Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός  4706 /2017

(Αριθ. καταθ. …)

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

————————————

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 16η Μαΐου 2017, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ : Κ. Ξ. του Κ., κατοίκου Γ. Α., ο οποίος παραστάθηκε για του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Ανδρέα Μελέτη.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ : Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στην …… όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Αικατερίνης Αθανασίου.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ : Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «… που εδρεύει στο Μ. Α., νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Δημητρίου Σφακιανάκη, ο οποίος δήλωσε ότι παρίσταται μόνο για το αίτημα αναβολής συζήτησης της υπόθεσης μετά την απόρριψη του οποίου απεχώρησε.

Ο  καλών – ανακόπτων άσκησε την από  14.10.2013, με αριθμό κατάθεσης … ανακοπή του κατά της πρώτης καθ’ης η κλήση – καθ’ης η ανακοπή, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Η δεύτερη καθ’ ης η κλήση – ανακόπτουσα, άσκησε την από 15.10.2013, με αριθμό κατάθεσης … ανακοπή της, κατά της εδώ πρώτης καθ’ης – καθ’ης η ανακοπή. Επί των ανακοπών αυτών, που συνεκδικάσθηκαν, κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, εκδόθηκε η με αριθμό 490/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου,  που κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφορά και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών. Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος λειτουργικά αρμόδιου τμήματος, με την από 12.5.2014, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση του ανακόπτοντα επί της πρώτης άνω ανακοπής, η οποία προσδιορίσθηκε για συζήτηση κατά την αρχική δικάσιμο της 25.11.2014 και, μετά από διαδοχικές αναβολές, κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το άρθρο 246 ΚΠολΔ προβλέπεται ότι το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου των διαδίκων να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων ενώπιον αυτού εκκρεμουσών δικών, μεταξύ των αυτών ή διαφόρων διαδίκων, εάν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση εξόδων. Όταν δε, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως, διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκαση αντιθέτων ή συναφών αγωγών είναι ανεπίτρεπτη η περαιτέρω συζήτηση της μιας μόνο από αυτές. Και τούτο γιατί παραβιάζεται η σχετική διάταξη της εκδοθείσας αποφάσεως περί συνενώσεως και εκδικάσεως των ανωτέρω αγωγών, δια της οποίας επιδιωκόταν η επιτάχυνση στη διεξαγωγή της δίκης, η μείωση των εξόδων αυτής, η αποφυγή εκδόσεως αντιφασκουσών αποφάσεων επί του αυτού αντικειμένου διαφοράς. Το ίδιο συμβαίνει και όταν η συνεκδίκαση των αντιθέτων αγωγών είχε διαταχθεί από το αναρμόδιο δικαστήριο, το οποίο συγχρόνως παρέπεμψε τις αγωγές να δικαστούν από το κριθέν ως αρμόδιο δικαστήριο. Επομένως ο διάδικος που ενδιαφέρεται να εισαγάγει την αγωγή του στο κριθέν ως αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να εισάγει και την αντίθετη αγωγή, της οποίας είχε διαταχθεί η συνεκδίκαση με τη δική του, διαφορετικά η συζήτηση της υποθέσεως κηρύσσεται απαράδεκτη (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρα 230 αρ. 2 και 246 αρ. 10), το δε δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, εφόσον δεν ανακαλέσει την μη οριστική απόφαση περί συνεκδίκασης των υποθέσεων που είχε διαταχθεί με την παραπεμπτική απόφαση, πρέπει να συνεκδικάσει και τις δύο αγωγές, άλλως η συζήτηση της μίας μόνο είναι απαράδεκτη (ΕφΔωδ 242/2006 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, νόμιμα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, επαναφέρονται από τον ανακόπτοντα επί της από 14.20.2013, με αριθμό κατάθεσης … ανακοπής, με την από 12.5.2014, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση του, α) η άνω, από 14.10.2013, με αριθμό κατάθεσης … ανακοπή του κατά της εκεί καθ’ ης η ανακοπή – εδώ πρώτη καθ’ης η κλήση και β) η από 15.10.2013, με αριθμό κατάθεσης … ανακοπή της εδώ δεύτερης καθ’ ης η κλήση εταιρείας, που στρέφεται κατά τη πρώτης καθ’ης η κλήση, οι οποίες ασκήθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μετά την έκδοση επ’ αυτών της με αριθμό 490/2014 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, δικάζοντος κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, που συνεκδίκασε τις ανωτέρω υποθέσεις και κήρυξε εαυτό αναρμόδιο (λειτουργικά), λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς στο σύνολό της και παρέπεμψε τις υποθέσεις προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών, λόγω της φύσης της διαφοράς, της οποίας η αιτία ανάγεται στην εκποίηση πλοίου με επαχθή αιτία (αρθρ. 51 Ν. 2172/1993, σε συνδυασμό με άρθρο 46 ΚΠολΔ). Σε συνέχεια, δε, της ως άνω απόφασης, η υπόθεση νόμιμα τίθεται προς κρίση του Δικαστηρίου τούτου, με πρωτοβουλία (κλήση) του ανακόπτοντα επί της πρώτης ως άνω ανακοπής, χωρίς αντίρρηση εκ μέρους της πρώτης καθ’ ης η κλήση και καθ’ ης η ανακοπή, η οποία παρέστη δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της και χωρίς αντίρρηση εκ μέρους της δεύτερης καθ’ ης η κλήση και ανακόπτουσας επί της δεύτερης ως άνω ανακοπής, η οποία θεωρείται δικονομικά απούσα, ως κατωτέρω εκτίθεται, ενώ από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει η άσκηση έφεσης από μέρους τους, εντός της προβλεπομένης από το νόμο προθεσμίας, των τριών ετών από την έκδοση της απόφασης αυτής (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 46, αριθμ. 10, 11 και 12, Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, υπό αρθρ. 46, αριθμ.27).Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 280 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο διάδικος που εμφανίζεται στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως και υποβάλλει αίτημα αναβολής, χωρίς να απαντά στην ουσία, θεωρείται ότι δεν εμφανίζεται και ότι δεν μετέχει προσηκόντως στη συζήτηση, εφόσον το Δικαστήριο απορρίψει το αίτημα αναβολής και προχωρήσει σ’ αυτήν (ΕφΠειρ 593/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 388/2002 Αρμ 2003, σ.531). Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της δεύτερης καθ’ ης η κλήση (ανακόπτοντα επί της από 15.10.2013, με αριθμό κατάθεσης … ανακοπής), η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την προαναφερόμενη κλήση, παραστάθηκε μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, μετά την απόρριψη του οποίου αποχώρησε, χωρίς να έχει απαντήσει στην ουσία της υπόθεσης. Εξάλλου, από τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Ι.  Μ. Σ. Π., που προσκομίζει και επικαλείται ο καλών – ανακόπτων επί της συνεκδικασθείσας, από 14.10.2013, με αριθμό κατάθεσης …, ανακοπής, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 12.5.2014, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήσεως, με την οποία φέρονται προς συζήτηση, με πρωτοβουλία του ανακόπτοντα επί της από  14.10.2013, με αριθμό κατάθεσης … ανακοπής, η ανακοπή αυτή, καθώς από 15.10.2013, με αριθμό κατάθεσης …, ανακοπή, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 25.11.2014, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην ως άνω καθ’ ης η κλήση εταιρεία. Κατά τη δικάσιμο αυτή όμως, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 23.2.2016 και, ακολούθως, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη, αντιστοίχως, εκ νέου στο οικείο πινάκιο, χωρίς να απαιτείται νέα κλήση της τελευταίας για εμφάνισή της στη νέα μετά την αναβολή δικάσιμο, αφού η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης της υπό κρίση ανακοπής, ορ. παρ.1 και παρ.2 του άρθρου ένατου του Ν. 4335/2015). Επομένως, η δεύτερη καθ’ ης η κλήση, ανακόπτουσα επί της δεύτερης προαναφερόμενης ανακοπής (αριθμ. καταθ. …) θεωρείται ότι δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρα 226, 228, 229, 272 του ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν κατά το χρόνο κατάθεσης της υπό κρίση ανακοπής, ορ. παρ.1 και παρ.2 του άρθρου ένατου του Ν. 4335/2015).

Όταν η διαταγή πληρωμής εκδίδεται για απαίτηση υποδεικνυόμενη από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή από πιστωτικό τίτλο που είναι άκυρος ως τέτοιος, η ανακοπή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, ενώ αν η διαταγή πληρωμής αφορά απαίτηση η εκ της οποίας διαφορά δικάζεται με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ή των διαφορών για παράδοση ή απόδοση της χρήσης του μισθίου ή από πιστωτικούς τίτλους, τότε η ανακοπή εκδικάζεται κατά τις διατάξεις αυτών των ειδικών διαδικασιών (Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα 2012, υπό αρθρ. 632, αριθμ.19, πρβλ. ΑΠ 500/1997 ΕλΔνη 39, σ.97, ΕφΑθ 169/2007, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2007, σ.532, ΜΠρΧίου 370/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε για απαίτηση απορρέουσα από επιταγή εκδικάζεται από το αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού δικαστήριο και κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 591§2 ΚΠολΔ (όπως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης της υπό κρίση ανακοπής, ορ. παρ.1 και παρ.2 του άρθρου ένατου του Ν. 4335/2015), αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το Δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υποθέσεως κατά τη διαδικασία, σύμφωνα με την οποία δικάζεται. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι εάν, πέραν της ακαταλληλότητας της διαδικασίας, το Δικαστήριο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση, αυτό διατάζει την εκδίκαση της διαφοράς κατά την αρμόζουσα διαδικασία και έχει τη διακριτική ευχέρεια είτε να εφαρμόσει αμέσως τις διατάξεις της διαδικασίας αυτής και να εκδώσει, χάριν οικονομίας της δίκης, μία ενιαία απόφαση, η οποία θα περιλαμβάνει τόσο την ανωτέρω διάταξη, όσο και την επί της ουσίας κρίση, είτε να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλη συνεδρίασή του, προκειμένου να εφαρμοσθεί η προσήκουσα διαδικασία. Το τελευταίο θα συμβεί κυρίως όταν, ενόψει των αποκλινουσών ρυθμίσεων της εφαρμοστέας διαδικασίας, καθίσταται ανεπιεικής για τους διαδίκους η άμεση εφαρμογή της  λόγω ελλείψεως κατάλληλης προπαρασκευής. Το Δικαστήριο, προκειμένου να κρατήσει και να δικάσει την υπόθεση με την προσήκουσα διαδικασία, πρέπει να ερευνήσει το περιεχόμενο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο για να κρίνει αν η διαδικασία στην οποία έχει εισαχθεί καλύπτει τις προϋποθέσεις της διαδικασίας που πρέπει να εφαρμοσθεί (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, τ. Γ΄, υπό άρθρο 591, αρ. 8 σελ. 743-4 και παρ. 14 σελ. 745).

Οι ανακόπτοντες, με τις υπό κρίση, α) από 14.10.2013, με αριθμό κατάθεσης … και β) από 15.10.2013, με αριθμό κατάθεσης … ανακοπές τους, για τους λόγους που εκθέτουν σε αυτές, ζητεί, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. … Διαταγή Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποίαν υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης οι ανακοπές το ποσό των 50.000 €, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση που πηγάζει από επιταγή.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, οι υπό κρίση ανακοπές, μετά την έκδοση της προαναφερόμενης, με αριθμό 490/2014, παραπεμπτικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου,  παραδεκτώς σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο και εισάγονται ενώπιον του Δικαστήριο τούτου (άρθρα 14 παρ.2, 584, 632§1, 636 ΚΠολΔ) και πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, να διαταχθεί η συνεκδίκασή τους κατά την προσήκουσα διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (άρθρα 591§2, 635 – 644 ΚΠολΔ), διότι η διαφορά από την απαίτηση (επιταγή), για την οποία έχει εκδοθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, δικάζεται κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων. Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται όπως ίσχυαν κατά το χρόνο κατάθεσης της υπό κρίση ανακοπής, ήτοι προ της 1.1.2016, ορ. παρ.1 και παρ.2 του άρθρου ένατου του Ν. 4335/2015.  Εξάλλου, το Δικαστήριο μπορεί να κρατήσει και να δικάσει με την ως άνω προσήκουσα διαδικασία των πιστωτικών τίτλων τις υπό κρίση σωρευθείσες ανακοπές, δεδομένου ότι έχουν τηρηθεί οι δικονομικοί κανόνες της διαδικασίας αυτής και δεν επιβάλλεται από άλλη δικονομική αρχή η παραπομπή της υπόθεσης σε ιδιαίτερη συζήτηση.

