ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
4901/2017
(Αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 28 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …….. … (…) του Μ., κατοίκου Σ. Κ. ( Γ., . …..), Ρ. Δ., άνευ ΑΦΜ, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Μόσχου, κατοίκου Πειραιά (οδός Φίλωνος, αριθμ. 66) με ΑΜ ΔΣΑ 32082, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία …), που έχει καταστατική έδρα στη Λ., αλλά πραγματική έδρα στην …..στην Κ. Α. (οδός Ξ., … Χ. Τ.) νομίμως εκπροσωπουμένης και 2) της εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει, άλλως είναι εγκατεστημένη στην Κ. Α. (οδός Ξ., αρθμ. .. και Χ. …), νομίμως εκπροσωπουμένη, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Αικατερίνης Πρωτόπαπα, κατοίκου Πειραιά (οδός Κολοκοτρώνη, αριθμ. 153) με ΑΜ ΔΣΑ 15604.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 13-06-2016 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 15-11-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα άρθρα 914, 932 του ΑΚ και 1, 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16§1 του ν. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή τα κατά το άρθρο 6 αυτού πρόσωπα δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση για ηθική ζημία, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι` αυτό μόνο οι γενικές διατάξεις. Επομένως, για να δικαιούται η οικογένεια του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχημα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης αρκεί, να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του θανατωθέντος ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων απ` αυτούς (άρθρ. 922 ΑΚ) με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας και παράνομης πράξης ή παράλειψης. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειές του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στο έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι νομική αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 84 εδ. β` του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), ο πλοιοκτήτης ευθύνεται από τις αδικοπραξίες που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 ΑΚ συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης (προστήσας) ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Αντιθέτως, δεν ευθύνεται ο προστήσας όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς λόγους του δράστη, άσχετους με την υπηρεσία που του έχει ανατεθεί, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή την κατάχρηση της υπηρεσίας του. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που υπάρχει μεν τοπικός ή χρονικός σύνδεσμος της επιβλαβούς συμπεριφοράς του προστηθέντος με την υπηρεσία του, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε με την ευκαιρία της υπηρεσίας, οφείλεται όμως σε αίτια ανεξάρτητα απ` αυτή και συγκεκριμένα σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντος, τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί να φέρει ο προστήσας (ΑΠ 864/2009, ΑΠ 799/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του κυρωθέντος με τον ν.3816/1958 Κώδικα Ιδιωτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ) γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε όταν τα στοιχεία αυτά αποχωρίζονται να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Επομένως, δεν είναι κατά νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του ιδίου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105 και 106 ΚΙΝΔ εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει κατά κυριότητα σε άλλον. Η εκμετάλλευση μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση, εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κτλ) είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει την βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και εκτός από την απόλαυση των κερδών επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευση του. Εξάλλου, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στην λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως του πλοίου, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό. Εάν η δήλωση παραλειφθεί, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, ότι είναι δηλ. πλοιοκτήτης, το τεκμήριο, όμως, αυτό είναι, όπως προαναφέρθηκε, μαχητό και μπορεί να αποκρουσθεί από εκείνον που έχει συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο, είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε περίπτωση, ποιος πραγματικά έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλ. ο κύριος αυτού ή τρίτος, οπότε υφίσταται εφοπλισμός (ΑΠ 776/2010, ΕφΠειρ 102/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ως εκμετάλλευση, η οποία πάντως δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση) με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμεταλλεύσεως) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή. Ακόμη, βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση του πλοίου και εκτός από την απολαβή των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευση του. Αντιθέτως, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικώς με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπος του κατά την έννοια του άρθρου 211 του ΑΚ, τα έννομα αποτελέσματα δε κάθε επιχειρούμενης ενέργειας απ’ αυτόν, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος (πλοιοκτήτης) ευθύνεται προς τους δανειστές του. Ο διαχειριστής έχει προσωπική ευθύνη μόνον, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό εκείνου, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 689/2013 ΔΕΕ 2014 65, ΕφΠειρ 229/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 762/2013 ΕΝαυτΔ 2013 190, ΕφΠειρ 153/2008 ΕΝαυτΔ 2008 315). Στο σημείο αυτό πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου, ο οποίος ευθύνεται παράλληλα με τον πρώτο, αλλά μόνο δια του πλοίου μετά των συστατικών και παραρτημάτων του. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων 105 και 106 του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό, ευθύνεται απεριορίστως ο εφοπλιστής, ενώ παράλληλη ευθύνη υπέχει και ο κύριος του πλοίου (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), η οποία, όμως, είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνον δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού. Ο δε τελευταίος είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου για την ικανοποίηση των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό (ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, ΑΠ 799/2001 ΕΝαυτΔ 2001.361, ΕφΠειρ 229/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 795/2010 ΕΝαυτΔ 2010.385, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝαυτΔ 2005.441, ΕφΠειρ 1081/2000 ΔΕΕ 2001.307). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 25 του ΑΚ, οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και αν δεν ορίστηκε τέτοιο εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (ΑΠ 424/1995 ΕΝαυτΔ 1996, 124). Η παρεχόμενη στα μέρη εξουσία από το άρθρο 25 του ΑΚ να ορίζουν το δίκαιο που θα ρυθμίζει τις ενοχές από σύμβαση, πρέπει να ερμηνεύεται υπό τον Κανονισμό 593/2008 της 17ης Ιουνίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), με τον οποίο ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές και ο οποίος εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 (άρθρο 28 του Κανονισμού, η Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 1729/1988 και απετέλεσε από 1-4-1991 εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας, δεν εφαρμόζεται μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω Κανονισμού). Με τη διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού αυτού τίθεται ο γενικός κανόνας, ότι στις συμβατικές ενοχές εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, το δίκαιο που επέλεξαν ελεύθερα τα μέρη. Η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Με την επιλογή τους τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασης. Μόνο σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιλογή του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 3, το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του Κανονισμού. Το δίκαιο αυτό μπορεί να είναι οποιοδήποτε, ακόμα και δίκαιο που δεν έχει καμία σχέση με τη σύμβαση τους, κατά δε το άρθρο 2 αυτής, που αναφέρεται στον οικουμενικό χαρακτήρα της σύμβασης, «το καθοριζόμενο από τον παρόντα κανονισμό δίκαιο εφαρμόζεται ακόμα και αν δεν πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους», δηλαδή το δίκαιο που υποδεικνύει ο Κανονισμός εφαρμόζεται έστω και αν είναι δίκαιο κράτους που δεν έχει συμβληθεί, ή χώρας η οποία δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα χωρίς καμία προϋπόθεση αμοιβαιότητας. Η αυτονομία αυτή των συμβαλλομένων, όπως καθιερώνεται από τον Κανονισμό, υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3, 9 παρ. 2, 6 παρ. 2 και 8 παρ. 1 αυτού, από τις οποίες οι δύο πρώτες αφορούν γενικά τους κανόνες δημόσιας τάξης του δικαίου που παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο προς τη σύμβαση και του δικαίου του forum, ενώ οι δύο τελευταίες αφορούν ειδικούς κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης ή κανόνες αναγκαστικού δικαίου που σχετίζονται με τις συμβάσεις των καταναλωτών και τις συμβάσεις εργασίας. Όλες οι παραπάνω διατάξεις περικλείουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου που περιορίζουν, υπό προϋποθέσεις, την αρχή της αυτονομίας των συμβαλλομένων, όταν το δίκαιο που έχει επιλεγεί από τα συμβαλλόμενα μέρη έρχεται σε αντίθεση μαζί τους. Ειδικότερα, με το άρθρο 8 αυτής, που ρυθμίζει ειδικά τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, ορίζεται ότι «1. Η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο που επιλέγουν τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία κατά το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει των παραγράφων 2, 3, 4 του παρόντος άρθρου, ελλείψει επιλογής. 2. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στην ατομική σύμβαση εργασίας δίκαιο δεν έχει επιλεγεί από τα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ή, ελλείψει αυτού, από την οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του κατά εκτέλεση της σύμβασης. Η χώρα της συνήθους εκτέλεσης εργασίας δεν θεωρείται ότι μεταβάλλεται όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε μια άλλη χώρα προσωρινά. 3. Όταν δεν μπορεί να καθορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με την παράγραφο 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο. 4. Όταν προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με χώρα άλλη από την προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 ή 3, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας». Με την παραγρ. 2 δε του άρθρου 9 ορίζεται συναφώς με τα παραπάνω, ότι «οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του δικαίου του δικάζοντος δικαστή». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, στην περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν έγκυρα δίκαιο που θα διέπει τη σύμβαση εργασίας ναυτολόγησης, επιτρέπεται η εφαρμογή αυτού εφόσον αυτό εξασφαλίζει στον εργαζόμενο (ναυτικό) τουλάχιστον ίση προστασία και το ανέχονται οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus congens) ενός (διαζευκτικά) από τα ακόλουθα δίκαια, που τείνουν στην προστασία αυτού και την οποία αυτός δεν μπορεί να στερηθεί α) το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης (κατά πρώτο λόγο). Στη ναυτική εργασία τόπος (όχι απλώς συνήθους αλλά) μόνιμης παροχής εργασίας είναι το πλοίο στο οποίο εργάζεται ο ναυτικός και κατά την κρατούσα διεθνώς άποψη, εφαρμόζεται σχετικά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου «ως ο πιο σεβαστός και παγκόσμιος κανόνας του ναυτικού δικαίου», εκτός αν αυτή είναι σημαία ευκαιρίας με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο, αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο, β) το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο (ναυτικό), αν αυτός δεν παρέχει την εργασία του σε μία μόνο χώρα, γ) το δίκαιο (άλλης) χώρας εκτός από το δίκαιο της χώρας που συμφωνήθηκε, εφόσον από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας (ναυτολόγησης) συνδέεται στενότερα με την άλλη χώρα (ΑΠ 561/2001, ΕΝαυτΔ 2001, 283, ΑΠ 541/2001, ΕΝαυτΔ 2001, 286, ΑΠ 1197/1999, ΕΝαυτΔ 1999, 355, ΑΠ 515/1998, ΕΝΔ 1998, 375, ΑΠ 654/1997, ΕΝαυτΔ 1997, 372) και δ) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (forum) κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 του εν λόγω Κανονισμού. Εν προκειμένω, πρόκειται για τους λεγόμενους «κανόνες αμέσου εφαρμογής» του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Ποιοι είναι οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου ορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 3 του Κανονισμού αυτού, δηλαδή εκείνοι από τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν οι συμβαλλόμενοι με ιδιωτική συμφωνία. Τέτοιοι κανόνες αναγκαστικού δικαίου είναι εκείνοι που η ίδια η πολιτεία θεσπίζει για λόγους κοινωνικο-οικονομικούς (ΑΠ 561/2001, ΕΝαυτΔ 2001, ΑΠ 541/2001, ΕΝαυτΔ 2001, ΑΠ 1197/1999, ΕΝαυτΔ 1999, ΑΠ 515/1998, ΕΝΔ 1998, 375, ΑΠ 654/1997, ΕΝαυτΔ 1997, 372). Όσον αφορά το ελληνικό δίκαιο στους «κανόνες αναγκαστικού δικαίου» και «αμέσου εφαρμογής» περιλαμβάνεται και ο Ν. 551/1915 που παρέχει αποζημίωση στο ναυτικό ή σε περίπτωση θανάτου του στους συγγενείς του λόγω εργατικού ατυχήματος κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο και εξ αφορμής αυτής (ΕφΠειρ 220/2010 ΕΝαυτΔ 2010.429, ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝαυτΔ 2009.208, ΕφΠειρ 77/2006 ΠειρΝ 2006.195, ΕφΠειρ 299/1998 ΕΝαυτΔ 1998.391). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25, 26 του ΑΚ, 1,2,3 επ. του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008, 914 του ΑΚ, 1, 16 του ν. 551/1915 και 66 του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι η ευθύνη από ναυτεργατικό ατύχημα που είναι διαφορετική και δεν ταυτίζεται με την ευθύνη από αδικοπραξία, έχει δε ως προϋπόθεση, ότι το βίαιο συμβάν, το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της έννοιας του ως άνω ατυχήματος, πραγματοποιείται κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εργασία, δεν ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, αλλά από το δίκαιο που διέπει τις ενοχές από σύμβαση και ειδικότερα τη σύμβαση χερσαίας ή ναυτικής εργασίας και συγκεκριμένα εκείνο που καθορίζεται από το άρθρο 25 του ΑΚ ή (μετά την 17-12-2009) από τις διατάξεις του παραπάνω Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 (ΑΠ 1078/1998, ΕΝαυτΔ 1999.996, ΑΠ 6/1998, ΕΝαυτΔ 1999.1181, ΑΠ 1023/1996, ΕΝαυτΔ 1997.193, ΑΠ 1486/1995.ΕΝαυτΔ 1996, 222). Έπεται ότι αν η σύμβαση ναυτικής εργασίας διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, κατά το δίκαιο τούτο θα κριθούν τα εκ του ναυτεργατικού ατυχήματος προκύπτοντα ζητήματα, όπως τόσο η υπαιτιότητα για την πρόκλησή του, όσο και οι εκ τούτου πηγάζουσες αξιώσεις και υποχρεώσεις και δη ποία τα δικαιούμενα αποζημιώσεως και ποία τα ενεχόμενα σε καταβολή αυτής πρόσωπα, ως και η έκταση αυτής (ΑΠ 356/2002 ΕΝαυτΔ 2002.97, ΕφΠειρ 249/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 710/2008 ΕΝαυτΔ 2009.215). Αυτά δεν αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών που κυρώθηκε με το ν. 2321/1995 που καθιερώνει μεν τη διοικητική εξουσία επί του πλοίου, του κράτους που εκείνο φέρει τη σημαία του και κατά το χρόνο που βρίσκεται στην ανοικτή θάλασσα, δεν ιδρύει όμως και αξίωση του κράτους αυτού, όπως εφαρμόζεται το δίκαιό του επί των ιδιωτικού δικαίου διαφορών από τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων στο πλοίο (ΕφΠειρ 229/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 220/2010 ΕΝαυτΔ 2010.429, ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝαυτΔ 2009.208, ΕφΠειρ 710/2008 ΕΝαυτΔ 2009.215, ΕφΠειρ 752/2007 ΕΝαυτΔ 2007.312, ΕφΠειρ 77/2006 ΠειρΝ 2006.195, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ» εκδ. Ε` σελ. 298 επ., Χ. Τσούκα ΧρΙΔ 2011 393). Σημειωτέον ότι σε περίπτωση μη επιλογής από τους συμβαλλομένους του δικαίου που θα διέπει τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, λόγω της κατά τα προεκτεθέντα οικουμενικότητας του ανωτέρω Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008, χωρίς να υφίσταται η προϋπόθεση αμοιβαιότητας δικαίου και για τους Έλληνες πολίτες από το κράτος του παθόντος σε εργατικό ατύχημα αλλοδαπού εργαζόμενου, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, αλλά και ως νεότερου νόμου, οι διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού υπερισχύουν των απηρχαιωμένων περί αμοιβαιότητας διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 2 και 3 του ν. 551/1915 και 1 της από 5-6-1925 Διεθνούς Συμβάσεως «περί εξομοιώσεως των αλλοδαπών και ιθαγενών εργατών εν τη αποζημιώσει των ατυχημάτων της εργασίας», που κυρώθηκε με το ν.δ. της 30/31-10-1935. Συνεπώς οι ως άνω διατάξεις του ν. 551/1915 και του ν.δ. 30/31-10-1935 περί αμοιβαιότητας ως ερχόμενες σε σαφή αντίθεση με τις ως άνω διατάξεις του κατά πολύ νεότερου Κανονισμού (593/2008) θα πρέπει να θεωρούνται για τους αλλοδαπούς εργαζόμενους καταργημένες. Η άποψη αυτή συνάδει με το σύγχρονο πνεύμα του νομοθέτη του ανωτέρω Κανονισμού, ενόψει της υφιστάμενης ανά την οικουμένη τάσης παγκοσμιοποίησης της οικονομίας ενός εκ των πυλώνων στηρίξεως της οποίας είναι και η ναυτιλία και του πνεύματος απάλειψης των κοινωνικών διακρίσεων και συγκεκριμένα των διακρίσεων με κριτήρια εθνικά, φυλετικά, οικονομικά, ταξικά, γλωσσικά, θρησκευτικά κλπ μεταξύ των ιθαγενών και των αλλοδαπών πολιτών των διαφόρων κρατών. Στην αντίθετη με την παρούσα περί αμοιβαιότητας άποψη θα οδηγούμαστε στη νομικώς απαράδεκτη για το νομικό μας πολιτισμό λύση, ενέχουσα μάλιστα και στοιχεία εμπαιγμού για τον αλλοδαπό εργαζόμενο, να επιλέγεται από τα Ελληνικά δικαστήρια, επί εργατικού ατυχήματος, το ελληνικό δίκαιο, βάσει του εν λόγω Κανονισμού, χωρίς (υποχρεωτικά) να λαμβάνεται υπόψη η ενδεχόμενη έλλειψη αμοιβαιότητας και στη συνέχεια εφαρμόζοντας κατά τα ανωτέρω το ελληνικό δίκαιο, δηλαδή τους ν. 551/1915 και ν.