ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 4287/2016
(Γενικός Αριθμός Κατάθεσης …[S1]
Αριθμός Κατάθεσης …[S2] )
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
————————————
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, την οποίαν όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 7 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Της Εταιρείας με την επωνυμία «…[S3] », όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με …[S4] Δ.Ο.Υ. Πλοίων, για την οποίαν προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, Αρετή Σκανδάμη και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…[S5] », που εδρεύει στην Αθήνα, …[S6] και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Διονύσιος Κωνσταντινίδης και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) της εταιρείας με την επωνυμία «…[S7] », που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσαν προτάσεις οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της, Βασίλειος Σκουτέρης και Κάρολος – Φίλιππος Γαβριήλογλου και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Κάρολου – Φίλιππου Γαβριήλογλου, 3) της εταιρείας με την επωνυμία «…[S8] », με καταστατική έδρα στις …[S9] και πραγματική στην …[S10] , η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 15.7.2016, με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S11] και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S12] αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 30.8.2016, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 24.2.2017 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση της παρ.2 του Άρθρου δεύτερου, του Άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (η οποία τέθηκε σε ισχύ από 1.1.2016, όπως ορίζεται στο άρθρο ένατο, παρ.4) «Στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίκεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα». Στη διάταξη του άρθρου 271 ΚΠολΔ ορίζεται, μεταξύ άλλων, «1. Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 134 παρ. 1 και 3 Κ.Πολ.Δ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, αυτός δε, όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον υπουργό των εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει σε εκείνον προς τον οποίο γίνεται η επίδοση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 136 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, η επίδοση που γίνεται κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 134 θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο στον αρμόδιο εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από το πρόσωπο για το οποίο προορίζεται. Οι πιο πάνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης με το ν. 1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των Χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδύναμου δικογράφου στον εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 15 της συμβάσεως τρόπο. Και τούτο, για να διασφαλίζεται η περιέλευση του εγγράφου στον παραλήπτη του και να αποφεύγονται έτσι οι πλασματικές επιδόσεις και η ερήμην του διαδίκου διεξαγωγή της δίκης. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 15 της πιο πάνω Διεθνούς Σύμβασης, την οποία έχουν επικυρώσει και οι ΗΠΑ, σχετικής με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων που αφορούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία, σύμφωνα με την 3/17-8-1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18-9-1983, η απόδειξη της επιδόσεως των διαβιβαζόμενων, για σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης, στο εξωτερικό εγγράφων, πρέπει να προκύπτει είτε από το χρονολογημένο και δεόντως επικυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής, από αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται, είτε με πιστοποιητικό της αρχής του κράτους προς το οποίο η αίτηση, που να εμφαίνει το γεγονός, τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης, έτσι που να βεβαιώνεται, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, ότι αυτός προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή η κοινοποίηση έλαβε γνώση του προς επίδοση εγγράφου (ΑΠ 426/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 34/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, AΠ 1342/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Από την τελευταία αυτή διάταξη αυτή σε συνδυασμό με όσα προεκτέθηκαν, προκύπτει ότι, αν με βάση τις διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης, πρόκειται να γίνει επίδοση σε πρόσωπο, που έχει γνωστή διαμονή στο εξωτερικό, για τον υπολογισμό της παραπάνω προθεσμίας των εξήντα ημερών, απαιτείται πραγματική περιέλευση του εισαγωγικού αυτού δικογράφου στον εναγόμενο και δεν έχει σημασία το χρονικό σημείο, κατά το οποίο επιδίδεται το έγγραφο αυτό στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίόυ όπου εκκρεμεί η δίκη. Τέλος η διάταξη του άρθρου 144 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κατά την οποία οι προθεσμίες που ορίζονται από τον νόμο ή τα δικαστήρια αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση, εφαρμόζεται τόσο επί των προθεσμιών ενέργειας όσο και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, δηλαδή εκείνων, οι οποίες τάσσονται και είναι απαραίτητο να παρέλθουν πριν από την ενέργεια ορισμένης πράξεως (πρβλ. ΑΠ 34/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΡοδ26/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με επιμέλεια της ενάγουσας επισπεύδεται η συζήτηση της υπό κρίση, από 30.8.2016, με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S13] και ειδικό αριθμό κατάθεσης …[S14] αγωγής, η οποία απευθύνεται, μεταξύ των λοιπών διαδίκων κατά της εταιρείας «…[S15] », με καταστατική έδρα στις Β…….. και πραγματική έδρα στη …[S16] . Η συζήτηση της αγωγής, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 30.8.2016, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (7.3.2017) με την από 24.2.2017 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και εγγράφηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο αυτή η εν λόγω εναγομένη δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε προκατέθεσε προτάσεις. Περαιτέρω, από τη με αριθμό …[S17] έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …[S18] , προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με την υπ’ αριθμ. …[S19] πράξη κατάθεσης δικογράφου και γενικό αριθμό κατάθεσης …[S20] της Γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποίαν γνωστοποιείται στην εν λόγω εναγομένη η προθεσμία κατάθεσης προτάσεως στους διαδίκους εντός 100 ημερών από την ως άνω ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής, επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, για