Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

 

Αριθμός απόφασης
3659 /2017
(Αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …[M1] )
 
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών)
 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Παναγιώτα Σύρρου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 8 Μαΐου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Φ.[M2]  Μ. …[M3] .[M4]  Τζ. Ρ. (…[M5]  κατοίκου Φ. Μ., Ν. Μ.[M6]  …[M7] , Μ. Σ.[M8] , άνευ Α.Φ.Μ., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Μόσχου, κατοίκου Πειραιά (οδός Φίλωνος, αριθμ. 66) με ΑΜ/ΔΣΑ32082), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και το υπ’ αριθμ. …[M9]  γραμμάτιο του ΔΣΠ.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…[M10]  που εδρεύει στην …. (οδός Π., [M11] ….), νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) Π. Ζ.[M12]  του Α.,[M13]  κατοίκου …..(οδός Π., [M14] . 20), άλλως κατοίκου …… (οδός Υ.[M15] , αριθμ……., 3) της εταιρείας με την επωνυμία …[M16]  η οποία εδρεύει τυπικά μεν στον Π.[M17]  άλλως πραγματικά στην …… (οδός Π., [M18] …., νομίμως εκπροσωπουμένης και 4) της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία …[M19]  η οποία εδρεύει στον …… (οδός Υ.[M20] , αριθμ. …[M21] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, εκ των οποίων η πρώτη και η τρίτη εκπροσωπήθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Παναγιώτη Κτίστη, κατοίκου Αθηνών (Λεωφ. Ιωνίας, αριθμ. 187-189) με ΑΜ/ΔΣΑ 29374, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και το υπ’ αριθμ. …[M22]  γραμμάτιο του ΔΣΠ, ενώ ο δεύτερος και η τέταρτη εκπροσωπήθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Θεόδωρου Καψιμάλη, κατοίκου Γλυφάδας (οδός Κριμαίας, αριθμ. 838) με ΑΜ/ΔΣΑ 34598, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και το υπ’ αριθμ. …[M23]  γραμμάτιο του ΔΣΠ.   
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-10-2016 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …[M24] , προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 19-01-2017 και γράφηκε στο πινάκιο, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης που έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Kατά το άρθρο 25 του ΑΚ, οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και αν δεν ορίστηκε τέτοιο εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 1996.124). Η παρεχόμενη στα μέρη εξουσία από το άρθρο 25 του ΑΚ να ορίζουν το δίκαιο που θα ρυθμίζει τις ενοχές από σύμβαση, πρέπει να ερμηνεύεται από τον Κανονισμό 593/2008 της 17ης Ιουνίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), με τον οποίο ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές και ο οποίος εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 (άρθρο 28 του Κανονισμού), όπως εν προκειμένω, αφού η σύμβαση ναυτικής εργασίας συνήφθη στις 10-06-2015 (η Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 1729/1988 και απετέλεσε από 1-4-1991 εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας, δεν εφαρμόζεται μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω Κανονισμού). Με τη διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού αυτού τίθεται ο γενικός κανόνας, ότι στις συμβατικές ενοχές εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, το δίκαιο που επέλεξαν ελεύθερα τα μέρη. Η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης.  Με την επιλογή τους τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασης. Μόνο σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιλογή του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 3 το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του Κανονισμού.  