Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ         5405  /2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Ιουνίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου Στέφανου Λύρα.

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ Θ. Κ. του Π., κατοίκου Β. Λ., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού του δικηγόρου, Βασίλειου Σαξώνη, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του κατά της εκκαλούσας – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό, τι αναφέρει σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 121/2012 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και φέρεται προς συζήτηση, κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθ. 2164/2015 μη οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθ. κατ. δικογράφου … κλήση, η οποία προσδιορίστηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 23ης Φεβρουαρίου 2016, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όσες αποφάσεις δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε (έστω και υπό άλλη σύνθεση – βλ. ΕφΘεσ 38/2011 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 513 παρ. 1 περ. β΄ εδ. γ΄ και 2, 539 παρ. 1 εδ. β΄ και 2 και 553 παρ. 1 περ. β΄ εδ. β΄ και 2 ΚΠολΔ, που ορίζουν ότι αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση, αναψηλάφηση ή αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων, πριν εκδοθεί στη δίκη οριστική απόφαση, η οποία, όμως, αν εκδοθεί και προσβληθεί με τα ένδικα αυτά μέσα, θεωρούνται ότι έχουν προσβληθεί και οι μη οριστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν προηγουμένως, έστω και αν δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους το συγκεκριμένο ένδικο μέσο, συνάγεται ότι η ανάκληση των μη οριστικών αποφάσεων δεν λειτουργεί ως αυτοτελές ένδικο βοήθημα, έτσι ώστε οι αποφάσεις αυτές, παρόλο που μόνον από κοινού με την αντίστοιχη οριστική απόφαση μπορούν να προσβληθούν με τα ως άνω ένδικα μέσα, να μπορούν ωστόσο να ελεγχθούν ως προς την ορθότητά τους και αναλόγως να ανακληθούν ανεξάρτητα από την ύπαρξη στάσης της δίκης, αλλά ορίζοντας ο νομοθέτης ότι η ανάκληση των μη οριστικών αποφάσεων είναι δυνατή και με πρόταση, δηλαδή με αίτηση, κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται όμως όχι αυτοτελώς, αλλά στη διάρκεια μόνον της δίκης, απαιτεί την ύπαρξη πάντοτε στάσης της δίκης, που δημιουργεί και η κλήση προς συζήτηση της υπόθεσης, εφόσον όμως η υπόθεση φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση για άλλο νόμιμο λόγο και όχι με μοναδικό αίτημα την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης, αφού τότε δεν πρόκειται για νόμιμη στάση της δίκης. Η αίτηση, δηλαδή, ανάκλησης της μη οριστικής απόφασης δεν συνιστά από μόνη της ικανό λόγο για τη δημιουργία νόμιμης στάσης της δίκης και παραδεκτής συζήτησης της υπόθεσης, η οποία αν παρόλα αυτά συζητηθεί, ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, με την προϋπόθεση βέβαια ότι έτσι επήλθε κατά την έννοια του άρθρ. 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ βλάβη στον αντίδικο αυτού που ζήτησε και πέτυχε την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης (ΑΠ 1515/2013 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότερα, με την απαγόρευση της αυτοτελούς ανάκλησης των μη οριστικών δικαστικών αποφάσεων εξυπηρετείται η οικονομία και η ταχύτερη διεξαγωγή της δίκης, ο σκοπός όμως αυτός δεν βλάπτεται και συνεπώς δεν ισχύει η ως άνω απαγόρευση στις περιπτώσεις που ορίσθηκε μέτρο ανέφικτο ή η πρόοδος της διαδικασίας εξαρτήθηκε από την άρση εμποδίου, η οποία όμως (άρση) κρίνεται τελικά μάταιη, η δε αναμονή γι’ αυτή θα προκαλέσει άσκοπη μόνον επιβράδυνση στη διεξαγωγή της δίκης (ΑΠ 926/2014 ΧρΙδΔ 2015. 