ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3969/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία …[M1] που εδρεύει στην Β. Μ.[M2] , νόμιμα εκπροσωπούμενης, 2) εταιρείας με την επωνυμία …[M3] που εδρεύει στην Λ. Κ.,[M4] νόμιμα εκπροσωπούμενης, 3) εταιρείας που εδρεύει στην Μ. Λ.[M5] , με την επωνυμία …[M6] νόμιμα εκπροσωπούμενης, 4) εταιρείας που εδρεύει Ν. Μ.[M7] , με την επωνυμία …[M8] νόμιμα εκπροσωπούμενης, 5) Π. Κ.[M9] του Ι.,[M10] κατοίκου …[M11] οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Μιχαήλ Νταλάκου, 6) Κ. Κ.[M12] του Α.,[M13] κατοίκου Α. Α.,[M14] ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Μενελάου Καρπαθάκη, και 7) Η. Μ.[M15] του Π.[M16] , κατοίκου Γ. Α.[M17] , ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Μιχαήλ Νταλάκου.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας που εδρεύει Α.[M18] , με την επωνυμία …[M19] νόμιμα εκπροσωπούμενης, φερόμενης ως ειδικής διαδόχου της υπό εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …[M20] δυνάμει της με αριθμό 10/1/10.5.2013 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63Β, 63Δ παρ.1 και 2 και 68 παρ.1 στοιχ. (στ) του Ν.3610/2007, που δημοσιεύτηκε σε περίληψη στο υπ’ αρ. 1137/10-05-2013 ΦΕΚ, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Αικατερίνης Αθανασίου.
Οι ανακόπτοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 10-6-2015 ανακοπή τους, που κατατέθηκε με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M21] και με αριθ. κατ. δικογράφου …[M22] και προσδιορίστηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 26ης Ιανουαρίου 2016, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου.
Β. ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: Κ. Κ.[M23] του Α.,[M24] κατοίκου Α. Α.,[M25] ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Μενελάου Καρπαθάκη.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας που εδρεύει Α.[M26] , με την επωνυμία …[M27] νόμιμα εκπροσωπούμενης, φερόμενης ως ειδικής διαδόχου της υπό εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …[M28] δυνάμει της με αριθμό 10/1/10.5.2013 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63Β, 63Δ παρ.1 και 2 και 68 παρ.1 στοιχ. (στ) του Ν.3610/2007, που δημοσιεύτηκε σε περίληψη στο υπ’ αρ. 1137/10-05-2013 ΦΕΚ, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Αικατερίνης Αθανασίου.
Ο προσθέτως ανακόπτων ζήτησε να γίνουν δεκτοί οι από 18-12-2015 πρόσθετοι λόγοι της με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M29] και με αριθ. κατ. δικογράφου …[M30] ανακοπής του, που κατατέθηκαν με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M31] και με αριθ. κατ. δικογράφου …[M32] και προσδιορίστηκαν, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 26ης Ιανουαρίου 2016, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M33] και με αριθ. κατ. δικογράφου …[M34] ανακοπή και οι με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M35] και με αριθ. κατ. δικογράφου …[M36] πρόσθετοι λόγοι της, με τους οποίους ζητείται η ακύρωση, για τους αναφερόμενους στα δικόγραφα λόγους, της υπ’ αριθ. …[M37] διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας οι ανακόπτοντες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 500.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της τελευταίας έναντι αυτών από σύμβαση δανείου, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση (σύμβαση δανείου) για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής {άρθρα 585 παρ. 2 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως το άρθ. 632 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12.3.2012), σε συνδ. με άρθ. 51 ν. 2172/1993}. Επιπροσθέτως, η υπό κρίση ανακοπή μετά των προσθέτων λόγων της έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα, κατ’ άρθρα 585 παρ. 2 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ {βλ. τις με αριθ. …[M38] εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Σ. Γ.[M39] , από τις οποίες προκύπτει ο χρόνος επίδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής στους ανακόπτοντες, και την υπ’ αριθ. 74711Γ΄/11.6.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Δημητρίου Αράπη, περί κοινοποιήσεως της κρινόμενης ανακοπής στις 11.6.2015 στην δικηγόρο Αικατερίνη Αθανασίου, η οποία υπέγραψε την από 31.3.2015 αίτηση προς έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής (άρθ. 632 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθώς επίσης και την υπ’ αριθ. 3788Β/22.12.2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Αλεξάνδρας Βαρδακοπούλου, περί κοινοποιήσεως των πρόσθετων λόγων ανακοπής στην καθ’ ης}. Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διατασσόμενης, σύμφωνα με το άρθρο 246 του ΚΠολΔ, της ένωσης και συνεκδίκασής τους, αφού, κατά τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε μείωση των εξόδων.
