ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 45 /2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Οκτωβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …. του Ε., κατοίκου Α., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού του δικηγόρου, Στέφανου Λύρα, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο Η. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς της δικηγόρου, Αθηνάς Κοντογιάννη.
Ο εκκαλών – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του κατά της εφεσίβλητης – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό, τι αναφέρει σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 9/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο Η. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς της δικηγόρου, Αθηνάς Κοντογιάννη.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …. του Ε., κατοίκου Α., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού του δικηγόρου, Στέφανου Λύρα, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του κατά της εκκαλούσας – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό, τι αναφέρει σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 9/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Στην προκείμενη περίπτωση, οι υπό κρίση εφέσεις είναι συναφείς μεταξύ τους, καθόσον βάλλουν κατά της ίδιας δικαστικής αποφάσεως, είναι εκκρεμείς ενώπιον του αυτού (παρόντος) Δικαστηρίου και υπάγονται αμφότερες στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή τους κατά την ανωτέρω προσήκουσα ειδική διαδικασία, αφού, κατά τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης.
Η υπό στοιχείο Α ως άνω έφεση κατά της υπ’ αριθ. 9/2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 2 και 674 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η έτερη υπό στοιχείο Β έφεση κατά της ανωτέρω υπ’ αριθ. 9/2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του κατά της εφεσίβλητης της ως άνω υπό στοιχείο Α έφεσης, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ο εκκαλών – εφεσίβλητος ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία, ως πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία τουριστικού επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου …”, νηολογίου Η. Κ. υπ’ αριθ. …, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 12.593,48 ευρώ για διαφορές επί της υπερωριακής του αμοιβής, καθώς και για αναλογία μισθοτροφοδοσίας ελλείποντος ναύτη και ναυτόπαιδος, αναφορικά με το χρονικό διάστημα από 05-04-2012 έως 08-12-2012, κατά το οποίο υπηρέτησε επί του ανωτέρω πλοίου ως ναύτης, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την οικεία και κάθε φορά ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Μεσογειακών Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, καταρτισθείσας μετά αυτής (εναγομένης), νομίμως εκπροσωπούμενης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 4.259,90 ευρώ. Οι εκκαλούντες αμφοτέρων των υπό κρίση εφέσεων παραπονούνται τώρα κατά της εν λόγω απόφασης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί αυτή, ώστε, όπως ζητεί ο εκκαλών της υπό στοιχείο Α εφέσεως, να γίνει ολοκληρωτικά δεκτή η αγωγή του, όπως δε ζητεί η εκκαλούσα της έτερης υπό στοιχείο Β εφέσεως, να απορριφθεί αυτή (αγωγή) στο σύνολό της.
Από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντος, Α. Φ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Β., Γ. Μ., η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη κλήτευση της εναγομένης, καθώς και από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης, Δ. Γ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Π., Ε. Β., η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε ο ενάγων στον Πειραιά, στις 4-4-2012, με την εναγόμενη εταιρεία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία τουριστικού επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «…», νηολογίου Η. Κ. υπ’ αριθ. …, ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο την επόμενη ημέρα στο Λιβόρνο Ιταλίας, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την οικεία και εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων, παρείχε δε από την ανωτέρω ημερομηνία ναυτολόγησής του την εργασία του σ’ αυτό συνεχώς, ως ναύτης, έως τις 16-12-2012, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Η. Κ. «αμοιβαία συναινέσει». Κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος επί του ανωτέρω πλοίου, αυτό