ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ : 11 /2016
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO
ΠΕΙΡΑΙΑ
(Ειδική Διαδικασία Εκδίκασης Διαφορών κατά τις Διατάξεις των Άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ)
Συγκροτούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τελωνιάτη Πρωτοδίκη που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του την 08η Ιουνίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέα Κρυσταλλίας Κριμιζά για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : M. K. του N., κατοίκου Κ. Πειραιώς ( Α. 54) ο οποίος παρέστη μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Λυκοκάπη.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον Π. ( Κ. 98), νόμιμα εκπροσωπουμένης, η οποία παρέστη διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Αβραμίδη.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή, η οποία γράφτηκε στο πινάκιο και η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που ανωτέρω αναφέρεται κατά την οποία και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Α.α. Η αγωγή του μισθωτού κατά του εργοδότη για δεδουλευμένους μισθούς ή άλλες παροχές από την έγκυρη σύμβαση εργασίας έχει νομικό έρεισμα τα άρθρα 648 και 649 ΑΚ και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων ή άλλων διατάξεων που εξομοιώνονται προς αυτές οι όροι των οποίων γίνονται και όροι της ατομικής σύμβασης. β. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 του Ν. 3514/1928, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το από 8/13.12.1928 ΠΔ, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρ. 7 του Ν. 4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρου 1 του ΝΔ 2655/1953, «ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου θεωρείται παν πρόσωπο κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ` αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασίαν αποκλειστικής ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν. Δεν θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι οι υπηρέται πάσης κατηγορίας, καθώς και πάν εν γένει πρόσωπον, το οποίον χρησιμοποιείται εν τη παραγωγή αμέσως ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης ή ως βοηθός ή μαθητευόμενος των εν λόγω κατηγοριών ή παρέχει υπηρετικάς εν γένει υπηρεσίας». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση χαρακτηρισμό αυτού ή τον τρόπο της αμοιβής του. Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ, όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία που απαιτείται γι` αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων. Έτσι, για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται και εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού. Ειδικότερα, για το χαρακτηρισμό ως ιδιωτικών υπαλλήλων των απασχολουμένων στη βιομηχανική παραγωγή, δεν αρκεί η άσκηση στον χειρισμό και στη ρύθμιση των μηχανικών μέσων με τα οποία, λόγω της αλματώδους τεχνολογικής προόδου, αναπληρώνεται η καταβολή μυϊκής δυνάμεως, αλλά απαιτείται εξειδιασμένη εμπειρία και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας, το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού (οράτε ΑΠ 90/2009 ΕλλΔνη 2009 σ. 1709, 237-238/2004 ΕλλΔνη 2005 σ. 437, 1338/2002 ΕλλΔνη 2003 σ. 451, 1185/1999 ΕλλΔνη 2000 σ. σ. 713, ΕφΑθ 637/2005 ΕλλΔνη 2006 σ. 1038, 8514/1999 ΕλλΔνη 2000 σ. 1398, 7899/1999 ΕλλΔνη 2000 σ. 167, 8571/1998 ΕλλΔνη 1999 σ. 1195). γ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις με αριθμούς 77/1981, 80/1982, 61/1983, 102/1984, 112/1985 αποφάσεις του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών (αλλά και εκείνες που επακολούθησαν, όπως οι 65/1986, 64/1987 όμοιες, η Σ.Σ.Ε. της 29.6.1988, η απόφαση 65/1989 που ερμηνεύθηκε με την 170/1990 απόφαση του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών και 34/1991 Π.Δ.Δ.Δ. Αθηνών), οι οποίες κηρύχθηκαν υποχρεωτικές με τις Υπουργικές Αποφάσεις 16862/1981, 18434/1982, 14013/1984, 11452/1985 και 13650/1987 αντίστοιχα (οράτε ΔΕΝ 1990 σ. 892 επ.), οι σερβιτόροι των ζαχαροπλαστείων, καφενείων, κυλικείων, καφετεριών κλπ. και οι βοηθοί τους αμείβονται με το οριζόμενο κάθε φορά από την οικεία αγορανομική διάταξη ποσοστό φιλοδωρήματος. Ήδη το ποσοστό αυτό ορίζεται (σε 16% στο λογαριασμό των πελατών) με τη διάταξη του άρθρου 54 του Ν. 2224/1994. Ακόμη, οι σερβιτόροι των πιο πάνω κατηγοριών επιχειρήσεων αμείβονται, παράλληλα με τα εισπραττόμενα κάθε φορά ποσοστά, και με το λεγόμενο συμβολικό μισθό, που συνίσταται σε ένα μικρό σταθερό ποσό που προσδιορίζεται δραχμικά και αναπροσαρμόζεται περιοδικά με τις συλλογικές ρυθμίσεις. Στην περίπτωση δε κατά την οποία το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα των πιο πάνω αποδοχών υπολείπεται του εκάστοτε ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει την προκύπτουσα κατά μήνα διαφορά. Συνεπώς ο νόμιμος ελάχιστος μισθός των σερβιτόρων είναι αυτός που αναλογεί στα υποχρεωτικά φιλοδωρήματα, εκτός αν υπολείπεται του εκάστοτε προβλεπόμενου ως άνω ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, οπότε ως νόμιμος (ελάχιστος) μισθός θεωρείται το κατώτατο αυτό ημερομίσθιο ασφαλείας (οράτε ΑΠ 551/2001 ΔΕΝ 57 σ. 1430, 967/1998 ΔΕΝ 55 σ. 362, ΑΠ 118/1997 ΔΕΝ 55 σ. 360, 115/1997 ΔΕΝ 55 σ. 358, ΕφΑθ 3757/2005 ΕλλΔνη 2007 σ. 884, ΕφΠ. 190/2000, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜΠρΧαλκ 27/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ανωτέρω τρόπος αμοιβής είναι υποχρεωτικός, και σε περίπτωση καθιέρωσης με ατομική σύμβαση άλλου τρόπου αμοιβής, π.