Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης  1811/2016

(Αριθ. καταθ. …)

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

————————————

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα, Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 24η Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : Κ. Ζ. του Ν., κατοίκου Ρ. Τ., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, Ειρήνης Κοντοσέα.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) Της εταιρείας με την επωνυμία … …), που εδρεύει στο Μ.  Ν. Μ. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρείας με την επωνυμία …» (… που εδρεύει στη Μ. Λ., είναι νόμιμα εγκατεστημένη στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Χ. Χ. του Γ., κατοίκου ………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Γεώργιο Ασπρούκο, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από 22.12.2011 αγωγή του κατά των εκκαλούντων, την οποίαν άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 38/2014 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του εφεσίβλητου.

Οι εκκαλούντες, με την από 28.3.2014 έφεσή τους (με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά …, γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 25.11.2014, οπότε ματαιώθηκε, προσβάλλουν την απόφαση αυτή, ζητώντας την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της, άλλως τη μεταρρύθμισή της. Ήδη ο εφεσίβλητος επαναφέρει προς συζήτηση την ως άνω έφεση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με την από 3.4.2015 υπό γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση του, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 1649/1986, και προκατέθεσε προτάσεις και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της, αναφέρθηκε στις γραπτές προτάσεις της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η έφεση των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά με τον αριθμό 38/18.2.2014, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), την από 22.12.2011, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, ενώπιον του καθ’ ύλην αρμοδίου Δικαστηρίου (αρθρ. 17 Α ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 28.3.2014, δηλαδή εντός τριετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, στις 18.2.20134 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 516, 518 παρ. 2, 591 παρ.1 του ΚΠολΔ). Είναι επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει καταβληθεί, από μεν την πληρεξούσια δικηγόρο του καλούντος – εφεσιβλήτου, το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π., από δε τον πληρεξούσιο δικηγόρο των καθ’ ων η κλήση – εφεσιβλήτων, το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. (όπως η τυπική αυτή παράλειψη παραδεκτά συμπληρώθηκε, κατ’ αρθρ. 227 ΚΠολΔ,  από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλούντων, μετά από τηλεφωνική πρόσκληση του Δικαστηρίου προς συμπλήρωση αυτής), σύμφωνα με το άρθρο 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτό ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής.

Ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος), με την από 22.11.2011 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ισχυρίστηκε ότι σε εκτέλεση της από 18.1.2010 σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας που συνήφθη στον Πειραιά, μεταξύ του ιδίου και της εκεί δεύτερης εναγομένης (ήδη δεύτερης εκκαλούσας), που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος και διαχειρίστρια της πρώτης εναγομένης, (ήδη πρώτης εκκαλούσας), πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία … τουριστικού πλοίου … νηολογίου Πειραιά, αριθμ. …΄ κλάσης (που από την 11.3.2011 έχει μετονομασθεί σε … προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν σε αυτό, με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές προβλεπόμενες από την ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του, μέχρι την 29.10.2010 και, σε συνέχεια σιωπηρής παράτασης αυτής (καθισταμένης της σύμβασης αορίστου χρόνου), μέχρι την 24.11.2010, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω μονομερούς καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του από τον πλοίαρχο. Ότι, εν συνεχεία, με όμοια σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, την 12.3.2011, μεταξύ του ιδίου και της δεύτερης εναγομένης, ου ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ως άνω πλοίο, με την ίδια ως άνω ειδικότητα και τη ίδια συμφωνία ως προς τις αποδοχές αυτού, σε εκτέλεση, δε, της ως άνω σύμβασης ναυτικής εργασίας, εργάσθηκε στο ως άνω πλοίο μέχρι την 11.11.2011, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω πέρατος του χρόνου για τον οποίον είχε συμφωνηθεί να διαρκέσει. Ότι από την απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο διατηρεί αξιώσεις κατά των εναγομένων – εκκαλούντων, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, για διαφορές αμοιβής υπερωριακής εργασίας των επίδικων χρονικών διαστημάτων, τόσο κατά τις καθημερινές και Κυριακές, όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, για αποζημίωση απόλυσης λόγω λύσεως της πρώτης σύμβασης ναυτικής εργασίας, την 24.11.2010 και για μισθολογικές διαφορές λόγω παράνομης παρακράτησης εισφοράς υπέρ του ΝΑΤ. Με βάση δε τα παραπάνω, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, (η δεύτερη και ο τρίτος των εκεί εναγομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 762/1978) να του καταβάλουν για τις ανωτέρω αιτίες (καθώς και για αποζημίωση απόλυσης, κεφάλαιο που δεν προσβάλλεται με την κρινόμενη έφεση) το συνολικό ποσό των 10.473,92 Ευρώ, όπως αυτό εξειδικεύεται κατά τα επιμέρους κονδύλια στο αγωγικό δικόγραφο, από το οποίο α) ποσό 6.721,71 Ευρώ, νομιμοτόκως από την 24.11.2010 και β) ποσό 3.752,21 Ευρώ, νομιμοτόκως από την 11.11.2011, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ο ενάγων ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Για την αγωγή αυτή εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, η (εκκαλουμένη) με αριθμό 38/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως προς τους εναγομένους, ήδη εκκαλούντες (υποχρεώθηκαν, η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.458,36 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 25.11.2010 και οι τρεις εναγόμενοι, να καταβάλουν σε αυτόν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, το ποσό των 3.752,21 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 12.11.2011), κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η απόφαση για τα ποσά αυτά και επιβλήθηκαν δε σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με την έφεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο δικόγραφο και που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν, δε, την εξαφάνισή της, κατά το μέρος που αφορά στην αποδοχή της αγωγής, ώστε να απορριφθεί η αγωγή εξ’ ολοκλήρου, άλλως και επικουρικά τη μεταρρύθμισή της, την αποκατάσταση των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της απόφασης, ήτοι να καταβάλει ο ενάγων σε αυτούς το ποσό των 4.000 Ευρώ, που είχε λάβει μετά από συμφωνία και σε συμμόρφωση της εκκαλουμένης – πρωτόδικης απόφασης και να επιβληθούν εις βάρος του ενάγοντα – εφεσιβλήτου τα δικαστικά του έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Στο σημείο τούτο, πριν την εξέταση του παραδεκτού και βασίμου των λόγων έφεσης, σημειώνεται ότι η κρινόμενη αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής αναπτύχθηκε ανωτέρω τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων, που επαναφέρεται με τις προτάσεις τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον επαρκώς εκτίθενται σε αυτήν η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοσθεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει, αλλά και ο αριθμός των παρασχεθεισών από το ναυτικό ωρών υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, χωρίς να αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ’ αυτήν ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, ούτε το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν (ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.385, ΕφΠειρ 567/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σ.345, ΕφΠειρ 140/2004, ΕΝΑΥΤΔ 2004, σ.114, ΕφΠειρ 892/2002, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2002, σ.479). Ούτε, άλλωστε, είναι αναγκαίο, για το ορισμένο της αγωγής, με την οποίαν ζητούνται διαφορές αποδοχών, όπως εν προκειμένω, να παρατίθενται σε αυτήν τα ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα από τον εναγόμενο εργοδότη, για κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο, διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν ένσταση εξόφλησης του εναγομένου κατ’ αρθρ. 416 ΑΚ (ΕφΠειρ 546/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.397).

Σύμφωνα με το άρθρο 400 περίπτ. 3 του ΚΠολΔ, δεν εξετάζονται όταν κληθούν ως μάρτυρες πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη. Τέτοιο συμφέρον θεωρείται οποιαδήποτε ωφέλεια που εξαρτάται από την έκβαση της δίκης και αποτελεί αναγκαία συνέπεια αυτής (βλ. ΑΠ 1301/2000 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η ιδιότητα του μάρτυρα ως ενάγοντος σε άλλη αγωγή που στρέφεται κατά του ίδιου εναγομένου και έχει το ίδιο αντικείμενο με την αγωγή για την οποία κλήθηκε να καταθέσει δεν αρκεί, μόνη αυτή, για την εξαίρεση του, αλλά πρέπει να προκύπτουν και άλλα στοιχεία που να μαρτυρούν την ύπαρξη συμφέροντος στο πρόσωπο του από τη συγκεκριμένη δίκη στην οποία καταθέτει (βλ. Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 400 αριθμ.10, ΕφΑθ 3879/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, προσκομιζόμενη, ΕφΠειρ 231/1990, Ε.Ν.Δ. 18, σ.202, ΕφΠειρ 1082/1986, Ε.Ν.Δ. 15, σ.389).

