Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(αντιμωλία- -αναβάλλει για αλλοδαπό δίκαιο)

 

 

Αριθμός απόφασης        52 /2016

Αριθμός Κατάθεσης Αγωγής …

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Μαρτίου 2015, στον Π., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Του ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Του Αλληλασφαλιστικού Οργανισμού με την επωνυμία “….) που εδρεύει στη Ν. Υ.  Π.  Ν. Υ.  …., νομίμως εκπροσωπούμενου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο Ροντήρη.

Της ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία “….), νομίμως εκπροοωπουμένης, που εδρεύει τύποις μεν και κατά το καταστατικό της εν M., Ν. Μ. (M. I.), πράγματι δε στον Π., όπου εδρεύει η διαχειρίστρια αυτής εταιρεία με την επωνυμία “…”, νομίμως εκπροσωπουμένη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Νταλάκο.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-09-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 04-02-2014, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

(Α) 1. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α΄ ΑΚ, που αποτελεί το γενικό κανόνα του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, οι ενοχές, που προέρχονται από σύμβαση, ρυθμίζονται καταρχήν από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί, ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς τους, ρητή δε είναι εκείνη που επιτρέπει άμεσα τη διαπίστωση της βουλήσεως των μερών. Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδ. α΄ ΑΚ) προβλέπεται και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, για τις συμβάσεις, που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009, αντικαθιστώντας τη Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.1792/1988, οι διατάξεις του οποίου (Κανονισμού), ωστόσο, δεν εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. (ι) αυτού (Κανονισμού). Η αυτονομία, όμως, αυτή δεν είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι δεν δύναται να επιλεγεί δίκαιο, προς το οποίο δεν συνδέεται κάποιο από τα στοιχεία της σύμβασης, έστω και χαλαρά. Δεν έχει σημασία εάν ο σύνδεσμος, κρινόμενος αντικειμενικά, είναι πολύ ασθενέστερος από τους συνδέσμους που παρουσιάζει η σύμβαση με άλλα δίκαια, διότι αξία έχει η ύπαρξη του συνδέσμου και όχι η εγγύτητα αυτού. Άλλωστε υπάρχει η τάση για τη μέγιστη δυνατή διεύρυνση της εννοίας του συνδέσμου, να διευρύνεται και ο κύκλος των δικαίων, μεταξύ των οποίων δύναται να γίνει η επιλογή. Ως, μάλιστα, παρατηρείται σχετικά, σε ορισμένους κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων υπάρχει η τάση για διεθνή τυποποίηση ή ενοποίηση, ο σκοπός δε αυτός επιτυγχάνεται, εκτός των διεθνών συμβάσεων, με την υποβολή των σπουδαιότερων τύπων των σχετικών συμβάσεων στο ίδιο δίκαιο, ανεξαρτήτως ιθαγενείας ή κατοικίας των συμβληθέντων ή τόπου συνάψεως ή εκτελέσεως της σύμβασης (βλ. ΑΠ 1584/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2012/45, ΕφΠειρ 480/2014 ΕλλΔνη 2015/470, ΕφΠειρ 11/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, ΕφΠειρ 619/2008 ΕΝΑΥΤΔ 2009/137, ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31/377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29/165).

  1. Ακολούθως, σε περίπτωση ανάγκης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου, κατ’ εφαρμογή των ορισμών του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, το δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη το αλλοδαπό δίκαιο, γιατί και ως προς το δίκαιο αυτό ισχύει ο ισχύων για το ημεδαπό δίκαιο κανόνας, δηλαδή ότι το δικαστήριο γνωρίζει αυτό και το λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, παρέχεται δε απλώς η δυνατότητα, αν αγνοεί αυτό, να προσφύγει στις κατάλληλες αποδείξεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 337 ΚΠολΔ (ΑΠ 1007/1982 ΝοΒ 31/1006, ΕφΑθ 6882/1981 Αρμ 36/535, ΕφΑθ 5766/1975 ΝοΒ 24/1987, βλ. Γέσιου-Φαλτσή «Το δίκαιο αποδείξεως» σ. 33, Βρέλλη «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο» σ. 74), ενώ για να το πληροφορηθεί, οφείλει να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέσο, χωρίς να δεσμεύεται από τους διαδικαστικούς ή λοιπούς τύπους της αποδεικτικής διαδικασίας, όπως γνωμοδοτήσεις ινστιτούτων, επιστημονικά βιβλία ή γνωμοδοτήσεις ελλήνων νομομαθών κλπ. (ΑΠ 131/2012 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5408/1982 Αρμ 1986/1092, ΜΠρΡοδ 189/2005 Α΄Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη των αποδείξεων για το εφαρμοστέο αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο, μπορεί να γίνει και στο πλαίσιο επανάληψης της συζήτησης, κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, ώστε να προσκομισθεί, με την επιμέλεια των διαδίκων, το κείμενο του αλλοδαπού δικαίου, που διέπει την άνω έννομη σχέση, καθώς και γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου για την έννοια αυτού (ΕφΑθ 3848/2007 ΕΦΑΔ 2008/813).

