Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης  1810 /2016

(Αριθ. καταθ…)

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

————————————

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα, Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 27η Οκτωβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΑ : Σ. …. του Γ., κατοίκου Α. Π., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον  πληρεξούσιας δικηγόρου του, Βασίλειο ΣΑΞΩΝΗ, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στο Η. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αθηνά ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ.

Ο εκκαλών ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20.12.2010 αγωγή του κατά της εφεσίβλητης, την οποίαν άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 231/2014 απόφασή του, απέρριψε στο σύνολό της την ανωτέρω αγωγή. Ήδη ο εκκαλών, με την από 2.3.2015 έφεσή του, με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου 40/3.3.2015 (με γενικό αριθμό κατάθεσης 2.920/2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1648/2015 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου), η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλουν την απόφαση αυτή, ζητώντας την εξαφάνισή της και την αποδοχή της αγωγής στο σύνολό της.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντα κατόπιν μονομερούς δηλώσεώς της, που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της, αναφέρθηκε στις γραπτές προτάσεις της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η έφεση του ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά με τον αριθμό 231/29.8.2014, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), την από 20.12.2010, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου Δικαστηρίου (αρθρ. 17Α ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (όπως τούτο δύναται να συναχθεί από το προσκομιζόμενο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντα αντίγραφο της εφέσεως, μετά από τηλεφωνική κλήση, κατ’ αρθρ. 227 ΚΠολΔ, προς συμπλήρωση της τυπικής αυτής παράλειψης) στις  3.3.2015  (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 516, 518 παρ. 2, 591 παρ.1 του ΚΠολΔ). Είναι επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Ο ενάγων (ήδη εκκαλών), με την από 20.12.2010 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ισχυρίστηκε ότι, κατόπιν διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκαν την 17.1.2009 η πρώτη, την 28.5.2009 η δεύτερη και την 12.7.2009 η τρίτη μεταξύ αυτού και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού οχηματαγωγού μεσογειακού πλοίου με την ονομασία …, νηολογίου Η. 36, κ.ο.χ. 36.825, ναυτολογήθηκε αυθημερόν σε αυτό, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αντί των καθοριζομένων στην οικεία Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων επιβατηγών μεσογειακών πλοίων όρων και αποδοχών, υπηρέτησε δε σε αυτό κατά τα χρονικά διαστήματα από 17.1.2009 έως 29.4.2009, από 28.5.2009 έως 30.6.2009 και από 12.7.2009 έως 9.12.2009, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Πάτρας, μετά από αμοιβαία συμφωνία του με τον πλοίαρχο. Περαιτέρω, εξέθετε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του στο ανωτέρω πλοίο εργαζόταν υπερωριακά προς κάλυψη των αναγκών που δημιουργούνταν από την πραγματοποίηση των δρομολογίων του, όλες τις ημέρες τις εβδομάδος, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών, και συγκεκριμένα απασχολείτο επί δεκαπέντε ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 8.742,22 Ευρώ, ως διαφορά επί της αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας τόσο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες καθ’ όλα τα διαστήματα απασχόλησής του στο ανωτέρω πλοίο, υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα κατά την οποία το κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την ημέρα της εκάστοτε απολύσεώς του, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, κυρίως μεν με βάση τις προαναφερόμενες συμβάσεις εργασίας, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και να καταδικασθεί αυτή στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 648 επ, 341, 345, 346 ΑΚ, 53 επ. ΚΙΝΔ, Ν. 3276/1944, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2009, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.10/01/2009 Υ.Α. (ΦΕΚ Β΄ 2396/2009), όπως και στις διατάξεις των άρθρων 907επ. και 176 ΚΠολΔ, εξετάσθηκε, περαιτέρω, κατ’ ουσίαν και απορρίφθηκε στο σύνολό της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση και για τους σε αυτή διαλαμβανόμενους λόγους, οι οποίοι ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ο εκκαλών – ενάγων διώκων την εξαφάνισή της και την καθ’ ολοκληρίαν παραδοχή της αγωγής του.