χ. με μηνιαίο μισθό, θα πρέπει πάντοτε να γίνεται σύγκριση του μισθού αυτού με το ποσό που θα ελάμβανε ο σερβιτόρος, βάσει του νόμου, από τα φιλοδωρήματα. Εξάλλου, με την 19040/1981 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, που εκδόθηκε μετά από εξουσιοδότηση του Ν. 1901/1980, του άρθρου 2 § 2 ΝΔ 4547/1966 και άρθρου 1 Ν. 1082/1980, από το έτος 1981 και μετά ρυθμίστηκε με πάγιο τρόπο το θέμα που αφορά τη χορήγηση των δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 της απόφασης αυτής οι σερβιτόροι και οι βοηθοί τους, που αμείβονται με ποσοστά, λαμβάνουν επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα, αυξημένα όμως στα ποσοστά που με λεπτομέρεια ορίζονται στην απόφαση αυτή. Το προϊόν της παραπάνω αύξησης των ποσοστών περιέρχεται στον οικείο εργοδότη, ο οποίος υποχρεούται να καταβάλει ως επίδομα Χριστουγέννων ποσό ίσο με το 25πλάσιο και ως επίδομα Πάσχα ποσό ίσο με το 15πλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσης του ΙΚΑ, στην οποία κάθε σερβιτόρος ή βοηθός του ανήκει ή ανάλογο κλάσμα (οράτε ΑΠ 1200/1991 ΕΕΔ 51 σ. 497, ΕφΠ. 190/2000 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜΠρΧαλκ 27/2009 ό.π.). Περαιτέρω, κατά το ΒΔ της 15.11.1949, που εκδόθηκε βάσει της § 4 του άρθρου 3 του ΑΝ 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών», οι μισθωτοί, που αμείβονται με ποσοστά που εισπράττονται από τους πελάτες της επιχείρησης, δικαιούνται, κατά τη διάρκεια της αδείας τους, από την επιχείρηση, αποδοχών που υπολογίζονται με βάση το εκάστοτε τεκμαρτό ημερομίσθιο το οποίο καθορίζεται από το ΙΚΑ (οράτε ΑΠ 215/1992 ΕΕργΔ 53 σ. 639, ΕφΠ. 190/2000 ό.π., ΜΠρΧαλκ 27/2009 ό.π.). Ενόψει δε του υποχρεωτικού χαρακτήρα του τρόπου αμοιβής των σερβιτόρων με ποσοστά, και ο υπολογισμός των δώρων των εορτών (Χριστουγέννων-Πάσχα), του επιδόματος αδείας και των αποδοχών αδείας των αμοιβομένων με μηνιαίο μισθό σερβιτόρων γίνεται με βάση το τεκμαρτό ημερομίσθιο της σχετικής ασφαλιστικής κλάσης του ΙΚΑ, το οποίο, επομένως, πρέπει να αναφέρεται στην αγωγή ή έστω να συμπληρώνεται με τις προτάσεις. δ. Σχετικά, η από τα άρθρα 669 § 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προβλεπόμενη καταγγελία της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία, αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του μισθωτού και ασκείται οποτεδήποτε, εκτός αν περιορίζεται από την ατομική σύμβαση εργασίας ή από διάταξη νόμου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού δεν είναι απεριόριστη και ανεξέλεγκτη, αλλά υπόκειται, όπως και η άσκηση κάθε άλλου δικαιώματος, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Πρέπει, δηλαδή, να μην υπερβαίνει προφανώς τα τιθέμενα από το άρθρο αυτό όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Αν υπάρχει τέτοια υπέρβαση, η καταγγελία είναι, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, άκυρη ο δε εργοδότης που δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του απολυθέντος μισθωτού είναι υποχρεωμένος στην καταβολή, κατ’ άρθρο 656 ΑΚ, των μισθών υπερημερίας. Προφανής δε υπέρβαση των ως άνω τιθέμενων ορίων και, επομένως, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας υπάρχει και όταν αυτή έγινε από τον εργοδότη απλώς και μόνο για λόγους εκδικήσεως ή εχθρότητας, συνεπεία προηγούμενης συμπεριφοράς του μισθωτού μη αρεστής στον εργοδότη, και γενικά όταν η απόλυση του μισθωτού δεν δικαιολογείται από το καλώς εννοούμενο επαγγελματικό συμφέρον του εργοδότη ή από άλλες αντισυμβατικές ενέργειες του εργαζομένου, ή από ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά αυτού προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συνάδελφό του, εξ αιτίας της οποίας διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία ή η πειθαρχική έννομη τάξη της εργοδοτικής επιχειρήσεως (οράτε ΑΠ 987/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 1376 με σημείωση Ευ. Στασινόπουλου, 1601/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 311/2010 ΕλλΔνη 2012 σ. 1565, 355/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 444, 341/2008 ΕλλΔνη 2009 σ. 484, 321/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ε. Ειδικότερα δε, σε περίπτωση που δεν τηρηθούν οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος, για την εγκυρότητα της καταγγελίας, οι ανωτέρω ελλείψεις, κατά την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας δεν καθιστούν αυτή ανυπόστατη, αλλά αποτελούν (οι ελλείψεις) λόγους ακυρότητας της καταγγελίας, η επίκληση της οποίας (ακυρότητας), πρέπει να γίνει από τον εργαζόμενο με αγωγή μέσα στην τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 § 1 του Ν. 3198/1955, ή με ένσταση μέσα στην ίδια προθεσμία (οράτε ΟλΑΠ 1338/1985). Έτσι, στην περίπτωση που ο μισθωτός θεωρήσει άκυρη την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και εμμείνει στη σύμβαση αυτή, η αξίωσή του για μισθούς υπερημερίας, λόγω της άρνησης του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στη σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και τη βάση της σχετικής αγωγής. Έτσι, ο εργαζόμενος πρέπει να αναφέρει στην αγωγή του την κατάρτιση της σύμβασης, το συμβατικό ή νόμιμο μισθό και την άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του. Αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητά της δεν απαιτείται. Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, επικαλεστεί, κατ’ ένσταση, την καταγγελία της σύμβασης, ο ισχυρισμός του μισθωτού για την ακυρότητά της αποτελεί αντένσταση, η οποία μπορεί να προταθεί με τις προτάσεις της συζήτησης στον πρώτο βαθμό ή ακόμη και στο δεύτερο βαθμό, εφόσον συντρέχουν οι όροι του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Ο μισθωτός έχει βέβαια τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ακυρότητα της καταγγελίας και τους λόγους που τη θεμελιώνουν με το δικόγραφο της αγωγής («καθ’ υποφοράν»), οπότε πρόκειται για εκ προοιμίου αντένσταση κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη περί καταγγελίας της σύμβασης. Έτσι, εφόσον και στην περίπτωση αυτή, η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής, ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει και να βελτιώνει τον ισχυρισμό του για ακυρότητα, επικαλούμενος νέους λόγους ακυρότητας ή διαφορετικούς από αυτούς που περιέχονται στην αγωγή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο ή στον δεύτερο βαθμό, με τις προϋποθέσεις πάντοτε του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Εάν όμως ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, ή ασκήσει μόνο αναγνωριστική της ακυρότητας της καταγγελίας αγωγή, τότε οφείλει να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο, με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα, χωρίς να είναι δυνατή μια μεταγενέστερη, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, διόρθωση της αοριστίας ή βελτίωση του σχετικού ισχυρισμού με επίκληση και νέων λόγων ακυρότητας, γιατί έτσι μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα η βάση της αγωγής (άρθρο 224 ΚΠολΔ) (οράτε ΑΠ 624/2008 ΕλλΔνη 2010 σ. 78, σχετικές επίσης οι ΑΠ 339/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 443, 64/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 1389, 1462/2007 ΕλλΔνη 2009 σ. 485, ΕφΑθ 605/2008 ΕλλΔνη 2008 σ. 861). στ. Σχετικά, επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχείρησης και η μείωση του προσωπικού της για λόγους οικονομικούς (ορθολογική οργάνωση, νέα οργάνωση και αδυναμία του μισθωτού να ανταπεξέλθει σ` αυτήν, διακοπή της αρμονικής συνεργασίας, αντισυμβατική συμπεριφορά μισθωτού), που επιβάλλονται από τις συγκεκριμένες οικονομικές και άλλες συνθήκες, τις οποίες η επιχείρηση αντιμετωπίζει, η απόφαση (επιλογή) του εντολέα να ανταπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στη συγκεκριμένη συγκυρία δεν ελέγχεται από το δικαστήριο (οράτε Λ. Ντάσιου, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, τεύχος Α/1, έκδοση 1995 § 559 σ. 698, ΑΠ 340/1993 ΕΕργΔ 42 σ. 857, ΜΕφΠ. 716/2012 ΕλλΔνη 2013 σ. 760). Ελέγχεται όμως αν η επιλογή αυτή έγινε βάσει αντικειμενικών κριτηρίων του άρθρου 281 ΑΚ. Συγκεκριμένα, για την επιλογή του απολυτέου μεταξύ αυτών, που απασχολούνται στην επιχείρηση και ανήκουν στην αυτή επαγγελματική κατηγορία και ειδικότητα, θα ληφθούν υπόψιν ιδίως η απόδοση, η αρχαιότητα, η ηλικία, τα οικονομικά βάρη, η οικονομική κατάσταση κάθε εργαζομένου και η δυνατότητα εξευρέσεως από αυτόν άλλης εργασίας, όπως επιβάλλεται από το καθήκον πρόνοιας που βαρύνει τον εργοδότη κατά τα άρθρα 651, 657, 658, 660, σε συνδυασμό με τα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ και επιτάσσει την απόλυση εκείνων για τους οποίους το μέτρο αυτό θα είναι λιγότερο επαχθές (οράτε Μ. Δ. Ζερδελή ΔΕΝ 1994 σ. 497, Κ. Μαρκόπουλου στο ΔΕΝ 1996 σ. 449, Χ. Γκούτου/Λεβέντη Εργατική Νομοθεσία 1988 σ. 344-346, ΑΠ 1199/2002 ΔΕΝ 58 σ. 1556, 1481/1998 ΔΕΝ 1999 σ. 203, ΜΕφΠ. 716/2012 ό.π.). Συνεπώς, ο μισθωτός που προβάλλει αξιώσεις από άκυρη για τον λόγο αυτό καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του (για μισθούς υπερημερίας κλπ.) οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου λόγω αοριστίας της αγωγής του, να εκθέσει σαφώς, είτε καθ` υποφοράν, στην αγωγή του, είτε αντενιστάμενος με τις προτάσεις του, εκτός από τις δικές του ανάγκες, την αρχαιότητα, την ηλικία και οικονομική και οικογενειακή του κατάσταση και εκείνες συγκεκριμένων συναδέλφων του μισθωτών, που έπρεπε να απολυθούν αντ` αυτού (οράτε ΑΠ 355/2009 ΕλλΔνη 2009 σ. 444, 63/2007 ΕλλΔνη 2007 σ. 1071, ΕφΑθ 9829/2005 ΕλλΔνη 51 σ. 536, ΜΕφΠ. 716/2012 ό.π., Ιωάννης Κατράς, Αγωγές Αστικού Κώδικα και Ενστάσεις, έκδοση 2010 σ. 661 επ.). ζ. Περαιτέρω, για την εργασία που παρέχει ο σερβιτόρος τις Κυριακές και εξαιρέσιμες εορτές, χορηγείται από τον εργοδότη τους προσαύξηση 75% που υπολογίζεται πάνω στο γενικό κατώτατο όριο ημερομισθίου που εκάστοτε ισχύει (οράτε ΕφΠ. 987/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Δ. Λαναρά Νομοθεσία εργατική και ασφαλιστική έκδοση 2011 σ. 547), ενώ, αντίστοιχα, για τους απασχολούμενους νυχτερινές ώρες σερβιτόρους, προβλέπεται η χορήγηση προσαύξησης 25% η οποία υπολογίζεται επί του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου εργατοτεχνίτη που εκάστοτε ισχύει (οράτε ΑΠ 1218/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Δ. Λαναρά Νομοθεσία εργατική και ασφαλιστική έκδοση 2011 σ. 554). ζ. -Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 914, 932, 281, 648 και 672 του ΑΚ και 5 § 1 και 22 § 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψής του ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (οράτε ΑΠ 282/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 778/1995 ΔΕΝ 1997 σ. 235, ΕφΑθ 2604/2011 ΕλλΔνη 2014 σ. 792 με παρατηρήσεις Ευ. Στασινόπουλου, 1322/2006 ΕλλΔνη 2007 σ. 1120, παραβάλλατε επίσης ΑΠ 983/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1730/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 542/1999 ΕλλΔνη 2000 σ. 92, Εμπατών 578/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1139/2007 ΕλλΔνη 2007 σ. 885). η. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 914, 932, 281, 648 και 672 του ΑΚ και 5 § 1 και 22 § 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψής του ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (οράτε ΑΠ 282/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 778/1995 ΔΕΝ 1997 σ. 235, ΕφΑθ 2604/2011 ΕλλΔνη 2014 σ. 792 με παρατηρήσεις Ευ. Στασινόπουλου, 1322/2006 ΕλλΔνη 2007 σ. 1120, παραβάλλατε επίσης ΑΠ 983/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1730/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 542/1999 ΕλλΔνη 2000 σ. 92, Εμπατών 578/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1139/2007 ΕλλΔνη 2007 σ. 885).
