Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΝΑΥΤΗΣ – ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ –  ΔΩΡΑ – ΙΜΑΤΙΣΜΟΣ – ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗΣ) ΑΟΡΙΣΤΗ ΜΗ ΝΟΜΙΜΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ)

 Αριθμός απόφασης 62/2016

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Κρυσταλλία Κριμιζά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 19 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : … του …, κατοίκου … της νήσου Θάσου, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Αναστασίας Στάικου.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον Πειραιά (οδός …) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο.

O ΚΑΛΩΝ – ΕΝΑΓΩΝ με την από 9-09-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … κλήση του, με την οποία ως χρόνος συζήτησης της υπόθεσης προσδιορίστηκε η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού. 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξουσία δικηγόρος του ενάγοντα ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣE ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται με την υπ’ αριθ. καταθ. δικογρ. … κλήση η από 28-05-2015 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ….

Από την με αριθμό … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά … και τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά … που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, προκύπτει ότι ακριβές επικυρω­μέ­νο αντίγραφο της κρινομένης αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλή­ση προς συζή­τη­ση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 17ης-09-2015 καθώς και αντίγραφο της με αριθμ. εκθ. καταθ. … κλήσης προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε με επιμέλειά του, νο­μό­τυπα και εμπρόθεσμα στην εναγομένη, σύμφωνα με τα άρθρα 122 παρ. 1, 123, 124§2, 126 παρ. 1 περ. δ’, 129 και 591 παρ. 1α  ΚΠολΔ. Ωστόσο, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού αποδεικνύεται, ότι η εναγομένη δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και επομένως πρέπει να δικασθεί ερήμην. Η διαδικασία, ωστόσο, προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (αρθρ. 270 παρ.1 τελευτ. εδ. και 271 παρ.1, σε συνδυασμό με αρθρ. 672 του ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ η αγωγή για να είναι ορισμένη, ώστε να μπορεί να αποτελέσει τη βάση της δικαστικής επίλυσης της διαφοράς που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά το νόμο τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον το δικαστήριο δεν δύναται να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από ουσιαστική και νομική άποψη. Οπωσδήποτε τα πιο πάνω αναγκαία στοιχεία πρέπει να αναφέρονται για την ταυτότητα της διαφοράς, ώστε η οριστική και τελεσίδικη απόφαση που θα εκδοθεί, να μπορεί να αποτελέσει δεδικασμένο κατά τα άρθρα 321 και 324 ΚΠολΔ, καθόσον το δεδικασμένο απαιτεί ταυτότητα της διαφοράς, δηλαδή 1) του δικαιώματος, 2) του γεγονότος από το οποίο το δικαίωμα πηγάζει και 3) του αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται. Ειδικότερα, η αγωγή με την οποία ζητείται η καταψήφιση του εναγομένου προς καταβολή στον ενάγοντα του υπολοίπου της οφειλόμενης αμοιβής από δεδουλευμένες αποδοχές, από αποδοχές και επιδόματα αδείας, από επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και λόγω της εργασίας του κατά τα Σάββατα τις Κυριακές και τις αργίες, για να είναι ορισμένη πρέπει να αναφέρει τα χρηματικά ποσά που έχουν καταβληθεί σε αυτόν (ενάγοντα) μέχρι τη συζήτησή της (αγωγής) για κάθε ένα από τα επίδικα κεφάλαια χωριστά και όχι συγκεντρωτικά, στο σύνολο τους, ώστε όχι μόνο ο εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της τυχόν αξίωσης μη δεδουλευμένων, μη δικαιουμένων ή υπέρογκων για κάθε ένα είδος εργασίας ποσών, αλλά και από την απόφαση του δικαστηρίου που θα αποτελέσει δεδικασμένο, να μπορεί ευχερώς να συναχθεί ποια ακριβώς κατ’ είδος και ποσό διαφορά κατήχθη ενώπιον του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε εξαιτίας του δεδικασμένου