ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4281/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …[M1] που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς της δικηγόρου Παναγιώτας Ζήτση, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία …[M2] που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η εφεσίβλητη – ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M3] και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M4] [M5] αγωγή της κατά της εκκαλούσας – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό, τι αναφέρει σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 358/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …[M6] ), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης …[M7] και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[M8] και προσδιορίστηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 12ης Απριλίου του 2016, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, κατόπιν δηλώσεώς της που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από τα άρθρα 271 και 524 παρ. 1 και 4 του ΚΠολΔ, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη ή μη κλητεύσεώς του, σε περίπτωση δε ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σ’ αυτήν. Αν, όμως, ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 46. 557). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής δεν χρειάζεται νέα κλήση του απολειπόμενου κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διαδίκου, όταν αυτός είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση είτε είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση ή είχε παραστεί νομίμως κατά την ίδια δικάσιμο και επομένως, με τη νόμιμη παράστασή του και μη εναντίωσή του, καλύφθηκε τυχόν ακυρότητα της κλήτευσής του κατά την αρχική δικάσιμο. Αντιθέτως, αν κατά την αρχική δικάσιμο δεν είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νομίμως να παραστεί και δεν παραστάθηκε και επομένως δεν καλύφθηκε η παράλειψη της κλήτευσής του ή η μη νομιμότητα αυτής, η από το πινάκιο αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής για τη νέα μετ’ αναβολή δικάσιμο δεν ισχύει ως κλήτευσή του για τη νέα δικάσιμο (ΑΠ 281/2011 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 1553/2002 ΝοΒ 2003. 1192, ΕφΠατρ 575/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά τη διάταξη, τέλος, του προαναφερθέντος άρθρου 524 παρ 4 ΚΠολΔ, «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση». Σε περίπτωση, δηλαδή, που ο παριστάμενος εκκαλών δεν προσκομίζει τις προτάσεις που υποβλήθηκαν στον πρώτο βαθμό από τον μη εμφανισθέντα εφεσίβλητο ή τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση, λόγω της αδυναμίας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να κρίνει επί της διαφοράς από τις ελλείψεις αυτές (βλ. και ΑΠ 862/2000 ΕλλΔνη 2001. 157, ΕφΑθ 242/2001 ΕλλΔνη 2002. 818). Επί παραλείψεως δε κηρύξεως του ανωτέρω προσωρινού απαραδέκτου, που επιβάλλεται από το νόμο προεχόντως προς κατοχύρωση του θεμελιώδους δικονομικού δικαιώματος της υπεράσπισης (άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ) ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 12/2000 ΝοΒ 2000. 1249, ΑΠ 122/2003 ΕλλΔνη 2003. 1326, ΕφΠειρ 170/2016 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην προκείμενη περίπτωση, η εφεσίβλητη, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, δεν παραστάθηκε στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Από τα έγγραφα δε της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε αναφέρεται στις προτάσεις της εκκαλούσας αν η εφεσίβλητη επέσπευσε τη συζήτηση της ένδικης έφεσης ή αν επιδόθηκε στην ίδια (εφεσίβλητη) αντίγραφο της εν λόγω έφεσης, ούτε αν αυτή (εφεσίβλητη) κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί στη συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 12ης Απριλίου του 2016, που με επιμέλεια της εκκαλούσας είχε αρχικώς ορισθεί, ή κατά τη νέα μετ’ αναβολή δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Επίσης, δεν προκύπτει ούτε η εκκαλούσα επικαλείται ότι η εφεσίβλητη είχε παραστεί νομίμως κατά την ανωτέρω αρχική δικάσιμο, οπότε η συζήτηση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και, επομένως, με τη νόμιμη παράστασή της και μη εναντίωσή της, καλύφθηκε τυχόν παράλειψη ή ακυρότητα της κλήτευσής της κατά την αρχική δικάσιμο, ώστε να μην χρειάζεται νέα κλήση αυτής κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο. Κατ’ ακολουθίαν, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου κατά τη διάταξη του άρθρ. 271 παρ. 2 του ΚΠολΔ, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση υπόθεσης. Εξάλλου, η παριστάμενη εκκαλούσα δεν προσκομίζει κατ’ άρθρο 524 παρ 4 ΚΠολΔ, ενόψει της προεκτιθέμενης ερημοδικίας της εφεσίβλητης, αντίγραφα των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και των προτάσεων που κατατέθηκαν από την εφεσίβλητη στην πρωτοβάθμια δίκη. Επομένως, πρέπει και εξ αυτού του λόγου, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, καθόσον δεν χωρεί αυτή με απούσα την εφεσίβλητη, χωρίς την τήρηση της διατύπωσης της προσκόμισης από την παριστάμενη εκκαλούσα των ανωτέρω δικογράφων. Προκαταβλητέο παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της εφεσίβλητης δεν ορίζεται, διότι, ναι μεν με το προαναφερόμενο τακτικό ένδικο μέσο προσβάλλονται και μη οριστικές αποφάσεις, όπως η παρούσα, υπό την προϋπόθεση όμως της συνδρομής εννόμου συμφέροντος προς τούτο, το οποίο δεν υφίσταται εν προκειμένω (βλ. και ΕφΑθ 975/1983 ΕλλΔνη 24. 1014). Ας σημειωθεί, τέλος, ότι δεν διαλαμβάνεται στο διατακτικό της παρούσας διάταξη περί επιβολής δικαστικών εξόδων, διότι η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση δεν είναι οριστική (ΑΠ 649/1996 ΕλλΔνη 39. 1555, ΕφΘεσ 203/1994 Αρμ. 1994. 1185, ΕφΑθ 10350/1984 ΕλλΔνη 26. 690).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -9-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