Στο σημείο τούτο, πριν την εξέταση του παραδεκτού και βασίμου των λόγων έφεσης, σημειώνεται ότι η κρινόμενη αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής αναπτύχθηκε ανωτέρω τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, που επαναφέρεται με τις προτάσεις της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον επαρκώς εκτίθενται σε αυτήν η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοσθεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει, αλλά και ο αριθμός των παρασχεθεισών από το ναυτικό ωρών υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, χωρίς να αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ’ αυτήν ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, ούτε το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν (ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.385, ΕφΠειρ 567/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σ.345, ΕφΠειρ 140/2004, ΕΝΑΥΤΔ 2004, σ.114, ΕφΠειρ 892/2002, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2002, σ.479).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη υπό τίνος εκ των δεσμευομένων υπό συλλογικής συμβάσεως, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη συλλογική σύμβαση όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντιθέτων συμφωνιών. Όροι, όμως, ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκώτεροι δια τον μισθωτόν από τους διαλαμβανόμενους σε συλλογική σύμβαση εργασίας είναι επικρατέστεροι. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και συμπεριλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων αποδοχές, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις υφιστάμενες κατά τον χρόνο της σύναψης της ατομικής συμβάσεως αλλά και διά τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της συμβάσεως, στην οποία με τον ίδιο όρο διελήφθη πρόβλεψη για καταλογισμό στις συμφωνηθείσες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές εκείνων οι οποίες θα θεσπισθούν τυχόν στο μέλλον, από της καθιερώσεως των οποίων ενεργοποιείται η αιτία για την οποίαν κατεβλήθησαν οι υπέρτερες, δηλαδή η κάλυψή τους συμψηφιστικά. Το ίδιο ισχύει και για τις αξιώσεις από τη ναυτική εργασία, οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσόν της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη εργασία, γιατί η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ΝΔ 4020/1959 – η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελαχίστων ορίων συμβατικές αποδοχές στην χερσαία εργασία – δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ` αποκοπή αμοιβή υπερωριών τις οποίες προβλέπουν οι ΣΣΝΕ διά μερικές ειδικότητες ναυτικών. Συνεπώς, εάν συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στον ναυτικό κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου υπό της   οικείας   ΣΣΕ   μισθού   και  πρόσθετο  χρηματικό  ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία επιμίσθιο, ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτου, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθή προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Το ως άνω επιμίσθιο μπορεί να συμψηφισθεί προς μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπομένων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών, μόνον τότε όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι προκύπτει όταν συμφωνήθηκε μισθός ανώτερος του νομίμου ως κλειστός μισθός, δηλαδή όταν συμφωνηθεί αμοιβή του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίον περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά. Η έννοια του κλειστού μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη ειδικού καθορισμού τους, ενώ το ανωτέρω επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό. Άλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (βλ. ΕφΠειρ 164/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 141/2012, ΠΕΙΡΝΟΜ 2012, σ.160, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.257, ΕφΠειρ 640/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010/39,  ΕφΠειρ 465/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009/276, ΕφΠειρ 568/2009, ΕΝΔ 2009, σ.276). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο κλειστός μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της εννοίας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σ’ αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψιν και των συναλλακτικών ηθών (ΕφΠειρ 361/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.208, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.397, ΕφΠειρ 457/2000, ΔΕΕ 2009, σ.895).