περαιτέρω αποστολή και επίδοση στην εναγομένη. Εξάλλου, από τα προσκομιζόμενα από την πληρεξούσια δικηγόρο της ενάγουσας, μετά τηλεφωνική πρόσκληση προς συμπλήρωση της τυπικής αυτής παράλειψης (κατ’ αρθρ. 227 παρ.1 ΚΠολΔ) έγγραφα, ήτοι τη με αριθμό αναφοράς …[S21] , από 11.1.2017 βεβαίωση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Μπέργκεν, μετά των συνημμένων σε αυτό εγγράφων, προκύπτει ότι το παραπάνω δικόγραφο (με τη συνημμένη επίσημη μετάφραση στη αγγλική γλώσσα) επιδόθηκε στην εν λόγω (τρίτη) εναγομένη την 6.1.2017, με παράδοση στον αρμόδιο υπάλληλο της εταιρείας αυτής. Συνεπώς, η ημέρα πραγματικής επίδοσης της υπό κρίση αγωγής στην τρίτη εναγομένη συντελέστηκε σε προθεσμία μεγαλύτερη από τις εξήντα (60) ημέρες, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ. Με βάση αυτά, λόγω της μη εμπρόθεσμης επίδοσης της υπό κρίση αγωγής στην τρίτη εναγομένη, πρέπει η αγωγή να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα ως προς αυτήν (κρινόμενης της εν λόγω διαδικαστικής πράξης χωριστά για την εν λόγω εναγομένη, λόγω απλής ομοδικίας αυτής με τους λοιπούς εναγομένους, κατ’ αρθρ. 74, 75 ΚΠολΔ, πρβλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 74, αριθμ. 1 και υπό αρθρ. 75, αριθμ.1) κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια και δ) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της εννόμου τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε – με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητός του – θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 2256/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 242/2012). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 297, 298, 299 ΑΚ, με αυτές των άρθρων 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται, πέραν των ανωτέρω, ότι, παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αυτό συμβαίνει όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας και ειδικότερα όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου (ΑΠ 949/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 831/2005, ΕλΔνη 2006, σ.95, ΑΠ 118/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 16/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1114/2014, ΔΕΕ 2014, σ.608, ΕφΠειρ). Έτσι, ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από το γενικό πνεύμα του δικαίου, την αρχή της καλής πίστης και τις σχετικές συναλλακτικές αντιλήψεις, τις γενικές αρχές των άρθρων 281 και 919 ΑΚ και ενδεικτικά, από προηγούμενη θετική ενέργεια του προσώπου, που δημιούργησε κατάσταση επικίνδυνη για τους τρίτους (βλ. Π. Κορνηλάκη, «ειδικό ενοχικό δίκαιο», εκδ. 2012, σ.492 -493, ΑΠ 5/2001, Α΄ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1114/2014, ο.π.). Ειδικά αναφορικά με τη νομική υποχρέωση που απορρέει από δικαιοπραξία, αν η νομική υποχρέωση για επιχείρηση (θετικής) ενέργειας απορρέει από αυτήν, γεννιέται καταρχήν δικαιοπρακτική ευθύνη. Αδικοπρακτική ευθύνη μπορεί να γεννηθεί μόνο αν η συγκεκριμένη συμπεριφορά κριθεί, ανεξάρτητα από τη συμβατική σχέση, παράνομη, οπότε θα πρόκειται για συρροή δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης (βλ. Π. Κορνηλάκη, ο.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 AK, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/91). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας) συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, υποχρεώσεως για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτή την διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 298 του ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 864/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, πρβλ, αντί πολλών, ΕφΛαρ 690/2001, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2002, σ156, ΠΠρΧαλκιδ 102/2009, ΕΦΑΔ 2010, σ.299). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β` ΑΚ προκύπτει ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ) ήταν επαρκής και ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 895/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 41/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 1738/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 1100/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η γένεση, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, υποχρέωσης για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνες του άρθρου 298 ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επέλευσης της ζημίας, ήταν καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 1237/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Το εάν το καταλογιζόμενο στον παρ’ ού αιτείται η αποζημίωση γεγονός ήταν ικανό κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την επελθούσα ζημία θα κριθεί κατά την ορθότερη άποψη με τα κριτήρια και την ικανότητα πρόβλεψης του επιμελούς εν γένει συναλλασσομένου του οικείου κύκλου δραστηριότητας επί τη βάσει των δεδομένων της πείρας και των περιστατικών, τα οποία ήταν κατά το χρόνο στον οποίον έγινε η πράξη, δηλαδή και πριν επέλθει το αποτέλεσμα, γνωστά σε αυτό, ήτοι θα λάβει χώρα μία αντικειμενική εκ των προτέρων και όχι εκ των υστέρων πρόγνωση (ΠΠρΑθ 1738/2012, ο.π., με εκεί αναφορές σε θεωρία). Ειδικότερα, αιτώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τον ορθό λόγο (λογική), κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, ήταν πρόσφορη (ικανή), να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, πράγματι επέφερε. Όπως είναι πρόδηλο, ο νόμιμος λόγος ευθύνης από αδικοπραξία δεν καλύπτει οποιαδήποτε ζημία, που τυχόν προκλήθηκε, δηλαδή και την πλέον άσχετη. Μόνον εκείνη η ζημία μπορεί και πρέπει να αποκατασταθεί, που είναι συνέπεια του νομίμου λόγου ευθύνης. Αυτό σημαίνει ότι μεταξύ της ζημίας και του νομίμου λόγου ευθύνης πρέπει να υπάρχει ο αιτιώδης σύνδεσμος. Όσον αφορά τον προσδιορισμό της ακριβέστερης εννοίας του αιτιώδους συνδέσμου, η θεωρεία του ισοδυνάμου των όρων, (conditio sine qua non), έχει εγκαταλειφθεί προ πολλού, γιατί οδηγούσε σε ανεπιεική για τον οφειλέτη αποτελέσματα. Οι λύσεις επιδιώκονται να δοθούν με βάση τη θεωρεία της πρόσφορου αιτίας. Κατ’ αυτή, από τις πολλές αιτίες που συνέβησαν στην επέλευση της ζημίας, ξεχωρίζει εκείνη, την οποία θεωρεί ως κρίσιμη ή πρόσφορη, (causa adaequata). Πρόσφορη θεωρείται η αιτία τότε μόνο όταν είχε γενικά τη τάση και ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη κοινή ανθρώπινη πείρα, να προκαλέσει τη ζημιά. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες γνώσεις και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα προγνώσεως του μέσου συνετού ανθρώπου (βλ. ΕφΠειρ 39/2009, ΠΕΙΡΝΟΜ 2009, σ.25, με εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Περαιτέρω, με τα άρθρα 298 ΑΚ και 216 § 1 ΚΠολΔ, ορίζεται, αντιστοίχως, ότι η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. “Η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, και γ) ορισμένο αίτημα”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, συνισταμένου σε απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, αρκεί να αναφέρονται στο δικόγραφό της το είδος της εργασίας που ασκούσε ο ενάγων, οι περιστάσεις υπό τις οποίες ασκείται αυτή και τα εισοδήματα, τα οποία με πιθανότητα κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζε από αυτήν στο μέλλον, αν δεν μεσολαβούσε το ζημιογόνο γεγονός (Ολ.ΑΠ 22/1995, ΑΠ 496/2016, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2236/2014, Α΄ δημοσίευση). Τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει, κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, να εκτίθενται στην αγωγή. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη των ως άνω εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να μπορεί να διαταχθεί απόδειξη (ΑΠ 730/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1678/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 20/1992, ΝοΒ 1993, σ.85, ΕφΠειρ 874/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγαίου 203/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η σύμβαση ναυλομεσιτείας είναι άτυπη και ετεροβαρής σύμβαση βασιζόμενη στη διάταξη του άρθρου 703 ΑΚ. Με βάση τη διάταξη αυτή ο ναυλομεσίτης (sea broker) έχει αξίωση για αμοιβή, ευθύς μόλις καταρτισθεί η σύμβαση της ναύλωσης, για την οποία διαμεσολάβησε ή υπέδειξε την προς τούτο ευκαιρία, χωρίς η αμοιβή του αυτή να εξαρτάται πολλές φορές από την εκτέλεση της σύμβασης ναύλωσης ή της πρότερης απόληψης του ναύλου από τον εκναυλωτή, ο δε ναυλομεσίτης διατηρεί την αξίωση του για αμοιβή και αν ακόμη η σύμβαση της ναύλωσης διαρρηχθεί ανυπαίτια για τον εκναυλωτή, όταν αυτός δικαιούται αποζημίωσης λόγω μη εκπλήρωσης της σύμβασης. Κατά το άρθρο 703 Α.Κ. εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον (μεσίτη) για την μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας για την σύναψη μιας σύμβασης έχει υποχρέωση να πληρώσει την αμοιβή, εάν η σύμβαση καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή της υπόδειξης. Στο νόμο δεν ορίζεται πότε υπάρχει μεσολάβηση και πότε υπόδειξη και εφόσον το περιεχόμενο αυτών δεν προκύπτει από την σύμβαση, η μεσολάβηση περιέχει συνήθως κάθε πρόσφορη ενέργεια του μεσίτη για να έλθουν σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη με σκοπό να συνεννοηθούν για την κατάρτιση της σύμβασης και είναι δυνατόν, αλλά δεν απαιτείται, να περιλαμβάνει επιπλέον και την παρακολούθηση από τον μεσίτη των συνεννοήσεων των μερών, την μεταφορά ή γνωστοποίηση των προτεινόμενων από το ένα μέρος στο άλλο όρων ή την διαπραγμάτευση των όρων αυτών, ενώ η υπόδειξη ευκαιρίας είναι κάτι λιγότερο από την μεσολάβηση, διότι με αυτήν ο μεσίτης ενημερώνει απλώς τον εντολέα του για την ύπαρξη συγκεκριμένης και άγνωστης προηγουμένως σ’ αυτόν δυνατότητας σύναψης της σύμβασης που τον ενδιαφέρει. Η εντολή προς τον μεσίτη μπορεί ν’ αφορά μόνο στην μεσολάβηση ή μόνο στην υπόδειξη ευκαιρίας ή και στις δύο. Περαιτέρω, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης μεταξύ της ενέργειας του μεσίτη (μεσολάβησης ή υπόδειξης) και της πραγμάτωσης της σύμβασης πρέπει να υπάρχει σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα. Με την απόδειξη της μεσιτικής δραστηριότητας και της σύναψης της κύριας σύμβασης τεκμαίρεται και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτών και το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου μετατίθεται στον αμφισβητούντα την αιτιώδη συνάφεια μεσιτικό εντολέα. Η ύπαρξη της αιτιώδους συνάφειας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί ζήτημα πραγματικό που κρίνεται κυριαρχικά από το δικαστήριο της ουσίας. Δεν είναι απαραίτητο οι ενέργειες του μεσίτη ν` αποτελούν την μοναδική αιτία κατάρτισης της σύμβασης. Μέχρι ποίου σημείου πρέπει να προχωρήσουν οι ενέργειες αυτές για να θεωρηθεί ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια δεν μπορεί να καθορισθεί με γενικούς ορισμούς εκ των προτέρων, μπορεί, όμως, να λεχθεί γενικά, ότι ο μεσίτης δεν υποχρεούται να παρακολουθήσει μέχρι τέλους τις διαπραγματεύσεις, αρκεί η ενέργειά του να είναι τέτοια, ώστε να μπορεί να φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και να χρησίμευσε ουσιωδώς προς τούτο. Και αν διακόπηκαν οι ενέργειες του μεσίτη για κάποιο χρονικό διάστημα, η κύρια, όμως, σύμβαση καταρτίσθηκε μεταγενέστερα συνεπεία των προτέρων ενεργειών του, υπάρχει η απαιτουμένη κατά νόμο αιτιώδης συνάφεια (ΕφΠειρ 242/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, προσκομιζόμενη, με εκεί περαιτέρω αναφορά σε νομολογία). Για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία ζητείται μεσιτική αμοιβή, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 703 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ, να αναφέρεται σ’ αυτήν α) η σύναψη της μεσιτικής σύμβασης, β) η μεσιτική δραστηριότητα (μεσολάβηση ή υπόδειξη ή και τα δύο), γ) η σύναψη της σκοπούμενης κυρίας συμβάσεως, και δ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μεσιτικής δραστηριότητας και της συνάψεως της κυρίας σύμβασης (βλ. ΕφΠειρ 242/2015, ο.π.). Από την ίδια διάταξη σαφώς προκύπτει ότι κύριες προϋποθέσεις για την εφαρμογή αυτής είναι (α) η υπόσχεση αμοιβής για τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας προς σύναψη συμβάσεως και (β) η κατάρτιση της συμβάσεως ως συνέπεια της μεσολάβησης ή της υπόδειξης του μεσίτη (ΕφΑθ 3876/2010, ΔΕΕ 2011, σ.825, ΠΠρΑθ 46/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η αμοιβή, της οποίας το είδος δεν προσδιορίζεται στο νόμο, μπορεί να αφορά κάθε είδος παροχής, χρηματική ή άλλη. Μπορεί να καταβληθεί εφάπαξ ή τμηματικώς, ανάλογα με τη συμφωνία και να συνίσταται σε ποσοστά του τμήματος πώλησης, που μπορεί να προσδιορισθεί (το τίμημα) οπότε αν επιτευχθεί μεγαλύτερο η αμοιβή υπολογίζεται στο προκαθορισμένο τίμημα. Η ΑΚ 705 περιέχει τεκμήριο σιωπηρής υπόσχεσης αμοιβής (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΑΚ, εκδ. 2005, υπό αρθρ. 703 ΑΚ, αριθμ.10). Έτσι, υπό το άρθρο ΑΚ 705, «αμοιβή λογίζεται ότι συμφωνήθηκε σιωπηρά, αν η μεσολάβηση ή η υπόδειξη κατά τις συνηθισμένες περιστάσεις γίνεται μόνο με αμοιβή ή αν ανατέθηκε σε επαγγελματία μεσίτη. Αν δεν ορίστηκε το ποσό της αμοιβής, οφείλεται η αμοιβή που ισχύει κατά τη διατίμηση και, αν δεν υπάρχει διατίμηση, η αμοιβή που συνηθίζεται στον τόπο». Έτσι, αν έγινε υπόσχεση αμοιβής, χωρίς όμως καθορισμού του ύψους αυτής (703 παρ.1 ΑΚ) ή συντρέχει περίπτωση από τις αναφερόμενες στην ΑΚ 705 παρ.1, ο μεσίτης που ενάγει για την αμοιβή του πρέπει να διαλάβει στην αγωγή του την ύπαρξη διατίμησης την ορισμένη, βάσει αυτής, μεσιτική αμοιβή, για την επίδικη σχέση και αν δεν υπάρχει διατίμηση, τη συνήθεια που κρατεί στον τόπο κατάρτισης της σύμβασης, βάσει της οποίας και καταβάλλεται το ζητούμενο ορισμένο ποσό της αμοιβής (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΑΚ, ο.