(Β) 1. Με την ένδικη αγωγή, ο ενάγων  , που εδρεύει στη Ν. Υ., βασική αρχή λειτουργίας του οποίου είναι η αλληλασφάλιση των μελών του, για το συμφέρον των οποίων αποκλειστικά υφίσταται, ισχυρίζεται ότι η εναγομένη εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του με σημαία Παναμά πλοίου “…” (εφεξής Πλοίο Α΄), τη διαχείριση του οποίου είχε αναλάβει εταιρεία με την επωνυμία “…”, η οποία είχε αναλάβει και τη διαχείριση των λοιπών αναφερόμενων στην αγωγή πλοίων, με σημαία επίσης Παναμά (εφεξής Πλοία Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄), πλοιοκτησίας άλλων αναφερόμενων επίσης στην αγωγή αλλοδαπών εταιρειών, ότι ασφάλισε όλα τα ως άνω πλοία για τα ασφαλιστικά έτη 2010 – 2012, από πλευράς αξιώσεων τρίτων και νομικής καλύψεως  δυνάμει των αναφερόμενων στο δικόγραφο ασφαλιστηρίων, στα οποία εμφαίνονταν ως συνασφαλιζόμενες από κοινού τόσο η εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου Α΄, καθώς και οι λοιπές εταιρείες – πλοιοκτήτριες των λοιπών πλοίων Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄, όσο και η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία. Ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό του Οργανισμού, ασφάλιση στόλου λαμβάνει χώρα, όταν ασφαλίζονται σε αυτόν δύο ή περισσότερα πλοία, τα οποία τελούν υπό κοινή κυριότητα, διαχείριση ή έλεγχο και στην περίπτωση αυτή, έκαστο μέλος ευθύνεται από κοινού και εις ολόκληρον για όλα τα ποσά που οφείλονται στον Οργανισμό σχετικά με την ασφάλιση όλων των πλοίων του συγκεκριμένου στόλου, ότι η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία εμφαίνεται ως συνασφαλιζομένη σε όλα τα ανωτέρω ασφαλισμένα πλοία και επομένως, εφόσον συντρέχει περίπτωση κοινής διαχείρισης και ασφάλισης στόλου, η εναγομένη ευθύνεται από κοινού και εις ολόκληρον για όλα τα ποσά που οφείλονται σε αυτόν (ενάγοντα) σχετικά με την ασφάλιση όλων των ως άνω πλοίων. Ότι με βάση ρητό όρο, η ασφαλιστική κάλυψη είναι πλήρης και υπόκειται στους Κανονισμούς του ενάγοντος, σύμφωνα με τους οποίους έχει καθιερωθεί το ειδικά περιγραφόμενα στην αγωγή σύστημα καταβολής προκαταβολικών εισφορών, συμπληρωματικών εισφορών, εισφορών ελευθερώσεως και ότι σε περίπτωση μη καταβολής οφειλομένων στον ενάγοντα Οργανισμό, αυτός μπορεί να τερματίσει την ασφάλιση του Πλοίου, με έγκαιρη έγγραφη ειδοποίηση. Ότι βάσει τούτων, με την από … έγγραφη ειδοποίησή του προς την ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία, ο ενάγων την ενημέρωσε ότι δεν θα συνεχιζόταν η ασφαλιστική κάλυψη του στόλου της, λόγω μέχρι το χρόνο αυτό μη καταβολής των οφειλομένων εισφορών / ασφαλίστρων για τα ως άνω πλοία, συνολικού ποσού 259.415,59 δολλαρίων ΗΠΑ και με το από 10-01-2013 ηλεκτρονικό μήνυμα ενημέρωσε την ασφαλειομεσίτρια της εναγομένης ότι το οφειλόμενο ποσό για τα έξι ως άνω πλοία του στόλου ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 414.957,95 ευρώ, καθώς προστέθηκαν οι ληξιπρόθεσμες εισφορές ελευθερώσεως για τα ασφαλιστικά έτη 2010, 2010 και 2012. Ότι παρά το γεγονός, ότι η εναγόμενη ευθύνεται από κοινού και εις ολόκληρον για όλα τα ποσά που οφείλονται σε αυτόν για την ασφάλιση όλων των ως άνω πλοίων, λόγω της υφιστάμενης ασφαλίσεως στόλου, η ένδικη αξίωσή της κατά της εναγομένης περιορίζεται μόνο στην