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ειδικότερα δε από την ένορκη εξέταση του μάρτυρα απόδειξης, Δημητρίου Νικολόπουλου, στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, τη με αριθμό 1.607/18.11.2011 ένορκη βεβαίωση του Κωνσταντίνου Κοντομηνά, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, τη με αριθμό 1.608/18.11.2011 ένορκη βεβαίωση του Γεωργίου Βατίστα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία της εφεσίβλητης – εναγομένης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εκκαλούντα – ενάγοντα (βλ. την έκθεση επίδοσης με τον αριθμό 9.264Γ΄/15.11.2011 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Αναστασίου Ν. Παπασπύρου), καθώς και από όλα, γενικά, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν [με την επισήμανση ότι ο ενάγων, εκτός από (i) την υπό κρίση αγωγή και την έκθεση επίδοσης αυτής στην εναγομένη, προσκομιζόμενα ως διαδικαστικά έγγραφα υπ’ αριθμ.1 και 2,  (ii) παραδεκτά, με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προσκομίζει, την υπό κρίση έφεση, ως σχετικό 15, την έκθεση επίδοσης αυτής στην εφεσίβλητη, ως σχετικό 16, τα πρακτικά συζήτησης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ως σχετικό 19, τις προτάσεις του ιδίου και της εναγομένης, ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως σχετικά 17 και 18, το ειδικό πληρεξούσιο προς το συνήγορό του, ως σχετικό 20, ενώ (iii) δε δύναται να ληφθεί υπόψιν το αντίγραφο του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος, το οποίο προσκομίζεται ως σχετ.3, πλην όμως δε γίνεται νόμιμη επίκληση αυτού με τις προτάσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, χωρίς να ισχύει το ίδιο για τη με αριθμό 244/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, η οποία παραδεκτά λαμβάνεται υπόψιν, χωρίς να γίνεται επίκληση αυτής, πέραν δε των ανωτέρω, ουδέν άλλο έγγραφο επικαλείται ο εκκαλών – ενάγων, ούτε άλλωστε προσκομίζει με τις προτάσεις του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου], αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με συμβάσεις ναυτικής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε ο ενάγων – εκκαλών, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, με την εναγομένη, πλοιοκτήτρια του υπό Ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου, νηολογίου Η., κ.ο.χ. …., με το όνομα …, στις 17.1.2009, στις 28.5.2009 και στις 12.7.2009, επιβιβάστηκε αυθημερόν και ναυτολογήθηκε αυτός στο ως άνω πλοίο, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Μεσογειακών Πλοίων, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, υπηρέτησε, δε, σε αυτό, κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα α) από 17.1.2009 έως 29.4.2009, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Πάτρας «αμοιβαία συναινέσει», β) από 28.5.2009 έως 30.6.2009 (οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Πάτρας «αμοιβαία συναινέσει» και γ) από 12.7.2009 έως 9.12.2009, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Πάτρας «αμοιβαία συναινέσει» (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα, αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου, σε συνδυασμό με τις μη αμφισβητούμενες από την εναγομένη αναφορές στην υπό κρίση αγωγή). Κατά τα ως άνω διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντα στο ανωτέρω πλοίο, αυτό εκτελούσε το δρομολόγιο Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Αγκώνα, ενώ από το μήνα Σεπτέμβριο έως τον Ιούνιο διανυκτέρευε στην Πάτρα μία φορά την εβδομάδα. Περαιτέρω, ως πλήρωμα ενδιαιτημάτων, υπηρετούσαν στο ως άνω πλοίο ένας Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος, ένας Αρχιθαλαμηπόλος, είκοσι πέντε Θαλαμηπόλοι και δεκατρείς Επίκουροι (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εναγομένη, απόφαση περί καθορισμού της σύνθεσης του ως άνω πλοίου). Ο ενάγων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, απασχολούνταν στα εστιατόρια αυτοεξυπηρέτησης (self service) και στις τραπεζαρίες των επιβατών του πλοίου, καθώς και σε εργασίες καθαριότητας και τακτοποίησης των καμπινών και των κοινοχρήστων χώρων τους. Από το σύνολο του προσκομιζομένου αποδεικτικού υλικού, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 334 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια των ένδικων ναυτολογήσεων του επί του ανωτέρω πλοίου, απασχολούνταν πέραν του νομίμου ωραρίου, υπερωριακώς (ήτοι, πέραν του οχταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθόλη της διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες), γεγονός που βεβαίωσε και οι εξετασθείς μάρτυρας απόδειξης, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου. Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει: α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του ως άνω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην προαναφερθείσα ακτοπλοϊκή γραμμή, β) των χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, και γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, ως θαλαμηπόλου, κρίνεται ότι ο ενάγων, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, απασχολούνταν, κατά μέσο όρο, επί 11,5 ώρες ημερησίως κατά την χειμερινή περίοδο (17.1.2009 έως 29.4.2009, 28.5.2009 έως 31.5.2009 και 1.10.2009 έως 9.12.2009), όλες τις ημέρες της εβδομάδος (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και αργιών) και επί 15 ώρες ημερησίως κατά τη θερινή περίοδο. Εξάλλου, αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω δε δύναται να συναχθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, καθόσον οι μεν μάρτυρες της εναγομένης, Κ. Κ. και Γ. Β., στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις τους καταθέτουν, σχετικά με το σύνηθες ωράριο λειτουργίας των θαλαμηπόλων (μεταξύ των οποίων ο ενάγων), ότι η εργασία τους εκτεινόταν από ώρα 07.00 έως 10.00 (εργασίες καθαρισμού των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου) και στη συνέχεια, από ώρα 13.00 έως  22.30, με ένα διάλειμμα μεταξύ 18.00 και 19.00 (στο σελφ σέρβις ή στην Τραπεζαρία ή στον καθαρισμό των καμπινών του πλοίου), ο δε μάρτυρας απόδειξης, Κωνσταντίνος Νικολόπουλος, κατά την κατάθεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατέστησε σαφή τη διαφοροποίηση (ορ. σελ. 6 πρακτικών όπου, σε σχετικές ερωτήσεις για τον αριθμό των εκτελούμενων υπερωριών, απαντά «… ενώ υπογράφαμε τρεις ώρες υπερωρία την ημέρα περίπου, δεν ήταν τρεις αλλά τέλος πάντων εμείς δουλεύαμε 6, 7 και 8 … τουλάχιστον κάθε μέρα πάνω από τρεις ώρες. Και το βάζω μέσον όρο, γιατί το χειμώνα ήτανε τρεις ώρες, το καλοκαίρι ήταν 4 και 5 με την φουλ σαιζόν με τον πολύ κόσμο»), κρίση η οποία ενισχύεται εκ της ιδιαιτέρως αυξημένης κίνησης του ως άνω πλοίου κατά τους θερινούς μήνες, η οποία αποδεικνύεται και από τις καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντα, όπου, κατά