Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    4135/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

          ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία …[M1]  υπό το διακριτικό τίτλο …[M2]  που εδρεύει στην Α. Α.[M3] , οδός Τ., [M4] . .. , ΑΦΜ …[M5] , όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Νίκος Γερασίμου, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

          ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Αλλοδαπής Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία …[M6]  η οποία σύμφωνα με το καταστατικό της εδρεύει  Μ. Λ.,[M7]  …. …[M8] , και διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο στην Γ. Α.[M9] , οδός Κ., [M10] . …[M11]  όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, Χριστίνα Λιακάκου, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

          Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 13-9-2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M12]  και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M13] , προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
          Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. 
 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε, παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ), από πράξη ή παράλειψη η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια, και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι δυνατό, ωστόσο, μια ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 1120/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 302/2006 ΔΕΕ 2006. 513, ΕφΔωδ 182/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται, κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο, προς την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΑΠ 212/2000 ΕλλΔνη 2000. 755). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων παραγγελίας μεταφοράς που συνήφθησαν ατύπως μεταξύ αυτής και της εναγόμενης εταιρείας κατά το χρονικό διάστημα από Ιούλιο του 2014 έως και Ιούνιο του 2015, ανέλαβε η ίδια (ενάγουσα), έναντι του αντίστοιχου συμφωνηθέντος ανταλλάγματος, τη διενέργεια της μεταφοράς για λογαριασμό της τελευταίας (εναγομένης) διαφόρων εγγράφων, δεμάτων, εμπορευμάτων και εξαρτημάτων σε διάφορα μέρη ανά την υφήλιο, στα οποία ευρίσκονταν κάθε φορά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο πλοία, τα οποία διατηρούσε αυτή (εναγομένη) υπό τη διαχείρισή της. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλει, για τις παρασχεθείσες κατά τα ανωτέρω υπηρεσίες της, το συνολικό ποσό των 50.215,22 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, για έκαστο των επιμέρους κονδυλίων, από την επομένη της παρελεύσεως 90 ημερών από την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου, οπότε κατέστη αυτό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με τα προεκτιθέμενα ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον [άρθρα 33 ΚΠολΔ, ως προς την εκ της συμβάσεως κύρια βάση της αγωγής, ως εκ του τόπου κατάρτισης της ένδικης σύμβασης {εφόσον η ενάγουσα, που εδρεύει στην Ελλάδα (Α. Α.[M14] ), πρότεινε από εκεί (Αργυρούπολη), αποστέλλοντας σχετική προσφορά στην εναγομένη, να διενεργήσει την εκάστη μεταφορά έναντι συγκεκριμένου ανταλλάγματος, ακολούθως δε περιήλθε σ’ αυτήν (ΑΚ 167) στο ίδιο μέρος (Αργυρούπολη) η αποδοχή της εν λόγω πρότασης εκ μέρους της εναγομένης (ΑΚ 189) και ως εκ τούτου συνήφθη η μεταξύ τους σύμβαση (ΑΚ 192 – βλ. και ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012. 269, ΕφΑθ 3679/2010 ΔΕΕ 2012. 373)}, και 35 του ίδιου ως άνω Κώδικα, ως προς την κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις επικουρική βάση της (αγωγής), ως εκ του τόπου επέλευσης της επικαλούμενης ζημίας (βλ. και ΑΠ 1551/2003 ΕλλΔνη 2004. 422, ΕφΠειρ 61/2008 ΕΝΔ 2008. 233), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1, 2, 3Β περ. δ΄ και ε΄ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της υπόθεσης], συνακολούθως δε έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που τη διέπει. Με βάση τα εκτιθέμενα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, αυτή είναι ερευνητέα στο σύνολό της κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και ειδικότερα: α) όσον αφορά στην αγωγική βάση εκ των μεταξύ των διαδίκων καταρτισθεισών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 που αντικατέστησε την από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως εν προκειμένω, καθόσον υφίσταται σιωπηρός μετασυμβατικός καθορισμός, αφού η ενάγουσα θεμελιώνει ρητά τις αξιώσεις της στο ημεδαπό δίκαιο, χωρίς να υφίσταται επ’ αυτού αμφισβήτηση εκ μέρους της εναγομένης (βλ. και ΕφΠειρ 269/2008 ΔΕΕ 2008. 