δ. 30/31-10-1935, να απορρίπτονται οι απαιτήσεις αυτού (του παθόντος αλλοδαπού εργαζομένου ή των συγγενών του επί θανάτου του) συνεπεία εργατικού ατυχήματος για έλλειψη αμοιβαιότητας. Δηλαδή κατά την άποψη αυτή βάσει του στοιχείου της αμοιβαιότητας για την επιδίκαση σε αλλοδαπό εργαζόμενο αποζημίωσης συνεπεία εργατικού ατυχήματος πρέπει ανεπίτρεπτα να ληφθούν για την ίδια περίπτωση δύο εκ διαμέτρου αντίθετα μέτρα και σταθμά (ΕφΠειρ 229/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 220/2010 ΕΝαυτΔ 2010.429, ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝαυτΔ 2009.208, ΕφΠειρ 77/2006 ΠειρΝ 2006.195). Έτι περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου «οικογένεια του θύματος», προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, ως εκ της φύσεώς του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις εκ των κοινωνικών διαφοροποιήσεων κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διατάξεως που απορρέει από το σκοπό της θεσπίσεώς της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και, προς ανακούφιση του ηθικού πόνου αυτών, στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά (Ολ.ΑΠ 21/2000, ΑΠ 222/2014, 762/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η επιδίκαση, πάντως, της από το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ προβλεπόμενης χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 731/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την κρίση του θέματος αν κάποιος έχει ή όχι την ιδιότητα μέλους της ίδιας οικογένειας με τον θανατωθέντα (δηλαδή σύζυγος, τέκνο κλπ), όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ., καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17, 22 και 23 ΑΚ (ανάλογα δηλαδή αν πρόκειται για σύζυγο ή τέκνα, βλ. ΑΠ 799/2009, ΑΠ 3/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο όρος «οικογένεια» αποτελεί αόριστη νομική έννοια του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου και, συνεπώς, ο κύκλος των δικαιούμενων προσώπων προσδιορίζεται από το ίδιο το άρθρο 932 ΑΚ, και κατά την ερμηνευόμενη πιο πάνω έννοια του οποίου, μέλη της οικογένειας του παθόντος είναι και η σύζυγος, τα τέκνα, οι γονείς και οι αδελφοί του θανατωθέντος. Συνεπώς, ο κύκλος των δικαιούμενων προσώπων, είναι εν προκειμένω προσδιορισμένος από το ελληνικό δίκαιο. Ποιος, όμως, έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη συγγενική ιδιότητα της συζύγου, του τέκνου, του αδελφού ή του γονέα, πράγμα το οποίο συναρτάται πλέον με τη νομιμότητα του γάμου από τον οποίο προέρχεται η επικαλούμενη συγγενική σχέση, επί αλλοδαπού παθόντος, δεν θα καθορισθεί από το ελληνικό δίκαιο, αλλά από το αλλοδαπό, με το οποίο συνδέονται ο θανατωθείς και οι αξιούντες τη χρηματική ικανοποίηση. Συνεπώς, ως προς το σημείο αυτό και μόνο θα πρέπει να γίνει λόγος για την εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου και όχι για το αν δικαιούνται ή όχι η σύζυγος, τα τέκνα, τα αδέλφια και οι γονείς του παθόντος χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (ΑΠ 581/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι ο Μ. Π. (… υιός της, Ουκρανός υπήκοος, είχε ναυτολογηθεί, δυνάμει ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας έξι (6) μηνών που είχε συνάψει στις 27-05-2013 στην Ουκρανία με τη δεύτερη εναγομένη, ως θαλαμηπόλος στο υπό σημαίας Λ.ς φορτηγό πλοίο ελληνικών συμφερόντων … κ.ο.χ., … τόνων DW, φέρον διεθνές διακριτικό σήμα … και με …, το οποίο ανήκε στην κυριότητα της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, τον εφοπλισμό του όμως ασκούσε η δεύτερη εναγομένη εταιρεία, που είχε εικονικά συστήσει την πρώτη υπεράκτια εταιρεία στη Λ., κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι ο ανωτέρω υιός της δολοφονήθηκε στις 13-08-2013 εντός του πλοίου υπό τις συνθήκες που αναλυτικά εκθέτει στην αγωγή της. Ότι ο θάνατός του αυτός συνιστά εργατικό ατύχημα, που συνέβη, κατά τη διάρκεια της εργασίας του και οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά των προστηθέντων των εναγομένων. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, η καθεμία εις ολόκληρον: α) το ποσόν των 50.381 ευρώ, ως αποζημίωση κατά το άρθρο 3 του Κ.Ν. 551/1915, εφόσον οι πραγματικές και πλασματικές αποδοχές που δικαιούτο να λαμβάνει ο θανών ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 3.212 ευρώ μηνιαίως και β) το ποσό των 300.050 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, εκ του οποίου παραιτείται για το ποσό των 50 ευρώ προκειμένου να εισάγει την αξίωσή της στο Ποινικό Δικαστήριο, αμφότερα δε τα ποσά με το νόμιμο τόκο από το θάνατο του υιού της, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ζητεί, επίσης να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική της δαπάνη. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 σε συνδυασμό με άρθρο 21 παρ. 1α΄ του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 1215/2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», δεδομένου ότι η δεύτερη εναγομένη, όπως αποδεικνύεται από τη μετ’ επικλήσεως προσκομισθείσα υπ’ αριθμ. πρωτ. … βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής σε συνδυασμό με τις προτάσεις των εναγομένων που αφορούν την παρούσα συζήτηση, έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα και δη στην Κ. Α. (οδός Ξ., αριθμ. 5) σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 378/1968, Ν. 27/1975, Ν. 814/1978, Ν. 2234/1994, Ν. 3752/2009 και Ν. 4150/2013, απ’ όπου αναπτύσσεται το σύνολο της δραστηριότητάς της. Εκεί δηλαδή ασκείται η διοίκηση και διαχείρισή της από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της, που είναι άπαντες Έλληνες υπήκοοι και επομένως, εκεί βρίσκεται η πραγματική της έδρα. Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2 και 37 ΚΠoλΔ και άρθρο 51 παρ. 2 και 3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και η υπόθεση εισάγεται να δικαστεί κατά την αρμόζουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 και 621 επ. του Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.). Εξάλλου, στην κρινόμενη διαφορά, που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο δίκαιο (lex causae) είναι το Ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, καθόσον δεν έχει γίνει εν προκειμένω επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη και, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κανονισμού 0593/2008 (ΡΩΜΗ Ι) «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», ο οποίος τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ως εκ του χρόνου κατάρτισης της ένδικης συμβάσεως ναυτικής εργασίας (μετά την 17.12.2009, κατ’ αρθρ. 28 του ως άνω Κανονισμού), σε συνδυασμό με τα αναλυτικά εκτιθέμενα κατωτέρω, η Ελλάδα είναι η χώρα με την οποίαν, από το σύνολο των περιστάσεων, προκύπτει ότι συνδέεται στενότερα η επίδικη σύμβαση εργασίας, αφού η εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου διενεργείτο από την Ελλάδα, όπου είναι εγκατεστημένη κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα η δεύτερη εναγομένη και απ’ όπου ανεπτύσσετο η επιχειρηματική δραστηριότητα των εναγομένων, η οποία αφορούσε το πλοίο αυτό, ενώ δε δύναται, εν προκειμένω, να θεμελιωθεί δικαιοδοσία της σημαίας του πλοίου, ως τόπου παροχής της εργασίας του ναυτικού, καθόσον αυτή είναι σημαία ευκαιρίας, με την οποίαν το πλοίο δεν έχει γνήσιο, αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο (ΕφΠειρ 241/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.108, ΕφΠειρ 153/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.315 ΕφΠειρ 869/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.387, ΕφΠειρ 77/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, οι διατάξεις του Ν. 551/1915 έχουν εφαρμογή στην εξεταζόμενη περίπτωση και κατά το άρθρο 9 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008, ως κανόνες της χώρας του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την ένδικη υπόθεση. Εξάλλου, κατά το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, θα κριθεί ποια είναι τα δικαιούμενα χρηματικής ικανοποίησης πρόσωπα, σε περίπτωση θανατώσεως ενός ατόμου. Κατά το ελληνικό δίκαιο δε, έχει νομολογιακά καθορισθεί, ποια άτομα θεωρούνται οικογένεια κατά το αρθρ. 932 ΑΚ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι γονείς του θανατωθέντος, όπως εν προκειμένω αποτελεί η ενάγουσα, η σχέση συγγένειας της οποίας θα κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο της Ουκρανίας και πρέπει να αποδεικνύεται από δημόσια έγγραφα του κράτους αυτού. Ακολούθως, η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 299, 330, 361, 481, 648, 652, 653, 914, 922, 926, 932 ΑΚ, 68, 74, 176, 191 παρ. 2, 907, 908 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠολΔ, 53 επ., 66, 84, 105 και 106 Κ.Ι.Ν.Δ., 1 και 1, 2, 3, 4, 6 και 16 Ν. 551/1915. Σημειωτέον ότι η μητέρα του αποβιώσαντος δικαιούται την αποζημίωση του άρθρου 3 παρ. 5 Ν. 551/1915 χωρίς την προϋπόθεση της αμοιβαιότητας δικαίου για τους Έλληνες πολίτες από το κράτος του θανόντος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αναλυτικά για το θέμα αυτό στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί η αγωγή περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, καθόσον η σχετική απαλλαγή που αφορά τις αξιώσεις εκ του εργατικού ατυχήματος βάσει του άρθρου 15 παρ.2 Ν. 551/1915, επεκτείνεται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και στις αξιώσεις από εργατικό ατύχημα, οι οποίες στηρίζονται στις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΠ 936/2011, ΑΠ 691/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 618/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.54, ΕφΔυτΜακ 36/2007 Αρμ. 2008.936, ΕφΛαρ 51/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 1081/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, προσκομίστηκαν από τους διαδίκους τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. τα με αριθμούς … και … γραμμάτια του ΔΣΠ).