τους θερινούς μήνες, το ύψος της  προμήθειας εστιατορίων παρίσταται ιδιαίτερα αυξημένο σε σχέση με τους λοιπούς μήνες. Ωστόσο, η κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, κατά το μέρος που με αυτήν υποστηρίζεται ότι ο ενάγων εργαζόταν όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, από ώρα 06.30 έως ώρα 12.00 και από ώρα 13.00 συνεχόμενα έως ώρα 23.00 – 24.00, με ένα ολιγόλεπτο απογευματινό διάλειμμα 40 λεπτών περίπου (ορ. σελ. 4 πρακτικών), δεν ενισχύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, ενώ ο ίδιος μάρτυρας, στη συνέχεια της κατάθεσής του, αναφέρει ότι το ωράριο διαφοροποιούνταν κατά τους θερινούς μήνες (ορ. ανωτέρω αποδειχθέντα, καθώς και σελ 5 πρακτικών, όπου καταθέτει «… δεν μπορώ να πω, δεν τελείωνε 23.30 η ώρα το βράδυ. Τελείωνε 22.00 η ώρα, 22.30. Ενώ την καλοκαιρινή τελείωνε και 24.00 και 24.30 το βράδυ το service για να εξυπηρετηθεί όλο το επιβατικό κοινό»). Σημειώνεται, επίσης, ότι μία φορά την εβδομάδα (συνήθως κάθε Πέμπτη) από τους μήνες Σεπτέμβριο έως Ιούνιο, το επίδικο πλοίο κατέπλεε στην Πάτρα στις 15.00 και διανυκτέρευε εκεί για να αποπλεύσει και να εκτελέσει το ανωτέρω αναφερόμενο δρομολόγιό του την επόμενη ημέρα, στις 18.00. Κατά τις ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο διανυκτέρευε στην Πάτρα, ο ενάγων δεν εργαζόταν (δηλαδή έφευγε από το πλοίο μόλις αυτό έφθανε στην Πάτρα και επέστρεφε την επομένη, στις 12.00 το μεσημέρι), πλην μιας Πέμπτης ανά δίμηνο, οπότε εκτελούσε την προγραμματισμένη βάρδιά του, σύμφωνα με τις σαφείς περί τούτου καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις τους. Συνακόλουθα, ο αγωγικός ισχυρισμός, επαναφερόμενος με την κρινόμενη έφεση, ότι εργαζόταν επί 15 ώρες ημερησίως, όλες τις ημέρες της εβδομάδας, καθ’ όλα τα επίδικα διαστήματα απασχόλησής του στο πλοίο της εναγομένης, κρίνεται υπερβολικός και ως μη ανταποκρινόμενος προς τα πράγματα. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, επομένως ο σχετικός (δεύτερος) λόγος έφεσης του εκκαλούντος, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

Εξάλλου, πριν την πρώτη ναυτολόγηση του ενάγοντος, υπεγράφη στο Ηράκλειο, μεταξύ αυτού και της εναγομένης, νομίμως εκπροσωπουμένης, το από 16.1.2009 προσύμφωνο ναυτολόγησης, στο οποίο διαλαμβάνονταν οι συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές του (βασικός μισθός 986,14 Ευρώ, υπερωρίες εταιρείας 705,40 Ευρώ, ώρες Σαββάτου 299,26 Ευρώ ,επίδομα ανθυγιεινό 20 Ευρώ, επίδομα Κυριακής 216,95 Ευρώ, άδεια 557,49 Ευρώ) συνολικού ύψους 2.785,24 Ευρώ, ενώ στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της τρίτης ναυτολόγησής του στο ως άνω πλοίο, εξειδικεύτηκαν οι όροι απασχόλησής του σε αυτό, δυνάμει του από 14.10.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού, σύμφωνα με το οποίο οι ισχύουσες, κατά το χρόνο εκείνο αποδοχές του ενάγοντα, είχαν διαμορφωθεί στο συνολικό ποσό των (βασικός μισθός 1.026,57 Ευρώ, υπερωρίες εταιρείας 734,32 Ευρώ, ώρες Σαββάτου 311,53 Ευρώ, επίδομα ανθυγιεινό 20,82 Ευρώ, επίδομα Κυριακής 225,85 Ευρώ, άδεια 580,29 Ευρώ =) 2.899,48 Ευρώ (ορ προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την εναγομένη, ιδιωτικά συμφωνητικά ναυτολόγησης του ενάγοντα).  