Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αριθμός απόφασης
 3660 /2017
(Αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …[M1] 
 
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών)

 
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ευσταθία Τσάμη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 2 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ: Χ. Κ.[M2]  του Ι.,[M3]  κατοίκου Σ.[M4]  (οδός Ν. Κ.[M5]  άνευ αριθμού), με Α.Φ.Μ. …[M6]  Δ.Ο.Υ. Σ.[M7] , ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Παναγιώτας Βασιλάκου, κατοίκου Πειραιώς (οδός Νικήτα, αριθμ. 13) με ΑΜ/ΔΣΑ 32046, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …[M8]  που εδρεύει στον …..(οδός Π., [M9] …., νομίμως εκπροσωπουμένης και 2. της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. Ν.Ε.» που εδρεύει στον Πειραιά (οδός Π., [M10] . 67), νομίμως εκπροσωπουμένης, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Νικητούλας Σπανάκη, κατοίκου Αθηνών (οδός Σοφοκλέους, αριθμ. 5) με ΑΜ/ΔΣΑ 10572, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-12-2016 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης …[M11]  αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξουσίες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ  ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από το συνδυασμό των άρθρων 22 παρ. 2 του Συντάγματος και 3 παρ. 1, 7, 8 παρ. 2, 9 παρ. 1, 10 παρ. 2 και 11 παρ. 2 ν. 1876/1990 συνάγεται ότι (α) κατά την σύναψη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ) οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν νομοθετική (κανονιστική) εξουσία κατά παραχώρηση του Κράτους και ως εκ τούτου οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ (ή των εξομοιουμένων με αυτές διαιτητικών αποφάσεων, άρθ. 16 ν. 1876/1990) έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ ουσιαστικού νόμου και, αν είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους, υπερισχύουν των τυπικών νόμων, εκτός εάν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια (β) οι κλαδικές ΣΣΕ περιέχουν τους όρους εργασίας και αμοιβής που αφορούν στους εργαζομένους ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων μιας πόλης ή περιφέρειας ή και ολόκληρης της χώρας (γ) οι ΣΣΕ, πλην των εθνικών γενικών, δεσμεύουν καταρχήν τους εργοδότες και εργαζομένους που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ο Υπουργός Εργασίας, όμως, με απόφασή του (που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας) μπορεί να επεκτείνει την ισχύ και να κηρύξει γενικά υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους ενός κλάδου ή επαγγέλματος ΣΣΕ, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος, έκτοτε δε η ΣΣΕ δεσμεύει όλους τους εργοδότες του κλάδου ή τους εργαζομένους του επαγγέλματος που αυτή αφορά, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στην σύναψη της, με την επιφύλαξη ότι μία κλαδική ΣΣΕ (ή ΔΑ) υπερισχύει σε περίπτωση συρροής αυτής με άλλη, ομοιοεπαγγελματική, ΣΣΕ (ΟλΑΠ 3/2002, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 132/2016, ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 56/2012, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των ανωτέρω, η ιδιότητα του μέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω ΣΣΕ, αποτελεί προϋπόθεση της γένεσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και, συνακόλουθα, στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Δεν είναι όμως απαραίτητο να αναφέρεται το στοιχείο αυτό πανηγυρικά στο αγωγικό δικόγραφο, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξης της ως υποχρεωτικής, οπότε στην επίκληση της συλλογικής αυτής σύμβασης (ή των εννόμων συνεπειών της) εμπεριέχεται αλαλήτως και η επίκληση της ιδιότητας των διαδίκων ως μελών των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Στην περίπτωση αυτή, αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατήρτισαν τη ΣΣΕ, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεσθεί, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ και να αποδείξει ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των