εκτελούσε έκαστη εβδομάδα το δρομολόγιο Λιβόρνο (Ιταλία) – Βαρκελώνη (Ισπανία) – Ταγγέρη (Μαρόκο) με επιστροφή. Ειδικότερα, αναχωρούσε από Λιβόρνο κάθε Σάββατο στις 00:00, κατέπλεε στην Βαρκελώνη την επομένη στις 21:00 και αναχωρούσε για Ταγγέρη στις 00:15 της Δευτέρας, όπου κατέπλεε την επομένη στις 10:30. Ξεκινούσε και πάλι αυθημερόν, στις 18:30, για Βαρκελώνη, στην οποία έφθανε την Τετάρτη περί τις 19:40 και απέπλεε για Λιβόρνο την επομένη στις 00:30, όπου κατέφθανε περί τις 21:30 της Πέμπτης, από την ημέρα δε αυτή έως τα μεσάνυχτα του Σαββάτου παρέμενε ακινητοποιημένο στο λιμάνι του Λιβόρνο. Εξάλλου, με βάση το είδος της εργασίας του ενάγοντος, ο οποίος απασχολούνταν, με την ως άνω ειδικότητα του ναύτη, με περιπολίες και το χτύπημα των ρολογιών σε όλους τους χώρους του πλοίου, καθώς και με εργασίες συντήρησης και καθαρισμού στο κατάστρωμα και στο γκαράζ αυτού (πλοίου), όπως και με την φορτοεκφόρτωση και την έχμαση των οχημάτων στο πλοίο, αλλά και με την πρόσδεση και απόδεσή του (πλοίου), λαμβανομένων υπόψη των εκτελουμένων ως άνω δρομολογίων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτός (ενάγων), κατά το χρονικό διάστημα που υπηρέτησε επί του εν λόγω πλοίου, παρείχε, κατά μέσο όρο, εργασία 12 ωρών ημερησίως, ήτοι τέσσερις ώρες υπερωριακή εργασία πέραν των δύο τετράωρων φυλακών που εκτελούσε καθημερινώς. Η ως άνω διαπίστωση δεν αναιρείται από όσα κατέθεσε ο μάρτυρας του ενάγοντος, Α. Φ., περί 15 και πλέον ωρών καθημερινής απασχόλησής του, καθόσον η ένορκη βεβαίωσή του, ενόψει του ότι ο εν λόγω μάρτυρας βρίσκεται σε αντιδικία με την εναγομένη, εγείροντας παρόμοιες αξιώσεις (βλ. την προσκομιζόμενη από αμφότερους τους διαδίκους, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του {Α. Φ.} ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς), γεγονός το οποίο αντικειμενικώς αξιολογείται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν κρίνεται αξιόπιστη από το Δικαστήριο. Ας σημειωθεί, εξάλλου, ότι ο ενάγων αβασίμως ισχυρίζεται ότι η συμφωνηθείσα με την εναγομένη «κλειστή» αμοιβή του για 115 ώρες υπερωριακής εργασίας μηνιαίως, αμειβόμενες ως καθημερινές, συνιστά εξώδικη ομολογία της (εναγομένης) περί της παροχής εκ μέρους του τουλάχιστον 13,5 ωρών εργασίας ημερησίως (115 ώρες μηνιαίως : 22 καθημερινές), αφού η αμοιβή αυτή αφορούσε και την υπερωριακή του εργασία τις Κυριακές (τα επικαλούμενα από τον ενάγοντα και διαλαμβανόμενα στις προσκομιζόμενες απ’ αυτόν μισθοδοτικές αποδείξεις ποσά υπό την ένδειξη «Επίδ. Κυριακής», αφορούσαν στο προβλεπόμενο στο άρθρο 5 παρ. 1 της οικείας ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα Κυριακών και όχι σε αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές (άρθρο 13 παρ. 2 και 3 της ίδιας ΣΣΝΕ). Επιπροσθέτως και η ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης, Δ. Γ., δεν παρέχει πίστη στο Δικαστήριο ως προς τα διαλαμβανόμενα σ’ αυτή περί των συνθηκών και του ωραρίου εργασίας του ενάγοντος στο επίδικο πλοίο, ως μη ενισχυόμενη από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο – δεν προσκομίζεται το επικαλούμενο από τον ανωτέρω μάρτυρα ειδικό πρότυπο σχήμα, στο οποίο αναγράφονταν οι ώρες υπερωριακής απασχόλησης των εργαζομένων επί του πλοίου, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, και έφερε τις υπογραφές τους -, αν ληφθεί υπόψη ότι η αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα είναι εκ των πραγμάτων μειωμένη, λόγω του ότι, όπως συνομολογεί και η εναγομένη στην προσθήκη των προτάσεών της, εξακολουθεί να εργάζεται σ’ αυτή, ήτοι τελεί σε οικονομική εξάρτηση από την ίδια, γεγονός το οποίο αντικειμενικώς αξιολογείται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Κατ’ ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως ως προς την παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ναυτολόγησής του στο πλοίο της εναγομένης, δεν έσφαλε αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, με συνέπεια τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται αμφότεροι οι διάδικοι με τους σχετικούς πρώτους λόγους των υπό στοιχεία Α και Β εφέσεών τους, αντίστοιχα, να είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Με βάση, εξάλλου, τα άρθρα 10, 20 και 21 της εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την Υ.