Περαιτέρω, όσον αφορά στη δεύτερη ως άνω (από 15.10.2013, με αριθμό κατάθεσης …) ανακοπή, λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Κατά τα άρθρο 272 ΚΠολΔ (όπως αυτό τέθηκε στη θέση του καταργηθέντος άρθρου 272 με το άρθρο 30 Ν. 3994/2011, ΦΕΚ Α` 165/25.7.2011), αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του ενάγο­ντος και αυτός δεν εμφανιστεί κατά τη συ­ζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το Δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 4055/2012, η άσκη­ση της ανακοπής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός εξή­ντα ημερών ή εντός ενενήντα ημερών αν ο διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή έχει άγνωστη διαμονή, εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α` ΚΠολΔ. Ωστόσο, κανένα από τα δύο εν λόγω άρθρα δεν ορίζει συγκεκριμέ­νη διαδικασία εκδίκασης της ανακοπής. Το μεν άρθρο 643 στην παρ. 1 ορίζει απλά το χρόνο έκδοσης της απόφασης επί της ανα­κοπής, ενώ στην παρ. 2 ορίζει ότι τα άρθρα 649 και 650 ΚΠολΔ εφαρμόζονται αναλό­γως. Η εφαρμογή αναλόγως δεν σημαίνει ότι εφαρμόζονται ούτως ή άλλως, αλλά ότι εφαρμόζονται κατ` ανάλογο τρόπο, εφόσον δεν προσκρούουν σε ειδικές διατάξεις, που αφορούν την προκείμενη διαδικασία εκδί­κασης των ανακοπών. Εξάλλου, η παρ. 2 του παραπάνω άρθρου είχε αντικατασταθεί, ως έχει με το Ν. 2479/1997, και αφο­ρούσε την εκδίκαση των παραπεμφθέντων ισχυρισμών. Το δε άρθρο 591 παρ. 1 α`, στο οποίο παραπέμπει το παραπάνω νέο άρθρο 632, ορίζει ότι οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 591 ΚΠολΔ, έχουν εφαρμογή και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν έρχο­νται σε αντίθεση με ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν ο νομοθέτης είχε σκοπό να μην ισχύουν στην προκείμενη περίπτωση τα άρθρα 271 και 272 ΚΠολΔ, που αφορά τις συνέπειες της ερημοδικίας ενός των διαδίκων, θα το είχε ορίσει ρητά. Συνεπώς, σε περίπτωση ερημοδικίας είτε του ανακόπτοντος, είτε του καθ` ου η ανα­κοπή, εφαρμόζονται και στην ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 του Κώδικα, που εναρ­μονίζονται και με το σκοπό της ταχύτερης διεξαγωγής της δίκης και της απλούστευ­σης της διαδικασίας, ενώ εξυπηρετείται και με την ανακοπή αυτή η ίδια ανάγκη (ΜΠρΛαρ 18/2016, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016, σ.349, ΜΠρ1616/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 1330/2013, ΕλΔνη 2013, σ.851, καθώς και αναλυτικά επιχειρήματα για την εφαρμογή των άρθρων 271, 272 ΚΠολΔ ακόμα και κατά την εκδίκαση ανακοπών κατά την ει­δική διαδικασία των διαφορών από πιστω­τικούς τίτλους, στις ΜΠρΣερ 84/2014, ΕλΔνη 2014, σ.898, ΜΠρΛαρ 47/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΧαν 200/2011 Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, η δεύτερη ως άνω ανακοπή (αριθμ. κατάθεσης 7317/2013) ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (632 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως δύναται να συναχθεί από την από 15.10.2013 πράξη κατάθεσης παρά πόδας αυτής, σε συνδυασμό με τη σχετική αναφορά στις προτάσεις της εκεί ανακόπτουσας, επί της αρχικής συζήτησης της ανακοπής, που προσκομίζει και επικαλείται ο καλών – ανακόπτων επί της πρώτης συνεκδικαζόμενης ανακοπής και ευρίσκεται στη δικογραφία) και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη διαδικασία των άρθρων 635 επ. ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις αναλυτικές σκέψεις που προηγήθηκαν. Εξάλλου, ενόψει του ότι η ανακόπτουσα στην εν λόγω ανακοπή θεωρείται ότι δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής και την αποχώρηση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, πρέπει αυτή να δικασθεί ερήμην και, ακολούθως, να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Τέλος, παράβολο ανακοπής ερημοδικίας δεν ορίζεται, διότι κατά της παρούσας απόφασης δεν επιτρέπεται η άσκηση του σχετικού ενδίκου μέσου (αρθρ. 644 ΚΠολΔ). Εξάλλου, δικαστικά έξοδα σε βάρος της ανακόπτουσας δεν θα ορισθούν, διότι η καθ’ ης η ανακοπή, κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης προτάσεις απευθυνόμενες μόνο έναντι της καλούσας – ανακόπτουσας επί της πρώτης συνεκδικαζόμενης (με αριθμ. κατάθεσης …) ανακοπής, επομένως δε διαλαμβάνει αίτημα καταβολής δικαστικών εξόδων έναντι της ως άνω ανακόπτουσας, επί της δεύτερης συνεκδικαζόμενης αγωγής, ούτε τέτοιο αίτημα διέλαβε με σχετική δήλωσή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη συζήτηση τη υπόθεσης, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου. Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η καθ’ ης η ανακοπή παρίσταται νομίμως για τη συζήτηση αυτής, παρότι δεν έχει καταθέσει προτάσεις αναφορικά με την εν λόγω ανακοπή (το κατατιθέμενο επί της έδρας δικόγραφο των προτάσεών της στρέφεται μόνο κατά της καλούσας – ανακόπτουσας επί της πρώτης αγωγής), διότι παρέστη κατά τη συζήτηση της ανακοπής δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της,  χωρίς να είναι υποχρεωτική η από μέρους της κατάθεση προτάσεων, μετά την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, κατά τη σαφή διατύπωση της παρ.1 του άρθρου 649 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας (αρθρ. 272, 591 παρ.1 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, όσον αφορά στην πρώτη, από 14.10.2013, με αριθμό κατάθεσης … ανακοπή, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 632§1 ΚΠολΔ, καθόσον η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε το πρώτον στον εκεί ανακόπτοντα στις 24.9.2013 (βλ σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή Σ. Γ. επί του κοινοποιηθέντος αντιγράφου εξ απογράφου της πληττόμενης διαταγής πληρωμής, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Ι.  Μ. Σ. Π.). Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της (αρθρ. 633 παρ.1 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του ν. 5960/1933 «περί επιταγής» τα πρόσωπα που ενάγονται από επιταγή δεν μπορούν να προτείνουν κατά του νόμιμου κομιστή της επιταγής ενστάσεις που στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις αυτών με τον εκδότη ή προηγούμενους κομιστές, εκτός εάν ο κομιστής ενήργησε κατά την κτήση της επιταγής «εν γνώσει» προς βλάβη του οφειλέτη. Η διάταξη αυτή καταλαμβάνει τις ουσιαστικές ενστάσεις και η αρχή του απροβλήτου αυτών στοχεύει στην εδραίωση της πίστης των πιστωτικών τίτλων και στην ανάπτυξη της κυκλοφορίας τους, η αρχή όμως αυτή κάμπτεται, μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίον μεταβιβάσθηκε με οπισθογράφηση η επιταγή διατελούσε κατά τον χρόνο της οπισθογράφησης σε κακή πίστη και με την αποδοχή της προς αυτόν μεταβίβασης της επιταγής ενεργούσε προς βλάβη του οφειλέτη. Τέτοια ενέργεια υπάρχει όταν αυτός γνωρίζει κατά την απόκτηση του τίτλου ότι με τη μεταβίβαση αυτή μπορεί να ματαιωθεί η προβολή των ανωτέρω ενστάσεων και ότι έτσι επιτυγχάνεται η πληρωμή του τίτλου, η οποία χωρίς την ανωτέρω μεταβίβαση δεν θα πραγματοποιούνταν. Σε περίπτωση που εκείνος σε βάρος του οποίου εκδόθηκε διαταγή πληρωμής βάσει της επιταγής, στην πληρωμή της οποίας ενέχεται, ασκήσει ανακοπή, πρέπει να εκθέτει στο σχετικό δικόγραφο, αλλά και να αποδεικνύει τα άνω περιστατικά, διότι η καλή πίστη τεκμαίρεται πάντοτε (ΑΠ 298/2010 ΕλΔνη 53, σ.87). Δηλαδή, ο εναγόμενος οφειλέτης της επιταγής, πλην των πραγματικών γεγονότων που απαρτίζουν την ιστορική βάση της σχετικής ένστασης πρέπει στην ανακοπή του (ή ανάλογα στις προτάσεις του) να περιλαμβάνει και τον ισχυρισμό της εκ μέρους του αποκτώντος τον τίτλο, κατά το χρόνο της κτήσης του τίτλου, γνώσης της (ένστασης) και επιπλέον το γεγονός ότι αυτός είχε συνείδηση ότι με την εκ μέρους του απόκτηση του τίτλου ήταν ενδεχόμενο να βλαβεί ο οφειλέτης. Επίσης ένσταση η οποία στηρίζεται στις προσωπικές σχέσεις του ανακόπτοντος με τους λοιπούς κομιστές της επιταγής, που μπορεί να προβληθεί μόνο με τους ως άνω όρους, αποτελεί ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρξε κάποια έννομη σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της τραπεζικής επιταγής, η οποία να δικαιολογεί την έκδοση αυτής, αλλά ο σκοπός, στον οποίο αυτοί απέβλεψαν, ήταν η απόκτηση πίστωσης έναντι τρίτων προσώπων. Συγκεκριμένα, υπό την έννοια αυτή υπάρχει έκδοση επιταγής «ευκολίας», δηλαδή χωρίς την ύπαρξη ορισμένης έννομης σχέσης ή οικονομικού αντισταθμίσματος, αλλά απλώς και μόνο για την εξυπηρέτηση κάποιου (του λήπτη της επιταγής ή και του πρώτου κομιστή αυτής κατά περίπτωση), προκειμένου να εμφανισθεί αυτός ως φερέγγυος για να λάβει το ποσό της επιταγής από τρίτον. Έτσι, αυτός που δέχεται επιταγή εν γνώσει του ότι είναι επιταγή «ευκολίας», παρέχει το δικαίωμα στον εκδότη να προβάλει ότι ο κομιστής, με τη συμπεριφορά του αυτή, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο και ως προς την αξιούμενη ζημιά και ως προς τη ζημιογόνο πράξη, βρίσκεται σε κακή πίστη, επιδιώκοντας την πληρωμή του ποσού της επιταγής, αφού είχε αποδεχθεί τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοση της ως άνω επιταγής (ΕφΔωδ (Μον)19/2016, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί εκτενείς αναφορές σε νομολογία). Η γνώση του κομιστή είναι απαραίτητο να υφίσταται κατά το χρόνο της οπισθογράφησης σε αυτόν της επιταγής και δεν ασκεί επίδραση η μεταγενέστερη γνώση. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1251 του ΑΚ, που προβλέπει την ενεχύραση τίτλου σε διαταγή, και 38 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει κατά το άρθρο 41 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι, μεταξύ των τίτλων σε διαταγή, που ενεχυράζονται με οπισθογράφηση, χωρίς άλλη διατύπωση, κατά την παραπάνω διάταξη του άρθρου 1251 ΑΚ, είναι και η επιταγή. Η μη αναζήτηση τιμολογίων από την πλευρά της τράπεζας ή οποιουδήποτε άλλου κομιστή της επιταγής κατά την ενεχύραση των τίτλων δεν οδηγεί, άνευ ετέρου, στην επιβεβαίωση και κατάφαση γνώσης, όπως αυτή απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 22 του νόμου 5960/1933, για την ύπαρξη οποιασδήποτε προσωπικής ένστασης, την οποία είναι δυνατό να διατηρεί βάσιμα ο εκδότης της επιταγής σε βάρος του λήπτη αυτής. Η γνώση θα πρέπει να επιβεβαιώνεται θετικά και να προκύπτει από συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και να μη συνάγεται απλώς συμπερασματικά, αφού η καλή πίστη του κομιστή της επιταγής τεκμαίρεται και κατά συνέπεια δεν είναι αρκετή η επισήμανση της παράλειψης της τράπεζας να προβεί στην αναζήτηση τιμολογίων ή άλλων εγγράφων, που να πιστοποιούν την υποκείμενη αιτία, για την κατάφαση γνώσης της για οποιαδήποτε προσωπική ένσταση (καταπιστευτική επιταγή, επιταγή “ευκολίας”, εικονικότητα, τοκογλυφία κ.λπ.), αφού η παράλειψη αυτή είναι δυνατό να οφείλεται όχι μόνο σε δόλο, αλλά και σε αμέλεια ακόμη, η οποία, υπό την εκδοχή αυτή, αναβαθμίζεται ανεπίτρεπτα σε μέγεθος ισοδύναμο προς εκείνο του δόλου και πέραν αυτού, η αξίωση απέναντι στην τράπεζα ή οποιονδήποτε άλλον κομιστή της επιταγής, για την προσκόμιση σε αυτούς τιμολογίων, που να πιστοποιούν προηγούμενες συναλλακτικές σχέσεις των ενεχόμενων από την επιταγή προσώπων μεταξύ τους (εκδότη και λήπτη, λήπτη και πρώτου οπισθογράφου, πρώτου και δεύτερου οπισθογράφου, δεύτερου και τρίτου οπισθογράφου κ.ο.κ., μέχρι τον τελευταίο κομιστή), στο πλαίσιο των οποίων έχει λάβει χώρα η έκδοση ή καθεμία από τις οπισθογραφήσεις της επιταγής, δεν επιβάλλεται από καμία διάταξη νόμου, ούτε και συνιστά στοιχείο της επιμέλειας, που απαιτείται στις συναλλαγές, κατά τον κανόνα του άρθρου 330 εδ. β του ΑΚ, και άρα η μη ανταπόκριση της τράπεζας, ως τελευταίας κομίστριας της επιταγής, στο μέτρο αυτό της μη αναγκαίας επιμέλειας δεν καθιστά καταχρηστική, υπό την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ, την άσκηση της αξίωσης του ουσιαστικού δικαίου από το αξιόγραφο, με την εμφάνισή του για πληρωμή, τη βεβαίωση για τη μη πληρωμή κ.λπ., από τη δικαιούχο της αξίωσης αυτής τελευταία κομίστρια της επιταγής. Εξάλλου, οποιαδήποτε εγκύκλιος ή τραπεζική πρακτική έχουν σχέση αποκλειστικά και μόνο με την εσωτερική λειτουργία των καταστημάτων των τραπεζών, αφορούν την έκδοση διαταγών, οδηγιών ή και κατευθύνσεων για τη ρύθμιση θεμάτων εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας της υπηρεσίας τους και δεν έχουν ισχύ νόμου, με αποτέλεσμα να μην γεννώνται δικαιώματα και υποχρεώσεις από αυτές. Επιπροσθέτως, οι εσωτερικές σχέσεις και ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ του εκδότη και της λήπτριας της επιταγής σχετικά με το αξιόγραφο και την άσκηση των αξιώσεων από αυτό πρέπει να αποδεικνύονται από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία ότι εμπίπτουν στο πεδίο της γνώσης της τράπεζας ή άλλης τελευταίας κομίστριας, δεδομένου ότι τούτο προϋποθέτει ότι η αμέσως με αυτή συναλλασσόμενη, λήπτρια της επιταγής, θα αποκάλυπτε σε αυτή τις εν λόγω συμφωνίες, κάτι που πρέπει να αποδεικνύεται ότι συνέβη. Η υιοθέτηση αντίθετης άποψης θα οδηγούσε στην πλήρη ανατροπή της αρχής του αναιτιώδους χαρακτήρα της ενοχής από την επιταγή και θα καθιστούσε την αιτία (causa) τόσο της έκδοσης αυτής, όσο και των οπισθογραφήσεών της, εν τοις πράγμασι, σε στοιχείο του αξιόγραφου, κάτι που θα οδηγούσε στην αντιστροφή του συστήματος, που καθιερώνεται με το νόμο 5960/1933, δεδομένου ότι από τις διατάξεις του νόμου αυτού συνάγεται ότι η ενοχή από την επιταγή είναι αναιτιώδης, ότι η αιτία έκδοσης και οπισθογράφησής της δεν αποτελεί στοιχείο της επιταγής και ότι αποκαλύπτεται η αιτία μόνο με την προβολή σχετικής ένστασης ότι η αιτία εξέλιπε (έληξε ή δεν επακολούθησε), ότι ήταν εξαρχής ανύπαρκτη, παράνομη, ανήθικη, ελαττωματική κ.λπ., από τον οφειλέτη, που καλείται για την πληρωμή της, είτε με την άσκηση αγωγής εναντίον του, είτε με την έκδοση σε βάρος του διαταγής πληρωμής (ΑΠ 353/2015 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 175/2016, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, καθώς και ΕφΔωδ 6/2016, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ 301/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο ανακόπτων, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής του, ισχυρίζεται ότι ακύρως εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, καθ’ όσον η υποκείμενη αιτία έκδοσης αυτής, με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ήταν ανύπαρκτη και δεν αντιστοιχούσε σε οποιαδήποτε πραγματική συναλλαγή μεταξύ αυτού και της λήπτριας της επιταγής εταιρείας με την επωνυμία …, η οποία ενεχυρίασε την επιταγή αυτή στην καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία, ότι δηλαδή αυτή εκδόθηκε χάριν ευκολίας, λόγω της γνωριμίας του ανακόπτοντα με το νόμιμο εκπρόσωπο της ως άνω εταιρείας, Δ. Μ. Τ., με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση πίστωσης της εταιρείας αυτής έναντι της καθ’ ης τράπεζας, με την οποίαν η εν λόγω (λήπτρια) εταιρεία είχε συνάψει σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, γεγονός το οποίο γνώριζε η καθ’ ης κατά την κτήση της, πλην όμως, παρά ταύτα, ενήργησε με σκοπό βλάβης του. Ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής τυγχάνει επαρκώς ορισμένος και νόμιμος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 22 του ν. 5960/1993 και 904 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της καθ’ ης η ανακοπή, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των προσκομιζομένων με επίκληση εγγράφων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Ο ανακόπτων εξέδωσε στον Πειραιά, την 31.7.2013, τη με αριθμό … μεταχρονολογημένη επιταγή, ποσού 50.000 Ευρώ, πληρωτέα στην Τράπεζα Alpha Bank, εις διαταγήν της εταιρείας «… η οποία, ακολούθως μεταβίβασε την εν λόγω επιταγή στην καθ’ ης, ως «αξία ληφθείσα για ενέχυρο». Η καθ’ ης εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα την επιταγή προς πληρωμή, στις 31.7.2013, στην πληρώτρια Τράπεζα, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ανάκλησης της επιταγής με επαρκές υπόλοιπο, όπως δύναται να συναχθεί από την από 8.8.2013 βεβαίωση της καθ’ης (ναυτιλιακό υποκατάστημα), έπειτα από ρητή εξουσιοδότηση της τράπεζας στην οποίαν τηρείται ο λογαριασμός του εκδότη.  Η καθ’ ης η ανακοπή, ως νόμιμη κομίστρια της επιταγής, ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η «… ήταν διαχειρίστρια του πλοίου … πλοιοκτησίας της εταιρείας … , ανήκουσα στον ίδιο όμιλο εταιρειών με την τελευταία, συμφερόντων του Δ. Τ. (ορ. κατάθεση μάρτυρα καθ’ης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την καθ’ης η ανακοπή ιστοσελίδες της … ενώ και ο ανακόπτων στην υπό κρίση ανακοπή, συνομολογεί ότι οι δύο ως άνω εταιρείες είναι συμφερόντων του ανωτέρω προσώπου, ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα της ναυτιλίας, ορ. σελ.7 και 8 της ανακοπής). Η καθ’ης η ανακοπή Τραπεζική εταιρεία, είχε συνάψει με την ως άνω πλοιοκτήτρια εταιρεία δύο συμβάσεις δανείου, σε εκτέλεση των οποίων είχε παραδώσει σε αυτήν χρηματικό ποσό, συνολικού ύψους 3.500.000 Ευρώ περίπου και είχε συμφωνήσει ώστε μέρος των ναύλων από την εκμετάλλευση του πλοίου να εκχωρηθεί σε αυτήν, σε εξόφληση του δανείου αυτού (ορ. κατάθεση μάρτυρος καθ’ης η ανακοπή στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου). Την 23.3.2012, η ως άνω πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, είχε καταρτίσει με το μεταφορικό συνεταιρισμό … σύμβαση ναύλωσης (bareboat charterparty), από την οποίαν αναμένετο συνεχής ροή εσόδων μέχρι και την 31.12.2013 [βλ. κατάθεση μάρτυρος καθ’ ης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε συνδυασμό με προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την καθ’ης, στην αγγλική γλώσσα, …, το οποίο παραδεκτά λαμβάνεται υπόψιν, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (πρβλ. ΕφΠειρ 242/2012, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2012, σ.322) και το από 29.11.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της … και της … όπου γίνεται αναφορά στην εν λόγω σύμβαση ναύλωσης και ρυθμίζονται από τα μέρη οι συνέπειες της πλημμελούς εκτέλεσης αυτής, συμφωνείται, δε, περαιτέρω, η μεταβίβαση του πλοίου στην … αντί τιμήματος 3.400.000 Ευρώ, εκ του οποίου ποσό 1.180.000 Ευρώ είχε ήδη καταβληθεί κατά τη διάρκεια της ναύλωσης]. Περαιτέρω, πριν από τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης ναύλωσης, οι εκπρόσωποι της εν λόγω πλοιοκτήτριας και διαχειρίστριας του ως άνω πλοίου και της … μετέβησαν στο ναυτιλιακό υποκατάστημα της καθ’ ης Τράπεζας, στον Πειραιά, ώστε να λάβουν την έγκριση της δανείστριας Τράπεζας για την επικείμενη ναύλωση του πλοίου. Κατά τη συνάντηση αυτή, ο εδώ ανακόπτων, εκδότης της επίδικης επιταγής, συστήθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της καθ’ ης ως μέρος της επικείμενης συμφωνίας ναύλωσης, έχων μεσολαβήσει, ώστε τα δύο συμβαλλόμενα μέρη να έρθουν σε συμφωνία, αλλά και ως χρηματοδότης της … ο οποίος θα κάλυπτε, εξ’ ιδίων χρημάτων, μέρος των οφειλομένων από την … ναύλων, οι οποίοι θα εκχωρούνταν στην πιστώτρια Τράπεζα, σε εξόφληση του οφειλομένου από την πλοιοκτήτρια δανείου. Προς τούτο, εξέδωσε αυτός αρχικά τη με αριθμό 4524562-0 επιταγή, με ημερομηνία λήξεως 15.6.2012, ποσού 100.000 Ευρώ (ορ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζα, με αριθμό 1227750/25.5.2012 πινάκιο ενεχύρασης αυτής, που αφορά την εταιρεία «… ΛΑΪΝΣ Ν.