Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης    1809/2016

(Αριθ. καταθ. …)

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

————————————

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα, Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό  του την 27η Οκτωβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία … η οποία εδρεύει  Π. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Δημήτριο ΜΠΟΝΗ, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : .. … του …, κατοίκου Α. Δ. Α., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Στέφανο ΛΥΡΑ, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από 2.8.2012 αγωγή του κατά της εκκαλούσας, την οποίαν άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 160/2014 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του εφεσίβλητου.

Η εκκαλούσα, με την από 17.7.2014 έφεσή της (με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά …, γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …), η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή, ζητώντας τη μεταρρύθμιση της απόφασης.

Ο εναγόμενος – εφεσίβλητος – αντεκκαλών με τις από 26.10.2015 κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, άσκησε αντέφεση κατά της ως άνω απόφασης.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, κατόπιν μονομερούς δηλώσεώς τους, που έγιναν σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η έφεση με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … (Μονομ. Πρωτ. Πειραιά) καθώς και η δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση πρέπει σύμφωνα με το αρθρ. 246 ΚΠολΔ, να ενωθούν και συνεκδικασθούν, αφού ασκούνται από τους διαδίκους της πρωτοβάθμιας δίκης, στρέφονται κατά της αυτής απόφασης (160/2014 Ειρηνοδικείου Πειραιώς) και δικάζονται κατά την αυτή διαδικασία εργατικών διαφορών, με την συνεκδίκαση δε αυτή επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της διαδικασίας και η μείωση των εξόδων.

Η έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά με τον αριθμό 160/30.5.2014, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, την από 2.8.2012, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, ήτοι εντός της τασσόμενης από το νόμο τριακονθήμερης προθεσμίας, αφού η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος – ήδη εφεσιβλήτου, στην εναγομένη – ήδη εκκαλούσα, την 20.6.2014 (βλ. προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα, με αριθμό … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Κ. Β. Κ.), ενώ το εφετήριο κατατέθηκε από την τελευταία στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 17.7.2014 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 513 παρ.1β, 516, 517, 518 παρ. 1, 591 παρ.1 του ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ συνδ. αρθρ. 72 παρ.13 Ν. 2994/2011). Είναι επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).  Επίσης, πρέπει να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της (533 παρ.1 ΚΠολΔ) και η αντέφεση, την οποίαν ο εφεσίβλητος παραδεκτώς (αρθρ. 674 παρ.1 ΚΠολΔ) άσκησε, με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του, ενόψει του ότι αφορά κεφάλαια της προαναφερθείσας απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση (βλ. Σ. Σαμουήλ «Η έφεση», εκδ. Ε΄ σελ. 256 επ., παρ. 605, 606, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 674, αριθμ.15, ΕφΠειρ 647/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 1759/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί περαιτέρω αναφορές σε νομολογία).

Ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος), με την από 2.8.2012 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ισχυρίστηκε ότι σε εκτέλεση της από 23.12.2011 σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη, νομίμως εκπροσωπούμενη, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ρ/Κ πλοίο με το όνομα …», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό …, κ.ο.χ. 356, το οποίο, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ενεργούσε ρυμουλκήσεις πλοίων στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή του Πειραιά, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν σε αυτό, με την ειδικότητα του Γ΄ Μηχανικού, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές προβλεπόμενες από την ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων των Ρυμουλκών πλοίων. Ότι, σε εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης  ναυτολόγησης, εργάσθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ως άνω ειδικότητα, μέχρι την 21.3.2012, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω μετάθεσης. Ότι από την απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο διατηρεί αξιώσεις κατά της εναγομένης – εκκαλούσας, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών (υπολογιζόμενες σύμφωνα με τις προβλεπόμενες μηνιαίες αποδοχές της εφαρμοζόμενης Σ.Σ.Ν.Ε.), για διαφορές αμοιβής υπερωριακής εργασίας Σαββάτων, αργιών και Κυριακών, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας καθημερινών (διακρινόμενης σε 305 ώρες υπερωρίας αμειβόμενης προς 14,20 Ευρώ και 367 ώρες απλής υπερωρίας, αμειβόμενης προς 11,36 Ευρώ), καθώς και διαφορές ασφαλιστικών εισφορών προς το ΝΑΤ, ΤΠΕΝ, ΕΣΤΙΑ ΕΛΟΕΝ, ΚΕΑΝ τις οποίες όφειλε η εναγομένη να καταβάλει στους ως άνω ασφαλιστικούς και λοιπούς οργανισμούς, ως μηνιαίες εισφορές του ναυτικού (συνολικά 534,44 Ευρώ) και στον πλοιοκτήτη (συνολικά 571,17 Ευρώ). Με βάση δε τα παραπάνω, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 9.887,42 Ευρώ, όπως αυτό εξειδικεύεται κατά τα επιμέρους κονδύλια στο αγωγικό δικόγραφο, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία απόλυσής του (21.3.2012), άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ο ενάγων ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Για την αγωγή αυτή εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, η (εκκαλουμένη) με αριθμό 160/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έκρινε ορισμένη (πλην του αιτήματος επιδίκασης αμοιβής για απλή υπερωριακή εργασία 267 καθημερνών) και νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 655, 659, 669, 680, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 907, 908 παρ.1, 910, 176 ΚΠολΔ και τις διατάξεις της σχετικά εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ, την έκανε εν μέρει δεκτή και, συνακόλουθα, υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.551,48 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 22.3.2012, ακολούθως δε, κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η απόφαση για το ποσό των 4.300 Ευρώ και επιβλήθηκαν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο η εκκαλούσα – εναγομένη, με την έφεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο δικόγραφο, όσο και ο ενάγων – αντεκκαλών, με την υπό κρίση αντέφεσή του, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, η μεν εκκαλούσα (εναγομένη), την τροποποίηση της εκκαλουμένης, προκειμένου να αποδοθεί στον εφεσίβλητο το ποσό των 67,45 Ευρώ, ο δε αντεκκαλών (ενάγων), να γίνει δεκτή η αγωγή, κατά το πληγέν με την αντέφεσή του κεφάλαιο (της απλής υπερωρίας 267 ωρών), όπως ειδικότερα εκτίθεται στην αντέφεση.

Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή ώστε να μπορεί να αποτελέσει τη βάση της δικαστικής επιλύσεως της διαφοράς που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά το νόμο θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο και συγκεκριμένο αίτημα. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγονος από νομική και ουσιαστική άποψη (βλ. και άρθρα 106, 108 Κ.Πολ.Δ.), εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατό κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Οπωσδήποτε, τα πιο πάνω αναγκαία στοιχεία πρέπει να αναφέρονται για την ταυτότητα της διαφοράς, ώστε η οριστική και η τελεσίδικη απόφαση που θα εκδοθεί να μπορεί να αποτελέσει δεδικασμένο κατά τα άρθρα 321 και 324 ΚΠολΔ, διότι το δεδικασμένο απαιτεί ταυτότητα διαφοράς, δηλαδή 1) του δικαιώματος, 2) του γεγονότος από το οποίο το δικαίωμα πηγάζει και 3) του αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της που πρέπει ο ενάγων να αποδείξει, είναι κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ η σύμβαση ναυτολογήσεως, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει. Δεν αποτελεί όμως αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών, είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον σ’ αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού. Διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Περαιτέρω δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρεται σ` αυτήν ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.385, ΕφΠειρ 892/2002, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2002, σ.479, πρβλ. ΕφΠειρ 140/2004, ΕΝΑΥΤΔ 2004, σ.114). Ο προσδιορισμός στην αγωγή των υπερωριών κατά μέσο όρο το μήνα (απλές υπερωρίες, δηλαδή κατά τις καθημερινές πλην Σαββάτου αργιών και κατά τις Κυριακές) είναι επαρκώς ορισμένος και δεν απαιτείται για το ορισμένο αυτής να εκτίθεται πόσες και ποιες ώρες εργαζόταν υπερωριακώς ο ενάγων κάθε ημέρα ή εβδομαδιαίως (βλ. ΕφΠειρ 140/2004, ο.π.). Περαιτέρω, αντικείμενο της αξιώσεως, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως π.χ. Ι.Κ.Α., Ν.Α.Τ., (άρθρα 26 παρ. 5 α.ν. 1846/1951, 84 παρ. 1 και 8 ΠΔ 913/1978), φόρος μισθωτών υπηρεσιών κλπ, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού. Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, αν δεν καθορίζεται σ` αυτό, ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (ΑΠ 2126/2007 ΔΕΝ 2009.478). Πρέπει να σημειωθεί, ειδικότερα, ότι τα ποσά, τα οποία έχει παρακρατήσει ο πλοιοκτήτης από τον μισθό του ναυτικού, προκειμένου να αποδώσει προς το Ν.Α.Τ. (άρθρο 84 παρ. 1 και 8 ΠΔ 913/1978 περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων περί NAT), αποτελούν μέρος των αποδοχών του τελευταίου και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής κατά το άρθρο 416 ΑΚ αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των αξιώσεων του ναυτικού προς καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών (ΕφΠειρ 361/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.208, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.397, πρβλ. ΑΠ 1331/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1678/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1171/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1046/1999, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 30/2008, ΕφΠατρ 353/2009, ΑΧΑΝΟΜ 2010, σ.479, καθώς και Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδ. 2010, σ. 343). Εξάλλου, στο άρθρο 83 παρ. 1 του Π.Δ. 913/1978 περί Κωδικοποίησης διατάξεων ΝΑΤ, όπως αυτό ισχύει ορίζεται ότι μεταξύ των πόρων του ΝΑΤ, περιλαμβάνονται οι κατά το άρθρο 84 του ιδίου διατάγματος τακτικές εισφορές των ναυτικών και των πλοιοκτητών. Περαιτέρω, στο άρθρο 84 του ιδίου ΠΔ, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα «Τακτικαί Εισφοραί. 1. Οι ναυτικοί, μέλη συγκεκροτημένων πληρωμάτων Ελληνικών πλοίων και αντιστοίχως οι πλοιοκτήται τούτων, καταβάλλουν τακτικάς μηνιαίας εισφοράς ως ακολούθως:  “α) Των πλοίων τα οποία έχουν ολική χωρητικότητα μέχρι και 26 κόρους οι μεν ναυτικοί 6% επί του μηνιαίου μισθού τους, οι δε πλοιοκτήτες 9% επί του ως άνω μισθού. β) Των πλοίων τα οποία έχουν ολική χωρητικότητα ανώτερη των 25 κόρων μέχρι 1.500  οι μεν ναυτικοί 9% επί του μηνιαίου μισθού τους, οι δε πλοιοκτήτες 13% επί του ως άνω μισθού.  γ) Ολων των πλοίων τα οποία έχουν ολική χωρητικότητα ανώτερη των 1.500 κόρων οι μεν ναυτικοί 9% επί του μηνιαίου μισθού τους οι δε πλοιοκτήτες 14% επί του ως άνω μισθού.” Οι πλοιοκτήται υποχρεούνται εις την καταβολήν προς το Ν.Α.Τ. της ιδίας αυτών εισφοράς ως και της εισφοράς των ναυτικών δια το σύνολον της οργανικής συνθέσεως του πληρώματος του πλοίου δι`όλον τον χρόνον της ισχύος του ναυτολογίου, και τους επί πλέον αυτής Έλληνας ναυτικούς δι` όσον χρόνον ούτοι είναι ναυτολογημένοι επί του πλοίου, καταργουμένων των οικονομικών κυρώσεων, λόγω ελλειπούς συνθέσεως. … 2. Ως μισθός επί του οποίου υπολογίζονται αι τακτικαί μηνιαίαι εισφοραί λαμβάνεται ο δια των εν ισχύει εκαστοτε συλλογικών συμβάεων ή ελλείψει τοιούτων συμβάεων ο δι`αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας οριζόμενος, επυξημένος: α) Κατά το επίδομα Δεξαμενοπλοίου.  β) Κατά το επίδομα Κυριακής Αργίας.  γ) Κατά το επίδομα αδείας, και  δ) Κατά το επίδομα υπερενιαυσίου υπηρεσίας ή δώρου εορτών, ως άπαντα τ` ανωτέρω επιδόματα καθορίζονται εκάστοτε υπό των εν ισχύι συλλογικών συμβάσεων. … 8. Οι πλοιοκτήται, εφοπλισταί, διαχειρισταί και πλοίαρχοι υποχρεούνται να εισπράττουν παρά των πληρωμάτων των πλοίων την τακτικήν εισφοράν, δικαιούμενοι να παρακρατώσι ταύτην εκ του μισθού των, ούσης ακύρου πάσης περί του εναντίου συμφωνίας. … «12.