ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 44/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Οκτωβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Λ. Φ. Φ. Φ. Φ. (L.-F. F. V. F.), γερμανού υπηκόου, κατοίκου Φ. Γ., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς του δικηγόρου, Άννας Παπακωνσταντίνου.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «….», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με έδρα στη Γ. Αττικής, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου, Δημητρίου Ψυχάρη.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από … αγωγή του, που κατατέθηκε με γεν. αριθ. κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … και φέρεται προς συζήτηση, μετά τη ματαίωσή της κατά τη δικάσιμο της 17ης Φεβρουαρίου 2015, με τη με γεν. αριθ. κατάθεσης 2324/2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1327/2015 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τη με γεν. αριθ. κατάθεσης 2324/2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1327/2015 κλήση προς συζήτηση η με γεν. αριθ. κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της κατά τη δικάσιμο της 17ης Φεβρουαρίου 2015.
Ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, όπως παραδεκτώς διορθώθηκε το περιεχόμενό της με δήλωση της πληρεξούσιάς του δικηγόρου, που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, εκθέτει ότι, με σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και της εναγόμενης εταιρείας τον Σεπτέμβριο 2010, ασφάλισε το ανήκον στην κυριότητά του υπό γερμανική σημαία μηχανοκίνητο ταχύπλοο σκάφος «…», το οποίο είχε μήκος 9,60 μ. και πλάτος 5,60 μ., η διάρκεια δε της εν λόγω ασφάλισης ορίσθηκε, κατόπιν ανανεώσεων του αρχικού ασφαλιστηρίου συμφωνητικού, μέχρι τις 2.11.2012· ότι, στις 10.8.2012, το προαναφερθέν σκάφος, ενώ βρισκόταν προσδεδεμένο σε μόνιμο αγκυροβόλιο (ρεμέτζο) στο θαλάσσιο χώρο στον Άγιο Ιωάννη Νάουσας στην Πάρο, βυθίστηκε λόγω τυχαίας και αιφνίδιας εισροής θαλασσινού ύδατος σ’ αυτό (σκάφος) από το σημείο όπου είχε αποσυνδεθεί το σωληνάκι ψύξης του άξονα της δεξιάς προπέλας του (σκάφους) και έτσι επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση, την οποία γνωστοποίησε ο ίδιος αμέσως στην εναγομένη. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως ασφαλιστική αποζημίωση το ποσό των 59.070,00 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται το εύλογο κόστος αποκατάστασης της οφειλόμενης στην εν λόγω βύθισή του ζημίας του επίδικου σκάφους. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 9, 10, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον, δυνάμει ενυπάρχουσας στην ένδικη σύμβαση συμφωνίας αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων του Πειραιά για κάθε διαφωνία που τυχόν προκύψει από τη σύμβαση αυτή (άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000, L 12/16.1.2001, «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), συνακολούθως δε έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ενόψει της σχετικής ρήτρας που έχει διατυπωθεί στο αρχικό ασφαλιστήριο με αριθμό … και στο υπ’ αριθ. … ανανεωτήριο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, τα οποία καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με την οποία η ένδικη σύμβαση ασφαλίσεως διέπεται από τις διατάξεις του αγγλικού δικαίου και πρακτικής, όσον αφορά στις καλύψεις ιδίων ζημιών, που ρυθμίζονται από τις ρήτρες των Άγγλων Ασφαλιστών και, συγκεκριμένα, των επισυναπτομένων στο ασφαλιστήριο Ρητρών Θαλαμηγών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985 «… (1.11.1985)», οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ασφαλιστηρίου, σαφώς συνάγεται ρητή συμβατική υπαγωγή της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης στις ρυθμίσεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου και δη σ’ αυτές που προσήκουν στη θαλάσσια (ναυτική) ασφάλιση, γενομένης δεκτής ως βάσιμης κατ’ ουσίαν της παραδεκτώς προβληθείσας (άρθρα 262 παρ. 1 και 269 παρ. 1 ΚΠολΔ), ερειδόμενης στις διατάξεις των άρθρων 361 ΑΚ και 3 παρ. α΄ του ν.