Σύμφωνα με το άρθρο 626 παρ. 1 ΚΠολΔ προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι η εκ μέρους του δικαιούχου της απαίτησης υποβολή αιτήσεως η οποία κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και συντάσσεται έκθεση κάτω από αυτήν. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου το δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) τα οριζόμενα στα άρθρα 118 και 119 παρ. 1 ΚΠολΔ, β) αίτηση (αίτημα) εκδόσεως διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του αυτού άρθρου, στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Οι λόγοι δε της ανακοπής συνίστανται είτε σε άρνηση της συνδρομής μιας ή περισσότερων τυπικών προϋποθέσεων της έγκυρης έκδοσης διαταγής πληρωμής (άρθρα 623 – 630 ΚΠολΔ) είτε σε αμφισβήτηση της απαίτησης, ενώ, βάσει της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζήτησης, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, είναι, αφενός, η ύπαρξη ληξιπρόθεσμης χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και, αφετέρου, η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσό της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν αυτά δεν αποδεικνύεται εγγράφως ή το προσκομιζόμενο προς απόδειξή τους έγγραφο δεν έχει συνταχθεί κατά νόμιμο αποδεικτικό τύπο, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, σύμφωνα με τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ (βλ. και ΑΠ 976/1992 ΕλλΔνη 25. 1043, ΕφΘεσ 554/2000 Αρμ 2001. 63). Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα. Επίσης, εάν οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγή πληρωμής είναι μόνο τυπικοί, όπως η μη απόδειξη της απαίτησης και του ποσού αυτής εγγράφως, αντικείμενο της δίκης και κατά συνέπεια της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου που δικάζει την ανακοπή δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή πληρωμής. Στην περίπτωση αυτή, για την παραδοχή της ανακοπής δεν αποτελεί προκριματικό ζήτημα η ύπαρξη της απαίτησης και ως εκ τούτου δεν ερευνάται παρεμπιπτόντως αυτό από το δικαστήριο της ανακοπής (ΟλΑΠ 10/1997 ΕλλΔνη 1997. 768, ΑΠ 925/2002 ΔΕΕ 2002. 1260). Εξάλλου, τοκοχρεωλυτικό δάνειο είναι εκείνο του οποίου η απόδοση συμφωνήθηκε να γίνει σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, δηλαδή σε δόσεις που να περιλαμβάνουν τμήμα του κεφαλαίου και μέρος των τόκων, με την προϋπόθεση ότι και τα δύο μέρη ορίζονται για όλες τις δόσεις κατ’ ενιαίο τρόπο, αλλά όχι αναγκαίως και κατ’ ίσα ποσοστά. Όταν, όμως, ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους του τοκοχρεωλυτικού δανείου, να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση πρόωρα αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες δόσεις του δανείου γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία, επομένως, η σύμβαση του δανείου ως τοκοχρεωλυτικού λύεται και ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου, καθώς και τόκων υπερημερίας από της καταγγελίας. Επομένως, το δάνειο είναι τοκοχρεωλυτικό υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Όταν όμως η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, τότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο (ΑΠ 637/1997 ΔΕΕ 1998. 294, ΕφΘεσ 110/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008. 740, ΕφΑθ 4272/2001 ΕλλΔνη 2001. 1366). Περαιτέρω, η συμφωνία μεταξύ του πιστούχου και της πιστοδότριας τράπεζας ότι το ύψος της οφειλής του πρώτου προς τη δεύτερη θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη και για το λόγο αυτό είναι έγκυρη. Επομένως, στη σχετική αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, αρκεί να αναφέρεται ότι μεταξύ των διαδίκων (πιστούχου και πιστοδότριας τράπεζας) συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο τηρούμενος λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται στην αίτηση και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο σχετικό ως άνω απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των μερών, αποδεικνύεται η απαίτηση της πιστοδότριας τράπεζας. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το δε αντίγραφο αυτού έχει ισχύ ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια αυτού βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 ΚΠολΔ, 36 παρ. 2β Ν. 4194/2013, 14 Ν. 1599/1986) και δεν δύναται να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντίγραφου από αρμόδιο υπάλληλο της πιστοδότριας τράπεζας. Εντούτοις, στην περίπτωση των μηχανογραφικά τηρούμενων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή μέσα στον υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο που έχει στην κατοχή της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας αυτού από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου (ΑΠ 1022/2003 ΧρΙδΔ 2004. 432). Εξάλλου, εάν πρόκειται περί συμβάσεως δανείου, αρκεί για την έκδοση διαταγής πληρωμής να αναφέρονται στη σχετική αίτηση και να προσκομίζονται η σύμβαση δανείου, το με την υπογραφή του οφειλέτη ένταλμα πληρωμής του ποσού του δανείου και οι εκθέσεις επίδοσης της από μέρους του δανειστή καταγγελίας του δανείου και κήρυξης του οφειλόμενου υπολοίπου ως ληξιπρόθεσμου και απαιτητού, ενώ πρέπει να γίνει δεκτό ότι, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ισχύουν και στη σύμβαση τραπεζικού δανείου τα παραπάνω αναφερόμενα για την απόδειξη της εκταμίευσης του δανείου, της κίνησης του σχετικού λογαριασμού και του ύψους της σχετικής οφειλής από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της πιστοδότριας τράπεζας, βάσει σχετικής συμφωνία μεταξύ της τελευταίας και του πιστούχου (ΕφΠειρ 619/2009 ΔΕΕ 2011. 72). Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 454 ΚΠολΔ «Αν το έγγραφο που προσάγεται έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, υποβάλλεται μαζί και επίσημη μετάφρασή του επικυρωμένη από το υπουργείο εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο κατά το νόμο πρόσωπο ή από την πρεσβεία ή το προξενείο της Ελλάδας στη χώρα, στην περιοχή της οποίας έχει συνταχθεί το έγγραφο ή από την πρεσβεία στην Ελλάδα ή το προξενείο της ίδιας χώρας. Σε οποιαδήποτε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να μεταφραστεί το έγγραφο στα ελληνικά από πραγματογνώμονα.». Όπως δε προκύπτει από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτές του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. α΄ και β΄ ΚΠολΔ, τα ξενόγλωσσα έγγραφα τα οποία δεν συνοδεύονται από επίσημη επικυρωμένη μετάφραση αποτελούν μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και λαμβάνονται υπόψη υπό τους περιορισμούς που προβλέπουν τα άρθρα 393 και 394 του ίδιου ως άνω Κώδικα για το εμμάρτυρο μέσο απόδειξης (βλ. και ΕφΠειρ 242/2012 ΠειρΝομ 2012. 322). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες, με τον τρίτο λόγο της ένδικης ανακοπής τους, ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης διαδικαστικών προϋποθέσεων περί της έκδοσης αυτής, επικαλούμενοι ότι κατά το χρόνο έκδοσής της δεν είχε καταστεί η επιδικασθείσα μ’ αυτή απαίτηση ληξιπρόθεσμη ούτε αποδεικνυόταν η ίδια εγγράφως. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι νόμιμος, ως στηριζόμενος στις διατάξεις που διαλαμβάνονται στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση και επομένως πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της καθ’ ης η ανακοπή, που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …[M40] ως πιστώτριας, ειδική διάδοχος της οποίας είναι η καθ’ ης η ανακοπή, και των δύο πρώτων ανακοπτόντων, ως πιστούχων, συνήφθη η από 9-11-2010 σύμβαση δανείου και η από 1-11-2012 τροποποιητική αυτής σύμβαση, με την οποία χορηγήθηκε στις τελευταίες δάνειο ποσού 11.923.521 ευρώ, ενώ με τις από 9-11-2010 και 15-3-2011 συμβάσεις εγγύησης μετά των τρίτης, πέμπτου, έκτου, εβδόμου και τετάρτης των ανακοπτόντων, αντιστοίχως, οι τελευταίοι εγγυήθηκαν την τήρηση των όρων της εν λόγω σύμβασης δανείου εκ μέρους των πιστούχων προς τη δανείστρια τράπεζα ως αυτοφειλέτες. Με τον υπ’ αριθ. 10.01 όρο της ανωτέρω σύμβασης δανείου συμφωνήθηκε ειδικότερα ότι η δανείστρια τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση αυτή και να κηρύξει το δάνειο αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, αξιώνοντας την εξόφληση ολόκληρου του ανεξόφλητου ποσού – κεφαλαίου μαζί με τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση ολικής ή μερικής καθυστέρησης πληρωμής κατά τη δήλη ημέρα των δόσεων του δανείου ή οιουδήποτε άλλου ποσού οφειλομένου κατά τους όρους της σύμβασης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, με την από 2-7-2014 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 10-7-2014, η καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα κατήγγειλε την προεκτιθέμενη σύμβαση δανείου, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …[M41] έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών, Σ. Γ.[M42] , και κήρυξε το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στο σύνολό του, ζήτησε δε την άμεση εξόφληση του ανεξόφλητου ποσού των 6.910.831,72 ευρώ πλέον τόκων. Ακολούθως, η καθ’ ης επεδίωξε, με την από 31-3-2015 αίτησή της, την έκδοση διαταγής πληρωμής από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προσκομίζοντας ως έγγραφα απόδειξης της έναντι των ανακοπτόντων απαίτησής της, της αιτίας αυτής, του ύψους της, καθώς και της ενεργητικής νομιμοποίησης της ίδιας: α) την από 9-11-2010 σύμβαση δανείου και την από 1-11-2012 τροποποιητική αυτής σύμβαση, β) την από 9-11-2010 βεβαίωση εκταμίευσης του ποσού του δανείου, από την οποία προκύπτει ότι οι δανειζόμενες εκταμίευσαν το σύνολο του δανείου ύψους 11.923.521 ευρώ στις 9-11-2010, γ) τις από 9-11-2010 και 15-3-2011 συμβάσεις εγγύησης μετά των τρίτης και τετάρτης των ανακοπτόντων, αντιστοίχως, δ) τις από 9-11-2010 τρεις συμβάσεις εγγύησης μετά των πέμπτου, έκτου και εβδόμου των ανακοπτόντων, ε) την υπ’ αριθ. …[M43] έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών, Σ. Γ.[M44] , περί επιδόσεως στον νόμιμα διορισμένο αντίκλητο, δυνάμει των ανωτέρω συμβάσεων εκάστου των ανακοπτόντων, της από 2-7-2014 επιστολής της (καθ’ ης), με την οποία κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση δανείου, κήρυξε το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ζήτησε την άμεση εξόφληση του ποσού των 6.910.831,72 ευρώ πλέον τόκων, στ) αποσπάσματα των μηχανογραφικά τηρούμενων εμπορικών βιβλίων της (καθ’ ης), με πρωτότυπη εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό της υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της εκτύπωσης από τους υπαλλήλους που ενήργησαν την εκτύπωση, για τους λογαριασμούς με αριθ. …[M45] και …[M46] που τηρήθηκαν για την εξυπηρέτηση του επίδικου δανείου, καθώς, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην εν λόγω αίτησή της για την έκδοση διαταγής πληρωμής, με τον υπ’ αριθ. 8.04 όρο της σύμβασης συμφωνήθηκε ρητώς ότι «αποσπάσματα και/ή φωτοαντίγραφα ή άλλες αναπαραγωγές από τα βιβλία και/ή τα αρχεία και/ή τα ηλεκτρονικά αρχεία και/ή αποσπάσματα από τον λογαριασμό του Δανείου, που τηρείται σύμφωνα με τον όρο 19 της Σύμβασης Δανείου, καθώς και έγγραφες αποτυπώσεις λογαριασμών ή μια βεβαίωση υπογεγραμμένη που θα εκδοθεί από αρμόδιο υπάλληλο της Τράπεζας θα θεωρούνται (εκτός αν υπάρχει προφανές αριθμητικό λάθος) ότι αποτελούν πλήρη απόδειξη, δεσμευτική για εκάστη των Δανειζομένων ως προς την ύπαρξη και το εκάστοτε ανεξόφλητο ποσό εκ κεφαλαίου, τόκων και άλλων ποσών οφειλομένων δυνάμει της Σύμβασης Δανείου. Η διαδικασία της αναγκαστική εκτέλεσης ή οποιαδήποτε δικαστική ή εξώδικη διαδικασία μπορεί να αρχίσει από την Τράπεζα επί τη βάσει των πιο πάνω αποδεικτικών μέσων», ζ) το υπ’ αριθ. 1137/10-5-2013 ΦΕΚ Τ. Β, στο οποίο έχουν δημοσιευθεί η υπ’ αριθ. 73/1/10-5-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία …[M47] και τέθηκε αυτό σε ειδική εκκαθάριση, και η υπ’ αριθ. 10/1/10-5-2013 απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος περί εντολής μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος στην καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία, και η) η από 10-5-2013 σύμβαση της υπό ειδική εκκαθάριση τραπεζικής εταιρείας …[M48] και της