εν λόγω συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΑΠ 1351/2001-ΕΕΔ 2003/875, ΑΠ 1288/ 1999-ΔΕΝ 2000/495). Εξάλλου, για να. είναι ορισμένη η αγωγή μισθωτού που έχει ως αντικείμενο την επιδίκαση διαφορών μεταξύ καταβαλλομένων αποδοχών κλπ. και οφειλομένων βάσει των οριζομένων από κλαδική ΣΣΕ ή ΔΑ, που έχει την ίδια ισχύ, η οποία έχει επεκταθεί και έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, εκτός των άλλων στοιχείων αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί από το δικαστήριο αν πρόκειται για ομοειδή ή συναφή εκμετάλλευση με τις επιχειρήσεις του κλάδου που αφορά η ΣΣΕ ή ΔΑ, ώστε να κριθεί αν μπορούσε ο εργοδότης και ο ενάγων μισθωτός να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται και σε αυτούς (ΑΠ 1933/2008 ΔΕΕ 2009/1402, ΑΠ 1164/1998 ΕλλΔνη 40/329). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του (όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του ενάγοντα, η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού και περιλαμβάνεται στις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις της) ο ενάγων εκθέτει ότι προσλήφθηκε την 1-05-1998 δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου πλήρους απασχόλησης, με ωράριο από τις 07:30 έως τις 15:30 από Δευτέρα έως Παρασκευή, ήτοι επί 40 ώρες την εβδομάδα. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής εργάσθηκε στην πρώτη εναγομένη έως τις 19-01-2015, οπότε η εν λόγω εταιρεία τον μετέφερε στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία και η τελευταία ανέλαβε να τον απασχολεί με τους ίδιους όρους και μισθό, όπως η αρχική εργοδότριά του με ρητό όρο ότι διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματά του από την αρχική του σύμβαση. Ότι εργάσθηκε στη δεύτερη εναγομένη έως τις 5-02-2016, οπότε αυτή τον απέλυσε κατόπιν τετράμηνης προειδοποιήσεως που του κοινοποίησε στις 28-10-2015. Ότι οι δεδουλευμένες αποδοχές που του κατέβαλαν οι εναγόμενες υπολείπονταν των νομίμων που ορίζονταν από την οικεία εφαρμοζόμενη ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», η οποία ήταν αυτή του έτους 2008- 2009 σε συνδυασμό με την αντίστοιχη του 2012. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά την παραδεκτή τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με σχετική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του ενάγοντα, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, πριν την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης (άρθρα 223, 294, 295 και 297 και 591§1 ΚΠολΔ) και αναλύεται στις προτάσεις που κατέθεσε, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ζητεί α) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 69.041 ευρώ (όπως το αρχικώς αιτούμενο ποσό των 71.817,39 ευρώ παραδεκτά διορθώθηκε κατά τα ανωτέρω) και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 23.672,40 ευρώ (όπως το αρχικώς αιτούμενο ποσό των 25.075,20 ευρώ παραδεκτά διορθώθηκε κατά τα ανωτέρω) ως διαφορές αποδοχών, διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας για τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2012 έως 18-01-2015 και από 19-01-2015 έως 5-02-2016 αντίστοιχα, τα ανωτέρω ποσά δε με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως Επίσης, ζητεί η απόφαση που θα εκδοθεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Με το παραπάνω περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά, η κρινομένη αγωγή, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25 παρ. 2  και 621§1 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 και 621 επ. του Κ.Πολ.