να μην μπορεί αυτή να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης (ΑΠ 639/1988 ΔΕΝ 45.470, 180/1988 ΕλλΔνη 29.1659, ΕφΑΘ 3156/2002 ΔΕΕ 2003.88). Εξάλλου, στην περίπτωση του με οποιονδήποτε τρόπο περιορισμού του αιτήματος της αγωγής, ο ενάγων πρέπει να προσδιορίσει το ποσό του περιορισμού για κάθε αγωγική αξίωση (κονδύλιο), των οποίων επιδιώκει την αναγνώριση και την προς τούτο καταψήφιση του εναγομένου, για να καθίσταται εφικτός ο καθορισμός των αποδείξεων και δυνατή η καταδίκη του τελευταίου στην καταβολή του ζητούμενου και οφειλόμενου ποσού. Αν ο περιορισμός είναι γενικός και χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του ποσού για τις επί μέρους αξιώσεις, η αγωγή καθίσταται αόριστη και, συνεπώς, απορριπτέα για έλλειψη προδικασίας, εκτός εάν ο περιορισμός γίνεται αναλογικά κατά κλάσμα ή εκατοστιαίο ποσοστό του όλου αιτήματος, οπότε θεωρείται ότι επέρχεται αντίστοιχη αναλογική μείωση όλων των κεφαλαίων (ΟλΑΠ 30/2007 ΝοΒ 2007.2388, ΑΠ 32/2013, ΑΠ 629/2010, ΑΠ 1314/2009, ΑΠ 1871/2005, ΕφΑθ 4924/2012 και ΕφΑθ 58/2012, όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην αντίθετη περίπτωση, ο εναγόμενος δεν μπορεί να αμυνθεί κατά της τυχόν ανυπαρξίας ή υπέρογκης αξίωσης του ενάγοντος για κάθε μία από τις αντίστοιχες αιτίες, που εκτίθενται στην αγωγή, ενώ δεν είναι δυνατόν να συναχθεί, στην περίπτωση που η αξίωση γίνει δεκτή, σε ποια έκταση έγινε αυτή δεκτή, ώστε λόγω του δεδικασμένου να μη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης (ΑΠ 337/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 620/2001 ΔΕΕ 2001. 1153, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝομ 2000. 41). Ο ενάγων, με την κρινόμενη αγωγή του, εκθέτει ότι, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 10-10-2014, μεταξύ αυτού και της εναγομένης εταιρείας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο λιμένα του Πειραιώς υπό την ειδικότητα του Ναύτη επί του επί ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «…» (αριθ. νηολογίου Πειραιά …), το οποίο μετονομάσθηκε το έτος 2015 σε «…», πλοιοκτησίας της εναγομένης, με μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών πλοίων. Ότι προέβη στις 22-12-2014 και τις 27-02-2015 σε επίσχεση εργασίας λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του και για τον ίδιο λόγο στις 22-05-2015 προέβη σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του. Ότι από την προσφορά των υπηρεσιών του στο ως άνω πλοίο διατηρεί κατά της εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρίας απαιτήσεις συνολικού ύψους 23.586,32 ευρώ για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών, επίδομα αδείας ετών 2014 και 2015, για διαφορά αμοιβής από παροχή υπερωριακής εργασίας (σε καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες), για διαφορά Δώρου Χριστουγέννων ετών 2014 και 2015 και Πάσχα έτους 2015, κατά τα προβλεπόμενα από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας, καθώς και αποζημίωση λόγω καταγγελίας, κατ’ άρθρο 74 ΚΙΝΔ, της ένδικης συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του, όπως οι επιμέρους απαιτήσεις εξειδικεύονται κατ’ είδος, χρόνο και ποσόν στο δικόγραφο της κρινομένης αγωγής. Με βάση τα ανωτέρω, μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δήλωσης της πληρεξουσίας του δικηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επαναλαμβάνεται αναλυτικά στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε στο ακροατήριο (αρθρ. 223, 224, 295 παρ.1 ΚΠολΔ), ζητεί, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 23.586,32 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής (όπως το αίτημα περί καταβολής τόκων περιορίστηκε με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου στο ακροατήριο και περιέχεται στις προτάσεις που κατέθεσε), μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2 και 33 του Κ.Πoλ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.), δεδομένου ότι μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον το καταψηφιστικό της αίτημα δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, με βάση το άρ. 