Το τελευταίο ποσό ήταν εν τέλει εκείνο  το οποίο καταβαλλόταν στον ενάγοντα ανά μήνα, η δε διαφορά σε μηνιαία βάση σε σχέση με το αρχικά συμφωνηθέν ποσό καταβλήθηκε αναδρομικά στον ενάγοντα περί τα μέσα Σεπτεμβρίου 2009, κατά τις μη αμφισβητούμενες με λόγο έφεσης παραδοχές της εκκαλουμένης. Πέραν των ανωτέρω, στην προαναφερόμενη, από 16.1.2009 σύμβαση ναυτολόγησης που συνήφθη μεταξύ των εδώ διαδίκων, περιελήφθη ο ακόλουθος όρος «Ειδικά για την κάλυψη των υπερωριών που πραγματοποιούνται συμφωνείται μεταξύ των μερών «κλειστή αμοιβή» περιλαμβάνουσα α) αμοιβή για υπερωρίες αμειβόμενες ως καθημερινές, πλέον υπερωριών αμειβόμενες με την εκάστοτε ισχύουσα προσαύξηση που ισχύει για την εργασία του Σαββάτου και της Κυριακής όπως αναφέρονται κατ’ αριθμόν στον παραπάνω πίνακα αποδοχών. Η εργασία κατά τις ημέρες των αργιών που αναφέρονται στη σύμβαση και των τοπικών αργιών, αμείβεται ως οκτάωρο σε κάθε περίπτωση υπερωριακά, επιπλέον των παραπάνω υπερωριών εκτός αν από την ΣΣΕ προβλέπεται διαφορετικός υπολογισμός για ορισμένες ειδικότητες και β) ποσά που καταβάλλονται από την εταιρεία και δεν προβλέπονται από την Σ.Σ.Ε. καλύπτουν πιθανή μελλοντική υπερωριακή εργασία». Ακολούθως, στην από 14.10.2009 σύμβαση ναυτολόγησης που καταρτίσθηκε μεταξύ των ιδίων ως άνω διαδίκων, περιελήφθη ο ακόλουθος όρος «συμφωνείται μεταξύ της Εταιρείας και του Ναυτικού με βάση την ειδικότητά του και σε ότι αφορά την κάλυψη των υπερωριών που πραγματοποιούνται «κλειστή» αμοιβή, περιλαμβάνουσα πλέον των νομίμων αποδοχών της οικείας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Πλοίων, αμοιβή για συνολικά 134,00 υπερωρίες μηνός, εκ των οποίων 99,00 αμειβόμενες ως καθημερινές, πλέον 35,00 υπερωριών αμειβόμενες με την εκάστοτε ισχύουσα προσαύξηση που ισχύει για την εργασία του Σαββάτου, όπως αναφέρονται στο προηγούμενο πίνακα ανάλυσης αποδοχών. Επιπλέον συμφωνείται ότι  ποσοστό 5-10% επί των καθαρών εισπράξεων των εστιατορίων – μπαρς, το οποίο κατανέμεται με ευθύνη του Αρχιθαλαμηπόλου στο ξενοδοχειακό προσωπικό, θα καλύπτει τυχόν υπερωριακή του εργασία. Η εργασία των αργιών θα αμείβεται ως οκτάωρο σε κάθε περίπτωση υπερωριακά επιπλέον των 134,00 υπερωριών. Οι ως άνω αμοιβές/παροχές, καθώς και οποιοδήποτε ποσό καταβληθεί στον ναυτικό πέρα των προαναφερομένων, υπόκεινται σε συμψηφισμό με τυχόν αξιώσεις του Ναυτικού για παροχή υπερωριακής εργασίας». Τέτοιο ποσό το οποίο δεν προβλεπόταν από τις οικείες και εκάστοτε ισχύουσες Σ.Σ.Ν.Ε και δινόταν από την εναγομένη στους θαλαμηπόλους από ελευθεριότητα, για τις όποιες έξτρα εργασίες τους, ήταν και το ποσό που αναφέρεται στους αναλυτικούς λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντα, με την ένδειξη «ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΥ – ΜΠΑΡ» και συνίσταται σε ποσοστό 5-10% των καθαρών εισπράξεων των εστιατορίων και μπαρ του πλοίου, το οποίο κατανεμόταν με ευθύνη του Αρχιθαλαμηπόλου στους θαλαμηπόλους. Συνακόλουθα, από το περιεχόμενο των προαναφερομένων όρων, όπως απαιτεί η καλή πίστη και λαμβανομένων υπόψιν των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι οι διάδικοι συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζεται το ως άνω ποσό των προμηθειών εστιατορίου – μπαρ (ποσοστού 5-10% επί των καθαρών εισπράξεων των εστιατορίων του πλοίου), προς οφειλόμενη αμοιβή υπερωριακής εργασίας που παρείχε ο ενάγων. Τούτο, δε, γιατί συμφωνηθείσας μεταξύ των μερών πληρωμής «κλειστού» μισθού, το ως άνω κονδύλιο φέρει τον χαρακτήρα επιμισθίου, καταβαλλομένου τακτικώς και παγίως, ενώ η ειδικότερη