Δ) και είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες, καθόσον, αναφέρονται σε αυτήν όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά αναλυτικά εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653 και 655 ΑΚ, 68, 70, 74, 176 και 191§2, 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 3, 6 της με αρ. 19040/1981 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1, 3 παρ. 1,3,8 ΑΝ 539/1945, όπως το άρθρο 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν. 3302/2004 σε συνδυασμό με τις διατάξεις της από 3-6-2008 Εθνικής Κλαδικής ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας» που έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική με την ΥΑ 58032/2713/2008 (πράξη κατάθεσης 41/20-6-2008, ΦΕΚ Β 1657/14-8- 2008) και της από 23-12-2011 Εθνικής Κλαδικής ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Ωστόσο πρέπει να γίνει μνεία ότι το παρεπόμενο αίτημα, περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, τυγχάνει μη νόμιμο, καθόσον με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται από το δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 1993.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706). Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω η αγωγή, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου μετά τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, προσκομίστηκαν από τις πληρεξουσίες δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. τα με αριθμούς …[M12]  και …[M13]  γραμμάτια του ΔΣΠ).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης Π. Π.[M14]  και της μάρτυρος ανταπόδειξης Ε.  Α. Μ.[M15]  που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 § 1 σε συνδ. με 591§1 ΚΠολΔ), χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, η υπ’ αριθμ. …[M16] [M17]  ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Π.  Ν. Χ.[M18]  ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Μ.[M19] , που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εναγόμενες με τις προτάσεις τους και η οποία ελήφθη με πρωτοβουλία τους, πλην όμως απαραδέκτως, καθόσον, αυτή εδόθη ενώπιον αναρμόδιου συμβολαιογράφου, αφού η μάρτυρας κατοικεί στη Νίκαια Αττικής και επομένως η ένορκη βεβαίωσή της θα έπρεπε να δοθεί ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου Νίκαιας ή Πειραιώς και όχι Αθηνών, όπου τελικώς εδόθη (άρθρο 421 σε συνδ. με άρθρο 424 ΚΠολΔ), από όσα οι ίδιοι οι διάδικοι ρητώς ή εµµέσως συνοµολογούν, από τα διδάγµατα της κοινής πείρας που λαµβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη και από τη διαδικασία γενικότερα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εναγόμενες, οι οποίες εδρεύουν στον Πειραιά, είναι ναυτικές εταιρείες του Ν. 959/1979 και έχουν ως αντικείμενο τη θαλάσσια αλιεία. Δυνάμει της από 1-05-1998 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντα και της πρώτης εναγόμενης, αυτός προσελήφθη προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου στην έδρα της εταιρείας υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης από Δευτέρα έως Παρασκευή, ήτοι 40 ώρες εβδομαδιαίως. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής ο ενάγων εργάσθηκε στην πρώτη εναγομένη έως τις 19-01-2015, οπότε η εν λόγω εταιρεία τον μετέφερε στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία και η τελευταία ανέλαβε να τον απασχολεί με τους ίδιους όρους και μισθό όπως η αρχική εργοδότριά του με ρητό όρο ότι διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματά του από την αρχική του σύμβαση. Ο ενάγων εργάσθηκε στη δεύτερη εναγομένη έως τις 5-02-2016, οπότε αυτή τον απέλυσε κατόπιν τετράμηνης προειδοποιήσεως που του κοινοποίησε στις 28-10-2015. Ο ενάγων εκθέτει στην ένδικη αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε δια των έγγραφων προτάσεών του (άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ), ότι τα καθήκοντά του ήταν αυτά του υπαλλήλου γραφείου σε ναυτιλιακή εταιρεία, ο οποίος εκτελούσε παράλληλα και οποιαδήποτε άλλη εργασία του ανατίθετο, κι ότι ως εκ τούτου έπρεπε να αμείβεται σύμφωνα με τους όρους της οικείας ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Ωστόσο, ο αγωγικός αυτός ισχυρισμός αποδεικνύεται αβάσιμος κατ’ ουσίαν και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες, η πρώτη πλοιοκτήτρια του αλιευτικού σκάφους …[M20]  με αριθμό νηολογίου Πειραιά …[M21]  και η δεύτερη πλοιοκτήτρια του αλιευτικού σκάφους «…[M22]  με αριθμό νηολογίου Πειραιά …[M23]  με αντικείμενο δραστηριότητας των επιχειρήσεών τους την αλιεία και υπηρεσίες σχετικά με αυτήν, δεν αποτελούν ναυτιλιακές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των