αναζήτηση των ληξιπρόθεσμων μη καταβληθέντων ποσών για την ασφάλιση του Πλοίου Α΄, με την επιφύλαξη του δικαιώματος του ενάγοντος να αναζητήσει και τις ληξιπρόθεσμες αξιώσεις του για τα ως άνω έτερα πλοία. Ότι η συνολική αξίωση ενάγοντος κατά της εναγομένης ανέρχεται κατά κεφάλαιο στο ποσό των 219.552,24 δολλαρίων ΗΠΑ, για το οποίο ο Οργανισμός έχει εκδώσει και αποστείλει στη διαχειρίστρια εταιρεία, μέσω των ασφαλειομεσιτών, τα αναλυτικά προσδιοριζόμενα χρεωστικά σημειώματα για τα ασφαλιστικά έτη 2011 και 2012, συνολικού ποσού (5.250 + 29.244,79 + 17.226,57 + 73.112,24 + 5.855,15 + 31.062,72 + 17.546,87 + 3.150,00 + 900,00 + 5.470,37 =) 188.818,71 δολλαρίων ΗΠΑ, τα οποία του οφείλει η εναγομένη, πλέον του ποσού των 45.000,00 δολλαρίων ΗΠΑ ως συνεισφορά αυτής (αφαιρετέες απαλλαγές) λόγω συμβιβασμών με παραλήπτες φορτίων μεταφερομένων με το ως άνω πλοίο. Ότι από το ανωτέρω συνολικό ποσό των (188.818,71 + 45.000,00 =) 233.818,71 δολλαρίων ΗΠΑ αφαιρείται το ποσό των 9.089,09 δολλαρίων ΗΠΑ και 5.177,38 δολλαρίων ΗΠΑ, τα οποία οφείλονται στην εναγομένη για τους αναλυτικά εκτιθέμενους στην αγωγή λόγους και συνεπώς, η εναγομένη της οφείλει το συνολικό ποσό των 219.522,24 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο φέρει τόκο με ετήσιο επιτόκιο ανερχόμενο στο ποσό των 9% ετησίως (0,75 % μηνιαίως), σύμφωνα με τις διατάξεις της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, δεδομένου ότι εφαρμοστέο δίκαιο επί της κρινόμενης διαφοράς τυγχάνει το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης σύμφωνα με τον Κανονισμό 49 του ενάγοντος και ότι παρά τις οχλήσεις του, η εναγομένη δεν κατέβαλε το ως άνω ποσό μέχρι σήμερα. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων ζητεί, κατά τη δέουσα εκτίμηση των αιτημάτων του, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ισάξιο σε ευρώ του συνολικού ποσού των 219.552,24 δολλαρίων ΗΠΑ  κατά την ισοτιμία ευρώ – δολλαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο εξοφλήσεως, άλλως το ισάξιο σε ευρώ του συνολικού ποσού των 219.552,24 δολλαρίων ΗΠΑ κατά την ισοτιμία ευρώ – δολλαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, νομιμότοκα με επιτόκιο 9% ετησίως από την ημερομηνία λήξεως εκάστου τιμολογίου έως την ημερομηνία επιδόσεως της αγωγής, έκτοτε δε με το νόμιμο τόκο επιδικίας μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, άλλως νομιμοτόκως με το νόμιμο τόκο επιδικίας από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

  1. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίσιν αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο είσπραξης της Ε.Τ.Ε. και το υπ’ αρ. … διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄ Π.), αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) κατά την τακτική διαδικασία. Συνακολούθως, το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, 2 παρ. 1, 59 και 60 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος αντικατέστησε την από 27.9.1968 Σύμβαση των Βρυξελλών «Για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και ισχύει από 1.3.2002, λόγω της πραγματικής έδρας της εναγομένης στην Ελλάδα και δη στον Π.. Περαιτέρω, όσον αφορά στο εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, που διέπει την επίδικη διαφορά, η