Το δίκαιο αυτό μπορεί να είναι οποιοδήποτε, ακόμα και δίκαιο που δεν έχει καμία σχέση με τη σύμβαση τους, κατά δε το άρθρο 2 αυτής, που αναφέρεται στον οικουμενικό χαρακτήρα της σύμβασης, “το καθοριζόμενο από τον παρόντα κανονισμό δίκαιο εφαρμόζεται ακόμα και αν δεν πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους”, δηλαδή το δίκαιο που υποδεικνύει ο Κανονισμός εφαρμόζεται έστω και αν είναι δίκαιο κράτους που δεν έχει συμβληθεί, ή χώρας η οποία δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα χωρίς καμία προϋπόθεση αμοιβαιότητας. Η αυτονομία αυτή των συμβαλλομένων, όπως καθιερώνεται από τον Κανονισμό, υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3, 9 παρ. 2, 6 παρ. 2 και 8 παρ. 1 αυτού, από τις οποίες οι δύο πρώτες αφορούν γενικά τους κανόνες δημόσιας τάξης του δικαίου που παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο προς τη σύμβαση και του δικαίου του FORUM, ενώ οι δύο τελευταίες αφορούν ειδικούς κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης ή κανόνες αναγκαστικού δικαίου που σχετίζονται με τις συμβάσεις των καταναλωτών και τις συμβάσεις εργασίας. Όλες οι παραπάνω διατάξεις περικλείουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου που περιορίζουν, υπό προϋποθέσεις, την αρχή της αυτονομίας των συμβαλλομένων, όταν το δίκαιο που έχει επιλεγεί από τα συμβαλλόμενα μέρη έρχεται σε αντίθεση μαζί τους. Ειδικότερα, με το άρθρο 8 αυτής, που ρυθμίζει ειδικά τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, ορίζεται ότι “1. Η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο που επιλέγουν τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία κατά το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει των παραγράφων 2,3,4  του παρόντος άρθρου, ελλείψει επιλογής. 2. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στην ατομική σύμβαση εργασίας δίκαιο δεν έχει επιλεγεί από τα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ή, ελλείψει αυτού, από την οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του κατά εκτέλεση της σύμβασης. Η χώρα της συνήθους εκτέλεσης εργασίας δεν θεωρείται ότι μεταβάλλεται όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε μια άλλη χώρα προσωρινά. 3. Όταν δεν μπορεί να καθορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με την παράγραφο 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο. 4.Όταν προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με χώρα άλλη από την προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 ή 3, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας». Με την παραγρ. 2 δε του άρθρου 9 ορίζεται συναφώς με τα παραπάνω, ότι “οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του δικαίου του δικάζοντος δικαστή». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, στην περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν έγκυρα δίκαιο που θα διέπει τη σύμβαση εργασίας ναυτολόγησης, επιτρέπεται η εφαρμογή αυτού εφόσον αυτό εξασφαλίζει στον εργαζόμενο (ναυτικό) τουλάχιστον ίση προστασία και το ανέχονται οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus congens) ενός (διαζευκτικά) από τα ακόλουθα δίκαια, που τείνουν στην προστασία αυτού και την οποία αυτός δεν μπορεί να στερηθεί α) το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης (κατά πρώτο λόγο). Στη ναυτική εργασία τόπος (όχι απλώς συνήθους αλλά) μόνιμης παροχής εργασίας είναι το πλοίο στο οποίο εργάζεται ο ναυτικός και κατά την κρατούσα διεθνώς άποψη, εφαρμόζεται σχετικά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου “ως ο πιο σεβαστός και παγκόσμιος κανόνας του ναυτικού δικαίου”, εκτός αν αυτή είναι σημαία ευκαιρίας με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο, β) το δίκαιο (άλλης) χώρας εκτός από το δίκαιο της χώρας που συμφωνήθηκε, εφόσον από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας (ναυτολόγησης) συνδέεται στενότερα με την άλλη χώρα, γ) το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο (ναυτικό), αν αυτός δεν παρέχει την εργασία του σε μία μόνο χώρα (ΑΠ 561/2001 ΕΝΔ 2001.283, ΑΠ 541/2001 ΕΝΔ 2001. 286, ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ 1999.355, ΑΠ 515/1998  ΕΝΔ 1998. 