982), και β) ως προς την κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις επικουρική βάση της, σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 14 παρ. 1α, 31 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές της 11.7.2007, δεδομένου ότι υφίσταται εν προκειμένω σχετική σιωπηρή συμφωνία, μεταγενέστερη της επέλευσης του επικαλούμενου ζημιογόνου γεγονότος, αφού η ενάγουσα ομοίως θεμελιώνει ρητά τις αξιώσεις της στο ημεδαπό δίκαιο, χωρίς να υφίσταται επ’ αυτού αμφισβήτηση εκ μέρους της εναγομένης (πρβλ. ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 30. 19). Κατ’ ακολουθίαν, η αγωγή είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 90 επ. ΕμπΝ, 341 εδ. α΄, 345 εδ. α΄, 346, 361, 713, 722 του ΑΚ, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄ του ΚΠολΔ, πλην της κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις επικουρικής βάσης της, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, η οποία (επικουρική βάση) τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, αφού η αποδιδόμενη με την αγωγή στην εναγόμενη εταιρεία παραβίαση της επίδικης ενοχικής της υποχρέωσης έναντι της ενάγουσας δεν θεμελιώνει από μόνη της αδικοπραξία κατ’ άρθρο 914 ΑΚ και δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την επίδικη σύμβαση, στα πλαίσια της οποίας ενήργησε αποκλειστικά η εναγομένη (πρβλ. ΕφΔυτΜακ 44/2011 Αρμ 2012. 1274, ΕφΘεσ 2112/2006 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, πρέπει αυτή (αγωγή), κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. …[M15]  σειρά … διπλότυπο είσπραξης τύπου …της ….. Γ. Π.[M16] ).    
           O διαχειριστής πλοίου έχει ευρύτατες εξουσίες, οι οποίες αφορούν τόσο την τεχνική, όσο και την εμπορική διαχείριση αυτού (πλοίου). Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, μεριμνά για την τακτική ή έκτακτη επιθεώρησή του και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών επ’ αυτού, ενώ συνάπτει και συμβάσεις εφοδιασμού του με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά και άλλα αναγκαία υλικά. Η ανάγκη συντονισμού της διαχείρισης και περιορισμού των εξόδων της ελληνικής πλοιοκτησίας επιδιώκεται να ικανοποιηθεί με την ανάθεση της διαχείρισης και εκπροσώπησης των πλοίων που ανήκουν σε εταιρείες ελεγχόμενες από τα ιδία φυσικά πρόσωπα, σε άλλη εταιρεία ιδρυόμενη για το σκοπό αυτό από τα εν λόγω πρόσωπα. Συνήθως, η διαχειριζόμενη και αντιπροσωπεύουσα τα πλοία των ως άνω εταιρειών είναι αλλοδαπή εταιρεία, η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968. Η κατά τα ανωτέρω ανάθεση διαχείρισης δεν αποτελεί ενέργεια αθέμιτη ή παράνομη ούτε προσδίδει καθ’ εαυτή την ιδιότητα του εκμεταλλευομένου το πλοίο στη διαχειρίστρια εταιρεία ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει κατά κύριο λόγο αυτή και την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται μετά των ενδιαφερομένων για το πλοίο τρίτων επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως άμεσος αντιπρόσωπός του. Συνεπώς, τα έννομα αποτελέσματα εκάστης επιχειρούμενης από τον ίδιο δικαιοπραξίας, εντός των πλαισίων της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Εφόσον δε ο διαχειριστής ενεργεί επ’ ονόματι και για λογαριασμό του τελευταίου δεν καθίσταται υποκείμενο εκάστης δικαιοπραξίας, συναπτόμενης υπό την ιδιότητά του αυτή και, κατ’ επέκταση, δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει εκ των περιστάσεων ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν, όπως και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Προκύπτει, επομένως, ότι ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση να ασκήσει και δεν ασκεί την εκμετάλλευση αυτού για δικό του λογαριασμό. Ο δε εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή μη, επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους και απολαμβάνει τα κέρδη, οι δε δανειστές που δημιουργούνται από τη δράση του διαχειριστή, δύνανται να στραφούν κατά του πρώτου και να αξιώσουν από αυτόν την εκτέλεση της σχετικής σύμβασης ή την καταβολή αποζημίωσης για τη μη εκτέλεσή της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από το διαχειριστή την ικανοποίηση της απαίτησης αυτής (βλ. και ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009. 13, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212 και 216 του ΑΚ – οι οποίες εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (ΕφΠειρ 596/1999 ΕΝΔ 27. 270, 299/1996 ΕΝΔ 24. 277) – συνάγεται ότι, για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών, πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά έκδηλο τρόπο σε εκείνον προς τον οποίον γίνεται η δήλωση ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα παραχθεί για τον αντιπροσωπευόμενο. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, δοθέντος ότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την “αρχή του εμφανούς”. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο φανερή δήλωση επ’ ονόματι άλλου υπάρχει όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν εκ των περιστάσεων προκύπτει, όπως προαναφέρθηκε, ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε επ’ ονόματι του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με την εξαίρεση βέβαια της περίπτωσης κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Δεν απαιτείται, εξάλλου, από τον αντιπρόσωπο ακριβής προσδιορισμός του αντιπροσωπευομένου, αλλά είναι δυνατός ο καθορισμός τούτου με μεταγενέστερη δήλωση. Η σχετική άγνοια του αντισυμβαλλομένου για το πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου δεν ασκεί επίδραση, αφού αυτός δεν είναι αναγκαίο να είναι γνωστός κατά το χρόνο που καταρτίζεται η δικαιοπραξία ούτε και στον ίδιο τον αντιπρόσωπο (ΑΠ 258/2009 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βουλήσεως επιχειρείται επ’ ονόματι άλλου είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με τη μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δηλώσεως βουλήσεως, ήτοι μέσω της προσφυγής σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, ούτως ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά που υφίστανται κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενός του (βλ. και ΑΠ 752/2003 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 776/2000 ΕλλΔνη 42. 86). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη, αφού αρνείται την κρινόμενη αγωγή, ισχυρίζεται στη συνέχεια παραδεκτώς με τις έγγραφες προτάσεις της, αντικρούοντας αυτή (αγωγή), ότι ελλείπει η παθητική νομιμοποίησή της, διότι ενήργησε κατά τη σύναψη των ένδικων συμβάσεων ως διαχειρίστρια και άμεση αντιπρόσωπος των πλοιοκτητριών εταιρειών. Ως προς το εν λόγω ζήτημα, ήτοι αν η εναγόμενη εταιρεία ενήργησε ως αντιπρόσωπος άλλων στην κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων και αν δεσμεύεται έναντι της ενάγουσας απ’ αυτές (συμβάσεις), καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα αποκλείεται ρητά από το πεδίο εφαρμογής τόσο του προαναφερθέντος Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄ του Κανονισμού), όσο και της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-06-1980 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. στ΄ της Διεθνούς Σύμβασης). Σύμφωνα δε με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, τα θέματα της δεσμεύσεως του αντιπροσωπευομένου και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος, ως αντιπρόσωπος αυτού, ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1187/2000 ΕλλΔνη 2001. 1317, 1350). Επομένως, εφαρμοστέο εν προκειμένω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ως προς το ζήτημα αν η εναγομένη ενήργησε ως αντιπρόσωπος άλλων πλοιοκτητριών εταιρειών στην κατάρτιση των ένδικων δικαιοπραξιών και αν δεσμεύεται και ποιες υποχρεώσεις έχει έναντι της ενάγουσας από αυτές, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας στην οποία επιχείρησε η εναγομένη τις εν λόγω δικαιοπραξίες για τις οποίες της δόθηκε κατά τους ισχυρισμούς της η πληρεξουσιότητα. Κατ’ ακολουθίαν, η ως άνω ένσταση είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις που διαλαμβάνονται στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη της παρούσας, και πρέπει επομένως να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.   