π., υπό αρθρ. 705 ΑΚ, αριθμ.4). Ειδικότερα, επί αγωγής επαγγελματία μεσίτη, αν δεν έχει συμφωνηθεί το ποσό της αμοιβής, πρέπει να αναφέρεται στην αγωγή ότι είναι επαγγελματίας μεσίτης και ότι το ύψος της αμοιβής που ζητεί συνηθίζεται κατά το χρόνο και τον τόπο της κατάρτισης της σύμβασης, όχι δε και ότι η μεσολάβηση ή η υπόδειξη γίνεται με αμοιβή (βλ. Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη, ερμηνεία ΑΚ, εκδ. 2016, υπό αρθρ. 705, αριθμ. 2, σ.633, καθώς και, ειδικά επί σύμβασης ναυλομεσιτείας, ΠΠρΠειρ 1854/1988, Ε.Ν.Δ. 17, σ.123 επ., προσκομιζόμενη). Περαιτέρω, και το νομικό πρόσωπο, εφόσον κηρύσσεται ικανό δικαίου και ικανό για δικαιοπραξία (άρθρα 61 και 70 ΑΚ), έχει δικαίωμα επί της προσωπικότητας αυτού στην έκφανση της πίστης, της υπόληψης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος και των λοιπών αναγνωριζόμενων σ’ αυτό άυλων αγαθών. Συνεπώς, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας του νομικού προσώπου σε οποιαδήποτε των εκφάνσεων τούτων, δικαιούται να ζητήσει, κατά τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ, προστασία, καθώς και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή, που μπορεί να συνίσταται και στην καταβολή χρηματικού ποσού. Επίσης, από τις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ συνάγεται ότι για τη θεμελίωση αξίωσης για την προστασία της προσωπικότητας νομικού προσώπου απαιτείται πράξη, που επάγεται μειωτική διαταραχή αυτής σε κάποια εκ των ανωτέρω εκφάνσεων της και που είναι παράνομη. Είναι, δε, παράνομη η προσβολή, όταν υπάρχει διάταξη η οποία απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, που προσβάλλει κάποια έκφανση της προσωπικότητας και είναι αδιάφορο αν η απαγόρευση βρίσκεται στο αστικό ή το ποινικό δίκαιο ή σε άλλους κανόνες δημοσίου δικαίου ή και ειδικούς νόμους (ΑΠ 864/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1231/2004, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΛαμ 1/2017, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 1425/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Έτι περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ συνάγεται, ότι παθητικό υποκείμενο των υπό τούτων προβλεπόμενων εγκλημάτων είναι το, υπό τη έννοια του άρθρου 34 του ΑΚ, φυσικό πρόσωπο. Έτσι, τα νομικά πρόσωπα (61 επ. ΑΚ) δεν μπορούν να είναι υποκείμενα των εν λόγω εγκλημάτων, εκτός αν ορίζεται αλλιώς από το νόμο, όπως το άρθρο 364 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1231/2014, ο.π., ΠΠρΑθ 1425/2010, ο.π.). Εξάλλου, η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με βάση του κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, χωρίς αποδείξεις, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση και την οποία το αιτούμενο την χρηματική ικανοποίηση νομικό πρόσωπο πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή το νομικό πρόσωπο πρέπει να επικαλείται και να αποδεικνύει συγκεκριμένη υλική ζημία (βλ. ΕφΠειρ 541/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί αναφορά σε θεωρία και νομολογία, ΕφΑθ 6197/2011, ΔΕΕ 2012, σ.319). Έτσι, στα νομικά πρόσωπα, ως μη διαθέτοντα ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο, οι περιπτώσεις ηθικής τους βλάβης είναι σαφώς περιορισμένες, ήτοι αυτές που αφορούν προσβολές των αγαθών της επωνυμίας, της φήμης, της εμπορικής πίστης, του κύρους του εμπορικού τους μέλλοντος και η βλάβη των αγαθών αυτών πρέπει να έχει συγκεκριμένη υλική υπόσταση, την οποία πρέπει να επικαλείται και να αποδεικνύει το νομικό πρόσωπο (ΠΠρΑθ 2706/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται για κάθε δικόγραφο (άρθρα 117, 118 ΚΠολΔ), πρέπει επιπλέον να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Η αοριστία της αγωγής εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα, γιατί συνιστά έλλειψη προδικασίας η οποία ανάγεται στη δημόσια τάξη και δεν μπορεί να θεραπευθεί μεταγενέστερα, δηλαδή ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε και με απλή αναφορά στη σχετική διάταξη του νόμου, γιατί αντίκειται στις, για την προδικασία, διατάξεις του άρθρα 111, των οποίων η τήρηση ερευνάται, επίσης, αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (ΑΠ 1147/2003, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 541/2015, ο.π. ΕφΑθ 5545/2006, ΝοΒ 2007, σ.642). Εξάλλου, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής που αφορά ευθύνη από αδικοπραξία, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν τη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου. Επίσης, πρέπει να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και του ζημιογόνου αποτελέσματος που επήλθε (ΑΠ 1796/2012, ο.π., ΑΠ 838/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 570/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 Ν. 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να την ζητήσει από 1.1.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα εξοφλήσεως. Οι διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν έγκυρη σε ξένο νόμισμα συμβατική οφειλή, εφαρμόζονται και στις αποζημιωτικές από ενδοσυμβατική ευθύνη αξιώσεις. Αντιθέτως, επί διεπόμενων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, η αποζημίωση από τη γενόμενη (προς αποκατάσταση της ζημίας) δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ, κατά την ισοτιμία που ίσχυε στο χρόνο επαγωγής της ζημίας ή απώλειας (ΑΠ Ολ14/1997, ΑΠ 1903/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), σε περίπτωση δε που δεν έχει αποκατασταθεί αυτή (ζημία), κρίσιμος χρόνος της ισοτιμίας είναι ο της πρώτης συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο (ΕφΠειρ 145/2009 ΕλΔνη 51, σ.216, πρβλ, αναφορικά με όλα τα ανωτέρω, ΕφΠειρ 481/2014, ΕλΔνη 2015, σ. 770, ΕφΠειρ 145/2011, ΠΕΙΡΝΟΜ 2011, σ.194). Εξάλλου, όπως γίνεται παγίως δεκτό, στο αίτημα προσδιορισμού σε δραχμές ήδη σε Ευρώ, της αξίας του ποσού των αλλοδαπών νομισμάτων, με βάση τον χρόνο της πληρωμής ή σύνταξης της αγωγής, περιλαμβάνεται ως «έλασσον» και το αίτημα του προσδιορισμού αυτού με βάση τον προγενέστερο χρόνο διενέργειας της δαπάνης ή απώλειας του κέρδους (ΑΠ 1903/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1232/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1595/2001, ΧΡΙΔ 2002, σ.49, ΕφΠειρ 85/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ).