375, ΑΠ 654/1997 ΕΝΔ 1997.372) και δ) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (FORUM) κατ` άρθρο 9 παρ. 2 του εν λόγω Κανονισμού. Εν προκειμένω, πρόκειται για τους λεγόμενους “κανόνες αμέσου εφαρμογής” του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Ποιοι είναι οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου ορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 3 του Κανονισμού αυτού, δηλαδή εκείνοι από τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν οι συμβαλλόμενοι με ιδιωτική συμφωνία. Τέτοιοι κανόνες αναγκαστικού δικαίου είναι εκείνοι που η ίδια η πολιτεία θεσπίζει για λόγους κοινωνικοοικονομικούς (Ολ ΑΠ 47/1987 ΕΝΔ 1987.385, ΑΠ 561/2001 ο.π., ΑΠ 541/2001 ο.π., ΑΠ 1197/1999 ο.π., ΑΠ 515/1998 ο.π., ΑΠ 654/1997 ο.π.,  ΕφΠειρ 443/2015 και ΕφΠειρ 249/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ζωή Παπασιώπη-Πασιά « Η κοινοτική σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, όπως ισχύει στην Ελλάδα» σελ. 16 – 17, 27, 50, 52, 61, 62, Αναστ. Γραμματικάκη-Αλεξίου « Το εφαρμοστέο δίκαιο στην ατομική σύμβαση εργασίας κατά την κοινοτική σύμβαση ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του 1980» σελ. 28, 31, 32, 37, 41, 50 – 52, 62, 63, 80 – 81, 110, 111 – 112, Σπυρ. Βρέλλης «Προβλήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στη σύμβαση εργασίας» σελ. 23 – 24, 33, 34, 44 – 45, 52 -53). Οι διατάξεις των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ), που καθορίζουν τα ελάχιστα όρια αποδοχών των επιμέρους κατηγοριών εργαζομένων είναι αναγκαστικού δικαίου και έχουν εφαρμογή όταν είναι εφαρμοστέο, με βάση τις πιο πάνω διατάξεις, το Ελληνικό Δίκαιο (ΟλΑΠ 47/1987 ΕΝΔ 15.385, ΕφΠειρ 520/1993 ΕΝΔ 21.431). Εξάλλου, οι διατάξεις των Ελληνικών Συλλογικών Συμβάσεων Ναυτικής Εργασίας (ΣΣΝΕ) έχουν εφαρμογή για τους Έλληνες και ξένους ναυτικούς, που υπηρετούν και σε πλοία με ξένη σημαία (ΟλΑΠ 47/1987 ΕΝΔ 15.385, ΑΠ 668/1895 ΕΝΔ 14.76, ΕφΠειρ 565/2011 και ΕφΠειρ 694/1991 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων, με την κρινόμενη αγωγή του, εκθέτει ότι, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας 6 μηνών, που καταρτίστηκε στις Φιλιππίνες στις 10.06.2015, μεταξύ αυτού και της πρώτης των εναγομένων, εκπροσωπούμενης από τοπικό πράκτορα, προσελήφθη για να εργαστεί με την ειδικότητα του ναύτη στο μηχανοκίνητο γιοτ – θαλαμηγό αναψυχής …[M25] », νηολογίου Π.[M26] , …[M27]  τόνων, με …[M28] . Ότι για τις αξιώσεις του από την εργασία του αυτή ευθύνονται εις ολόκληρον και αλληλεγγύως η πρώτη εναγομένη ως εργοδότριά του, η τρίτη εναγομένη ως κυρία του ανωτέρω σκάφους, ο δεύτερος εναγόμενος ως ο πραγματικός ιδιοκτήτης – εφοπλιστής αυτού, επικουρικά δε στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι ο δεύτερος δεν ήταν πραγματικός ιδιοκτήτης – εφοπλιστής του πλοίου αυτού, η πρώτη εναγομένη ευθύνεται ως εργοδότριά του και η τρίτη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του ένδικου πλοίου. Περαιτέρω ότι κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο πλοίο …[M29] », έλαβε εντολή από το δεύτερο εναγόμενο να μεταβεί για ένα μήνα και να εργασθεί στο υπό ελληνική σημαία μηχανοκίνητο γιοτ/θαλαμηγό αναψυχής …[M30] », νηολογίου Πειραιά, με αριθμό νηολογίου …[M31]  το οποίο επίσης ήταν συμφερόντων του δευτέρου εναγομένου. Ότι για τις αξιώσεις του από την εργασία του στο πλοίο αυτό ευθύνονται εις ολόκληρον και αλληλεγγύως η πρώτη εναγομένη ως εργοδότριά του, η τέταρτη εναγομένη ως κυρία του ανωτέρω σκάφους, ο δεύτερος εναγόμενος ως ο πραγματικός ιδιοκτήτης – εφοπλιστής αυτού, επικουρικά δε στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι ο δεύτερος δεν ήταν πραγματικός ιδιοκτήτης – εφοπλιστής του πλοίου αυτού, η πρώτη εναγομένη ευθύνεται ως εργοδότριά του και η τέταρτη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του ένδικου πλοίου. Τέλος, ότι κατά τη διάρκεια την ένδικης ναυτολόγησής του διατάχθηκε και πάλι από το δεύτερο εναγόμενο να μεταβεί για περίπου ένα μήνα και να εκτελέσει αγροτικές εργασίες σε κτήματα – στάβλους του στην ενδοχώρα