ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ : 110 /2016
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO
ΠΕΙΡΑΙΑ
(Ειδική Διαδικασία Εκδίκασης Διαφορών κατά τις Διατάξεις των Άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ)
Συγκροτούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τελωνιάτη Πρωτοδίκη που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του την 08η Ιουνίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέα Κρυσταλλίας Κριμιζά για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1)Ρ. χήρας Σ. Α., κατοίκου Γ. Αττικής (οδός …),2) Α. – Β. – Σ. Α. του Σ., κατοίκου Γ. Αττικής (οδός …), 3) Ε. Μ. Α. του Σ. κατοίκου Γ. Αττικής (οδός …) και 4) Δ. Ε. Α. του Σ., κατοίκου Γ. Αττικής (οδός …), οι οποίοι παρέστησαν διά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Γ. Τρανταλίδη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «….» (…), η οποία εδρεύει στην Αθήνα (συμβολή των οδών …), νομίμως εκπροσωπουμένης και 2) Δ. Δ. του Γ., ατομικά και ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, κατοίκου Αθηνών (συμβολή των οδών …) οι οποίοι παρέστησαν διά της πληρεξουσίας τους δικηγόρου Μαρίας Αντωνιάδου.
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ –ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Εταιρείας με την επωνυμία «….» (…), η οποία εδρεύει στην Αθήνα (συμβολή των οδών …), νομίμως εκπροσωπουμένης και 2) του Δ. Δ. του Γ., κατοίκου Αθηνών (συμβολή των οδών …) οι οποίοι παρέστησανδιά της πληρεξουσίας τους δικηγόρου Μαρίας Αντωνιάδου.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…, I.»που εδρεύει στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ (…), νόμιμα εκροσωπουμένης που παρέστη διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Α. Νασίκα.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η με αριθμό καταθέσεως … αγωγή τους, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε και γράφτηκε στο πινάκιο, το πρώτον, για τη δικάσιμο της 24.9.2013, αναβληθείσα για τη δικάσιμο της 15.5.2014, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω της διεξαγωγής των Δημοτικών και Περιφερειακών Εκλογών της 15.5.2014, καθώς και των εκλογών για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, επαναφερθείσα προς συζήτηση με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση τους, για τη δικάσιμο της 23.4.2015, αναβληθείσα για τη σημερινή δικάσιμο κατά την οποία και συζητήθηκε.
Αντίστοιχα, η εναγομένη – προσεπικαλούσα– παρεμπιπτόντως ενάγουσα, ζητεί να γίνει δεκτή η με αριθμό καταθέσεως δικογράφου …/εξαίρεση 457, προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε και γράφτηκε στο πινάκιο, για να συζητηθεί, το πρώτον, τη δικάσιμο της 15.4.2014, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε, επαναφερθείσα προς συζήτηση με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 38641/2014 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 6335/2014 κλήσης τους, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, το πρώτον, τη δικάσιμο της 23.4.2015 κατά την οποία αναβλήθηκε για τη σημερινή δικάσιμο της 08.6.2015, κατά την οποία και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Α.α. Από τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών, ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (οράτε ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996 σ. 1562). Η συνεκδίκαση αυτή, η οποία είναι δυνητική για το δικαστήριο, χωρίς η σχετική κρίση του να ελέγχεται αναιρετικά, δεν επιφέρει ανατροπή της αυτοτέλειας κάθε έννομης σχέσης της σύνθετης δίκης, αλλά κάθε αγωγή ή ένδικο μέσο κρίνεται χωριστά, ως προς τις προϋποθέσεις του, παραδεκτού και της βασιμότητάς του και, επομένως, καμία μεταβολή δεν επέρχεται στις σχέσεις των διαδίκων μεταξύ τους και των διαδίκων με το δικαστήριο, πλην 1) της διεξαγωγής της σύνθετης δίκης σε κοινή διαδικασία, 2) της έκδοσης κοινής απόφασης, 3) της υποβολής κοινών, μετά όμως τη διαταχθείσα συνεκδίκαση, προτάσεων, αφού, πριν από αυτή (συνεκδίκαση), η οποία δεν είναι βέβαιη για τους διαδίκους, ενόψει του ότι η σχετική δυνατότητα εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου, απαιτείται η κατάθεση χωριστών για κάθε συνεκδικαζόμενη υπόθεση προτάσεων και 4) της έλλειψης δικαιώματος του αντιδίκου για επίσπευση της μεταγενέστερης συζήτησης για μια μόνο από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις (οράτε ΕφΑθ 3587/2008 ΕλλΔνη 2008 σ. 1525). β. Στην προκείμενη περίπτωση, κρίνονται συνεκδικαστέες η κύρια αγωγή των : 1) Ρ. χήρας Σ. Α., Α. – Β. – Σ. Α. του Σ., 3) Ε. Μ. Α. του Σ. και 4) Δ. Ε. Α. του Σ. κατά 1) της εταιρείας με την επωνυμία «….» (…), νομίμως εκπροσωπουμένης και 2) Δ. Δ. του Γ., ατομικά και ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένηςκαι η προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή 1) της εταιρείας με την επωνυμία «….» (…), νομίμως εκπροσωπουμένης και 2) Δ. Δ. του Γ., ατομικά και ως νομίμου εκπροσώπου της αμέσως ανωτέρω πρώτης προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας κατά της καθ’ ης η προσεπίκληση– παρεμπιπτόντως εναγομένης : ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «A. S. O. M. P. I. A., I.», νόμιμα εκροσωπουμένης, εφόσον αμφότερες πηγάζουν από το ίδιο βιοτικό γεγονός, δεν προκαλείται με τη συνεκδίκασή τους σύγχυση, αλλά, αντίθετα, επιταχύνεται η διεξαγωγή τους και επέρχεται ελάττωση των εξόδων.
