ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4479 /2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 23 Μαΐου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία …[M1] που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Αναστασίου Ρούτση.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Αλλοδαπής ()[M2] εταιρείας με την επωνυμία …[M3] για την οποία ο κατωτέρω δ’ καθού υποκρυπτόμενος όπισθέν της ως παρένθετης διατηρεί γραφείο σύμφωνα με τον Ν.89/67 στον ….. Κ.[M4] ……, το οποίο εκπροσωπεί ουσιαστικά και εν τοις πράγμασιν, η οποία δεν παραστάθηκε, 2) Μ. Π.[M5] του Κ.[M6] , κατοίκου όπου η έδρα της ως άνω α’ καθής, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Αναστασίας Μπαγιάτη, 3) αλλοδαπής ( Π.[M7] ) εταιρείας με την επωνυμία …[M8] της οποίας την πραγματική έδρα διατηρεί ο κατωτέρω δ’ καθού υποκρυπτόμενος όπισθεν των παρένθετων α’, β’ και στ’ καθών στο ίδιο γραφείο όπου η έδρα της ως άνω α’ καθής, η οποία δεν παραστάθηκε, 4) Γ. Δ. Κ.[M9] , έχοντος επαγγελματική-εμπορική έδρα όπου το ως άνω γραφείο της α’ Καθής και στις 17.12.2013 δηλώσαντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδ. Ασφαλιστικών Μέτρων) ως κατοίκου Π. Φ. Α.[M10] επί της οδού Ν.[M11] στον αριθμό ….. 5) αλλοδαπής ()[M12] εταιρείας με την επωνυμία …[M13] για την οποία ο ανωτέρω δ’ Καθού Υποκρυπτόμενος όπισθεν της ως Παρένθετης διατηρεί εν τοις πράγμασι γραφείο σύμφωνα με τον Ν. 89/67 στον …… Κ.[M14] …. ….. , στο ίδιο γραφείο και με τον ίδιο αριθμό τηλεφώνου τον …[M15] με την α’ Καθής, νομίμως εκπροσωπούμενης, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, Αναστασίας Μπαγιάτη, 6) αλλοδαπής ( Π.[M16] ) εταιρείας με την επωνυμία …[M17] της οποίας την πραγματική έδρα διατηρεί ο Υποκρυπτόμενος δ’ Καθού όπισθεν της Παρενθέτου β’ Καθής στο ίδιο γραφείο όπου η έδρα των ως άνω α’ και στ’ Καθών, ως τυπικής κυρίας του ουσιαστικής πλοιοκτησίας του Υποκρυπτόμενου πλοίου …[M18] 7) αλλοδαπής ( Μ.[M19] ) εταιρείας με την επωνυμία …[M20] της οποίας την πραγματική έδρα διατηρεί ο Υποκρυπτόμενος δ’ Καθού όπισθεν της παρενθέτου β’ Καθής στο ίδιο γραφείο όπου η έδρα των ως άνω α’ και στ’ Καθών, ως τυπικής κυρίας του ουσιαστικής πλοιοκτησίας του Υποκρυπτόμενου πλοίου …[M21] 8) αλλοδαπής ( Π.[M22] ) εταιρείας με την επωνυμία …[M23] της οποίας την πραγματική έδρα διατηρεί ο υποκρυπτόμενος δ’ Καθού όπισθεν της παρένθετου β’ Καθής στο ίδιο γραφείο όπου η έδρα των ως άνω α’ και στ’ Καθών, ως τυπικής κυρίας του ουσιαστικής πλοιοκτησίας του Υποκρυπτόμενου πλοίου …[M24] 9) αλλοδαπής ( Π.[M25] ) εταιρείας με την επωνυμία …[M26] της οποίας την πραγματική έδρα διατηρεί ο υποκρυπτόμενος δ΄ Καθού όπισθεν της Παρενθέτου β’ Καθής στο ίδιο γραφείο όπου η έδρα των ως άνω α’ και στ’ Καθών, ως τυπικής κυρίας του ουσιαστικής πλοιοκτησίας του Υποκρυπτομένου πλοίου με άγνωστο επί του παρόντος όνομα, 10) αλλοδαπής ( Π.[M27] ) εταιρείας με την επωνυμία …[M28] , της οποίας την πραγματική έδρα διατηρεί ο υποκρυπτόμενος δ’ Καθού όπισθεν της παρένθετου β’ καθής στο ίδιο γραφείο όπου η έδρα των ως άνω α’ και στ’ Καθών, ως τυπικής κυρίας του ουσιαστικής πλοιοκτησίας του υποκρυπτόμενου πλοίου …[M29] οι οποίες δεν παραστάθηκαν.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 27-12-2013 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης …[M30] , προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολές κατά τις δικασίμους της 10ης Ιουνίου 2014, της 9ης Δεκεμβρίου 2014 και 16ης Φεβρουαρίου 2016, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ενάγουσας και των δεύτερης, τέταρτου και πέμπτης των εναγομένων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294 εδ. α΄, 295 παρ. 1 εδ. α΄ και 297 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, καθώς και ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως συνέπεια ότι αυτή (αγωγή) θεωρείται πως δεν ασκήθηκε, ενώ η κατά τα ως άνω παραίτηση γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου. Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, με δήλωση του πληρεξούσιού της δικηγόρου στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, παραδεκτώς παραιτήθηκε από το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής ως προς τη δεύτερη των εναγομένων. Επομένως, σύμφωνα και με τις διατάξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη νομική σκέψη, πρέπει να θεωρηθεί, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, πως η κρινόμενη αγωγή δεν ασκήθηκε ως προς αυτή (δεύτερη εναγομένη).
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ [όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)], προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αγωγής δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτήν κανονικά ο εναγόμενος, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ. 1δ΄ ΚΠολΔ, η επίδοση γίνεται για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων, στον εκπρόσωπό τους, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 94, 96, 97 ΚΠολΔ και εκείνων των άρθρων 142 και 143 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι η επίδοση προς διάδικο μπορεί να γίνεται και προς το νόμιμα διορισμένο αντίκλητό του, εφόσον εξακολουθεί να έχει αυτή την ιδιότητα. Ο διορισμός αντικλήτου γίνεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 142 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, είτε με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του πρωτοδικείου της κατοικίας του διαδίκου είτε με ρήτρα σε σύμβαση (που καλύπτει μόνο τις σχετικές με τη σύμβαση αυτή πράξεις). Επίσης, έχει την ιδιότητα του αντικλήτου και ο νόμιμα διορισμένος πληρεξούσιος δικηγόρος, στον οποίο μπορούν να γίνονται μόνον οι επιδόσεις που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος, συμπεριλαμβανομένης και της επίδοσης της οριστικής απόφασης. Η ιδιότητα του λήπτη της επίδοσης ως αντικλήτου, που σύμφωνα με τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 212 ΑΚ δεν τεκμαίρεται, εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Επομένως, ο επικαλούμενος επίδοση σε αντίκλητο του διαδίκου, φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως της ιδιότητάς του αυτής (αντικλήτου), με ένα από τους καθοριζόμενους νόμιμους τρόπους διορισμού του και συνεπώς οποιοσδήποτε άλλος τρόπος δεν είναι έγκυρος, ενώ η επίδοση σε πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του αντικλήτου είναι ανυπόστατη (ΑΠ 841/2015 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 1169/2014 ΧρΙδΔ 2015. 34). Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β΄ και γ΄ ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει, αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε, κατά την οποία δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου προς εμφάνιση και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Ωστόσο, κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων, η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του απολειπόμενου κατ’ αυτή διαδίκου, εφόσον αυτός είχε νόμιμα κλητευθεί να παραστεί κατά την αρχική δικάσιμο ή είχε νόμιμα παραστεί κατά την ίδια δικάσιμο, οπότε με τη νόμιμη παράστασή του χωρίς εναντίωσή του καλύφθηκε η τυχόν ακυρότητα της κλήτευσής του για την αρχική δικάσιμο. Διαφορετικά η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο δεν ισχύει ως κλήτευση του απολειπόμενου κατ’ αυτή διαδίκου (ΑΠ 12/2011, 498/2008 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 10/2004 ΧρΙδΔ 2004. 