Β. Mε την κρινόμενη αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται από το Δικαστήριο και μετά τη νομότυπη τροπή του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, αναφορικά με το κονδύλιο που αφορά στην επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ύψους τριών χιλιάδων ευρώ και τη νομότυπη διόρθωσή της, περιορισμός και διόρθωση που έλαβαν χώρα με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά και με τις νομότυπα, κατά τη συζήτηση, κατατεθείσες προτάσεις του, διατηρώντας καταψηφιστικό το αίτημα της αγωγής για όλα τα υπόλοιπα κονδύλια, ο ενάγων – Αλβανός πολίτης – υποστηρίζει ότι, διαθέτων το προβλεπόμενο βιβλιάριο υγείας, προσελήφθη από την εναγομένη, την 21.9.2001, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου για με να εργαστεί στην επιχείρηση που αυτή διατηρεί, με την ειδικότητα του σερβιτόρου. Αναφορικά δε με το ωράριο και το πρόγραμμα απασχόλησής του, προβάλλει ότι είχε συμφωνηθεί να εργάζεται έξι ημέρες την εβδομάδα (Δευτέρα – Κυριακή), με ρεπό την Τετάρτη, επί οχτώ ώρες την ημέρα (09:00 – 17:00 τη Δευτέρα και 17:00-01:00 τις άλλες ημέρες). Ως προς δε τις ημερήσιες αποδοχές του, υποστηρίζει ότι είχαν καθοριστεί από την εναγομένη σε ποσοστό 10% επί της ακαθάριστης ημερήσιας είσπραξής του και επιπλέον καταβολή του συμβολικού μισθού, των νομίμων προσαυξήσεων για την απασχόληση τις Κυριακές και των επιδομάτων εορτών και άδειας, όπως αυτά προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ και ΔΑ τις οποίες και παραθέτει στην αγωγή του. Αναφέρει ότι αποχώρησε για την πατρίδα του, ένεκα οικογενειακών λόγων, την 23.12.2011, απ’ όπου επέστρεψε, αναλαμβάνοντας εκ νέου εργασία στην εναγομένη, την 21.6.2013, με τα ίδια ωράρια και ημέρες απασχόλησης, της αμοιβής του όμως καθοριζόμενης με ημερομίσθιο ανερχόμενο σε 30,00 ευρώ για τις καθημερινές και 40,00 ευρώ για τα Σάββατα και τις Κυριακές, μη τηρώντας τους όρους της σύμβασης εργασίας του και μη χορηγώντας του ούτε το συμβολικό μισθό των ΣΣΕ, ούτε τη νόμιμη προσαύξηση για την απασχόλησή του τις ημέρες των Κυριακών και τη νυχτερινή εργασία, χωρίς να του καταβάλει ούτε επιδόματα εορτών ούτε πλήρως τις αποδοχές άδειας. Έτσι, ο ενάγων προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας την 27.02.2015 και μετά από το γεγονός αυτό η εναγομένη κατέβαλε τις δεδουλευμένες αποδοχές δύο εβδομάδων που του οφείλονταν και το υπόλοιπό εορτών Χριστουγέννων 2014, ενώ υποστηρίζει, ότι, πριν τη συζήτηση της προσφυγής του αυτής ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, η εναγομένη προέβη σε εξώδικη έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, συγκοινοποιώντας του και το υπ’ αριθμ. … γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης που αφορούσε την αποζημίωση απόλυσής του την οποία δεν αποδέχθηκε, ένεκα των εκδικητικών κινήτρων που αυτή είχε, κατά την άποψή του. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η, κατά τα ανωτέρω, καταγγελία της σύμβασης αυτής εργασίας του, είναι άκυρη εφόσον στηρίχθηκε σε εκδικητικά κίνητρα και καθ’ υπέρβαση του διευθυντικού δικαιώματος, ούσα καταχρηστική, εφόσον, στην πραγματικότητα, δεν υπαγορεύθηκε από οικονομοτεχνικούς λόγους και δεν τηρήθηκαν οι όροι των άρθρων 200, 281, 288 και 388 ΑΚ, εφόσον υπήρχαν άλλοι συνάδελφοί του, εργαζόμενοι υπό τις ίδιες με αυτόν συνθήκες πλην όμως νεότεροι ηλικιακά και με λιγότερη προϋπηρεσία, ενώ, ωσαύτως, προβάλλει ότι η εναγομένη, ήδη από τον Ιούνιο του 2014, μέσω αγγελίας στο διαδίκτυο, αναζητούσε σερβιτόρους, ενώ, μετά την απόλυσή του, εκείνη προχώρησε σε πρόσληψη άλλου σερβιτόρου αντί του ενάγοντος. Την ακυρότητα δε της καταγγελίας τη στηρίζει ο ενάγων και στο γεγονός ότι, κατά την καταγγελία της σύμβασης της εργασίας του, η εναγομένη υπολόγισε την αποζημίωσή του ως εργάτη, ποσού 343,00 ευρώ και όχι ως υπαλλήλου (εφόσον καθήκοντα υπαλλήλου αναφέρει ότι του είχαν ανατεθεί). Ο ίδιος δε υπολογίζει την αποζημίωσή του, με βάση το χρόνο της μεταγενέστερης πρόσληψής του (21.6.2013), κατά το χρόνο απόλυσής του (12.3.2015) και με βάση τις τακτικές καταβαλλόμενες αποδοχές του, (728,16 ευρώ) έπρεπε να ανέλθει στο ποσό των [728,16 Χ 14:12 (με συνυπολογισμό επιδομάτων εορτών και άδειας) = 849,52 ευρώ Χ 2 μήνες = ] 1.699,04 ευρώ, με αποτέλεσμα να του έχει καταβληθεί αποζημίωση ελαττωμένη, κατά το ποσό της διαφοράς (1.699,04 – 343,00=) 1.356,04 ευρώ. Επικουρικά και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι ασκούσε καθήκοντα εργάτη προβάλλει ότι αντίκειται στο Σύνταγμα η πρόβλεψη του νόμου που καθιερώνει τη διαφοροποίηση ως προς το ύψος της αποζημίωσης αναλόγως του αν κάποιος απασχολείται ως εργάτης ή υπάλληλος. Εφόσον, λοιπόν, ο ενάγων αναφέρει ότι του καταβλήθηκε μειωμένη, σε σχέση με την αποζημίωση που θα έπρεπε να του καταβληθεί, η καταγγελία αυτή της σύμβασης εργασίας του υποστηρίζει ότι είναι άκυρη μη παράγουσα έννομα αποτελέσματα, με συνέπεια να του οφείλονται μισθοί υπερημερίας, από το χρονικό διάστημα 13.3.2015 – 13.6.2015, το συνολικό ύψος των οποίων ο ενάγων προσδιορίζει σε (728,16 ευρώ Χ 3 μήνες=) 2.184,48 ευρώ. Εκτός δε του ποσού αυτού, ο ενάγων αξιώνει την επιδίκαση διαφορών δεδουλευμένων του αποδοχών (υπό μορφή συμβολικού μισθού, προσαύξησης Κυριακών και αργιών και διαφορών επιδομάτων Χριστουγέννων 2013 και διαφορών για μη χορηγηθείσα άδειας και επιδόματος άδειας 2014) ως εξής : για το έτος 2010, το συνολικό ποσό των 5.380,44 ευρώ, για το έτος 2011, το συνολικό ποσό των 5.314,26 ευρώ, για το έτος 2013, το συνολικό ποσό των 1.193,01 ευρώ, για το έτος 2014, το συνολικό ποσό των 2.422,96 ευρώ και για το έτος 2015 το συνολικό ποσό, 282,24 ευρώ. Σύνολο για τις παραπάνω αιτίες 14.592,91 ευρώ. Περαιτέρω, ο ενάγων ζητεί υπό μορφή διαφορών για την παροχή εργασίας του, κατά τις νυχτερινές ώρες, εφόσον αναφέρει ότι εργαζόταν τρεις ώρες τις πέντε ημέρες της κάθε εβδομάδας, για το έτος 2010, το συνολικό ποσό των 892,80 ευρώ, για το έτος 2011, το συνολικό ποσό των 900,00 ευρώ, για το έτος 2013, το συνολικό ποσό των 352,80 ευρώ, για το έτος 2014, το συνολικό ποσό των 705,60 ευρώ και για το έτος 2015, το συνολικό ποσό των 117,60 ευρώ. Σύνολο, για την αιτία αυτή, 2.968,80 ευρώ. Σύνολο, υπό μορφή δεδουλευμένων αποδοχών (14.592,91 + 2.968,80=) 17.561,71 ευρώ. Εκτός δε των ανωτέρω, ο ενάγων υποστηρίζει ότι, ένεκα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η απόλυσή του, υπέστη καίρια προσβολή στην προσωπικότητά του, για την αποκατάσταση της οποίας ζητεί την επιδίκαση του ποσού των 3.000,00 ευρώ το οποίο κρίνει δίκαιο και εύλογο. Για τους λόγους, ο ενάγων ζητεί να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, να υποχρεωθεί εκείνη να αποδέχεται τις προσηκόντως από τον ενάγοντα παρεχόμενες υπηρεσίες του, με την απειλή, σε αντίθετη περίπτωση, προσωπικής κράτησης χιλίων ευρώ και ενός έτους, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των (2.184,48 + 14.592,91 + 2.968,80=) 19.746,19 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ένα επί μέρους από τα ποσά που το αποτελούν, ήτοι από τέλος εκάστου ημερολογιακού μήνα, άλλως από τέλος από το τέλος κάθε έτους και άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλει το συνολικό ποσό των 3.