α) Από το σύνολο των κατά τις προηγούμενες παραγράφους τακτικών εισφορών ποσοστό είκοσι οκτώ τοις εκατό (28%) αποτελεί πόρο του Κεφαλαίου Ανεργίας Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.) και δύο τοις εκατό (2%) πόρο του Ειδικού λογαριασμού Προστασίας Φυματικών Ναυτικών που λειτουργούν στο Ν.Α.Τ.. Το ως άνω ποσοστό υπέρ Κ.Α.Α.Ν. καταβάλλεται από το Ν.Α.Τ. στον Οίκο Ναύτου σε δώδεκα (12) ισόποσες μηνιαίες δόσεις και εκκαθαρίζεται όταν εκκαθαρισθούν τα ναυτολόγια κάθε οικονομικής χρήσης.» (Το στοιχείο α` της παρ.12 αντικαθίσταται ΑΠΟ 1.1.2014 ,ως άνω, με το άρθρο 53 παρ.4.α.Ν.4150/2013,ΦΕΚ Α 102/29.4.2013.). ..14. Ο  υπολογισμός της οφειλής προς το Ν.Α.Τ. από εισφορές γίνεται από το ταμείο με βάση τη νόμιμη σύνθεση και το μισθολόγιο  που  ισχύει κάθε φορά. Τέλος, στο άρθρο 86 του ιδίου Π.Δ. ορίζονται τα εξής : «Ειδικαί διατάξεις αφορώσαι τους πόρους εκ ναυτολογίου. 1. Παν πλοίον μη εξαιρουμένων των εις την υπηρεσίαν του Κράτους ανηκόντων ή χρησιμοποιουμένων υπ`αυτού τοιούτων ως και των θαλαμηγών αναψυχής άνω των εκατόν κόρων, υποχρεούται να εφοδιασθή δια ναυτολογίου. 2. Δια Κανονισμού ορίζεται: α) ο τύπος του ναυτολογίου εκάστης κατηγορίας πλοίων, β) η εκ της υποχρεώσεως εφοδιασμού δια  ναυτολογίου εξαίρεσις ωρισμένων κατηγοριών πλοίων και γ) το κατώτατον όριον συγκεκροτημένου πληρώματος, όπερ υποχρεούνται να διατηρώσι εν όρμω τα ναυαγοσωστικά και ρυμουλκά.  3. Εισφοραί οφειλόμεναι η βεβαιούμεναι εκ του ναυτολογίου είναι αι τοιαύται προς Ν.Α.Τ., Τ.Π.Ε.Ν., Κεφάλαια Ανεργίας και Ασθενείας, Προστασίας Φυματικών, Δυτών, Ναυτιλιακής Εκδπαιδεύσεως, προπαιδεύσεως και πάσα ετέρα εισφορά, τέλος, φόρος ή δικαίωμα δια νόμου καθιερουμένη. Ο υπολογισμός, η εκκαθάρισις και η βεβαίωσις των εκ ναυτολογίου οφειλομένων εισφορών ενεργείται υπό της ναυτιλιακής Αρχής ή του Ν.Α.Τ. εκδιδομένου παρά του τελευταίου του σχετικού φύλλου εκκαθαρίσεως. …  4. Αι εκ του ναυτολογίου οφειλόεμεναι εισφοραί, καθίστανται ληξιπρόσθεσμοι και απαιτηταί, εις τας κάτωθι περιπτώσεις: “α). Μόλις συμπληρωθούν τρεις μήνες από την έκδοση του”.  …  5. Το ναυτολόγιον αντικαθίσταται υποχρεωτικώς υπό της ναυτιλιακής Αρχής ως ληξιπρόσθεσμον επί τη λήξει του εξαμήνου από της εκδόσεώς του ή επί τη μεταβιβάσει της κυριότητος του πλοίου κατά ποσοστόν ανώτερον των πεντήκοντα εκατοστών. Το ναυτολόγιον καθίσταται ωσαύτως ληξιπρόσθεσμον και κατατίθεται εις την ναυτιλιακήν Αρχήν, ίνα αποσταλή εις Ν.Α.Τ. προς οριστικήν εκκαθάρισιν, εάν το πλοίον αποβάλη την ελληνικήν εθνικότητα ή διαλυθή η κηρυχθή ανίκανον προς πλούν ή οπωσδήποτε απωλεσθή ή εάν απολυθή ο πλοίαρχος άνευ αντικαταστάσεως.  6. Δια τας εκ του ναυτολογίου οφειλομένας ή βεβαιουμένας εισφοράς εν γένει, ευθύνονται αλληλεγγύως μη χωρούσης της ενστάσεως της διζήσεως. α) Απαντες οι κατά καιρούς πλοιοκτήται, δια τα προ της χρονολογίας της παρ’ αυτών μεταβιβάσεως της κυριότητος του πλοίου οφειλόμενα δικαιώματα, ως και οι διάδοχοι αυτών.  β) Οι εφοπλισταί δια τον χρόνον της παρ’ αυτών εκμεταλλεύσεως του πλοίου. γ) Επί συμπλοιοκτησίας, έκαστος συμπλοιοκτήτης κατά τον λόγον της κυριότητός του επί του πλοίου, οι δε διαχειρισταί δια τον χρόνον της διαχειρίσεως των εις ολόκληρον και δ) Οι διευθυνταί, διαχειρίσται και εν γένει εκπρόσωποι πάσης φύσεως Εταιρειών η επιχειρήσεων εκμεταλλευομένων τα πλοία και εις ολόκληρον έκαστος. Δια το Ν.Α.Τ. ως εκπρόσωποι των πλοιοκτητών νοούνται και οι εν Ελλάδι πράκτορες ή πληρεξούσιοι τούτων, ευθυνόμενοι μόνον δια της συναλλαγάς, τας οποίας διενήργησαν μετά του Ν.Α.Τ. εφ` όσον ανέλαβον εγγράφως προσωπικήν ευθύνην δια τα εκάστοτε οφειλάς των υπ’ αυτών εκπροσωπουμένων προσώπων. Περαιτέρω, με τη με αριθμό 3525.1.9/01/2010 (ΦΕΚ Β΄ 1265/06.08.2010) κυρώθηκε η Συλλογική Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών έτους 2010, η οποία ορίζει τα ακόλουθα, στα κάτωθι αναφερόμενα άρθρα αυτής : «Άρθρο 3ο ΟΡΟΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1. Καθημερινή εργασία: α) Τα πληρώματα των Ρυμουλκών θα εργάζονται επί οκτώ (8) συνεχείς ώρες την ημέρα σε βάρδιες (φυλακές) από Δευτέρα μέχρι Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής θεωρουμένων ως ημερών αργίας. β) Σε περίπτωση μίας ή περισσοτέρων βαρδιών (φυλακές) σε κάθε ρυμουλκό η αλλαγή των βαρδιών (φυλακών) είναι υποχρεωτική κάθε εβδομάδα, συμπεριλαμβανομένων και του Σαββάτου και της Κυριακής, ώστε να γίνεται δίκαιη κατανομή ημερήσιας και νυκτερινής εργασίας. γ) Οι πλοιοκτήτες των Ρυμουλκών δικαιούνται να προσλαμβάνουν για εργασία μόνιμα σε κάθε Ρυμουλκό τους μία ή δύο ή τρεις βάρδιες (φυλακές) πληρώματος ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες τους. Για τις εταιρείες ή πλοιοκτησία ή κοινοπραξία ή συνεργασία όμως με τρία (3) ρυμουλκά που απασχολούνται αποκλειστικά με ρυμουλκήσεις και επιφυλακές εντός λιμένος, αναφερόμενοι στις περιοχές του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης που εκ του Άρθρου 5 χαρακτηρίζονται ως έδρες, έχουν την υποχρέωση να διατηρούν μόνιμα επανδρωμένο το τρίτο ρυμουλκό με τουλάχιστο δύο (2) βάρδιες (φυλακές) πληρώματος. δ) Σε περίπτωση κοινοπραξίας ή συνεργασίας εταιριών με αριθμό ρυμουλκών πάνω από έξι (6), το ένα εξ αυτών θα είναι συνεχώς επανδρωμένο υποχρεωτικά με τρεις (3) βάρδιες (φυλακές) πληρώματος και ένα δεύτερο Ρυμουλκό υποχρεωτικά με δύο (2) βάρδιες (φυλακές) πληρώματος. … ζ) Οι επιπλέον βάρδιες (φυλακές) συμφωνήθησαν για να μειωθεί η υπερεργασία – υπερωρία, προς αντιμετώπιση της ανεργίας καθώς και για την ενίσχυση της ασφάλειας της εργασίας. η) Για την τήρηση των ως άνω διατάξεων οι πλοιοκτήτες των ρυμουλκών που απασχολούνται στην περιοχή λιμένων Πειραιώς και Θεσσαλονίκης (άρθρο 5 παρ. α και γ) υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Λιμενική Αρχή κατάσταση με τον αριθμό των ρυμουλκών που διαθέτουν κατά εταιρεία ή πλοιοκτησία ή κοινοπραξία ή συνεργασία, τον αριθμό των βαρδιών που απασχολούν και τις τυχόν μεταβολές. Οι καταστάσεις αυτές θα κοινοποιούνται στην επαγγελματική οργάνωση των εργαζομένων των Ρυμουλκών (Π.