ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 5408 /2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Ιουνίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία … με έδρα την Γ. της Ι., με αριθμό μητρώου … στερουμένης ΑΦΜ, νόμιμα εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, Χριστίνα Κούγια, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία …), που εδρεύει τυπικά μεν στην Λ., ουσιαστικά και πραγματικά όμως στην Ε. στα γραφεία που διατηρεί επί της οδού Κ. …. (……. όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Ιωάννης Αθανασούλιας, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 27-12-2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με ειδ. αριθ. κατ. δικογράφου ……, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα, ώστε να καθίσταται εφικτό, στον μεν εναγόμενο διάδικο να απαντήσει, στο δε δικαστήριο να προβεί σε προσήκουσα απόδειξη. Αν δεν περιέχονται στην αγωγή τα παραπάνω ή περιέχονται αυτά με ασάφειες ή ελλείψεις, τότε αυτή καθίσταται αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Η αοριστία δε αυτή του δικογράφου δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 496/1990 ΕΕργΔ 50. 235, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝ 2000. 41). Περαιτέρω, η αοριστία της αγωγής συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη αυτής (αγωγής) και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, ως απαράδεκτης, γιατί τούτο (απαράδεκτο της αγωγής) ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43. 418, 365/2000 ΕλλΔνη 41. 301). Από το συνδυασμό, επίσης, των διατάξεων των άρθρων 681 και 694 ΑΚ, προκύπτει ότι με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, που καλείται εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο αντισυμβαλλόμενος, που καλείται εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή με την παράδοση του έργου. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 682 ΑΚ, αμοιβή λογίζεται πώς έχει συμφωνηθεί σιωπηρά, αν το έργο συνηθίζεται να εκτελείται μόνο με αμοιβή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης μίσθωσης έργου είναι η συμφωνία για την αμοιβή, ως ανταλλάγματος για την εκτέλεση του έργου, η δε αμοιβή είναι δυνατόν να είναι εκ των προτέρων ορισμένη, να ορίζεται δηλαδή κατά την κατάρτιση της σύμβασης κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα παραγόμενου έργου, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, με ποσοστά ή και να καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού (ΑΠ 543/2007 ΔΕΕ 2007. 1217, 941/2002 ΕλλΔνη 2003. 1361, ΕφΠειρ 163/2010 ΠειρΝομ 2010. 209), οπότε ο προσδιορισμός της γίνεται είτε κατά τα άρθρα 371 – 373 ΑΚ είτε με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ενώ, εάν στη σύμβαση δεν προβλέφθηκε και δεν ορίσθηκε τίποτε για την αμοιβή του εργολάβου, λογίζεται αυτή, κατά τεκμήριο, σιωπηρώς συμφωνηθείσα, εφόσον το έργο, κατά τις συνήθεις περιστάσεις, εκτελείται μόνο με αμοιβή, το ποσό δε της αμοιβής θα καθορισθεί στην περίπτωση αυτή από την ισχύουσα διατίμηση ή θα καθορισθεί ως εύλογη αμοιβή εκείνη που καταβάλλεται από άλλους εργοδότες για όμοιες εργασίες (ειθισμένη αμοιβή) (ΑΠ 1383/2010 ΧρΙδΔ 2011. 421, 2004/2007 ΧρΙδΔ 2008. 730, ΕφΠειρ 953/2005 ΕΝΔ 2006. 193). Ακολούθως, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του ΑΚ με αυτές των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο εργολάβος, όταν ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του, οφείλει να επικαλεσθεί στην αγωγή του, για το ορισμένο αυτής, τη σύμβαση μίσθωσης έργου κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ήτοι τη σύμβαση που καταρτίσθηκε, το έργο που συμφωνήθηκε με αυτή να εκτελεσθεί, την προσήκουσα εκτέλεση και παράδοση ή την πραγματική προσφορά του έργου και το είδος και ύψος της οφειλόμενης αμοιβής (ΑΠ 883/2011, 1255/2010 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 163/2010 ό.π.). Επιπλέον, στην περίπτωση που στη σύμβαση δεν προβλέφθηκε και δεν ορίσθηκε τίποτα για την αμοιβή του εργολάβου, ο τελευταίος οφείλει να επικαλεσθεί στην αγωγή του και να αποδείξει τις προϋποθέσεις του (μαχητού) τεκμηρίου που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 ΑΚ, δηλαδή: α) τη δυνάμει συμβάσεως ανάληψη απ’ αυτόν της εκτελέσεως ορισμένου έργου, β) ότι το έργο αυτό κατά τις συνήθεις περιστάσεις εκτελείται μόνο με αμοιβή και γ) ότι δεν υπάρχει ούτε συνάγεται από τη σύμβαση συμφωνία περί αμοιβής. Ως προς το ύψος της αμοιβής που οφείλεται σε μια τέτοια περίπτωση, λαμβάνεται υπόψη η νόμιμη, άλλως η ειθισμένη για παρόμοια έργα αμοιβή, ενώ αν δεν υπάρχει τέτοια προσδιορίζεται μία εύλογη αμοιβή (ΑΠ 1383/2010 ό.