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Παρεπομένως, ζητείται (μετά τη μερική τροπή των κατά τα ανωτέρω των αγωγικών αιτημάτων) η κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, αναφορικά με τα κονδύλια που διατηρούν τον καταψηφιστικό τους χαρακτήρα και, τέλος, η καταδίκη της εναγομένης στην καταβολή των εν γένει δικαστικών του εξόδων. Η αγωγή αυτή, με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 εδ. γ΄, 14 § 2, 16 περ. 2 και 22 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ, και περαιτέρω, είναι (με εξαίρεση το σκέλος της αναφορικά με το οποίο ο ενάγων επιχειρεί να στηρίξει την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβαση εργασίας του στο γεγονός ότι απολύθηκε εκείνος, αντί άλλων συναδέλφων του, αόριστη, εφόσον δεν εμπεριέχονται στο αγωγικό δικόγραφο όλα τα στοιχεία τα οποία στη μείζονα πρόταση ανωτέρω αναφέρθηκαν υπό στοιχείο Α.στ., ενόψει του ότι αναφέρει μεν τα στοιχεία συγκεκριμένων συναδέλφων του, ηλικία και οικογενειακή τους κατάσταση, όχι όμως και την οικονομική κατάστασή τους), επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη και έχει ασκηθεί ενός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 Ν. 3198/1955, εφόσον η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος αναφέρεται ότι έλαβε χώρα τη 12.3.2015 και η άσκηση της αγωγής ολοκληρώθηκε με την επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της με κλήση προς συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο, την 29.4.2015 (οράτε την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γ. Ν. Γ.), στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 174, 180, 279, 281, 297, 298, 299, 330, 340, 341, 345, 346, 361, 648 – 653, 655, 656, 667, 669 και 932 του ΑΚ, της Διαιτητικής Απόφασης 16/1990, 1 και 3 Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4558/1930, του ΒΔ της 16/18.7.1920 2, 5 § 3 εδ. α΄ και 6 § 2 του Ν. 3198/1955, 1 § 1 και 2 του Ν. 1082/1980, άρθρα 1 και 3 της ΥΑ 19040/1981, 3 § 1 ΑΝ 539/1945, 3 § 16 του Ν. 4504/1966, 70, 176, 190, 907, 908 § 1 στοιχ. ε΄ και 946 § 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ερευνητέα και επί της ουσίας, εφόσον, έχει καταβληθεί, το προβλεπόμενο κατ’ άρθρο 61 § 4 Ν. 4194/2013 και με αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Π., ενώ, ωσαύτως, δεν είναι αναγκαία η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον το προς καταψήφιση αιτούμενο ποσό υπολείπεται του ανωτάτου ορίου (20.000,00 ευρώ) της καθ’ ύλη αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρα 14 § 2 ΚΠολΔ και 71 ΕισΝΚΠολΔ).
Γ.α. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν’ ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί, κατ’ αρχήν, να καταστήσει καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος. Αν, όμως, η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας τη στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται, από την επιχειρούμενη ανατροπή, αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλ’ αρκεί να επέρχονται δυσμενείς, απλώς, για τα συμφέροντα του επιπτώσεις. Στην περίπτωση δε αυτή, η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή, κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (οράτε ΟλΑΠ 5/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 684, 33/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 1033, 7/2002 ΕλλΔνη 2002 σ. 681, 8/2001 ΕλλΔνη 2001 σ. 382, 19/1998 ΕλλΔνη 1998 σ. 310, 17/1995 ΕλλΔνη 1995 σ. 1531, ΑΠ 701/2009 ΕλλΔνη 2009 σ. 1026, 265/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 991, πάγια νομολογία). β. Η εναγομένη, με τις νομότυπα, κατά τη συζήτηση, κατατεθείσες προτάσεις της και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, συνομολογεί, εφόσον δεν αρνείται, το γεγονός της απασχόλησης του ενάγοντος κατά τα στην αγωγή αναφερόμενα χρονικά διαστήματα και με τη στην αγωγή αναφερόμενη ειδικότητα και ωράριο, αρνούμενη, κατά τα λοιπά, την αγωγή, ζητώντας την απόρριψή της και την καταδίκη του ενάγοντος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Προβάλλει, επιπλέον, ότι η κρινόμενη αγωγή ασκείται καταχρηστικά, αναφορικά με τις αξιώσεις που καλύπτουν τα έτη 2010 και 2011, εφόσον ο ενάγων, όταν αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του την 23.12.2011, υπογράφοντας σχετική δήλωση στο κείμενο της οποίας δεν διατυπώνει ουδεμία επιφύλαξη, για να εργαστεί, όπως εκείνη ισχυρίζεται, στην Αγγλία, ευχαρίστησε την εναγομένη, δηλώνοντας ευτυχής για τη συνεργασία που είχε μαζί της, χωρίς, παράλληλα, ποτέ από το χρόνο της πρόσληψής του μέχρι την άσκηση της αγωγής, να έχει διατυπώσει οποιοδήποτε παράπονο κατά της εναγομένης, ενώ το γεγονός της καταχρηστικής συμπεριφοράς του επιτείνεται από το γεγονός ότι ο ίδιος το 2013 εμφανίστηκε και ζήτησε να εργαστεί εκ νέου στην επιχείρησή της. Αναφορικά με τον προβαλλόμενο ως αυτοτελή, περί καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης αγωγής ισχυρισμό για τα έτη 2011 – 2011, επισημαίνεται ότι είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, εφόσον δεν πληροί, με το περιεχόμενο αυτό, τους όρους του πραγματικού της διάταξης του 281 ΑΚ, ενώ, ωσαύτως, ούτε το γεγονός της εργασίας του κατά τα ανωτέρω έτη, χωρίς να διατυπώσει επιφυλάξεις ή παράπονα κατά της εναγομένης, μπορεί, αληθές υποτιθέμενο, να δημιουργήσει πεποίθηση και μάλιστα εύλογη στην εναγομένη ότι δεν θα ασκήσει τα δικαιώματά του από τη σύμβαση αυτή εργασίας του.