δ. 551/1970 «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως πλοίων και αεροσκαφών», σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 παρ. 2 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008, ενστάσεως της εναγομένης περί εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου κατόπιν σχετικής συμφωνίας των μερών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», οι συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής», διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του εν λόγω Κανονισμού. Σύμφωνα δε με το προαναφερόμενο στοιχείο δ΄ του άρθρου 5 της ως άνω Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 της Δεύτερης Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ», μεγάλοι κίνδυνοι είναι, μεταξύ άλλων, οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στον κλάδο 6 του σημείου Α του παραρτήματος της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (στον οποίο υπάγονται τα πλοία, και συγκεκριμένα τα ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη) και αφορούν κάθε ζημία την οποία υφίστανται ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη. Εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, έχει ρητώς συμφωνηθεί ότι η ένδικη σύμβαση ασφάλισης διέπεται από το ανωτέρω ουσιαστικό δίκαιο. Επομένως, εφόσον η σύμβαση αυτή συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, καθώς αφορά στην ασφαλιστική κάλυψη ζημιών σε θαλάσσιο σκάφος, εφαρμοστέο στην προκείμενη υπόθεση τυγχάνει το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη. Το εν λόγω δίκαιο, το οποίο κατά διεθνή συναλλακτική πρακτική επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές, ανεξαρτήτως, μάλιστα, του ουσιώδους ή μη συνδέσμου μ’ αυτές (ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31. 377, 996/1999 ΕΝΔ 29. 165), περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί Θαλάσσιας Ναυτικής Ασφαλίσεως» (γνωστό ως «…»), στο Κοινό Δίκαιο (COMMON LAW), εφόσον οι ρυθμίσεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου, καθώς και στην αγγλική Πρακτική (ENGLISH PRACTICE), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες Ρήτρες των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 1 της Μ.Ι.Α. 1906, η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο, κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται μ’ αυτήν, κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια. Ο εν λόγω νόμος (Marine Insurance Act 1906) δεν προβλέπει τους επιμέρους προς ασφάλιση κινδύνους (βλ. γενική αναφορά περί θαλασσίων κινδύνων – maritime perils στο άρθρο 3) ούτε αναφέρεται στο περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης (ειδικώς σε περιορισμούς, αιρέσεις, εξαιρέσεις κλπ), καταλείπων τη διαμόρφωση τούτου (περιεχομένου) στην ελεύθερη βούληση των μερών. Στην πράξη το έργο αυτό έχει αναλάβει το Ινστιτούτο των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters), το οποίο ως επαγγελματικό όργανο έρευνας και προώθησης των ναυτασφαλιστικών ζητημάτων στην αγγλική αγορά, έχει προβεί στην τυποποίηση των όρων κάλυψης των θαλασσίων κινδύνων για κάθε κατηγορία ναυτασφάλισης. Αναφορικά με την ασφάλιση των θαλαμηγών οι διεθνώς εν χρήσει όροι είναι οι έντυποι όροι του Ινστιτούτου για Σκάφη Αναψυχής, υπό την κωδική ονομασία … 1-11-1985. Η δια των όρων αυτών παρεχόμενη ασφαλιστική κάλυψη δεν είναι κατά παντός κινδύνου (All Risks) αλλά κατά συγκεκριμένων μόνο κατηγοριών κινδύνου, που απαριθμούνται αυτοτελώς και περιοριστικώς. Περαιτέρω, βάσει του όρου (ρήτρας) 9 του αρχικού και του ανανεωτηρίου επιδίκου ασφαλιστηρίου συμβολαίου (όπως αυτή αναφέρεται στις ενσωματωμένες στο κύριο σώμα του ασφαλιστηρίου ρήτρες «INSTITUTE YACHT CLAUSES 1.11.1985 ) και δη της ρήτρας 9.1.1. « … Η ασφάλιση αυτή καλύπτει απώλεια ή ζημία στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο που προκαλείται από κινδύνους της θάλασσας, ποταμών, λιμνών ή άλλων πλεύσιμων υδάτων», ήτοι η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση καλύπτει ζημία από θαλάσσια συμβεβηκότα (perils of the sea – θαλάσσιοι κίνδυνοι), η έννοια των οποίων εμπεριέχει, κατά το εφαρμοστέο εν προκειμένω αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, τα στοιχεία της αβεβαιότητας και του απρόβλεπτου. Δηλαδή, ως «θαλάσσιο συμβεβηκός» δεν δύναται να χαρακτηρισθεί κάθε ατύχημα ή συμβάν που συμβαίνει κατά τη διάρκεια του πλου στη θάλασσα, καθόσον οφείλει μεν τη γένεσή του στη θάλασσα. Ο όρος αναφέρεται μόνο σε τυχαία (απρόοπτα) περιστατικά (συμβάντα, ατυχήματα) εξαιτίας της θάλασσας, όχι απλώς επί της θαλάσσης, και δεν περιλαμβάνει την κανονική ενέργεια των ανέμων και των κυμάτων (ΕφΠειρ 358/2007 ΕΝΔ 2007. 194, 815/2000 ΕΝΔ 29. 157). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 118 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να περιέχει, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα και, συγκεκριμένα, λεπτομερή αναφορά των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων ο τελευταίος στηρίζει την αξίωσή του και το δικαίωμά του να προτείνει αυτή κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου περί του οποίου ερίζουν οι διάδικοι, το οποίο πρέπει να περιγράφεται κατά τρόπο τόσο πιστό και επαρκή, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του και γ) ορισμένο αίτημα. Από τις ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 111 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, καθιερώνεται, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της αγωγής, η ιστορική βάση, δηλαδή η ακριβής εξιστόρηση όλων των πραγματικών γεγονότων, από τα οποία, με βάση τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα από την εφαρμοστέα νομική διάταξη, πηγάζει το επιδιωκόμενο δικαίωμα και η επικαλούμενη από τον ενάγοντα έννομη συνέπεια. Αν δεν περιέχονται στο αγωγικό δικόγραφο όλα τα ανωτέρω γεγονότα ή περιέχονται αυτά με ασάφειες ή ελλείψεις, τότε η αγωγή καθίσταται αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, η δε αοριστία αυτή της αγωγής συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη αυτής (αγωγής) και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, ως απαράδεκτης, γιατί τούτο (απαράδεκτο της αγωγής) ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43. 418, 365/2000 ΕλλΔνη 41. 301, ΕφΑθ 2855/2008 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ακολούθως και δεδομένου ότι δεν απαιτείται εν προκειμένω να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου του ισχύοντος στην υπό κρίση περίπτωση αγγλικού δικαίου, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, η αγωγή, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας και γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, καθόσον στο δικόγραφό της δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια και συγκεκριμένη εξειδίκευση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων επήλθε ο επικαλούμενος από τον ενάγοντα ασφαλισμένος κινδύνος, ώστε να θεμελιούται η εκ της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης ευθύνη της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας να αποζημιώσει τον τελευταίο (ενάγοντα) για τις ζημίες τις οποίες υπέστη το σκάφος του από τη βύθισή του. Ειδικότερα, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, ως ασφαλιζόμενος θαλάσσιος κίνδυνος (peril of the sea) στα πλαίσια της θαλάσσιας ασφάλισης, κατά τις διατάξεις του εφαρμοστέου αγγλικού δικαίου, θεωρείται μόνο το «θαλάσσιο συμβεβηκός», σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, και όχι οιοδήποτε ατύχημα ή συμβάν που συμβαίνει στη θάλασσα, μόνη η επίκληση από τον ενάγοντα της αποσύνδεσης του σωλήνα ψύξης του άξονα της δεξιάς προπέλας του επίδικου σκάφους και της εξ αυτού του λόγου αιφνίδιας εισροής θαλασσινού ύδατος σ’ αυτό (σκάφος) με αποτέλεσμα τη βύθισή του, χωρίς την αναφορά σε τυχαία (απρόοπτα) περιστατικά (συμβάντα, ατυχήματα) εξαιτίας της θάλασσας που οδήγησαν στα ανωτέρω γεγονότα, καθιστά το υπό κρίση δικόγραφο αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, η δε προπεριγραφόμενη αοριστία δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε από τις αποδείξεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης (βλ. και ΑΠ 496/1990 ΕΕργΔ 50. 235, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝ 2000. 41). Ας σημειωθεί ότι η εισροή θαλασσίου ύδατος σε πλοίο από αιτία που δεν μπορούσε να προβλεφθεί έχει κριθεί, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, ότι αποτελεί τεκμήριο καλυπτομένου ασφαλιστικώς θαλασσίου συμβεβηκότος (απόφαση Canada Rice Mills Ltd κατά Union Marine and General Insurance Co Ltd), δεν συνιστά όμως αυτή καθαυτή «κίνδυνο της θάλασσας» (peril of the sea), υπό την έννοια που χρησιμοποιείται στις Ρήτρες «… 1.11.1985» (ρήτρα 9.1.1), όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, χωρίς να υφίσταται σύνδεσή της με κάποιο συγκεκριμένο απρόβλεπτο, εξαιρετικό και εξωτερικό θαλάσσιο συμβεβηκός (απόφαση Global Process Systems Inc κατά Syarikat Takaful Malaysia Berhad), όπως π.χ. θαλασσοταραχή, προσάραξη, πρόσκρουση με πλωτό σώμα κινητό ή ακίνητο κλ.π., αφού, όπως ειπώθηκε ανωτέρω, ο όρος «κίνδυνος της θάλασσας» αναφέρεται σε περιστατικά εξαιτίας της θάλασσας, όχι απλώς επί της θαλάσσης, χωρίς να περιλαμβάνει την κανονική ενέργεια των ανέμων και των κυμάτων. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, λόγω του ότι η ερμηνεία του (αλλοδαπού) κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στο σύνολό τους. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -1-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