οποία δεν προέρχεται μεν από διεθνή ιδιωτική έννομη σχέση, αναφέρεται όμως, ως εκ του αντικειμένου της, σε θέματα διεθνούς ναυτικής ασφαλίσεως, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου (βλ. ΠΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6), λεκτέα τα ακόλουθα: Η νομιμοποίηση του ενάγοντος αλλοδαπού Αλληλασφαλιστικού Οργανισμού, που εδρεύει στη Ν. Υ., κρίνεται κατά το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης πλοιοκτήτριας και με βάση σχετικό όρο της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης, διέπεται από το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης και τη σύμφωνη με αυτό πρακτική (πρβλ. ΠΠρΠειρ 3747/2011 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθόσον στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, καθ` υποφοράν με το δικόγραφο της κρινομένης αγωγής, ισχυρίζεται ότι βάσει του Κανονισμού 49 του Οργανισμού του Ενάγοντος, που αποτελεί μαζί με τα ασφαλιστήρια την καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων ασφαλιστική σύμβαση, έχει συμφωνηθεί ως εφαρμοστέο στην επίδικη σύμβαση το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Όπως πράγματι προκύπτει από τον προσκομιζόμενο μετ` επικλήσεως από τον ενάγοντα σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, κατ` άρθρο 53 Ν.Δ. 3026/1954 “Περί Δικηγόρων”, Κανόνα 49 των Εξωτερικών Κανονισμών – Κανόνων – Καταλόγου Ανταποκριτών του ενάγοντος για τις περιόδους 2010-2011, έχει συμφωνηθεί η εφαρμογή του προαναφερομένου ουσιαστικού δικαίου και συγκεκριμένα, ορίζεται ότι «Η ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ του Οργανισμού και ενός Μέλους θα διέπεται και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με τους νόμους της Πολιτείας της Νέας Υόρκης». Επομένως, από τον ως άνω Κανόνα σαφώς συνάγεται ρητή συμβατική υπαγωγή, κατά σαφή συμβατική πρόβλεψη, που την αποδέχονται αμφότερα τα διάδικα μέρη, δεδομένου ότι η εναγόμενη, με σαφή αναφορά στο δικόγραφο των προτάσεων της, δηλώνει ότι αποδέχεται την εφαρμογή του συγκεκριμένου δικαίου και συνεπώς, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εφαρμοστέο εν προκειμένω είναι το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, ήτοι το ουσιαστικό δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης (άρθρο 25 εδ. α` ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 361 ΑΚ) και κατά το δίκαιο αυτό θα κριθεί το ορισμένο και νόμιμο της ένδικης αγωγής (πρβλ. ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31.377, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370). Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι το Δικαστήριο αγνοεί το περιεχόμενο του ουσιαστικού δικαίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης ως προς τη ρύθμιση και τη λειτουργία της ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ Αλληλασφαλιστικού Οργανισμού, που λειτουργεί υπό μορφή νομικού προσώπου, ήτοι εταιρείας που έχει συσταθεί κατά το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης (όπως ο ενάγων) και πλοιοκτήτριας εταιρείας ή άλλης εταιρείας που έχει τη διαχείριση πλοίων, πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 337 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, προς απόδειξη του περιεχομένου των οικείων