Δ. Εν προκειμένω, από την εκτίμηση της κατάθεσης δύο μαρτύρων που νομότυπα προσήχθησαν και εξετάστηκαν επιμελεία των διαδίκων (η κάθε πλευρά προσήγαγε και εξέτασε ένα μάρτυρα) οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας αυτού συνεδρίασης, καθώς επίσης και όλων των υπολοίπων αποδεικτικών μέσων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (οράτε ΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 937, ΑΠ 577/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 738 με σημείωση Ι. Βαλμαντώνη, 1/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 731, 1324/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1076/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1885/2008 ΕλλΔνη 2009 σ. 449, Δ. Κράνη Αποκλίσεις των ειδικών διαδικασιών έναντι της τακτικής καθώς και αναμεταξύ τους ΕλλΔνη 2006 σ. 366-369, Κ. Μακρίδου Δικονομία εργατικών διαφορών § 8 σ. 187 επ. πλαγ. 26 επ.), προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων απόδειξη), καθώς και τις ομολογίες των διαδίκων που εκτίθενται ανωτέρω και κατωτέρω, αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά (σημειώνεται ότι η μνεία παρακάτω ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική, αφού ουδενός νόμιμα και με επίκληση προσκομιζομένου εγγράφου η συνεκτίμηση παραλείφθηκε) : Ο ενάγων, Αλβανός πολίτης και κάτοχος του προβλεπόμενου βιβλιαρίου υγείας [αναφορικά με την ύπαρξη και κατοχή του οποίου από τον ενάγοντα, υπάρχει έμμεση ομολογία εκ μέρους της εναγομένης (261 και 352 § 1 ΚΠολΔ)], προσελήφθη από την εναγομένη την 21.9.2001, για να εργαστεί στην επιχείρηση που αυτή διατηρεί με αντικείμενο εκμετάλλευση καφετέριας και η οποία εδρεύει στον Π. ( Κ. 98), με την ειδικότητα του σερβιτόρου. Αναφορικά δε με το ωράριο και το πρόγραμμα απασχόλησής του, είχε συμφωνηθεί να εργάζεται επί έξι ημέρες την εβδομάδα (Δευτέρα – Κυριακή), με ρεπό την Τετάρτη, επί οχτώ ώρες την ημέρα (09:00 – 17:00 τη Δευτέρα και 17:00-01:00 τις άλλες ημέρες). Οι ημερήσιες αποδοχές του, είχαν καθοριστεί από την εναγομένη σε ποσοστό 10% επί της ακαθάριστης ημερήσιας είσπραξής του, με την επιπλέον καταβολή του συμβολικού μισθού, των νομίμων προσαυξήσεων για την απασχόληση τις Κυριακές και των επιδομάτων εορτών και άδειας, όπως αυτά προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ και ΔΑ. Ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, υπογράφοντας σχετικό έγγραφο αναγγελίας, την 28.12.2011, μεταβάς στο εξωτερικό. Επέστρεψε στην Ελλάδα το έτος 2013, οπότε, την 21.6.2013, ανέλαβε εκ νέου εργασία στην επιχείρηση της εναγομένης, δυνάμει νεότερης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με τα ίδια ωράρια και ημέρες απασχόλησης, της αμοιβής του όμως καθοριζόμενης με ημερομίσθιο ανερχόμενο σε 30,00 ευρώ για τις καθημερινές και 40,00 ευρώ για τα Σάββατα και τις Κυριακές. Η εναγομένη, ωστόσο, δεν υπήρξε απολύτως συνεπής στις προς τον ενάγοντα υποχρεώσεις της και δη τόσο αναφορικά με την αρχική σύμβαση εργασίας μεταξύ των διαδίκων όσο και αναφορικά με τη μεταγενέστερη τοιαύτη, όπως κατωτέρω θα αναλυθεί. Για την αίτια δε αυτή, ο ενάγων προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας την 27.02.2015, παραπονούμενος για μη καταβολή υπολοίπου άδειας και επιδόματος άδειας 2014, β) οφειλή επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων 2013, γ) δεδουλευμένα δύο εβδομάδων, δ) προσαύξηση για εργασία κατά Κυριακές και αργίες και ε) προσαύξηση για την παροχή νυχτερινής εργασίας. Στο ίδιο επίσης έγγραφο με το οποίο ο ενάγων προσέφυγε στην επιθεώρηση εργασίας, αναφέρει, επιπλέον, ότι μετά από έλεγχο της επιθεώρησης εργασίας, του ζητήθηκε [εννοείται από τους υπεύθυνους της εναγομένης] να υπογράφει αποδείξεις πληρωμής για χρήματα που έχει εισπράξει, με την απειλή, σε αντίθετη περίπτωση, της απόλυσης. Η εναγομένη, μετά από την ενέργεια αυτή του ενάγοντος, του κατέβαλε την 02.3.2015 το ποσό των 390,00 ευρώ. Τη 10.3.2015 δηλώθηκε, προφορικά στον ενάγοντα από την εναγομένη, ότι καταγγέλλεται η σύμβαση αυτή εργασίας του και κλήθηκε, την ίδια εκείνη ημέρα, να λάβει α) την αποζημίωση, λόγω της καταγγελίας αυτής το ύψος της οποίας προσδιόρισε η εναγομένη σε 343,00 ευρώ και β) υπό μορφή αποζημίωσης άδειας το ποσό των 774,00 ευρώ. Δύο ημέρες αργότερα, η εναγομένη δήλωσε και εγγράφως ότι καταγγέλλει τη σύμβαση αυτή εργασίας του ενάγοντος, δηλώνοντας ότι του προσφέρει τα ανωτέρω ποσά, συγκοινοποιώντας του και το υπ’ αριθμ. … γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης που αφορούσε στην αποζημίωση απόλυσής του την οποία εκείνος δεν αποδέχθηκε, επιδίδοντάς του σχετικό έγγραφο με δικαστικό επιμελητή (οράτε την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Π. Ν. Η. Ζ.).