από 3-6-2008 και 23-12-2011 Εθνικών Κλαδικών ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Εξάλλου, η πρώτη από τις προαναφερθείσες κλαδικές ΣΣΕ, ήτοι η από 3-6-2008 ΣΣΕ, η οποία ίσχυσε από την 1-1-2008 έως την 31-12-2009, παρατάθηκε η ισχύς της επί ένα εξάμηνο, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 4 ν. 1876/1990, ως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το άρθρο 2 παρ. 5 της ΠΥΣ 6/2012 και κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική με την ΥΑ 58032/2713/2008, υπεγράφη από το «Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας», την «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας» και την «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» από πλευράς των εργοδοτών και από τον «Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εργαζομένων στη Ναυτιλία και Τουρισμό» από πλευράς των εργαζομένων. Ωστόσο, από τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες, εργοδότριες του ενάγοντα ήταν, ούτε ότι θα μπορούσαν να είναι μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη της. Ειδικότερα, αποδεικνύεται από τη νομίμως προσαγόμενη από τις εναγόμενες υπ’ αριθ. πρωτ. …[M24]  βεβαίωση του «Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας» ότι αυτές (εναγόμενες) δεν είναι μέλη του εν λόγω Συνδέσμου, ούτε ότι θα μπορούσαν να είναι μέλη του, καθόσον ο Σύνδεσμος αυτός διαπραγματεύεται για λογαριασμό των μελών του εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην επιβατηγό ναυτιλία την Εθνική Κλαδική ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας, στις οποίες ναυτιλιακές επιχειρήσεις δεν εμπίπτει η αλιευτική δραστηριότητα. Ομοίως, ενόψει του ότι τα πλοία με τα οποία δραστηριοποιούνται οι εναγόμενες είναι αλιευτικά και ουχί φορτηγά ακτοπλοϊκά, καθίσταται σαφές ότι αυτές δεν θα μπορούσαν να είναι μέλη ούτε της συμβαλλόμενης εργοδοτικής οργάνωσης «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων». Τέλος, δεν αποδείχθηκε ούτε ότι οι εναγόμενες θα μπορούσαν να είναι μέλη της εργοδοτικής οργάνωσης «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας», η οποία μετονομάστηκε και διαλύθηκε το έτος 2012. Αναφορικά δε με την από 23-12-2011 Κλαδική ΣΣΕ, η οποία ίσχυσε από την 1-1-2010, έληξε βάσει του άρθρου 2 παρ. 2 της ΠΥΣ 6/2012 την 14-2-2013 και παρατάθηκε η ισχύς της επί ένα τρίμηνο, δεν κηρύχθηκε υποχρεωτική και επομένως ίσχυσε μόνο για τα μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τα οποία ήταν από πλευράς των εργοδοτών ο «Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας» και η «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» και από πλευράς εργαζομένων ο «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εργαζομένων στη Ναυτιλία και Τουρισμό», μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται για τους λόγους που ανωτέρω εκτέθηκαν ούτε ο ενάγων ούτε οι εναγόμενες. Άλλωστε, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. …[M25]  έγγραφο του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Κεντρικού Τομέα Πειραιά, το οποίο εκδόθηκε σε απάντηση της από 25-01-2017 αίτησης των εναγομένων, δεν υπάρχει κάποια ειδική κλαδική σύμβαση για τις ναυτικές εταιρείες – αλιευτικά σκάφη, που να ρυθμίζει τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού γραφείου αυτών. Ελλείψει αυτής δε, το προσωπικό γραφείου μπορεί να αμείβεται με ελεύθερη συμφωνία ανάμεσα στα δύο συμβαλλόμενα μέρη, με βάση τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό και τις γενικές διατάξεις που προβλέπονται από την ΕΓΣΣΕ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, η οποία ερείδεται επί των προαναφερθεισών ΣΣΕ, να απορριφθεί στο σύνολο της ως αβάσιμη κατ’ ουσία, παρέλκει δε η εξέταση της ενστάσεως παραγραφής που προέβαλαν οι εναγόμενες. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντα, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 191§2 ΚΠολΔ), τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις       Ιουλίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξουσίες δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