. Μ.[S9] , ο οποίος διόρισε πληρεξούσιους δικηγόρους τον Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη και το Γεώργιο Παπανικολάου, 2. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S10] » με έδρα τη Σ……. (οδός …[S11] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 3. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S12] », με έδρα την Σ….. (οδός …[S13] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 4. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S14] », με έδρα την Σ….. (οδός …[S15] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 5. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S16] » με έδρα την Σ……(οδός …[S17] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 6. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S18] » με έδρα την Σ…… (οδός …[S19] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 7. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S20] » με έδρα την Σ….. (οδός …[S21] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 8. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S22] » με έδρα την Σ…. (οδός …[S23] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 9. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S24] » με έδρα την Σ….. (οδός …[S25] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 10. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S26] » με έδρα την Σ……(οδός …[S27] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 11. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S28] » με έδρα την Σ….. (…[S29] , …[S30] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 12. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S31] » με έδρα την Σ….. (οδός …[S32] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 13. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S33] » με έδρα την Σ….. (οδός …[S34] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 14. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S35] » με έδρα την Σ……(οδός …[S36] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 15. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S37] » με έδρα την Σ… (οδός …[S38] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 16. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S39] » με έδρα την …[S40] (οδός …[S41] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 17. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S42] » με έδρα την ………. (οδός …[S43] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 18. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S44] », που εδρεύει στο …[S45] (…[S46] ), νομίμως εκπροσωπουμένης και 19. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…[S47] », που εδρεύει στο …[S48] (…[S49] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν άπασες δια των πληρεξούσιων δικηγόρων τους Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη και Γεωργίου Παπανικολάου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-12-2016 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης …[S50] αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, προσδιορίστηκε να εκδικασθεί αρχικά κατά τη δικάσιμο της 6-03-2017 και εγγράφηκε στο πινάκιο, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Κατά το άρθρο δε 64 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, οι πιο πάνω ενώσεις προσώπων και οι εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεων τους. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι οι εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό (κοινοπραξίες), μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκόλυνσης των συναλλασσομένων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρίες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους και κατ’ επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών (ΟλΑΠ 14/2007-ΕλλΔνη 2007/983, ΕφΑθ 3263/2008-ΕλλΔνη 2008/1517, ΠΠρΑθ 645/2010-ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στο δίκαιο των εταιριών, υπό ευρεία έννοια, δηλαδή των ενώσεων προσώπων που συνιστώνται με σύμβαση και επιδιώκουν κοινό σκοπό, με τη συμβολή των μελών, τους, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία, ως ιδιαίτερος τύπος εταιρίας. Αφότου όμως εμφανίστηκε και δρα στην πράξη η κοινοπραξία είναι δυνατό να έχει το χαρακτήρα είτε αστικής εταιρίας εάν από τη φύση της και το σκοπό της δεν είναι εμπορική, οπότε δεν θα έχει νομική προσωπικότητα και θα διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. ΑΚ, είτε εμπορικής εταιρίας, οπότε εμπίπτει στο πεδίο του εμπορικού δικαίου και θα πρέπει να υπαχθεί σε έναν από τους εταιρικούς τύπους που αναγνωρίζονται από αυτό, γιατί στις εταιρίες του εμπορικού δικαίου, για λόγους προστασίας των τρίτων, αλλά και των εταίρων, ισχύει η αρχή του κλειστού αριθμού, σύμφωνα με την οποία αποκλείεται η υιοθέτηση άλλου τύπου εταιρίας διαφορετικού από εκείνους που αυτό αναγνωρίζει. Επομένως, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, η κοινοπραξία, εάν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του ΕΝ [και ήδη των διατάξεων των άρθρων 249 επ. Ν. 4072/2012], μπορεί να έχει χαρακτήρα είτε αφανούς εταιρίας, με εμφανή εταίρο ένα εκ των μελών της, φυσικών ή νομικών προσώπων που την αποτελούν, η οποία προσομοιάζει με την ετερόρρυθμη εταιρία, με μόνο τον εμφανή εταίρο απεριορίστως ευθυνόμενο, είτε ομόρρυθμης «εν τοις πράγμασι» εταιρίας, οπότε τα μέλη αυτής θα ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της, κατ’ άρθρο 22 του ΕΝ [ήδη άρθρο 249 Ν. 4072/2012] και μπορούν κατά συνέπεια να εναχθούν αυτοί για τις υποχρεώσεις της Κοινοπραξίας, ενώ το έναντι αυτής δεδικασμένο ισχύει κατά το άρθρο 329 ΚΠολΔ και έναντι των μετεχόντων σε αυτήν φυσικών ή νομικών προσώπων (ΑΠ 362/2009-ΕλλΔνη 2010/470, ΑΠ 1266/1996, ΕλλΔνη 38, σ.1116, ΕφΔυτΜακ 44/2011-ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 386/2008, ΔΕΕ 2009, σ.329, ΕφΘεσ 762/2007, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2007, σ.860, ΕφΑθ 8031/2002-ΕλλΔνη 2005/257, ΕφΑθ 3486/2002-ΕλλΔνη 2003/221). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 22 παρ. 2 του Συντάγματος και 3 παρ. 1, 7, 8 παρ. 2, 9 παρ. 1, 10 παρ. 2 και 11 παρ. 2 ν. 1876/1990 συνάγεται ότι (α) κατά την σύναψη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ) οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν νομοθετική (κανονιστική) εξουσία κατά παραχώρηση του Κράτους και ως εκ τούτου οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ (ή των εξομοιουμένων με αυτές διαιτητικών αποφάσεων, άρθ. 16 ν. 1876/1990) έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ ουσιαστικού νόμου και, αν είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους, υπερισχύουν των τυπικών νόμων, εκτός εάν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια (β) οι κλαδικές ΣΣΕ περιέχουν τους όρους εργασίας και αμοιβής που αφορούν στους εργαζομένους ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων μιας πόλης ή περιφέρειας ή και ολόκληρης της χώρας (γ) οι ΣΣΕ, πλην των εθνικών γενικών, δεσμεύουν καταρχήν τους εργοδότες και εργαζομένους που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ο Υπουργός Εργασίας, όμως, με απόφασή του (που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας) μπορεί να επεκτείνει την ισχύ και να κηρύξει γενικά υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους ενός κλάδου ή επαγγέλματος ΣΣΕ, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος, έκτοτε δε η ΣΣΕ δεσμεύει όλους τους εργοδότες του κλάδου ή τους εργαζομένους του επαγγέλματος που αυτή αφορά, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στην σύναψη της, με την επιφύλαξη ότι μία κλαδική ΣΣΕ (ή ΔΑ) υπερισχύει σε περίπτωση συρροής αυτής με άλλη, ομοιοεπαγγελματική, ΣΣΕ (ΟλΑΠ 3/2002, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 132/2016, ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 56/2012, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των ανωτέρω, η ιδιότητα του μέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω ΣΣΕ, αποτελεί προϋπόθεση της γένεσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και, συνακόλουθα, στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Δεν είναι όμως απαραίτητο να αναφέρεται το στοιχείο αυτό πανηγυρικά στο αγωγικό δικόγραφο, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξης της ως υποχρεωτικής, οπότε στην επίκληση της συλλογικής αυτής σύμβασης (ή των εννόμων συνεπειών της) εμπεριέχεται αλαλήτως και η επίκληση της ιδιότητας των διαδίκων ως μελών των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Στην περίπτωση αυτή, αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατήρτισαν τη ΣΣΕ, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεσθεί, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ και να αποδείξει ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των εν λόγω συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΑΠ 1351/2001-ΕΕΔ 2003/875, ΑΠ 1288/ 1999-ΔΕΝ 2000/495), Εξάλλου, για να. είναι ορισμένη η αγωγή μισθωτού που έχει ως αντικείμενο την επιδίκαση διαφορών μεταξύ καταβαλλομένων αποδοχών κλπ. και οφειλομένων βάσει των οριζομένων από κλαδική ΣΣΕ ή ΔΑ, που έχει την ίδια ισχύ, η οποία έχει επεκταθεί και έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, εκτός των άλλων στοιχείων αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί από το δικαστήριο αν πρόκειται για ομοειδή ή συναφή εκμετάλλευση με τις επιχειρήσεις του κλάδου που αφορά η ΣΣΕ ή ΔΑ, ώστε να κριθεί αν μπορούσε ο εργοδότης και ο ενάγων μισθωτός να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται και σε αυτούς (ΑΠ 1933/2008 ΔΕΕ 2009/1402, ΑΠ 1164/1998 ΕλλΔνη 40/329). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι προσλήφθηκε στις 20-05-1987 δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία, προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου. Ότι οι δεδουλευμένες αποδοχές που της κατέβαλε η πρώτη εναγομένη υπολείπονταν των νομίμων που ορίζονταν από την οικεία εφαρμοζόμενη ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», η οποία ήταν αυτή του έτους 2008- 2009 σε συνδυασμό με την αντίστοιχη του 2012 που άρχισε να ισχύει από την 1-1-2010. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, η μεν πρώτη ως εργοδότρια και οι υπόλοιπες ως μέτοχοι της πρώτης εναγόμενης Κοινοπραξίας, να της καταβάλουν, από κοινού και εις ολόκληρον, το ποσό των 68.737,58 ευρώ ως διαφορές αποδοχών, διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας για τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2011 έως 22-12-2014 και από 10-05-2016 έως 31-06-2016. Επίσης, ζητεί η απόφαση που θα εκδοθεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με το παραπάνω περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά, η κρινομένη αγωγή, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25 παρ. 2 και 621§1 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 και 621 επ. του Κ.Πολ.Δ), ενόψει του ότι πρόκειται για διαφορά από παροχή χερσαίας και όχι ναυτικής εργασίας, της οποίας ουσιώδες στοιχείο είναι η ανάληψη από το ναυτικό της υποχρέωσης να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου, ώστε να υπάγεται στη δικαιοδοσία του ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007/978). Σημειώνεται ότι με την ένδικη αγωγή παραδεκτώς ενάγεται η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό αυτής, καθόσον, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη της παρούσας, έχει ικανότητα διαδίκου και κατ’ επέκταση νομιμοποιείται να ενάγει και να ενάγεται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών αυτής. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες, καθόσον, αναφέρονται σε αυτήν όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά αναλυτικά εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, επί της αμφισβήτησης της εργοδότριας εναγόμενης Κοινοπραξίας και των μελών αυτής λοιπών εναγομένων ότι η Κοινοπραξία ή η ενάγουσα ήταν μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατήρτισαν την από 23-12-2011 ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», η οποία δεν έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική, η ενάγουσα κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις της εκθέτει ότι από εργατικής πλευράς η ίδια εκπροσωπείτο στις συλλογικές διαπραγματεύσεις από τον «Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εργαζομένων στη Ναυτιλία και τον Τουρισμό» και από την εργοδοτική πλευρά οι ναυτικές εταιρίες – μέλη της πρώτης εναγομένης εκπροσωπούνταν από το «Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας». Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 361, 648, 651, 652, 653 και 655 ΑΚ, 68, 74, 176, 191§2, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 3, 6 της με αρ. 19040/1981 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1, 3 παρ. 1,3,8 ΑΝ 539/1945, όπως το άρθρο 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν. 3302/2004 σε συνδυασμό με τις διατάξεις της από 3-6-2008 Εθνικής Κλαδικής ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας» που έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική με την ΥΑ 58032/2713/2008 (πράξη κατάθεσης 41/20-6-2008, ΦΕΚ Β 1657/14-8- 2008) και της από 23-12-2011 Εθνικής Κλαδικής ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω η αγωγή, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, κατά το μέρος που υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα με το αρθρ. 71 του ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το αρθρ. 14 παρ.1 του ΚΠολΔ (βλ. το υπ’ αριθμ. …[S51] ηλεκτρονικό παράβολο και την από 13-06-2017 απόδειξη πληρωμής αυτού της Τράπεζας Πειραιώς),), ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61§4 Ν. 4194/2013, προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. τα με αριθμούς …[S52] και …[S53] γραμμάτια του ΔΣΠ).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης …[S54] που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, της νομίμως προσαγόμενης από την ενάγουσα υπ’ αριθμ. …[S55] ένορκης βεβαίωσης του Θ. Μ.[S56] ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε νόμιμα (αρθρ. 421 επ. ΚΠολΔ), ύστερα από προηγούμενη κλήτευση των εναγομένων, καθόσον η κλήση επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη (βλ. την υπ’ αριθ. …[S57] έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …[S58] ), ο οποίος είχε παραστεί κατά την αρχική δικάσιμο της 6-03-2017 και είχε λάβει αναβολή για λογαριασμό των εναγομένων (βλ. το υπ’ αριθμ. …[S59] ηλεκτρονικό παράβολο σε συνδυασμό με την από 3-03-2017 εντολή πληρωμής αυτού προς την Τράπεζα Πειραιώς που έδωσε ο ανωτέρω δικηγόρος, τα οποία βρίσκονται στο φάκελο της δικογραφίας) και συνεπώς έκτοτε θεωρούνταν πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγομένων και νομίμως επιδόθηκε σε αυτόν η κλήση για την εξέταση μαρτύρων, απορριπτομένου του ισχυρισμού του ότι η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, οι οποίες (ένορκη κατάθεση και ένορκη βεβαίωση παραδεκτά λαμβάνονται υπ’ όψιν, παρότι οι Γ. Μ.[S60] και Θ. Μ.[S61] έχουν καταθέσει αγωγές με όμοιο περιεχόμενο κατά των εναγομένων, καθόσον τα πρόσωπα που είναι διάδικοι σε υπόθεση παρόμοια με την εκδικαζομένη δε θεωρούνται εξαιρετέοι μάρτυρες, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 400 ΚΠολΔ (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 400 αριθμ.10, ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 231/1990, Ε.Ν.Δ. 18, σ.202, ΕφΠειρ 1082/1986, Ε.Ν.