415). Στην προκείμενη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με επιμέλεια της ενάγουσας, η από 27-12-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …[M31] αγωγή, όπως προκύπτει δε από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, οι πρώτη, τρίτη, έκτη, έβδομη, όγδοη, ένατη και δέκατη των εναγομένων δεν παραστάθηκαν στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Οι ως άνω εναγόμενες δεν κλητεύθηκαν νομίμως για την εν λόγω δικάσιμο, αφού, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …[M32] έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Δ. Κ.[M33] , που προσκομίζει και επικαλείται σχετικά η ενάγουσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 10ης Ιουνίου 2014, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 9ης Δεκεμβρίου 2014, οπότε αναβλήθηκε εκ νέου για τις 16 Φεβρουαρίου 2016, όταν αναβλήθηκε για τη διαλαμβανόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε προς τον τέταρτο εναγόμενο, Γ. Κ.[M34] , για λογαριασμό των απολειπόμενων ως άνω εναγόμενων εταιρειών. Εντούτοις, ουδόλως αναφέρεται στην ανωτέρω έκθεση επίδοσης ότι η επίδοση προς τον τέταρτο εναγόμενο γίνεται και υπό την ιδιότητά του ως εκπροσώπου των εν λόγω εναγόμενων εταιρειών, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, ενώ δεν αποδείχθηκε νόμιμος διορισμός του (δ΄ εναγομένου) ως αντικλήτου αυτών (εναγόμενων εταιρειών), σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, με την προσκόμιση αντιγράφου της κατ’ άρθρο 142 παρ. 1 ΚΠολΔ έκθεσης διορισμού του στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, ως αφορώσας εταιρείες εδρεύουσες στο εξωτερικό, ούτε με ρήτρα σε σύμβαση, που να καλύπτει μόνο τις σχετικές με τη σύμβαση αυτή πράξεις, ουδόλως δε προσδιορίζεται στην ως άνω έκθεση επίδοσης ούτε η ενάγουσα επικαλείται τον τρόπο, με τον οποίο ο τέταρτος εναγόμενος, Γ. Κ.[M35] , κατέστη αντίκλητος των απολειπόμενων ως άνω εναγομένων, ώστε να τυγχάνει νόμιμη η επίδοση σε αυτές. Κατ’ ακολουθίαν και δεδομένου ότι δεν προέκυψε ούτε η ενάγουσα επικαλείται ότι οι εν λόγω εναγόμενες είχαν νόμιμα παραστεί κατά την αρχική δικάσιμο, οπότε με τη νόμιμη αυτή παράστασή τους χωρίς εναντίωσή τους καλύφθηκε η ακυρότητα της προεκτιθέμενης κλήτευσής τους, με συνέπεια η αναβολή της υπόθεσης κατά την αρχική ως άνω δικάσιμο και η αναγραφή της στο πινάκιο του Δικαστηρίου για τις μετέπειτα ορισθείσες δικασίμους, μεταξύ των οποίων και η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, να μην ισχύει ως κλήτευση των απολειπόμενων κατ’ αυτή εναγομένων, πρέπει, σύμφωνα και με τα μνημονευόμενα στην προηγηθείσα μείζονα πρόταση, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής ως προς τις πρώτη, τρίτη, έκτη, έβδομη, όγδοη, ένατη και δέκατη των εναγομένων. Προκαταβλητέο παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των τελευταίων δεν ορίζεται, διότι, ναι μεν με το προαναφερόμενο τακτικό ένδικο μέσο προσβάλλονται και μη οριστικές αποφάσεις, όπως η παρούσα, υπό την προϋπόθεση όμως της συνδρομής εννόμου συμφέροντος προς τούτο, το οποίο δεν υφίσταται εν προκειμένω (βλ. και ΕφΑθ 975/1983 ΕλλΔνη 24. 1014). Τέλος, δεν διαλαμβάνεται ως προς τις ανωτέρω εναγόμενες διάταξη περί επιβολής δικαστικών εξόδων, διότι η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση δεν είναι οριστική (ΑΠ 649/1996 ΕλλΔνη 39. 1555, ΕφΘεσ 203/1994 Αρμ. 1994. 1185, ΕφΑθ 10350/1984 ΕλλΔνη 26. 690).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 681, 682 και 694 του ΑΚ με αυτές των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο εργολάβος, όταν ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του, οφείλει να επικαλεσθεί στην αγωγή του, για το ορισμένο αυτής, τη σύμβαση μισθώσεως έργου κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ήτοι τη σύμβαση που καταρτίσθηκε, το έργο που συμφωνήθηκε με αυτή να εκτελεσθεί, την προσήκουσα εκτέλεση και παράδοση ή την πραγματική προσφορά του έργου και το είδος και ύψος της οφειλόμενης αμοιβής (ΑΠ 883/2011, 1255/2010, 314/2009, 1363/2008, άπασες δημοσιευθείσες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 163/2010 ΠειρΝομ 2010. 