ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 4875/2017
(Αριθ. καταθ. …)
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
————————————
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα, Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Μαΐου 2017, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Χ. … του Κ., κατοίκου Π. Φ. Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Μιχαήλ Ιωαννίδη.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στη Λ. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στον Π. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο και ήταν απούσες.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Π. την από 14.12.2011, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 89/2013 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 9.9.2014 έφεσή του (με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Π. … και γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης … ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου), η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 24.5.2016 και, μετά από αναβολή, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, προσβάλλει την απόφαση αυτή, ζητώντας την εξαφάνιση, άλλως τη μεταρρύθμισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντα ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθήνας, Ν. Π. και τη με αριθμό … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Μ., Π. Κ., που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει ότι η συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επισπεύδεται με επιμέλεια του τελευταίου. Προς τούτο, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 9.9.2014 (με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου) έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 24.5.2016, κατά την οποίαν η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στις εφεσίβλητες. Οι τελευταίες, όμως, δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην ως άνω δικάσιμο, κατά την οποίαν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς, πρέπει να δικασθούν ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει, σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι η αναβολή της συζήτησης και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση ως προς όλους τους διαδίκους (αρθρ. 524 παρ.1 226 παρ.4 εδ.δ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αρθρ. 270 παρ.1 τελ. εδάφιο και 271 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011).
Η έφεση του ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Π. με τον αριθμό 89/24.9.2013, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), την από 14.12.2011 με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του ενάγοντα, απευθυνόμενη Ενώπιόν του, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η οποία έλαβε χώρα, ως προς μεν την πρώτη εφεσίβλητη στις 17.7.2014, ως προς δε τη δεύτερη εφεσίβλητη, στις 30.7.2014 (ορ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον εκκαλούντα, με αριθμό … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Μ., Μ. και τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθήνας, Ν. Π.), καθόσον η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 10.9.2014 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 516, 518 παρ. 1, 520, 532, 591 παρ.1 και 147 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου κατάθεσης της ένδικης έφεσης, ήτοι πριν από την 1.1.2016, πρβλ. άρθρο ένατο παρ.2, Ν. 4335/2015). Είναι επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων (ήδη εκκαλών), με την από 14.12.2011 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Π., ισχυρίστηκε ότι, σε εκτέλεση σύμβασης ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε την 14.4.2010 στον Π., μεταξύ του ιδίου και της δεύτερης εναγομένης, υπό την ιδιότητά της ως εφοπλίστριας του υπό Ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου με το όνομα «… (αριθμ. νηολογίου β΄ κλάσεως Μυτιλήνης 36, κ.ο.χ. … και …), το οποίο ανήκει κατά κυριότητα στην πρώτη εναγομένη, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ανωτέρω πλοίο, στο Λιμάνι του Λαυρίου, με την ειδικότητα του ναυκλήρου, σύμφωνα με τις αποδοχές και τους όρους που προβλέπονται από τη Σ.Σ.Ν.Ε. πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προσέφερε, δε, την εργασία του στο ως άνω πλοίο, με την ως άνω ειδικότητα, μέχρι την 2.7.2010, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Μύρινας Λήμνου «λόγω μεταθέσεως». Ότι, ακολούθως, με νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε, υπό τους ίδιους ως άνω όρους, στο Λαύριο, την 20.8.2010, αυτός ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο, στο οποίο υπηρέτησε με την ως άνω ειδικότητα μέχρι την 15.11.2010, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Λαυρίου, «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Ότι, καθ’ όλο το διάστημα της εργασίας του, κατά το διάστημα των ναυτολογήσεών του στο ως άνω πλοίο, το οποίο εκτελούσε τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, εργαζόταν αυτός καθημερινά, κατ’ εντολή του Πλοιάρχου, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και Αργιών, επί 13 ώρες ημερησίως κατά τη θερινή περίοδο (μήνες Ιούνιο έως Σεπτέμβριο) και επί 12 ώρες ημερησίως κατά τη χειμερινή περίοδο (μήνες Απρίλιο μέχρι Μάιο και Οκτώβριο μέχρι Νοέμβριο). Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 8.411,75 Ευρώ, ως διαφορά υπερωριακής αμοιβής καθημερινών και Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, διαφορά επιδόματος άγονης γραμμής και διαφορά επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2010, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της απόλυσής του (15.11.2010), άλλως και επικουρικά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση του ποσού αυτού.