της Κεφαλονιάς, για τις αξιώσεις από την εργασία του αυτή δε ευθύνονται εις ολόκληρον και αλληλεγγύως τόσο ο δεύτερος εναγόμενος, όσο και η πρώτη εναγομένη εργοδότριά του. Ότι εργάσθηκε δυνάμει της ανωτέρω συμβάσεως έως τις 28.12.2015, οπότε απολύθηκε, κατόπιν δικού του αιτήματος, χωρίς να καταβληθούν σε αυτόν οι δεδουλευμένες αποδοχές του. Επιπροσθέτως ισχυρίζεται ότι η συμπεριφορά των εναγομένων προς αυτόν προσέβαλε την προσωπικότητά του, καθόσον τον μετέφεραν από το ένα γιοτ στο άλλο, ακόμα και σε στάβλους, τον ανάγκαζαν να εργάζεται πάρα πολλές ώρες ημερησίως (τουλάχιστον 16 ώρες την ημέρα) και να εκτελεί χειρωνακτικές αγροτικές εργασίες άσχετες με το επάγγελμα και την εξειδίκευσή του, δεν του κατέβαλαν τις αποδοχές του, παρακρατούσαν το διαβατήριο και το ναυτικό του φυλλάδιο, ενώ του συμπεριφέρονταν με άσχημο και απαξιωτικό τρόπο, προκλήθηκε δε σε αυτόν ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται το χρηματικό ποσό των 5.000 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω, ζητεί, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλουν: 1) για οφειλόμενους μη καταβεβλημένους μισθούς (α) η πρώτη εναγομένη το συνολικό ποσό των 26.971 ευρώ, εκ των οποίων τα 26.971 ευρώ αλληλεγγύως και εις ολόκληρων με τον δεύτερο εναγόμενο, τα 9.784 ευρώ αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την τρίτη εναγομένη και τα 13.484 ευρώ αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την τέταρτη εναγομένη, (β) ο δεύτερος εναγόμενος το συνολικό ποσό των 26.971 ευρώ, εκ των οποίων τα 26.971 ευρώ αλληλεγγύως και εις ολόκληρων με την πρώτη εναγομένη, τα 9.784 ευρώ
αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την τρίτη εναγομένη και τα 13.484 ευρώ
αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την τέταρτη εναγομένη, (γ) η τρίτη
εναγόμενη το συνολικό ποσό 9.784 ευρώ, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους
πρώτη και δεύτερο των εναγομένων και (δ) η τέταρτη εναγομένη το συνολικό
ποσό των 13.484 ευρώ, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους πρώτη και δεύτερο
των εναγομένων, τα ανωτέρω ποσά δε με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής έως την πλήρη εξόφληση και 2) για αποζημίωση λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του αλληλεγγύως και εις ολόκληρον μεταξύ τους οι εναγόμενοι το συνολικό ποσό των 5.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά του έξοδα. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, αρμόδια και παραδεκτά φέρεται  προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ.1 α΄ του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 1215/2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», δεδομένου ότι στην Αθήνα βρίσκεται η πραγματική έδρα και η κύρια εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον ενάγοντα. Περαιτέρω, είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 22, 25 παρ.2, 37 ΚΠoλΔ και αρθρ. 51 παρ.3Α του Ν. 2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), ενώ η υπόθεση εισάγεται να δικαστεί κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 και 621 επ. του Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.). Πλην όμως το Δικαστήριο από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα δεν μπορεί να κρίνει ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο (lex causae), στην κρινόμενη διαφορά, που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας. Ειδικότερα οι πρώτη και τρίτη των εναγομένων ισχυρίζονται ότι με την από 10-06-2015 έγγραφη σύμβαση εργασίας που υπεγράφη μεταξύ του ενάγοντα και της πρώτης εναγομένης (εκπροσωπούμενης από πράκτορα) έχει γίνει εν προκειμένω επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη, σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 31 όρο αυτής, στον οποίο προβλέπεται ότι «κάθε μη λυμένη διαφορά, απαίτηση ή καταγγελία που εκπορεύεται από ή σχετίζεται με την παρούσα σύμβαση συμπεριλαμβανομένων των προσαρτημάτων, θα υπόκειται