Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

 

 

Αριθμός  απόφασης

      3658 /2017

(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης …[M1] )

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ευσταθία Τσάμη

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 2 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Ν. Τ.[M2]  του Δ.[M3] , κατοίκου …… (οδός Δ.,[M4]  αριθμ……), με ΑΦΜ …..  της Δ.Ο.Υ. ….. …… 2) Δ.[M5]  Μ.[M6]  του Ν.,[M7]  κατοίκου Π. Θ.[M8]  (οδός Β.,[M9]  αριθμ….), με ΑΦΜ …[M10]  της Δ.Ο.Υ. …. Θ.[M11]  και 3) Γ. Ρ.[M12]  του Ε.,[M13]  κατοίκου Η. Κ.[M14]  (οδός Μ.,[M15]  αριθμ., με Α.Φ.Μ. …[M16]  της Δ.Ο.Υ. Η.,[M17]   οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Νικολάου Μακρή, κατοίκου Πειραιά (οδός Φίλωνος, αριθμ. 86) με ΑΜ/ΔΣΠ 2569.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία …[M18]  που εδρεύει   Μ.[M19]  και εκπροσωπείται νόμιμα στη Ελλάδα από την εταιρεία με την επωνυμία …[M20] , που εδρεύει στον …… (Λ. Α.[M21] , αριθμ. …), και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Μάλαμα – Μαρίας ΠαπαΔ.[M22] , κατοίκου Αθηνών (οδός Βουκουρεστίου, αριθμ. 29) με ΑΜ/ΔΣΑ 32442.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 23-12-2016 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …[M23] , προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ  ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 294 εδ. α΄, 295 § 1, 297 και 299 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, που έχει ασκηθεί, μπορεί να γίνει ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, προτού αρχίσει η προφορική συζήτηση της υποθέσεως, ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου. Ως δικόγραφο νο­είται κάθε έγγραφο που συντάσσεται από το διάδικο ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του ή το δικαστικό πληρεξούσιό του για την πι­στοποίηση ή βεβαίωση των διαδικαστικών πράξεων που ενεργούν ή από το δικαστή­ριο, το οποίο κατ’ άρθρο 118 ΚΠολΔ είτε υποβάλλεται στο δικαστήριο είτε επιδίδεται από τον ένα στον άλλο διάδικο και συνε­πώς δεν αποτελεί στοιχείο της έννοιας αυ­τού η υποβολή του απαραιτήτως στο δικα­στήριο. Με βάση τα παραπάνω και ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού του όρθρου 297 ΚΠολΔ πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παραίτηση μπορεί να γίνει και με εξώδικη δήλωση, εφόσον φέρει τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠοΛΔ. Απαιτείται συνεπώς επί­δοση με τον οριζόμενο από το νόμο τρόπο από τα προς τούτο αρμόδια όργανα, επομένως παραίτηση γινομένη με κατάθεση απλώς του σχετικού δικογράφου στο δικαστήριο χωρίς επίδοση τούτου στον αντίδικο του παραιτουμένου είναι ανίσχυρη, μη συνεπαγόμενη έννομα αποτελέσματα (ΟλΑΠ 1187/1981, ΑΠ 769/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας – Νίκας Κονδύλης Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι 2000, άρθρο 297 σελ. 595 παρ. 1). Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 188§1, 189§1, 191 και 192 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στην περίπτωση παραίτησης από διαδικαστική πράξη (αγωγή, ένδικο μέσο), γεννάται υπέρ του αντιδίκου αξίωση κατά του παραιτουμένου, εξομοιουμένου με ηττώμενο διάδικο, προς απόδοση των αναγκαίων δικαστικών και εξώδικων εξόδων στα οποία αυτός υποβλήθηκε και στα οποία περιλαμβάνεται και η κατά την ισχύουσα διατίμηση αμοιβή του δικηγόρου του. Αν με την παραίτηση από τη διαδικαστική πράξη η δίκη τερματίζεται με την έκδοση οριστικής απόφασης η εκκαθάριση των άνω εξόδων, εφόσον έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα, γίνεται με την ίδια απόφαση. Αν όμως δεν εκδίδεται οριστική απόφαση, όπως στην παραπάνω περίπτωση, κατά την οποία επέρχεται κατάργηση της δίκης, η εκκαθάριση των εν λόγω εξόδων μπορεί να γίνει μόνο με προσφυγή του δικαιούχου στο Μονομελές Πρωτοδικείο ή στο Ειρηνοδικείο αν η δίκη διεξαγόταν σ’ αυτό, κατά την διαδικασία των αμοιβών για την παροχή εργασίας. Αν ο αντίδικος του παραιτούμενου εμμένει, για οποιοδήποτε λόγο, στην έκδοση αποφάσεως, εκδίδεται απόφαση, που αναγνωρίζει απλώς την επελθούσα, συνεπεία της παραιτήσεως, κατάργηση της δίκης και δεν αποτελεί απόφαση επί της αγωγής. Για το λόγο αυτό δεν μπορεί να τεθεί στο πλαίσιο της καταργούμενης δίκης και θέμα επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος του παραιτούμενου (άρθρο 188 ΚΠολΔ). Η εκκαθάριση των εξόδων αυτών θα γίνει κατά τη διαδικασία των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 192 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 1387/2014, ΑΠ 277/2014, ΑΠ 340/2008 ΑΠ 397/2002, 61/2002, ΕφΠειρ 101/2014, ΕφΛαρ 24/2014, ΠΠρΑθ 4258/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο πρώτος ενάγων με δικόγραφο που κατατέθηκε στο παρόν δικαστήριο (αριθμ. εκθ. κατάθεσης …[M24] ) δήλωσε ότι παραιτείται ρητά και ανεπιφύλακτα του δικογράφου της με αριθμ. κατάθεσης …[M25]  αγωγής του και του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 296 ΚΠολΔ, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι επέδωσε το δικόγραφο αυτό στην εναγομένη, αφού ούτε προσκομίζει ούτε επικαλείται σχετική έκθεση επίδοσης, ενώ ούτε στο αντίγραφο της ανωτέρω δήλωσης που προσκομίζει η εναγομένη υπάρχει σημείωση δικαστικού επιμελητή περί επιδόσεως αυτού. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η προαναφε­ρόμενη δήλωση παραίτησης είναι ανίσχυρη, μη συνεπαγόμενη έννομα αποτελέσματα. Παρόλα αυτά ο πρώτος ενάγων, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο προ της ενάρξεως της προφορικής συζητήσεως της ουσίας της υπόθεσης, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής. Η ως άνω παραίτηση του πρώτου ενάγοντος από το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής έγινε νομότυπα, κατά τα προεκτεθέντα, με αποτέλεσμα η αγωγή να θεωρείται ως μη ασκηθείσα ως προς αυτόν και η σχετική δίκη πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη. Σημειώνεται ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του πρώτου ενάγοντος δήλωσε ότι υπάρχει παραίτηση αυτού και από το δικαίωμα της αγωγής, πλην όμως επειδή για αυτή απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 98 περ. β ΚΠολΔ ειδική πληρεξουσιότητα, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι έχει χορηγηθεί από τον πρώτο ενάγοντα στον ανωτέρω πληρεξούσιο δικηγόρο του, ενώ ο τελευταίος παραστάθηκε δια και όχι μετά του πρώτου ενάγοντα, δεν υπάρχει νομότυπη παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής. Συνεπώς πρέπει να θεωρηθεί η αγωγή ως μη ασκηθείσα και η δίκη κατηργημένη ως προς τον πρώτο ενάγοντα (άρθρα 295 § 1 ΚΠολΔ), ενώ το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί περί των δικαστικών εξόδων, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, παρότι υποβλήθηκε σχετικό αίτημα της εναγομένης με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 37 επ. και 53 επ. του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ) προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου, χωρίς να είναι απαραίτητη η πραγματική εκτέλεση του πλου και η αντιμετώπιση θαλάσσιων κινδύνων. Έτσι η σύμβαση δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως ναυτικής ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν για οποιοδήποτε λόγο, όπως για συντήρηση ή επισκευή, παραμένει το πλοίο αργό στο λιμάνι, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προς πλουν, μόλις περατωθεί η συντήρηση ή η επισκευή του. Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να εργαστεί στο πλοίο ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγή ναυτική εργασία (όπως ηλεκτρολόγος, αρτοποιός, μουσικός κ.λπ.), θεωρείται ναυτικός και η σύμβαση του έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και όχι χερσαίας. Όταν όμως η πρόσληψή του μισθωτού γίνεται ειδικώς και αποκλειστικώς για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεδεμένο στο λιμάνι για επισκευή, συντήρηση ή είναι παροπλισμένο και αυτός δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής σε πλόες του πλοίου, τότε πρόκειται για παροχή χερσαίας εργασίας, η από την οποία γεννώμενη διαφορά δεν είναι ναυτική (ΑΠ 1602/2012, ΑΠ 1285/2006, ΕφΠειρ 316/2016, ΕφΠειρ 281/2015, ΕφΠειρ 743/2014, ΕφΠειρ 542/2012 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο νομικός χαρακτηρισμός, εξάλλου, της σχέσης ως ναυτικής ή ως χερσαίας, στην οποία θεμελιώνεται το αγωγικό αίτημα γίνεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την ορθή νομική υπαγωγή των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 1261/93 ΕλλΔνη 1995.131, ΑΠ 991/1983 ΕλλΔνη 1984.346, ΕφΠειρ 743/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 446/2009 ΕΝΔ 37.281, ΕφΠειρ 869/2007 ΕΝΔ 35.387, ΕφΠειρ 973/2005 ΕΝΔ 33.432). Έτι περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ ορίζει ότι “ο ναυτικός ασθενήσας δικαιούται εις μισθόν και νοσηλεύεται δαπάναις του πλοίου, εάν δε η σύμβαση λυθεί λόγω της ασθενείας και νοσηλεύεται αυτός εκτός του πλοίου δικαιούται εις τα νοσήλεια και το μισθό εφόσον διαρκεί η ασθένεια, όχι όμως πέραν των τεσσάρων μηνών”. Από την διάταξη αυτή εξάγεται ότι η προστασία που παρέχεται στον ναυτικό καλύπτει ολόκληρο το χρόνο της σχέσης ναυτικής εργασίας, από την κατάρτισή της μέχρι τη λήξη της, αφορά δε ασθένεια με την ευρεία του όρου έννοια οιασδήποτε μορφής και οφειλόμενη σε οποιαδήποτε αιτία, με εξαίρεση τις με ειδικές διατάξεις ρυθμιζόμενες περιπτώσεις. Για την προστασία του ναυτικού που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αξίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα. Ασθένεια δηλαδή που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΕφΠειρ 553/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 162/2006 ΕΝΑΥΤΔ 2006.401). Ο ναυτικός, κατά το χρόνο της ναυτολογήσεώς του και ανάληψης υπηρεσίας στο πλοίο έχει υπέρ του το τεκμήριο υγείας και αν ακόμα έπασχε από χρόνια πάθηση, πλην όμως κατά τη ναυτολόγησή του δεν εμφάνιζε κάτι που να εμποδίζει την εργασία του στο πλοίο και τη ναυτολόγησή του. Τον ισχυρισμό ότι ο ναύτης ήταν ασθενής κατά το χρόνο της ναυτολόγησής του, πρέπει να αποδείξει ο εργοδότης πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, ο οποίος μάχεται το τεκμήριο, δεδομένου μάλιστα ότι ο ναυτικός πριν από τη ναυτολόγησή του, κατά κανόνα εξετάζεται υποχρεωτικά από τους ιατρούς της επιχειρήσεως ή του πλοίου. Σε περίπτωση που αυτός αρνήθηκε να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση, στερείται το τεκμήριο υγείας (Καμβύσης Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 164 §3). Η παραπάνω διάταξη του άρθρου 66 ΚΙΝΔ κάνει λόγο για ναυτικό που ασθένησε και όχι για ασθενή ναυτικό γενικά. Η διατύπωση αυτή οδηγεί στην ερμηνεία ότι η διάταξη προστατεύει το ναυτικό που ασθένησε κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησης. Τούτο σημαίνει ότι η προστασία καλύπτει τον πλου, το χρόνο ναυλοχίας του πλοίου, της φόρτωσης, εκφόρτωσης κ.λ.π. Η προστασία του άρθρου 66 δεν παρέχεται, εάν η ασθένεια δεν επηρεάζει την υπηρεσιακή του ικανότητα ή δεν επηρεάζεται από αίτια που ανάγονται στην υπηρεσία του ή δύναται να θεραπευθεί με φαρμακευτική αγωγή με παράλληλη εκτέλεσή της (ΕφΠειρ 553/2015, ΕφΠειρ 151/2015, ΕφΠειρ 251/2013 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την κρινομένη αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγόντων στο ακροατήριο, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και επαναλαμβάνεται στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε, ο δεύτερος ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 18-08-2015 προφορικά και ακολούθως στις 16-09-2015 εγγράφως, μεταξύ αυτού και της εταιρείας με την επωνυμία …[M26] , νόμιμα εκπροσωπούμενης, διαχειρίστριας του με σημαία Κύπρου ΕΓ/ΟΓ πλοίου …[M27] , νηολογίου Λεμεσού, με αριθμό …[M28]  και Διεθνές Διακριτικό Σήμα (Δ.Δ.