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρ. 14 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ., ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του ενάγοντα το οικείο γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών (βλ. το με αριθμό … γραμμάτιο του ΔΣΠ). Όμως ως προς τα κονδύλια που αφορούν διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών, επίδομα αδείας ετών 2014 και 2015 και διαφορά αμοιβής από παροχή υπερωριακής εργασίας (σε καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες) είναι, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας, απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της, καθόσον σ’ αυτά, αφού παρατίθενται τα επιμέρους κονδύλια που αφορούν τις προαναφερθείσες απαιτήσεις, αφαιρείται, στη συνέχεια, από το αποτέλεσμα που προκύπτει (μετά τη συναρίθμηση των καταβλητέων για τις αιτίες αυτές επιμέρους ποσών), το συνολικό ποσό των 1.572,86 ευρώ που ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη, περιορίζοντας έτσι το αίτημα της αγωγής του, χωρίς να εξειδικεύονται ποια ακριβώς ποσά του έχουν καταβληθεί για κάθε αιτία, με αποτέλεσμα να αποστερείται από την εναγομένη το δικαίωμα να αμυνθεί, αρνούμενη την αγωγή ή προβάλλοντας ένσταση εξόφλησης και να καθίσταται αδύνατο, αφενός για το Δικαστήριο να τάξει τις προσήκουσες αποδείξεις και, τελικά, να κρίνει επί της ένδικης διαφοράς, αφετέρου να συναχθεί από την απόφασή του που θα αποτελέσει δεδικασμένο, ποια ακριβώς κατ’ είδος και ποσό διαφορά κατήχθη ενώπιον του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε εξαιτίας του δεδικασμένου να μην μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης. Σε κάθε δε περίπτωση, εάν υπήρχε αδυναμία εξειδίκευσης των ποσών που έχουν καταβληθεί στον ενάγοντα για κάθε αιτία, ο προπαρατεθείς περιορισμός θα μπορούσε ευχερώς να γίνει αναλογικά κατά κλάσμα ή εκατοστιαίο ποσοστό του όλου αιτήματος, για να θεωρηθεί ότι επέρχεται αντίστοιχη αναλογική μείωση όλων των κονδυλίων, ώστε να είναι δυνατή η καταδίκη της  εναγομένης στην πληρωμή των ζητούμενων και οφειλόμενων ποσών. Μετά δε την απόρριψη των ανωτέρω κονδυλίων, αόριστα καθίστανται και τα υπόλοιπα κονδύλια που αφορούν στη διαφορά των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ετών 2014 και 2015, καθώς και στην αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης εργασίας, αφού για τον υπολογισμό αυτών λαμβάνεται υπόψη η κατά μέσο όρο αμοιβή του εργαζομένου για την εργασία του τα Σάββατα και τις αργίες, καθώς και η υπερωριακή εργασία του τις καθημερινές και αργίες, αφού δε τα κονδύλια αυτά απορρίφθηκαν ως αόριστα δεν μπορεί να εξευρεθεί η αμοιβή του ενάγοντα για αυτά, ώστε να υπολογιστεί ο μέσος όρος αυτής. Τέλος, και η επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού πάσχει αοριστίας, διότι ο ενάγων δεν επικαλείται ειδικώς ακυρότητα της ένδικης συμβάσεως εργασίας από την οποία απορρέουν οι αγωγικές αξιώσεις (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44. 1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45. 475). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινομένη αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και να ορισθεί το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από την απολιπομένη εναγομένη, διότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να ερευνήσει την ύπαρξη ή ανυπαρξία του εννόμου συμφέροντος της τελευταίας για τη άσκησή της, παρά μόνον το Δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας, ερευνώντας το παραδεκτό αυτής (σχετ. ΟλΑΠ 15/2001 Ελλ.Δνη 43.71). Διάταξη περί επιβολής δικαστικής δαπάνης εις βάρος του ηττηθέντος ενάγοντα δεν θα διαληφθεί διότι λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης δεν υποβλήθηκε από αυτήν σχετικό αίτημα (άρθρο 191§2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσόν των διακοσίων (200) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2016, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και η πληρεξουσία δικηγόρος του ενάγοντα.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