στους νόμους της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων, των Διεθνών Συμβάσεων και Συμφωνιών τις οποίες οι Φιλιππίνες έχουν επικυρώσει», προσκομίζουν δε απλό φωτοτυπικό αντίγραφο της ανωτέρω σύμβασης, αποτελούμενο από τρεις σελίδες, καθώς και αποσπασματική μετάφραση αυτής από τα αγγλικά στα ελληνικά. Αντίθετα ο ενάγων αμφισβητεί με τις προτάσεις του τα ανωτέρω και ισχυρίζεται ότι οι εναγόμενοι έχουν επισυνάψει στην προσκομιζόμενη από αυτούς σύμβαση εργασίας του δύο πρόσθετες σελίδες, εκ των οποίων η μία μόνο φέρει την υπογραφή του και ημερομηνία, ενώ η άλλη, στην οποία και περιλαμβάνεται ο όρος περί εφαρμοστέου δικαίου δεν φέρει ούτε ημερομηνία ούτε την υπογραφή του. Επίσης ότι ουδέποτε πληροφορήθηκε, ούτε έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο των όσων αναφέρονται στη δεύτερη από τις ανωτέρω πρόσθετες σελίδες, ούτε αυτή αποτέλεσε τμήμα της υπογεγραμμένης από αυτόν σύμβασης εργασίας. Προς επίρρωση δε του ισχυρισμού του προσκομίζει απλό φωτοτυπικό αντίγραφο της σύμβασης εργασίας του, η οποία αποτελείται από μία μόνο σελίδα, καθώς και αποσπασματική μετάφραση αυτής από τα αγγλικά στα ελληνικά. Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε ασφαλή κρίση περί του περιεχομένου της σύμβασης εργασίας που υπεγράφη μεταξύ του ενάγοντα και της πρώτης εναγομένης, ούτε περί του κρίσιμου εν προκειμένω στοιχείου εάν έχει γίνει επιλογή ή όχι εφαρμοστέου δικαίου από τα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, θα πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης και να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ και η προσκόμιση με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων του πρωτοτύπου της από 10-06-2015 έγγραφης σύμβασης εργασίας που υπεγράφη μεταξύ του ενάγοντα και της πρώτης εναγομένης (εκπροσωπούμενης από πράκτορα), καθώς και επίσημη μετάφραση ολόκληρου του κειμένου αυτής (και όχι αποσπασμάτων, όπως έχει γίνει εν προκειμένω από τους διαδίκους). Η μετάφραση θα γίνει είτε από την αρμόδια μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών είτε από δικηγόρο, στην τελευταία όμως περίπτωση στο τέλος του μεταφρασμένου κειμένου θα υπάρχει βεβαίωση από το Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο ανήκει ο μεταφράσας δικηγόρος, ότι η μετάφραση έγινε από αυτόν και ότι αυτός έχει δικαίωμα να προβαίνει νομίμως σε μεταφράσεις από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική, ως έχων τις αντίστοιχες γνώσεις. Σημειώνεται ότι δε θα περιληφθεί εν προκειμένω διάταξη περί δικαστικών εξόδων, ενόψει του ότι πρόκειται περί μη οριστικής απόφασης (191 παρ.1 ΚΠολΔ). Τέλος, τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα, θα συνεκτιμηθούν κατά την κατ’ επανάληψη συζήτηση, η οποία αποτελεί συνέχεια της παρούσας.

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση της οριστικής του απόφασης.

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, προκειμένου να προσκομιστεί με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων το πρωτότυπο της από 10-06-2015 έγγραφης σύμβασης εργασίας που υπεγράφη μεταξύ του ενάγοντα και της πρώτης εναγομένης (εκπροσωπούμενης από πράκτορα), καθώς και επίσημη μετάφραση ολόκληρου του κειμένου αυτής (και όχι αποσπασμάτων, όπως έχει γίνει εν προκειμένω από τους διαδίκους). Η μετάφραση θα γίνει είτε από την αρμόδια μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών είτε από δικηγόρο, στην τελευταία όμως περίπτωση στο τέλος του μεταφρασμένου κειμένου θα υπάρχει βεβαίωση από το Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο ανήκει ο μεταφράσας δικηγόρος, ότι η μετάφραση έγινε από αυτόν και ότι αυτός έχει δικαίωμα να προβαίνει νομίμως σε μεταφράσεις από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική, ως έχων τις αντίστοιχες γνώσεις.

-ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις       Ιουλίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξουσίοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