Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   5080/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Ιουνίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Ν. Α. του Γ., κατοίκου Β. Α., και 2) Γ. Λ. (…) Α. (… του Ν., κατοίκου ομοίως, από τους οποίους ο πρώτος παραστάθηκε μετά και ο δεύτερος δια της πληρεξούσιάς τους δικηγόρου, Βάιας Στεργιοπούλου.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με έδρα στη Γ. Α., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου, Δημητρίου Ψυχάρη.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 11-7-2014 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γεν. αριθ. κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολές κατά τις δικασίμους της 3ης Φεβρουαρίου 2015 και 23ης Φεβρουαρίου 2016, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

                               ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Με την υπό κρίση αγωγή τους, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι, με σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτών και της εναγόμενης εταιρείας στις 21-5-2012, στην Γ. Α., ασφάλισαν το ανήκον στην κυριότητά τους, εξ αδιαιρέτου και κατά ποσοστό 50% σε έκαστο εξ αυτών, ταχύπλοο μηχανοκίνητο σκάφος αναψυχής με την επωνυμία … με σημαία ελληνική και εγγεγραμμένο στο Βιβλίο Μικρών Σκαφών του Λιμενικού Τμήματος Φλοίσβου του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, με αύξοντα αριθμό Τ.Π. 1258-Ι΄, η διάρκεια δε της εν λόγω ασφάλισης ορίσθηκε, κατόπιν ανανεώσεως του αρχικού ασφαλιστήριου συμφωνητικού, μέχρι τις 21-5-2013· ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 του εν λόγω ασφαλιστήριου συμβολαίου και συγκεκριμένα στην παρ. 7.1., ορίστηκε ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία αναλαμβάνει «την κάλυψη της απώλειας του σκάφους συνεπεία κλοπής», ενώ, μεταξύ των υποχρεώσεων της τελευταίας συγκαταλεγόταν αυτή του να καταβάλει σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου της κλοπής το συμφωνηθέν ασφάλισμα, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 23 και ειδικότερα στην παρ. 23.3. του προεκτιθέμενου ασφαλιστήριου συμβολαίου, ήτοι την εμπορική αξία του σκάφους κατά το χρονικό διάστημα της κλοπής˙ ότι, κατά τη χρονική περίοδο από τις 16-12-2012 μέχρι και τις 16-1-2013 και ενώ το προαναφερθέν σκάφος βρισκόταν ελλιμενισμένο στη Μαρίνα Γλυφάδας, εκλάπη αυτό από αγνώστους και έτσι επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση, την οποία γνωστοποίησαν οι ίδιοι (ενάγοντες) αμέσως στην εναγομένη. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητούν, όπως παραδεκτά περιορίστηκε με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, κατ’ άρθρο 223 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, το καταψηφιστικό αίτημά τους σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να τους καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως ασφαλιστική αποζημίωση, το συνολικό ποσό των 115.616,00 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η εμπορική αξία του επίδικου σκάφους κατά την ημερομηνία της προεκτιθέμενης κλοπής του (96.316,00 ευρώ), πλέον των εξόδων που απαιτήθηκαν για τη μεταφορά του από τις Η.Π.Α. όπου αυτό (σκάφος) αγοράστηκε, ύψους 3.500,00 ευρώ, και εκτελωνισμού του και φόρου πολυτελείας που ανέρχονται σε 15.800,00 ευρώ, και ειδικότερα σε έκαστο εξ αυτών (εναγόντων) το ποσό των 57.808,00 ευρώ. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 9, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ. 