Σ.) …[M29] , πλοιοκτήτρια του οποίου ήταν η εναγομένη, ναυτολογήθηκε στο παραπάνω πλοίο ως δόκιμος Οικονομικός Αξιωματικός. Ότι η σύμβασή του ήταν ορισμένου χρόνου, με έναρξη την επιβίβασή του επί του πλοίου και λήξη τη στιγμή που θα εκδίδονταν τα επίσημα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας του πλοίου από τον Ιταλικό Νηογνώμονα (RINA). Επίσης ότι κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του υπήρχε ναυτολόγιο κυπριακό, πλην όμως η καταχώρηση της ναυτολόγησής του σε αυτό έγινε στις 14-10-2015. Ότι είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει κλειστό μηνιαίο μισθό ποσού 1.743,69 ευρώ, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014. Επίσης ότι είχε συμφωνηθεί, λόγω του γεγονότος ότι το πλοίο δεν ήταν συμβεβλημένο με το ΝΑΤ (ανασφάλιστο) και για όσο διάστημα θα συνέβαινε αυτό διαρκούσης της ναυτολόγησής του να του καταβάλει η εναγομένη επιπλέον του μισθού του, το ποσό που προβλεπόταν από τον Κανονισμό του ΝΑΤ, ήτοι 796,03 ευρώ μηνιαίως, προκειμένου με αυτό να εξαγοράσει ο ίδιος την υπηρεσία του. Επίσης ότι κατά το διάστημα της εργασίας του στο ανωτέρω πλοίο η εναγομένη δεν παρείχε καθόλου παρασκευασμένη τροφή στο πλήρωμα, άλλως παρείχε όλως ανεπαρκή σε ποσότητα και ποιότητα τροφή, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται ο ίδιος με τη σχετική δαπάνη. Ότι εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως τις 11-02-2016, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι της Σαλαμίνας κατόπιν της εκ μέρους του καταγγελίας της σύμβασής του λόγω μη καταβολής επί μακρόν μεγάλου μέρους των δεδουλευμένων αποδοχών του και του συνόλου των απομαχικών του. Περαιτέρω ο τρίτος ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 21-12-2015, μεταξύ αυτού και της εταιρείας με την επωνυμία …[M30] , νόμιμα εκπροσωπούμενης, διαχειρίστριας του πλοίου …[M31] , πλοιοκτήτρια του οποίου ήταν η εναγομένη, ναυτολογήθηκε στο παραπάνω πλοίο ως Γ΄ Μηχανικός. Ότι η σύμβασή του ήταν ορισμένου χρόνου, με έναρξη την επιβίβασή του επί του πλοίου και λήξη τη στιγμή που θα εκδίδονταν τα επίσημα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας του πλοίου από τον Ιταλικό Νηογνώμονα (RINA). Ότι είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει κλειστό μηνιαίο μισθό ποσού 2.935,26 ευρώ, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014. Επίσης ότι είχε συμφωνηθεί, λόγω του γεγονότος ότι το πλοίο δεν ήταν συμβεβλημένο με το ΝΑΤ (ανασφάλιστο) και για όσο διάστημα θα συνέβαινε αυτό διαρκούσης της ναυτολόγησής του να του καταβάλει η εναγομένη επιπλέον του μισθού του, το ποσό που προβλεπόταν από τον Κανονισμό του ΝΑΤ, ήτοι 1.223,86 ευρώ μηνιαίως, προκειμένου με αυτό να εξαγοράσει ο ίδιος την υπηρεσία του. Επίσης ότι κατά το διάστημα της εργασίας του στο ανωτέρω πλοίο η εναγομένη δεν παρείχε καθόλου παρασκευασμένη τροφή στο πλήρωμα, άλλως παρείχε όλως ανεπαρκή σε ποσότητα και ποιότητα τροφή, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται ο ίδιος με τη σχετική δαπάνη. Ότι εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως τις 25-02-2016, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι της Σαλαμίνας λόγω ασθενείας, η οποία επήλθε υπό τις αναλυτικά περιγραφόμενες στην αγωγή του συνθήκες και η οποία εξακολουθεί να διαρκεί κατά την κατάθεση της αγωγής. Με βάση τα προεκτεθέντα, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, ζητούν: ο δεύτερος ενάγων να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 10.215,43 ευρώ που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο των δεδουλευμένων αποδοχών του, στο αντίτιμο τροφής, τις ασφαλιστικές εισφορές για εξαγορά υπηρεσίας στο ΝΑΤ και την αποζημίωση απόλυσής του και ο τρίτος ενάγων να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 11.212,47 ευρώ που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο των δεδουλευμένων αποδοχών του, στο αντίτιμο τροφής, τις ασφαλιστικές εισφορές για εξαγορά υπηρεσίας στο ΝΑΤ και το υπόλοιπο των μισθών ασθενείας 4 μηνών. Επικουρικά δε, σε περίπτωση που κριθούν άκυρες οι συμβάσεις εργασίας τους, ζητούν την επιδίκαση των ανωτέρω ποσών, κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, εφόσον αναφέρουν ότι η εναγομένη κατέστη και είναι εισέτι αδικαιολογήτως και παρανόμως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας τους δια της αποδοχής των παρεχόμενων υπηρεσιών τους και της μη καταβολής των παραπάνω ποσών, ο δε πλουτισμός της σώζεται έως σήμερα. Περαιτέρω, ζητούν τα παραπάνω ποσά, τόσο ως προς το κύριο, όσο και ως προς το επικουρικό αίτημα της αγωγής, να επιδικαστούν με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε μερικότερο κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την απόλυση εκάστου εξ αυτών, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά τους έξοδα. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά  φέρεται  προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης, σύμφωνα με ρητό όρο της από 16-09-2015 σύμβασης ναυτικής εργασίας του δεύτερου ενάγοντα και της από 21-12-2015 σύμβασης ναυτικής εργασίας του τρίτου ενάγοντα με την εναγομένη και στον οποίο προβλέπεται ότι οποιαδήποτε διαφωνία που δεν μπορεί να τακτοποιηθεί φιλικά μεταξύ της εταιρείας και του ναυτικού θα παραπεμφθεί στα αρμόδια δικαστήρια στον Πειραιά, εκτός αν ειδάλλως συμφωνηθεί μεταξύ των μερών, εν προκειμένω δε δεν αποδείχθηκε αντίθετη συμφωνία. Περαιτέρω, είναι καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2 και 33 ΚΠoλΔ και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), ενώ η υπόθεση εισάγεται να δικαστεί κατά την αρμόζουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 και 621 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.), ενόψει του ότι πρόκειται για διαφορά από παροχή ναυτικής και όχι χερσαίας εργασίας, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης ότι το πλοίο ήταν παροπλισμένο λόγω μετασκευής και δεν είχε συγκροτημένο πλήρωμα, ούτε δυνατότητα εφοδιασμού με ναυτολόγιο. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι αν και το εν λόγω πλοίο παρέμεινε παροπλισμένο κατά τα διαστήματα ναυτολόγησης των εναγόντων, σε αυτό διατηρείτο συγκροτημένο πλήρωμα, όπως φαίνεται από το υπ’ αριθμ. 000197 ναυτολόγιο του πλοίου, το οποίο εκδόθηκε στον Πειραιά στις 11-06-2014 σε συνδυασμό με τις εβδομαδιαίες καταστάσεις ημερησίων παρουσιών του πληρώματος του μηνός Σεπτεμβρίου του 2015 και τις από 23-10-2015, 11-11-2015 και 24-03-2016 λίστες πληρώματος, στις οποίες φαίνονται ναυτολογημένα διαρκώς περισσότερα από 25 άτομα, προκειμένου να συμπληρώνεται ο ελάχιστος αριθμός μελών πληρώματος του πλοίου όταν αυτό δεν έχει επιβάτες, που προβλέπεται από το Ειδικό Πιστοποιητικό Ασφαλούς Επάνδρωσης αυτού, ο οποίος ήταν τα 21 άτομα. Προκύπτει δε ότι πέραν των ναυτών ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο ένας Πλοίαρχος, ένας υποπλοίαρχος, δύο ανθυποπλοίαρχοι, ένας αρχιθαλαμηπόλος, ένας θαλαμηπόλος, ένας προϊστάμενος οικονομικός αξιωματικός, δύο δόκιμοι οικονομικοί αξιωματικοί, τρεις μάγειροι και ένας φροντιστής, υπήρχε συνεπώς στελέχωση του πλοίου με αξιωματικούς γέφυρας, για να είναι ανά πάσα στιγμή εφικτή η διεύθυνση του πλοίου και η ασφαλής ναυσιπλοΐα του, αλλά και αξιωματικούς των υπολοίπων επιστασιών, οι ανωτέρω ειδικότητες δε δεν συνάδουν με την εκτέλεση χερσαίας εργασίας. Επιπλέον, δεν δικαιολογείται η επάνδρωση του πλοίου με τόσα άτομα και μάλιστα όλων των ειδικοτήτων, εάν το πλοίο ήταν για επισκευές χωρίς να αναμένεται άμεσα η έναρξη των πλόων αυτού. Άλλωστε από δημοσιεύματα στον ηλεκτρονικό τύπο που προσκομίζονται, αποδεικνύεται ότι το σύνολο των εργασιών μετασκευής αυτού, τόσο στο μηχανοστάσιο, όσο και στους χώρους των επιβατών είχε ολοκληρωθεί ήδη από τα τέλη Απριλίου 2015 (όπως προκύπτει από τις δημοσιευμένες φωτογραφίες των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων του πλοίου), η δε έναρξη των δρομολογίων αυτού στη γραμμή Ηγουμενίτσα – Κέρκυρα – Μπάρι ήταν προγραμματισμένη για τις 15-05-2015. Ενισχυτικό δε της άποψης ότι πρόκειται για παροχή ναυτικής και όχι χερσαίας εργασίας είναι το γεγονός ότι στους ενάγοντες χορηγήθηκαν άδειες ναυτολόγησης από το Λιμεναρχείο Πειραιώς προκειμένου να ναυτολογηθούν στο ανωτέρω πλοίο, ενώ στο δεύτερο ενάγοντα χορηγήθηκε από τον Πλοίαρχο του πλοίου το από 12-02-2016 πιστοποιητικό ναυτικής υπηρεσίας σε αυτό. Τέλος, στις έγγραφες συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ των μερών αναγράφεται ρητά ότι πρόκειται για συμβάσεις ναυτολόγησης ναυτικών με εφαρμοστέα την ΣΣΕ Π.Ν.Ο. που μπήκε σε εφαρμογή το έτος 2014, εννοώντας προφανώς την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014, γεγονός που δεν αρνείται η εναγομένη με τις προτάσεις της (βλ. σελ 8 αυτών). Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, οι ενάγοντες, οι οποίοι προσλήφθηκαν για να εργασθούν ως μέλη πληρώματος, έστω και αν δεν παρείχαν, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που το πλοίο παρέμεινε παροπλισμένο, αμιγή ναυτική εργασία, θεωρούνται ναυτικοί και οι συμβάσεις τους έχουν ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και όχι χερσαίας, αφού αυτοί, σύμφωνα με τα παραπάνω, παρέμειναν, κατά τις επίδικες χρονικές περιόδους στο πλοίο ως μέλη συγκροτημένου πληρώματος (του ελάχιστου απαιτουμένου) λόγω της ακινητοποιήσεώς του για επισκευές, και ασκούσαν τα παραπάνω καθήκοντά τους σ` αυτό, και αναμένοντας, μετά το πέρας των επισκευών, την έναρξη των πλόων του, η οποία φαινόταν ότι θα γίνει εντός σύντομου χρονικού διαστήματος. Σημειωτέον πως το γεγονός ότι οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων είχαν συναφθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα, ήτοι έως την έκδοση επίσημων πιστοποιητικών RINA, δεν μπορεί να οδηγήσει από μόνο του το Δικαστήριο σε αντίθετη κρίση, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι οι περισσότεροι από τους ναυτικούς που υπηρετούσαν στο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα που ήταν παροπλισμένο, αποτέλεσαν και μέλη του πληρώματος αυτού, όταν ξεκίνησε να εκτελεί τους πλόες του (βλ. εβδομαδιαίες καταστάσεις ημερησίων παρουσιών του πληρώματος του μηνός Σεπτεμβρίου του 2015, τις από 23-10-2015, 11-11-2015 και 24-03-2016 λίστες πληρώματος σε συνδυασμό με την από 23-04-2016 λίστα πληρώματος). Εξάλλου, στην κρινόμενη διαφορά, που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο δίκαιο (lex causae) είναι το Ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, καθόσον δεν έχει γίνει εν προκειμένω επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη και, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.2,3 και 4 του Κανονισμού 0593/2008 (ΡΩΜΗ Ι) «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», ο οποίος τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ως εκ του χρόνου κατάρτισης των ένδικων συμβάσεων ναυτικής εργασίας (μετά την 17.12.2009, κατ’ αρθρ. 28 του ως άνω Κανονισμού), η Ελλάδα είναι η χώρα με την οποίαν, από το σύνολο των περιστάσεων, προκύπτει ότι συνδέονται στενότερα οι επίδικες συμβάσεις εργασίας, αφού στην Ελλάδα βρίσκεται η επαγγελματική εγκατάσταση της διαχειρίστριας του πλοίου …[M32] , πλοιοκτησίας της εναγομένης – εργοδότριας των εναγόντων, οι οποίοι είναι Έλληνες ναυτικοί και στην Ελλάδα καταρτίσθηκαν οι ένδικες εργασιακές συμβάσεις. Ακολούθως, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη κατά την κύρια βάση της, στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 και 669 ΑΚ, 68, 74, 176, 191 § 2, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 66, 72, 74, 75, 76, 82, 84, 105 και 106 Κ.Ι.Ν.Δ. και της από 8-04-2014 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων για το έτος 2014 (ΥΑ 3525.1.10/01/2014 ΦΕΚ Β’ 1665/24.06.2014), κατά την επικουρική δε βάση της, στις ανωτέρω διατάξεις και στις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, σε συνδυασμό με το άρθρο 904 επ. ΑΚ. Κατόπιν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον το καταψηφιστικό αίτημα εκάστου των δευτέρου και τρίτου των εναγόντων δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, με βάση το άρ. 