Η δεύτερη εναγομένη με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και αναλύεται στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε, προβάλλει την ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της, διότι, όπως ισχυρίζεται ουδέποτε άσκησε τον εφοπλισμό του επίδικου πλοίου, αλλά ενεργούσε ως διαχειρίστρια αυτού. Επ` αυτού θα πρέπει να σημειωθεί ότι για την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι αυτός και ο εναγόμενος, είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή αν είναι αυτός αληθής (ΑΠ 26/2005, ΑΠ 602/2002, ΑΠ 351/1979, ΕφΘεσ 2926/2005, ΕφΙωαν 37/2005, ΕφΑθ 3895/1998 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν όμως αυτός αποδειχθεί αναληθής (π.χ. ότι ο εναγόμενος δεν είναι κάτοχος του διεκδικούμενου ακινήτου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), τότε αυτή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος (ΑΠ 26/2005, ΕφΘεσ 1292/2009, ΕφΠατρ 508/2006, ΕφΑθ 8107/2001 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1369/2000 αδημ.). Η απόδειξη της νομιμοποίησης δηλαδή, συμπίπτει με την απόδειξη των θεμελιωτικών της ιστορικής βάσης της αγωγής πραγματικών περιστατικών. Εν όψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, η από τον εναγόμενο, αμφισβήτηση των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης του περιστατικών, συνιστά όχι έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος και φέρει προς τούτο το βάρος της απόδειξης (ΑΠ 1397/2006, ΑΠ 871/2003, ΕφΠειρ 77/2006, ΕφΛαρ 399/2004, ΠΠρΜεσ 6/2016 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, ΠολΔ Ι, 2003, § 23.ΙΙ, αριθ. 3, σ. 311, Κεραμεύς/Κονδύλης/ Νίκας, ΚΠολΔ Ι, άρθρο 68, αριθ. 1, σ. 141).
Από την εκτίμηση των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 § 1 σε συνδ. με 591§1 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα ξενόγλωσσα έγγραφα που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη, ακόμα και χωρίς να είναι μεταφρασμένα, όπως επιτάσσει ο ΚΠολΔ και ο Κώδικας περί Δικηγόρων (αρθρ. 454§1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 36§2 γ΄ Ν. 4194/2013, ΑΠ 1627/2010 Δνη 2011.432, ΑΠ 1511/2009 ΝοΒ 2010.1719, ΑΠ 284/1999, ΕφΠειρ 809/2014, ΕφΠειρ 616/2014, ΕφΠειρ 764/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και οι νομίμως προσκομιζόμενες από την ενάγουσα φωτογραφίες (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ’, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), ενώ σημειώνεται ότι δεν προσκομίστηκε από τις εναγόμενες η από 14-11-2013 απόφαση του Ανακριτή των αρχών της Ουκρανίας την οποία αυτές επικαλούνται με τις προτάσεις τους και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 27-05-2013 συμβάσεως ναυτικής εργασίας, διάρκειας έξι μηνών και συγκεκριμένα από 11-06-2013 έως 11-12-2013, που καταρτίσθηκε μεταξύ της δεύτερης εναγομένης εταιρίας και του Μ. Π. (…, υπηκόου Ουκρανίας που γεννήθηκε το έτος 1985, υιού της ενάγουσας, Ρωσίδας υπηκόου, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, στις αρχές Ιουνίου 2013, υπό την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο με σημαία Λ.ς φορτηγό πλοίο … … T.D.W.). Κυρία του ανωτέρω πλοίου είναι η πρώτη εναγομένη εταιρία, η οποία έχει την καταστατική της έδρα στη Λ. και την πραγματική έδρα της στην Κ. Α. (οδός Ξ., αριθμ. 5), όπου είναι εγκατεστημένη η δεύτερη εναγομένη εταιρία, και τον εφοπλισμό αυτού ασκούσε η τελευταία (δεύτερη εναγομένη), η οποία διενεργούσε την εκμετάλλευσή του για δικό της λογαριασμό από την Ελλάδα, όπου έχει νόμιμη εγκατάσταση (βλ. την υπ’ αρ. πρ. … βεβαίωση της Διεύθυνσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής). Και ναι μεν η δεύτερη εναγομένη δεν είχε προβεί στην δήλωση του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ πλην όμως αυτή προέβαινε σε όλες τις συναφείς με την εκμετάλλευση του πλοίου διαχειριστικές πράξεις και είχε τη βούληση να ασκεί και ασκούσε για δικό της αποκλειστικό λογαριασμό τη ναυτική επιχείρηση που συγκροτούσε το (αγωγικό) πλοίο και εκτός από την απόλαυση των κερδών επωμιζόταν και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Ειδικότερα, αυτή προέβαινε στην επάνδρωση του πλοίου και στη ναυτολόγηση των μελών του πληρώματος, στην ανάληψη των υποχρεώσεων έναντι τρίτων και κατά πρώτο λόγο των μελών του πληρώματος ως προς τις απαιτήσεις που απέρρεαν από τη ναυτολόγησή τους. Το γεγονός ότι η δεύτερη εναγομένη επάνδρωνε και ναυτολογούσε το πλήρωμα του πλοίου στο όνομα και για λογαριασμό της, ενώ επιπλέον αναλάμβανε τις ανωτέρω υποχρεώσεις έναντι των μελών του ως άνω πληρώματος, προκύπτει τόσο από την ανωτέρω σύμβαση ναυτικής εργασίας, που αφορά τον Μ. Π., η οποία καταρτίστηκε από τη δεύτερη εναγομένη, χωρίς να αναφέρεται σ’ αυτήν η πρώτη εναγόμενη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, ούτε ότι η δεύτερη εναγομένη ενεργούσε για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, όσο και από τις καταθέσεις των μαρτύρων … και …, οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια της διερεύνησης του θανάτου του Π. από τις Αρχές στη Σεβαστούπολη, σύμφωνα με τις οποίες οι ανωτέρω ναυτικοί είχαν προσληφθεί από τη δεύτερη εναγομένη, και στις οποίες ουδεμία αναφορά γίνεται στην πρώτη εναγομένη. Αλλά και ουδόλως προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι η δεύτερη εναγομένη ενεργούσε για λογαριασμό της πρώτης. Έτσι, την παραπάνω δραστηριότητά της από την οποία ανακύπτει και ο κυρίαρχος ρόλος της, την ανέπτυσσε η δεύτερη εναγομένη για την εκμετάλλευση του αγωγικού πλοίου για δικό της αποκλειστικό λογαριασμό, η δε πρώτη εναγομένη τυπικά και μόνο, κατά την ακολουθούμενη σε ευρεία κλίμακα στους ναυτιλιακούς κύκλους πρακτική φερόταν ως πλοιοκτήτρια του αγωγικού πλοίου. Ας σημειωθεί δε, ότι από κανένα από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν προέκυψε ότι η πρώτη εναγομένη έχει αναπτύξει οιαδήποτε συναλλακτική οργάνωση και δράση ή επιχειρηματική δραστηριότητα εν γένει, ή ότι ασκούσε τη νομή του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Αντιθέτως, η μόνη πράξη στην οποία αποδεικνύεται ότι έχει προβεί η εν λόγω εναγομένη είναι η ανάθεση της διαχείρισης του ένδικου πλοίου της στη δεύτερη εναγομένη (βλ. την από 30-12-2011 επιστολή του Διευθυντή της πρώτης εναγομένης, Ι. Γ., προς τη δεύτερη εναγομένη). Σημειωτέον, επίσης, ότι ο εν λόγω νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης τυγχάνει υπάλληλος της δεύτερης εναγομένης, όπως προκύπτει από τον πίνακα προσωπικού της τελευταίας έτους 2014 που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα. Εξάλλου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην έκδοση του Ελληνικού Ναυτικού Οδηγού για το έτος 2016, το επίδικο πλοίο εμφανιζόταν να ανήκει στην πρώτη εναγομένη και να έχει διευθυντή (manager – director) τον Π. Λ. και να εκπροσωπείται στην Ελλάδα από τη δεύτερη εναγομένη που επίσης είχε ως διευθυντή (manager – director) τον Π. Λ., καθώς και τον …. Από το σύνολο των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η δεύτερη εναγομένη ήταν εφοπλίστρια του πλοίου … και ουσιαστική εργοδότρια του Μ. Π., κι επομένως η σχετική ένσταση περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως, που προβάλει αυτή (δεύτερη εναγομένη) είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο Μ. Π. περί τις 02:30 της 13-08-2013 βρέθηκε να κείτεται νεκρός με σημάδια βίαιου θανάτου στο μπάνιο της καμπίνας του, η οποία βρισκόταν στο δεύτερο κατάστρωμα του πλοίου … και το οποίο κατά το χρόνο εκείνο βρισκόταν εν πλω κενό φορτίου μεταξύ της Goa της Ινδίας και του λιμένα προορισμού φόρτωσης την Constanta της Ρουμανίας. Σημειωτέον ότι το πλήρωμα του πλοίου … αποτελούνταν από 18 άτομα, 17 Ουκρανοί και ένας Ρώσος πολίτης, μεταξύ των οποίων και ο Π.. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η καμπίνα του μάγειρα του πλοίου K.. N.S. και του θαλαμηπόλου Π. βρίσκονταν στον ίδιο κατάστρωμα και ήταν παρακείμενες. Την νύχτα της 13ης Αυγούστου 2013 ο μάγειρας του πλοίου K.. N.S ξύπνησε από παράξενους ήχους και ανακάλυψε ότι η καμπίνα του ήταν γεμάτη νερό με ίχνη αίματος που έβγαινε από την καμπίνα του Π.. Ο K.. N.S. προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα της καμπίνας του Π., αλλά δεν τα κατάφερε. Στις 2:35 ο μάγειρας κάλεσε την γέφυρα πλοήγησης του πλοίου και ανέφερε το περιστατικό στον K… υποπλοίαρχο της βάρδιας. Στις 02:36 ο … κάλεσε τον λοστρόμο M… με εντολή να ανοίξει την πόρτα του ντους και έστειλε επίσης για βοήθεια τον ναύτη της βάρδιας/φύλακα (watch sailor) V… Επίσης στις 2:37 ο Ko… κάλεσε τον πλοίαρχο του πλοίου τον A…και κάλεσε για βοήθεια τον 3ο αξιωματικό του Πλοίαρχου B…. Στις 2:40 άνοιξαν την πόρτα του ντους και βρέθηκε το σώμα του Π., ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα και ακουμπούσε την πόρτα του ντους, η οποία ανοίγει προς τα μέσα, και αυτός ήταν ο λόγος που δεν μπορούσαν να ανοίξουν την πόρτα. Παντού μέσα στο μπάνιο υπήρχαν αίματα (ακόμη και στους τοίχους και την οροφή του μπάνιου), το μεταλλικό σπιράλ του τηλέφωνου του ντους είχε διαλυθεί και καταστραφεί, ενώ στη ντουζιέρα υπήρχε μεγάλη ποσότητα ατμού, αφού από τη βρύση έτρεχε καυτό νερό, στο πάτωμα δε υπήρχε πολύ νερό με αίμα. Ο Π. δεν είχε σημεία ζωής (αναπνοή και σφυγμό), το σώμα του ήταν σκληρό και με κυανή απόχρωση, ενώ σε αυτό παρατηρήθηκαν πληγές από κοψίματα στο χέρι και στη βουβωνική χώρα. Αμέσως ενημερώθηκε τηλεφωνικά η δεύτερη εναγομένη από τον Πλοίαρχο του πλοίου για το περιστατικό, μετά δε από εντολή της έπλυναν τη σορό του Π. με σαπούνι και νερό, τον τύλιξαν με ένα σεντόνι και τον τοποθέτησαν στο θάλαμο των ψαριών σε θερμοκρασία 4 βαθμών Κελσίου. Ακολούθως το πλοίο παρέκκλινε της πορείας του και η σορός του ανωτέρω αποβιβάστηκε στην Aqaba της Ιορδανίας στις 20-08-2013, εν συνεχεία δε μεταφέρθηκε στο Αμμάν, στο Εθνικό Ινστιτούτο Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Υπουργείου Υγείας του Χασεμιτικού Βασίλειου της Ιορδανίας, όπου στις 25/08/2013 έγινε νεκροψία. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της υπ’ αριθμ. 1075/2013/AP/SHM/MSZ/SH/25-08-2013 ιατροδικαστικής έκθεσης των Ιατροδικαστών της Ιορδανίας, διαπιστώθηκαν κατά την εξωτερική εξέταση του πτώματος του Π. τα εξής: αποκολλήσεις δέρματος σε όλη την πλάτη, σε περιοχές του αριστερού άνω άκρου, του δεξιού άνω ώμου, του δεξιού βραχίονα, της οπίσθιας πλευράς των κάτω άκρων και της οπίσθιας πλευράς του κορμού, επίσης περιλαμβάνουν τα χέρια και τα πόδια, καταλαμβάνουν το 60% του σώματος, εκδορές με μώλωπες στα τοιχώματα της δεξιάς πλευράς και εκδορές με μώλωπες στην οπίσθια πλευρά του δεξιού αυτιού, εκδορά με μώλωπες στο αριστερό μάγουλο και κηλίδες αίματος στο αριστερό μάτι, μια εκδορά με μώλωπα στο εμπρόσθιο μέρος του δεξιού αυτιού και άλλη μία εκδορά με μώλωπα στο οπίσθιο τμήμα του δεξιού αυτιού, μώλωπας στο άνω μέρος του στήθους στην ένωση με τον ώμο, μώλωπας στο άνω μέρος του αριστερού ώμου, τρεις επιφανειακές πληγές από κοψίματα στο δεξί μέρος του λαιμού, που έχουν μήκος μεταξύ 6-8 εκ., μία επιφανειακή πληγή από κόψιμο στον δεξιό κρόταφο, που εκτείνεται μέχρι το δεξί αυτί, μώλωπας μήκους 2 εκ. στην οπίσθια πλευρά του κεφαλιού, αρκετές συνεχόμενες πληγές στο άνω ένα τρίτο του δεξιού βραχίονα, αρκετές πληγές από κοψίματα κάποιες επιφανειακές και άλλες βαθιές στις παλάμες των χεριών. Με τη διενέργεια της παραπάνω νεκροψίας, διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: Μώλωπας στην πίσω πλευρά του δέρματος του κεφαλιού, τα οστά του κρανίου δεν έχουν κατάγματα, ο εγκέφαλος και οι μεμβράνες του δεν αιμορραγούν, το μέγεθός του είναι 1500 γρ., το άνω στρώμα της γλώσσας είναι λευκό και αποκολλάται εύκολα, έντονο οίδημα στις αμυγδαλές μέχρι την απόφραξη της επιγλωττίδας που έχει οίδημα, οι μύες του λαιμού, οι ιστοί και τα οστά δεν έχουν μώλωπες και κατάγματα, περιλαμβανομένων και του υοειδούς οστού και του αδένα του προσαγωγού, υπάρχουν υπολείμματα φαγητού 200 κυβικών εκ. από την αριστερή πλευρά του στήθους με μία τρύπα στον οισοφάγο, διαμέτρου περίπου 3 εκ. προς το διάφραγμα από την αριστερή πλευρά, απόφραξη στον αεραγωγό στα τοιχώματά του που γειτνιάζουν με τον οισοφάγο, ο οισοφάγος έχει μαύρες και κόκκινες αποφράξεις από την άνω πλευρά, κηλίδες αίματος στην επιφάνεια των πνευμόνων με συμφόρηση και οίδημα, το βάρος τους είναι 1470 γρ., το μέγεθος της καρδιάς είναι φυσιολογικό, με κηλίδες αίματος στην επιφάνειά της, οι τρεις στεφανιαίες αρτηρίες είναι φυσιολογικές, το βάρος της είναι 340 γρ.. Επίσης διαπιστώθηκε ότι τα τοιχώματα της μεμβράνης του στομάχου έχουν έντονη συμφόρηση, το στομάχι περιέχει μικρή ποσότητα υγρών αποβλήτων χωρίς γεύση ή οσμή, όλες οι μεμβράνες του στομάχου έχουν συμφόρηση. Δεν