Για την αγωγή αυτή εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, η (εκκαλουμένη) με αριθμό 89/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Π., με την οποίαν έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες, η μεν πρώτη εξ αυτών μέχρι της αξίας του πλοίου, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 2.936,13 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως ειδικότερα αναφέρεται στην εκκαλουμένη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων – εκκαλών με την έφεσή του, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο δικόγραφο και που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του και να επιβληθούν εις βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων τα δικαστικά του έξοδα.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που ο παριστάμενος διάδικος (ενάγων, ήδη εκκαλών) νομίμως επικαλείται και προσκομίζει, ειδικότερα δε από την επανεκτίμηση της με αριθμό 971/5.7.2012 ένορκης βεβαίωσης του Πέτρου Παύλου Παντέλου, ενώπιον του Ειρηνοδίκου Π., η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία του εκκαλούντα– ενάγοντα, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εφεσιβλήτων – εναγομένων (βλ. τη με αριθμό 8.712/3.7.2012 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Μ., Άννας Μπούλα – Κουλουκάκη και τη με αριθμό 14.204/4.7.2012 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Π., Μαρίας Γ. Γιαννοπούλου, περί επίδοσης στους εφεσιβλήτους – εναγομένους της από 2.7.2012 κλήσης), καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που ο εν λόγω διάδικος νομίμως επικαλείται και προσκομίζει, τα οποία λαμβάνονται υπόψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε στον Π., στις 14.4.2010, μεταξύ του ενάγοντα και της δεύτερης εναγομένης, νομίμως εκπροσωπούμενης, με την ιδιότητα της εφοπλίστριας του υπό Ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου με το όνομα «…, αριθμ. νηολογίου β΄ κλάσεως Μυτιλήνης 36, κ.ο.χ. 5088,47, …, κυριότητας της πρώτης εναγομένης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του ναυκλήρου και προσέφερε την εργασία του σε αυτό, με την ως άνω ειδικότητα, σύμφωνα με τους όρους της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, μέχρι και την 2.7.2010, οπότε, οπότε απολύθηκε από τον πλοίαρχο στο λιμάνι της Μύρινας Λήμνου, «λόγω μεταθέσεως». Ακολούθως, δυνάμει νέας σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Π. στις 20.8.2010, μεταξύ του ενάγοντα και της ως άνω εναγομένης, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυτός στο ως άνω πλοίο, με την ως άνω ειδικότητα και προσέφερε την εργασία του στο πλοίο αυτό, σύμφωνα με τους όρους της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, μέχρι την 15.11.2010, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Λαυρίου, «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου (αναφορικά με τα ανωτέρω, βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα, αντίγραφο ναυτικού φυλλαδίου αυτού). Κατά το διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντα στο ως άνω πλοίο, αυτό, εκτελούσε καθημερινώς και σε εβδομαδιαία βάση, ακτοπλοϊκά δρομολόγια στις παρακάτω ακτοπλοϊκές δρομολογιακές γραμμές, ήτοι : α) Απέπλεε από το λιμάνι του Λαυρίου για Άγιο Ευστράτιο, Λήμνο και Καβάλα και στη συνέχεια αναχώρηση από Καβάλα για Λήμνο, Άγιο Ευστράτιο και τελικό κατάπλου στο λιμάνι του Λαυρίου. β) Επίσης, εκτελούσε εντός της εβδομάδας και το ακτοπλοϊκό δρομολόγιο Σάμος – Χίος – Μυτιλήνη – Λήμνος – Θεσσαλονίκη και επιστροφή και επαναπροσέγγιση αντίστοιχα από τα ανωτέρω λιμάνια. γ) Επίσης, εντός της εβδομάδας εκτελούσε την ακτοπλοϊκή