Ε.Π.Ρ.Ν.) από τους πλοιοκτήτες προς ενημέρωση. Οι ώρες εργασίας της κάθε βάρδιας (φυλακής) υποχρεωτικά θα καθορίζονται από αρχής της εβδομάδος ημέρα Δευτέρα και θα εναλλάσσονται σύμφωνα με τις χρονικές περιόδους, από ώρες 06:00-14:00 σε 14:00-22:00 σε 22:00-06:00 κατά το καλοκαίρι ή μία ώρα αργότερα κατά τον χειμώνα. 2. Εργασία κατά το Σάββατο: Τα πληρώματα δεν θα εργάζονται τα Σάββατα. Αναγνωρίζεται όμως η υποχρέωση τους να εργάζονται κατ’ απόλυτη σειρά τα Σάββατα επί 8ωρον από 00:01 έως 24:00 σύμφωνα με τις ανάγκες της εργασίας, εφ` όσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της προηγουμένης ημέρας, αμειβόμενα υπερωριακώς ως στο άρθρο 4 ορίζεται, μη δικαιουμένων αντιστοίχου ημέρας αναπαύσεως. 3. Εργασία κατά τις Κυριακές: α) Τα πληρώματα των Ρυμουλκών από 01/01/2003 και στο εξής θα εργάζονται τις Κυριακές κατ` απόλυτη σειρά σε βάρδιες επί δώρο λόγω της φύσεως της εργασίας, εφ` όσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της τελευταίας εργάσιμης ημέρας της εβδομάδος και όχι μετά από αυτήν και θα αμείβονται σύμφωνα με το Άρθρο 7 της παρούσας Σ.Σ.Ε. β) Στην περίπτωση που λόγω της φύσεως της εργασίας ή έκτακτης ανάγκης ο εργαζόμενος απασχοληθεί επί δύο συνεχείς Κυριακές, για την απασχόληση του κατά τη δεύτερη Κυριακή, επιπλέον της ιδιαίτερης αμοιβής που ορίζει το άρθρο 7, δικαιούται και μία εργάσιμη ημέρα ανάπαυση (ρεπό). γ) Και στην περίπτωση του Άρθρου 17 (παραγρ. α και β), μία εργάσιμη ημέρα ανάπαυση (ρεπό) θα δίδεται στους εργαζόμενους που έχουν απασχοληθεί επί δύο συνεχείς Κυριακές. Και στις δύο περιπτώσεις το ρεπό θα δίδεται κατά τις επόμενες δέκα πέντε ημέρες. δ) Στην μεμονωμένη περίπτωση που δεν δοθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) κατά τις ως άνω περιπτώσεις, στη διάρκεια των επόμενων δέκα πέντε ημερών, η 8ωρη απασχόληση κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του 15ημέρου θα αμείβεται υπερωριακώς με προσαύξηση της υπερωρίας όπως ορίζει το (Άρθρο 4 παρ. β) για τη συγκεκριμένη περίπτωση, επιπλέον της οριζόμενης ιδιαίτερης αμοιβής του (Αρθρου 7). 4. Εργασία κατά τις Εορτές: α) Τα πληρώματα των Ρυμουλκών δεν θα εργάζονται τις Εορτές. Αναγνωρίζεται όμως ότι είναι υποχρέωση τους λόγω της φύσεως της εργασίας να εργάζονται και απόλυτη σειρά σε βάρδιες τις Εορτές επί 7ώρον, εφ’ όσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της τελευταίας εργάσιμης ημέρας και όχι μετά από αυτήν. Για κάθε αργία που εργάζονται πέραν της οριζόμενης κατωτέρω έξτρα αμοιβής, δικαιούται και μία εργάσιμη ανάπαυσης (ρεπό) που θα δίδεται υποχρεωτικά κατά τις επόμενες δέκα πέντε ημέρες. β) Στην μεμονωμένη περίπτωση που δεν δοθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) κατά τις ως άνω περιπτώσεις στη διάρκεια των επόμενων δέκα πέντε ημερών, η 8ωρη απασχόληση κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα θα αμείβεται υπερωριακώς με προσαύξηση της υπερωρίας όπως ορίζει το (Άρθρο 4 παρ. β) για τη συγκεκριμένη περίπτωση, επιπλέον της οριζόμενης έξτρα αμοιβής. γ) Οι κατωτέρω αναφερόμενες εορτές είναι αργίες και οι εργαζόμενοι κατ` αυτές δικαιούνται έξτρα αμοιβής. 1) Η 1η του έτους. 2) Των Θεοφανίων 3) Καθαρά Δευτέρα 4) Η 25η Μαρτίου 5) Η Μεγάλη Παρασκευή 6) Η ημέρα του Πάσχα 7) Η δεύτερη ημέρα του Πάσχα δ) Του Αγίου Γεωργίου 9) Η 1η Μαΐου 10) Η εορτή της Αναλήψεως 11) Η 15η Αυγούστου 12) Η 14η Σεπτεμβρίου 13) Η 2δη Οκτωβρίου 14) Του Αγίου Νικολάου 15) Η ημέρα των Χριστουγέννων 16) Η Δευτέρα ημέρα των Χριστουγέννων και 17) Η αναγνωρισμένη ως ημέρα αργίας, τοπική του Ελληνικού λιμένος που ευρίσκεται το Ρυμουλκό. δ) Διευκρινίζεται ότι εάν οποιαδήποτε εκ των ανωτέρω αργιών συμπέσει ημέρα Κυριακή ο ναυτικός θα αμείβεται επιπλέον αυτών που προβλέπονται από την παρούσα Σ.Σ.Ε. για της Κυριακές με ρεπό και με έξτρα 75%. ε) Διευκρινίζεται ότι εάν οποιαδήποτε εκ των ανωτέρω αργιών συμπέσει ημέρα Σάββατο ο ναυτικός θα αμείβεται επιπλέον αυτών που προβλέπονται από την παρούσα Σ.Σ.Ε. για το Σάββατο και με έξτρα 75%. 5. Υπερωριακή εργασία: α) Τα πληρώματα υποχρεούνται σε εκτέλεση υπερωριακής εργασίας αμειβόμενη σύμφωνα με το άρθρο 4. Ως υπερωριακή εργασία θεωρείται ο χρόνος εργασίας κατά μεν τις ημέρες από Δευτέρα έως Παρασκευή μετά τη λήξη της 8ώρης κανονικής εργασίας, κατά τις Κυριακές μετά τη λήξη της 8ωρης εργασίας και τις Εορτές μετά τη λήξη της 7ωρης έξτρα εργασίας, ενώ κατά τα Σάββατα όλες οι ώρες εργασίας από 00:01 έως 24:00. β) Η υπερωριακή εργασία που αρχίζει αμέσως μετά τη λήξη της 8ωρης κανονικής εργασίας τις καθημερινές δεν μπορεί να υπερβαίνει τις (4) ώρες ημερησίως, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων δηλαδή όταν δεν δύναται να γίνει διακοπή λόγω ρυμούλκησης και στις περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης για παροχή βοήθειας σε κινδυνεύοντα πλοία, κλπ. γ) Σε εξαιρετική περίπτωση που θα ζητηθεί από τα πληρώματα που έχουν σχολάσει να επανέλθουν να εργασθούν κατά τις ώρες ανάπαυσης, δηλαδή στο διάστημα από τη λήξη της 8ωρης κανονικής εργασίας και έως την έναρξη της εργασίας της επομένης ημέρας, εφ` όσον το επιθυμούν και συμφωνούν, θα αμείβονται υπερωριακώς υποχρεωτικά από την λήξη της 8ωρης κανονικής εργασίας έως τη λήξη της εργασίας που εκτέλεσαν. δ) Συμφωνείται ότι, εάν ζητηθεί από τα πληρώματα των ρυμουλκών που έχουν εργασθεί Σάββατο Κυριακή ή αργία και έχουν σχολάσει, να επανέλθουν να εργασθούν και έχει παρέλθει 8ωρη ανάπαυση από την λήξη της προηγούμενης εργασίας τους, δεν θα αμείβονται υπερωριακούς συνεχόμενα από την λήξη της προηγούμενης εργασίας τους, αλλά θα αμείβονται με το ελάχιστον τέσσερις (4) ώρες υπερωρία ανεξαρτήτως αν έχουν εργασθεί λιγότερο. Εάν όμως η εργασία ξεπερνά τις τέσσερις ώρες θα αμείβονται υπερωριακώς για όσες ώρες έχουν εργασθεί. ε) Για το διάστημα που τα πληρώματα των Ρυμουλκών εκτελούν επιφυλακή ως Ρυμουλκά Ασφαλείας Λιμένος Πειραιώς ή Θεσσαλονίκης σύμφωνα με την απόφαση του Υ.