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι τυγχάνει εταιρεία δραστηριοποιούμενη στον τομέα της πρακτόρευσης και μεσιτείας ναυλώσεων πλοίων παγκοσμίως και διατηρεί γραφείο στην Ελλάδα. Ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες τυγχάνουν εταιρείες κοινών συμφερόντων, συγκεκριμένα, δε, η πρώτη είναι ναυτιλιακή εταιρεία, η οποία διαχειρίζεται πλοία, εκ των οποίων το μεγαλύτερο χρησιμοποιείται ως πλωτή αποθήκη πετρελαίων, μόνιμα σταματημένο στο Γιβραλτάρ, φορτωμένο με πετρέλαιο και από το οποίο όλα τα υπόλοιπα πλοία (ευρισκόμενα υπό τη διαχείριση της πρώτης εναγομένης) φορτώνουν για να προμηθεύσουν με πετρέλαια άλλα εμπορικά πλοία στην περιοχή, τα οποία ανήκουν σε τρίτους, ενώ η δεύτερη εναγόμενη ασκεί την εμπορική δραστηριότητα των πετρελεύσεων και ανεφοδιασμών των πλοίων, ως ιδιοκτήτρια των ποσοτήτων πετρελαίων που μεταφέρει η πρώτη εναγομένη. Ότι αρχές Νοεμβρίου 2014, η πρώτη εναγομένη, δια του αναφερομένου στην αγωγή προστηθέντος – υπαλλήλου της, ανέθεσε στην ενάγουσα την εντολή να ανεύρει πλοίο τύπου …[S22] προς χρήση από τη δεύτερη των εναγομένων ως πλωτή αποθήκη καυσίμων στο Γιβραλτάρ, για χρονική περίοδο τουλάχιστον έξι μηνών, πλην όμως η ενάγουσα, λόγω του υψηλού ημερήσιου ναύλου των πλοίων του τύπου αυτού και της χρήσης για την οποίαν προορίζονταν το προς αναζήτηση πλοίο (ακίνητο, ως αποθήκη καυσίμων, εκτιθέμενο σε φθορές από την ακινησία και την προσέγγιση μικρών πλοίων σε αυτό), της πρότεινε προς ναύλωση ένα πλοίο τύπου …[S23] (τα πλοία αυτού του τύπου, προορισμένα για μεταφορά μεταλλευμάτων, χύδην, ελαίου και πετρελαίου, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις λειτουργούν ως τάνκερ και έχουν πολύ χαμηλότερες τιμές ναύλωσης σε σχέση με τα κανονικά τάνκερ), το οποίο πληρούσε τις αιτούμενες από την πρώτη εναγομένη τεχνικές προδιαγραφές και διετίθετο σε πολύ συμφέρουσα τιμή ναύλου, ήτοι 18.000 δολΗΠΑ ημερησίως και συγκεκριμένα, στις 30.1.2015 της υπέδειξε (ως μεσίτρια) ένα διαθέσιμο πλοίο τύπου …[S24] , με το όνομα …[S25] , αφού (η ενάγουσα) είχε έλθει σε επικοινωνία με την τρίτη εναγομένη, η οποία της παρείχε εγγράφως (μετά από αίτημα της πρώτης εναγομένης) τις τεχνικές πληροφορίες για το πλοίο και ενδεικτική τιμή ναύλωσης, ύψους 18.000 ΔολΗΠΑ ημερησίως, για αρχικά έξι μήνες χρονοναύλωσης, με σκοπό παράτασης για ένα επιπλέον εξάμηνο. Ότι την 18.2.2015, με διάφορες προφάσεις, η πρώτη εναγομένη επέμεινε ότι ήθελε άλλο πλοίο, τύπου …[S26] , και στις 8.4.2015 ζήτησε από την ενάγουσα να μην ασχολείται πλέον με τη συγκεκριμένη υπόδειξη ναύλωσης, διότι κατά τους ισχυρισμούς της, που στη συνέχεια αποδείχθηκαν ψευδείς, το πλοίο τύπου …[S27] , που της είχε υποδείξει η ενάγουσα δεν πληρούσε τις αιτούμενες προδιαγραφές και η δεύτερη των εναγομένων είχε ήδη βρει λύση. Ότι, την 14.5.2015, η ενάγουσα αντιλήφθηκε ότι το πλοίο που η ίδια είχε προτείνει και για το οποίο αντήλασσε πληροφορίες επί ένα μήνα με την πρώτη των εναγομένων, χρησιμοποιείτο ως πλωτή αποθήκη για λογαριασμό της δεύτερης των εναγομένων, ενώ, σε σχετική τηλεφωνική επικοινωνία με τον αρμόδιο υπάλληλο της πρώτης εναγομένης, καμία διευκρίνιση δεν της δόθηκε και, ακολούθως, σε σχετική συνάντηση που έλαβε χώρα στις 15.5.2015, στα γραφεία της πρώτης εναγομένης, οι προστηθέντες υπάλληλοι της τελευταίας επιβεβαίωσαν την εν λόγω ναύλωση και επικαλέστηκαν ότι η δεύτερη των εναγομένων ναύλωσε το συγκεκριμένο πλοίο εν αγνοία τους. Ότι, σημειωτέον, η εν λόγω ναύλωση εξακολουθεί να υφίσταται, καθόσον το πλοίο που αντικαταστάθηκε από εν λόγω πλοίο (…[S28] ) είχε ήδη πουληθεί σε τρίτους από το Νοέμβριο του 2014, επομένως με την επίδικη ναύλωση καλύφθηκε επείγουσα ανάγκη αντικατάστασης του πλοίου της πρώτης των εναγομένων για μια μεγάλη χρονική περίοδο, γεγονός που εκ προθέσεως απέκρυψε η πρώτη των εναγομένων εξ αρχής. Ότι, άλλωστε, η εν λόγω σύμβαση ναύλωσης διανύει ήδη ένα έτος και προβλέπεται ότι θα διαρκέσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Ότι, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που επικρατούν στο χώρο της ναυτιλίας, οι εναγόμενες όφειλαν να έχουν ενημερώσει την ενάγουσα για την ως άνω ναύλωση, διότι αυτή (κατόπιν ιδέας και με ενέργειες των προστηθέντων της) είχε πρώτη υποδείξει την εν λόγω λύση, ήτοι τη ναύλωση πλοίου σε πολύ χαμηλή τιμή, ενώ η μη ανεύρεση κατάλληλου πλοίου θα είχε ως συνέπεια τη διακοπή των εργασιών τους στο Γιβραλτάρ, καθώς οι λοιποί μεσίτες στους οποίους απευθύνθηκαν