209). Όταν, λοιπόν, η αμοιβή (του εργολάβου) έχει συμφωνηθεί εφάπαξ (κατ’ αποκοπή) και όχι κατά μονάδα έργου, στοιχείο της βάσης της αγωγής του εργολάβου για την πληρωμή της συμφωνημένης αμοιβής, για να είναι αυτή (αγωγή) ορισμένη κατά το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, είναι μόνο η εν λόγω συμφωνηθείσα εφάπαξ αμοιβή και η παράδοση του έργου (ΑΠ 1367/2003 ΕλλΔνη 2004. 1043, 1056). Περαιτέρω, η αγωγή του πωλητή κατά του αγοραστή, με την οποία επιδιώκεται η καταβολή του τιμήματος εμπορευμάτων που πουλήθηκαν, για να είναι ορισμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 513 ΑΚ, 216 παρ. 1 και 118 εδ. 4 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει το χρόνο της κατάρτισης της οικείας σύμβασης, τα πράγματα που πουλήθηκαν και παραδόθηκαν και την τιμή καθενός από αυτά. Αναφορά του αριθμού τιμολογίου στην αγωγή δεν απαιτείται (ΕφΘεσ 1878/2002 Αρμ 2004. 550, ΕφΑθ 731/1997 ΕλλΔνη 38. 1597). Αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένο τίμημα, αλλά οι συμβαλλόμενοι απέβλεψαν ρητά ή σιωπηρά στην τρέχουσα αγοραία τιμή, ή αν συμφωνήθηκε ότι θα καταβληθεί το εύλογο και δίκαιο τίμημα, πρέπει να αναφέρεται ότι το τίμημα που ζητείται είναι στην πρώτη περίπτωση το τρέχον στην αγορά και στη δεύτερη αυτό που απαιτείται με επιεική κρίση (ΕφΠειρ 839/2004 ΔΕΕ 2005. 69). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ), από πράξη ή παράλειψη η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια, και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι δυνατό, ωστόσο, μια ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 1120/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 302/2006 ΔΕΕ 2006. 513, ΕφΔωδ 182/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται, κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο, προς την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΑΠ 212/2000 ΕλλΔνη 2000. 755). Επιπροσθέτως, η καταδολίευση δανειστών, τελούμενη προς βλάβη αυτών με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, ρυθμιζόμενη δε ειδικώς από τις διατάξεις των άρθρων 939 επ. του ΑΚ, δεν αποτελεί και αδικοπραξία υπό την έννοια του άρθρου 914 του Κώδικα αυτού. Τούτο δε καθόσον είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπειά της όμως ορίζεται, με το άρθρο 939 του ΑΚ, όχι η αποζημίωση αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης. Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση θεμελιώνει την αντικειμενική υπόσταση του κατά το άρθρο 397 του ΠΚ εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση αλλά τη διάρρηξη. Μόνο όταν ο οφειλέτης τελεί το υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα του εν λόγω άρθρου 397 ΠΚ με τους προβλεπόμενους με αυτό άλλους (πλην απαλλοτριωτικής πράξης) τρόπους, οπότε δεν ανακύπτει η περίπτωση της διάρρηξης, τίθεται ενδεχομένως ζήτημα αποζημίωσης (βλ. ΑΠ 554/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 84/2004 ΧρΙδΔ 2004. 405, 284/1997 ΝοΒ 1998. 509). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 682 και 688 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται και διατάσσεται σε περίπτωση υπάρξεως επικείμενου κινδύνου που απειλεί το επίδικο δικαίωμα ή την απαίτηση και προς αποτροπή αυτού ή σε περίπτωση συνδρομής επείγουσας περίπτωσης που επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη δικαστικών προφυλακτικών μέτρων πριν ή κατά τη διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης. Σε περίπτωση ανυπαρξίας ή σε περίπτωση μη πιθανολόγησης των πραγματικών αυτών προϋποθέσεων δεν δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα, κατά τον οποίο τα εξαναγκαστικά μέτρα κατά της περιουσίας ή του προσώπου