Ως προς δε το ύψος της αποζημίωσης αυτής, τονίζεται ότι αβασίμως ο ενάγων υποστηρίζει ότι έπρεπε να του καταβληθεί αποζημίωση με βάση τις διατάξεις του Ν. 2112/1920 και όχι με βάση τις διατάξεις του ΒΔ της 16/18 Ιουλίου 1920, υποστηρίζοντας ότι δεν εργαζόταν ως εργάτης αλλά ως υπάλληλος. Ειδικότερα δε όπως αναφέρει ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του, εργαζόταν ως σερβιτόρος χωρίς καμία άλλη περαιτέρω εξειδίκευση δηλαδή χωρίς να προβάλλει ότι εκτελούσε κάποια εργασία η οποία να απαιτούσε για την επιτυχία της κάποιου είδους εξειδικευμένη εμπειρία, ή κάποια θεωρητική μόρφωση, ούτε δε πολύ περισσότερο, ανάληψη κάποιων πρωτοβουλιών. Αντίθετα, ο ρόλος του σερβιτόρου σε μία επιχείρηση, όπως αυτή που εκμεταλλεύεται η εναγομένη, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι αρκετά απλούστερος, εξαντλούμενος στη λήψη παραγγελιών από τους πελάτες – θαμώνες του καταστήματος και στην εκτέλεσή τους με μεταφορά της παραγγελίας στον πελάτη και κατόπιν η είσπραξη του αναλόγου αντιτίμου, για λογαριασμό της επιχείρησης. Ώστε, για καμία από τις ανωτέρω ενέργειες δεν απαιτούνται τα προσόντα τα οποία ανωτέρω αναφέρθηκαν. Ως εκ τούτου, η καταβολή της αποζημίωσης αυτής, στο μέτρο αυτό, δεν αρκεί για να καταστήσει την καταγγελία αυτή άκυρη. Παράλληλα, δεν αποδεικνύεται και δη στο βαθμό που να μπορεί να σχηματιστεί πλήρης περί αυτού δικανική πεποίθηση, ότι η καταγγελία αυτή της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος υπαγορεύθηκε από κίνητρα άσχετα με το καλώς νοούμενο συμφέρον της εργοδότριας – εναγομένης. Ειδικότερα ναι μεν η καταγγελία της σύμβασης αυτής έλαβε χώρα δύο περίπου βδομάδες μετά την προσφυγή του ενάγοντος στην επιθεώρηση εργασίας και πριν αυτή καν συζητηθεί (31.3.2015), πλην όμως, δεν αποδεικνύεται ότι στη θέση του ενάγοντος προσελήφθησαν συγκεκριμένοι άλλοι σερβιτόροι ούτε, πολύ περισσότερο, ο ακριβής χρόνος πρόσληψής τους, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι πράγματι έλαβε χώρα πρόσληψή τους. Το πόρισμα αυτό κρίνεται απρόσφορη να αναιρέσει η καταχώριση της εναγομένης στο διαδίκτυο την οποία ο ενάγων με επίκληση προσκομίζει, με βάση την οποία αναφέρεται ότι ζητεί να προσλάβει σερβιτόρους/ες καταχώριση στην οποία σημειωτέον δεν εμπεριέχεται πλήρης ημερομηνία, εφόσον αναφέρεται 29 Ιουνίου, χωρίς έτος, με την επισήμανση, πάντως ότι και αν ήθελε θεωρηθεί ότι αφορά στην 29.6.2014 και πάλι αυτό το γεγονός δεν συνδέεται άμεσα με την ένδικη διαφορά, λόγω της χρονικής απόστασης (οχτώμιση περίπου μηνών) με την ένδικη καταγγελία. Συναφώς δε ο εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυρας (και συνάδελφος) του ενάγοντος ο οποίος ανέφερε το επώνυμο Τ., χωρίς καμία άλλη διευκρίνιση, ως το πρόσωπο που αντικατέστησε τον ενάγοντα, δεν έχει άμεση γνώση των τεκταινομένων, αλλά προφανέστατα ως πηγή γνώσης τον ενάγοντα, εφόσον είχε απολυθεί από την επιχείρηση αυτή σε χρόνο προγενέστερο σε σχέση με τον ενάγοντα, όπως ανέφερε εξετασθείς στο ακροατήριο, μόλις επέστρεψε από τις καλοκαιρινές του διακοπές, [λογικά τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 2014], με αποτέλεσμα η κατάθεσή του, ως προς το σημείο αυτό, να εμφανίζει ελαττωμένη αξιοπιστία. Ως εκ τούτου, η καταγγελία της σύμβασης αυτής εργασίας του ενάγοντος είναι έγκυρη, με αποτέλεσμα να μη οφείλονται σε εκείνον οι αξιούμενοι μισθοί υπερημερίας, του σχετικού κονδυλίου απορριπτομένου ως ουσία αβασίμου και να είναι απορριπτέο, ωσαύτως, το αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης αυτής εργασίας και το αίτημα με το οποίο ζητείται να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως από αυτόν παρεχόμενες υπηρεσίες. Αναφορικά δε με τα λοιπά κονδύλια, λεκτέα τα κάτωθι : Ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει με βάση τους πίνακες που εμπεριέχονται στο άρθρο 2 της Διαιτητικής Απόφασης 16/2009 184,94 ευρώ ως βασικό συμβολικό μισθό + προσαύξηση επιδόματος τριετιών 20% για τις τριετίες, όπως με την αγωγή ζητείται ήτοι [36,99 ευρώ + 18,50 ευρώ επίδομα γάμου (προσαύξηση 10%) = 240,43 ευρώ Χ 12 μήνες =] 2.885,16 ευρώ, επίσης υπό μορφή προσαύξησης Κυριακών 39,68 ευρώ (το ποσό του κατωτάτου ημερομισθίου) Χ 75% = 29,76 Χ 50 Κυριακές = 1.488,00 ευρώ. Αντίστοιχα, υπό μορφή προσαύξησης αργιών, το ποσό των 39,68 ευρώ Χ 75% = 29,76 Χ 8 αργίες (01.01.2010, 06.01.2010, 15.02.2010, 25.3.2010, 02.4.2010, 01.5.2010, 28.10.2010 και 25.12.2010) = 238,08 ευρώ. Σύνολο για το έτος 2010 (2.885,16 +1.488,00 +238,08=) 4.611,24 ευρώ. Αντίστοιχα, για το έτος 2011, οπότε εργάστηκε από 01.01.2013 – 23.12.2011, το ποσό των 240,43 ευρώ συμβολικός μισθός, ως ανωτέρω Χ 11,76 μήνες = 2.827,45 ευρώ. Επίσης υπό μορφή προσαύξησης Κυριακών 40,24 ευρώ (το ποσό του κατωτάτου ημερομισθίου) Χ 75% = 30,18 Χ 49 Κυριακές = 1.478,82 ευρώ. Αντίστοιχα, υπό μορφή προσαύξησης αργιών, το ποσό των 40,24 ευρώ Χ 75% = 30,18 Χ 6 αργίες (01.01.2011, 06.01.2011, 25.3.2011, 22.4.2011, 15.8.2011 και 28.10.2010) = 181,08 ευρώ. Σύνολο για το έτος 2010 (2.827,45 +1.478,82 +181,08 =) 4.487,35 ευρώ. Αντίστοιχα, για το έτος 2013 οπότε εργάστηκε από 21.6.2013 – 31.12.2013, υπό μορφή προσαύξησης Κυριακών 31,36 ευρώ (το ποσό του κατωτάτου ημερομισθίου) Χ 75% = 23,52 Χ 28 Κυριακές = 658,56 ευρώ. Αντίστοιχα, υπό μορφή προσαύξησης αργιών, το ποσό των 31,36 ευρώ Χ 75% = 23,52 Χ 4 αργίες (15.8.2013, 28.10.2013, 25.12.2013 και 26.12.2013) = 94,08 ευρώ. Επίσης, ο ενάγων έπρεπε να λάβει υπό μορφή άδειας επιδόματος άδειας Χριστουγέννων, εφόσον εργάστηκε 192 ημέρες και