διατάξεων του ως άνω αλλοδαπού ουσιαστικού δικαίου (πρβλ. ΕφΠειρ 497/2003 ΕΝΔ 31.447, ΕφΠειρ 322/1997 ΝομΝαυτΤμΕφΠειρ 1996 – 1997 σ. 132, ΕφΠειρ 1250/1996 ΝομΝαυτΤμΕφΠειρ 1996 – 1997 σ. 125, ΕφΘ 3410/1988 Αρμ 43.671). Σημειώνεται ότι η εναγομένη προσκομίζει α) έγγραφη περίληψη της Νομικής Εφημερίδας της Νέας Υόρκης (Τόμος 241 – Αρ. 70), β) μετάφραση του κειμένου της διάταξης του 151 περί δικαιώματος συμψηφισμού σε μη ληξιπρόθεσμα χρέη και γ) απόφαση του Πτωχευτικού Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Βόρειας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης – Υπόθεση THE BENETT FUNDING GROUP INC. – Αριθμός Υπόθεσης 96-61376, οι οποίες αποτελούν έγγραφα (προσκομιζόμενα νομίμως και εκτιμώμενα ελεύθερα από το Δικαστήριο), προς απόδειξη του περιεχομένου του εν λόγω αλλοδαπού ουσιαστικού δικαίου (πρβλ. ΑΠ 621/2000 ΕλλΔνη 42.97, ΑΠ 393/1999 ΕλλΔνη 40.1720, ΑΠ 47/1997 ΕλλΔνη 38.1541, ΑΠ 1410/1997 ΕλλΔνη 39.343, ΑΠ 1020/1994 ΕλλΔνη 37.87), πλην όμως, οι γνωμοδοτήσεις αυτές επικεντρώνονται κατά βάση σε παράθεση των ισχυόντων στο δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης ως προς ορισμένα θέματα σχετικά με το δικαίωμα συμψηφισμού, ενόψει της επικουρικά προβαλλόμενης εν προκειμένω ένστασης συμψηφισμού από την εναγομένη, πλην όμως, τα ανωτέρω έγγραφα δεν παρέχουν πληροφορίες για τα επιμέρους ζητήματα του εφαρμοστέου εν προκειμένω ως άνω αλλοδαπού ουσιαστικού δικαίου, που είναι ουσιώδη για την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ως προς το νόμω βάσιμο και ορισμένο της ένδικης αγωγής, ώστε παρίσταται ανάγκη να διαταχθεί απόδειξη ως προς τις διατάξεις του ως άνω αλλοδαπού ουσιαστικού δικαίου, που πρόκειται να εφαρμοστούν από το Δικαστήριο αυτό και οι οποίες δεν αναφέρονται στα ανωτέρω έγγραφα, τα οποία θα συνεκτιμηθούν ελεύθερα από το Δικαστήριο ως προς τα κάτωθι ζητήματα: (Α) Πώς ρυθμίζεται από το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, τόσο μέσω νομοθετικών διατάξεων όσο και στο πλαίσιο κανόνων που έχουν διαπλαστεί νομολογιακά στο πλαίσιο του εφαρμοζόμενου στην Πολιτεία αυτή (ως και σε ολόκληρες τις ΗΠΑ) Κοινοδικαίου (Common Law), η ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ Αλληλασφαλιστικού Οργανισμού που λειτουργεί υπό μορφή νομικού προσώπου, ήτοι εταιρείας που έχει συσταθεί κατά το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης (όπως ο ενάγων) και πλοιοκτήτριας εταιρείας ή άλλης εταιρείας που έχει τη διαχείριση πλοίων, με αναφορά των σχετικών διατάξεων (και του περιεχομένου αυτών) που διέπουν γενικά αυτή τη σύμβαση πλοίων και ειδικά την περίπτωση ασφάλισης στόλου πλοίων, τις σχετικές υποχρεώσεις των συμβαλλομένων για την εκπλήρωση της σύμβασης, τη ρύθμιση της υπερημερίας του οφειλέτη και συγκεκριμένα τις προϋποθέσεις της υπερημερίας και τις συνέπειες αυτής για τον υπερήμερο οφειλέτη, καθώς και το είδος της ευθύνης που δημιουργείται ανάμεσα στους συμβληθέντες. (Β) Ποια είναι τα στοιχεία που πρέπει να επικαλεσθεί στην αγωγή του ο ενάγων  , προκειμένου να διεκδικήσει την καταβολή των οφειλομένων από τον αντισυμβαλλόμενό του στην ως άνω σύμβαση εισφορών. (Γ) Πώς ρυθμίζεται από το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, τόσο μέσω νομοθετικών διατάξεων όσο και στο πλαίσιο κανόνων