υπάρχει συγκέντρωση υγρών στην κοιλότητα του στομάχου. Τα αποτελέσματα δε της ανωτέρω ιατροδικαστικής έκθεσης είναι ότι οι μώλωπες και οι εξωτερικές πληγές που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι επιφανειακές και δεν εισχώρησαν στους μύες, επηρέασαν το δέρμα μόνο, χωρίς να προκαλέσουν οποιονδήποτε τραυματισμό στα ζωτικά όργανα του σώματος και δεν προκάλεσαν ή βοήθησαν στην πρόκληση του θανάτου, οι πληγές στα χέρια είναι βαθιές, προκλήθηκαν από αιχμηρό αντικείμενο, ο μώλωπας στο πίσω μέρος του κρανίου είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης με ένα συμπαγές αντικείμενο, αλλά δεν προκάλεσε κάταγμα στο κρανίο, αιμορραγία των μεμβρανών του εγκεφάλου ή μώλωπα στα στοιχεία του εγκεφάλου, οι αποκολλήσεις του δέρματος είναι αποτέλεσμα βρασμού σε καυτό υγρό, όπως το νερό ή οι υδρατμοί του καυτού νερού. Δεν υπάρχει δε καμία ένδειξη ότι αυτό το έγκαυμα προϋπήρχε του θανάτου. Διαπιστώθηκε επίσης ότι το αλκοόλ στο αίμα ήταν 249 mg/100 ml που είναι υψηλό ποσοστό και επιβεβαιώνει ότι ο θανών ήταν πάρα πολύ μεθυσμένος. Ακόμα η νεκροψία έδειξε αποκόλληση του εξωτερικού τμήματος της γλώσσας, οίδημα των αμυγδαλών και οίδημα της επιγλωττίδας σε τέτοιο βαθμό που προκάλεσε ασφυξία. Διαπιστώθηκε επιπλέον ότι οι κηλίδες αίματος στο αριστερό μάτι είναι αποτέλεσμα του φραγμού των ανώτερων αεραγωγών εξαιτίας επιβλαβούς αλκαλικού υγρού και οι αποφράξεις και η τρύπα στον οισοφάγο μπορούν να προκαλέσουν θάνατο. Η γλώσσα, οι αμυγδαλές, η επιγλωττίδα, ο οισοφάγος και το στομάχι υποδεικνύουν κατάποση ενός επιβλαβούς αλκαλικού υγρού, που είχε ως αποτέλεσμα οίδημα της επιγλωττίδας, διάλυση των ιστών που περιβάλλουν τον οισοφάγο και το στομάχι και ύπαρξη ξένων σωμάτων, που δείχνουν ότι υπάρχει τρύπα στο κατώτερο τμήμα του οισοφάγου, με συνέπεια τα περιεχόμενα του στομάχου να έχουν πάει στην κοιλότητα του στήθους, και έτσι οδήγησαν στον θάνατο σε συνδυασμό με τη χρόνια φλεγμονή στα τοιχώματα του στομάχου, χωρίς παρόλα αυτά, να μπορούν οι ιατροδικαστές να βεβαιώσουν ότι η κατάποση αυτού του επιβλαβούς αλκαλικού υγρού, που προκάλεσε τον θάνατο, συνέβη κατά λάθος ή δόθηκε στον θανόντα από άλλο άτομο. Ως αιτία δε του θανάτου θεωρήθηκε η κατάποση επιβλαβούς αλκαλικού υγρού, ενώ ως άμεση αιτία αυτού (θανάτου) ανεγράφη στο πιστοποιητικό θανάτου η καρδιακή ανακοπή προκληθείσα από βλάβη στο αναπνευστικό σύστημα. Στις 10-09-2013 το σώμα του Μ. Π. μεταφέρθηκε στο Γραφείο Ιατροδικαστικής της Σεβαστούπολης. Σύμφωνα με τα υπ’ αριθμ.1184/ 31-10-2013 συμπεράσματα του Γραφείου Ιατροδικαστικής της Σεβαστούπολης, κατά την εξέταση του σώματος του Π. ανιχνεύτηκαν τραυματισμοί με τη μορφή των εκδορών στην εμπρόσθια επιφάνεια του λαιμού, στην δεξιά επιφάνεια του θώρακα, μώλωπες στο κεφάλι, στο στήθος, στα κάτω άκρα, αιμορραγία στους μαλακούς ιστούς του κεφαλιού, του λαιμού στα αριστερά, του αριστερού γλουτιαίου μυ και του αριστερού γαστροκνήμιου μυ, που σχηματίστηκαν εν ζωή. Επίσης κατά την εξέταση του σώματος βρέθηκαν πολλαπλές πληγές στις παλαμιαίες επιφάνειες του δεξιού και του αριστερού καρπού. Η Ιατροδικαστική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων απέφυγε να καθορίσει τα αίτια του θανάτου του Π. λόγω απουσίας των αποτελεσμάτων της αρχικής ιατροδικαστικής εξέτασης του σώματος και των αποτελεσμάτων των πρόσθετων εργαστηριακών ερευνών, καθώς και λόγω του παγώματος των εσωτερικών οργάνων και μαλακών ιστών, αυτολυτικών (πτωματικών προχωρημένων) αλλαγών και της συνολικής ταρίχευσης με συντηρητικό υγρό. Εν συνεχεία το Τμήμα Έρευνας του Υπουργείου Εσωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας στη Σεβαστούπολη αποφάσισε την άσκηση ποινικής δίωξης για την εγκληματική ενέργεια σε βάρος του Π., στα πλαίσια δε της έρευνας αυτής δόθηκε εντολή να διενεργηθεί μεταθανάτια ψυχολογική και ψυχιατρική ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Π. υπέστη κατά τη διάρκεια της ζωής του κάποια ψυχική διαταραχή και σε ποια ψυχολογική κατάσταση βρισκόταν κατά την περίοδο πριν το θάνατό του. Τα συμπεράσματα δε της πραγματογνωμοσύνης αυτής ήταν ότι ο Π. κατά την περίοδο που προηγήθηκε του θανάτου του ήταν σε δυναμική ψυχική κατάσταση (χωρίς κατάσταση και προσωπικούς παράγοντες κινδύνου για αυτοκτονική συμπεριφορά), όπως αποδεικνύεται από την ικανοποίησή του για τον εαυτό του και τη δική του κατάσταση, την απουσία τραυματικών συνθηκών, ιδίως υποκειμενικών ακραίων καταστάσεων, από ύπαρξη σχεδίων για το μέλλον, από ένα επαρκές επίπεδο προσαρμογής του, από απεριόριστο ρεπερτόριο στρατηγικών αντιμετώπισης, από την ψυχολογική σταθερότητα και ισορροπία του. Επίσης ότι δεν έπασχε από οποιαδήποτε χρόνια ψυχική ασθένεια ή άλλη ψυχική διαταραχή, δεν βρισκόταν σε κάποια επώδυνη/νοσηρή προσωρινή κατάσταση, ενώ δεν ανιχνεύθηκαν αυτοκαταστροφικές τάσεις. Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων αποδείχθηκε ότι ο θάνατος του Π. οφείλεται σε εγκληματική ενέργεια αγνώστου μέλους του πληρώματος στην οποία αυτό προέβη για λόγους που δεν έχουν εισέτι διακριβωθεί. Το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην κρίση του αυτή, αφού έλαβε υπόψη του αφενός το γεγονός ότι ο θάνατος του ανωτέρω προήλθε από κατάποση επιβλαβούς αλκαλικού υγρού και αφετέρου τα τραύματα που έφερε στο σώμα του. Όσον αφορά στον ισχυρισμό των εναγομένων ότι ο θάνατος του Π. προήλθε από κατανάλωση υγρού που περιείχε αιθυλική αλκοόλη ως υποκατάστατο ποτού, αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθόσον η ιατροδικαστική έκθεση αναφέρει σαφώς ως αιτία θανάτου «κατάποση επιβλαβούς αλκαλικού υγρού» κι όχι αιθυλικής αλκοόλης. Πρόκειται δε για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, αφού η αιθυλική αλκοόλη προέρχεται ή παρασκευάζεται από αιθύλιο, προϊόντα δε που περιέχουν την ουσία αυτή είναι μεταξύ άλλων τα αντισηπτικά, οι λοσιόν, οι κολώνιες, τα αντιβακτηριδιακά και η ακετόνη, ενώ αλκαλικός είναι αυτός που σχετίζεται με τα αλκάλια, βρίσκεται δε στα προϊόντα καθαριότητος, τις καθαριστικές ουσίες αποχετευτικών αγωγών (υπονόμων, οχετών κλπ), στα απορρυπαντικά πιάτων και στους συσσωρευτές μπαταριών. Άλλωστε η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας αιθυλικής αλκοόλης μπορεί να προκαλέσει οξεία δηλητηρίαση και τοξικό σοκ, ενώ η κατάποση καυστικών ουσιών (αλκαλικού υγρού) προκαλεί διάχυτες κακώσεις εντοπιζόμενες στα χείλη, τη στοματική