Ε.»), ως προκαταβολή ναύλου, μέρος της οποίας, ύψους 50.000 Ευρώ καταβλήθηκε κατά τον Ιούλιο του έτους 2012 από τον ανακόπτοντα, για το υπόλοιπο, δε, ποσό των 50.000 Ευρώ, εξέδωσε ο τελευταίος νέα επιταγή, ύψους 50.000 Ευρώ, σε αντικατάσταση της προηγούμενης, ήτοι τη με αριθμό 45242565-4 μεταχρονολογημένη επιταγή, πληρωτέα από την τράπεζα ALPHA BANK, ποσού 50.000 Ευρώ, εκδόσεως 20.7.2012, εις διαταγήν της ως άνω εταιρίας, την οποίαν η τελευταία αυθημερόν μεταβίβασε στην καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα, ως αξία ληφθείσα για ενέχυρο. Ωστόσο, το συμφωνηθέν ποσό των ναύλων (που αντιστοιχούσε σε αντίστοιχο μέρος του δανείου που είχε λάβει η εν λόγω εταιρεία από την καθ’ης τράπεζα) δεν καταβλήθηκε από τον ανακόπτοντα κατά την ως άνω ημερομηνία και, ως εκ τούτου, παρασχέθηκε από τους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας χρονική παράταση προς εξόφληση του εν λόγω ποσού, μέσω της αντικατάστασης της ως άνω επιταγής με νέα, ισόποση, επιταγή, με αριθμό 50693636-8, πληρωτέα από την ανωτέρω τράπεζα, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης 30.9.2012, εις διαταγήν της ως άνω εταιρείας, η οποία ομοίως οπισθογραφήθηκε στην τράπεζα ως αξία λόγω ενεχύρου. Αντίστοιχα, νέα παράταση χορηγήθηκε κατά τη λήξη και αυτής της επιταγής, με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί τούτη από τη με αριθμό … επιταγή, ποσού 50.000 Ευρώ, πληρωτέα από την εν λόγω τράπεζα, με ημερομηνία έκδοσης 31.1.2013, η οποία οπισθογραφήθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή ως αξία λόγω ενεχύρου και, τέλος, ενόψει του ότι το οφειλόμενο ως άνω ποσό του δανείου δεν πληρώθηκε ούτε κατά την ως άνω ημερομηνία, χορηγήθηκε από την καθ’ ης τράπεζα η τελευταία παράταση καταβολής του, δια της αντικατάστασης της ως άνω επιταγής με την επίδικη, της οποίας η αρχική ημερομηνία έκδοσης ήταν 1.7.2013, η οποία τροποποιήθηκε σε 31.7.2013 (ορ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενε από τον ανακόπτοντα σώματα των αντικατασταθεισών επιταγών). Ωστόσο, το τελευταίο αίτημα παράτασης της πληρωμής δεν έγινε δεκτό (σημειώνεται ότι, το εν λόγω πλοίο υπέστη βλάβη την 23.9.2012, ως δύναται να συναχθεί από το από 29.11.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της … και της … και, συνακόλουθα, σταμάτησε να κάνει αυτό δρομολόγια και να εξυπηρετείται το δάνειο, ορ. κατάθεση μάρτυρος καθ’ης η ανακοπή, σελ.12 πρακτικών), με αποτέλεσμα να εμφανίσει η πιστώτρια τράπεζα την επίδικη επιταγή προς πληρωμή και να επέλθει σφράγιση αυτής, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Τα ανωτέρω, αναφορικά με την αιτία έκδοσης της επίδικης επιταγής, αποδεικνύονται από την κατάθεση της μάρτυρος της καθ’ ης, Θ.   Α., στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία, ως υπεύθυνη της καθ’ ης τράπεζας, στον τομέα χρηματοδοτήσεων των ναυτιλιακών εταιρειών, κατέθεσε, μετά λόγου γνώσεως περί των ανωτέρω, ήτοι ότι ο ανακόπτων είχε μεταβεί στην Τράπεζα, πολλές φορές, με την προαναφερόμενη ιδιότητα (ορ. ειδικότερα, σελ.11 πρακτικών, όπου αναφέρει για τον ανακόπτοντα «είχε φέρει σε επαφή τα δυο μέρη τον κύριο Τ. με την … και ήταν αυτός μέρος της συμφωνίας για να γίνει η ναύλωση του πλοίου. Έγινε κάποια ναύλωση», καθώς  και σελ. 17 πρακτικών όπου η μάρτυρας αναφέρει «ναι αλλά μέρος της προκαταβολής αυτής χρηματοδότησε  Ξ. στην …»), ότι η αιτία έκδοσης της επίμαχης επιταγής ήταν «προκαταβολή ναύλου» και ότι «ήταν κάποια επιταγή η οποία είχε λόγο ύπαρξης» (ορ. σελ. 11 και 12 πρακτικών, όπου η μάρτυρας αναλύει την αιτία έκδοσης της επιταγής και σελ.13 πρακτικών), καθώς και ότι η τράπεζα παρείχε στη λήπτρια διαδοχικές παρατάσεις εξόφλησης των οφειλών της από το δάνειο, με αντίστοιχη δυνατότητα αντικατάστασης των επιταγών εκδόσεως του ανακόπτοντα (ορ. σελ. 12 πρακτικών όπου αναφέρει «… Τον Ιούλιο του ίδιου έτους αντί για 100.000 πληρώθηκαν 50.000 από τον κύριο … και η … η ναυλώτρια μας έκανε ένα αίτημα που έλεγε ότι παρακαλούμε πάρτε 50.000 και δεχτείτε μια επιταγή αντικατάστασης 50.000 που είναι αυτή για την οποία εκδικάζεται η οποία πήγε για αργότερα, πήρε μια παράταση πληρωμής. Στην συνέχεια υπήρχαν διάφορα αιτήματα παράτασης της πληρωμής που τα κάναμε δεκτά μέχρι που φτάσαμε σε σημείο, είχε περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος από την αρχική έκδοση που δεν μπορούσαμε πλέον να το πάμε παραπέρα. Οπότε κάναμε την κατάπτωση»). Εξάλλου, η ίδια μάρτυρας κατέθεσε με σαφήνεια περί της σύμβασης δανείου που συνέδεε την πλοιοκτήτρια και τη λήπτρια της επιταγής και την Τράπεζα (ορ. ειδικότερα, σελ. 16 πρακτικών όπου η μάρτυρας καταθέτει … είχε δάνειο. Δεν είχε πίστωση λογαριασμού. Είχε δάνειο, δεν είχαμε ότι χρηματοδοτούμε αν μου φέρεις εξασφαλίσεις. Είχαμε δώσει τα χρήματα από την αρχή, εξασφάλιση ήταν το πλοίο»), απορριπτομένου του ισχυρισμού του ανακόπτοντα ότι η έκδοση της επιταγής ήταν αναγκαία για τη λήψη πίστωσης από μέρους της λήπτριας, στα πλαίσια σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο λογαριασμό), προς εξασφάλιστη του πιστοληπτικού ορίου της πίστωσης της λήπτριας εταιρείας (περί της σύναψης σύμβασης δανείου μεταξύ της … και της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας, ορ., επίσης, προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον ίδιο τον ανακόπτοντα, προτάσεις της εταιρείας …, ανακόπτουσας στη δεύτερη συνεκδικαζόμενη αγωγή, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 490/2014 απόφαση του δικαστηρίου τούτου). Εξάλλου, και η έτερη μάρτυρας της ανακόπτουσας, Α. Κ., η οποία εξετάσθηκε κατά την αρχική συζήτηση της υπό κρίση ανακοπής (ορ. πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου, υπ’ αριθμ. 