κάποιου, διατάσσονται και λαμβάνονται μόνον μετά την οριστική και τελεσίδικη διάγνωση της απαίτησης και υπό τις εγγυήσεις και διατυπώσεις της τακτικής διαδικασίας. Από τις διατάξεις δε των άρθρων 111, 118 αρ. 4, 216 και 688 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για να τηρηθεί η έγγραφη προδικασία, η οποία επιβάλλεται με ποινή απαραδέκτου για κάθε αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας, απαιτείται γενικώς μεν να αναφέρεται στο δικόγραφο, μεταξύ άλλων, και το αντικείμενο αυτού κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, ειδικώς δε επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων να αναφέρονται συνοπτικώς τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν το δικαίωμα για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου ζητείται το ασφαλιστικό μέτρο, ή για την κατάσταση της οποίας ζητείται η ρύθμιση, καθώς και τον επικείμενο κίνδυνο ή την επείγουσα περίπτωση. Προκειμένου δε περί ασφαλιστικών μέτρων η εν λόγω αξίωση του νόμου αποβαίνει περισσότερο επιτακτική, λόγω του ότι στις υποθέσεις αυτές είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη (άρθρο 690 παρ. 1 ΚΠολΔ), ένεκα της οποίας ο αποδεικτικός έλεγχος των παραγωγικών γεγονότων του προστατευτέου δικαιώματος γίνεται κατ’ ανάγκην μόνο βάσει των ισχυρισμών που διαλαμβάνονται στην αίτηση, ενώ τα περιστατικά που περιέχονται στο μετά τη συζήτηση υποβαλλόμενο σημείωμα, τα οποία είναι άγνωστα στο δικαστήριο και στον καθ’ ου η αίτηση, δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο της κατά τη μοναδική συζήτηση της υπόθεσης διεξαγόμενης προαπόδειξης. Σημειώνεται ότι η αίτηση (και η αόριστη) είναι δυνατόν να συμπληρωθεί μέχρι τη συζήτησή της, όχι όμως με το σημείωμα που κατατίθεται μετά τη δικάσιμο ή με παραπομπή σε άλλο δικόγραφο, που δεν ενσωματώνεται στην αίτηση (ΕφΑθ 1173/1999 ΕλλΔνη 2001. 764, ΜΠρΑθ 1146/2002 ΑρχΝ 2002. 647, ΜΠρΠειρ 749/1994 ΕΝΔ 1994. 453, βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, έκδοση 1996, τόμος Δ΄, υπό το άρθρο 686, αρ. 59 και 61, σελ. 74, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Ειδικότερα, ως επικείμενος κίνδυνος νοείται η πιθανολόγηση πως επίκειται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν ο αιτών (δανειστής) αποκτήσει εκτελεστό τίτλο μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης (ΜΠρΑθ 23867/1993 ΝοΒ 42. 233). Το γεγονός δε ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει εμφανή περιουσιακά στοιχεία και είναι ελαττωμένης περιουσιακής κατάστασης δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου, διότι ανάγκη για να εξασφαλισθεί η αξίωση δεν δημιουργείται όταν ο οφειλέτης είναι κάτοχος μικρής περιουσίας, παρά όταν αυτός επιχειρεί να αποξενωθεί από αυτήν άλλως όταν προβαίνει σε συγκεκριμένες θετικές ή αποθετικές ενέργειες ή κινήσεις που δείχνουν ότι επίκειται προσεχής αποξένωση. Ενώ επείγουσα περίπτωση συντρέχει όταν λ.χ. συρρέουν βάσιμες πληροφορίες ή επιβεβαιωμένες φήμες ή λαμβάνουν χώρα ενέργειες που καταδεικνύουν την πρόθεση του οφειλέτη να προβεί σε άμεση και προσεχή αποξένωση από την περιουσία του κατά την τρέχουσα στιγμή ή όταν προτίθεται να κλείσει τον τυχόν τραπεζικό του λογαριασμό. Επί πλέον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση η πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής κατάστασης κάποιου, διότι με αυτήν την εκδοχή θα δικαιολογούνταν η λήψη ασφαλιστικών μέτρων (και ιδίως υπό την εξεταζόμενη μορφή της συντηρητικής κατάσχεσης) σε κάθε εκκρεμή διαφορά, ενόψει της ενδεχόμενης, κατά την κοινή πείρα και λογική, μεταβολής ή ελάττωσης της περιουσιακής κατάστασης του διαδίκου. Συνεπώς, όταν ο νόμος απαιτεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση, εννοεί προδήλως την ύπαρξη ασυνήθιστης ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, δικαιολογουμένης από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής (ΜΠρΘεσ 19987/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΜΠρΑθ 7810/2003 Αρμ 2004. 