κοιλότητα, το φάρυγγα και τις ανώτερες αεροφόρους οδούς, η επίδραση δε των ουσιών αυτών στον οισοφάγο ευθύνονται για σοβαρότερες κακώσεις, αλλά και για απώτερες επιπλοκές. Εν προκειμένω στην από 25-08-2013 ιατροδικαστική έκθεση δεν περιγράφονται συμπτώματα οξείας δηλητηρίασης από αιθυλική αλκοόλη, αλλά αντιθέτως αναφέρεται σαφώς ότι «η γλώσσα, οι αμυγδαλές, η επιγλωττίδα, ο οισοφάγος και το στομάχι υποδεικνύουν κατάποση ενός επιβλαβούς αλκαλικού υγρού, που είχε ως αποτέλεσμα οίδημα της επιγλωττίδας, διάλυση των ιστών που περιβάλλουν τον οισοφάγο και το στομάχι και ύπαρξη ξένων σωμάτων, που δείχνουν ότι υπάρχει τρύπα στο κατώτερο τμήμα του οισοφάγου, με συνέπεια τα περιεχόμενα του στομάχου να έχουν πάει στην κοιλότητα του στήθους, και έτσι οδήγησαν στον θάνατο», χωρίς να καταλείπονται ούτω αμφιβολίες ότι υπήρξε κατανάλωση αλκαλικού υγρού και όχι αιθυλικής αλκοόλης. Σημειωτέον δε στο σημείο αυτό ότι οι εναγόμενες προσκομίζουν την από 27-09-2013 έκθεση έρευνας της Roxburg Forensics, στην οποία αναφέρεται ότι ο Π. κατανάλωσε υποκατάστατα αλκοόλης με υψηλή περιεκτικότητα αλκοόλης που προκάλεσε βλάβη στα εσωτερικά του όργανα προκαλώντας του πνιγμό. Η έκθεση όμως αυτή δεν αναφέρει ούτε τι είδους εταιρεία είναι η συγκεκριμένη που διεξήγαγε την έρευνα, ούτε τι ειδικότητα και γνώσεις έχει ο φερόμενος ως συντάξας αυτήν (έκθεση) P.. B.., ενώ δεν προσκομίζεται καν το πρωτότυπο αυτής, αλλά ένα απλό αντίγραφο, το οποίο δεν φέρει καν την υπογραφή του ανωτέρω και συνεπώς δεν μπορεί να συναχθεί με ασφάλεια ότι πράγματι η έκθεση αυτή έχει συνταχθεί από τον P… B….. Πέραν των ανωτέρω όμως, για τη σύνταξη της έκθεσης αυτής δεν εξετάσθηκε το πτώμα του Π., ενώ δεν προσκομίζονται έγγραφα, φωτογραφίες, ούτε καταθέσεις μαρτύρων βάσει των οποίων εξήχθησαν τα συμπεράσματα της έρευνας. Προκειμένου δε να οδηγηθεί ο συντάξας αυτήν στο επιθυμητό αποτέλεσμα, παραποιούνται τα ευρήματα και η αιτία θανάτου που αναφέρονται στην ως άνω ιατροδικαστική έκθεση,. Ειδικότερα αναφέρεται στην από 27-09-2013 έκθεση έρευνας ότι «η έκθεση των παθολόγων της Ιορδανίας κατέληξε κατηγορηματικά ότι ο θανών είχε υψηλά επίπεδα αιθυλικής αλκοόλης στο αίμα του και ότι αυτό το επιβλαβές αλκαλικό υγρό (αιθυλική αλκοόλη) προκάλεσε το θάνατό του», ενώ όπως προεκτέθηκε η ιατροδικαστική έκθεση δεν συσχετίζει το υψηλό ποσοστό αλκοόλ που βρέθηκε στον οργανισμό του Π. με το θάνατό του, αφού δεν αναφέρει ότι αυτός προήλθε από αιθυλική αλκοόλη, αλλά από επιβλαβές αλκαλικό υγρό. Για τους ανωτέρω λόγους η από 27-09-2013 έκθεση έρευνας δεν θα ληφθεί υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Περαιτέρω, παρότι δεν έχει αποδειχθεί ακόμα ποιο ή ποια μέλη του πληρώματος εμπλέκονται στο θάνατο του Π., από τις καταθέσεις των γονέων του στα πλαίσια της Ιατροδικαστικής ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης που αναφέρθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι υπήρχε σύγκρουση του Π. με το λοστρόμο, αν και τα μέλη του πληρώματος … και … στις καταθέσεις τους ενώπιον των Αρχών της Σεβαστούπολης ανέφεραν ότι δεν είχαν παρατηρήσει κάτι σχετικά. Πάντως ο … κατέθεσε ότι μετά το θάνατο του Π. όλα τα μέλη του πληρώματος ήταν σιωπηλά, ότι μάλλον φοβόντουσαν να εντοπίσουν εκείνον ο οποίος θα μπορούσε να είχε σχέση με τον θάνατο του Π. και ότι όλοι ξεκίνησαν να κλειδώνουν τις καμπίνες τους, ενώ ο V… στην από 27-08-2014 κατάθεσή του ανέφερε ότι πίστεψε ότι ο θάνατος του Π. έχει εγκληματικό χαρακτήρα και μπορεί να εμπλέκονται στο θάνατό του ο …, είτε ο μάγειρας, ίσως και ο R…., επειδή ο Π. επικοινωνούσε βασικά μαζί τους. Ενόψει όλων των παραπάνω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο θανών υπέστη εργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του άρθρου του Ν. 551/1915, διότι ανεξαρτήτως του ότι τούτο δεν ήταν άμεση συνέπεια της εκτελέσεως της εργασίας του, συνδέεται όμως με αυτήν, με σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Συγκεκριμένα, λόγω της εργασίας του θανόντος, δημιουργήθηκαν οι αναγκαίες συνθήκες για την επέλευση του ατυχήματος, οι οποίες, χωρίς την ύπαρξη της εργασίας αυτής, δεν θα ελάμβαναν χώρα (ΑΠ 799/2001, ΕφΠειρ 249/2015, ΕφΠειρ 1065/2000 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), καθώς η βλαπτική συμπεριφορά του αγνώστου μέλους του πληρώματος σε βάρος του Π., που συνέβη μέσα στο πλοίο, όταν κανένας άλλος εκτός του πληρώματος δεν βρισκόταν σε αυτό, δεν εκδηλώθηκε απλώς με την ευκαιρία της υπηρεσίας του στο παραπάνω πλοίο, αλλά εκδηλώθηκε εξαιτίας αυτής και οφείλετο σε αίτια άμεσα σχετιζόμενα με αυτήν, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του γεγονότος ότι τα μέλη του πληρώματος δεν γνωρίζονταν εκ των προτέρων, αποτελούσε δε κατάχρηση αυτής, με αποτέλεσμα να υφίσταται, παράλληλη, από την πρόστηση, ευθύνη των εναγομένων (ΑΠ 957/2003, ΑΠ 799/2001, ΕφΠειρ 249/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτι περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 αρ. 5, 6 αρ. 2 περ. β` και 4 παρ. 2 Ν. 551/1915, προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου η αποζημίωση περιλαμβάνει τους μισθούς πέντε ετών, εάν δε το σύνολο των μισθών των πέντε ετών υπερβαίνει το 1.000.000 δραχμές (2.934,70 ευρώ) προστίθεται στο ποσό του 1.000.000 δραχμών το ένα τέταρτο αυτής της υπερβάσεως. Εάν ο παθών δεν κατέλιπε κατιόντες το διαθέσιμο ποσό της αποζημιώσεως περιέρχεται στους απομένοντες και ζώντες σε βάρος του παθόντος ανιόντες. Για τον καθορισμό της αποζημιώσεως το έτος θεωρείται πλήρες. Εάν ο παθών, όταν αυτός δεν είναι μαθητευόμενος και έχει συμπληρώσει το 21° έτος, απασχολήθηκε για χρονικό διάστημα μικρότερο των δώδεκα μηνών, ως βάση του υπολογισμού της αποζημιώσεως λαμβάνεται η πραγματική αντιμισθία που έλαβε από της προσλήψεως του, αυξημένη κατά το ποσό της αντιμισθίας την οποία, κατά το χρονικό διάστημα το απαιτούμενο προς συμπλήρωση του προ του ατυχήματος δωδεκαμήνου, μπορούσε αυτός να λάβει με βάση τη μέση αντιμισθία εργατών ή υπαλλήλων της ίδιας κατηγορίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Μ. Π., απασχολήθηκε στο ένδικο πλοίο από τις 11-06-2013 έως τις 13-08-2013, έχοντας συμπληρώσει υπηρεσία 2,06 μηνών. Ο συμφωνηθείς μηνιαίος μισθός του ανερχόταν στο ποσό των 1.300 δολαρίων Η.Π.