Β.α.Κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 § 5 ΑΝ 1846/ 1951 «περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων», εργοδότες θεωρούνται κατ` αρχήν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου) για λογαριασμό των οποίων τα υπαγόμενα στην ασφάλιση του ΙΚΑ πρόσωπα παρέχουν την εργασία τους (περ. α`). Ειδικά, όμως, για τις οικοδομικές εργασίες που εκτελούνται με μεσολάβηση τρίτων προσώπων (μηχανικών, εργολάβων, υπεργολάβων) ως εργοδότες θεωρούνται, για μεν την καταβολή των προς το ΙΚΑ οφειλόμενων εισφορών (εργοδοτικών), οι κύριοι των κτισμάτων που ανεγείρονται, συμπληρώνονται, μεταρρυθμίζονται ή κατεδαφίζονται, για δε την εφαρμογή της § 9 του άρθ. 26 (εφοδιασμός με ασφαλ. ταυτότητα, τήρηση καταστάσεων κλπ.) και οι εργολάβοι ή υπεργολάβοι με τους οποίους οι εργαζόμενοι έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας (περ. γ`). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, προκειμένου περί οικοδομικών εργασιών, ως εργοδότης, από την άποψη της εφαρμογής των διατάξεων του νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων, θεωρείται τόσο ο κύριος του έργου (πλασματικός εργοδότης) όσο και εκείνος που έχει αναλάβει τις οικοδομικές εργασίες (μηχανικός, εργολάβος, υπεργολάβος) και έχει συνάψει την εργασιακή σύμβαση με τους εργαζομένους στο οικοδομικό έργο. Επομένως, τόσο ο κύριος του έργου όσο και ο εργοδότης του εργαζομένου που υπέστη εργατικό ατύχημα κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, δηλαδή εκείνος με τον οποίο ο εργαζόμενος είχε συνάψει την εργασιακή σύμβαση, απαλλάσσονται μεν από τις υποχρεώσεις καταβολής αποζημίωσης εξαιτίας εργατικού ατυχήματος, όταν ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, ευθύνονται όμως αν υπάρχει πταίσμα, για τη χρηματική ικανοποίηση του παθόντος, επειδή δε για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, κατά το άρθ. 926 ΑΚ ενέχονται εις ολόκληρον (οράτε σχετικά ΕφΑθ 6064/1990 ΕλλΔνη 1991 σ.571). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 § 2 και 663 § 1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι το μονομελές πρωτοδικείο είναι αρμόδιο (εφόσον λόγω ποσού δεν είναι αρμόδιο το ειρηνοδικείο), να δικάσει, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 επ. ΚΠολΔ, κάθε διαφορά, από σύμβαση ή και απλή σχέση εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή των κατά νόμο δικαιουμένων εκ της παροχής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτήρα της διαφοράς ως απορρέουσας από σύμβαση ή απλή σχέση εργασίας ή από αδικοπραξία που προκλήθηκε εξ αφορμής της εργασίας ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το μονομελές πρωτοδικείο δικάζει, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και τις διαφορές από εργατικά ατυχήματα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 37 του ΕισΝΚΠολΔ, μετά την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 13 του Ν. 551/1915, με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΕισΝΚΠολΔ. Ομοίως, κατά την ορθότερη και κρατούσα στη νομολογία άποψη, υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου και εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης των μελών της οικογένειας του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχημα, εφόσον η αγωγή στρέφεται κατά του εργοδότη και των υπ` αυτού προστηθέντων και αποδίδεται σ` αυτόν ή στους προστηθέντες από αυτόν πταίσμα για την επέλευση του ατυχήματος αυτού και το αξιούμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από εκείνο που ορίζεται για την αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, δοθέντος ότι πρόκειται περί αδικοπραξίας που τελέστηκε εξ αφορμής της εργασίας (οράτε ΟλΑΠ 433/1968, ΑΠ 182/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1530/2004 ΕλλΔνη 2005 σ. 788, ΕφΚρήτης 473/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 1474, ΕφΑθ 8886/2002 (πλειοψ.) ΕλλΔνη 2002 σ.1069, ΕφΠειραιά 878/1999 ΔΕΕ 2000 σ. 1024, ΕφΑθ 5610/1998 (πλειοψ.) ΕλλΔνη 1998 σ. 1341, ΕφΘεσ 2591/1998 ΕΕργΔ 55 σ. 967, ΕφΘεσ 3555/1996 ΕλλΔνη 1998 σ. 615). Αντίθετη παραδοχή θα οδηγούσε : α) στο ανεπιεικές αποτέλεσμα, όπως, επί αδικοπραξίας σε βάρος μισθωτού από συνάδελφο του, που ενεργούσε ως προστηθείς του κοινού εργοδότη, να μην μπορεί να ασκηθεί κοινή αγωγή συγχρόνως κατά του εργοδότη και του προστηθέντος και β) στη διάσπαση του ενιαίου βιοτικού συμβάντος και στη δημιουργία κινδύνου έκδοσης αντιφατικών κατ` ουσίαν αποφάσεων (οράτε σχετικά Κονδύλη στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα άρθρο 663 αριθ. 26 και 27, όπου και παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Τρίτοι, όμως, οι οποίοι ευθύνονται παράλληλα προς τον εργοδότη ή το μισθωτό, χωρίς να μετέχουν στην εργασιακή σχέση, δεν ενάγονται κατά την εργατική διαδικασία και έτσι, αν το αξιούμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από εκείνο που ορίζεται για την αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, αρμόδιο προς εκδίκαση της σχετικής αγωγής είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δικάζον κατά την τακτική διαδικασία (οράτε ΑΠ 182/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κονδύλη ό.π.).β. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερόμενων στο άρθρο 2 του άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεόμενου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής (οράτε ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 σ. 1605, ΑΠ 19/2014 με σημείωση Κ. ΠαπαΔ. ΕλλΔνη 2014 σ. 1024, 1858/2011 ΕλλΔνη 2012 σ. 1554, 52/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 1611, 460/2010, 138/2010 ΕλλΔνη 2011 σ. 1612, 1085/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1481/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 745/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). γ. Παράλληλα, σε περίπτωση τέτοιου ατυχήματος, οφείλεται, κατ’ αρχήν, η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 του άνω νόμου αποζημίωση για την οποία η ευθύνη του εργοδότη είναι αντικειμενική, δηλαδή αυτός ευθύνεται σε καταβολή της αποζημίωσης ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματός του ή πταίσματος των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, μπορεί δε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 § 4 εδ. α΄, β΄ και γ΄ του νόμου αυτού να μειωθεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η αποζημίωση, μέχρι το μισό της, μόνο όταν ο παθών επέδειξε την ειδική αμέλεια που συνίσταται στην, από μέρους του, αδικαιολόγητη παράβαση των διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή συναφών κανονισμών που θέτουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία και έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή τον κύριο της επιχείρησης, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, κυρώθηκαν από την αρχή (οράτε ΑΠ 1858/2011 ό.