π., 2004/2007 ό.π.). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι, στα πλαίσια της δραστηριοποίησής της ως ναυτικός οργανισμός, νηογνώμονας, συνήψε, στον Πειραιά, με τις εταιρείες … συμβάσεις παροχής υπηρεσιών παρακολούθησης της ταξινόμησης των ανηκόντων στην πλοιοκτησία τους πλοίων «… και … αντίστοιχα, μέσω επιθεωρήσεων, τακτικών και εκτάκτων, που θα αφορούσαν στο κύτος των πλοίων, τα μηχανολογικά μέρη τους και γενικότερα τον εξοπλισμό τους, σύνταξης παρατηρήσεων και διενέργειας συστάσεων και γενικότερα παρακολούθησης και πιστοποίησης της αξιοπλοΐας αυτών (πλοίων)· ότι με ρητή συμβατική πρόβλεψη η εναγόμενη εταιρεία, διαχειρίστρια των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών, της οποίας η κύρια εγκατάσταση βρίσκεται στον Πειραιά, όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις και διευθύνονται οι υποθέσεις της, ανέλαβε την ευθύνη για την από κοινού και εις ολόκληρον με αυτές (εταιρείες) πληρωμή των οφειλόμενων από την επίδικη σύμβαση αμοιβών και εξόδων˙ ότι, αφού παρείχε τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες, εξέδωσε τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο σχετικά τιμολόγια, συνολικού ποσού 129.694,11 ευρώ, έναντι του οποίου της έχουν καταβληθεί 6.598,54 ευρώ. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλει το οφειλόμενο υπόλοιπο της αξίας των εκδοθέντων από την ίδια ως άνω τιμολογίων, που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 123.095,57 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τη συμφωνηθείσα δήλη ημέρα καταβολής, ήτοι από την επομένη της παρελεύσεως 30 ημερών από την έκδοση του τελευταίου χρονικά τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία, κατ’ άρθρα 4 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», είναι δε αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ. 2 και 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που τη διέπει. Με βάση τα εκτιθέμενα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της υπό κρίση αγωγής, αυτή είναι ερευνητέα, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση σχετικής ειδικότερης συμφωνίας, κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 της από 19.6.1980 Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία κυρώθηκε από την Ε. με το ν. 1792/1988 (ΦΕΚ Α΄ 142/24.6.1988), καθόσον υφίσταται εν προκειμένω σιωπηρός μετασυμβατικός καθορισμός, αφού η ενάγουσα θεμελιώνει ρητά τις αξιώσεις της στο ημεδαπό δίκαιο, χωρίς να υφίσταται επ’ αυτού αμφισβήτηση εκ μέρους της εναγομένης (βλ. και ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 30. 19). Εντούτοις, η ένδικη αγωγή κρίνεται, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας και γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, καθόσον δεν αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, με τρόπο σαφή και ορισμένο, ο χρόνος σύναψης των επίδικων συμβάσεων, καθώς και αν κατά τη σύναψή τους αυτή υπήρξε ή όχι συμφωνία για την αμοιβή, ως αντάλλαγμα για την εκτέλεση του αναληφθέντος έργου και την παροχή των συναφών υπηρεσιών, και, κατ’ επέκταση, α) εφόσον υπήρξε τέτοια συμφωνία, αν το ύψος της αμοιβής καθορίσθηκε εκ των προτέρων και με ποιόν τρόπο, αν ορίστηκε δηλαδή κατά την κατάρτιση των συμβάσεων κατ’ αποκοπή, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς ή, εάν αυτή (αμοιβή) έχει συμφωνηθεί κατά μονάδα εργασιών, ποια είναι κατά μονάδα κάθε εργασίας και ποιες ποσότητες στις συμφωνηθείσες μονάδες από κάθε εργασία εκτελέσθηκαν, ή αν η αμοιβή καταλείφθηκε ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού, οπότε ο προσδιορισμός της από την ενάγουσα έχει γίνει είτε κατά τα άρθρα 371-373 ΑΚ είτε με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ή β) εφόσον δεν υπήρξε ούτε συνάγεται από τις συμβάσεις συμφωνία περί αμοιβής, ότι το επίδικο έργο, κατά τις συνήθεις περιστάσεις, εκτελείται μόνο με αμοιβή και ότι η αιτούμενη αμοιβή είναι η ειθισμένη, με βάση τις συνθήκες εκτελέσεως του (έργου). Οι προεκτιθέμενες ελλείψεις καθιστούν το υπό κρίση δικόγραφο αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, η δε προπεριγραφόμενη αοριστία δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε από τις αποδείξεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης. Τέλος, η δικαστική δαπάνη των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστεί στο σύνολό της, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 εδ. τελ. ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα στο σύνολό τους.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -12-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