δεν μπορούσαν να βρουν κατάλληλο πλοίο, προς τούτο, δε, η πρώτη των εναγομένων επικοινωνούσε καθημερινά με τους προστηθέντες της ενάγουσας και ενδιαφερόταν σχετικά με την επικείμενη ναύλωση. Ότι οι ενέργειες των εναγομένων, ήτοι η απόκρυψη (με την επίκληση των προαναφερομένων δικαιολογιών) της ναύλωσης που η ενάγουσα είχε υποδείξει και ενώ αυτή (η ενάγουσα) συνέχιζε να προβαίνει σε υποδείξεις προς την πρώτη των εναγομένων για την εν λόγω ναύλωση, σε χρόνο κατά τον οποίο (όπως αυτή αντιλήφθηκε εκ των υστέρων), κατά παράβαση των χρηστών συναλλακτικών ηθών και της καλής πίστης, οι δύο πρώτες των εναγομένων είχαν ήδη κλείσει τη ναύλωση με την τρίτη των εναγομένων και ενώ η τρίτη των εναγομένων όφειλε να απόσχει από τη σύναψη της σύμβασης (αφού η ενάγουσα είχε διαπραγματευτεί τη σύναψη της εν λόγω σύναψης με την πρώτη και δεύτερη των εναγομένων), έγιναν με σκοπό να αποφύγουν να καταβάλουν στην ενάγουσα την αναλογούσα αμοιβή, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενη (η ενάγουσα) την επέλευση ζημίας εκ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, η οποία, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, αντίκειται στην καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να της καταβάλουν α) το ποσό των 87.055 Ευρώ, που αντιστοιχεί στο ισόποσο σε Ευρώ του ποσού των 94.500 ΔολΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την 8.4.2015, ως ημέρα επέλευσης της ζημίας της ενάγουσας, λόγω της αδικαιολόγητης αθέτησης και υπαναχώρησης εκ μέρους της πρώτης και της δεύτερης των εναγομένων από την εντολή που είχαν δώσει στην ενάγουσα, το οποίο αντιστοιχεί στην αμοιβή την οποίαν θα όφειλε να καταβάλει η τρίτη των εναγομένων στην ενάγουσα, για την υπόδειξη της συγκεκριμένης ναύλωσης του εν λόγω πλοίου, αντί ημερήσιου ναύλου 18.000 ΔολΗΠΑ, για χρονικό διάστημα 14 μηνών (από 14.5.2015 έως 14.7.2016), με βάση προμήθεια 1,25 %, ήτοι 18.000 δολΗΠΑ Χ 420 ημέρες Χ 1,25% προμήθεια = 94.500 δολΗΠΑ : 1,0862 δολΗΠΑ, β) το ποσό των 72.907,29 Ευρώ, ήτοι το ισόποσο σε Ευρώ κατά την ημέρα σύνταξης της αγωγής, του ποσού των 81.000 δολΗΠΑ, που αντιστοιχεί σε αμοιβή, για χρονικό διάστημα ενός επιπλέον έτους, κατά το οποίο το εν λόγω πλοίο θα συνεχίζει να εκτελεί τις συγκεκριμένες εργασίες πετρέλευσης για λογαριασμό της πρώτης και της δεύτερης των εναγομένων, ήτοι 18.000 δολΗΠΑ ημερησίως Χ 360 ημέρες Χ 1,25% : 1,1111 δολΗΠΑ και γ) το ποσό των 20.000 Ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η ενάγουσα λόγω της δυσφήμισης που υπέστη αυτή, ως εταιρεία, στον επαγγελματικό της κύκλο και τον κλονισμό της επαγγελματικής υπόληψης και του εμπορικού της μέλλοντος και συγκεκριμένα στους Νορβηγούς τρίτους των εναγομένων διαχειριστές του ως άνω πλοίου και στους Ισπανούς μεσίτες, μέσω των οποίων ναυλώθηκε το ανωτέρω πλοίο τελικά, αν και η ενάγουσα υπέδειξε το πλοίο αυτό στην πρώτη εναγομένη για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης, αφού προηγουμένως (για χρονικό διάστημα ενός μηνός) βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία και ανταλλαγή μηνυμάτων με τους Νορβηγούς διαχειριστές – πλοιοκτήτες, για την επίμαχη ναύλωση του πλοίου. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, αναφορικά με τις δύο πρώτες εναγόμενες, η υπό κρίση αγωγή (α) για το παραδεκτό της άσκησης της οποίας έχει καταβληθεί το με αριθμό …[S29] γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. και (β) για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής (i) έχουν καταβληθεί, από την πληρεξούσια δικηγόρο της ενάγουσας, το με αριθμό …[S30] και, από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των εν λόγω εναγομένων, τα με αριθμούς …[S31] γραμμάτια προείσπραξης του ΔΣΠ, αντίστοιχα (αρθρ. 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτός ισχύει) και (ii) η πληρεξούσια δικηγόρος των εναγόντων προσκομίζει και επικαλείται, με τις προτάσεις της, την από 28.12.2016 εξουσιοδότηση της ενάγουσας προς αυτήν και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, προσκομίζουν και επικαλούνται, με τις προτάσεις τους, την από 9.1.2017 εξουσιοδότηση και το από 9.1.2017 ειδικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά, Παναγιώτας συζ. Παντελή Βενίτη, των εν λόγω εταιρειών προς αυτούς, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον (αρθρ. 1, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 25 ΚΠολΔ και 51 παρ.1 και 2 του Ν. 2172/1993). Ωστόσο, η αγωγή τυγχάνει αόριστη