ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 4640 /2017
(Γενικός Αριθμός Κατάθεσης …
Ειδικός Αριθμός Κατάθεσης …
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
—————————————
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, την οποίαν όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 23η Μαΐου 2017, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει στην πόλη του Π. Δ. Π. και έχει, σύμφωνα με τους Α.Ν. … και … εγκαταστήσει στην Ελλάδα γραφείο στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, επί της οδού Ζεφύρου αρ. 60, με Α.Φ.Μ. 098022911, Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποίαν προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Δημήτριος ΚΑΡΑΜΑΓΚΙΩΛΗΣ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ευάγγελου Τζενεράλη του Φιλίππου, κατοίκου Περιστερίου Αττικής, οδός Χαραυγής αριθμ. 17, Α.Φ.Μ. 055756840, Δ.Ο.Υ. Περιστερίου, ο οποίος δεν προκατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 21.12.2016, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 5.480/2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 21.12.2016, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 5.5.2017 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), «αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για τη συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα», κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), «αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, «στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως».
Από την υπ’ αριθμ.5.133/27.12.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, Νικολάου Ευθ. Φαρμάκη, που η ενάγουσα επικαλείται και νομίμως προσκομίζει, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στον εναγόμενο (αρθρ. 128 ΚΠολΔ). Ωστόσο, αυτός δεν κατέθεσε προτάσεις εντός της οριζομένης από τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ προθεσμίας των εκατόν (100) από την κατάθεση της υπό κρίσιν αγωγής, όταν δε η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο, επομένως, θα πρέπει να δικαστεί ερήμην, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 271 ΚΠολΔ, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.
Η ενάγουσα εκθέτει ότι τυγχάνει ναυτιλιακή εταιρεία, εδρεύουσα στη Δημοκρατία του Παναμά και διατηρούσα γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. … και … η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα παροχής υπηρεσιών μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων. Ότι, δυνάμει σύμβασης άτοκου δανείου που κατήρτισε την 13.8.2014 με τον εναγόμενο, ο οποίος είχε ναυτολογηθεί πολλές φορές σε πλοία που βρίσκονταν υπό τη διαχείριση της ενάγουσας, μεταβίβασε αυτή στον τελευταίο κατά κυριότητα το συνολικό ποσό των 50.000 Ευρώ (δυνάμει διαδοχικών εκταμιεύσεων, ποσού 30.000 Ευρώ και 20.000 Ευρώ, αντίστοιχα και αντίστοιχων ισόποσων καταθέσεων στον τραπεζικό λογαριασμό του εναγομένου) και ότι, πλην μίας καταβολής ύψους 5.000 Ευρώ, ο εναγόμενος δεν απέδωσε ποσό 45.000 Ευρώ εκ του ως άνω δανείσματος, το οποίο εξακολουθεί να οφείλεται. Ότι, ενόψει του ότι στις 25.3.2016 διεκόπη η συνεργασία με τον εναγόμενο, για τους λόγους που εκτίθενται στην αγωγή, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή καταγγέλλει τη σύμβαση δανείου, καθισταμένου του εναγομένου υπόχρεου καταβολής του ποσού του δανείου στην ενάγουσα, μετά την παρέλευση ενός μηνός από την επίδοση της αγωγής. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 45.000 Ευρώ, με τους νόμιμους τόκους, από την επομένη της παρέλευσης της προθεσμίας ενός μηνός από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης δανείου, μέσω της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, μέχρι την εξόφληση του ποσού αυτού. Επικουρικά, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου δε θεμελιώνει ενδοσυμβατική του ευθύνη, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ως άνω ποσό, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι αυτός κατέστη πλουσιότερος κατά το ως άνω ποσό, του οποίου την κυριότητα ανέλαβε, δίχως να εκπληρώσει την υποχρέωσή του προς επιστροφή των χρημάτων αυτών, ο δε πλουτισμός σώζεται μέχρι σήμερα. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική δαπάνη και την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην (αρθρ. 1, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (αρθρ. 22 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με αρθρ. 51 Ν. 22172/1993, ως διαφορά πηγάζουσα από την παροχή της εργασίας του εναγομένου σε πλοία υπό τη διαχείριση της ενάγουσας) και, ως προς την κύρια βάση της, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 806 επ. 345, 346 ΑΚ, 69, 907, 908, 176 ΚΠολΔ (πρβλ. ΑΠ 629/2012, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 2253/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, η υπό κρίση αγωγή, τυγχάνει μη νόμιμη και, ως εκ τούτου, απορριπτέα κατά την επικουρική της βάση, την επιχειρούμενη όπως θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (διότι σε αντίθετη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας), εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξίας, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω (ΑΠ 449/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2019/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι α) για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ του ΤΝ, ΤΑΧΔΙΚ και Ε.Τ.Α.Α. [βλ. το υπ’ αριθμ. … διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ… ….. ., β) για το παραδεκτό της άσκησής της έχει καταβληθεί το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. και για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει καταβληθεί, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. (αρθρ. 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτό ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής), ενώ γ) ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας προσκόμισε το από 21.12.2016 ειδικό πληρεξούσιο του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας περί παροχής ειδικής πληρεξουσιότητας σε αυτόν, για τη διενέργεια της παρούσας δίκης, κατόπιν τηλεφωνικής κλήσης προς συμπλήρωση της τυπικής αυτής παράλειψης, κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ.
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη καθόσον, λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως αφού θεωρούνται ομολογημένοι από τον εναγόμενο [αρθρ. 352§1 σε συνδ. με 271§3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)], και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 45.000 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της παρέλευσης της προθεσμίας ενός μηνός από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης δανείου, μέσω της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του ποσού αυτού. Ωστόσο, το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, με βάση και το σχετικό αίτημά της, πρέπει να βαρύνουν τις εναγόμενες (άρθρα 176, 191§2 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επίσης, να καθορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ. 505§2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην των εναγομένων.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) Ευρώ για κάθε εναγόμενο.
Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων Ευρώ (45.000 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο, κατά τα ανωτέρω, στο σκεπτικό της παρούσας, αναφερόμενα, μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων πενήντα (2.050) Ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