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρ. 14 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ., ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. το με αριθμό Α124881/6-03-2017 και Α124027/2-03-2017 γραμμάτια του ΔΣΠ).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μη πλέον ενάγοντα Ν. Τ.[M33]  ο οποίος εξετάστηκε ως μάρτυρας απόδειξης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης Εμμανουήλ Βεντούρη που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τη νομίμως προσαγόμενη από τους ενάγοντες υπ’ αριθμ. 2.101/1-03-2017 ένορκη βεβαίωση του Γεράσιμου Καραβία ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αργοστολίου Δωροθέας Καραβιώτη, η οποία λήφθηκε νόμιμα (αρθρ. 421 επ. ΚΠολΔ), ύστερα από προηγούμενη κλήτευση της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. 3326β΄/23-02-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς Χρήστου Στρατηγού), καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 § 1 σε συνδ. με 591§1 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι νομίμως προσκομιζόμενες από την εναγομένη υπ’ αριθ. 11.197/29-06-2016 και 11.448/2-12-2016 ένορκες βεβαιώσεις του Δ.[M34]  Μ.[M35] , ενώπιον του συμβολαιογράφου Θ.[M36]  Νικολάου Τσίμα, καθώς και η υπ’ αριθ. 5.265/19-10-2016 ένορκη βεβαίωση του Γ. Ρ.[M37] , ενώπιον της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Νίκης Γούναρη, οι οποίες λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης και εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1605/2001 ΕλλΔνη 2002/393) και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 18-08-2015 προφορικά και ακολούθως στις 16-09-2015 εγγράφως, μεταξύ του δεύτερου ενάγοντα και της εταιρείας με την επωνυμία …[M38] , νόμιμα εκπροσωπούμενης, διαχειρίστριας του με σημαία Κύπρου ΕΓ/ΟΓ πλοίου …[M39] , νηολογίου Λεμεσού, με αριθμό …[M40]  και Διεθνές Διακριτικό Σήμα (Δ.Δ.Σ.) …[M41] , πλοιοκτήτρια του οποίου ήταν η εναγομένη, ο δεύτερος ενάγων ναυτολογήθηκε στο παραπάνω πλοίο ως δόκιμος Οικονομικός Αξιωματικός. Η σύμβασή του ήταν ορισμένου χρόνου, με έναρξη την επιβίβασή του επί του πλοίου και λήξη τη στιγμή που θα εκδίδονταν τα επίσημα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας του πλοίου από τον Ιταλικό Νηογνώμονα (RINA), ενώ συμφωνήθηκε να λαμβάνει κλειστό μηνιαίο μισθό ποσού 1.743,69 ευρώ, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014. Στο ανωτέρω ποσό περιλαμβανόταν, σύμφωνα με όσα αναγράφονται στη σύμβαση, ο μισθός ενεργείας, η αμοιβή για την εργασία τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, αποζημίωση αδείας μετά τροφοδοσίας, καθώς και το επίδομα αδείας. Η εναγομένη όμως δεν κατέβαλε στον δεύτερο ενάγοντα το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του, οι οποίες ανέρχονταν για το επίδικο χρονικό ήτοι από 18-8-2015 έως 11-02-2016 στο συνολικό ποσό των 10.165,71 ευρώ (5,83 μήνες Χ 1.743,69 € = 10.165,71 €), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 420 ευρώ (μετρητά) προς εξόφληση του μισθού Αυγούστου 2015, 800 ευρώ στις 18-12-2015 (μετρητά, εκ παραδρομής στη σχετική απόδειξη αναγράφεται ημερομηνία 18-12-2014), 7.610,21 ευρώ και 148,09 ευρώ μέσω Τραπέζης στις 9-02-2016, ήτοι συνολικά το ποσό των 8.978,30 ευρώ και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού (10.165,71 ευρώ – 8.978,30 ευρώ = ) 1.187,41 ευρώ, δεκτής εν μέρει γενομένης της ενστάσεως εξοφλήσεως που προέβαλε η εναγομένη. Δέον να σημειωθεί ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο δεύτερος ενάγων από τον Οκτώβριο του έτους 2015 έως και τον Φεβρουάριο του έτους 2016 είχε σημειώσει 32 απουσίες και επομένως έπρεπε να καταβληθεί σε αυτόν μικρότερη αμοιβή, δεδομένου ότι δεν προσκομίζονται στοιχεία (π.χ. παρουσιολόγια) από τα οποία να προκύπτει ότι πράγματι ο δεύτερος ενάγων απουσίασε κάποιες ημέρες και για ποιο λόγο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος, αφού προσφερόταν σε αυτό πρωινό και ένα ακόμα γεύμα, όπως άλλωστε είχε υποχρέωση η εναγομένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της, καθόσον ο μάρτυράς της ενώπιον του ακροατηρίου κατέθεσε ότι το πλοίο είχε υποχρέωση να παρέχει τροφή στο πλήρωμα. Άλλωστε στον κλειστό μισθό που είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει ο δεύτερος ενάγων δεν περιλαμβανόταν το αντίτιμο τροφοδοσίας σύμφωνα με την ανάλυση του μισθού που προεκτέθηκε και ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Η επάρκεια των τροφίμων επί του πλοίου αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από την εναγομένη τιμολόγια αγοράς τροφίμων για τα επίδικα χρονικά διαστήματα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι επί του πλοίου υπήρχε ναυτολογημένος μάγειρας, ο μη πλέον ενάγων Ν. Τ.[M42] , ο οποίος καταθέτων ενόρκως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ανέφερε ότι στο πλοίο προσφερόταν πρωινό και μεσημεριανό, αλλά ότι το μεσημεριανό δεν καλυπτόταν, διότι οι ναυτικοί ήθελαν και δεύτερη μερίδα. Πλην όμως από τα λεγόμενά του προκύπτει ότι η εναγομένη κάλυπτε την υποχρέωση που είχε να προσφέρει πρωινό και μεσημεριανό στους ναυτικούς, τουλάχιστον μία μερίδα στον καθένα. Άλλωστε ο δεύτερος ενάγων δεν προσκομίζει ούτε μία απόδειξη για όλο το διάστημα της ναυτολόγησής του που να αποδεικνύει τον ισχυρισμό του ότι αναγκαζόταν να αγοράζει εξ ιδίων ή να παραγγέλνει έτοιμο φαγητό. Κατόπιν τούτων, απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο τυγχάνει το κονδύλιο περί καταβολής σε αυτόν αντιτίμου τροφής. Αποδείχθηκε ακόμη ότι μεταξύ των μερών συμφωνήθηκε πλέον των ανωτέρω ότι όλες οι κρατήσεις ασφαλιστικού φορέα ΝΑΤ θα καταβάλλονται στο ναυτικό προκειμένου ο ίδιος να μπορεί να προβεί στην ασφάλισή του, το οποίο ανεγράφη και στην από 16-09-2015 έγγραφη σύμβαση που υπέγραψαν. Ο όρος αυτός, αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών, η εναγομένη δε προκειμένου να πείσει το δεύτερο ενάγοντα, αλλά και άλλα μέλη του πληρώματος, να εργασθούν για αυτή, δεδομένου ότι το ένδικο πλοίο ήταν κατά το διάστημα που παρέμενε παροπλισμένο ανασφάλιστο, τους υποσχέθηκε ότι θα τους καταβάλει τις κρατήσεις που ορίζονται από το ΝΑΤ για την ασφάλισή τους. Αυτό αποτέλεσε επιπλέον κίνητρο για τον δεύτερο ενάγοντα, προκειμένου να δεχθεί να υπηρετήσει στο πλοίο της εναγομένης. Παρόλα αυτά η τελευταία ουδέποτε του κατέβαλε το ανάλογο ποσό, ούτε σε κανένα άλλο από τα μέλη του πληρώματος, ισχυριζόμενη ότι δεν επιτρέπεται η εξαγορά της υπηρεσίας των ναυτικών όσο το πλοίο ήταν παροπλισμένο, σύμφωνα με το άρθρο 33 Ν. 1085/1980. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 37 ΚΝ 792/1978 επιτρέπεται στους συμβεβλημένους ή συνταξιούχους ναυτικούς ή στις οικογένειές τους η εξαγορά υπηρεσίας σε πλοία με ξένη σημαία, μη συμβεβλημένα με το ΝΑΤ. Προκειμένου όμως να γίνει η εξαγορά αυτή θα πρέπει ο ναυτικός να προσκομίσει στο ΝΑΤ πιστοποιητικό υπηρεσίας στο οποίο πρέπει να αναγράφεται ότι το πλοίο είναι εν ενεργεία (άρθρο 5 Β.Δ. 19/1967). Σύμφωνα δε με το άρθρο 33§2 Ν. 1085/1980 «υπηρεσία ναυτικών εις πλοία υπό ξένην σημαίαν ευρισκόμενα εις παροπλισμόν δεν αναγνωρίζεται». Από τα ανωτέρω εκτεθέντα αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες δεν θα μπορέσουν να εξαγοράσουν την υπηρεσία τους επί του ανωτέρω πλοίου, αφού κατά τα χρονικά διαστήματα που υπηρέτησαν σε αυτό, ήταν παροπλισμένο. Για αυτό άλλωστε και στο από 12-02-2016 πιστοποιητικό υπηρεσίας που χορηγήθηκε από τον Πλοίαρχο στον δεύτερο ενάγοντα αναγράφεται ότι «το πλοίο δεν ετέλει εν ενεργεία». Παρόλα αυτά, δεδομένου ότι η καταβολή των κρατήσεων του ΝΑΤ αποτέλεσε ειδικό και ρητό όρο της συμβάσεως του δευτέρου ενάγοντα, μάλιστα το πόσο σημαντικό θεωρούσαν τον όρο αυτό τα συμβαλλόμενα μέρη αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι αυτός έχει αναγραφεί με κεφαλαία γράμματα, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται να λάβει τα χρήματα που αντιστοιχούν στις κρατήσεις αυτές κατά το άρθρο 361 ΑΚ. Άλλως δεν υπήρχε λόγος να περιληφθεί ο όρος αυτός στη σύμβαση του δεύτερου ενάγοντα, αφού ήταν εκ των προτέρων γνωστό, ότι δεν θα υπήρχε δυνατότητα εξαγοράς της υπηρεσίας του, καθώς η σύμβασή του θα διαρκούσε για όσο διάστημα το πλοίο δεν είχε λάβει πιστοποιητικά και συνεπώς δεν θα ήταν εν ενεργεία. Σημειωτέον δε ότι ο ανωτέρω όρος της σύμβασης δεν αναφέρει ότι τα ποσά αυτά θα καταβληθούν προκειμένου να γίνει εξαγορά της υπηρεσίας στο ΝΑΤ, αλλά αναφέρεται γενικά ότι η καταβολή αυτών θα γίνει προκειμένου να προβεί ο ναυτικός στην ασφάλισή του, συνεπώς ο ναυτικός θα μπορούσε να επιλέξει να ασφαλιστεί και σε ιδιωτική εταιρεία με τα χρήματα αυτά. Επομένως ο δεύτερος ενάγων δικαιούται να λάβει για την ανωτέρω αιτία για το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 18-8-2015 έως 11-02-2016 το συνολικό ποσό των 4.640,85 ευρώ (5,83 μήνες Χ 796,03 € = 4.640,85 €), έναντι του οποίου ουδέν έχει λάβει. Αποδείχθηκε τέλος ότι ο δεύτερος ενάγων στις 22-01-2016 αιτήθηκε εγγράφως την απόλυσή του από το πλοίο λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του και των ασφαλιστικών εισφορών, παρόλα αυτά παρέμεινε ναυτολογημένος έως τις 11-02-2016, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά (βλ. αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου). Πράγματι όταν ο δεύτερος ενάγων υπέβαλε στον Πλοίαρχο την ανωτέρω αίτησή του οφείλονταν σε αυτόν οι δεδουλευμένοι μισθοί από 18-08-2015 έως και 22-01-2016 έναντι των οποίων είχε καταβληθεί μόνο το ποσό των 1.220 ευρώ, όπως προεκτέθηκε, ενώ ακολούθως στις 9-02-2016, ήτοι δύο ημέρες προ της απολύσεώς του καταβλήθηκε σε αυτόν το ποσό των 7.758,30 ευρώ, ενώ του οφειλόταν και όλο το ποσό που αντιστοιχούσε στις κρατήσεις του ΝΑΤ. Συνεπώς, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, η οποία ισούται με το ποσό των τακτικών αποδοχών του για 15 ημέρες (αρθρ. 74 έως 76 ΚΙΝΔ), λαμβανομένου υπόψη ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν οφείλεται σε παράπτωμα του ενάγοντα – ναυτικού, αλλά σε μη καταβολή από την εναγομένη των δεδουλευμένων αποδοχών του, ήτοι ποσό 871,85 ευρώ (1.743,69 € κλειστός μισθός : 30 Χ 15 = 871,85 ευρώ), το οποίο η εναγομένη αναληθώς ισχυρίζεται με τις προτάσεις της ότι του κατέβαλε. Επομένως, για την απασχόληση του δεύτερου ενάγοντος ως δόκιμου Οικονομικού αξιωματικού στο πλοίο …[M43] , γενομένης εν μέρει δεκτής ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης μερικής εξόφλησης που υπέβαλε παραδεκτά η εναγομένη, η τελευταία του οφείλει για τις ανωτέρω αιτίες, το συνολικό ποσό των 6.700,11 ευρώ. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 21-12-2015 εγγράφως, μεταξύ του τρίτου ενάγοντα και της εταιρείας με την επωνυμία …[M44] , νόμιμα εκπροσωπούμενης, διαχειρίστριας του με σημαία Κύπρου ΕΓ/ΟΓ πλοίου …[M45] , νηολογίου Λεμεσού, με αριθμό …[M46]  και Διεθνές Διακριτικό Σήμα (Δ.Δ.Σ.) …[M47] , πλοιοκτήτρια του οποίου ήταν η εναγομένη, ο τρίτος ενάγων ναυτολογήθηκε στο παραπάνω πλοίο ως Γ΄ Μηχανικός. Η σύμβασή του ήταν ορισμένου χρόνου, με έναρξη στις 21-12-2015 και λήξη τη στιγμή που θα εκδίδονταν τα επίσημα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας του πλοίου από τον Ιταλικό Νηογνώμονα (RINA), ενώ συμφωνήθηκε να λαμβάνει κλειστό μηνιαίο μισθό ποσού 2.935,26 ευρώ, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014. Στο ανωτέρω ποσό περιλαμβανόταν, σύμφωνα με όσα αναγράφονται στη σύμβαση, ο μισθός ενεργείας, η αμοιβή για την εργασία τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, αποζημίωση αδείας μετά τροφοδοσίας, καθώς και το επίδομα αδείας. Η εναγομένη όμως δεν κατέβαλε στον τρίτο ενάγοντα το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του, οι οποίες ανέρχονταν για το επίδικο χρονικό, ήτοι από 21-12-2015 έως 25-02-2016 στο συνολικό ποσό των 6.252,10 ευρώ (2,13 μήνες Χ 2.935,26 € = 6.252,10 €), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.000 ευρώ (μετρητά) στις 11-02-2016 και 3.238 ευρώ στις 23-02-2016, ήτοι συνολικά το ποσό των 4.238 ευρώ και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού (6.252,10 ευρώ – 4.238 ευρώ = ) 2.014,10 ευρώ, δεκτής εν μέρει γενομένης της ενστάσεως εξοφλήσεως που προέβαλε η εναγομένη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος, αφού προσφερόταν σε αυτό πρωινό και ένα ακόμα γεύμα, όπως άλλωστε είχε υποχρέωση η εναγομένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της, καθόσον ο μάρτυράς της ενώπιον του ακροατηρίου κατέθεσε ότι το πλοίο είχε υποχρέωση να παρέχει τροφή στο πλήρωμα. Άλλωστε στον κλειστό μισθό που είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει ο τρίτος ενάγων δεν περιλαμβανόταν το αντίτιμο τροφοδοσίας σύμφωνα με την ανάλυση του μισθού που προεκτέθηκε και ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Η επάρκεια των τροφίμων επί του πλοίου αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από την εναγομένη τιμολόγια αγοράς τροφίμων για τα επίδικα χρονικά διαστήματα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι επί του πλοίου υπήρχε ναυτολογημένος μάγειρας, ο μη πλέον ενάγων Ν. Τ.[M48] , ο οποίος καταθέτων ενόρκως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ανέφερε ότι στο πλοίο προσφερόταν πρωινό και μεσημεριανό, αλλά ότι το μεσημεριανό δεν καλυπτόταν, διότι οι ναυτικοί ήθελαν και δεύτερη μερίδα. Πλην όμως από τα λεγόμενά του προκύπτει ότι η εναγομένη κάλυπτε την υποχρέωση που είχε να προσφέρει πρωινό και μεσημεριανό στους ναυτικούς, τουλάχιστον μία μερίδα στον καθένα. Άλλωστε ο τρίτος ενάγων δεν προσκομίζει ούτε μία απόδειξη για όλο το διάστημα της ναυτολόγησής του που να αποδεικνύει τον ισχυρισμό του ότι αναγκαζόταν να αγοράζει εξ ιδίων ή να παραγγέλνει έτοιμο φαγητό. Κατόπιν τούτων, απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο τυγχάνει το κονδύλιο περί καταβολής σε αυτόν αντιτίμου τροφής. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι μεταξύ των μερών συμφωνήθηκε πλέον των ανωτέρω ότι όλες οι κρατήσεις ασφαλιστικού φορέα ΝΑΤ θα καταβάλλονται στο ναυτικό προκειμένου ο ίδιος να μπορεί να προβεί στην ασφάλισή του, το οποίο ανεγράφη και στην από 21-12-2015 έγγραφη σύμβαση που υπέγραψαν. Ο όρος αυτός, αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών, η εναγομένη δε προκειμένου να πείσει τον τρίτο ενάγοντα, αλλά και άλλα μέλη του πληρώματος, να εργασθούν για αυτή, δεδομένου ότι το ένδικο πλοίο ήταν κατά το διάστημα που παρέμενε παροπλισμένο ανασφάλιστο, τους υποσχέθηκε ότι θα τους καταβάλει τις κρατήσεις που ορίζονται από το ΝΑΤ για την ασφάλισή τους. Αυτό αποτέλεσε επιπλέον κίνητρο για τον τρίτο ενάγοντα, προκειμένου να δεχθεί να υπηρετήσει στο πλοίο της εναγομένης. Παρόλα αυτά η τελευταία ουδέποτε του κατέβαλε το ανάλογο ποσό, ούτε σε κανένα άλλο από τα μέλη του πληρώματος, ισχυριζόμενη ότι δεν επιτρέπεται η εξαγορά της υπηρεσίας των ναυτικών όσο το πλοίο ήταν παροπλισμένο, σύμφωνα με το άρθρο 33 Ν. 1085/1980. Σύμφωνα όμως με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω αναφορικά με το δεύτερο ενάγοντα, τα οποία ισχύουν και για τον τρίτο ενάγοντα, αυτός δικαιούται να λάβει για την ανωτέρω αιτία για το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 21-12-2015 έως 25-02-2016 το συνολικό ποσό των 2.606,82 ευρώ (2,13 μήνες Χ 1.223,86 € = 2.606,82 €), έναντι του οποίου ουδέν έχει λάβει. Επισημαίνεται ότι η προσυπογραφή από τον τρίτο ενάγοντα των μισθοδοτικών λογαριασμών του δε συνιστά παραίτηση από τα δικαιώματά του,  λαμβανομένης υπόψη  της  δύσκολης θέσης κάθε εργαζομένου, που φοβάται την απόλυσή του και μάλιστα σε περίοδο υψηλού δείκτη ανεργίας και της ανάγκης του για εργασία. Σε κάθε, δε, περίπτωση, και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον τρίτο ενάγοντα των καταστάσεων μισθοδοσίας ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του (άφεση χρέους) η παραίτηση αυτή είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας είναι άκυρη (βλ. ΕφΠειρ 660/2010, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 1/2003, ΕΝΑΥΤΔ 2003, σ. 124). Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο τρίτος ενάγων απολύθηκε από το ανωτέρω πλοίο στις 25-02-2016 λόγω ασθενείας. Ειδικότερα στις 29-01-2016 ένοιωσε ξαφνικά έναν έντονο πόνο στο στήθος και τάσεις λιποθυμίας. Απευθύνθηκε στον Πλοίαρχο, ο οποίος αμέσως τον έστειλε, συνοδεία μέλους του πληρώματος, στο Κέντρο Υγείας Σαλαμίνας, από όπου εν συνεχεία διακομίστηκε επειγόντως με ασθενοφόρο στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί οξύ υπενδοκαρδιακό έμφραγμα του μυοκαρδίου. Εκεί υποβλήθηκε άμεσα σε διαδερμική αγγειοπλαστική ενός στεφανιαίου αγγείου με τοποθέτηση ενδοστεφανιαίου στεντ. Κατά την έξοδό του από το νοσοκομείο την 12-02-2016 του συνεστήθη αναρρωτική άδεια ενός μηνός, ήτοι έως τις 12-03-2016, στις 25-02-2016 δε ο Πλοίαρχος τον απέλυσε λόγω ασθενείας. Στις 15-03-2016 εισήχθη εκ νέου στο ανωτέρω νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε ενδοσκόπηση του ανωτέρω πεπτικού με χρωμοενδοσκόπηση, κατά την οποία διεγνώσθη ότι έπασχε από οξεία αιμορραγική γαστρίτιδα, αθηροσκληρωτική καρδιοπάθεια και στένωση αορτικής βαλβίδας. Πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο δύο ημέρες μετά (17-03-2016), του δόθηκε φαρμακευτική αγωγή και του συνεστήθη εκ νέου αναρρωτική άδεια 30 ημερών. Στις 17-04-2016  επισκέφθηκε τον ειδικό καρδιολόγο Εμμανουήλ Σαλούστρο, ο οποίος αφού τον εξέτασε έκρινε ότι έχρηζε παραμονής κατ’ οίκον για τριάντα ημέρες. Στις 17-05-2016 εξετάστηκε εκ νέου από τον ανωτέρω ιατρό λόγω επεισοδίων ατύπου προκάρδιου άλγους συνοδευόμενα με δύσπνοια. Έγινε ηλεκτροκαρδιογράφημα και U/S καρδίας χωρίς να αναδείξουν καρδιοπάθεια, ενώ έγινε και σύνδεση για σπινθηρογράφημα καρδιάς με θάλειο, του συνεστήθη δε παραμονή κατ’ οίκον για τριάντα ημέρες, ήτοι έως τις 15-06-2016 προκειμένου να ολοκληρωθεί ο έλεγχος. Έκτοτε