2 και 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1α, 2, 3Β περ. θ΄ του ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της κρινόμενης διαφοράς), είναι δε, ενόψει και της σχετικής ρήτρας που έχει διατυπωθεί στο αρχικό και στο ανανεωτήριο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, σύμφωνα με την οποία η ένδικη σύμβαση ασφαλίσεως διέπεται από τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 340, 345, 346, 361 ΑΚ, 1, 2, 3, 7, 11 και 25 Ν. 2496/1997 «Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις», πλην του αιτήματος επιδίκασης των εξόδων μεταφοράς του επίδικου σκάφους ύψους 3.500,00 ευρώ και εκτελωνισμού αυτού και φόρου πολυτελείας που ανέρχονται σε 15.800,00 ευρώ, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο, ενόψει του ότι, σύμφωνα και με τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, με τη συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, συμφωνήθηκε ότι η αξία που αποζημιώνεται είναι η τρέχουσα αξία που είχε το σκάφος κατά το χρόνο της κλοπής του και όχι το ποσό που αναγράφεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ως ανώτατο ποσό της ασφαλιστικής κάλυψης ή το ποσό που απαιτείται για να αποκτηθεί από τους ενάγοντες καινούργιο σκάφος παρόμοιων χαρακτηριστικών σε σχέση με αυτό που κατά τους ισχυρισμούς τους απώλεσαν (βλ. και τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2496/1997, σύμφωνα με τις οποίες αποκαθιστάται η τρέχουσα αξία του πράγματος που ασφαλίστηκε και όχι η αξία του που δηλώθηκε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης). Επομένως, πρέπει η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, μετά τον κατά τα προεκτιθέμενα περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματός της σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου {άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 σε συνδ. με άρθ. 7 παρ. 3 του ν.δ. 1544/1942, όπως η παρ. 3 του ως άνω άρθ. 7 του ν.δ. 1544/1942 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 Ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016) και, σύμφωνα με την παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του}.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ΄ και δ΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 3994/2011, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή, για δε την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στις προθεσμίες της παρ. 3 του άρθρου 237 και του γ΄ εδ. του άρθρου 238, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες. Με τις διατάξεις αυτές εισήχθη στην τακτική διαδικασία ενώπιον κάθε πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η χρήση από τους διαδίκους ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου, εφόσον βέβαια για το αποδεικτέο θέμα επιτρέπονται μάρτυρες και τηρήθηκε η οριζόμενη από τις διατάξεις αυτές προϋπόθεση για την έγκυρη λήψη τους, δηλαδή η προηγούμενη, πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου που τις επικαλείται και προσκομίζει, παράλληλα δε τέθηκε όριο ως προς τον αριθμό των ενόρκων βεβαιώσεων που κάθε διάδικη πλευρά μπορεί να προσκομίσει και το δικαστήριο να λάβει υπόψη. Το όριο των τριών ενόρκων βεβαιώσεων ισχύει αθροιστικά και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης που κάθε διάδικο μέρος αποσκοπεί να υποστηρίξει ή να αντικρούσει με τις ένορκες βεβαιώσεις, δεν συνιστά δε ο περιορισμός αυτός αντίθεση προς τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν μεν το δικαίωμα της δικαστικής έννομης προστασίας στο πλαίσιο δίκαιης δίκης, δεν αποκλείουν όμως τη θέσπιση περιορισμών στην απόδειξη, εφόσον αυτοί δεν καταστρατηγούν, αλλά διασφαλίζουν τις αρχές της δίκαιης δίκης, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον περιορισμό των ενόρκων βεβαιώσεων, που στόχο έχει, εξαιτίας του επισφαλούς χαρακτήρα του αποδεικτικού αυτού μέσου, τη μεγαλύτερη δικαιϊκή ασφάλεια στις σοβαρές, κατά κανόνα, υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας. Αν προσκομισθούν από ένα διάδικο μέρος περισσότερες από τρεις ένορκες βεβαιώσεις, το δικαστήριο υποχρεούται να λάβει υπόψη τις τρεις πρώτες κατά τη σειρά επίκλησής τους, γιατί οι πέραν των τριών πρώτων προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις είναι, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ΄ και δ΄ ΚΠολΔ, ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και ως τέτοιο δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1456/2013, 1103/2011 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Όπως εξάλλου προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 εδ. γ΄ του άρθρου 270 ΚΠολΔ, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου είναι παραδεκτές, ως αποδεικτικά μέσα, εφόσον συντρέχουν αθροιστικώς οι προϋποθέσεις της δόσεως αυτών πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης και ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση. Αν λείπει έστω και μία από τις δύο αυτές προϋποθέσεις, η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη. Αν ο αντίδικος του εξετάζοντος που κλητεύθηκε δεν παραστεί, και στην έκθεση του ειρηνοδίκη ή στην πράξη του συμβολαιογράφου βεβαιώνεται ότι ο διάδικος αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις σχετικές εκθέσεις επίδοσης, η ένορκη βεβαίωση είναι παραδεκτή έστω και αν στην πράξη του συμβολαιογράφου ή ειρηνοδίκη δεν αναφέρεται η ώρα κατά την οποία δόθηκε (ΑΠ 1408/2003 ΕλλΔνη 2004. 1033). Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που έλαβαν χώρα νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα της σχηματισθείσας για την επίδικη κλοπή ποινικής δικογραφίας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. και ΑΠ 1506/2003 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 714/1993 ΕλλΔνη 1995. 95, 96), τις υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγόντων, Γ. Δ., Χ. Δ. και Ι. Χ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, Ε. Η., οι οποίες ελήφθησαν μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. 307 Δ/30-5-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Δημητρίου Γέμελου) και παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη, αν και δεν προκύπτει απ’ αυτές η ώρα καταθέσεως των μαρτύρων, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, αφού στις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις γίνεται ειδική μνεία ότι η εναγομένη εκλήθη νόμιμα να παραστεί κατά τη λήψη τους, ενώ η τελευταία (εναγομένη) δεν ισχυρίστηκε με τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της ότι οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις ελήφθησαν πριν περάσουν δύο εργάσιμες ημέρες ή σε διαφορετικό χρόνο από αυτόν που κλητεύθηκε (ΑΠ 1408/2003 ό.π.)., καθώς και από την υπ’ αριθ. 701/2-6-2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της εναγομένης, Ι. Π., ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών, Αριστείδη Νέζη, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων (βλ. την υπ’ αριθ. 6795 Γ΄/29-5-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Βασιλείου Χρήστου), μη λαμβανομένων υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων των υπ’ αριθ. 2625 και 2627/2-6-2017 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων των εναγόντων, Κωνσταντίνου Καραΐσκου και Θεοδώρου Καραμπάτη, ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών, Ε. Η., διότι, σύμφωνα και με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας, αυτές έπονται κατά τη σειρά επίκλησής τους των προεκτιθέμενων τριών ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων των εναγόντων, Γ. Δ., Χ. Δ. και Ι. Χ., και, συνεπώς, εξ αυτού του λόγου είναι ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες συνήψαν με την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία στην Γ. Α., στις 21-5-2012, τη με αριθμό συμβολαίου ανανέωσης … και αρχικού συμβολαίου … σύμβαση ασφαλιστικής κάλυψης του ανήκοντος στην κυριότητά τους (εναγόντων) εξ αδιαιρέτου και κατά ποσοστό 50% σε έκαστο, ταχύπλοου μηχανοκίνητου σκάφους αναψυχής με την επωνυμία … της αμερικανικής κατασκευάστριας εταιρείας …., έτους κατασκευής 2010, τύπου 262 ABACO, μήκους 7,98 μέτρων, πλάτους 2,69 μ. και βυθίσματος 0,90 μ., με δύο εξωλέμβιες μηχανές YAMAHA μοντέλου fl 150 Α ίππων έκαστη βενζινοκίνητες έτους 2010, με σημαία ελληνική και εγγεγραμμένο στο Βιβλίο Μικρών Σκαφών του Λιμενικού Τμήματος Φλοίσβου του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά με αύξοντα αριθμό Τ.