συμφωνία περί συμψηφισμού αφορά συγκεκριμένα την υπερωριακή εργασία. Η κρίση, δε, του Δικαστηρίου περί τω ανωτέρω, ενισχύεται εκ του ότι αμφότεροι οι μάρτυρες ανταπόδειξης, συνάδελφοι του ενάγοντα στο ως άνω πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις τους, βεβαιώνουν ότι η εναγομένη εταιρεία είχε συμφωνήσει με τους εργαζομένους στα πλοία της ναυτικούς, να χορηγείται το ανωτέρω ποσό για την περίπτωση που πραγματοποιούσαν αυτοί περισσότερες ώρες υπερωρίας, ώστε να καλύπτεται η σχετική αμοιβή από αυτό. Εξάλλου, αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω, δε δύναται να συναχθεί από τη διαφοροποίηση στον τρόπο που ήταν διατυπωμένος ο ανωτέρω όρος στην πρώτη, από 16.1.2009  σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντα, σε σχέση με τα διαλαμβανόμενα στην από 14.10.2009 σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντα, καθόσον η αρχική διατύπωση του όρου διέλαβε αναλυτικότερο περιεχόμενο στη μεταγενέστερη έγγραφη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, έτσι ώστε να εξειδικεύεται και εγγράφως ότι στις αποδοχές που καλύπτει ο κλειστός μισθός διαλαμβάνεται το ως άνω «επιμίσθιο», καθισταμένης, έτσι, ευχερούς, σε συνδυασμό με τις σαφείς περί τούτου καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης και της ερμηνείας, σύμφωνα με την καλή πίστη και τους κανόνες στων συναλλακτικών ηθών, της ερμηνείας του αρχικού (διαλαμβανόμενου στην από 16.1.2009 σύμβαση ναυτολόγησης) όρου. Η ανωτέρω συμφωνία είναι έγκυρη, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας και, ως εκ τούτου, η εναγομένη – εργοδότρια μπορούσε να συμψηφίζει (καταλογίσει) τα ποσά αυτά προς την οφειλόμενη στον ενάγοντα αμοιβή λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η οφειλόμενη αμοιβή του ενάγοντος –εκκαλούντος, λόγω υπερωριακής απασχόλησης διαμορφώνεται, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 20 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγώ Πλοίων έτους 2009, που κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.10/01/2009 (ΦΕΚ Β΄ 1296/2009) απόφαση του Υ.Ε.Ν., ως ακολούθως, κατά το μη αμφισβητούμενο ειδικά με λόγο έφεσης αριθμό των ημερών παρεχόμενης εργασίας, το αναλογούν στις ώρες εργασίας ωρομίσθιο και το μαθηματικό υπολογισμό της υπερωριακής αμοιβής : 1) Για τη χρονική περίοδο από 17.1.2009 έως 29.4.2009 και από 28.5.2009 έως 31.5.2009, α) ως αμοιβή για απλή υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (87 Καθημερινές και Κυριακές Χ 3,5 ώρες ημερησίως Χ 7,42 Ευρώ ωρομίσθιο =) 2.259,39 Ευρώ και β) ως αμοιβή για τα 16 Σάββατα και τις 5 αργίες της ως άνω περιόδου, το ποσό των (21 ημέρες Χ 11,5 ώρες ημερησίως Χ ωρομίσθιο 8,90 Ευρώ =) 2.149,35 Ευρώ. 2) Για τη χρονική περίοδο από 1.6.2009 έως και 30.6.2009 και από 12.7.2009 έως και 30.9.2009, α) ως αμοιβή για απλή υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (94 Καθημερινές και Κυριακές Χ 7 ώρες ημερησίως Χ 7,42 Ευρώ ωρομίσθιο =) 4.882,36 Ευρώ και β) ως αμοιβή για τα 17 Σάββατα και αργίες της ως άνω περιόδου, το ποσό των (17 ημέρες Χ 15 ώρες ημερησίως Χ ωρομίσθιο 8,90 Ευρώ =) 2.269,50 Ευρώ. 3) Για τη χρονική περίοδο από 1.10.2009 έως και 9.12.2009, α) ως αμοιβή για απλή υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (58 Καθημερινές και Κυριακές Χ 3,5 ώρες ημερησίως Χ 7,42 Ευρώ ωρομίσθιο =) 1.506,26 Ευρώ και β) ως αμοιβή για τα 10 Σάββατα και τις 2 αργίες