δεν αποδείχθηκε ότι ο τρίτος επισκέφθηκε εκ νέου τον ανωτέρω ή κάποιον άλλο ιατρό ή κάποιο νοσηλευτικό ίδρυμα, ούτε ότι του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα και δη έως τέλη Ιουνίου 2016, όπως ισχυρίζεται με την υπό κρίση αγωγή του. Κατόπιν των ανωτέρω και δεδομένου ότι, αφενός η ασθένειά του εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της επίδικης ναυτολόγησης του, αφετέρου η σύμβαση ναυτολόγησης του λύθηκε εξ αυτού του λόγου, ο τρίτος ενάγων δικαιούται να λάβει τους προβλεπόμενους από το άρθρο 66 Κ1ΝΔ μισθούς ασθενείας για το χρονικό διάστημα από την απόλυσή του έως τις 15-06-2016. Άλλωστε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αξίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα. Ασθένεια δηλαδή που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό. Εξάλλου ο τρίτος ενάγων, κατά το χρόνο της ναυτολογήσεώς του και ανάληψης υπηρεσίας στο πλοίο είχε υπέρ του το τεκμήριο υγείας, εφόσον πριν την πρόσληψή του προσκόμισε στην εναγομένη κάρτα υγείας, σύμφωνα με την οποία ήταν απόλυτα υγιής, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας της εναγομένης ενώπιον του Δικαστηρίου. Πράγματι ο τρίτος ενάγων προσκομίζει το από 30-06-2015 ιατρικό πιστοποιητικό προς ναυτολόγηση, την με αυτή ημερομηνία βεβαίωση της κλινικής …[M49]  καθώς και το 30-06-2015 πιστοποιητικό ιατρικής εξέτασης προς ναυτολόγηση, σύμφωνα με τα οποία ήταν απολύτως ικανός για την εκτέλεση υπηρεσίας μηχανοστασίου. Επομένως, απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο τρίτος ενάγων ήταν ασθενής προ της ναυτολογήσεώς του και μάλιστα ότι είχε υποστεί και έτερο επεισόδιο όμοιο με αυτό της 29-01-2016 κατά τη διάρκεια προηγούμενης ναυτολόγησής του, αφού μόνη η κατάθεση του μάρτυρά της χωρίς να επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο στοιχείο δεν αρκεί για την απόδειξη του ισχυρισμού αυτού και την ανατροπή του τεκμηρίου υγείας του τρίτου ενάγοντα. Το γεγονός δε ότι ο τρίτος ενάγων δεν εξετάσθηκε από ιατρούς της εναγομένης προ της ναυτολογήσεώς του δεν αποτελεί λόγο να στερηθεί αυτός το τεκμήριο υγείας, αφού αυτή ήταν η τακτική της εναγομένης το διάστημα εκείνο, ουδόλως δε αυτός αρνήθηκε να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση. Εξάλλου η εναγομένη αρχικά αναγνώρισε ότι όφειλε στον ενάγοντα μισθούς ασθενείας και για το λόγο αυτό άλλωστε του κατέβαλε το ποσό των 364,18 ευρώ στις 2-03-2016 και το ποσό των 1.820,91 ευρώ στις 15-04-2016, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.185,09 ευρώ για μισθό ασθενείας Μαρτίου 2016, όπως αναγράφεται στην αιτιολογία του αποδεικτικού Internet Banking της Εθνικής Τράπεζας. Μετά όμως αρνήθηκε να καταβάλει στον τρίτο ενάγοντα τους μισθούς ασθενείας των υπολοίπων μηνών. Επομένως αυτός δικαιούται τους μισθούς ασθενείας από τις 25-02-2016 (απόλυσή του) έως και τις 15-06-2016 (τελευταία ημέρα χορηγηθείσας αδείας κατά τα ανωτέρω), ήτοι  3,7 μηνών Χ 1.820,91 ευρώ [ήτοι μισθός ενεργείας 1.343,01 € (άρθρο 2 ΣΣΕ) + 477,90 € (άρθρο 3 ΣΣΕ) = 1.820,91 ευρώ (άρθρο 6 ΣΣΕ)] και συνολικά το ποσό των 6.737,36 ευρώ αφαιρουμένου του ποσού των 2.185,09 ευρώ που έλαβε κατά τα ανωτέρω, ήτοι δικαιούται τη διαφορά ποσού 4.552,27 ευρώ. Επομένως, για την απασχόληση του τρίτου ενάγοντος ως Γ΄ Μηχανικού στο πλοίο …[M50] , γενομένης εν μέρει δεκτής ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης μερικής εξόφλησης που υπέβαλε παραδεκτά η εναγομένη, η τελευταία του οφείλει για τις ανωτέρω αιτίες, το συνολικό ποσό των 9.173,19 ευρώ. Συνεπώς, πρέπει, η υπό κρίση αγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.700,11 ευρώ και στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 9.173,19 ευρώ με το νόμιμο τόκο, κατά το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής, από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής εκάστου αγωγικού κονδυλίου, ως ακολούθως: για τους δεδουλευμένους μισθούς και τις κρατήσεις του ασφαλιστικού φορέα ΝΑΤ από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο έκαστος ενάγων παρείχε την εργασία του (άρθρα 341 παρ. 1 και 655 ΑΚ), για την αποζημίωση απόλυσης, από την επόμενη της απόλυσης του δεύτερου ενάγοντα και για τους μισθούς ασθενείας του τρίτου ενάγοντα από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μνεία ότι καθόσον οι υφιστάμενες μεταξύ των μερών συμβάσεις εργασίας κρίθηκαν έγκυρες, παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας της ερειδόμενης στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, επικουρικής βάσης της αγωγής. Ως προς το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, γιατί η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, οι απαιτήσεις των οποίων απορρέουν από παροχή εξαρτημένης εργασίας (907, 908 παρ.1 ε΄ ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της μερικής ήττας της (άρθρα  178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΘΕΩΡΕΙ ότι δεν ασκήθηκε η από 23-12-2016 αγωγή όσον αφορά στον πρώτο ενάγοντα Ν. Τ.[M51] .

-ΚΗΡΥΣΣΕΙ καταργημένη την εκκρεμή δίκη ως προς τον πρώτο ενάγοντα Ν. Τ.[M52] .

-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων επτακοσίων ευρώ και έντεκα λεπτών του ευρώ (6.700,11 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα από τα επιμέρους κονδύλια κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τα παραπάνω αναλυτικά εκτιθέμενα, μέχρι την πλήρη εξόφληση.

-ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων εκατόν εβδομήντα τριών ευρώ και δεκαεννέα λεπτών του ευρώ (9.173,19 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα από τα επιμέρους κονδύλια κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τα παραπάνω αναλυτικά εκτιθέμενα, μέχρι την πλήρη εξόφληση.

-ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σε βάρος της εναγομένης, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.

-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις     Ιουλίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