38, 1515/2013 ό.π., 1638/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ή πρόκειται για περιπτώσεις προφανώς εσφαλμένης μη οριστικής απόφασης η εμμονή στην ισχύ της οποίας θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας (ΑΠ 926/2014 ό.π.). Έτσι, στις περιπτώσεις αυτές είναι δυνατή, με τελολογική ερμηνευτική συστολή της διάταξης του άρθρ. 309 ΚΠολΔ, η δημιουργία με κλήση διαδίκου στάσης της δίκης με βασικό αίτημα την ανάκληση μη οριστικής απόφασης (ΑΠ 1515/2013 ό.π., 649/1996 ΔΕΕ 1996. 1085). Στην προκείμενη περίπτωση, νόμιμα φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθ. κατ. δικογράφου … κλήση προς συζήτηση, δυνάμει της οποίας η εκκαλούσα ζητεί την κατ’ ουσίαν έρευνα της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … έφεσης με τον ορισμό τόπου και χρόνου συζήτησης αυτής, περιλαμβάνοντας σιωπηρά, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της (κλήσης), και αίτημα ανάκλησης της με αριθμό 2164/2015 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη και να διαπιστωθεί: α) αν οι υπογραφές που φέρουν οι προσκομιζόμενοι μετ’ επικλήσεως από την εκκαλούσα – εναγομένη λογαριασμοί μισθοδοσίας των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου του 2010 ανήκουν στον εφεσίβλητο – ενάγοντα ή σε άλλο πρόσωπο και β) αν οι εν λόγω υπογραφές έχουν μεταφερθεί στους ως άνω λογαριασμούς μισθοδοσίας με «σκανάρισμα». Ειδικότερα, στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης που διετάχθη κατόπιν της διαβίβασης της ένδικης δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, δυνάμει της εκκαλούμενης υπ’ αριθ. 121/2012 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, συνεπεία του ισχυρισμού του ενάγοντος περί πλαστότητας των προεκτιθέμενων μισθοδοτικών λογαριασμών, παραγγέλθηκε, με τη με αριθμό … παραγγελία του ανωτέρω Εισαγγελέως, η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, για τη διεξαγωγή της οποίας διορίστηκε, δυνάμει της υπ’ αριθ. … διάταξης της 4ης Πταισματοδίκη Πειραιώς, ο δικαστικός γραφολόγος Ν. Κ. του Δ., προκειμένου να αποφανθεί επί των ιδίων ακριβώς θεμάτων που ετάχθησαν και με την ως άνω με αριθμό 2164/2015 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Εν συνεχεία, ο εν λόγω δικαστικός γραφολόγος διενήργησε τη διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη και ακολούθως κατέθεσε ενώπιον της ανωτέρω Πταισματοδίκη την υπό στοιχεία … Πραγματογνωμοσύνη Δικαστικής Γραφολογίας, συνταχθείσης της σχετικής από 27-6-2014 Εκθέσεως Εγχειρίσεως Γραφολογικής Πραγματογνωμοσύνης, με την οποία (πραγματογνωμοσύνη) διαπιστώνεται με απόλυτη βεβαιότητα ότι οι υπό έλεγχο υπογραφές έχουν χαραχτεί εν πρωτοτύπω από τον ίδιο τον ενάγοντα και δεν αποτελούν προϊόν ψηφιακής αναπαραγωγής. Κατ’ ακολουθίαν, δεν είναι εν προκειμένω απαιτούμενη η διεξαγωγή της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε με την ως άνω μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία δεν έχει ακόμη διενεργηθεί, και, συνεπώς, πρέπει, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας, να ανακληθεί αυτή (μη οριστική απόφαση) κατ’ άρθρο 309 εδ. β΄ ΚΠολΔ, ως προς την προαναφερθείσα διάταξή της, καθόσον μ’ αυτόν τον τρόπο εξυπηρετείται η οικονομία και η ταχύτερη διεξαγωγή της δίκης, αφού περαιτέρω αναμονή για διενέργεια εκ νέου γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης επί των ιδίων θεμάτων θα προκαλέσει άσκοπη μόνον επιβράδυνση στη διεξαγωγή αυτής (δίκης) και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος της εκκαλούσας για εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης και έρευνα του δικαιώματος απόληψης των επίδικων μισθολογικών αποδοχών από τον εφεσίβλητο.