Ε.Ν. θα αμείβονται υπερωριακώς ως ορίζει το Άρθρο 4 (παραγρ. γ), ανεξάρτητα εάν η επιφυλακή πραγματοποιείται, Σάββατο, Κυριακή, αργία ή καθημερινή. ζ) Όταν τα πληρώματα των Ρυμουλκών απασχολούνται σε εκτέλεση επιφυλακής, σε πλοία που είναι αγκυροβολημένα πλησίον εγκαταστάσεων και σε περιπτώσεις μεταφόρτωσης φορτίου πετρελαιοειδών (λίμπο), καθώς και σε πλοία που φορτοεκφορτώνουν σε εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών και LPG, στις προβλήτες (Πάχης Μεγάρων, Ρεβυθούσας, Αγίων Θεοδώρων, Ασπροπύργου, Ελευσίνας, Περάματος κλπ και γενικά όλες τις προβλήτες και τα αγκυροβόλια Θεσσαλονίκης) οι οποίες είναι ιδιοκτησίας των εταιρειών …) θα αμείβονται υπερωριακώς ως κάτωθι. Για το διάστημα και μόνο από την έναρξη έως το πέρας της επιφυλακής για φορτοεκφόρτωση ή άλλη αιτία, που τα Ρυμουλκά δεν απασχολούνται ταυτόχρονα σε άλλη εργασία, τα πληρώματα θα αμείβονται υπερωριακώς με μονή (1/173) υπερωρία από 00:01 – 24:00 της ημέρας ως ορίζει το Άρθρο 4 (παραγρ. γ) ανεξάρτητα εάν η επιφυλακή πραγματοποιείται, Σάββατο, Κυριακή, αργία. η) Από την παραπάνω ειδική ρύθμιση της υπερωριακής αμοιβής της (υποπαραγρ. ζ της παραγράφου 5) εξαιρούνται τα Ρυμουλκά που είναι ιδιοκτησίας, υπό την διαχείριση ή ιδίων συμφερόντων, των ως άνω αναφερομένων εταιρειών, τα πληρώματα των οποίων κατά την εκτέλεση των επιφυλακών θα αμείβονται υπερωριακώς σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις που προβλέπει το Άρθρο 4 της παρούσης Σ.Σ.Ε. θ) Στην περίπτωση που η έναρξη και η λήξη εργασίας συμπέσει μεταξύ των ωρών 24:00 έως 05.00 θα καταβάλλονται σε κάθε μέλος του πληρώματος οδοιπορικά. Επίσης σε έκτακτες περιπτώσεις, οι εργοδότες μπορούν να ζητήσουν την έναρξη της πρωινής βάρδιας και μόνο αυτής την 04:00, τα δε πληρώματα δικαιούνται αναλόγου υπερωριακής αμοιβής για τις πλέον του κανονικού ωραρίου ώρες, καθώς επίσης και οδοιπορικά. …”. Τέλος, στο άρθρο 4 ορίζονται, μεταξύ άλλων, αναφορικά με τον υπολογισμό των έξτρα αμοιβών και των αμοιβών υπερωριών «α) Δια την 7ώρο εργασία στο λιμάνι κατά τις Εορτές (και οι Εορτές που συμπίπτουν με Κυριακή ή Σαββάτο), καταβάλλεται και έξτρα αμοιβή ίση με το 75% του 1/25 του βασικού μισθού, της ημέρας υπολογιζόμενης από 00:01 μέχρι 24:00. β) Η αποζημίωση για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας ορίζεται σε 1/173 του βασικού μισθού, προσαυξημένου κατά 25% για τις ώρες υπερωριακής εργασίας από Δευτέρα έως Παρασκευή και κατά 50% για όλες τις ώρες εργασίας του Σαββάτου, για πέραν του 8ώρου ώρες εργασίας των Κυριακών, και τις πέραν του 7ωρου ώρες εργασίας των Εορτών. Στην μεμονωμένη περίπτωση που αναφέρει το Άρθρο 3 (παραγρ. 3, υποπαρ. δ), (παραγρ. 4, υποπαρ. β), και το Άρθρο 13 (παραγρ. 2, υποπαρ. δ) δεν δοθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) κατά τις ως άνω περιπτώσεις, η 8ωρη απασχόληση κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του 15ημέρου θα αμείβεται υπερωριακώς με προσαύξηση της υπερωρίας κατά 100%. Στην περίπτωση που αναφέρει το Άρθρο 3 παραγρ. 6, υποπαρ. γ συμφωνείται ότι βασική επιδίωξη είναι η χορήγηση του χρόνου της 24ωρης ανάπαυσης εκτός του πλοίου (εργάσιμη ημέρα – ρεπό), σε εξαιρετική δε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, η 8ωρη απασχόληση κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του 15ημέρου θα αμείβεται υπερωριακώς με προσαύξηση της υπερωρίας κατά 100%. γ) Οι ώρες υπερωριακής εργασίας που αναφέρει το άρθρο 3 (παραγρ. 5 υποπαρ. ε, ζ,) θα υπολογίζονται με το 1/173 του βασικού μισθού της Σ.Σ.Ε. δ) Για την νυκτερινή εργασία από 22:00 – 06:00 το βασικό ωρομίσθιο θα προσαυξάνεται κατά 25%.». Με βάση τις παραπάνω ρυθμίσεις του ως άνω άρθρου καταχωρείται πίνακας υπερωριακής αμοιβής, σύμφωνα με τον οποίον, για την ειδικότητα του Μηχανικού, προβλέπεται (μεταξύ λοιπών προβλεπομένων προσαυξημένων αμοιβών) (α) υπερωριακή αμοιβή υπολογιζόμενη με βασικό 1/173 ωρομίσθιο, ποσού 11,36 Ευρώ, (β) υπερωριακή αμοιβή προσαυξημένη κατά 25%, ποσού 14,19 Ευρώ και (γ) υπερωριακή αμοιβή προσαυξημένη κατά 50%, ποσού 17,04 Ευρώ. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης μεταβιβάζεται η υπόθεση κατά τα όρια που διαγράφονται με την έφεση και τους τυχόν προσθέτους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται στης διαφοράς και εξετάζει την ορθή εφαρμογή του νόμου. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει αυτεπάγγελτα αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή στερείται των απαραίτητων στοιχείων για τη θεμελίωσή της ή ασκήθηκε απαράδεκτα, με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (αρθρ. 322 ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (αρθρ. 536 § 1 ΚΠολΔ) εκτός αν έχει ασκήσει αντίθετη έφεση ή αντέφεση ο αντίδικος (ΕφΠειρ 545/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.388, Εφ Λαρ 296/2011, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2011, σ. 502, ΕφΔωδ. 178/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 37/2009, ΕΦΑΔ 2009, σ.593). Εξάλλου, μετά από έφεση του εναγομένου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως, χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να ερευνήσει αν η αγωγή, η οποία πρωτοδίκως έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν, είναι νόμω βάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, αρκεί ο εκκαλών (εναγόμενος) να ζητεί την απόρριψή της. Στις περιπτώσεις αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή για έναν από τους ως  άνω τυπικούς λόγους (βλ. ΕφΠατρ 577/2008, ΑΧΑΝΟΜ 2009, σ.346, με εκεί αναφορές στη θεωρία και τη νομολογία).

Σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα ως προς το περιεχόμενο και τα αιτήματα της υπό κρίση αγωγής, σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, η αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη ως προς τα κονδύλια διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών, υπερωριών κατά τις ημέρες των Σαββάτων, των αργιών και Κυριακών, αλλά και υπερωριών κατά τις καθημερινές, αφού σαφώς εκτίθενται στην αγωγή η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοσθεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει, αλλά και ο αριθμός των παρασχεθεισών από το ναυτικό ωρών υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, επιμεριζομένων ειδικότερα των ωρών παροχής υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές (σύμφωνα και με τους ορισμούς της οικείας εφαρμοζόμενης Σ.Σ.Ε., τις διατάξεις της οποίας γνωρίζει το Δικαστήριο), (α) σε 305 ώρες αμειβόμενων υπερωριών προς 14,20 Ευρώ ημερησίως και (β) σε 267 ώρες απλής υπερωριακής εργασίας, αμειβόμενων προς 11,36 Ευρώ ημερησίως, χωρίς να αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ’ αυτήν ο χρόνος από τον οποίον αρχίζει η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, συνακόλουθα, δε, ούτε οι ώρες υπερωρίας που αντιστοιχούν σε κάθε ημέρα απασχόλησης, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, ούτε το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, αρκούσης της αναφοράς στην αγωγή του μέσου όρου υπερωριών (προσαυξημένων και απλώ) ανά μήνα εργασίας, σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε. Επομένως, η εκκαλουμένη, που έκρινε ως αόριστο το κονδύλιο της αγωγής που αφορά σε αμοιβή 267 ωρών απλής υπερωρίας (αμειβόμενης προς 11,36 Ευρώ εκάστη), κατά το επίδικο διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντα, έσφαλε και πρέπει να εξαφανισθεί (η εκκαλουμένη) κατά το κεφάλαιο αυτό, κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου αντέφεσης, ως κατ’ ουσία βάσιμου και να κρατηθεί η υπό κρίση αγωγή, κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της, προκειμένου να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου αντέφεσης.  Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή, κατά το κεφάλαιο αυτής που αφορά στην επιδίκαση στον ενάγοντα – εργαζόμενο, τις βαρύνουσες την εναγομένη – εργοδότρια μηνιαίες εργοδοτικές εισφορές (προς ασφαλιστικά ταμεία και Οργανισμούς, όπως αυτοί εκτέθηκαν ανωτέρω), που αφορούν α) τόσο τις αναλογούσες εισφορές του εργαζομένου – ενάγοντα, όσο και β) αυτές της εργοδότριας – εναγομένης, τυγχάνει απορριπτέα, ως προς μεν το υπό στοιχείο (α) κονδύλιο (εργατικές εισφορές, αναλογούσες στο ναυτικό), λόγω αοριστίας, διότι δεν εξειδικεύεται στην αγωγή η ειδική συμφωνία των διαδίκων, περί υποχρέωσης της εναγομένης προς καταβολή στον ενάγοντα των ως άνω ασφαλιστικών εισφορών, ως πρόσθετη παροχή στις συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές του, ενόψει του αυτές αποτελούν μέρος των μικτών μηνιαίων αποδοχών αυτού, σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τη διαφορά των οποίων, για το επίδικο χρονικό διάστημα αιτείται ο ενάγων, ήδη, με το πρώτο αίτημα της υπό κρίση αγωγής, ως προς δε το υπό στοιχείο (β) κονδύλιο (ασφαλιστικές εισφορές που αναλογούν στον εργοδότη), ως μη νόμιμο, καθόσον, σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσης, οι εισφορές αυτές συνιστούν πόρους του ΝΑΤ, υπόχρεος δε προς καταβολή τούτων, τυγχάνει ο εργοδότης (πλοιοκτήτης, εφοπλιστής, διαχειριστής, υπό τις ειδικότερες διακρίσεις που ορίζονται ανωτέρω, στις σχετικές διατάξεις των άρθρων 84, 85 ΠΔ 913/1978), δικαιούχος, δε, τούτων, τυγχάνει το Ν.Α.Τ. Επομένως, τα εν λόγω κονδύλια της αγωγής, έπρεπε να απορριφθούν, για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους, το δε Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε αυτά νόμιμα και στη συνέχεια δέχθηκε την αγωγή και ως βάσιμη κατ’ ουσίαν σε σχέση με αυτά, έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και πρέπει, κατ’ αυτεπάγγελτη κρίση του Δικαστηρίου, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσης), δεκτής γενομένης αυτής, η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί, ως προς τα συναφή κεφάλαιά της,. Κατ’ ακολουθίαν, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, πρέπει η αγωγή, ως προς τα ανωτέρω αιτήματά της, να απορριφθεί, για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ειδικότερα δε από τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του Α. Ρ., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά, Ελένης Γ. Τσούμα, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία της εκκαλούσας – εναγομένης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εφεσίβλητου – ενάγοντα (βλ. την έκθεση επίδοσης με τον αριθμό … της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Φ. Λ.  Χ., αναφορικά με την επίδοση, στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντα, της από 24.3.2014 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων), καθώς και από όλα, γενικά, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, με την επισήμανση ότι δε δύναται να ληφθεί υπόψιν η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του Ι. Π., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία του εφεσίβλητου – ενάγοντα, η οποία ελέγχεται ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, καθόσον κατά τη σύνταξή της δεν παραστάθηκε η αντίδικος εταιρεία και, επιπρόσθετα, δεν αποδείχθηκε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση αυτής (της νομιμότητας της κλήτευσης ελεγχόμενης αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο), δεδομένου ότι η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα, με αριθμό … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Λ. Μ., αφορά γνωστοποίηση κλήσης του ενάγοντα, απευθυνόμενη προς την εναγομένη, προς εξέταση μαρτύρων, «ενώπιον του κ. Ειρηνοδίκη Πειραιώς την 20/3/2013, ημέρα Τετάρτη και ώρα 11.00, 11.30 και 12.00 και 12.30 και ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας – Ματθαίου – Σταθοπούλου (οδός Πραξιτέλους αρ.153 και Σωτήρως), την 20/3/2013, ημέρα Τετάρτη και ώρα 13.30 και 14.00 και την 21/3/2013, ημέρα Πέμπτη και ώρα 12.00 και 13.00», πλην όμως η εν λόγω ένορκη βεβαίωση ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά την 21.3.2013 αλλά ώρα 11.00 (βλ. ΑΠ 1520/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 651/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 205/2008, ΕΦΑΔ 2008, σ.572, ΑΠ 1874/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εναγομένη τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ρ/Κ πλοίου, με το όνομα …», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό …, κ.ο.χ. … Δυνάμει εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε  Π., την 23.12.2011, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, νομίμως εκπροσωπουμένης, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν, στο λιμάνι του Πειραιά, στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του Γ΄ Μηχανικού, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της ισχύουσας Σ.Σ.Ν.Ε. (πληρωμάτων Ρυμουλκών), προσέφερε, δε, την εργασία του, με την ως άνω ειδικότητα, μέχρι και την 21.3.2012, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω μετάθεσης. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον ενάγοντα, αντίγραφα του ναυτικού φυλλαδίου του). Η εκκαλούσα – εναγομένη, με τον πρώτο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι μεταξύ των άνω συμβαλλομένων συμφωνήθηκε όπως εμφανίζεται ο ενάγων ναυτολογηθείς στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του Γ΄ Μηχανικού (κατόπιν παρακλήσεως του ενάγοντα, για να μην εμφανίζεται στο φυλλάδιό του ότι εκτέλεσε καθήκοντα κατωτέρου πληρώματος, φοβούμενος την υποβάθμιση του πτυχίου του), πλην όμως η συμφωνία των μερών σχετικά με την αμοιβή του, αφορούσε στην αμοιβή αυτού με βάση τα καθήκοντα που θα εκτελούσε αυτός πραγματικά, ήτοι του Λιπαντή και όχι του Γ΄ Μηχανικού. Ωστόσο, η κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Α. Ρ., στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του, δεν επαρκεί προς απόδειξη των ανωτέρω, αφού, ο ανωτέρω μάρτυρας, πέραν της γενικής αναφοράς ότι ο ενάγων συμφώνησε με την εναγομένη να προσληφθεί με την ειδικότητα του Λιπαντή, κατόπιν παράκλησής του να μην εμφανίζεταις το φυλλάδιό του ότι θα υπηρετούσε όχι σε θέση αξιωματικού, αλλά σε θέση μικρότερη του βαθμού του, φοβούμενος την υποβάθμιση του πτυχίου του, ουδέν περαιτέρω διαλαμβάνει σχετικά με τα καθήκοντα που ο ενάγων εκτελούσε πραγματικά επί του πλοίου, ώστε να δύναται τούτο να παράσχει επαρκή ανταπόδειξη στην ως άνω εγγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, ως Γ΄ Μηχανικού. Εξάλλου, αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω δε δύναται να συναχθεί από το γεγονός ότι κατά το επίδικο διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντα στο πλοίο υπηρετούσε Α΄ Μηχανικός (ο Ι. Γεροντάρης από 24.12.2011 έως 15.2.2012 και ο Γ. Τσιαντούλας, από 15.2.2012 έως 31.3.2012), οπότε η θέση του Μηχανικού είχε καλυφθεί και ουδείς λόγος υπήρχε να προσληφθεί δεύτερος Μηχανικός (δοθέντος ότι η οργανική σύνθεση του πληρώματος των Ρ/Κ που εκτελούν ρυμουλκήσεις εντός λιμένος αποτελείται από 1 Πλοίαρχο, 1 Μηχανικό, 2 Ναύτες και 1 Λιπαντή), ενόψει του ότι, η οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου δε συνδέεται αναγκαίως με τα επιμέρους καθήκοντα ενός εκάστου ναυτικού. Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, στο σημείο τούτο, ότι, σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί η εκτέλεση καθηκόντων κάποιας ειδικότητας, η ύπαρξη ή μη οργανικής θέσεως στη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου δεν ασκεί καμία επιρροή στο κύρος της σύμβασης ναυτολόγησης, γιατί και ο υπεράριθμος κατά τη νόμιμη σύνθεση ναυτικός δικαιούται το μισθό της ειδικότητας, της οποίς τα καθήκοντα εκτελεί (ΕφΠειρ 231/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.220, ΕφΠειρ 712/2004, ΔΕΕ 2005, σ.211). Εξάλλου, αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω δε δύναται να συναχθεί ούτε από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εναγομένη,  κατάσταση πληρώματος του πλοίου αυτής, από την οποίαν εμφαίνεται μεν ότι κατά το διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντα στο ως άνω πλοίο, ήταν ναυτολογημένος και Α΄ Μηχανικός, πλην όμως και μετά την αποναυτολόγηση του ενάγοντα, στις 22.3.2012, οπότε η εναγομένη δε θα είχε πλέον λόγο να συμφωνήσει κάτι αντίστοιχο με άλλον εργαζόμενο, η σύνθεση του πληρώματος του πλοίου παρέμεινε όμοια με αυτήν όπως όταν ήταν ναυτολογημένος σε αυτό ο ενάγων, αφού και τότε το πλήρωμα του πλοίου συνέθεταν ο Πλοίαρχος, Α΄ Μηχανικός, Α΄ Μηχανοδηγός (ειδικότητα για την οποίαν η ελάχιστη προβλεπόμενη αμοιβή από την εφαρμοζόμενη ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. είναι ανώτερη από αυτήν του Λιπαντή) και 2 Ναύτες (βλ. την από 22.3.2012 εγγραφή στη λίστα πληρώματος του πλοίου), ήτοι ειδικότητες στις οποίες δε διαλαμβάνεται αυτή του Λιπαντή. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, επομένως ο σχετικός (πρώτος) λόγος έφεσης του εκκαλούντος, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του στο ως άνω πλοίο, παρείχε υπερωριακή εργασία σε αυτό, κατά τις ώρες εκτέλεσης ρυμουλκήσεων, σύμφωνα με τις βάρδιες που καθόριζε ο Πλοίαρχος του πλοίου και κατά τους προβλεπόμενους όρους παροχής εργασίας από την εφαρμοζόμενη Συλλογική Σύμβαση, όπως αυτοί προβλέπονται ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Οι ώρες αυτές εργασίας εκτείνονταν τόσο κατά τις καθημερινές και Κυριακές, όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες και συνιστούσαν τόσο «κανονική» υπερωριακή εργασία του ενάγοντος ναυτικού, παρεχόμενη πέραν του ημερήσιου οκταώρου εργασίας του (υπό τους όρους του άρθρου 3 παρ. 5 εδ. α, β, γ, δ σε συνδ. με αρθρ.4 εδ.β), όσο και υπερωριακή εργασία εκτέλεσης επιφυλακής (υπό τους όρους του άρθρου 3 παρ. 5 εδ. ε, ζ, συνδ. με αρθρ. 4 εδ.γ), αλλά και νυκτερινή εργασία (αρθρ. 4 εδ.δ), καταγράφονταν, δε, αυτές μηνιαίως από τον Πλοίαρχο, στο βιβλίο υπερωριών του πλοίου και εμφαίνονται στους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του ενάγοντα, ενώ η εναογμένη συνομολογεί την εκτέλεσή τους (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την εναγομένη, αντίγραφα του βιβλίου υπερωριών του πλοίου, καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντα, σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του, αλλά και τις ομολογίες της εναγομένης στην υπό κρίση έφεση και τις προτάσεις της). Εξάλλου, ο ενάγων δεν απέδειξε ότι η κατά πέντε ώρες πέραν του οκταώρου ημερίσια απασχόλησή του, συνιστούσε μόνο κανονική υπερωρία (ανωτέρω υπό i), αντιθέτως, τόσο από τα υποστηριζόμενα από τον ίδιο στην υπό κρίση αγωγή, όπου, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, διαλαμβάνει κονδύλια τόσο απλής (αμειβόμενης προς 11,36 Ευρώ) όσο και κανονικής (αμειβόμενης προς 14,20 Ευρώ) υπερωρίας, όσο και από τα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας, διαλαμβανόμενα στην εφαρμοζόμενη Σ.Σ.Ν.Ε., αναφορικά με τους όρους εργασίας των εργαζομένων στα ρυμουλκά, σε συνδυασμό με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 334 ΚΠολΔ), δύναται να συναχθεί ότι η παρεχόμενη από τον ενάγοντα εργασία πέραν του οκταώρου καθημερινώς, ανήκε και στις τρεις ως άνω (υπό στοιχ. i, ii και iii) κατηγορίες. Ακολούθως, σύμφωνα με την ως άνω εφαρμοζόμενη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ως προς δε το κονδύλιο της παροχής υπερωριακής εργασίας, σύμφωνα με τις σχετικές εγγραφές στο βιβλίο υπερωριών), ο ενάγων για το διάστημα ναυτολόγησής του στο πλοίο της εναγομένης (23.12.2011 έως 21.3.2012, ήτοι 90 ημέρες υπηρεσίας, υπολογιζομένων των ημερών πρόσληψης και απόλυσης του ναυτικού, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου, για 88 ημέρες εργασίας του ενάγοντος, υποστηριζομένων με το σχετικό λόγο έφεσης), υπό την ως άνω ειδικότητα του Μηχανικού Γ΄, δικαιούται : 1. Α) Ως δεδουλευμένες αποδοχές, το ποσό των {[(βασικός μισθός 1.964,75 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 432,25 Ευρώ + επίδομα μερικής τροφοδοσίας 5% 98,24 Ευρώ +  επίδομα εξειδικευμένης εργασίας 98,24 Ευρώ =) 2.593,48 Ευρώ + επίδομα αδείας (αποδοχές του άρθρου 1, πλέον επιδόματα του άρθρου 2, ήτοι 1.964,75 Ευρώ + 98,24 Ευρώ + 98,24 Ευρώ = 2.161,23 Ευρώ Χ 1/25 = 86,45 Χ 8 ημέρες =) 691,59 Ευρώ =] 3.285,07 Ευρώ : 30 Χ 90 ημέρες = } 9.855,21 Ευρώ. Β) Ως έξτρα αμοιβή για την απασχόλησή του κατά τις αργίες της 26/12, 6/1 και 27/2 -Καθαρά Δευτέρα (βλ. σχετικές αναφορές στο βιβλίο υπερωριών του πλοίου),  το ποσό των [(β.μ. 1.964,75 Ευρώ Χ 1/25 = 78,59 Ευρώ Χ 75% =) 58,94 Ευρώ Χ 3 =] 176,82 Ευρώ. Επομένως, συνολικά για τις ως άνω αιτίες, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (9.855,21 + 176,82 =) 10.032,03 Ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 6.768 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, επομένως του οφείλεται η διαφορά ποσού (10.032,03 – 6.768 =) 3.264,03 Ευρώ. 2. Ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες : α) Ο ενάγων εργάσθηκε κατά τα ακόλουθα Σάββατα, τις ακόλουθες ώρες, ήτοι 24/12/2011 (13 ώρες), 7/1/2012 (17 ώρες), 14/1/2012 (8 ώρες), 21/1/2012 (10 ώρες), 4/2/2012 (22 ώρες), 11/2/2012 (2 ώρες), 18/2/2012 (3 ώρες), 25/2/2012 (18 ώρες), 3/3/2012 (13 ώρες), 10/3/2012 (9 ώρες) και 17/3/2012 (5 ώρες). β) Επίσης, εργάσθηκε πέραν του οκταώρου 8 Κυριακές, ήτοι 8/1/2012 (6 ώρες), 15/1/2012 (8 ώρες), 29/1/2012  (8 ώρες), 5/2/2012 (2 ώρες), 12/2/2012 (4 ώρες), 26/2/2012 (8 ώρες), 11/3/2012 (8 ώρες) και 18/3/2012 (3 ώρες). γ) Τέλος, εργάσθηκε υπερωριακά στις 26/12/2012 (10 ώρες), Καθαρά Δευτέρα (2 ώρες). Επομένως, συνολικά για τις ως άνω αιτίες, δικαιούται το ποσό των (179 Ευρώ Χ 17,04 Ευρώ =) 3.050,16 Ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.809,96 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, συνεπώς του οφείλεται η διαφορά, ποσού 1.240,20 Ευρώ. Επισημαίνεται, στο σημείο τούτο, ότι δεν υπολογίζεται ανωτέρω, η αμοιβή εργασίας επί επταώρου κατά τις αργίες (75% του ημερομισθίου), καθόσον αυτή υπολογίσθηκε ανωτέρω, στο υπό στοιχ.1 κονδύλιο. 3. Ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές : α) Υπερωριακή εργασία (προσαυξημένη), 11 ωρών κατά το μήνα Δεκέμβριο, 19 ωρών τον Ιανουάριο, 40 ωρών το Φεβρουάριο και 12 ωρών το Μάρτιο, επομένως δικαιούται το ποσό των (82 ώρες Χ 14,20 Ευρώ =) 1.164,40 Ευρώ. β) Απλή υπερωριακή εργασία 3 ωρών κατά το μήνα Δεκέμβριο, 38,25 ωρών κατά το μήνα Ιανουάριο, 109,25 ωρών κατά το μήνα Φεβρουάριο και 111 ωρών κατά το μήνα Μάρτιο, επομένως δικαιούται το ποσό των (261,5 ώρες Χ 11,36 Ευρώ =) 2.970,64 Ευρώ. Επομένως, συνολικά για τις ως άνω αιτίες, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (1.164,40 + 2.970,64 =) 4.135,04 Ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το μείζον ποσό των 4.505,3 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, επομένως ουδέν του οφείλεται για την αιτία αυτήν. Επισημαίνεται άλλωστε, ότι ο ισχυρισμός της εναγομένης, περί μερικής εξόφλησης των αποδοχών του ενάγοντα, που επαναφέρεται με σχετικούς λόγους έφεσης, κατά το μέτρο που υπερβαίνει τα ποσά που ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί στην αγωγή ότι του καταβλήθηκαν σε μερική εξόφληση των επίδικων κονδυλίων, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, δεν προβλήθηκε παραδεκτώς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με δήλωση καταχωρηθείσα στο οικείο πρακτικό συνεδριάσεως (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από αμφοτέρους τους διαδίκους πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά), μη αρκούσας της αναφοράς στις κατατεθείσες προτάσεις και στους ισχυρισμούς που αυτές εμπεριέχουν (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 450/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 620/1999 ΕλΔνη 41 σ.73, ΜΕφΠειρ 578/2013, προσκομιζόμενη) και, συνακόλουθα, απαραδέκτως προβάλλεται ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση των λόγων της βραδείας προβολής της σχετικής ένστασης, για να είναι δυνατόν να κριθεί, αν οι λόγοι αυτοί εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 269 § 2 και 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 190/2011 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένων, κατά το μέρος τούτο, των σχετικών λόγων έφεσης της εκκαλούσης. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται, ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών, το ποσό των 3.264,03 Ευρώ και ως διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας, το ποσό των 1.240,20 Ευρώ και η εκκαλουμένη, η οποία επιδίκασε, για τις ως άνω αιτίες, στον ενάγοντα, τα ποσά των 3.152,56 Ευρώ και 4.470,16 Ευρώ, αντίστοιχα, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμου του δεύτερου λόγου έφεσης.