Δ. 15, σ.389), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προσκομιζόμενη από τις εναγόμενες υπ’ αριθμ. …[S62] ένορκη βεβαίωση του …[S63] ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι λήφθηκε μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας, δεδομένου ότι οι εναγόμενες παρότι επικαλούνται στις προτάσεις τους τη σχετική έκθεση επίδοσης (χωρίς να αναφέρουν τον αριθμό αυτής) δεν την προσκομίζουν, καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 § 1 σε συνδ. με 591§1 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι νομίμως προσκομιζόμενες από τις εναγόμενες υπ’ αριθ. …[S64] ένορκη βεβαίωση του …[S65] , καθώς και οι υπ’ αριθ. …[S66] , …[S67] και …[S68] ένορκες βεβαιώσεις των …[S69] , …[S70] …[S71] , αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, οι οποίες λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης και εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1605/2001 ΕλλΔνη 2002/393) και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία εδρεύει στη Σ………, δραστηριοποιείται στη μεταφορά οχημάτων και επιβατών από τα Παλούκια Σ……….. στο Π………. μετ’ επιστροφής και έχει ως σκοπό την είσπραξη των σχετικών κομίστρων και τη διανομή τους στα κοινοπρακτούντα μέλη, τα οποία είναι άπασες οι λοιπές εναγόμενες, οι οποίες τυγχάνουν ναυτικές εταιρίες – πλοιοκτήτριες των επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων μέσω των οποίων γίνεται η προαναφερόμενη μεταφορά. Η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία επιδιώκει εμπορικό σκοπό, ενώ δεν προκύπτει ότι έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του Εμπορικού Νόμου διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας και συνεπώς συνιστά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρία, για τις υποχρεώσεις της οποίας ευθύνεται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 22 του Εμπορικού Νόμου, κάθε μία των κοινοπρακτούντων μελών ναυτική εταιρία ευθέως, απεριόριστα και εις ολόκληρον. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της από 20-05-1987 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, αυτή προσελήφθη προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου, υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης επί 40 ώρες εβδομαδιαίως. Η ενάγουσα εκθέτει στην ένδικη αγωγή, όπως αυτή παραδεκτώς συμπληρώθηκε δια των έγγραφων προτάσεών της (άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ), ότι τα καθήκοντα που εκτελούσε ήταν αυτά του ναυτιλιακού πράκτορα, άλλως της υπαλλήλου ναυτιλιακής εταιρείας, κι ότι ως εκ τούτου έπρεπε να αμείβεται σύμφωνα με τους όρους της οικείας ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Ωστόσο, ο αγωγικός αυτός ισχυρισμός αποδεικνύεται αβάσιμος κατ’ ουσίαν και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η γραμμή Παλούκια Σαλαμίνας – Πέραμα είναι τοπική πορθμειακή γραμμή απόστασης 1,5 ναυτικού μιλίου, κι ως εκ τούτου απαλλάσσεται της υποχρέωσης πρακτόρευσης, ως υπαγόμενη στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 εδ. α’ του ΠΔ 814/1974. Πιο συγκεκριμένα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 9 παρ. 1 του ΠΔ 229/1995 «Ναυτικοί Πράκτορες» και 2 παρ. 3 του ΠΔ 814/1974 προκύπτει ότι δεν είναι υποχρεωτική η πρακτόρευση επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων που εκτελούν τοπικές δρομολογιακές γραμμές εκτεινόμενες μέσα στα όρια του ίδιου νομού και επί απόστασης μέχρι 3 ναυτικών μιλίων. Εξάλλου, το Υπουργείο Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού δια του υπ’ αριθ. σχεδίου 3127/8-4-2015 εγγράφου του ρητώς αναφέρει ότι τα πλοία που δραστηριοποιούνται στη γραμμή Πέραμα – Παλούκια Σαλαμίνας δεν υποχρεούνται σε πρακτόρευση. Ομοίως και η Πανελλήνια Ένωση Ναυτικών Πρακτόρων Ακτοπλοΐας στην από 16-11-2016 βεβαίωσή της αναφέρει ότι τα Ε/Γ – Ο/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγομένης που εκτελούν δρομολόγια στην τοπική δρομολογιακή γραμμή Περάματος – Παλουκίων Σαλαμίνας, δεν μπορούν να ασκούν πρακτόρευση, όπως δεν ασκούν και δεν μπορούν να ασκήσουν όλες οι τοπικές δρομολογιακές γραμμές στον Ελλαδικό χώρο αποστάσεως μέχρι 3 ναυτικά μίλια και επομένως δεν δύνανται να είναι μέλη του ανωτέρω σωματείου. Περαιτέρω, όμως και ανεξάρτητα από τη μη ύπαρξη υποχρέωσης προς πρακτόρευση, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα απέκτησε ποτέ την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα, αφού δεν επικαλείται, αλλά ούτε και αποδεικνύει ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 του ΠΔ 229/1995 για να της χορηγηθεί άδεια άσκησης επαγγέλματος ναυτικού πράκτορα, ούτε άλλωστε ότι της χορηγήθηκε τέτοια άδεια από την αρμόδια λιμενική αρχή, ήτοι από το Λιμεναρχείο Σαλαμίνας. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ούτε ότι «εν τοις πράγμασι» ασκούσε τα οριζόμενα κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 του προαναφερθέντος προεδρικού διατάγματος καθήκοντα του ναυτικού πράκτορα, ήτοι ότι εξέδιδε, υπ’ ευθύνη της, τα εισιτήρια των επιβατών και τις αποδείξεις μεταφοράς οχημάτων. Αντίθετα, όπως, η ίδια συνομολογεί στις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της αντικείμενο της εργασίας της ήταν ο έλεγχος και η θεώρηση – διάτρηση των εισιτηρίων, που εξέδιδε και χορηγούσε η πρώτη εναγομένη (και όχι η ίδια) στους επιβάτες. Ενισχυτικό, άλλωστε, της κρίσης του Δικαστηρίου ότι στα επιβατηγά – οχηματαγωγά πλοία που εκτελούσαν τη συγκεκριμένη τοπική δρομολογιακή γραμμή Παλούκια Σαλαμίνας – Πέραμα δεν είχε οριστεί ναυτικός πράκτορας αποτελεί η μαρτυρική κατάθεση του ενόρκως βεβαιούντος …[S72] , υπαλλήλου γραφείου – ταμία των εκπροσωπούμενων από την Κοινοπραξία ναυτικών εταιριών, ο οποίος με σαφήνεια κατέθεσε ότι «Με βάση τις εγκυκλίους και διαταγές του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας ποτέ δεν επιτράπηκε η εγκατάσταση ναυτικού πράκτορα στη συγκεκριμένη γραμμή, γιατί είναι κάτω από 3 ναυτικά μίλια». Άλλωστε η ίδια η ενάγουσα στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής της αναφέρει ότι μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας που είχε λάβει, κατά την επιστροφή της στην εργασία της στις 10-05-2016 η πρώτη εναγομένη μετέβαλε μονομερώς τους όρους της εργασιακής της σύμβασης, αφού επιχείρησε να αλλάξει την ειδικότητά της από διοικητική υπάλληλο γραφείου σε πρακτορειακή υπάλληλο. Συγκεκριμένα ότι προσπάθησε να τη μεταφέρει από τα γραφεία της εταιρείας στο κιόσκι εκδόσεως εισιτηρίων στο λιμάνι με συνθήκες εργασίας που αφορούσαν όχι μόνο άλλη ειδικότητα, αλλά και εντελώς διαφορετικό κλάδο εκείνου της σύμβασης εργασίας της με εντελώς άλλα καθήκοντα. Επιπλέον σε άλλο σημείο της αγωγής της αναφέρει ότι απέστειλε το από 26-05-2016 εξώδικό της στην πρώτη εναγομένη για να διαμαρτυρηθεί για την ανωτέρω συμπεριφορά της, στο οποίο ανέφερε ότι «η σύμβαση εργασίας μου εξ αρχής και μέχρι σήμερα είναι σύμβαση υπαλλήλου γραφείου με συγκεκριμένα καθήκοντα, ενώ δεν προσλήφθηκα ούτε απασχολήθηκαν ποτέ ως ταμειακή υπάλληλος με συναλλαγή την έκδοση εισιτηρίων, την είσπραξη και την απόδοση χρημάτων και δη εκτός των γραφείων της εταιρείας εκτεθειμένη στο κιόσκι στο χώρο του λιμανιού». Εκθέτει επίσης στην αγωγή της ότι με το από 31-05-2016 εξώδικο που απέστειλε στην πρώτη εναγομένη δήλωσε «συνεχίζω να προσφέρω ανελλιπώς και προσηκόντως την εργασία μου και δεν αποδέχομαι την ως άνω βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής μου σχέσης..». Τα ως άνω δε επανέλαβε η ενάγουσα παριστάμενη μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Παναγιώτη Σαπουντζάκη κατά τη συζήτηση της από 27-05-2016 προσφυγής της (για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της λόγω αλλαγής καθηκόντων) ενώπιον του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας Νοτίου Τομέα Πειραιώς την 1-07-2016. Κατόπιν τούτων, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δεν έχει την ιδιότητα του ναυτιλιακού πράκτορα, ούτε άλλωστε της υπαλλήλου πρακτορειακής επιχείρησης και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των από 3-6-2008 και 23-12-2011 Εθνικών Κλαδικών ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Εξάλλου, η πρώτη από τις προαναφερθείσες κλαδικές ΣΣΕ, ήτοι η από 3-6-2008 ΣΣΕ, η οποία ίσχυσε από την 1-1-2008 έως την 31-12-2009, παρατάθηκε η ισχύς της επί ένα εξάμηνο, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 4 ν. 1876/1990, ως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το άρθρο 2 παρ. 5 της ΠΥΣ 6/2012 και κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική με την ΥΑ 58032/2713/2008, υπεγράφη από το «Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας», την «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας» και την «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» από πλευράς των εργοδοτών και από τον «Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εργαζομένων στη Ναυτιλία και Τουρισμό» από πλευράς των εργαζομένων. Ωστόσο, από τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη, εργοδότρια της ενάγουσας ήταν, ούτε ότι θα μπορούσε να είναι μέλος των εργοδοτικών οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη της. Ειδικότερα, αποδεικνύεται από τη νομίμως προσαγόμενη από τις εναγόμενες εταιρίες υπ’ αριθ. πρωτ. Φ01.2/07/11-1-2016 βεβαίωση του «Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας» ότι η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία ουδέποτε υπήρξε μέλος του εν λόγω Συνδέσμου, ούτε ότι θα μπορούσε να είναι μέλος του, καθόσον η γραμμή που εκτελούν τα πλοία της (Πέραμα – Παλούκια) δεν είναι ακτοπλοϊκή, αλλά τοπική πορθμειακή γραμμή. Ομοίως, ενόψει του ότι τα πλοία με τα οποία δραστηριοποιείται η πρώτη εναγομένη είναι επιβατηγά – οχηματαγωγά και ουχί φορτηγά ακτοπλοϊκά, καθίσταται σαφές ότι αυτή δεν θα μπορούσε να είναι μέλος ούτε της συμβαλλόμενης εργοδοτικής οργάνωσης «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων». Τέλος, δεν αποδείχθηκε ούτε ότι η πρώτη εναγομένη θα μπορούσε να είναι μέλος της εργοδοτικής οργάνωσης «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας», η οποία μετονομάστηκε και διαλύθηκε το έτος 2012. Άλλωστε σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 3972/11-01-2016 έγγραφο της Ένωσης Πλοιοκτητών Πορθμείων Εσωτερικού τα Ε/Γ – Ο/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγομένης που δραστηριοποιούνται στη γραμμή Περάματος – Σαλαμίνας είναι μέλη της, η Ένωση αυτή δε ουδέποτε συμμετείχε (και δεν μπορούσε να συμμετάσχει, καθ’ όσον η εν λόγω δρομολογιακή γραμμή αποστάσεως 1,5 ν.μ. απαλλάσσεται της πρακτόρευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Π.Δ. 229/1990) στην κατάρτιση και υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας των υπαλλήλων ναυτιλιακών πρακτορείων, ούτε έχει υπογράψει την από 23-12-2011 Εθνική Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που αφορά τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων όλης της χώρας. Τα ανωτέρω δε αναφέρονται αναλυτικά και στο υπ’ αριθμ. πρωτ. 1091/22/13-01-2016 έγγραφο του Τμήματος Συλλογικών Ρυθμίσεων Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το οποίο απαντώντας στην από 11-01-2016 αίτηση της πρώτης εναγομένης, διατύπωσε την άποψη ότι η πρώτη εναγομένη δεν είχε υποχρέωση εφαρμογής της από 3-06-2008 ΣΣΕ, η οποία κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική. Αναφορικά δε με την από 23-12-2011 Κλαδική ΣΣΕ, η οποία ίσχυσε
από την 1-1-2010, έληξε βάσει του άρθρου 2 παρ. 2 της ΠΥΣ 6/2012 την 14-
2-2013 και παρατάθηκε η ισχύς της επί ένα τρίμηνο, δεν κηρύχθηκε
υποχρεωτική και επομένως ίσχυσε μόνο για τα μέλη των συμβαλλόμενων
συνδικαλιστικών οργανώσεων, τα οποία ήταν από πλευράς των εργοδοτών ο
«Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας» και η «Πανελλήνια Ένωση
Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» και από πλευράς εργαζομένων ο
«Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εργαζομένων στη Ναυτιλία και Τουρισμό», μεταξύ των
οποίων δεν περιλαμβάνονται για τους λόγους που ανωτέρω εκτέθηκαν ούτε η
ενάγουσα ούτε η πρώτη εναγομένη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, η οποία ερείδεται επί των προαναφερθεισών ΣΣΕ, να απορριφθεί στο σύνολο της ως αβάσιμη κατ’ ουσία, παρέλκει δε η εξέταση της ενστάσεως παραγραφής και της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος που προέβαλαν οι εναγόμενες. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191§2 ΚΠολΔ), τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις Ιουλίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