Α. 3525.10/01/2010 (ΦΕΚ Β΄ 1743/5-11-2010), για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του επί του πλοίου της εναγομένης από 5-4-12 έως 8-12-12, που αυτός απασχολήθηκε υπερωριακά επί 4 ώρες την ημέρα για 172 καθημερινές και 34 Κυριακές, ο ενάγων δικαιούνταν εξ αυτού του λόγου ως αμοιβή το συνολικό ποσό των (206 ημέρες Χ 4 ώρες Χ 7,57 ευρώ ανά ώρα=) 6.237,68 ευρώ. Επίσης, για τη 12ωρη ημερήσια απασχόλησή του την ίδια ως άνω χρονική περίοδο για 36 Σάββατα και 8 αργίες {της Μ. Παρασκευής (13/4/2012), της Δευτέρας του Πάσχα (16/4/2012), της Πρωτομαγιάς, της Αναλήψεως (24/5/2012), της 15ης Αυγούστου, της 14ης Σεπτεμβρίου, της 28ης Οκτωβρίου και του Αγ. Νικολάου (6/12/2012), δικαιούνταν ως αμοιβή το συνολικό ποσό των (44 Σάββατα και αργίες Χ 12 ώρες Χ 9,08 ευρώ ανά ώρα=) 4.794,24 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο, με συνέπεια τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο ενάγων με το σχετικό πρόσθετο λόγο της υπό στοιχείο Α εφέσεώς του, περί υπολογισμού της οφειλόμενης αμοιβής για την υπερωριακή εργασία κατά τις Κυριακές με προσαύξηση 50%, να είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων, ο οποίος είχε συμφωνήσει με την εναγομένη κλειστό μηνιαίο μισθό, που περιελάμβανε, πλέον των οριζόμενων στην οικεία ως άνω ΣΣΝΕ αποδοχών, αμοιβή για συνολικά 150 ώρες υπερωριακής εργασίας, εκ των οποίων 115 αμειβόμενες ως καθημερινές και 35 αμειβόμενες με την προσαύξηση που ισχύει για την εργασία Σαββάτου και Αργιών, έλαβε συνολικά έναντι των αγωγικών του απαιτήσεων για διαφορά υπερωριακής αμοιβής κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, αναφορικά με το επίδικο χρονικό διάστημα από 5-4-2012 έως 8-12-2012, το συνολικό ποσό των 10.314,60 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τους νόμιμα προσκομιζόμενους και επικαλούμενους από τους διαδίκους μισθοδοτικούς λογαριασμούς, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των (6.237,68 + 4.794,24 = 11.031,92 – 10.314,60=) 717,32 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που εσφαλμένως εδέχθη ότι, έναντι των ανωτέρω απαιτήσεών του, ο ενάγων έλαβε το συνολικό ποσό των 10.702,64 ευρώ, συνυπολογίζοντας και τα καταβληθέντα από την εναγομένη για τη χρονική περίοδο από 9-12-2012 έως 16-12-2012 ποσά, για την οποία αυτός δεν ζητεί διαφορά υπερωριακής αμοιβής, και του επιδίκασε για την εν λόγω αιτία το ποσό των 329,28 ευρώ, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός δεύτερος λόγος της υπό στοιχείο Α εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος.
Τέλος, όπως αποδείχθηκε, σύμφωνα με την οργανική σύνθεση του επίδικου πλοίου, στο προσωπικό καταστρώματος προβλέπονταν δέκα ναύτες και ένας ναυτόπαις, εκ των οποίων ένας ναύτης και ο ναυτόπαις δεν υπηρετούσαν σ’ αυτό (πλοίο) κατά την περίοδο ναυτολόγησης του ενάγοντος από 5-4-2012 έως 8-12-2012. Επομένως, οι λοιποί ναύτες, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, δικαιούνταν έκαστος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57 εδ. β΄ και 60 του ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 361, 648, 653, 659 ΑΚ και 89 παρ. 4 Ν.Δ. 187/1973 «περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», την αναλογία της μισθοτροφοδοσίας των ελλειπόντων ναύτη και ναυτόπαιδος σε ποσοστό 1/9, των οποίων τα πλήρη καθήκοντα εκτελούσαν, κατόπιν συμφωνίας με τον πλοίαρχο και σχετικών εντολών των προϊσταμένων τους, και, ειδικότερα, βάσει και της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2010, το ποσό των {ο μισθός του ναύτη που ανήρχετο στο συνολικό ποσό των (1.946,86 ευρώ, όπως υπολογίζεται από αμφοτέρους τους διαδίκους, πλέον μηνιαίας τροφοδοσίας ύψους 15,93 ευρώ X 30 ημέρες = 477,90 ευρώ, που αβασίμως δεν συνυπολογίζεται από την εναγομένη σύμφωνα με το άρθρο 3 της οικείας ως άνω ΣΣΕ=) 2.424,76 ευρώ + το μισθό του ναυτόπαιδος που ανήρχετο στο συνολικό ποσό των (1.382,90 ευρώ, όπως υπολογίζεται από αμφοτέρους τους διαδίκους, πλέον μηνιαίας τροφοδοσίας ύψους 15,93 ευρώ X 30 ημέρες = 477,90 ευρώ, που αβασίμως δεν συνυπολογίζεται από την εναγομένη σύμφωνα με το άρθρο 3 της οικείας ως άνω ΣΣΕ=) 1.860,80 ευρώ = 4.285,56 ευρώ : 30 = 142,85 Χ 248 ημέρες ναυτολόγησης (σύμφωνα με το σχετικό αγωγικό αίτημα) = 35.427,29 : 9=} 3.936,36 ευρώ, ελλείψει, όμως, αιτήματος για το μείζον αυτό ποσό, οφείλεται το αιτούμενο έλασσον ποσό των 3.930,62 ευρώ (άρθρο 106 του ΚΠολΔ). Όσα δε ισχυρίζεται η εναγομένη περί εκτελέσεως των καθηκόντων των ελλειπόντων ναύτη και ναυτόπαιδος από τους προσληφθέντες εκ μέρους της