121, ΜΠρΠειρ 6460/2003 ΧρΙδΔ 2004. 152). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων που κατήρτισε με την πρώτη εναγόμενη εταιρεία το χρονικό διάστημα από 29-4-2010 έως και 1-12-2010, παρέδωσε στο υπό ελληνική σημαία πλοίο …[M36] και στα υπό αλλοδαπή σημαία πλοία …[M37] και …[M38] τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες τα οποία περιγράφονται στα αναφερόμενα στο δικόγραφο τιμολόγια, για τα οποία οφείλεται στην ίδια (ενάγουσα) το συνολικό ποσό των 29.074,58 ευρώ, ως τίμημα και εργολαβικό αντάλλαγμα αντίστοιχα˙ ότι τα εν λόγω πλοία τυπικά μόνο ανήκαν στις εναγόμενες πλοιοκτήτριες εταιρείες, ενώ ουσιαστικός πλοιοκτήτης αυτών είναι ο τέταρτος εναγόμενος, που προβαίνει στην εκμετάλλευσή τους μέσω παρένθετων προσώπων, των αλλοδαπών πλοιοκτητριών και διαχειριστριών εναγόμενων εταιρειών, που ανήκουν στο ίδιο όμιλό του, η περιουσία των οποίων, με σκοπό την καταδολίευση των δανειστών του, συγχέεται με τη δική του, κατά κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους, ώστε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις άρσης αυτοτέλειας νομικού προσώπου. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ζητεί, όπως παραδεκτά περιορίστηκε με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, κατ’ άρθρο 223 εδ. β΄ του ΚΠολΔ {όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015)}, το καταψηφιστικό αίτημά της σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν νομιμοτόκως, εις ολόκληρον έκαστος, το ανωτέρω ποσό των 29.074,58 ευρώ, ενώ με τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της (ενάγουσας) ζητεί με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επικαλούμενη έννομο συμφέρον και λόγω της συνδρομής επείγουσας περίπτωσης, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση μέχρι του ποσού των 45.000 ευρώ κάθε τραπεζικού λογαριασμού που τηρούν οι αναφερόμενοι στις προτάσεις δεκαπέντε πρώτοι καθ’ ων στις τέσσερις τελευταίες εξ αυτών (καθ’ ων) τραπεζικές εταιρείες, εκ των οποίων οι υπ’ αριθ. 11 έως και 19 δεν είναι εναγόμενες στην παρούσα υπόθεση, οπότε απαραδέκτως λαμβάνει χώρα προσθήκη νέων διαδίκων που δεν περιλαμβάνονται στην αγωγή (βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, έκδοση 1994, τόμος Β΄, υπό το άρθρο 224, αρ. 23, σελ. 75, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 10, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2 (ως εκ της πραγματικής έδρας των εναγόμενων εταιρειών), 35 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 και 3Β περ. β΄ Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Σ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2001, σελ. 1-2, Ηλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθνές δίκαιο, σελ. 12), είναι ερευνητέα στο σύνολό της κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, και ειδικότερα: α) ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη των εναγομένων, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση σχετικής ειδικότερης συμφωνίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3 και 4 παρ. 1α, β και 2, 19 παρ. 1 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 που αντικατέστησε την από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως εν προκειμένω, ως εκ της έδρας της ενάγουσας εταιρείας, και β) ως προς την επικαλούμενη αδικοπραξία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 3, 31 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία και με την οποία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό η επικαλούμενη από την ενάγουσα αδικοπραξία. Εντούτοις, η αγωγή κρίνεται, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας και γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού των παριστάμενων εναγομένων, απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς την εκ της συμβάσεως κύρια βάση της, καθόσον σ’ αυτή (αγωγή) λαμβάνει χώρα απλή παράθεση πίνακα όπου αναφέρονται μόνον οι αριθμοί των τιμολογίων, η ημερομηνία έκδοσής τους και το συνολικό ποσό αυτών, χωρίς ν’ αναφέρονται ποιά ήταν τα πλοία που παραδόθηκαν τα εμπορεύματα και παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες και ποιες ήταν οι πλοιοκτήτριες αυτών εταιρείες, ποια ήταν τα εν λόγω εμπορεύματα που παραδόθηκαν και οι υπηρεσίες που παρασχέθηκαν, ποια ήταν η τιμή μονάδος και ποια η ποσότητα αυτών, ώστε να είναι ορισμένη η περιγραφή των στοιχείων – περιεχομένων των επίδικων τιμολογίων και να προκύπτει με σαφήνεια η απαίτηση της ενάγουσας. Εξάλλου, η ένδικη αγωγή κρίνεται, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, απορριπτέα ως μη νόμιμη κατά την επικουρική βάση της, αφορώσα την ευθύνη των εναγομένων κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, αφού η αποδιδόμενη με την αγωγή στους τελευταίους παραβίαση των ενοχικών τους υποχρεώσεων έναντι της ενάγουσας δεν θεμελιώνει από μόνη της αδικοπραξία κατ’ άρθρο 914 ΑΚ και δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τις επίδικες συμβάσεις, στα πλαίσια των οποίων ενήργησαν αυτοί (πρβλ. ΕφΔυτΜακ 44/2011 Αρμ 2012. 1274, ΕφΘεσ 2112/2006 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ στο αγωγικό δικόγραφο δεν γίνεται σαφής αναφορά και περιγραφή των προβλεπόμενων με το άρθρο 397 ΠΚ τρόπων τέλεσης της επικαλούμενης εν προκειμένω καταδολίευσης εκ μέρους των εναγομένων, ώστε να τίθεται ενδεχομένως ζήτημα αποζημίωσης της ενάγουσας. Για τους ίδιους δε ως άνω λόγους κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και η διαλαμβανόμενη στις προτάσεις της ενάγουσας αίτησή της περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος των εναγομένων, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου αυτού Δικαστηρίου με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 22, 25 παρ. 2, 35, 37 παρ. 1 και 683 επ. ΚΠολΔ), αφού δεν γίνεται μ’ αυτή (αίτηση) σαφής και ορισμένη επίκληση των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν το δικαίωμα για την εξασφάλιση και τη διατήρηση του οποίου ζητείται το εν λόγω ασφαλιστικό μέτρο, ενώ επίσης δεν εξειδικεύεται η απαιτούμενη κατά τις εκτιθέμενες στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη διατάξεις, ύπαρξη ασυνήθιστης ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας, δικαιολογουμένης από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης της ενάγουσας ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής, προκειμένου να δικαιολογηθεί η λήψη του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου.
Τα άρθρα 901 – 903 του ΑΚ ρυθμίζουν την επίδειξη πραγμάτων και εγγράφων και καθορίζουν τους όρους με τους οποίους μπορεί να ζητηθεί και να πραγματοποιηθεί η επίδειξη αυτή. Τα ζητήματα για την επίδειξη εγγράφων και τη χορήγηση αντιγράφων ρυθμίζουν και τα άρθρα 450 επ. ΚΠολΔ, τα άρθρα 14-17 του Εμπορικού Νόμου, όπως επίσης και ο Οργανισμός Δικαστηρίων. Βεβαίως, βασικό δικονομικό αξίωμα είναι ότι κανείς δεν υποχρεούται να δίνει στον αντίδικό του αποδεικτικά στοιχεία για να τα χρησιμοποιήσει εναντίον του. Πλην, όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από τις παραπάνω διατάξεις, τόσο ο διάδικος, όσο και ο τρίτος, υποχρεούνται να επιδείξουν έγγραφα τα οποία κατέχουν, ακριβώς γιατί από αυτά μπορεί να εξαρτηθεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Από τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις η διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκης, στην οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ειδικά το ζητούμενο έγγραφο, ενώ οι διατάξεις των άρθρων 450 επ. ΚΠολΔ ρυθμίζουν αποκλειστικά την υποχρέωση των διαδίκων ή τρίτων προς επίδειξη εγγράφου κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο (ΕφΘεσ 1150/2001 ΕλλΔνη 44. 