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 121/2012 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του εφεσίβλητου κατά της εκκαλούσας, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι επομένως τυπικά δεκτή, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην προμνησθείσα υπ’ αριθ. 2164/2015 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, στις σχετικές σκέψεις της οποίας (απόφασης) ρητώς αναφέρεται η παρούσα προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 910 και 911 ΑΚ προκύπτει ότι ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής καθίσταται υπερήμερος και οφείλει τόκους υπερημερίας, αν οχλήθηκε από το δανειστή και από την επίδοση της (εξώδικης ή δικαστικής) όχλησης ή εν πάση περιπτώσει αφότου έλαβε γνώση ότι οφείλει να επιστρέψει την παροχή στο δανειστή. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς τη διάταξη του άρθρου 914 εδ. α΄ ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο επισπεύδων εκτέλεση με βάση δικαστική απόφαση που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, με νόμιμη αιτία εισπράττει το επιδικασθέν προσωρινώς ποσό και η υποχρέωσή του να το αποδώσει, λόγω εξαφανίσεως της πρωτόδικης απόφασης, αρχίζει από την επίδοση της απόφασης με την οποία διατάσσεται η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα τους κατάσταση. Συνεπώς, από την άνω επίδοση, δηλαδή από την όχλησή του, αρχίζει και η υποχρέωση του ενάγοντος – εφεσιβλήτου για καταβολή τόκων (ΟλΑΠ 5/2001 ΕλλΔνη 2001. 378, ΑΠ 39/2006 ΧρΙδΔ 2006. 451). Εν προκειμένω, με την από 10-10-2011 αγωγή του κατά της εκκαλούσας, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ο εφεσίβλητος ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη, ως πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ πλοίου “…”, νηολογίου Πειραιώς υπ’ αριθ. …, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 3.853,17 ευρώ για μισθολογικές διαφορές και για διαφορές επί της υπερωριακής του αμοιβής, καθώς και επί της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2010, αναφορικά με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπηρέτησε επί του ανωτέρω πλοίου ως θαλαμηπόλος, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του 2010, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, καταρτισθείσας μετά της ιδίας (εκκαλούσας), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλει στον εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 3.748,50 ευρώ, νομιμοτόκως από τις 20-9-2010. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα – εναγομένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην έφεσή της, και ζητεί να εξαφανιστεί αυτή (εκκαλούμενη απόφαση), ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Περαιτέρω, η ίδια (εκκαλούσα), ισχυριζόμενη ότι στις 28-8-2014 κατέβαλε στον εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 6.535,90 ευρώ, ήτοι το ποσό που του επιδικάσθηκε με την εκκαλούμενη προσωρινώς εκτελεστή απόφαση, πλέον εξόδων εκτελέσεως, ζητεί, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, να διαταχθεί, σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της εφέσεως, η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να της επιστρέψει το ως άνω καταβληθέν χρηματικό ποσό, νομιμοτόκως από την ημερομηνία καταβολής αυτού, άλλως από την επίδοση της απόφασης που διατάσσει την επαναφορά, επικουρικά δε να συμψηφισθεί αυτό (ποσό) με τα τυχόν επιδικασθησόμενα ποσά. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται παραδεκτά και είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής του ανωτέρω προσωρινώς επιδικασθέντος ποσού, το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, καθόσον, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, έως την επίδοση της απόφασης που διατάσσει την επαναφορά δεν οφείλονται τόκοι. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 291/2005 ΕλλΔνη 2006. 1389, ΕφΘεσ 306/2014 Αρμ 2015. 1145).

Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, στα οποία περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχηματισθείσας, κατόπιν της διαβίβασης της ένδικης δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς δυνάμει της εκκαλούμενης υπ’ αριθ. 121/2012 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ποινικής δικογραφίας, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. και ΑΠ 1506/2003 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 714/1993 ΕλλΔνη 1995. 95, 96), μεταξύ δε αυτών είναι και η επικαλούμενη από την εναγομένη υπό στοιχεία … γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του δικαστικού γραφολόγου Ν. Κ. του Δ., καθώς και από τη ρητή ομολογία της τελευταίας (εναγομένης) αναφορικά με τα επικαλούμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά και το ύψος των αιτούμενων κονδυλίων (που όμως ισχυρίζεται περαιτέρω ότι τα έχει εξοφλήσει), η οποία έλαβε χώρα, κατ’ άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της, η οποία καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη στον Πειραιά, στις 7-6-2010, μεταξύ αυτού και των εκπροσώπων της εναγόμενης εταιρείας, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο λιμάνι του Πειραιά με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου επί του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ πλοίου “…”, νηολογίου Πειραιώς υπ’ αριθ. …, πλοιοκτησίας της τελευταίας (εναγομένης), σύμφωνα με τούς όρους αμοιβής και εργασίας και με τις νόμιμες αποδοχές που προβλέπονταν για την ειδικότητά του από τη ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του 2010. Επί του ανωτέρου δε πλοίου υπηρέτησε μέχρι τις 19-9-2010, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Το εν λόγω πλοίο είναι ταχύπλοο Ε/Γ-ΚΑΤΑΜΑΡΑΝ και, κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος, εκτέλεσε προγραμματισμένα ημερήσια καθημερινά δρομολόγια, μεταφέροντας επιβάτες και αποπλέοντας κάθε πρωί στις 07:00΄ από Πειραιά για Μήλο, Φολέγανδρο, Σαντορίνη, όπου κατέπλεε στις 12:00΄, ακολούθως δε στις 12:15΄ απέπλεε από Σαντορίνη για Νάξο, Κουφονήσια, Αμοργό, Σαντορίνη, όπου έφτανε στις 18:00΄ και εν συνεχεία αναχωρούσε στις 18:15΄ για Φολέγανδρο, Μήλο και Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 23:00΄. Κατά τη διάρκεια των προπεριγραφόμενων πλόων ο ενάγων εργαζόταν ημερησίως, εξυπηρετώντας τους επιβάτες και προσφέροντας αναψυκτικά και εδέσματα από το μπαρ του πλοίου, επί έξι ώρες όταν εκτελούσε υπηρεσία κατά το δρομολόγιο Πειραιάς, Μήλος, Φολέγανδρος, Σαντορίνη, και επί δώδεκα ώρες κατά το δρομολόγιο Σαντορίνη, Νάξος, Κουφονήσια, Αμοργός, Σαντορίνη, Φολέγανδρος, Μήλος, Πειραιάς. Εντούτοις, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε, κατά τους μη αμφισβητούμενους με σχετικούς λόγους εφέσεως εκ μέρους της εναγομένης μαθηματικούς υπολογισμούς του, ότι ο ενάγων δικαιούνταν, αναφορικά με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπηρέτησε επί του ανωτέρω πλοίου, α) για μισθό το συνολικό ποσό των 8.629,40 ευρώ, β) για την εργασία του στο επίδικο πλοίο επί επτά Σάββατα το ποσό των 69,58 ευρώ, γ) ως υπερωριακή αμοιβή το συνολικό ποσό των 2.497,68 ευρώ και δ) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων το ποσό των 1.396,50 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 12.593,16 ευρώ, καθώς και ότι έναντι του ποσού αυτού έλαβε (8.604,66 + 240=) 8.844,66 ευρώ, επιδικάζοντας στον ενάγοντα 3.748,50 ευρώ συνολικά για τις προδιαληφθείσες αιτίες, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένων εν μέρει δεκτών ως ουσιαστικά βάσιμων όσων διαλαμβάνονται σχετικά στους δύο πρώτους λόγους της κρινόμενης έφεσης περί κακής εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από τους προσκομιζόμενους μετ’ επικλήσεως από την εναγομένη λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου του 2010, που φέρουν τη γνήσια υπογραφή του τελευταίου (ενάγοντος), η οποία δεν αποτελεί, όπως αβασίμως ισχυρίζεται αυτός, προϊόν ψηφιακής αναπαραγωγής «σκανάρισμα» (βλ. και την προεκτιθέμενη υπό στοιχεία … γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του