490/2014) προϊσταμένη του αρμόδιου τομέα της καθ’ ης τράπεζας, κατά τον ως άνω χρόνο επιβεβαίωσε ότι η επίδικη επιταγή (όπως και οι επιταγές σε αντικατάσταση των οποίων εκδόθηκε αυτή) δεν ήταν ευκολίας και αφορούσαν υπαρκτή συναλλαγή, συνδεόμενη με τη ναύλωση του ως άνω πλοίου, ότι η τράπεζα είχε απόλυτη γνώση της συναλλαγής και ότι έγινε εξαιρετικός έλεγχος πριν τη λήψη της επιταγής από την τράπεζα ως ενέχυρο. Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι την κατάρτιση ιδιωτικού συμφωνητικού δανείου του εδώ ανακόπτοντα με την εταιρεία … επιβεβαιώνει ο ίδιος ο ανακόπτων (ορ. σχετικές αναφορές στις προτάσεις του, καθώς και προσκομιζόμενο από τον ίδιο, από 26.3.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό δανείου), ισχυριζόμενος περαιτέρω ότι αν είχε πρόθεση δανειοδότησης της εν λόγω εταιρείας με το επιπλέον ποσό των 50.000 Ευρώ, θα συνήπτε πρόσθετη σύμβαση δανείου, πλην όμως, τούτο αλυσιτελώς προβάλλεται από τον ίδιο, αφού η χρηματοδότηση της εν λόγω εταιρείας θα μπορούσε να λάβει χώρα με πολλούς, προβλεπόμενους στις συναλλαγές, τρόπους, μεταξύ των οποίων και η έκδοση της υπό κρίση επιταγής, εις διαταγήν της …, ήτοι εταιρείας συνεργαζόμενης και ιδίων συμφερόντων με αυτά της εταιρεία …….., αντισυμβαλλομένης της … στη σύμβαση ναύλωσης. Εξάλλου, ο ανακόπτων (ο οποίος, σημειωτέον, δεν εξέτασε μάρτυρα ούτε κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε κατά την αρχική συζήτηση, μετά την οποία παραπέμφθηκε η υπό κρίση υπόθεση στο ναυτικό τμήμα του Δικαστηρίου τούτου) δεν απέδειξε ότι είχε με κάποιον τρόπο γνωστοποιήσει στους αρμοδίους υπαλλήλους της Τράπεζας ότι η επίδικη επιταγή ήταν επιταγή «ευκολίας» και δεν είχε αιτία έκδοσης, ούτε άλλωστε επικαλείται κάποιο έγγραφο από τον οποίο να προκύπτει τούτο, επιπρόσθετα, δε, η γνώση των αρμοδίων υπαλλήλων της τράπεζας περί της επικαλούμενης αιτίας έκδοσης της επιταγής. Εξάλλου, η γνώση της τράπεζα, κατά το χρόνο λήψης της επιταγής, περί της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης  της λήπτριας της επιταγής, δε συνεπάγεται και γνώση της για την αιτία έκδοση της επιταγής. Ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε, ότι κατά την κτήση της  επιταγής οι υπάλληλοι της Τράπεζας παραβίασαν τις διατάξεις τραπεζικών εγκυκλίων, αναφορικά με τον τρόπο ενεχύρασης μεταχρονολογημένων επιταγών. Αντιθέτως, η μάρτυρας της καθ’ ης, κατά την κατάθεσή της επιβεβαίωσε ότι  οι υπάλληλοι της Τράπεζας εξέτασαν την αιτία έκδοσης της επιταγής. Σε κάθε περίπτωση, η μεταβίβαση της ως άνω μεταχρονολογημένης επιταγής δεν επέβαλε εκ του νόμου υποχρέωση στην καθ’ ης τράπεζα να ζητήσει παραστατικά στοιχεία περί της αιτίας έκδοσης της επιταγής και η σχετική παράλειψη, ακόμη και αν είχε λάβει αυτή χώρα, δεν την καθιστά κακής πίστεως κομίστρια. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η καθ’ης Τράπεζα ήταν κακόπιστη κομίστρια της ένδικης επιταγής και ότι γνώριζε την ύπαρξη ενστάσεων του εκδότη ανακόπτοντα κατά το χρόνο κτήσης της επιταγής, δηλαδή κατά το χρόνο κατά τον οποίον κρίνεται η ύπαρξη ή μη καλής πίστης κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η ανάκληση της ένδικης επιταγής, εφόσον έγινε εντός της προθεσμίας εμφάνισής της προς πληρωμή, είναι, κατά το άρθρο 32 του Ν. 5960/1933, ανίσχυρη και ισοδυναμεί με έκδοση ακάλυπτης επιταγής, διότι με μη πληρωμή, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα εν γνώσει του εκδότη, ισοδυναμεί και η μη πληρωμή ύστερα από εντολή του εκδότη στην πληρώτρια τράπεζα να μην πληρώσει την επιταγή από διαθέσιμα σε αυτήν κεφάλαιά του και η συμμόρφωση της τράπεζας προς την εντολή αυτή, αφού έτσι τα κεφάλαια αυτά μεταβάλλονται σε μη διαθέσιμα, η δε γνώση του περιστατικού αυτού από τον εκδότη που έδωσε τη σχετική εντολή είναι αυτόδηλη (βλ. ΕφΠειρ 175/2016, ο.π., με εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί ο εξεταζόμενος λόγος, όπως και η κρινόμενη ανακοπή στο σύνολό της και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής (αρθρ. 633 παρ.1 ΚΠολΔ). Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων στην παρούσα υπόθεση πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 εδ. β΄ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 14.10.2013, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … ανακοπή και την από 15.10.2013, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … ανακοπές, τη μεν πρώτη εξ αυτών κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, τη δε δεύτερη ερήμην της ανακόπτουσας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εκδίκαση των άνω ανακοπών κατά την προσήκουσα διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις ανακοπές.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων επί της πρώτης, με αριθμό κατάθεσης …, ανακοπής.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 27-10-2017.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