Π. (Ταχύπλοο Πειραιά) 1258-Ι΄. Δυνάμει της ανωτέρω συμβάσεως και των επισυναπτόμενων σε αυτή όρων θαλάσσιας ασφάλισης ταχύπλοων σκαφών με στοιχεία CL.Y 103α (15.06.09), η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία ανέλαβε την ασφαλιστική κάλυψη του ως άνω επίδικου σκάφους, με ασφαλιζόμενη αξία για το ίδιο, τις μηχανές του, τα εξαρτήματα και τον εξοπλισμό του το ποσό των 85.00,00 ευρώ, για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, καθώς και την ευθύνη από τον κίνδυνο κλοπής του (σκάφους), σύμφωνα με το άρθρο 7 του ασφαλιστήριου συμβολαίου, όπου συγκεκριμένα ορίζεται ρητά στην παράγραφο 7.1. ότι η ασφαλιστική εταιρεία αναλαμβάνει «την κάλυψη του κινδύνου βλάβης ή απώλειας του σκάφους συνεπεία κλοπής», ενώ, μεταξύ των υποχρεώσεων της τελευταίας, συγκαταλεγόταν αυτή του να καταβάλει σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου της κλοπής το συμφωνηθέν ασφάλισμα, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 23 και ειδικότερα στην παρ. 23.3. του προεκτιθέμενου ασφαλιστήριου συμβολαίου, ήτοι την εμπορική αξία του σκάφους κατά το χρονικό διάστημα της κλοπής, η διάρκεια δε της εν λόγω ασφαλιστικής σύμβασης, τα ασφάλιστρα της οποίας ήταν πλήρως αποπληρωμένα εκ μέρους των εναγόντων με εφάπαξ καταβολή, ορίστηκε από τις 21-5-2012 έως τις 21-5-2013. Επιπλέον, συμφωνήθηκε πως η επίδικη ως άνω σύμβαση και οι όροι της θα διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Μάλιστα, στα προεκτιθέμενα ασφαλιστήρια συμβόλαια επισυνάφθηκαν και οι δηλώσεις εναντίωσης των εναγόντων, οι οποίες παραδόθηκαν στους τελευταίους μέσω της εταιρείας «ICI Ανώνυμη Εταιρεία Μεσιτών Ασφαλίσεων», συνεργαζόμενης μεσιτικής εταιρείας ασφαλίσεων με την εναγομένη, που είχε μεσολαβήσει για τη σύναψη της ένδικης σύμβασης, όμως αυτοί (ενάγοντες) δεν άσκησαν κανένα δικαίωμα εναντίωσης, αποδεχόμενοι πλήρως τους όρους της σύμβασης {βλ. επισυναπτόμενες δηλώσεις εναντίωσης, καθώς και την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της εναγομένης, Ι. Π., υπαλλήλου στο τμήμα αξιολόγησης και ανάληψης κινδύνων ασφαλίσεως αυτής (εναγομένης)}. Εξάλλου, με την ανωτέρω σύμβαση ασφαλίσεως και συγκεκριμένα με τον όρο 7.1. των Γενικών Όρων Ασφάλισης Ταχύπλοων Σκαφών με στοιχεία CL.Y103α (15.06.09), που έχει ενσωματωθεί, όπως προαναφέρθηκε, στο επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, προβλέφθηκε ότι «οι ασφαλιστές αναλαμβάνουν την κάλυψη του κινδύνου βλάβης ή απώλειας του σκάφους, συνεπεία κλοπής η οποία για τους σκοπούς του παρόντος θα νοείται ως η παράνομη ιδιοποίηση ή η απόπειρα παράνομης ιδιοποίησης του σκάφους, όπως αυτό ορίζεται στον πιο πάνω όρο 2.4., κι εφόσον πραγματοποιείται μετά από παραβίαση ή/και άσκηση κάποιας μορφής βίας ή απειλή βίας, η οποία να στρέφεται κατά προσώπων ή περιουσιών». Επομένως, συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι ασφαλισμένος κίνδυνος θα αποτελεί μόνον η βίαιη ή μετά από παραβίαση κλοπή του σκάφους και όχι οποιαδήποτε κλοπή που δεν συνοδεύεται με κάποιας μορφής βία. Όπως δε αποδείχθηκε περαιτέρω, στις 16 Ιανουαρίου 2013 και ενώ οι ενάγοντες βρίσκονταν στο εξωτερικό για επαγγελματικούς λόγους, ο φίλος τους Γεώργιος Δημητρόπουλος αντιλήφθηκε τυχαία την απουσία του προεκτιθέμενου σκάφους από τη θέση του στη Μαρίνα Γλυφάδας (Α030 θέση Α΄ Λεκάνη της Μαρίνας Γλυφάδας), και για αυτό το λόγο τηλεφώνησε αμέσως στον πρώτο εξ αυτών (εναγόντων) ειδοποιώντας τον σχετικά. Αυτός (πρώτος ενάγων), ευρισκόμενος στο εξωτερικό, ειδοποίησε αμέσως τηλεφωνικά τον ασφαλιστικό πράκτορα Χρήστο Μπουκουμάνη της συνεργαζόμενης με την εναγομένη ως άνω εταιρείας «ICI Ανώνυμη Εταιρεία Μεσιτών