           Aπό την εκτίμηση των υπ’ αριθ. …[M17]  και …[M18]  ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της ενάγουσας, Β. Κ.[M19]  και …[M20] , αντιστοίχως, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες ελήφθησαν μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. …[M21]  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Μ. Γ.[M22] ), και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, μη λαμβανομένης υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων της υπ’ αριθ. …[M23]  ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα της εναγομένης, Ν. Π.[M24] , ενώπιον του συμβολαιογράφου Χαλανδρίου, Γ. Κ.[M25] , δεδομένου ότι η εν λόγω προσθήκη περιορίζεται, κατ’ άρθρο 237 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, στην αξιολόγηση των αποδείξεων, καθώς και στην επίκληση νέων ισχυρισμών και προσκόμιση νέων αποδεικτικών μέσων μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση, αφού, άλλωστε, με τις κατατεθείσες προτάσεις της ενάγουσας δεν προτάθηκαν νέοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεων που συνήφθησαν διαδοχικά κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 2014 έως και τον Ιούνιο του 2015 μεταξύ της εναγομένης, η οποία τυγχάνει αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία που συνεστήθη κατά τον οριζόμενο από το δίκαιο της Λιβερίας τύπο και έχει την καταστατική της έδρα στη χώρα αυτή, διατηρεί δε γραφείο στην Ελλάδα σύμφωνα με τον Α.Ν. 89/1967 και δη στη Γ. Α.[M26] , οδ. Κ. [M27] . …[M28]  και της ενάγουσας, η τελευταία ανέλαβε να διενεργήσει, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, τη μεταφορά διαφόρων εγγράφων, δεμάτων, εμπορευμάτων και εξαρτημάτων σε διάφορα μέρη ανά την υφήλιο, στα οποία ευρίσκονταν κάθε φορά τα πλοία, τα οποία διατηρούσε η πρώτη (εναγομένη) υπό τη διαχείρισή της, και συγκεκριμένα τα πλοία  …[M29]  Προς εκπλήρωση δε της ενοχικής υποχρέωσής της από τις ένδικες ως άνω συμβάσεις, που καταρτίστηκαν κατόπιν συγκεκριμένων προσφορών της ενάγουσας με εκτενή και λεπτομερή περιγραφή του συνολικού κόστους των υπηρεσιών για κάθε ξεχωριστή μεταφορά, η τελευταία (ενάγουσα) προέβη σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να πραγματοποιηθεί προσηκόντως έκαστη μεταφορά, εκδοθέντων μάλιστα από την ίδια (ενάγουσα) των σχετικών τιμολογίων. Εντούτοις, η εναγομένη συνεβλήθη με την ενάγουσα κατά τα ανωτέρω υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των προαναφερθέντων πλοίων, ενεργούσα ως αντιπρόσωπος των πλοιοκτητριών εταιρειών, επ’ ονόματι και για λογαριασμό των οποίων ελάμβαναν χώρα οι σχετικές παραγγελίες εκ μέρους της, όπως αποδεικνύεται, εκτός των άλλων, ιδίως από την ρητή προς τούτο επισήμανση στις ίδιες τις παραγγελίες ότι αυτή (εναγομένη) ενεργεί «ως διαχειρίστρια μόνον» {«As Managers Only», όρος ο οποίος χρησιμοποιείται ευρέως στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική και αναφέρεται στην έννοια του αντιπροσώπου κατά το αγγλικό δίκαιο, βλ. τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα ηλεκτρονικά μηνύματα (emails) που απέστειλε σχετικά στην ίδια η εναγομένη, σε κάποια από τα οποία μάλιστα υπάρχει εμφανής καταχώριση που αναφέρει ρητά ότι τα τιμολόγια πρέπει να εκδοθούν με την προεκτιθέμενη επισήμανση «As Managers Only»}, αλλά και από τα επισυναπτόμενα στην υπό κρίση αγωγή επίδικα τιμολόγια, που έχουν εκδοθεί από την ενάγουσα και στα οποία αναφέρεται αφενός μεν ότι η εναγομένη ενεργεί «As Managers Only» αφετέρου δε ότι παραλήπτρια είναι έκαστη πλοιοκτήτρια εταιρεία των προαναφερόμενων πλοίων και, ειδικότερα, για το πλοίο …[M30]  η πλοιοκτήτρια εταιρεία …[M31] , για το πλοίο …[M32]  η πλοιοκτήτρια εταιρεία …[M33] , για το πλοίο …[M34]  η πλοιοκτήτρια εταιρεία …[M35] , για το πλοίο …[M36]  η πλοιοκτήτρια εταιρεία …[M37]  για το πλοίο …[M38]  η πλοιοκτήτρια εταιρεία …[M39] , για το πλοίο …[M40]  η πλοιοκτήτρια εταιρεία …[M41]  για το πλοίο …[M42]  η πλοιοκτήτρια εταιρεία …[M43]  και για το πλοίο …[M44]  η πλοιοκτήτρια εταιρεία …[M45] , απορριπτομένου του ισχυρισμού της ενάγουσας ότι η εναγομένη δεν της γνωστοποιούσε με τις παραγγελίες της τα στοιχεία των άμεσα αντιπροσωπευόμενων από την ίδια πλοιοκτητριών εταιρειών, γεγονός που, άλλωστε, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα πρόταση, δεν ήταν αναγκαίο να λάβει χώρα. Η ανωτέρω διαπίστωση δεν αναιρείται από όσα διαλαμβάνονται στις προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, οι