αμοιβόταν με ημερομίσθιο, 20,20 Χ 31,36 ευρώ το ημερομίσθιο = 633,47 ευρώ, έναντι του οποίου του καταβλήθηκε ποσό 200,00 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται, για την αιτία αυτή το ποσό των 433,47 ευρώ. Σύνολο για το έτος 2013, (658,56 + 94,08 + 433,47=) 1.186,11 ευρώ. Αντίστοιχα, για το έτος 2014, υπό μορφή προσαύξησης Κυριακών 31,36 ευρώ (το ποσό του κατωτάτου ημερομισθίου) Χ 75% = 23,52 Χ 52 Κυριακές = 1.223,04 ευρώ. Αντίστοιχα, υπό μορφή προσαύξησης αργιών, το ποσό των 31,36 ευρώ Χ 75% = 23,52 Χ 7 αργίες (01.01.2014, 06.01.2014, 25.3.2014, 18.4.2014, 15.8.2014, 28.10.2014 και 26.12.2014) = 164,64 ευρώ. Επίσης, στον ενάγοντα χορηγήθηκε το έτος 2014 κανονική άδεια δώδεκα ημερών και του καταβλήθηκε, για την αιτία αυτή, το ποσό των 300,00 ευρώ, με αποτέλεσμα, να του οφείλεται, α) υπό μορφή αποδοχών άδειας, το ποσό των 31,36 ευρώ (το κατώτατο ημερομίσθιο) Χ 10 ημέρες = 313,60 ευρώ + 100% προσαύξηση αυτού = 627,20 ευρώ και β) υπό μορφή επιδόματος άδειας, εφόσον ουδέν του καταβλήθηκε σχετικά, το ποσό των 31,36 ευρώ Χ 13 ημερομίσθια = 407,68 ευρώ. Σύνολο, για το έτος 2014 ποσό (1.223,04 + 164,64 + 627,60 + 407,68=) 2.422,96 ευρώ. Τέλος, για το έτος 2015 (01.01.2013-12.3.2015), δικαιούται α) υπό μορφή προσαύξησης Κυριακών, δικαιούται το ποσό των 31,36 ευρώ (το κατώτατο ημερομίσθιο) Χ 75% = 23,52 ευρώ Χ 10 Κυριακές = 235,20 ευρώ, β) υπό μορφή προσαύξησης αργιών το ποσό των 31,36 (το κατώτατο ημερομίσθιο) Χ 75% = 23,52 ευρώ Χ 2 αργίες (01.01.2015 και 06.01.2015) = 47,04 ευρώ. Σύνολο για τα έτος 2015, (235,20 + 47,04=) 282,24 ευρώ. Σύνολο υπό μορφή διαφορών αποδοχών με βάση τα ανωτέρω, (4.611,24 + 4.487,35 + 1.186,11 + 2.422,96 + 282,24=) 12.989,90 ευρώ. Παράλληλα, εφόσον ο ενάγων εργαζόταν και νυχτερινές ώρες, ήτοι επί τρεις ώρες (22:00-01:00) επί πέντε ημέρες την εβδομάδα έπρεπε να του καταβληθεί και προσαύξηση για την παροχή της εργασίας αυτής. Ειδικότερα, για το έτος 2010, το ποσό των 39,68 ευρώ (κατώτατο ημερομίσθιο) : 8 ώρες Χ = 4,96 ευρώ ωρομίσθιο Χ 25% προσαύξηση = 1,24 ευρώ Χ 3 ώρες = 3,72 ευρώ Χ 20 ημέρες ανά μήνα = 74,40 ευρώ Χ 12 μήνες = 892,80 ευρώ. Για το έτος 2011 το ποσό των 40,28 ευρώ (κατώτατο ημερομίσθιο) : 8 ώρες Χ = 5,03 ευρώ ωρομίσθιο Χ 25% προσαύξηση = 1,25 ευρώ Χ 3 ώρες = 3,75 ευρώ Χ 20 ημέρες ανά μήνα = 75,00 ευρώ Χ 12 μήνες = 900,00 ευρώ. Για το έτος 2013 εφόσον εργάστηκε από 21.6.2013 – 31.12.2013, το ποσό των 31,36 ευρώ (κατώτατο ημερομίσθιο) : 8 ώρες Χ = 3,92 ευρώ ωρομίσθιο Χ 25% προσαύξηση = 0,98 ευρώ Χ 3 ώρες = 2,94 ευρώ Χ 20 ημέρες ανά μήνα = 58,80 ευρώ Χ 6 μήνες = 352,80 ευρώ. Για το έτος 2014, το ποσό των 31,36 ευρώ (κατώτατο ημερομίσθιο) : 8 ώρες Χ = 3,92 ευρώ ωρομίσθιο Χ 25% προσαύξηση = 0,98 ευρώ Χ 3 ώρες = 2,94 ευρώ Χ 20 ημέρες ανά μήνα = 58,80 ευρώ Χ 12 μήνες = 705,60 ευρώ. Τέλος, για το έτος 2015, εφόσον εργάστηκε 01.01.2015 – 12.3.2015 δικαιούται το ποσό των 31,36 ευρώ (κατώτατο ημερομίσθιο) : 8 ώρες = 3,92 ευρώ Χ 25% = 0,98 ευρώ 3 ώρες = 2,94 ευρώ ημερησίως Χ 20 ημέρες ανά μήνα 58,80 ευρώ Χ 2 μήνες = 117,60 ευρώ. Σύνολο υπό μορφή προσαύξησης για την εργασία κατά τις νυχτερινές ώρες, το ποσό των (892,80 + 900,00 + 352,80 + 705,60 + 117,60=) 2.968,80 ευρώ. Το σύνολο λοιπόν των οφειλόμενων στον ενάγοντα, για τις αιτίες αυτές, ποσών ανέρχεται σε (12.989,90 + 2.968,80 =) 15.958,70 ευρώ. Αντίθετα, δεν αποδείχτηκε ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος καταγγέλθηκε υπό συνθήκες που συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, εφόσον ο μάρτυρας απόδειξης που ακροθιγώς αναφέρθηκε στις συνθήκες απόλυσης του ενάγοντος, δεν έχει άμεση γνώση των κατά το χρόνο εκείνο τεκταινομένων, με αποτέλεσμα να μην επιβεβαιώνονται ως προς το ζήτημα αυτό, οι αγωγικοί ισχυρισμοί. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, εφόσον είναι εν μέρει νόμω και ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 15.958,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο που ένα έκαστο από τα επί μέρους ποσά που το αποτελούν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Περαιτέρω, η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, εν μέρει και, συγκεκριμένα, μέχρι το ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, εφόσον πρόκειται για απαίτηση που πηγάζει από σχέση που αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 663 ΚΠολΔ και η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, και, τέλος, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, πρέπει να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, κατά το λόγο νίκης και ήττας των διαδίκων, με βάση τον πίνακα εξόδων που ο ενάγων ενσωματώνει στο δικόγραφο των προτάσεών του, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρο 178 εδ. α’, 189, 190 ΚΠολΔ και 63, 64, 68 Ν. 4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει και κατά τα λοιπά.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα οχτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτών (15.958,70 €), με το νόμιμο τόκο από το χρόνο που ένα έκαστο από τα επί μέρους ποσά που το αποτελούν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα προσωρινά εκτελεστή εν μέρει μέχρι του ποσού των έξι χιλιάδων (6.000,00) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος το ύψος των οποίων προσδιορίζει σε οχτακόσια εξήντα πέντε (865,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Π. και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του τη 11η Ιανουαρίου 2016.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