και, ως εκ τούτου απορριπτέα, ως προς αμφότερα τα αιτήματα αυτής, ήτοι τόσο της υλικής ζημίας, όσο και της ηθικής βλάβης. Ειδικότερα, αναφορικά με την επικαλούμενη στην αγωγή αδικοπραξία και τη συνεπεία αυτής υλική ζημία που υπέστη η ενάγουσα, δεν εκτίθεται επαρκώς στην αγωγή πώς η επικαλούμενη συμπεριφορά των εδώ εναγομένων ήταν ικανή και πρόσφορη, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία που η ενάγουσα επικαλείται στην αγωγή, ήτοι (δεν εκτίθεται στην αγωγή) πώς ακριβώς η καταγγελία της σύμβασης ναυλομεσιτείας (η οποία, σημειωτέον, από μόνη της, δε συνιστά άσκηση δικαιώματος που αντίκειται στα χρηστά ήθη, πρβλ. ΟλΑΠ 12/2014) και η απόκρυψη ναύλωσης του ιδίου πλοίου με τη μεσολάβηση άλλου (Ισπανού) ναυλομεσίτη, επέφεραν τη συγκεκριμένη ζημία στην ενάγουσα, ενόψει και του ότι στην ίδια την αγωγή αναφέρεται ότι η σύμβαση ναύλωσης καταρτίσθηκε εν τέλει με τη μεσολάβηση άλλου (Ισπανού) ναυλομεσίτη (πρβλ ΕφΠειρ 242/2015, ο.π., προσκομιζόμενη, σύμφωνα με την οποία στη ναυτιλιακή πρακτική είθισται οι ναυλομεσίτες να αποστέλλουν τα διαθέσιμα ανά είδος, μέγεθος και περιοχή φορτία και πλοία σε πληθώρα πλοιοκτητών και ναυλωτών, αντίστοιχα, με σκοπό τη διερεύνηση και εξεύρεση πλοίου ή φορτίου, η κάθε δε πλοιοκτήτρια εταιρεία μπορεί να λαμβάνει πληθώρα μηνυμάτων από διάφορα μεσιτικά γραφεία για το ίδιο φορτίο, το ίδιο δε συμβαίνει και με τους ναυλωτές, οι οποίοι λαμβάνουν από διάφορες μεσιτικές εταιρείες τη διαθεσιμότητα του ίδιου πλοίου προς ναύλωση και ο πλοιοκτήτης μπορεί να αρχίσει έρευνα με πολλά ναυλομεσιτικά γραφεία αλλά τελικά θα ναυλώσει το πλοίο του μέσω του ναυλομεσίτη που του εξασφαλίζει τη «δεσμευτική προσφορά» του ναυλωτή και του προσφέρει τους καλύτερους όρους, πράγμα που δε σημαίνει ότι δικαιούνται όλα τα ναυλομεσιτικά γραφεία που υπέδειξαν τη δουλειά, μεσιτική αμοιβή). Ειδικά, αναφορικά με την απόκρυψη της ναύλωσης του πλοίου, με τη μεσολάβηση τρίτου ναυλομεσίτη, η οποία συνιστά (κατά την αγωγή, παράνομη) παράλειψη δεν εκτίθεται στην αγωγή, για την εξειδίκευση της παράνομης τούτης συμπεριφοράς ούτε η δικαιοπραξία, ούτε η ειδική διάταξη νόμου ούτε η κατάσταση την οποίαν είχαν δημιουργήσει οι εναγόμενοι, από την οποίαν θα μπορούσε να προέλθει η ζημία αυτή, η οποία επιβάλλει, υπό τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ, θετική ενέργεια προστασίας προς αποφυγή της ζημίας, συνιστάμενη στην υποχρέωση τούτων (των εδώ εναγομένων) για πληροφόρηση της ενάγουσας για την κατάρτιση σύμβασης ναύλωσης μέσω άλλων ναυλομεσιτών, στοιχεία αναγκαία για την πληρότητα της σχετικής αγωγής, υπό τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Σε κάθε δε, περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος της παράνομης πράξης των εδώ εναγομένων με τη ζημία της ενάγουσας, τα εν λόγω αιτήματα καθίστανται αόριστα και για το λόγο ότι, για την επικαλούμενη στην αγωγή ζημία, ήτοι την αμοιβή ναυλομεσιτείας που απώλεσε η ενάγουσα λόγω της, κατά την αγωγή, αδικαιολόγητης υπαναχώρησης των δύο πρώτων εναγομένων από τη σύμβαση ναυλομεσιτείας και την παράλειψη παρεμπόδισης σύναψης σύμβασης ναύλωσης μέσω άλλου ναυλομεσίτη (την οποίαν κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα δικαιούτο η ενάγουσα, εάν είχε καταστεί εφικτό να μεσολαβήσει αυτή στην κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης ναύλωσης), η ενάγουσα επικαλείται γενικά, στο μεν πρώτο (υπό στοιχ. α) κονδύλιο, το ποσό των 87.055 Ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσό των 94.500 ΔολΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την 8.4.2015 (κατά την αγωγή, ημέρα επέλευσης της ζημίας), στο δε δεύτερο (υπό στοιχ. β) κονδύλιο, το ποσό των 72.907,29 Ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσό των ΔολΗΠΑ 81.000, με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα σύνταξης της αγωγής, υπολογιζόμενης της αμοιβής σε ποσοστό 1,25% επί του ναύλου, ύψους 18.000 ΔολΗΠΑ ημερησίως, για τα εκεί αναφερόμενα χρονικά διαστήματα (ήτοι, αναφορικά με το υπό στοιχ. α κονδύλιο, για διάστημα από 14.5.2015 έως 14.7.2016 και για το υπό στοιχ. β κονδύλιο, για διάστημα ενός έτους, ήτοι 360 ημερών), πλην όμως, ουδόλως προσδιορίζει (i) τον τόπο κατάρτισης της σύμβαση ναυλομεσιτείας, για να ευρεθεί ποια είναι η συνηθισμένη στον τόπο αυτό αμοιβή, όπως τούτο είναι αναγκαίο, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, συνάμα δε τα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η αιτούμενη