οποίες, ως μη ενισχυόμενες από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, δεν παρέχουν πίστη στο παρόν Δικαστήριο, καθόσον, όπως ανέφεραν και οι ίδιοι (μάρτυρες), εξακολουθούν να εργάζονται στην τελευταία (ενάγουσα), ήτοι τελούν σε οικονομική εξάρτηση από αυτή, γεγονός το οποίο αντικειμενικώς αξιολογείται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, η εναγομένη εμφανιζόταν – όπως είναι γνωστό και στην ενάγουσα – ως αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 378/1968, όπως συνήθως συμβαίνει στην πράξη με τις εταιρίες που διαχειρίζονται και αντιπροσωπεύουν τα πλοία «μονοβάπορων» πλοιοκτητριών εταιρειών, η δε ενάγουσα, όπως αναφέρεται στην υπό κρίση αγωγή της, δραστηριοποιείται επαγγελματικώς στο ναυτιλιακό χώρο, παρέχοντας υπηρεσίες παραγγελιοδόχου μεταφοράς, και εντεύθεν κρίνεται ότι γνώριζε τα σχετικά ζητήματα με τη λειτουργία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων και των διαχειριστριών εταιρειών, με αποτέλεσμα να μην καταλείπεται, αντικειμενικά, ουδεμία εύλογη αμφιβολία αναφορικά με τη γνώση της ως προς την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε η αντισυμβαλλόμενή της εναγομένη (βλ. και ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013. 183). Η σχηματισθείσα, μάλιστα, ως άνω πεποίθηση του Δικαστηρίου περί των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών δεν δύναται να ανατραπεί από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα, από 8 Ιουλίου 2016 ηλεκτρονικό μήνυμα του νομικού τμήματος της εναγομένης, από το οποίο δεν προέκυψε ούτε από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο ότι η τελευταία (εναγομένη) αναγνώρισε ρητώς την προσωπική της ευθύνη για την εκπλήρωση των επίδικων δικαιοπραξιών {ας σημειωθεί ότι με τον εν λόγω ισχυρισμό περί αναγνώρισης οφειλής δεν εισάγεται αυτοτελής αγωγική βάση, αφού η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι αυτή και η αντισυμβαλλόμενή της (εναγομένη) απέβλεψαν πέραν από μία απλή επιβεβαίωση της ήδη υπάρχουσας ενοχής στην ίδρυση νέας (βλ. και ΑΠ 11/2005 ΕλλΔνη 46. 837, 1666/2003 ΕλλΔνη 46. 1715)}, αφού από το περιεχόμενο του ως άνω ηλεκτρονικού μηνύματος προκύπτει ότι η εναγομένη προέβη μόνον σε διορθωτική δήλωση για τη λογιστική καρτέλα που απέστειλε η ενάγουσα σ’ αυτή, στα πλαίσια των εξουσιών της (εναγομένης) ως διαχειρίστριας των προεκτιθέμενων πλοίων αναφορικά με τη διενέργεια πληρωμών, τη διευθέτηση πληρωμών κλπ. Άλλωστε, η εναγομένη, απαντώντας στην από 29 Σεπτεμβρίου 2015 εξώδικη δήλωση της ενάγουσας εναντίον της, με την οποία, όπως επικαλείται η τελευταία στην κρινόμενη αγωγή της, ισχυρίστηκε ότι της οφείλεται το ποσό των 56.000 ευρώ από τα ανεξόφλητα επίδικα τιμολόγια, της απέστειλε την από 8-10-2015 εξώδικη δήλωσής της (βλ. την υπ’ αριθ. …[M46]  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Α. Μ.[M47] [M48] ), στην οποία εκ νέου έλαβε χώρα ρητή αναφορά της ιδιότητά της (εναγομένης), ως διαχειρίστριας εταιρείας, υπό την οποία συνεβλήθη με την ενάγουσα επ’ ονόματι των αντιπροσωπευόμενων εταιρειών, ώστε εξ αυτού του λόγου να μη φέρει οιαδήποτε ευθύνη για την επίδικη ως άνω οφειλή. Εφόσον, λοιπόν, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα νομική σκέψη, η διαχειρίστρια εναγόμενη εταιρεία ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιρειών, δεν καθίσταται υποκείμενο των ένδικων συμβάσεων που καταρτίστηκαν με την προαναφερόμενη ιδιότητά της και, κατ’ επέκταση, δεν ενέχεται η ίδια για την εκπλήρωσή τους, γενομένης δεκτής ως βάσιμης κατ’ ουσίαν της ερειδόμενης στις διατάξεις του άρθρου 211 του ΑΚ, σχετικής ενστάσεώς της (εναγομένης). Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της εναγομένης, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, εις βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. 
 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

          ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων. 

          ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή. 

           ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300,00) ευρώ. 

           ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις         -9-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.  

             

          Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