τέσσερις δόκιμους πλοιάρχους κρίνονται απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα, αφού, εκτός των άλλων, δεν προκύπτουν από τα σχετικώς προσκομισθέντα απ’ αυτή έγγραφα, ήτοι τους μισθοδοτικούς τους λογαριασμούς και το ημερολόγιο του επίδικου πλοίου, στα οποία δεν διαλαμβάνεται οιαδήποτε αναφορά περί αναπλήρωσης ελλειπόντων μελών του πληρώματος του εν λόγω πλοίου από τους εν λόγω δόκιμους πλοιάρχους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο, με συνέπεια τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εναγομένη με το δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Β εφέσεώς της να είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει αφενός ν’ απορριφθεί η υπό στοιχείο Β έφεση στο σύνολό της, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, αφετέρου να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η έτερη υπό στοιχείο Α έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, ήτοι και κατά τις μη θιγόμενες διατάξεις της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26. 642) και, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει, πρέπει, γενομένης δεκτής ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης της προταθείσας εκ μέρους της εναγομένης ένστασης εξόφλησης του προδιαλαμβανομένου ποσού, να δεχθεί εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και να υποχρεώσει την εναγόμενη εταιρεία να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (717,32 + 3.930,62=) 4.647,94 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσής του, η οποία έλαβε χώρα στις 16-12-2012, απορριπτομένων ως νομικά αβάσιμων των ισχυρισμών της εναγομένης, που προέβαλε με δήλωση της πληρεξούσιάς της δικηγόρου, που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της ενώπιόν του, ήτοι αφενός περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, αφού τα επικαλούμενα μ’ αυτόν πραγματικά περιστατικά, αφορώντα σε άσκηση των αγωγικών αξιώσεων που λαμβάνει χώρα μετά από μακροχρόνια εργασία του ενάγοντος στα πλοία της, χωρίς να έχει προηγηθεί οιαδήποτε σχετική διαμαρτυρία του, και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 281 του ΑΚ, ήτοι δεν συνιστούν την έννοια της κατάχρησης δικαιώματος, δεδομένου, εκτός των άλλων, ότι η τυχόν σιωπηρή παραίτηση του μισθωτού από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων εν γένει από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 587/2006 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 2008. 290), αφετέρου περί εξόφλησης (συμβατικού συμψηφισμού) του τυχόν οφειλομένου ποσού υπερωριακής αμοιβής με το ποσό που ελάμβανε ο ενάγων ως προμήθεια γκαράζ, διότι, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 της οικείας ως άνω ΣΣΝΕ, αυτό καταβάλλεται στα μέλη του κατωτέρου πληρώματος καταστρώματος, όπως εν προκειμένω στον ενάγοντα που είχε την ειδικότητα του ναύτη, ως πρόσθετη αμοιβή για τις εργασίες φόρτωσης, ευθέτησης, έχμασης, απέχμασης και εκφόρτωσης των ιδιωτικής και δημοσίας χρήσεως επιβατηγών και φορτηγών αυτοκινήτων, που μεταφέρονται με τα Μεσογειακά – Τουριστικά Επιβατηγά πλοία και κατά την παράγραφό 4 του ίδιου άρθρου, η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή σε καμία περίπτωση δεν συμψηφίζεται με οποιαδήποτε άλλη παροχή ούτε συμπεριλαμβάνεται σε οποιονδήποτε συμφωνηθέντα κλειστό μισθό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσίβλητου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την ένωση και συνεκδίκαση: α) της με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … εφέσεως και β) της με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … εφέσεως, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 664 έως 676 ΚΠολΔ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την υπό στοιχείο β ως άνω έφεση κατά το τυπικό της μέρος.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ την υπό στοιχείο α ως άνω έφεση κατά το τυπικό και εν μέρει κατά το ουσιαστικό της μέρος.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 9/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων σαράντα επτά ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (4.647,94), με το νόμιμο τόκο από τις 17-12-2012.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγoμένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσίβλητου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -1-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