Ασφαλίσεων» και εν συνεχεία, μόλις επέστρεψε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στις 28-1-2013, υπέβαλε μήνυση κατά αγνώστων για κλοπή στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά και ειδικότερα στο Γ΄ Παράρτημα Ασφάλειας, για την οποία έχει ήδη σχηματιστεί η σχετική δικογραφία και με αριθμό πρωτοκόλλου (εξερχόμενου) 3112.100/07/13 παραπέμφθηκε αυτή από το Γ΄ Παράρτημα Ασφάλειας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας, ενώ, στις 29-1-2013, ο ίδιος (πρώτος ενάγων) υπέβαλε γραπτή σχετική δήλωση – γνωστοποίηση προς την εναγομένη για την κλοπή του σκάφους, προκειμένου να λάβει την αντίστοιχη αποζημίωση. Εντούτοις, στην προκείμενη περίπτωση, δεν προέκυψε ότι η προεκτιθέμενη κλοπή του σκάφους των εναγόντων αποτελούσε, σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα και συνομολογηθέντα σχετικώς μεταξύ των διαδίκων, ασφαλισμένο κίνδυνο, αφού αυτό θα είχε ως προϋπόθεση ότι η εν λόγω κλοπή έγινε με παραβίαση του ασφαλιζόμενου σκάφους ή του χώρου φυλάξεώς του ή με βία ή υπό την απειλή βίας για παράδειγμα κατά των ίδιων των εναγόντων ή των υπαλλήλων της Μαρίνας Γλυφάδας στην οποία ναυλοχούσε το σκάφος, ή αφού πρώτα έγινε διάρρηξη της εισόδου του σκάφους κλπ., γεγονός που δεν αποδείχθηκε ούτε οι ενάγοντες το επικαλούνται στην υπό κρίση αγωγή τους. Σύμφωνα, μάλιστα, με την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την εναγομένη, υπ’ αριθ. πρωτ. … βεβαίωση του Δήμου Γλυφάδας/γραφείο διαχείρισης Μαρίνας Γλυφάδας, το επίδικο σκάφος αναχώρησε στις 30-12-2012 από την εν λόγω μαρίνα προς άγνωστη κατεύθυνση και ουδέποτε επέστρεψε, ήτοι ο απόπλους του έγινε υπό φυσιολογικές συνθήκες και χωρίς να προκύπτει οιαδήποτε προηγούμενη παραβίαση ή άσκηση βίας. Εξάλλου, η μη χρήση οιασδήποτε μορφής βίας για την ως άνω κλοπή προκύπτει τόσο από την προαναφερθείσα από 29-1-2013 δήλωση κλοπής που υπέβαλε ο πρώτος των εναγόντων στην εναγομένη, όσο και από την από 28-1-2013 ένορκη κατάθεση του ίδιου (α΄ ενάγοντος) και από την από 14-2-2014 συμπληρωματική κατάθεσή του ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων της διοίκησης ασφαλείας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, στις οποίες ουδέν αναφέρεται περί κλοπής του ασφαλιζόμενου σκάφους με κάποιας μορφής παραβίαση ή με βίαια μέσα ή για την καθ’ οιονδήποτε τρόπο βίαιη αφαίρεση αυτού, αλλά απλώς δηλώνεται και καταγγέλλεται αντίστοιχα η «αφαίρεση» του σκάφους από το χώρο φύλαξης του. Απόρροια των ανωτέρω είναι η ένδικη αξίωση να μην καλύπτεται ασφαλιστικά από το καταρτισθέν μεταξύ των διαδίκων ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ενώ δεν προέκυψε ούτε οι ενάγοντες επικαλούνται, ως προς τον ασφαλιζόμενο στο ασφαλιστήριο αυτό κίνδυνο, ότι συμφωνήθηκε, με πρόσθετο όρο στην οικεία ασφαλιστική σύμβαση, ότι ασφαλίζεται και η απλή κλοπή, η παράνομη δηλαδή ιδιοποίηση του σκάφους που δεν συνοδεύεται από παραβίαση ή χρήση βίας (βλ. και ΕφΠειρ 679/2006 ΕΝΔ 2006. 506, 1592/1989 ΕΝΔ 18. 64). Κατ’ ακολουθίαν, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκαν περιστατικά που θεμελιώνουν την ασφαλιστική περίπτωση, ήτοι την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου της κλοπής του σκάφους κατόπιν παραβίασης ή/και άσκησης κάποιας μορφής βίας ή απειλής βίας, η οποία να στρέφεται κατά προσώπων ή περιουσιών, οι ενάγοντες δεν δικαιούνται την αιτούμενη ασφαλιστική αποζημίωση και πρέπει η αγωγή να απορριφθεί, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, παρελκούσης της έρευνας της βασιμότητας των λοιπών ενστάσεων της εναγομένης, τα δε δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 εδ. τελ. ΚΠολΔ.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

         ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στο σύνολό τους.                ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις        -11-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