που έχουν διαπλαστεί νομολογιακά στο πλαίσιο του εφαρμοζόμενου στην Πολιτεία αυτή (ως και σε ολόκληρες τις ΗΠΑ) Κοινοδικαίου (Common Law), το ποσοστό του επιτοκίου, με βάση το οποίο υπολογίζεται ο τόκος υπερημερίας, που καταβάλλεται σε περίπτωση μη καταβολής οφειλομένων από την προαναφερόμενη στο υπό στοιχείο (Α) σύμβαση ασφάλισης εισφορών και συγκεκριμένα, εάν αυτό ανέρχεται σε ποσοστό 9% (0,75% μηνιαίως). (Δ) Πώς ρυθμίζεται από το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, τόσο μέσω νομοθετικών διατάξεων όσο και στο πλαίσιο κανόνων που έχουν διαπλαστεί νομολογιακά στο πλαίσιο του εφαρμοζόμενου στην Πολιτεία αυτή (ως και σε ολόκληρες τις ΗΠΑ) Κοινοδικαίου (Common Law), το δικαίωμα του συμψηφισμού και δη όλα τα επιμέρους ζητήματα που αφορούν το δικαίωμα αυτό, όπως α) ποιες είναι οι προϋποθέσεις άσκησής του (π.χ. εάν πρέπει να είναι «αμοιβαίες» οι προβαλλόμενες σε συμψηφισμό απαιτήσεις, ποιες απαιτήσεις νοούνται ως «αμοιβαίες», εάν πρέπει να είναι ή όχι ληξιπρόθεσμες ή εκκαθαρισμένες οι σχετικές απαιτήσεις, εάν μπορούν ή όχι να τελούν υπό αίρεση, καθώς και ποιες είναι οι λοιπές προϋποθέσεις του δικαιώματος συμψηφισμού, β) ποιο είναι το περιεχόμενο της σχετικής δήλωσης, γ) πώς γίνεται η άσκηση του δικαιώματος συμψηφισμού εξωδικαστικά, αλλά και εντός δίκης, υπό μορφή ένστασης, δ) ποια είναι τα χρονικά όρια, εντός των οποίων μπορεί να ασκηθεί, ε) ποια είναι τα πρόσωπα, έναντι των οποίων μπορεί να προταθεί, στ) ποια είναι η φύση των συμψηφιστέων απαιτήσεων/χρεών κλπ., ζ) εάν επιτρέπεται παραίτηση από το δικαίωμα αυτό, με σχετική ρήτρα σε σύμβαση (όπως, εν προκειμένω, σε σύμβαση που έχει καταρτισθεί με αλληλασφαλιστικό οργανισμό) και για ποιου είδους απαιτήσεις επιτρέπεται η παραίτηση από το δικαίωμα συμψηφισμού. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, επειδή το παρόν Δικαστήριο αγνοεί το ανωτέρω δίκαιο, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 337 ΚΠολΔ, πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να προσκομισθούν, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, οι σχετικές με τα ανωτέρω θέματα διατάξεις του δικαίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, καθώς επίσης και έγγραφη νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου  Διεθνούς   και   Αλλοδαπού   Δικαίου   περί   των   παραπάνω   θεμάτων, με αναφορά και των ισχυουσών διατάξεων του ως άνω ουσιαστικού αλλοδαπού δικαίου, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Ζήτημα επιβολής δικαστικών εξόδων δεν τίθεται, διότι η παρούσα απόφαση είναι μη οριστική, κατά την έννοια του άρθρου 191 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 4869/1994 ΕλλΔνη 36 1283).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της ένδικης αγωγής, προκειμένου κατά τη νέα συζήτηση της αυτής να προσκομισθούν, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, οι σχετικές με τα κάτωθι αναφερόμενα θέματα διατάξεις του δικαίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, καθώς επίσης και έγγραφη νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, με αναφορά και των ισχυουσών διατάξεων του ως άνω ουσιαστικού αλλοδαπού δικαίου, σχετικά με τα κάτωθι ζητήματα: (Α) Πώς ρυθμίζεται από το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, τόσο