αμοιβή είναι ίση με εκείνη που συνηθίζεται στον ίδιο τόπο (στοιχείο που καθίσταται αναγκαίο ειδικά στην υπό κρίση περίπτωση, κατά την οποία, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, εμπλέκονται πολλοί τόποι, ως εκ της καταστατικής και της πραγματικής έδρας των διαδίκων, του τόπου ναύλωσης και του τόπου δραστηριοποίησης του ναυλωθέντος πλοίου) και (ii) το συμφωνηθέντα χρόνο καταβολής αυτής (είτε αυτοτελώς είτε σε συνάρτηση με το συμφωνηθέντα χρόνο καταβολής του ναύλου επί της κύριας σύμβασης ναύλωσης), έτσι ώστε να καθίσταται ευχερής ο ακριβής καθορισμός του ύψους της δικαιούμενης από το ναυλομεσίτη αμοιβής και, συνακόλουθα, των κερδών που απώλεσε η ενάγουσα από αυτήν τη δραστηριότητα, ενόψει και του ότι, υπό τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ζημία αυτή προσδιορίζεται με βάση την ισοτιμία του ξένου νομίσματος (εν προκειμένω ΔολΗΠΑ) με Ευρώ, κατά το χρόνο της απώλειας και όχι κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους (της επέλευσης της ζημίας και της σύνταξης της αγωγής, αντίστοιχα). Διότι, ακόμη και αν ήθελε εκτιμηθεί ότι στο αίτημα επιδίκασης των ως άνω, υπό (α) και (β) ποσών, που αντιστοιχούν σε ζημία της ενάγουσας από διαφυγόντα εισοδήματα, με βάση την ισοτιμία ΔολΗΠΑ και Ευρώ, κατά την 8.4.2015 και την ημέρα σύνταξης της αγωγής, αντίστοιχα (όπως τούτα εκτίθενται στην αγωγή) διαλαμβάνεται ως «έλασσον» το αίτημα προσδιορισμού αυτών με βάση την ισοτιμία σε Ευρώ κατά το χρόνο της απώλειας των κερδών, χρόνος κατά τον οποίον πρέπει να καθορισθεί το ποσό του ξένου νομίσματος που απωλέσθηκε, ως αποθετική ζημία (πρβλ. ΑΠ 1595/2001, ΧρΙΔ 2002, σ.49), δεν εκτίθενται στην αγωγή επαρκή στοιχεία για τον προσδιορισμό του χρόνου αυτού, ήτοι ο συμφωνηθείς χρόνος καταβολής της αμοιβής ναυλομεσιτείας. Έτσι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ενώ η ενάγουσα αιτείται διαφυγόντα κέρδη (ορθώς εκτιμωμένου του δικογράφου και ως προς το πρώτο αίτημα αυτού, καθόσον τούτο δε διαλαμβάνει θετική ζημία, ήτοι μείωση της υπάρχουσας περιουσίας της ενάγουσας, αλλά προσδοκώμενο κέρδος), δε διαλαμβάνονται στην αγωγή το σύνολο των περιστάσεων και το ακριβές ύψους του εισοδήματος (αναγόμενου σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία δολΗΠΑ και ευρώ κατά το χρόνο απώλειας του εισοδήματος), το οποίο αυτή θα αποκόμιζε η ενάγουσα με πιθανότητα, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων. Εξάλλου, το αίτημα επιδίκασης στην ενάγουσα εταιρεία (νομικό πρόσωπο) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, λόγω της δυσφήμισης που υπέστη αυτή στον επαγγελματικό της κύκλο και τον κλονισμό της επαγγελματικής της υπόληψης και του εμπορικού της μέλλοντος, ήτοι στους τρίτους των εναγομένων και τους Ισπανούς μεσίτες μέσω των οποίων τελικά ναυλώθηκε το πλοίο, τυγχάνει αντίστοιχα αόριστο, διότι δεν εκτίθενται στην αγωγή τα πραγματικά περιστατικά μέσω των οποίων υπέστη προσβολή στην εμπορική πίστη και τη μελλοντική επαγγελματική της υπόσταση η ενάγουσα, ούτε συγκεκριμένη υλική ζημία συνδεόμενη με την προξενηθείσα σε αυτήν ηθική βλάβη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, ενόψει και του ότι δεν νοείται ψυχική ταλαιπωρία επί νομικού προσώπου, ούτε μπορεί αυτό να είναι υποκείμενο του εγκλήματος της εξύβρισης και της δυσφήμισης (άλλωστε, δε γίνεται επίκληση στην αγωγή των προϋποθέσεων του άρθρου 364 ΠΚ), σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μόνη δε η αναφορά στην αγωγή της δυσφήμισης της ενάγουσας εταιρείας στην τρίτη εναγομένη και τους Ισπανούς μεσίτες, χωρίς την αναφορά σε υλικές συνέπειες που είχε τούτο στην εμπορική της φήμη και το εμπορικό της μέλλον και χωρίς να εξειδικεύεται σε τι συνίσταται η εν λόγω προσβολή των εκφάνσεων της προσωπικότητας της ενάγουσας – νομικού προσώπου, δεν επαρκεί για το ορισμένο του εν λόγω αιτήματος. Επομένως, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί, για τους ως άνω λόγους, όσον αφορά στους πρώτη και δεύτερη των εναγομένων. Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ όλων των διαδίκων πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 εδ. β΄ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της τρίτης εναγομένης και κατ’ αντιμολία των λοιπών διαδίκων.
Θεωρεί ως μη ασκηθείσα την υπό κρίση (ΓΑΚ …[S32] , ΕΑΚ …[S33] ) αγωγή, ως προς την τρίτη εναγομένη.
Απορρίπτει την ως άνω αγωγή ως προς την πρώτη και δεύτερη των εναγομένων.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