καθ’ ης, δυνάμει της οποίας μεταβιβάστηκαν στην τελευταία τα σε αυτήν (σύμβαση) αναφερόμενα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της πρώτης. Επί της αίτησής της αυτής, λόγω της επικαλούμενης από την καθ’ ης η ανακοπή μη καταβολής υπό των ανακοπτόντων των συμφωνημένων δόσεων, που στις 19-6-2014 ανέρχονταν στο ποσό των 435.600 ευρώ, και μέρους των ληξιπρόθεσμων τόκων περιόδου από 10-2-2014 έως 9-5-2014 ποσού 11.773,66 ευρώ, εκδόθηκε η με αριθμό …[M49] διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 500.000 ευρώ, που αποτελεί μέρος της συνολικής οφειλής αποτελούμενης από κεφάλαιο ύψους 6.910.831,72 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από 2-7-2014 με επιτόκιο προς 7,40% ετησίως πάνω από το επιτόκιο EURIBOR, πλέον τόκων υπερημερίας επί των εκάστοτε καθυστερούμενων εκ κεφαλαίου και τόκων ποσών, υπολογιζομένων με το ανωτέρω επιτόκιο υπερημερίας και λογιζομένων ανά εξάμηνο, πλέον της εισφοράς της επιβαλλόμενης από το Ν. 128/1975. Εντούτοις, από τα έγγραφα που νόμιμα επικαλείται και επαναπροσκομίζει η καθ’ ης η ανακοπή μαζί με την ως άνω αίτησή της για την έκδοση της πληττόμενης διαταγής πληρωμής, προς απόδειξη της ληξιπρόθεσμης απαίτησής της έναντι των ανακοπτόντων, της αιτίας αυτής και του ύψους της, και ειδικότερα από τα επικυρωμένα αντίγραφα και αποσπασματικές μεταφράσεις της από 9-11-2010 επίδικης σύμβασης δανείου, η οποία είναι συντεταγμένη στην αγγλική γλώσσα, ουδόλως αποδεικνύεται ότι είχε συμφωνηθεί ο ανωτέρω υπ’ αριθ. 8.04 όρος της σύμβασης ότι αποσπάσματα και φωτοαντίγραφα ή άλλες αναπαραγωγές από τα βιβλία και τα ηλεκτρονικά αρχεία από το λογαριασμό του δανείου, θα θεωρούνται ότι αποτελούν πλήρη απόδειξη, δεσμευτική για τις δανειζόμενες εταιρείες ως προς την ύπαρξη και το εκάστοτε ανεξόφλητο ποσό εκ κεφαλαίου, τόκων και άλλων ποσών οφειλομένων δυνάμει της εν λόγω σύμβασης δανείου, αφού ο επικαλούμενος σχετικά από την καθ’ ης στην αίτησή της όρος 8.04 εκλείπει τελείως από την αποσπασματική μετάφραση της σύμβασης αυτής, αν και προκειμένου για ξενόγλωσσα έγγραφα απαιτείται, κατά τα προαναφερθέντα, όπως αυτά υποβάλλονται κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ μαζί με επίσημη μετάφρασή τους επικυρωμένη από το υπουργείο εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο κατά το νόμο πρόσωπο. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι προς έκδοση διαταγής πληρωμής απαιτείται όπως το προσκομιζόμενο προς απόδειξη της απαίτησης έγγραφο έχει συνταχθεί κατά νόμιμο αποδεικτικό τύπο, ο προβαλλόμενος τρίτος τυπικός λόγος της ένδικης ανακοπής κρίνεται ως βάσιμος και στην ουσία του. Επομένως, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών λόγων ανακοπής (βλ. και ΕφΑθ 5824/2001 ΕλλΔνη 43. 189), πρέπει αυτή (ανακοπή) να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, (άρθρο 633 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ) λόγω ύπαρξης διαδικαστικού απαραδέκτου, αφού αυτή εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 623 ΚΠολΔ, ήτοι χωρίς να αποδεικνύεται η ληξιπρόθεσμη απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα, αφού δεν αποτελεί προκριματικό ζήτημα η ύπαρξη αυτής (απαίτησης) και ως εκ τούτου δεν ερευνάται παρεμπιπτόντως από το παρόν Δικαστήριο. Τέλος, η δικαστική δαπάνη των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστεί στο σύνολό της, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 εδ. τελ. ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την ένωση και συνεκδίκαση: α) της με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M50] και με αριθ. κατ. δικογράφου …[M51] ανακοπής και β) των με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M52] και με αριθ. κατ. δικογράφου …[M53] πρόσθετων λόγων της.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. …[M54] διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 500.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα στο σύνολό τους.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -8-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