π.). δ. Εξάλλου, επί εργατικού ατυχήματος, ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωμα να αξιώσει από τον κύριο της επιχείρησης, είτε την περιορισμένη αποζημίωση, κατ’ αποκοπή, του άρθρου 3 του Ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928 έως 932 ΑΚ, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων. Στην τελευταία περίπτωση, οι εν λόγω διατάξεις πρέπει να προβλέπουν ειδικώς τους όρους, μνημονεύοντας και συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους για την επίτευξή τους και δεν αρκεί να επήλθε το ατύχημα από τη μη τήρηση των όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, τη γενική υποχρέωση πρόνοιας (άρθρο 662 ΑΚ) και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου (οράτε ΟλΑΠ 26/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1858/2011 ΕλλΔνη 2012 σ. 1554, 804/2008 ΕλλΔνη 2011 σ. 127, 2014/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 963/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 571/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 1046 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία, 1357/2001 ΕλλΔνη 2003 σ. 761, ΕφΠειραιά 417/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 281/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 93/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 191). Σε κάθε άλλη δε περίπτωση, (όπως όταν το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των μέτρων που επιβάλλονται από τη γενική υποχρέωση πρόνοιας και όχι από ειδική διάταξη νόμου) ο παθών υποχρεούται να αρκεσθεί στην καθοριζόμενη από το Ν. 551/1915 κατ’ αποκοπήν αποζημίωση (οράτε Δ. Ζερδελή Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις § 19 σ. 824-825 πλαγ. 1292). Εξ αυτών, παρέπεται ότι ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει τη μία ή την άλλη αξίωση, που συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι, σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης, αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά στη διαζευκτική ενοχή, σε κάθε δε περίπτωση, δηλαδή, και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση προς αποζημίωση, ο παθών διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα, ήτοι, σε δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής (οράτε ΑΠ 804/2008 ό.π., ΑΠ 2014/2007 ό.π., ΑΠ 1627/2007 πάγια νομολογία), ενώ ρητά διευκρινίζεται ότι η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το Ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’ αυτή απαιτείται υπαιτιότητα (οράτε ΑΠ 274/2000 ΤΝΠ ΔΣΑ). Στην περίπτωση δε αυτή, για την επιδίκαση στον παθόντα από εργατικό ατύχημα ή στα συγγενικά του πρόσωπα εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων απ` αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια του άρθρου 16 § 1 του Ν. 551/1915, αφού η οφειλόμενη με τους όρους του τελευταίου άρθρου αποζημίωση αφορά σε περιουσιακή ζημία και δεν εξομοιώνεται με τη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στο Ν. 551/1915 (οράτε ΑΠ 963/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 90/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1357/2001 ΕλλΔνη 2003 σ. 761). ε.Συνάμα, στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο το αντικείμενο της δίκης οριοθετείται διπολικά, δηλαδή από το αγωγικό αίτημα και την ιστορική βάση της αγωγής, ως ισοδύναμα στοιχεία. Όπως επιτάσσει δε η αρχή της τήρησης της προδικασίας (άρθρο 111 ΚΠολΔ), το αντικείμενο της δίκης εισάγεται προς κρίση με αυτοτελές δικόγραφο. Έκφραση της αρχής αυτής αποτελεί η απαγόρευση από τις διατάξεις των άρθρων 223 και 224 ΚΠολΔ της μεταβολής του αγωγικού αιτήματος και της ιστορικής βάσης της αγωγής με τις προτάσεις ή με προφορική δήλωση κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, γιατί τότε ένα νέο επίδικο αντικείμενο εισάγεται προς συζήτηση, χωρίς να τηρηθεί η δέουσα προδικασία, κατά τρόπο δηλαδή απαράδεκτο, παραβλάπτοντας όχι μόνο το συμφέρον του εναγομένου, ο οποίος έτσι αιφνιδιάζεται, αλλά και το γενικότερο συμφέρον. Και ναι μεν η διάταξη του άρθρου 224 του ΚΠολΔ παρέχει στον ενάγοντα την ευχέρεια να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή του ισχυρισμούς με τις εμπρόθεσμα κατατιθέμενες προτάσεις του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αυτής, υπό τον απαράβατο όμως όρο της μη μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής με την προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται εν όλω ή εν μέρει η ιστορική βάση από άλλη, ενώ το ίδιο ισχύει και για το αγωγικό αίτημα, το οποίο ο ενάγων, όπως προεκτέθηκε και σύμφωνα με την απαγόρευση που εισάγει η διάταξη του άρθρου 223 ΚΠολΔ, δεν μπορεί επίσης να μεταβάλει μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, με τις προτάσεις του ή με προφορική δήλωσή του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Η παράβαση του ως άνω απαγορευτικού κανόνα, που εισάγουν οι προαναφερόμενες διατάξεις, σημαίνει παράβαση της αρχής της τήρησης της προδικασίας, με συνέπεια την απόρριψη αυτεπαγγέλτως της νέας βάσης ή του νέου αιτήματος, ως απαράδεκτων, ακόμα και αν στη μεταβολή συναινεί ο εναγόμενος ή πολύ περισσότερο αν αυτός απλά ερημοδικεί. Μάλιστα, το δικαστήριο, μη λαμβάνοντας υπ` όψιν του τους απαράδεκτα προταθέντες νέους ισχυρισμούς ή μη απαντώντας στο απαράδεκτα υποβληθέν νέο αίτημα της αγωγής, δεν καθιδρύει για την απόφασή του τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (οράτε ΟλΑΠ 2/1994 ΕλλΔνη 1994 σ. 352, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998 σ. 325, ΕφΔωδ 326/2003 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 3188/1995 ΤΝΠ ΔΣΑ, 5860/1992 Ε.Ε.Δ. 1993 σ. 207, Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ, υπό άρθρο 223, αριθ. 1 και 2, σελ. 60 και υπό άρθρο 224, αριθ. 1, 2, 3, 12, 19, 19α και 22, σελ. 68, 69, 72, 74 και 75, Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα «Ερμηνεία ΚΠολΔ», τόμος Ι, άρθρο 223, αριθ. 1 και άρθρο 224, αριθ. 1 και 2, παραβάλλατε επίσης ΜΠρΑθ 2225/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Γ.Με την υπό κρίση αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται και αξιολογείται από το Δικαστήριο, οι ενάγοντες αναφέρουν ότι ο σύζυγος της πρώτης και πατέρας των υπολοίπων κατήρτισε με το δεύτερο εναγόμενο – εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης πλοιοκτήτριας του αναφερόμενου στην αγωγή πλοίου, προφορική σύμβαση (χερσαίας) εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, στο πλαίσιο της οποίας εκείνος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβαίνει καθημερινά στο χώρο του Ναυπηγείου, όντας επιφορτισμένος με την επίβλεψη της πορείας/προόδου των επισκευών και των πραγματοποιούμενων εργασιών στο πλοίο αυτό (κυρίως δε αναφορικά με τη βαφή και τους εξοπλισμούς του πλοίο), αντί συμφωνημένου μηνιαίου μισθού 2.800,00 ευρώ. Κατά δε το μήνα Μάρτιο του 2008, το πλοίο καθελκύστηκε στο χώρο του ναυπηγείου της εταιρείας «…»στο Πέραμα, για να διενεργηθούν περαιτέρω ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες. Επίσης, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι το πρωί (08:00 – 08:15) της 19.6.2008, όταν ο θανών είχε μεταβεί, για την εκτέλεση της εργασίας του, στο πλοίο εκείνο έπεσε από σκαλωσιά στο έδαφος, από ύψος δύο μέτρων ένεκα του οποίου τραυματίστηκε σοβαρά, με αποτέλεσμα το θάνατό του την 01.7.2008. Κατά δε τους ενάγοντες, αμφότεροι οι εναγόμενοι βαρύνονται με υπαιτιότητα για την επέλευση του αποτελέσματος αυτού, υπό την ιδιότητά τους, η μεν πρώτης εναγομένη ως πλοιοκτήτρια – κυρία του έργου και ο δεύτερος εναγόμενος ως νόμιμος αυτής εκπρόσωπος. Ειδικότερα, προβάλλουν, κατά πρώτον, ότι παρέλειψαν να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και τη δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων, κατά δεύτερον, παρέλειψαν, κατά την πρόσληψή του, να τον εφοδιάσουν με τα κατάλληλα μέσαατομικήςπροστασίας (κράνος, κατάλληλα υποδήματα, ζώνες, γάντια κλπ.), κατά τρίτον, ότι,κατά τη διάρκεια των εργασιών, ο τεχνικός ασφαλείας δεν είχε την εποπτεία ώστε να δίνει τις κατάλληλες οδηγίες στους εργαζομένους, όπως προβλέπει ο κανονισμός ασφαλείας και, κατά τέταρτον, ότι μολονότι έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες στο εξωτερικό μέρος του πλοίου, παρέμειναν σε λειτουργία ικριώματα ημιτελή που δεν πληρούσαν τους όρους του νόμου αναφορικά με τη συναρμολόγησή τους, είτε είχαν, παρά τη ρητή απαγόρευση του νόμου, αυτά είχαν μερικώς αποσυναρμολογηθεί, κατά πέμπτον, ότι το εν λόγω ικρίωμα όπου έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα είχε τοποθετηθεί, σε άγνωστο χρονικό σημείο, εκτός του πλοίου, για τις ανάγκες των εργασιών βαφής κλπ., ενώ παρέμενε μερικώς σε λειτουργία, χωρίς σήμανση, καίτοι αυτό το ικρίωμα έπρεπε να αποσυναρμολογηθεί εξ ολοκλήρου αμέσως μετά το πέρας των εργασιών. Ενώ, κατά τους ενάγοντες, εφόσον το συγκεκριμένο ικρίωμα ήταν μερικώς αποσυναρμολογημένο και ιδιαίτερα επικίνδυνο, οι εναγόμενοι όφειλαν να θέσουν ευδιάκριτη σήμανση σχετικά με την απαγόρευση χρήσης του, για το λόγο αυτό, λαμβανομένου υπόψη ότι μέχρι την καθέλκυση του πλοίου θα ακολουθούσε πολυήμερη προετοιμασία, κατά έκτον, ότι κανένας από τους υπεύθυνους αξιωματικούς δεν μερίμνησε ώστε να μη χρησιμοποιηθούν τα ικριώματα αυτά, αλλά, αντίθετα, επέβαλαν στο θανόντα να εργαστεί χωρίς τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας, κατά έβδομον, ότι κανένας από τους υπεύθυνους δεν είχε προειδοποιήσει το θανόντα ή είχαν τοποθετήσει ειδικό σήμα προειδοποιητικό του κινδύνου, κατά όγδοον, ότι η κατασκευή του ικριώματος που χρησιμοποιήθηκε από το θανόντα ήταν πλημμελής, διότι δεν υπήρχαν όλες οι κατάλληλες ενώσεις μεταξύ των μεταλλικών δικτυωμάτων (σύνδεσμοι) ούτε τα κατάλληλα σημεία πρόσδεσης και υποστήριξης, ενώ δεν υπήρχε καν ειδική μελέτη και, κατά ένατον, ότι κανένας δεν επέβλεπε το θανόντα, ούτε έκαμε παρατηρήσεις ώστε αυτός να φέρει τα αναγκαία μέσα ατομικής προστασίας του. Περαιτέρω, οι ενάγοντες παραθέτουν τις διατάξεις των νόμων στην παράβαση των οποίων έχουν υποπέσει οι εναγόμενοι και ένεκα των οποίων έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, ενώ, ωσαύτως, υποστηρίζουν ότι, ένεκα τούτων, αποδόθηκε κατηγορία,μεταξύ άλλων και κατά του δευτέρου εναγομένου, για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια από την οποία απεβίωσε ο Σ. Α. – σύζυγος και πατέρας των εναγόντων. Με βάση, λοιπόν, τα ανωτέρω και όσα αμέσως θα εκτεθούν, έκαστος των εναγόντων υποστηρίζει ότι έχει λαμβάνειν, κατά την κύρια βάση της αγωγής τους, σύμφωναμε τις διατάξεις του ΑΚ, από τους εναγομένους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, τα κάτωθι : η μεν πρώτη ενάγουσα – επιζώσα σύζυγος του θανόντος επικαλούμενη ότι ο θανών, από την εργασία του αποκέρδαινε μηνιαίως το ποσό των 2.800,00 ευρώ από το οποία χορηγούσε στην πρώτη ενάγουσα, προς κάλυψη των διατροφικών αναγκών της, το ποσό των 900,00 ευρώ μηνιαίως, ως εκ τούτου και όντας εκείνος, κατά το χρόνο θανάτου του, 62 ετών, και με τη βάσιμη, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, κατά την πρώτη ενάγουσα, προσδοκία ότι θα συνεισέφερε το ποσό αυτό για δεκατρία ακόμα χρόνια, ήτοι μέχρι το 75ο έτος της ηλικίας του, ζητεί το ποσό των [(13 έτη Χ 12 μήνες=) 156 μήνες Χ 900,00 ευρώ/μήνα =] 140.400,00 ευρώ. Αντίστοιχα, αναφορικά με την τέταρτη ενάγουσα, η οποία αναφέρει ότι, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διήγε το τριακοστό έτος της ηλικίας της, ούσα άγαμη και άνεργη και με την υποχρέωση καταβολής, σε μηνιαία βάση, του ποσού των 1.000,00 ευρώ για στεγαστικό δάνειο, ζητεί την επιδίκαση, σε μηνιαία βάση, του ποσού των 1.300,00 ευρώ τα οποία, όπως υποστηρίζει, θα της κατέβαλλε ο πατέρας, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και μέχρι το 75ο έτος της ηλικίας του. Για την αιτία αυτή, ζητεί την επιδίκαση του ποσού των [(13 έτη Χ 12 μήνες=) 156 μήνες Χ 1.300,00 ευρώ/μήνα =] 202.800,00 ευρώ. Παράλληλα, οι ενάγοντες ζητούν τα κάτωθι ποσά υπό μορφή χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν συνεπεία του ένδικου θανάτου. Ειδικότερα, άπαντες οι ενάγοντες αξιώνουν για την αιτία αυτή, ο καθένας τους, το ποσό των 400.044,02 ευρώ, από το οποίο αφαιρούν το ποσό των 44,02 ευρώ το οποίο επιφυλάσσονται να ζητήσουν κατά την ανοιγησόμενη ενώπιον των Ποινικών Δικαστηρίων δίκη, παριστάμενοι ως πολιτικώς ενάγοντες.Αντίστοιχα δε, κατά την επικουρική βάση της αγωγής, με βάση τις διατάξεις του Ν. 551/1915, οι ενάγοντες ζητούν, όπως επιδικαστεί, στην πρώτη εξ αυτών, η προβλεπόμενη αποζημίωση λόγω θανάτου του συζύγου της και αναφέροντας ότι το μηνιαίο εισόδημα του συζύγου της ανερχόταν μηνιαίως στο ποσό των 2.800,00 ευρώ, λαμβάνοντας ετησίως (12 μήνες Χ 2.800,00 =) 33.600,00 ευρώ και Χ 5 έτη σε (33.600 ευρώ Χ 5 έτη =) 168.000,00 ευρώ – 100.000 δρχ ή 2.934,30 ευρώ = 165.065,70 ευρώ : 4 = 41.366,42 ευρώ + 100.000 δρχ ή 2.934,30 ευρώ= 44.200,72 ευρώ. Έτσι, η πρώτη ενάγουσα αξιώνει, με βάση την αιτία αυτή, το ποσό των (44.200,72 X 2/5=)17.680,29 ευρώ και, αντίστοιχα, ο δεύτερος, ο τρίτος και η τέταρτη των εναγόντων, αξιώνουν ο καθένας το ποσό των (44.200,72 X 1/5=) 8.840,14 ευρώ. Αντίστοιχα, άπαντες οι ενάγοντες ζητούν την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης και, κατά την επικουρική βάση της αγωγής τους, την οποία επιχειρούν να στηρίξουν στις των άρθρων 57, 71, 197, 299, 914, …, 334, 922, 926, 928, 929, 930 § 3 και 932 ΑΚ και 37,84 και 237 ΚΙΝΔ, εφόσον, κατά τους ενάγοντες, οι εναγόμενοι υπέπεσαν, πλην των ανωτέρω στην παραβίαση και της πηγάζουσας από την κοινή αντίληψη υποχρέωσης προνοίας και της απαιτούμενης στις συναλλαγές επιμέλειας, το ύψος της οποίας (εύλογης χρηματικής ικανοποίησης) για την αιτία αυτή, προσδιορίζουν, για καθένα από αυτούς,στο ποσό των 400.044,02 ευρώ. Έτσι και με βάση τα ανωτέρω, η πρώτη ενάγουσα υποστηρίζει ότι δικαιούται το συνολικό ποσό των (17.680,29 + 400.044,02 Ευρώ) = 417.724,31 ευρώ και οι λοιποί ενάγοντες, το συνολικό ποσό των (8.840,145 + 400.044,02=) 408.884,147 ευρώ, από τοοποίο αφαιρούν το ποσό των 44,02 ευρώ το οποίο επιφυλάσσονται να ζητήσουν κατά την ανοιγησόμενη ενώπιον των Ποινικών Δικαστηρίων δίκη, παριστάμενοι ως πολιτικώς ενάγοντες.Για τους λόγους δε αυτούς, οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, σε έκαστον από αυτούς, με το νόμιμο τόκο από την 01.7.2008 (ημέρα θανάτου του Σ. Α.), χρόνο κατά τον οποίο κατέστησαν υπερήμεροι οι εναγόμενοι κατά τους ενάγοντες, άλλως με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, τα κάτωθι ποσά και δη, κατά την κύρια βάση της αγωγής 1) στην πρώτη ενάγουσα, το συνολικό ποσό των (140.400,00 ευρώ για διατροφή + 400.000,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης =) 540.400,00ευρώ, 2) στο δεύτερο ενάγοντα, το ποσό των 400.000,00 ευρώ (για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης)3) στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 400.000,00 ευρώ (για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης) και 4) στην τέταρτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των (202.800 ευρώ για διατροφή + 400.000,02 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης =) 602.800,00 ευρώ και, κατά την επικουρική τοιαύτη του Ν. 551/1915, στην πρώτη ενάγουσα, το συνολικό ποσό των (17.680,29 ευρώ + 400.044,02ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης =) 417.680,29 ευρώ, στους δεύτερο τρίτη και τέταρτη των εναγόντων το ποσό των (8.840,14 ευρώ + 400.000,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης =) 408.840,14 ευρώ έκαστος, την κήρυξη της απόφασηςπροσωρινά εκτελεστής, την απαγγελία προσωπικής κράτησηςσε βάρος του δευτέρου εναγομένου διαρκείας δύο (2) ετών, προς εξαναγκασμό εκτέλεσης της παρούσης αποφάσεως και την καταδίκη των εναγομένων στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη και στην αμοιβή του πληρεξουσίου τους δικηγόρου.