της ως άνω περιόδου, το ποσό των (12 ημέρες Χ 11,5 ώρες ημερησίως Χ ωρομίσθιο 8,90 Ευρώ =) 1.228,20 Ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούτο, ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά επίδικα χρονικά διαστήματα, το συνολικό ποσό των 14.295,06 Ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, έλαβε τα μη αμφισβητούμενα με λόγο έφεσης ως προς το ύψος τους, την αιτία καταβολή τους και τους γενόμενους μαθηματικούς υπολογισμούς, ποσά των 352,70 Ευρώ (υπερωρίες εταιρείας) + 149,63 Ευρώ (ώρες Σαββ.) + 157,58 Ευρώ (προμ. εστ. – μπαρ) κατά το μήνα Ιανουάριο + 705,40 Ευρώ (υπερωρίες εταιρείας) + 299,26 Ευρώ (ώρες Σαββ.) + 404,49 Ευρώ (προμ. εστ. – μπαρ) κατά το μήνα Φεβρουάριο + 705,40 Ευρώ (υπερωρίες εταιρείας) + 299,26 Ευρώ (ώρες Σαββ.) + 585,08 Ευρώ (προμ. εστ. – μπαρ) κατά το μήνα Μάρτιο + 681,89 Ευρώ (υπερωρίες εταιρείας) + 289,26 Ευρώ (ώρες Σαββ) + 631,11 Ευρώ (προμ. εστ.- μπαρ) κατά το μήνα Απρίλιο + 94,05 Ευρώ (υπερωρίες εταιρείας) + 39,93 Ευρώ (ώρες Σαββ.) + 87,62 Ευρώ (προμ. εστ. – μπαρ) κατά το μήνα Μάιο + 705,40 Ευρώ (υπερωρίες εταιρείας) + 299,26 Ευρώ (ώρες Σαββ.) + 684,78 Ευρώ (προμ. εστ. – μπαρ) κατά το μήνα Ιούνιο + 470,27 Ευρώ (υπερωρίες εταιρείας) + 199,48 Ευρώ (ώρες Σαββ.) + 816,36 Ευρώ (προμ. εστ. – μπαρ) κατά το μήνα Ιούλιο + 705,40 Ευρώ (υπερωρίες εταιρείας) + 299,26 Ευρώ (ώρες Σαββ.) + 1.541,38 Ευρώ (προμ. εστ. – μπαρ) κατά το μήνα Αύγουστο + 705,40 Ευρώ (υπερωρίες εταιρείας) + 299,26 Ευρώ (ώρες Σαββ.) + 775,92 Ευρώ (προμ. εστ. – μπαρ) κατά το μήνα Σεπτέμβριο + 210,16 Ευρώ (υπερωρίες εταιρείας) + 89,17 Ευρώ (ώρες Σαββ.) αναδρομικά μετά την υπογραφή της οικείας Σ.Σ.Ε. + 318,21 Ευρώ + 367,16 Ευρώ + 48,95 Ευρώ (υπερωρίες εταιρείας) + 135,03 + 155,77 + 20,74 (ώρες Σαββ.) + 620,33 Ευρώ (προμ. εστ. – μπαρ) συνολικά κατά το μήνα Οκτώβριο + 734,32 Ευρώ (υπερωρίες εταιρείας) + 311,53 Ευρώ (ώρες Σαββ.) + 283,46 Ευρώ (προμ. εστ. – μπαρ) κατά το μήνα Νοέμβριο + 220,30 Ευρώ (υπερωρίες εταιρείας) + 93,46 Ευρώ (ώρες Σαββ.) + 98,97 Ευρώ (προμ. εστ. – μπαρ) κατά το μήνα Δεκέμβριο και συνολικά το ποσό των 16.692,39 Ευρώ. Σε συνέχεια των ανωτέρω, ο ο καταλυτικός της αγωγής ισχυρισμός περί αποσβέσεως της εν λόγω αξίωσης του ενάγοντος για πρόσθετη αμοιβή λόγω ολοσχερούς καταβολής του οφειλόμενου ποσού, που παραδεκτώς και νομίμως (αρθρ. 361 και 416 ΑΚ) προβλήθηκε από την εναγομένη ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου καθώς και με τις προτάσεις της, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος και, συνακόλουθα, να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν το σχετικό αγωγικό κονδύλιο. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο αν και με ελλιπείς αιτιολογίες, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και γι’ αυτό ο σχετικός (πρώτος) λόγος έφεσης του εκκαλούντος, στον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

Σε συνέχεια των ανωτέρω, μη υπάρχοντος προς εξέταση άλλου λόγου έρευνας, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, με βάση και το σχετικό αίτημα αυτής, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191§2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης ως προς τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ (400 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις …………………..

Η    Δικαστής                                                         Γραμματέας