γραμμή Καβάλα – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Σάμος και επιστροφή και επαναπροσέγγιση αντίστοιχα από τα ανωτέρω λιμάνια. δ) Τέλος, εκτελούσε το πλοίο εντός της εβδομάδος το δρομολόγιο Καβάλα – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Καρλόβασι – Άγιος Κήρυκος, επιστροφή και επαναπροσέγγιση αντίστοιχα από τα ανωτέρω λιμάνια. Κάθε δρομολόγιο του ως άνω πλοίου από το λιμάνι της αφετηρίας για να μεταβεί στα ανωτέρω λιμάνια και να επιστρέψει, διαρκούσε τουλάχιστον 12 ώρες. Κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο ως άνω πλοίο, ο ενάγων ήταν επιφορτισμένος με τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, ήτοι αυτά του ναυκλήρου. Ειδικότερα, ήταν ο υπαξιωματικός στην υπηρεσία καταστρώματος του πλοίου και άμεσος προϊστάμενος του κατώτερου προσωπικού, δηλαδή του υποναυκλήρου, των ναυτών και των ναυτόπαιδων. Ήταν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο των ανωτέρω αξιωματικών του πλοίου, δηλαδή του υπάρχου, του υποπλοιάρχου και του πλοιάρχου και τους βοηθούσε στη διατήρηση της τάξεως και της πειθαρχίας του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος, είχε την ευθύνη της εσωτερικής και εξωτερικής συντήρησης και καθαριότητας του καταστρώματος, ανέθετε στον κάθε ναυτικό από το κατώτερο πλήρωμα την ειδική εργασία με την οποίαν θα ήταν επιφορτισμένος και τους καθοδηγούσε και τους ήλεγχε κατά την εκτέλεση της εργασίας που τους είχε αναθέσει. Επίσης, στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν η επίβλεψη, συντήρηση και καλή λειτουργία των μηχανημάτων αγκυροβολίας, η επίβλεψη και συντήρηση του εξαρτισμού, των λέμβων και των εφολκίων και ρυμουλκίων, η φύλαξη και διάθεση των αναλώσιμων υλικών καταστρώματος και των σχετικών εργαλείων. Βοηθούσε τον πλοίαρχο κατά την άσκηση των αστυνομικών του καθηκόντων. Επίσης, εργαζόταν στο γκαράζ του πλοίου κατά τις εχμάσεις των οχημάτων σε κάθε λιμάνι που προσέγγιζε το πλοίο, έχοντας υπό τις διαταγές του τους ναύτες, ενώ πριν την έχμαση των οχημάτων εργαζόταν στο λύσιμο και δέσιμο του πλοίου κατά τη διάρκεια του απόπλου και κατάπλου. Επίσης, μετά το τέλος κάθε δρομολογίου, εργαζόταν αυτός, μαζί με το λοιπό προσωπικό καταστρώματος, στο πλύσιμο και την καθαριότητα του γκαράζ και των καταστρωμάτων, προκειμένου να είναι το πλοίο έτοιμο για το επόμενο δρομολόγιο. Τα ανωτέρω, αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντα, αποδεικνύονται από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, Π. Π., στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του, ο οποίος, ως συνάδελφος του ενάγοντα στα πλοία του ομίλου εταιρειών των εναγομένων, καταθέτει μετά λόγου γνώσεως περί των συνθηκών εργασίας στα ως άνω πλοία, που εκτελούσαν τα προαναφερόμενα δρομολόγια. Ενόψει των ανωτέρω, από τη σαφή περί τούτου κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, σε συνδυασμό με α) τις επικρατούσες συνθήκες και περιστάσεις, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του ως άνω πλοίου, με την ως άνω ειδικότητα, όπως αυτές περιγράφηκαν ανωτέρω, β) τη χρονική περίοδο ναυτολόγησης του ενάγοντα, γ) τη φύσης και το αντικείμενο της απασχόλησής του, ως ναυκλήρου, δ) το μέγεθος του πλοίου και ε) τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 336 παρ.4 ΚΠοΔ), το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, απασχολήθηκε κατά μέσον όρο, α) επί 13 ώρες ημερησίως κατά τη θερινή περίοδο (μήνες Ιούνιο έως Σεπτέμβριο) και β) επί 12 ώρες ημερησίως κατά τη χειμερινή περίοδο (μήνες Απρίλιο έως και Μάιο και Οκτώβριο έως Νοέμβριο), κατά τις καθημερινές και Κυριακές, Σάββατα και αργίες των εν λόγω διαστημάτων.