Με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή αρμόδια εισάγεται στο παρόν Δικαστήριο,ως το καθ’ ύλη, εφόσον στη αγωγήεκτίθεται ότι μεταξύ των διαδίκων υπάρχει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και κατά τόπο, για να προβεί στην εκδίκασή της (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13,14 § 2, 16 αρ. 2, 35 και 664 ΚΠολΔ) αρμόδιο, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ). Είναι δε περαιτέρω και, παρά τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς των εναγομένων, ως προς την κύρια αυτής βάση, επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 του Ν. 765/1943, 16 Ν. 551/1915, 57, 71, 192, 193, 288, 297, 298, 299, 340, 341, 345, 346, 361, 481 επ.,648 επ. και 914, 922, 928, 930 και 932 ΑΚ,32 Ν. 1568/1986, 2 § 3, 3, 5 §§ Α2 και Γ, 37 – 49, 63-64 ΠΔ 806/1970, 13 § 4 ΠΔ 1349/1981, 111 ΠΔ 1073/1981, 7 ΠΔ 17/1996, 176, 180 § 1, 191 § 2, 907 και 908 § 1 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ, ενώ, αναφορικά με την επικουρική τοιαύτη, στις διατάξεις των άρθρων 6 του Ν. 765/1943, 16 Ν. 551/1915, 57, 71, 192, 193, 288, 299, 340, 341, 345, 346, 361, 481 επ., 648 επ. και 914, 922και 932 ΑΚ, 1, 3 § 5 και 6 Ν. 551/1915, 176, 180 § 1, 191 § 2, 907 και 908 § 1 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ. Περαιτέρω και εφόσον η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και νόμω βάσιμη, είναι ερευνητέα και επί της ουσίας, εφόσον κατατέθηκε στο φάκελο το προβλεπόμενο (υπ’ αριθμ. Α034933) γραμμάτιο προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ενώ, ωσαύτως, δεν είναι αναγκαία, για την εξέτασή της, η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον η διάταξη του άρθρου 15 § 2 Ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 24.7/25.8.1920 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμ. 8 του ΕισΝΚΠολΔ προβλέπει ότι οι αγωγές με τις οποίες επιδιώκεται η καταβολή αποζημίωσης από εργατικό ατύχημα δεν υποβάλλονται στο προβλεπόμενο από το Ν. ΓπΟΗ/1912 τέλος δικαστικού ενσήμου, με την επισήμανση ότι, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, ούτε οι αγωγές επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης [και ψυχικής οδύνης] από εργατικό ατύχημα, εφόσον συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος απαλλαγής από την καταβολή του τέλους αυτού (οράτε ΑΠ 691/2006 ΕλλΔνη 2008 σ. 1034, ΕφΔυτΜακ 36/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1090/2005 Αρμ. 2005 σ. 1080, ΕφΛάρ 51/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 20371/2012 Αρμ. 1292, MΠρΔράμας 158/2014, Κ. Θ. Μακρίδου Δικονομία Εργατικών Διαφορών σ. 142-143).
Δ.α.Ο ισχυρισμός περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του ενάγοντος, χαρακτηρίζεται δικονομικά άρνηση της αγωγής, αν στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ (οράτε ΑΠ 1322/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1037/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 999/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 53/2006 ΕλλΔνη 2006 σ. 1387, 763/2000 ΕλλΔνη 2001 σ. 75) ενώ ο ισχυρισμός ότι στη ζημία συνετέλεσε και ο ίδιος ο ενάγων αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, δηλαδή ένσταση από τις διατάξεις των άρθρων 300, 330 εδ. β΄, 914 (οράτε
53/2006 ό.π., 485/2001 ΕλλΔνη 2001 σ. 384, 763/2000 ΕλλΔνη 2001 σ. 75, 912/1996 ΕλλΔνη 1996 σ. 79). Σχετικά, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, αν μεν ο παθών μισθωτός επιλέξει (άρθρο 16 § 1 Ν. 551/1915) να ασκήσει την αξίωση αποζημίωσης του Ν. 551/1915, ο εναγόμενος εργοδότης μπορεί να προβάλει την ένσταση ότι το ατύχημα οφείλεται σε ειδική αμέλεια του εργαζομένου οπότε η αποζημίωση είναι δυνατό να μειωθεί από το δικαστήριο κατά το ήμισυ. Πρόκειται για ένσταση η οποία, στην προκείμενη περίπτωση, εκτοπίζει, λόγω του ειδικού χαρακτήρα της, την εφαρμογή του άρθρου 300 ΑΚ. Η διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ εφαρμόζεται, αντιθέτως, κανονικά όταν ο μισθωτός επιλέξει την άσκηση αγωγής αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου (914 επ. ΑΚ). Σε αμφότερες, πάντως τις περιπτώσεις, η σχετική ένσταση θα πρέπει να προταθεί ιδιαιτέρως, με τα περιστατικά που τη θεμελιώνουν και το δικό της αίτημα (οράτε Κ. Θ. Μακρίδου ό.π. σ. 150-151 και τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Συναφώς δε, σύμφωνα με την άποψη που κρατεί σε θεωρία και νομολογία, η διάταξη του άρθρου 16 § 4 Ν. 551/1915, κατά την οποία, επί εργατικού ατυχήματος, το συντρέχον πταίσμα του παθόντος αντιτάσσεται νομίμως μόνο αν αφορά σε παραβίαση διατάξεων ή κανονισμών που θέτουν όρους ασφαλείας στην εργασία, αναφέρεται μόνο στην περίπτωση της κατά το Ν. 551/1915 αποζημίωσης και όχι της κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Επομένως, για τον καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης το συντρέχον πταίσμα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων της παραπάνω διάταξης. Για τον ίδιο λόγο, ο περιορισμός του άρθρου 16 § 4 του ίδιου νόμου, σύμφωνα με τον οποίο, επί ειδικής αμέλειας του παθόντος, μπορεί να μειωθεί μόνο μέχρι το μισό η οφειλόμενη αποζημίωση έχει ομοίως εφαρμογή μόνο επί των αξιώσεων που απορρέουν από το Ν. 551/1915. Εξάλλου, για τον προσδιορισμό του ύψους της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος το οποίο συνεκτιμάται με τα ως άνω στοιχεία, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται, μετά τον τελικό καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης που προσδιορίζει ανέλεγκτατο δικαστήριο της ουσίας, να μειωθεί εκ νέου τούτο ανάλογα με το ποσοστό της συνυπαιτιότητας. Δεν είναι ανάγκη, λοιπόν, να προσδιοριστεί ειδικά το ποσοστό της υπαιτιότητας του εργαζομένου, αφού δεν μειώνεται ανάλογα με αυτό η καθοριζόμενη, με βάση τα προαναφερόμενα στοιχεία, χρηματική ικανοποίηση [οράτε Π. Μπουμπουχερόπουλου σε Ληξουριώτη (επιμ.) ΕνστΕργΔ 2010 σ. 175, πλαγ. 43-44 και τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία]. β. Οι εναγόμενοι, με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις τους και με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας τους δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, αρνείται την αγωγή, προβάλλοντας, συνάμα, ισχυρισμό περί καθ’ ύλη αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν είχε συναφθεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του θανόντος και της πρώτης εναγομένης, αλλά ότι αντίθετα εκείνος είχε