μέσω νομοθετικών διατάξεων όσο και στο πλαίσιο κανόνων που έχουν διαπλαστεί νομολογιακά στο πλαίσιο του εφαρμοζόμενου στην Πολιτεία αυτή (ως και σε ολόκληρες τις ΗΠΑ) Κοινοδικαίου (Common Law), η ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ Αλληλασφαλιστικού Οργανισμού που λειτουργεί υπό μορφή νομικού προσώπου, ήτοι εταιρείας που έχει συσταθεί κατά το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης (όπως ο ενάγων) και πλοιοκτήτριας εταιρείας ή άλλης εταιρείας που έχει τη διαχείριση πλοίων, με αναφορά των σχετικών διατάξεων (και του περιεχομένου αυτών) που διέπουν γενικά αυτή τη σύμβαση πλοίων και ειδικά την περίπτωση ασφάλισης στόλου πλοίων, τις σχετικές υποχρεώσεις των συμβαλλομένων για την εκπλήρωση της σύμβασης, τη ρύθμιση της υπερημερίας του οφειλέτη και συγκεκριμένα τις προϋποθέσεις της υπερημερίας και τις συνέπειες αυτής για τον υπερήμερο οφειλέτη, καθώς και το είδος της ευθύνης που δημιουργείται ανάμεσα σε αυτούς. (Β) Ποια είναι τα στοιχεία που πρέπει να επικαλεσθεί στην αγωγή του ο ενάγων  , προκειμένου να διεκδικήσει την καταβολή των οφειλομένων από τον αντισυμβαλλόμενό του στην ως άνω σύμβαση εισφορών. (Γ) Πώς ρυθμίζεται από το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, τόσο μέσω νομοθετικών διατάξεων όσο και στο πλαίσιο κανόνων που έχουν διαπλαστεί νομολογιακά στο πλαίσιο του εφαρμοζόμενου στην Πολιτεία αυτή (ως και σε ολόκληρες τις ΗΠΑ) Κοινοδικαίου (Common Law), το ποσοστό του επιτοκίου, με βάση το οποίο υπολογίζεται ο τόκος υπερημερίας, που καταβάλλεται σε περίπτωση μη καταβολής οφειλομένων από την προαναφερόμενη στο υπό στοιχείο (Α) σύμβαση ασφάλισης εισφορών και συγκεκριμένα, εάν αυτό ανέρχεται σε ποσοστό 9% (0,75% μηνιαίως). (Δ) Πώς ρυθμίζεται από το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, τόσο μέσω νομοθετικών διατάξεων όσο και στο πλαίσιο κανόνων που έχουν διαπλαστεί νομολογιακά στο πλαίσιο του εφαρμοζόμενου στην Πολιτεία αυτή (ως και σε ολόκληρες τις ΗΠΑ) Κοινοδικαίου (Common Law), το δικαίωμα του συμψηφισμού και δη όλα τα επιμέρους ζητήματα που αφορούν το δικαίωμα αυτό, όπως α) ποιες είναι οι προϋποθέσεις άσκησής του (π.χ. εάν πρέπει να είναι «αμοιβαίες» οι προβαλλόμενες σε συμψηφισμό απαιτήσεις, ποιες απαιτήσεις νοούνται ως «αμοιβαίες», εάν πρέπει να είναι ή όχι ληξιπρόθεσμες ή εκκαθαρισμένες οι σχετικές απαιτήσεις, εάν μπορούν ή όχι να τελούν υπό αίρεση, καθώς και ποιες είναι οι λοιπές προϋποθέσεις του δικαιώματος συμψηφισμού, β) ποιο είναι το περιεχόμενο της σχετικής δήλωσης, γ) πώς γίνεται η άσκηση του δικαιώματος συμψηφισμού εξωδικαστικά, αλλά και εντός δίκης, υπό μορφή ένστασης, δ) ποια είναι τα χρονικά όρια, εντός των οποίων μπορεί να ασκηθεί, ε) ποια είναι τα πρόσωπα, έναντι των οποίων μπορεί να προταθεί, στ) ποια είναι η φύση των συμψηφιστέων απαιτήσεων/χρεών κλπ., ζ) εάν επιτρέπεται παραίτηση από το δικαίωμα αυτό, με σχετική ρήτρα σε σύμβαση (όπως, εν προκειμένω, σε σύμβαση που έχει καταρτισθεί με αλληλασφαλιστικό οργανισμό) και για ποιου είδους απαιτήσεις επιτρέπεται η παραίτηση από το δικαίωμα συμψηφισμού.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στον Π., χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις   8-1-2016.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