Σε συνέχεια των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων εκ της εργασίας του στο ως άνω πλοίο με την ως άνω ειδικότητα, διατηρεί κατά της εναγομένης τις ακόλουθες αξιώσεις, για τα επίδικα χρονικά διαστήματα, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 6, 11, 13, 18 της εφαρμοζόμενης στην ένδικη υπόθεση από 14.5.2007 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων που κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.5/01/2009 (ΦΕΚ Β’ 1928/8-9-2009) απόφαση του Υ.Ε.Ν., ως ακολούθως : Α) Υπερωριακή αμοιβή καθημερινών και Κυριακών. (1) Χειμερινή περίοδος, από 14.4.2010 έως 30.5.2010 και από 1.10.2010 έως 15.11.2010, ήτοι για 63 καθημερινές, το ποσό των (4 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 8,90 Ευρώ Χ 63 ημέρες =) 2.242,80 Ευρώ και για εργασία 14 Κυριακές, το ποσό των (4 ώρες υπερωρίας Χ 8,90 Ευρώ Χ 14 Κυριακές =) 498,40 Ευρώ, ήτοι συνολικά 2.741,20 Ευρώ. (2) Θερινή περίοδος, από 1.6.2010 έως 2.7.2010 και από 20.8.2010 έως 30.9.2010, ήτοι για 53 (σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής) καθημερινές, το ποσό των (5 ώρες υπερωρίας Χ 8,90 Ευρώ Χ 53 ημέρες =) 2.358,50 Ευρώ και για 10 Κυριακές, το ποσό των (10 Χ 5 ώρες Χ 8,90 ευρώ =) 445 Ευρώ, ήτοι συνολικά 2.803,50 Ευρώ. Επομένως, συνολικά για την αιτία αυτήν, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 5.544,70 Ευρώ. Β) Υπερωριακή αμοιβή Σαββάτων και αργιών. (1) Χειμερινή περίοδος, από 14.4.2010 έως 30.5.2010 και από 1.10.2010 έως 15.11.2010, ήτοι για 14 Σάββατα και 3 αργίες, το ποσό των (12 ώρες ημερησίως Χ 10,68 Ευρώ Χ 17 ημέρες =) 2.178,72 Ευρώ. (2) Θερινή περίοδος, από 1.6.2010 έως 2.7.2010 και από 20.8.2010 έως 30.9.2010, ήτοι για 11 ημέρες, το ποσό των (13 ώρες υπερωρίας Χ 10,68 Ευρώ Χ 11 ημέρες =) 1.527,24 Ευρώ. Επομένως, συνολικά για την ως άνω αιτία, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 3.705,96 Ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε αυτός το ποσό των 2.380,50 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 1.325,46 Ευρώ.
Περαιτέρω, αναφορικά με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίον ο ενάγων παραπονείται για το ότι η εκκαλουμένη έκανε δεκτή την ένσταση εξόφλησης που προέβαλαν οι εναγόμενοι ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ενόψει του ότι είχε συμφωνηθεί ο ενάγων να λαμβάνει πάγιες υπερωρίες καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, υπό τα ειδικότερα εκεί αναφερόμενα), λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη υπό τίνος εκ των δεσμευομένων υπό συλλογικής συμβάσεως, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη συλλογική σύμβαση όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντιθέτων συμφωνιών. Όροι, όμως, ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκώτεροι δια τον μισθωτόν από τους διαλαμβανόμενους σε συλλογική σύμβαση εργασίας είναι επικρατέστεροι. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και συμπεριλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων αποδοχές, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις υφιστάμενες κατά τον χρόνο της σύναψης της ατομικής συμβάσεως αλλά και διά τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της συμβάσεως, στην οποία με τον ίδιο όρο διελήφθη πρόβλεψη για καταλογισμό στις συμφωνηθείσες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές εκείνων οι οποίες θα θεσπισθούν τυχόν στο μέλλον, από της καθιερώσεως των οποίων ενεργοποιείται η αιτία για την οποίαν κατεβλήθησαν οι υπέρτερες, δηλαδή η κάλυψή τους συμψηφιστικά. Το ίδιο ισχύει και για τις αξιώσεις από τη ναυτική εργασία, οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσόν της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη εργασία, γιατί η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ΝΔ 4020/1959 – η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελαχίστων ορίων συμβατικές αποδοχές στην χερσαία εργασία – δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών τις οποίες προβλέπουν οι ΣΣΝΕ διά μερικές ειδικότητες ναυτικών. Συνεπώς, εάν συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στον ναυτικό κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου υπό της οικείας ΣΣΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία επιμίσθιο, ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτου, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθή προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Το ως άνω επιμίσθιο μπορεί να συμψηφισθεί προς μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπομένων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών, μόνον τότε όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι προκύπτει όταν συμφωνήθηκε μισθός ανώτερος του νομίμου ως κλειστός μισθός, δηλαδή όταν συμφωνηθεί αμοιβή του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίον περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά. Η έννοια του κλειστού μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη ειδικού καθορισμού τους, ενώ το ανωτέρω επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό. Άλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (βλ. ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 141/2012, ΠΕΙΡΝΟΜ 2012, σ.160, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.257, ΕφΠειρ 640/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010/39, ΕφΠειρ 465/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009/276, ΕφΠειρ 568/2009, ΕΝΔ 2009, σ.276). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως είναι το ποσό, που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος της καταβολής. Η ένσταση αυτή με περιεχόμενο τη δήλωση του εναγομένου, καθώς και την επίκληση απ’ αυτόν σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού, περί του ότι πληρώθηκε όλες τις απαιτήσεις του, χωρίς να γίνεται ειδικότερα ανάλυση του ποσού, που καταβλήθηκε για την κάθε μια αιτία, είναι αόριστη, έστω και αν αναφέρεται το καταβληθέν συνολικό ποσό. Εκτός και αν πρόκειται για μια και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους. Τούτο όμως δεν συμβαίνει όταν ασκούνται με αγωγή αξιώσεις από τη σύμβαση εργασίας και προσκομίζονται από τον εργοδότη έγγραφες αποδείξεις του εργαζομένου για καταβολή σ’ αυτόν χρηματικών ποσών που υπερκαλύπτουν τις αγωγικές αξιώσεις, χωρίς να αναφέρουν την αιτία καταβολής κάθε επί μέρους ποσού. Διότι, αφού δεν αναφέρεται στις αποδείξεις η αιτία ή αιτία καταβολής των ποσών αυτών δεν αποκλείεται να καταβλήθηκαν προς εξόφληση άλλων αξιώσεων του εργαζομένου που δεν περιλήφθηκαν στην αγωγή (ΑΠ 1405/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, η εξοφλητική απόδειξη, που είναι αναλυτική ως προς τα επί μέρους ποσά, τα οποία καταβλήθηκαν στον εργαζόμενο για κάθε αξίωσή του, καθώς επίσης και ως προς τις αιτίες καταβολής τους, δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο (βλ. ΕφΠειρ 46/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.97, ΕφΠειρ 901/2002, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2003, σ.70).
Στην προκειμένη περίπτωση, από το ίδιο ως άνω προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έλαβε, σε εξόφληση της αμοιβής του για τα Σάββατα και τις αργίες, ποσό ανώτερο του συνομολογούμενου από τον ίδιο στην αγωγή του, 2.380,50 Ευρώ, καθόσον από το άθροισμα των ποσών που αναγράφονται στις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντα, ως καταβληθέντων για «ΣΑΒΒΑΤΑ» και «ΑΡΓΙΕΣ», συνάγεται ότι καταβλήθηκε στον ενάγοντα ποσό (271,21 + 483,90 + 483,90 + 177,43 + 483,90 + 241,95 =) 2.142,29 Ευρώ (με την επισήμανση ότι το ποσό που διαλαμβάνεται στο λογαριασμό μισθοδοσίας 1.8.2010 – 19.8.2010, ως καταβληθέν για την ως άνω αιτία, ύψους 306,47 Ευρώ, δεν αποτελεί περιεχόμενο του εν λόγω ισχυρισμού των εναγομένων, επομένως δεν υπολογίζεται αυτό) και όχι το επικαλούμενο από τον ίδιο, στην προβαλλόμενη με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με τις προτάσεις της ποσό των 2.661,45 Ευρώ, ως καταβληθέν για την αιτία αυτή. Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντα, συνάγεται ότι καταβλήθηκαν σε αυτόν, κατά τους μήνες απασχόλησής του, ποσά με την αιτιολογία «EXTRA ΣΥΜΒΑΣΗΣ (ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ ΚΛΠ)», καθώς και ποσά με την αιτιολογία «ΕΧΜΑΣΗ», πλην όμως, από την ως άνω περιγραφή των ποσών αυτών στις εξοφλητικές αποδείξεις, δεν αποδεικνύεται ότι αυτά αφορούν στην εξόφληση της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντα για τις καθημερινές και Κυριακές, μη λαμβανομένων υπόψιν από το Δικαστήριο των ως άνω αναφορών στις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον ενάγοντα – εκκαλούντα αποδείξεις μισθοδοσίας του, καθόσον, σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αυτές δεν περιέχουν ανάλυση των επιμέρους ποσών που καταβλήθηκαν, με αιτία καταβολής τους υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών. Εξάλλου, ακόμη και αν ήθελε εκτιμηθεί ο εν λόγω ισχυρισμός των εναγομένων, ως συμβατικός καταλογισμός (συμψηφισμός) στις νόμιμες οφειλόμενες αποδοχές των υπέρτερων αποδοχών στον ενάγοντα, που είχε συμφωνηθεί να καταβάλλονται σε αυτόν, ο οποίος προκύπτει από απλές μαθηματικές πράξεις, αφού εξευρεθούν οι εκάστοτε νόμιμες αποδοχές του ναυτικού που προβλέπονται από τις οικείες Σ.Σ.Ν.Ε. και συγκριθούν, ακολούθως, με τον καταβαλλόμενο μισθό του, ώστε, εφόσον αυτές (νόμιμες αποδοχές) είναι υπέρτερες εκείνου (καταβαλλόμενου μισθού), να του καταβληθεί η ανακύπτουσα διαφορά (βλ. ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.397), τυγχάνει, επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος από ουσιαστική άποψη, καθόσον, από το άνω, προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε σχετική συμφωνία μεταξύ των εδώ διαδίκων – συμβαλλομένων μερών, περί συμψηφισμού του πρόσθετα, τακτικά και παγίως καταβαλλομένου κάθε μήνα χρηματικού ποσού (επιμίσθιο), αναφερόμενου στην προκειμένη περίπτωση ως «έξτρα σύμβασης (υπερωρίες κλπ)» στις νόμιμες οφειλόμενες στον ενάγοντα αποδοχές και δη, εν προκειμένω, στην αμοιβή λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές (ΕφΠειρ 141/2012, ΠΕΙΡΝΟΜ 2012, σ.160). Επομένως, η ένσταση εξόφλησης που παραδεκτά και νομίμως προέβαλαν οι εναγόμενοι ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία νομίμως ερευνάται από το παρόν Δικαστήριο, παρά την ερημοδικία τους, καθόσον το σχετικό κεφάλαιο της αγωγής zμεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο με αντίστοιχο λόγο έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος (αρθρ. 522 ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 747/2017, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) τυγχάνει, κατά το μέρος που υπερβαίνει τα ποσά που ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί με την αγωγή του ότι έλαβε, απορριπτέα ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, επί 10 ώρες ημερησίως, κατά τη χειμερινή περίοδο και επί 12 ώρες ημερησίως, κατά τη θερινή περίοδο, ακολούθως, δε επεδίκασε στον ενάγοντα, ποσό 1.825 Ευρώ, ως αμοιβή καθημερινών και Κυριακών και ποσό 563,91 Ευρώ, ως υπερωριακή αμοιβή Σαββάτων και αργιών, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή του σχετικού (πρώτου) λόγου έφεσης του εκκαλούντα – ενάγοντα. Επιπρόσθετα, η εκκκαλουμένη, η οποία δέχθηκε τα αντίθετα, ότι δηλαδή ο ενάγων έλαβε, ως υπερωριακή αμοιβή καθημερινών και Κυριακών, τα ποσά των (901,60 Ευρώ κατά τη χειμερινή περίοδο + 835,66 Ευρώ κατά τη θερινή περίοδο =) 1.737,26 Ευρώ, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή ως βάσιμου του δεύτερου λόγου της υπό κρίση έφεσης του εκκαλούντα.