Ενόψει των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης και αντέφεσης προς έρευνα, πρέπει οι υπό κρίση έφεση και αντέφεση να γίνουν εν μέρει δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, όχι μόνον ως προς τα κονδύλια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης, αλλά στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), και για το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής για όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998, ΕλΔνη 1998, σ.825). Ακολούθως, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικασθεί κατ’ ουσίαν η ένδικη αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (3.264,03 + 1.240,20 =) 4.504,23 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 22.3.2012, σύμφωνα με τις παραδοχές του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ενόψει του ότι το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης δεν πλήττεται με σχετικό λόγο έφεσης, ούτε με αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσιβλήτου, μη μεταβιβασθείσας της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως προς το σημείο τούτο (βλ. ΑΠ 1116/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Λόγω της μερικής νίκης και ήττας του εφεσίβλητου -αντεκκαλούντα -ενάγοντος, πρέπει να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας-αντεφεσίβλητης-εναγομένης, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 178 , 183, 191 παρ 2 του ΚΠολΔ), ενώ δεν θα επιβληθούν ξεχωριστά έξοδα για την ασκηθείσα με τις προτάσεις του εφεσιβλήτου αντέφεση, επειδή κανείς από τους διαδίκους δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερα έξοδα εξ αιτίας της.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

          

              Ενώνει και συνεκδικάζει την έφεση, την ασκηθείσα δια των προτάσεων του εφεσιβλήτου αντέφεση, αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

Δέχεται την αντέφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 160/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την ως άνω αγωγή του εφεσίβλητου.

Δέχεται εν μέρει την από 2.8.2012, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων τεσσάρων Ευρώ και είκοσι τριών λεπτών του Ευρώ (4.504,23 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 22.3.2012, μέχρι την εξόφληση και

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης (εκκαλούσας) μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος (εφεσίβλητου) για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) Ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του,  Π., στις     5-9-2016  , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η      ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