δικαστικού γραφολόγου Ν. Κ. του Δ., καθώς και την υπ’ αριθ. … Διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 1-3-2013 έγκληση του ενάγοντος περί πλαστογραφίας των εν λόγω λογαριασμών μισθοδοσίας), ο ίδιος (ενάγων) έχει λάβει (χωρίς να συνυπολογίζονται τα καταβληθέντα για τροφοδοσία ποσά, αφού δεν υπάρχουν αιτούμενα κονδύλια για την αιτία αυτή στην υπό κρίση αγωγή), για το επίδικο χρονικό διάστημα που υπηρέτησε επί του ανωτέρω πλοίου της εναγομένης, συνυπολογιζομένων των νομίμων κρατήσεων υπέρ ασφαλιστικών ταμείων και φόρου μισθωτών υπηρεσιών, α) για μισθό και ως αμοιβή για την εργασία του τα Σάββατα το συνολικό ποσό των (2.227,10 + 2.318,40 + 2.318,40 + 2.318,40=) 9.182,30 ευρώ και β) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων το συνολικό ποσό των (443,87 + 462,07 + 462,07 + 462,07=) 1.830,08 ευρώ, με αποτέλεσμα να μην του οφείλεται κάποιο ποσό για μισθό και για την εργασία του στο επίδικο πλοίο τα Σάββατα ούτε για την αναλογία δώρου Χριστουγέννων, παρά μόνο το ποσό των 2.497,68 ευρώ ως υπερωριακή αμοιβή. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα βεβαίωση αποδοχών του για το έτος 2010 εξ ευρώ 8.604,66 μεικτά και εξ ευρώ 7.513,03 καθαρά, καθόσον εκτιμάται ότι αυτή (βεβαίωση) δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά εξεδόθη για το ανωτέρω ποσό κατ’ αίτηση του ενάγοντος, γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, δεδομένου ότι και ο ίδιος ο ενάγων αναφέρει στην υπό κρίση αγωγή του ότι κατά το χρόνο της υπηρεσίας του έλαβε το συνολικό καθαρό ποσό των 8.499,99 ευρώ και όχι των 7.513,03 ευρώ που σημειώνεται στην ως άνω βεβαίωση αποδοχών που επικαλείται. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, παρελκούσης της έρευνας της βασιμότητας του τρίτου λόγου της κρινόμενης έφεσης περί εσφαλμένης επιδίκασης εξόδων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πρέπει η έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, ήτοι και κατά τις μη θιγόμενες διατάξεις της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26. 642), και, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει, πρέπει, γενομένης εν μέρει δεκτής ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης της προταθείσας εκ μέρους της εναγομένης ένστασης εξόφλησης, να δεχθεί εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και να υποχρεώσει την εναγόμενη εταιρεία να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.497,68 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσής του, η οποία έλαβε χώρα στις 19-9-2010. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τη νομίμως προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εναγομένη από 28-8-2014 απόδειξη, σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής πρωτόδικης απόφασης η τελευταία (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.535,90 ευρώ. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο το αίτημα της εναγομένης περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και να υποχρεωθεί ο ενάγων να επιστρέψει σ’ αυτή το ως άνω ποσό των 6.535,90 ευρώ, νομιμοτόκως από την επόμενη ημέρα από την επίδοση της παρούσας απόφασης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εφεσίβλητου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΝΑΚΑΛΕΙ την υπ’ αριθ. 2164/2015 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ως προς τη διάταξή της περί επανάληψης της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό και εν μέρει κατά το ουσιαστικό της μέρος.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 121/2012 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (2.497,68), με το νόμιμο τόκο από τις 20-9-2010.

ΔΕΧΕΤΑΙ το αίτημα της εναγομένης περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τον ενάγοντα να επιστρέψει στην εναγομένη το ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτών (6.535,90), νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγoμένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ. 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις        -12-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