Αναφορικά με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Στο άρθρο 7 παρ. 1 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε του έτους 2009 ορίζεται: «Σε ολόκληρο το πλήρωμα περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α` Μηχανικού που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων) χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί επτά ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερες ημέρες καταβάλλεται αναλογία των 7/7». Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, το προβλεπόμενο, σ’ αυτήν επίδομα δρομολογίων άγονης γραμμής, εκ ποσοστού 7% επί του μισθού ενεργείας των ναυτικών, που συμμετέχουν σ’ αυτά, δεν υπολογίζεται μηνιαίως, αλλά εβδομαδιαίως, και χορηγείται, πλήρες για απασχόληση επί επτά ημέρες την εβδομάδα, αναλόγως, μειούμενο για λιγότερες ημέρες (εβδομαδιαίας) απασχόλησής τους. Έτσι, στην περίπτωση, που η απασχόληση του ναυτικού στα προαναφερθέντα δρομολόγια επαναλαμβάνεται σε περισσότερες της μιας εβδομάδος, εντός του ιδίου μηνός, το εν λόγω επίδομα υπολογίζεται προσαυξημένο, σε ποσοστό, ανάλογο με τις ημέρες της εβδομαδιαίας απασχόλησής του σ’ αυτά, διότι υπό την αντίθετη, εσφαλμένη κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, εκδοχή θα προέκυπτε το άνισο και άρα, άτοπο και μη προσήκον στην ως άνω διάταξη, αποτέλεσμα να αμείβονται, αδιακρίτως, με το ίδιο ποσοστό αμοιβής (7%) μηνιαίως τόσο οι ναυτικοί που συμμετέχουν σε τέτοια δρομολόγια επί μία εβδομάδα (7/7) μηνιαίως, όσο και αυτοί που συμμετέχουν σ’ αυτά, για περισσότερες από επτά ημέρες ή, ακόμη, και όλες τις ημέρες στον ίδιο μήνα. Συνεπώς, το ως άνω ποσοστό επιδόματος, μειούμενο αναλόγως, όπως προαναφέρθηκε, χορηγείται και υπολογίζεται για εβδομαδιαία και όχι μηνιαία απασχόληση των ναυτικών σε δρομολόγια άγονων γραμμών (βλ. ΕφΠειρ 200/2016, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 671/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί περαιτέρω αναφορές σε νομολογία).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τους προεκτεθέντες πλόες, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο, το τελευταίο, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος, πραγματοποιούσε δρομολόγια «άγονης γραμμής» και κατά τις επτά ημέρες της κάθε εβδομάδος, κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται ως ειδικό επίδομα γραμμών δημόσιας υπηρεσίας (άγονων) το ποσό των 2.068,32 Ευρώ (μισθός ενεργείας 1.231,17 Ευρώ Χ 7% = 86,18 Ευρώ Χ 24 επταήμερα των επίδικων διαστημάτων της εργασίας του). Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε το ποσό των 1.366,60 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 701,72 Ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απέρριψε το σχετικό κονδύλιο της αγωγής, δεχόμενο ότι ο ενάγων δικαιούται, για την αιτία αυτή το ποσό των 502,71 Ευρώ, πλην όμως έλαβε αυτός, για την αιτία αυτή το μείζον ποσό των 1.366,60 Ευρώ, επομένως ουδέν του οφείλεται, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή ως βάσιμου του τρίτου λόγου της υπό κρίση έφεσης του εκκαλούντα.
Περαιτέρω, με το άρθρο 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. ορίστηκε ότι «1. Στα πληρώματα των πλοίων … καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός 15 ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. 2. Τα δώρα εορτών υπολογίζονται καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων περιλαμβανομένων και των υπερωριών». Από το συνδυασμό δε της προαναφερθείσας διάταξης με εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/82 Υ.Α. (ΕΝ) “περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς” (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7 Ιανουαρίου 1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 ημίσεως μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντιστοίχως και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009, σ.267, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝΔ 2009, σ.102), μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, λαμβανομένου άρα υπόψη και του ημερήσιου αντίτιμου τροφής προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003, σ.345, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝΔ 2009, σ.273). Το προβλεπόμενο, όμως, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 – 3 και 20 της ως άνω Συλλογικής Συμβάσεως επίδομα ιματισμού, του οποίου δικαιούνται οι ναυτικοί, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, το οποίο, όμως, δεν οφείλεται, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κυρία και βασική αιτία χορηγήσεως τούτου είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΕφΠειρ 842/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 434/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.204, ΕφΠειρ 377/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.262, ΕφΠειρ 238/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.102, πρβλ. ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 σ.1300, ΑΠ 226/2003 ΔΕΝ 59, σ.1138). Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται, ως επίδομα εορτής Χριστουγέννων, για τις άνω περιόδους ναυτολόγησής του (1.5.2010 – 2.7.2010 και 20.8.2010 – 15.11.2010, ήτοι για 151 ημέρες εργασίας), το ποσό των 2.657,77 Ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.231,17 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 270,86 ΕΥΡΩ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 34,35 ΕΥΡΩ + ειδικό επίδομα ναυκλήρου 23,37 ΕΥΡΩ + άδεια 435,07 ΕΥΡΩ (μισθός ενεργείας 1.231,17 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 270,86 ΕΥΡΩ = 1.502,03 Χ 1/22 Χ 5 ημέρες μηνιαίως = 341,37 ΕΥΡΩ + αντίτιμο τροφής 93,70 ΕΥΡΩ κατά τα άρθρα 3 και 15 της προαναφερομένης Συλλογικής Συμβάσεως Ναυτικής Εργασίας, δηλ. 18,74 ΕΥΡΩ Χ 5 ημέρες) + μηνιαία τροφοδοσία 562,20 Ευρώ + μέσος όρος υπερωριών, Σαββάτου και αργιών, καθημερινών και Κυριακών, ύψους 1.672,81 Ευρώ (ήτοι αμοιβή υπερωριακής απασχολήσεως του ενάγοντος κατά το έτος 2010, υπολογιζόμενη ανωτέρω, ποσού 9.250,66 Ευρώ : 5,53 μήνες εργασίας κατά το έτος αυτό), πλην όμως ο ενάγων αιτείται, για την αιτία αυτή, το ποσό των (901,74 + 725,38 =) 1.627,12 Ευρώ, επομένως του οφείλεται αυτό, κατ’ αρθρ. 106 ΚΠολΔ] = 4.184,14 Ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήμερο εργασίας Χ 7,94 δεκαεννιαήμερα}. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε το ποσό των 1.852,90 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 804,87 Ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι οφείλεται στον ενάγοντα διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 547,17 Ευρώ, αντί του άνω ποσού των 804,87 Ευρώ, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, απορριπτομένου τούτου κατά το μέρος που με αυτόν ο ενάγων αιτείται μείζον του ποσού αυτού.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το σύνολο των αξιώσεων του ενάγοντα από την ως άνω ναυτολόγησή του, ανέρχεται στο ποσό των (5.544,70 + 1.325,46 + 701,72 + 804,87 =) 8.376,75 Ευρώ.
Συνεπώς, εφόσον ευδοκίμησαν οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος και (εν μέρει) ο τέταρτος λόγοι της κρινόμενης έφεσης του ενάγοντα, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η απόφαση στο σύνολό της, περιλαμβανομένης της διάταξης περί της δικαστικής δαπάνης, η οποία επίσης πλήττεται με αντίστοιχο λόγο έφεσης. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό, να ερευνηθεί κατ’ ουσία, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή κατά ένα μέρος, ως και κατ’ ουσία βάσιμη, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον μεταξύ τους, η πρώτη (ως κυρία του πλοίου) δια του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, να καταβάλουν στον ενάγοντα το άνω ποσό των 8.376,75 Ευρώ, ως ακολούθως α) τα μεν ποσά (5.544,70 + 1.325,46 + 701,72 =) 7.571,88 Ευρώ, που αφορούν δεδουλευμένες αποδοχές, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης, στις 16.11.2010, σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής (106 ΚΠολΔ) και β) το ποσό των 804,87 Ευρώ, που αφορά, επίδομα εορτής Χριστουγέννων, από την 31.12.2010 και αμφότερα τα ποσά αυτά μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, όπως αυτά ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, βαρύνουν τις ηττημένες εφεσίβλητες – εναγόμενες, λόγω της ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να οριστεί το προκαταβλητέο παράβολο, για την περίπτωση που οι εφεσίβλητες ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εφεσιβλήτων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα Ευρώ (290 Ευρώ) για κάθε εφεσίβλητη.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 89/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Π..
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η δε πρώτη εναγόμενη περιορισμένα δια του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα έξι Ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών του Ευρώ (8.376,75 Ευρώ), ως ακολούθως α) ποσό επτά χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα ενός Ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών του Ευρώ (7.571,88 Ευρώ), που αφορούν δεδουλευμένες αποδοχές, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης, στις 16.11.2010 και β) ποσό οκτακοσίων τεσσάρων Ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών του Ευρώ (804,87 Ευρώ), από την 31.12.2010 και αμφότερα τα ποσά αυτά μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων (εφεσιβλήτων) μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος (εκκαλούντα) για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων είκοσι (620) Ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Π., στις 8-11-2017 , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