προσληφθεί, τη 10.6.2008, από την εταιρεία με την επωνυμία «…», νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι επίσης ο δεύτερος εναγόμενος, για να εργαστεί σε εκείνη και ότι, αντίθετα, ο μοναδικός λόγος για τον οποίο εκείνος προσερχόταν στο ναυπηγείο όπου πραγματοποιούνταν εργασίες στο πλοίο «…» ήταν ότι, είχε ανατεθεί σε εκείνον, από την πρώτη εναγομένη, να συνδράμει στο πλαίσιο στενής, όπως υποστηρίζει, φιλικής σχέσης, όντας έμπειρος ναυτικός (λοστρόμος) και άνθρωπος τον οποίο εκείνη εμπιστευόταν, χωρίς να έχει συναφθεί οποιαδήποτε σύμβαση εργασίας μεταξύ τους και χωρίς να του δοθεί ποτέ εντολή για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας, εφόσον, όπως η πρώτη εναγομένη υποστηρίζει, εκείνη, ούσα πλοιοκτήτρια, είχε φροντίσει να έχει στη διάθεσή της όλα τα αναγκαία πρόσωπα για την ουσιαστική επίβλεψη του έργου (τεχνικό ασφαλείας – πλοίαρχο). Ως εκ τούτου, οι εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι δεν εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εργατική διαφορά, με αποτέλεσμα και ενόψει των αξιούμενων κονδυλίων το ύψος των οποίων υπερβαίνει το ανώτατο όριο της καθ’ ύλη αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου, να πρέπει να παραπεμφθεί η αγωγή στο αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο, κατά τους εναγομένους, Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, δικάζον, όμως κατά την τακτική διαδικασία. Προσέτι, οι εναγόμενοι προβάλλουν ότι αποκλειστικά υπαίτιος, άλλως συνυπαίτιος, για την επέλευση του ένδικου θανάτου του, είναι ο ίδιος ο θανών σε ποσοστό 95%. Αναφορικά δε με τους ισχυρισμούς αυτούς, επισημαίνεται ότι ο παραδεκτά προβαλλόμενος ισχυρισμός περί καθ’ ύλη αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, είναι ερευνητέος επί της ουσίας, εφόσον ερευνάται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ενώ, αναφορικά με τον ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του θανόντος στην επέλευση του ένδικου ατυχήματος, τούτος αξιολογείται δικονομικά ως αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ενώ αντίστοιχα, ο επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός περί συνυπαιτιότητας του εναγομένου συνιστά νόμω βάσιμη ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, με την παράλληλη, ωστόσο, επισήμανση ότι προβάλλεται λυσιτελώς μόνο καθ’ ο μέτρο βάλλει κατά του αγωγικού αιτήματος το οποίο στηρίζεται στιςδιατάξεις του Αστικού Κώδικα όχι όμως και στις διατάξεις του Ν. 551/1915, στο μέτρο που, με τις διατάξεις του νόμου αυτού, καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη ο οποίος δύναται να περιορίσει το ύψος της επιδικαστέας οφειλόμενης αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, μόνο αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι οπαθών επέδειξε την ειδική αμέλεια που μνημονεύεται στη διάταξη του άρθρου 16 § 4 Ν. 551/1915.
Ε.α.Σύμφωνα με το άρθρο 3 § 1 ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητας τους, κατά τις διατάξεις γενικών και ειδικών δωσιδικιών (οράτε ΑΠ 803/2000 ΕλλΔνη 2000 σ. 1599, 108/1988 ΕλλΔνη 1988 σ. 1392, ΕφΑθ 717/2009 ΕλλΔνη 2009 σ. 559 επικυρωθείσα με την ΑΠ 1542/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6359/2009 ΕλλΔνη 2004 σ.1466, ΕφΘεσ 351/2009 ΕφΑΔ 2009 σ. 970, 6073/2002 ΕλλΔνη 2003 σ.209, ΜΠρΚαβ 440/2010 Αρμ. 2012 σ. 272). Επομένως, τα Ελληνικά Πολιτικά Δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, είτε οι διάδικοι είναι ημεδαποί, είτε αλλοδαποί, μόνο αν κατά τις ισχύουσες διατάξεις υφίσταται κατά τόπο αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου λόγω γενικής (άρθρο 22 ΚΠολΔ) ή ειδικής δωσιδικίας. Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν, επί του δικονομικού μεν πεδίου, αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο. Από την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι, με συμφωνία των μερών μπορεί να αποκλεισθεί η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί υφισταμένων, και αν η συμφωνία γίνει εγγράφως, και επί διαφορών που θα προκύψουν στο μέλλον από ορισμένη σχέση (εφόσον πρόκειται για διαφορές, που έχουν περιουσιακό αντικείμενο), με την προϋπόθεση ότι τούτο καθορίζεται κατά τρόπο σαφή. Στην περίπτωση αυτή, με βάση τη γενική αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως, οι διάδικοι με τη συμφωνία τους εκφράζουν τη βούληση τους και έτσι προβαίνουν στον καθορισμό του κατά τόπο αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου και η συμφωνία τους αυτή είναι έγκυρη, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι νόμιμης προσβολής της (οράτε ΟλΑΠ 4/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1542/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1288/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 659/2012 ΕλλΔνη 2013 σ. 1059,4467/2010 ΔΕΕ 2011 σ. 218, 717/2009 ΕλλΔνη 2009 σ. 559, ΜΠρΚαβ 440/2010 ό.π.).Η συμφωνία παρεκτάσεως αποτελεί δικονομική σύμβαση, το κύρος και ο τύπος της κρίνεται κατά τη lex fori, ενώ το δικαίωμα προτάσεως της δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ (οράτε ΕφΑθ 717/2009 ό.π., 6359/2003 ό.π.). Όταν δε ο ισχυρισμός του εναγομένου περί αποκλειστικής αρμοδιότητας άλλου δικαστηρίου θεμελιώνεται σε ρητή συμφωνία των διαδίκων περί παρεκτάσεως, ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται παραδεκτά μόνο κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 263 εδ. α` ΚΠολΔ, οράτε ΑΠ 703/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 717/2009 ό.π., ΕφΛάρ 833/2006 Δικογραφία 2007 σ.95). Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 § 1, 42 § 1 και 44 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για διαφορές, που έχουν περιουσιακό αντικείμενο μεταξύ οποιωνδήποτε διαδίκων και ανεξάρτητα από την ιθαγένεια τους, μπορεί, με έγγραφη συμφωνία, η οποία αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, να δημιουργηθεί αποκλειστική αρμοδιότητα και συνακόλουθα δικαιοδοσία ορισμένου ή ορισμένων αλλοδαπών δικαστηρίων ή διαιτησίας (οράτε ΑΠ 196/1974 ΕΕΝ 41 σ. 684επ, ΕφΘεσ 434/2006 ΕΕμπΔ 2006 σ. 781, ΕφΠειραιά 189/1991 ΕΝαυτΔ 20 σ. 356, 152/1984 ΕΝαυτΔ 12 σ. 354, ΜΠρΘεσ 235/2009 Αρμ 2013 σ. 922. β.Με την υπό κρίση προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, όπως το περιεχόμενο και αιτητικό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, η δεύτερη εναγομένη – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, εκθέτει, στρεφόμενη κατά της καθ’ ης αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας και ενσωματώνοντας στο σχετικό δικόγραφό της την κρινόμενη κύρια αγωγή, ότι εκείνη είχε αναλάβει, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το ένδικο συμβάν, ότι, δυνάμει των αναγραφόμενων στο δικόγραφο ασφαλιστηρίων συμβολαίων, την ασφαλιστική κάλυψη του πλοίου «…», καλύπτοντας, μεταξύ άλλων και τον ασφαλιστικό κίνδυνο της απώλειας ζωής, σωματικών βλαβών, ιατρικής και φαρμακευτικής φροντίδας, εξόδων κηδείας, σε περιπτώσεις που ο κυβερνήτης ή μέλος του πληρώματος του πλοίου τραυματιστεί, αρρωστήσει ή πεθάνει. Κατά δε την εναγομένη – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα αυτά τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ήταν ενεργά κατά το χρόνο του ένδικου περιστατικού, με αποτέλεσμα να υπάρχει εκ μέρους της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης υποχρέωση κάλυψης των ποσών που ήθελε τυχόν υποχρεωθεί εκείνη να καταβάλει στο πλαίσιο της κύριας αγωγής στους κυρίως ενάγοντες, αρνούμενη ρητά, ωστόσο, οποιαδήποτε υπαιτιότητά της αναφορικά με την επέλευση του ένδικου θανάτου. Για τους λόγους δε αυτούς, η εναγομένη – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η εν λόγω προσεπίκληση μετά της σε αυτή σωρρευόμενης παρεμπίπτουσας αγωγής της και να υποχρεωθεί η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία να υποχρεωθεί να της καταβάλει, ως δικονομική της εγγυήτρια, τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της κύριας αγωγής και, κατά την κύρια αυτής βάση, ποσά ήτοι : α) το ποσό των πεντακοσίων σαράντα χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και δύο λεπτών (540.444,02€) για την πρώτη κυρίως ενάγουσα, το ποσό των τετρακοσίων χιλιάδων σαράντα τεσσάρων ευρώ και δύο λεπτών (400.044,02€) για το δεύτερο κυρίως ενάγοντα, το ποσό των τετρακοσίων χιλιάδων σαράντα τεσσάρων ευρώ και δύο λεπτών (400.044,02€) για την τρίτη κυρίως ενάγουσα και το ποσό των εξακοσίων δύο χιλιάδων ευρώ οκτακόσιων σαράντα τεσσάρων ευρώ και δύο λεπτών (602.844,02€) για την τέταρτη κυρίως ενάγουσα. Αντίστοιχα δε και σύμφωνα με την επικουρική βάση της κύριας αγωγής, το ποσό των τετρακοσίων δεκαεπτά χιλιάδων επτακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (417,724,31€) για την πρώτη κυρίως ενάγουσα και το ποσό των τετρακοσίων οκτώ χιλιάδων οκτακόσιων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και εκατόν σαράντα επτά λεπτών (408.884,147€) για τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη κυρίως ενάγοντες, με το νόμιμοτόκο από 01.7.2008 (ημερομηνία θανάτου του Σ. Α.), άλλως από τη 12.06.2013, ήτοι από την επίδοση της κύριας αγωγής, άλλως ότι ποσόν επιδικαστεί κατά την εκδίκαση της κύριας αγωγής με τους νόμιμους τόκους που θα επιδικαστούν. Παρεπομένως, ζητείται η καταδίκη της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστική εταιρείας και για την περίπτωση κατά την οποία ήθελε γίνει δεκτή η εναντίον της κύρια αγωγή, είτε μερικώς είτε ολικώς, στην εν γένει δικαστική της δαπάνη και στην αμοιβή του πληρεξουσίου της δικηγόρου. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία, προβάλλοντας ότι αποτελεί αλληλασφαλιστικό οργανισμό, ισχυρίζεται ότιτο παρόν Δικαστήριο στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας προς εκδίκασητης προσεπίκλησης μετά της σε αυτή σωρρευόμενης παρεμπίπτουσας αγωγής, αναφέροντας ότι η ναυτική εταιρεία «….», συμμορφούμενη προς τους όρους που η προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγομένη έχει θέσει για την παροχή σε εκείνη ασφαλιστικής κάλυψης, συνταχθέντος σχετικά του από 01.4.2008 με υπ’ αριθμ. 01238000 αποκαλούμενου «πιστοποιητικού εισδοχής», αναφορικά με το ένδικο πλοίο «…», αποδέχτηκε τους όρους του Εσωτερικού Κανονισμού και τους Κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του οργανισμού (προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγομένης). Σε αυτούς συγκαταλέγεται δε και όρος κατά τον οποίο, σε περίπτωση που ήθελε ανακύψει διαφορά ή διένεξη μεταξύ του οργανισμού (προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγομένης) και μέλους αυτού που απολάμβανε της ασφαλιστικής κάλυψης που αυτός του παρείχε (όπως, εν προκειμένω, η πρώτη εναγομένη – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα), το καλυπτόμενο μέλος θα πρέπει, σε πρώτη φάση, να υποβάλει τη διαφορά προς κρίση στο διοικητικό του συμβούλιο και μόνο μετά την αρνητική απάντησή του και ή την επί τρίμηνο παράλειψη απάντησης στο αίτημα αυτό, θα μπορεί να στραφεί κατά του οργανισμού ενώπιον αποκλειστικά του Περιφερειακού Δικαστηρίου των ΗΠΑ για τη Νότια Περιφέρεια της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, με την παράλληλη μνεία ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ασκηθεί κατά του οργανισμού αγωγή ή απαίτηση εκτός εάν εγερθεί εντός δύο ετών αφ’ ότου η απώλεια, ζημία ή δαπάνη η προκληθείσα ως αποτέλεσμα ευθυνών, κινδύνων, συμβάντων, περιστατικών και δαπανών παρατιθέμενων από τον κανονισμό θα έχει καταβληθεί από το μέλος. Στην πράξη δηλαδή επιχειρεί να στηρίξει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου στην ύπαρξη συμφωνίας παρέκτασης, βάσει της οποίας καθίσταται αποκλειστικώς αρμόδιο για την εκδίκαση της υπό κρίση προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής το ανωτέρω αμερικανικό Δικαστήριο, αποκλειομένης της διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Για την αιτία δε αυτή, ζητεί την απόρριψή της. Πράγματι,από τα με επίκληση και νομότυπα προσκομιζόμενα από την προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγομένη, σενόμιμη μετάφραση από τηναγγλική γλώσσα έγγραφα και ιδιαίτερα τo από υπ’ αριθμ. … πιστοποιητικό εισδοχής που φέρει τη μηαμφισβητούμενη υπογραφή του εκπροσώπου της εναγομένης – προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας βάσει του οποίου (πιστοποιητικού) εκείνη με συμφώνησε σε όλους τους όρους του Αλληλασφαλιστικού Οργανισμού στους οποίους περιλαμβάνεται και η 46η παράγραφος, ερμηνευόμενα όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικώνηθών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις αλλά με γνώμονα την αληθινή βούληση των μερών (άρθρα 173 και 200 ΑΚ), προκύπτει ότι για την επίλυση κάθεδιαφοράς ή διένεξης (κατά την ορολογία της 46ης παραγράφου) που ήθελε ανακύψει μεταξύ μέλους (όπως η εναγομένη – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα) του οργανισμού και του ίδιου του οργανισμού, αναφορικά με την ερμηνεία των διατάξεών του αλλά και με την παρεχόμενη ασφαλιστική κάλυψη που παρέχει ο οργανισμός σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές,το καλυπτόμενο μέλος, όπως και εν προκειμένω ισχύει, θα έπρεπε, σε πρώτη φάση, να υποβάλει τη διαφορά προς κρίση στο διοικητικό συμβούλιο του οργανισμού και μόνο μετά την αρνητική απάντησή του και ή την επί τρίμηνο παράλειψη απάντησης στο αίτημα αυτό, μπορεί να στραφεί δικαστικά κατά του οργανισμού ενώπιον, όμως, αποκλειστικά του Περιφερειακού Δικαστηρίου των ΗΠΑ για τη Νότια Περιφέρεια της Πολιτείας της Νέας Υόρκης και ουδέποτε στα Δικαστήρια άλλου κράτους, φυσικά δε και του Ελληνικού, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί αποκλειστική δωσιδικία του Περιφερειακού Δικαστηρίου των ΗΠΑ για τη Νότια Περιφέρεια της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, αποκλείουσας τη δωσιδικία παντός άλλου Δικαστηρίου της οικουμένης. Ως εκ τούτου και εφόσον στερείται το παρόν Δικαστήριο διεθνούς δικαιοδοσίας, αναφορικά με την εκδίκαση της προσεπίκλησης μετά της σε αυτή σωρρευόμενης παρεμπίπτουσας αγωγής πρέπει αυτή να απορριφθεί και τα δικαστικά έξοδα της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγομένης να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων – προσεπικαλούντων παρεμπιπτόντως εναγόντων, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα με τις προτάσεις της, (άρθρα 176 και 191 § 2 ΚΠολΔ και 58 § 5 Ν. 4194/2013)λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος, προς υπολογισμό της δικηγορικής αμοιβής, ότι το αίτημα της κύριας αγωγής, σύστοιχο του οποίου είναι το αίτημα της παρεμπίπτουσας αγωγής, κρίνεται από το Δικαστήριο υπέρογκο, κατά την έννοια του νόμου.