Α. (βλ. από 27-05-2013 σύμβαση εργασίας). Ωστόσο, σύμφωνα με την από 8-11-2010 Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων 4.500 ΤDW και άνω, που κυρώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 3525.1.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄123/9-2-2011), ισχύει από 1-1-2010 (ΕφΠΕιρ 249/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και είναι αυτοδικαίως εφαρμοστέα στην ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας (άρθρα 83 εδ. α΄ ΚΙΝΔ και 1 παρ. 1,3 και 5 παρ. 1 του α.ν. 3276/1944 «περί συλλογικών συμβάσεων εν τη ναυτική εργασία», βλ. ΟλΑΠ 46/1987 Δνη 1988,101, ΕΕμπΔ 1989,274, ΑΠ 222/1990 ΕΕργΔ 1990,773, ΑΠ 871/1989 Δνη 1991,527, ΕφΠειρ 249/2015, ΕφΠειρ 220/2010, ΕφΠειρ 745/2008, ΕφΠειρ 869/2007, ΕφΠειρ 77/2006, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι μηνιαίες αποδοχές του θανόντος ως θαλαμηπόλου, κατά το χρονικό διάστημα από 11-06-2013, που ναυτολογήθηκε, μέχρι 13-08-2013, που συνέβη το ένδικο ατύχημα, έπρεπε να ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 2.407,69 ευρώ {βασικός μισθός (άρθρ.1 παρ.10β) 1.070,83 ευρώ + διορθωτικό επίδομα (άρθρο 2 παρ. 1) 18,95 ευρώ + επίδομα Κυριακών 22% του βασικού μισθού (άρθρο 2 παρ. 2) 235,58 ευρώ + επίδομα κατώτερου πληρώματος (άρθρο 2 παρ. 3) 87,06 ευρώ + αντίτιμο τροφής (άρθρο 15) 410,70 ευρώ (13,69 ευρώ Χ 30 ημέρες) + αναλογία αδείας μετά τροφοδοσίας (άρθρο 16) 584,57 ευρώ}. Σημειωτέον ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο θανών πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία τεσσάρων ωρών τις καθημερινές και τις Κυριακές και δώδεκα ωρών τα Σάββατα και τις αργίες. Όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έγγραφη σύμβαση εργασίας του, συμφωνήθηκε ο θανών να λαμβάνει μηνιαίως κλειστές υπερωρίες ποσού 433 δολαρίων ΗΠΑ. Ωστόσο, δε συνάγεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, αν οι υπερωρίες αυτές πραγματοποιούνταν κάθε μήνα ή τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα ή τις αργίες, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να υπολογίσει με την ειδική αμοιβή υπερωρίας, που προβλέπει η οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., το ποσό που δικαιούταν ο θανών και να το συμπεριλάβει στις ως άνω μηνιαίες αποδοχές προς εξεύρεση της αποζημίωσης. Με βάση τα παραπάνω, η αντιμισθία που έλαβε ο θανών και θα μπορούσε να λάβει κατά το πριν το ένδικο ατύχημα δωδεκάμηνο (από 14-08-2012 έως 13-08-2013) ανέρχεται στο ποσό των 28.892,28 ευρώ (2.407,69 ευρώ X 12 μήνες ). Ο θανών, κατά το χρόνο θανάτου του, κατέλειπε ως πλησιέστερους συγγενείς του την ενάγουσα – μητέρα του Όλγα Π.α και τον πατέρα του Βιατσεσλάβ Π.. Οι γονείς του, όπως αποδείχθηκε έχουν λάβει διαζύγιο από το έτος 1996, ενώ από το έτος 2000 έως το θάνατό του ο Μ. Π. συγκατοικούσε στη Σεβαστούπολη με τη μητέρα του, την οποία συντηρούσε οικονομικά. Έτσι, η αποζημίωση που δικαιούται η ενάγουσα, με βάση το Ν. 551/1915, ανέρχεται στο ποσό των 38.316,37 ευρώ [(28.892,28 ευρώ/έτος Χ 5 έτη = 144.461,40 ευρώ – 2.934,70 ευρώ (το ισόποσο σε ευρώ του 1.000.000 δραχμών σύμφωνα με την υπ΄ αριθμ. 12406/05-08-1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Εμπορικής Ναυτιλίας και Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΦΕΚ Β΄884/19-08-1988) = 141.526,70 ευρώ: 4 = 35.381,67 ευρώ + 2.934,70 ευρώ = 38.316,37 ευρώ)]. Επιπλέον, εφόσον αποδείχθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, ότι συντρέχει πταίσμα και δη δόλος του προστηθέντος των εναγομένων εταιρειών, η ενάγουσα, μητέρα του θανόντος, δικαιούται να λάβει χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που δοκίμασε από το θάνατο του τέκνου της. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις ανωτέρω συντρέχουσες περιστάσεις, δηλαδή το βαθμό του πταίσματος του προστηθέντος, τις εν γένει συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα ο θάνατος του οικείου της, το βαθμό συγγενείας της, το στενό δεσμό αγάπης που τη συνέδεε με το θανόντα, την ηλικία του θανόντος (γεννηθείς στις 31-12-1985), τη μεγάλη στενοχώρια που της προκάλεσε ο αιφνίδιος θάνατος αυτού, δεδομένου και του γεγονότος ότι συγκατοικούσε με αυτόν και τη συντηρούσε οικονομικά, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, το Δικαστήριο κρίνει ότι το εύλογο ποσό που δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση η ενάγουσα ανέρχεται σε 70.000 ευρώ πλέον του ποσού των 50 ευρώ, το οποίο έχει επιφυλαχθεί να αξιώσει ενώπιον του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου, παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα. Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει η κρινομένη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον εκάστη, η μεν δεύτερη εναγομένη υπό την ιδιότητά της ως εφοπλίστρια του εν λόγω πλοίου, η δε πρώτη εναγομένη ως κυρία του πλοίου αυτού, η οποία ευθύνεται εις ολόκληρον με την εφοπλίστρια για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό, μόνον, όμως, δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, να καταβάλουν στην ενάγουσα συνολικώς το ποσό των 108.316,37 (38.316,37 + 70.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Η παρούσα πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, γενομένου κατά το μέρος αυτό δεκτού του σχετικού αιτήματος της ενάγουσας, καθώς η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα επιφέρει σημαντική ζημία σε αυτήν (άρθρα 907, 908 § 1 περ. δ’ ΚΠολΔ), δεδομένης και της κακής οικονομικής της κατάστασης, καθώς αυτή συντηρείτο από το θανόντα, όπως εκτέθηκε ανωτέρω. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων, λόγω της μερικής ήττας τους (άρθρα 178§1 και 191§2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες, εις ολόκληρον εκάστη (την πρώτη εναγομένη περιορισμένως δια του αναφερθέντος στο σκεπτικό πλοίου και μέχρι την αξία αυτού), να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εκατόν οκτώ χιλιάδων τριακοσίων δεκαέξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (108.316,37 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.
-ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση, ως προς την αμέσως προηγουμένη καταψηφιστική της διάταξη εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.
-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων (3.400) ευρώ.
ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 8 Νοεμβρίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