ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 209 /2016
(σύμβαση έργου, δέχεται ερήμην, επίδοση σε διαχειρίστρια εταιρεία, αοριστία αιτήματος τοκοδοσίας)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία … {Α.} …, που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου Μιχάλη Καβάση.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …. {…}, που έχει έδρα τον Π., νόμιμα εκπροσωπούμενη στην Ελλάδα από την διαχειρίστριά της εταιρεία με την επωνυμία …. {…} και έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα, στη έδρα της στη Βούλα Αττικής, νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 2-3-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γεν. αριθ. κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο ναυτικός πράκτορας, ως συνδεόμενος μετά της πλοιοκτήτριας εταιρείας δια σχέσεως εντολής, είναι βάσει αυτής αντιπρόσωπος και καθολικός εντολοδόχος της, δηλαδή αντιπρόσωπός της κατ’ άρθρο 211 του ΑΚ και, κατά τα συμφωνηθέντα, για ένα ή περισσότερα πλοία της σε ένα ή περισσότερα λιμάνια που αυτά προσεγγίζουν, για ένα ή περισσότερα ταξίδια, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και, συνεπώς, είναι δεκτικός για την επίδοση των απευθυνόμενων σ’ αυτή δικογράφων, αναγομένων στον κύκλο των ανατεθεισών σ’ αυτόν (εντολοδόχο πράκτορα) υποθέσεων (βλ. και ΑΠ 1207/2000 Επ.Εμπ.Δικ. 52. 100, 167/1967 ΝοΒ 15. 883, ΕφΠειρ 579/1990 ΕΝΔ 18. 249). Αφού, λοιπόν, ο (ναυτικός) πράκτορας του πλοίου είναι δεκτικός, κατ’ άρθρο 713 του ΑΚ, επιδόσεως των απευθυνόμενων στην πλοιοκτήτρια που αντιπροσωπεύει, δικογράφων, πολύ περισσότερο τη δυνατότητα αυτή την έχει η διαχειρίστρια των πλοίων της πλοιοκτήτριας εταιρείας, αφού η πρώτη (διαχειρίστρια) έχει τη γενική διαχείριση, σε έκταση τουλάχιστον ίση και συνήθως μεγαλύτερη εκείνης του ναυτικού πράκτορα, δεδομένου μάλιστα ότι κατά κανόνα η πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια είναι των αυτών οικονομικών συμφερόντων (βλ. και ΕφΠειρ 299/2006 ΕΝΔ 2007. 39, 1316/1995 Επ.Εμπ.Δικ. 1996. 570). Στην προκείμενη περίπτωση, από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Α. Κ., που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, στην εναγομένη δια της εταιρείας με την επωνυμία …., με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της πρώτης (άρθρα 122 επ., 126 παρ. 1 περ. δ΄, 127 παρ. 1, 228 και 229 ΚΠολΔ). H εναγoμένη, όμως, δεν εκπροσωπήθηκε κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην [άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)].
Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει της από το μήνα Απρίλιο του έτους 2014 συμβάσεως που συνήφθη στον Πειραιά μεταξύ αυτής και της εναγόμενης εταιρείας, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Π. φορτηγού πλοίου με την ονομασία …, ΙΜΟ …, μήκους 97,8 μ. και πλάτους 17,3 μ., έλαβαν χώρα από την 30η Απριλίου του 2014 μέχρι και την 26η Ιουνίου του ίδιου έτους οι αναφερόμενες στις επισυναπτόμενες στο δικόγραφο καταστάσεις, μηχανουργικές εργασίες επί του ίδιου ως άνω πλοίου, που έχουν παραληφθεί από τους νομίμους εκπροσώπους της εναγομένης και για τις οποίες οφειλόταν στην ίδια (ενάγουσα) το συνολικό ποσό των 174.521,50 ευρώ, έναντι του οποίου η τελευταία (εναγομένη) της έχει καταβάλλει 21.116,00 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου ύψους 153.405,50 ευρώ, καθώς και οι περαιτέρω διαλαμβανόμενες στην αγωγή πρόσθετες μηχανουργικές εργασίες επί του επίδικου πλοίου, για τις οποίες της οφείλεται συνολικό εργολαβικό αντάλλαγμα ύψους 16.961,00 ευρώ· ότι, στα πλαίσια της εν λόγω συμβάσεως, συνομολογήθηκε ότι το συμφωνηθέν εργολαβικό αντάλλαγμα θα καθίσταται καταβλητέο μετά την εκτέλεση των αντίστοιχων εργασιών από τα συνεργεία της (ενάγουσας), την παράδοση αυτών στην εναγομένη και την παραλαβή τους εκ μέρους της τελευταίας. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλει το ανεξόφλητο υπόλοιπο του οφειλομένου ως άνω ανταλλάγματος, που ανέρχεται σε 170.366,50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την παράδοση κάθε επιμέρους εργασίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 10, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 33 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 και 3Β περ. β΄ Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και, συνεπώς, έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας ως προς την εναγόμενη εταιρεία, είναι ερευνητέα, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση σχετικής ειδικότερης συμφωνίας, κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως εκ της έδρας της ενάγουσας εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3 και 4 παρ. 1α, β και 2 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 που αντικατέστησε την από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως εν προκειμένω. Κατ’ ακολουθίαν, η αγωγή είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 346, 361, 681 επ. του ΑΚ, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄ του ΚΠολΔ, απορριπτομένης αυτής (αγωγής) ως προς το αίτημα περί επιδικάσεως νομίμων τόκων από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, λόγω αοριστίας, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ειδικώς στο δικόγραφο την ημέρα παραλαβής κάθε αντίστοιχης εργασίας εκ μέρους της εναγομένης, η οποία είχε συμφωνηθεί ως δήλη ημέρα για την καταβολή έκαστου επιμέρους οφειλομένου ποσού (άρθρα 340, 341 και 345 ΑΚ), η αοριστία δε αυτή της αγωγής δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. και ΑΠ 496/1990 ΕΕργΔ 50. 235, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝ 2000. 41), αφού συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, ως απαράδεκτης, γιατί τούτο (απαράδεκτο της αγωγής) ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43. 418, 365/2000 ΕλλΔνη 41. 301). Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. … σειρά VI διπλότυπο είσπραξης τύπου Β της ΔΟΥ Γ΄ Πειραιά, με τα επικολληθέντα σ’ αυτό ένσημα υπέρ του Τ.Ν. και του Ε.Τ.Α.Α.).Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως, αφού θεωρούνται ομολογημένοι από αυτή (εναγομένη) [άρθρο 352 παρ. 1 σε συνδ. με 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)], και να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 170.366,50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Ωστόσο, το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους της εναγομένης άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της, η δε δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της τελευταίας (εναγομένης), λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν εβδομήντα χιλιάδων τριακοσίων εξήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (170.366,50), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων (7.500,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -1-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