ΣΤ. Εν προκειμένω, από την εκτίμηση της κατάθεσης μιας μάρτυρα που προσήχθη και εξετάστηκε επιμελεία των εναγομένων – προσεπικαλούντων – παρεμπιπτόντως εναγόντων νομότυπα στο ακροατήριο (οι λοιποί διάδικοι δεν προσήγαγαν και εξέτασανμάρτυρες) η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας αυτού συνεδρίασης, καθώς επίσης και όλων των υπολοίπων αποδεικτικών μέσων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (οράτε ΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 937, ΑΠ 577/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 738 με σημείωση Ι. Βαλμαντώνη, 1/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 731, 1324/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1076/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1885/2008 ΕλλΔνη 2009 σ. 449, Δ. Κράνη Αποκλίσεις των ειδικών διαδικασιών έναντι της τακτικής καθώς και αναμεταξύ τους ΕλλΔνη 2006 σ. 366-369, Κ. Θ. Μακρίδου Δικονομία εργατικών διαφορών § 8 σ. 187 επ. πλαγ. 26 επ.), προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων απόδειξη), τις υπ’ αριθμ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των Δ. Α. του Α. και Ν. Χ. του Δ. που ελήφθησαν αμφότερες ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ηλιάνας Β. Παπαδοπούλου πριν τη λήψη των οποίων κλητεύθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα να παραστούν οι ενάγοντες (οράτε τις υπ’ αριθμ. …, …, … και … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …), καθώς επίσης και τις ομολογίες που εκτίθενται κατωτέρω, αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά (σημειώνεται ότι η μνεία παρακάτω ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική, αφού ουδενός νόμιμα και με επίκληση προσκομιζομένου εγγράφου η συνεκτίμηση παραλείφθηκε) : ο Σ. Α. (σύζυγος της πρώτης και πατέρας των λοιπών εναγόντων) είχε εργαστεί επί μακράν σειράν ετών (περί τα 12) σε πλοία ναυτικών εταιρειών συμφερόντων του δεύτερου εναγομένου, με την ειδικότητα του ναύκληρου (λοστρόμου). Περί δε τις αρχές του 2008, υπέβαλε στο ΝΑΤ αίτηση για συνταξιοδότησή του, οπότε και αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του αυτή. Ο δεύτερος εναγόμενος, την εποχή εκείνη, εκμεταλλευόταν δύο τουλάχιστον εταιρείες και, ειδικότερα, την πρώτη εναγομένη – πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – τουριστικού πλοίου «…», με αριθμό νηολογίου … νηολογημένο στο Λιμεναρχείο Πειραιά, κοχ 473,65 και καθαρής τοιαύτης 238,63 με διεθνές διακριτικό σήμα SX … και τη ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «…». Τότε ο εναγόμενος, προκειμένου να διευκολύνει το Σ. Α., ένεκα της άριστης συνεργασίας και των φιλικών τους σχέσεων, ανέλαβε να του προσφέρει εργασία. Πράγματι, ο Σ. Α. προσελήφθη στη δεύτερη από τις ανωτέρω εταιρείες με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, τη 10.6.2008 με βάση το ειδικό βιβλίο καταχώρισης νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού του ΙΚΑ με αριθμό μητρώου ΙΚΑ … και ΑΦΜ …. Αντίθετα, από κανένα από τα αποδεικτικά μέσα των διαδίκων δεν προκύπτει,ούτε συνάγεται με κάποιο τρόπο, ότι έλαβε χώρα η κατάρτιση οποιασδήποτε αντίστοιχης σύμβασης μεταξύ του Σ. Α. και της πρώτης εναγομένης. Σχετικά, οι ενάγοντες το πρώτον επιχειρούν να προβάλλουν, ισχυριζόμενοι, με το δικόγραφο της προσθήκης στις προτάσεις τους, ότι ναι μεν ο ενάγων είχε αρχικά προσληφθεί από την εταιρεία «…», πλην όμως, είχε λάβει χώρα, ήδη πριν τον κρίσιμο χρόνο, δανεισμός του εργαζομένου, με αποτέλεσμα, στην πράξη να εργάζεται, κατά τον κρίσιμο χρόνο για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Οι ισχυρισμοί αυτοί των εναγόντων -όψιμα προβαλλόμενοι στο δικονομικό αυτό στάδιο–δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον, με τον τρόπο αυτό, επιχειρείται ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, χωρίς την τήρηση της αναγκαίας προς τούτο προδικασίας, σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση ανωτέρω αναφέρθηκαν υπό στοιχείο Β.ε. Με βάση τα ανωτέρω και εφόσον δεν αποδείχτηκε η ύπαρξη ενεργού, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα (19.6.2008) σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του Σ. Α., αφενός και της πρώτης εναγομένης, αφετέρου, παρέλκει η περαιτέρω εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, εφόσον ελλείπει η αναγκαία προϋπόθεση της παθητικής της νομιμοποίησης την ύπαρξη της οποίας το Δικαστήριο υποχρεούται και αυτεπάγγελτα να διερευνήσει και στο δικονομικό αυτό στάδιο (73 ΚΠολΔ). Κατ’ επέκταση, δεν μπορεί να λάβει χώρα εξέταση της ευθύνης του δευτέρου εναγομένου – νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης του οποίου η ευθύνη είναι παράλληλη με εκείνη της πρώτης εναγομένης και την προϋποθέτει, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η (κύρια) αγωγή πρέπει να απορριφθεί και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων της δίκης αυτής, λόγω του ιδιαίτερα δυσερμήνευτου των από το Δικαστήριο εφαρμοσθεισών διατάξεων (179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους τη με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κύρια αγωγή μετά της υπ’ αριθμ. …/εξαίρεση 457 προσεπίκλησης με τη σε αυτή σωρρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων της δίκης αυτής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την προσεπίκληση μετά της σε αυτή σωρρευόμενης παρεμπίπτουσας αγωγής.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων – προσεπικαλούντων – παρεμπιπτόντως εναγόντων τα δικαστικά έξοδα της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγομένης το ύψος των οποίων προσδιορίζει σε εννέα χιλιάδες (9.000,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του τη 11ηΙανουαρίου 2016.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