520, 1939/1998 ΕλλΔνη 40. 382). Περαιτέρω, από τη νομολογία των δικαστηρίων γίνεται πάγια δεκτό ότι για το ορισμένο της αγωγής (ή αίτησης) προς επίδειξη εγγράφων ο αιτών την επίδειξη πρέπει να προσδιορίζει ειδικώς και να περιγράφει επακριβώς τα έγγραφα των οποίων ζητά την επίδειξη και να αναφέρει το περιεχόμενό τους. Έτσι, είναι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα αγωγή (ή αίτηση) με την οποία ζητείται να επιδειχθούν μεταξύ άλλων αόριστος και ακαθόριστος αριθμός εγγράφων που εκδόθηκαν από τον εναγόμενο σε ορισμένη χρονική περίοδο (βλ. και ΕφΑθ 14698/1988 ΕλλΔνη 34. 1366). Η άσκηση της αξίωσης προς επίδειξη εγγράφου σε περίπτωση εκκρεμούς δίκης γίνεται με παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις, ενώ όταν η επίδειξη δεν επιζητείται στα πλαίσια άλλης δίκης η σχετική αξίωση ασκείται με αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία. Γίνεται όμως δεκτό ότι εκείνος που έχει έννομο συμφέρον, μπορεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 682 παρ. 1, 688 επ., 731 και 732 ΚΠολΔ, να επιδιώξει, σε επείγουσα περίπτωση ή για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου, την επίδειξη του εγγράφου, με βάση τις ειδικές αυτές διατάξεις περί ασφαλιστικών μέτρων, και να ζητήσει έτσι την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας με το να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η προσωρινή σε αυτόν επίδειξη του εγγράφου από τον κάτοχό του (ΑΠ 1613/2000 ΕλλΔνη 42. 680). Εν προκειμένω η ενάγουσα, με την κρινόμενη αγωγή της, ζητεί επιπλέον με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επικαλούμενη έννομο συμφέρον και λόγω της συνδρομής επείγουσας περίπτωσης, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με την απειλή εναντίον τους χρηματικής ποινής και, ως προς τον τέταρτο εξ αυτών (εναγομένων), προσωπικής κράτησης, για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί, να επιδείξουν τα αναφερόμενα στο δικόγραφο έγγραφα και να της χορηγήσουν αντίγραφά τους. Με τέτοιο περιεχόμενο η ως άνω αίτηση παραδεκτά εισάγεται στο παρόν Δικαστήριo, όπου εκκρεμεί η κύρια υπόθεση (άρθρα 682 παρ. 2 και 686 ΚΠολΔ), είναι όμως απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού με αυτή (αίτηση) δεν προσδιορίζονται επακριβώς τα προς επίδειξη έγγραφα και το περιεχόμενό τους, αλλά αυτά προσδιορίζονται με γενική και αόριστη αναφορά, ενώ καθ’ ο μέρος της (αίτησης) αφορά στην επίδειξη των επικαλούμενων από την ενάγουσα δανειακών συμβάσεων και των συναφών εγγυητικών εγγράφων δεν αναφέρεται στο δικόγραφο ότι τα εν λόγω έγγραφα βρίσκονται στην κατοχή των εναγομένων. Τέλος, η δικαστική δαπάνη των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστεί στο σύνολό της, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 εδ. τελ. ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΘΕΩΡΕΙ ότι η κρινόμενη αγωγή δεν ασκήθηκε ως προς τη δεύτερη των εναγομένων.
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των πρώτης, τρίτης, έκτης, έβδομης, όγδοης, ένατης και δέκατης των εναγομένων και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς τις ως άνω (πρώτη, τρίτη, έκτη, έβδομη, όγδοη, ένατη και δέκατη) εναγόμενες.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή και συνακόλουθα τις σωρευόμενες σ’ αυτή (αγωγή) και στις προτάσεις της ενάγουσας αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, ως προς τους τέταρτο και πέμπτη των εναγομένων.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα στο σύνολό τους.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -10-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