Η εκκαλούσα, με τον πρώτο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι κακώς ελήφθησαν υπόψιν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οι ένορκες βεβαιώσεις των κ.κ. Α. Δ. και Χ. Μ., καθόσον αυτοί οι μάρτυρες εξαρτούσαν άμεσο έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης, ενόψει του ότι είχαν ασκήσει αγωγές πανομοιότυπες με αυτήν του αντιδίκου της, ενάγοντα, διεκδικώντας αμοιβές για ισχυριζόμενη υπερωριακή απασχόληση στο ίδιο πλοίο. Ο λόγος αυτός, ωστόσο, τυγχάνει αβάσιμος κατ’ ουσίας και, ως εκ τούτου, απορριπτέος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, καθόσον η έκβαση της παρούσας δίκης δεν έχει ως αναγκαία συνέπεια την ωφέλεια των άνω μαρτύρων εκ μόνου του λόγου ότι έχουν αυτοί ασκήσει άλλη αγωγή οι ίδιοι σε βάρος των εναγομένων. Άλλωστε στην τηρούμενη εν προκειμένω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά ρητή επιταγή του άρθρου 671 παρ.1 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και οι εξαιρεταίοι μάρτυρες (βλ. ΕφΠειρ 578/2013). Πέραν αυτών, η κατάθεση των παραπάνω μαρτύρων του ενάγοντα εκτιμήθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και θα εκτιμηθεί και από το παρόν Δικαστήριο, ανάλογα με την αξιοπιστία και το λόγω γνώσεως αυτών.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ειδικότερα δε από τις ένορκες βεβαιώσεις του Α. Δ. και Χ. Μ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά με τους αριθμούς … και …, αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία του εφεσίβλητου – ενάγοντα, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εκκαλούντων – εναγομένων (βλ. την έκθεση επίδοσης με αριθμό … του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο ……. , Ι. Α.), από την ένορκη βεβαίωση του Γ. Γ., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά, Ελένης Γ. Τσούμα, με τον αριθμό …, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία των εκκαλούντων – εναγομένων, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (άρθρο 671 § 1 του ΚΠολΔ) κλήτευσης του εφεσίβλητου – ενάγοντα (βλ. την έκθεση επίδοσης με τον αριθμό … του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο ……… Β. Α. Χ.), καθώς και από όλα, γενικά, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, την 18.1.2010, μεταξύ του ενάγοντος (ήδη εφεσίβλητου) και της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία … (ήδη πρώτης εκκαλούσας), νομίμως εκπροσωπουμένης από τη δεύτερη εναγομένη, διαχειρίστρια αυτής (ήδη δεύτερη εκκαλούσα), εταιρεία με την επωνυμία …», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία (αριθμός νηολογίου Πειραιά …΄ κλάσης) … τουριστικού πλοίου … το οποίο έχει ήδη μετονομασθεί σε «… η πρώτη εναγομένη προσέλαβε τον ενάγοντα με την ειδικότητα του υποναυκλήρου στο παραπάνω πλοίο, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της ισχύουσας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, προκειμένου να απασχοληθεί μέχρι τη λήξη των κρουαζιέρων που πραγματοποιούσε εντός της Μεσογείου. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν και προσέφερε την εργασία του στην πρώτη εναγομένη, με την ως άνω ειδικότητα, μέχρι και την 24.11.2010, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα, αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου). Οι συνολικές μικτές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα συμφωνήθηκαν σε ποσό 3.846,54 Ευρώ (κλειστός μισθός), ποσό στο οποίο περιλαμβάνονταν οι προβλεπόμενες από την από 21.7.2010 ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών – τουριστικών επιβατηγών πλοίων που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.10/1/2010 (ΦΕΚ 1743/2010) αποδοχές (βασικός μισθός και πάσης φύσης επιδόματα, προσαυξήσεις και καταβολές), αλλά και αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση 225 ωρών μηνιαίως («κλειστές υπερωρίες», βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από αμφότερους τους διαδίκους, από 1.3.2010 συμφωνητικό για σύναψη σύμβασης ναυτολόγησης). Στην συνέχεια, δυνάμει νέας, όμοιας, σύμβασης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, την 12.3.2011, μεταξύ του ενάγοντος και της άνω πρώτης εναγομένης εταιρείας, νομίμως εκπροσωπουμένης από τη δεύτερη εναγομένη, πλοιοκτήτριας του ως άνω πλοίου «… η πρώτη εναγομένη προσέλαβε τον ενάγοντα με την ίδια ειδικότητα (του υποναυκλήρου) στο παραπάνω πλοίο, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της ισχύουσας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, προκειμένου να απασχοληθεί μέχρι τη λήξη των κρουαζιέρων που πραγματοποιούσε εντός της Μεσογείου. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν και προσέφερε εκ νέου την εργασία του στην πρώτη εναγομένη, με την ως άνω ειδικότητα, μέχρι και την 11.11.2011, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα, αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου). Οι συνολικές μικτές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα συμφωνήθηκαν σε ποσό 3.923,09 Ευρώ (κλειστός μισθός), ποσό στο οποίο περιλαμβάνονταν οι προβλεπόμενες από την από 21.7.2010 ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών – τουριστικών επιβατηγών πλοίων που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.10/1/2010 (ΦΕΚ 1743/2010) αποδοχές (βασικός μισθός και πάσης φύσης επιδόματα, προσαυξήσεις και καταβολές), αλλά και αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση 225 ωρών μηνιαίως («κλειστές υπερωρίες», βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από αμφότερους τους διαδίκους, από 12.3.2011 συμφωνητικό για σύναψη σύμβασης ναυτολόγησης). Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, το πλοίο εκτελούσε κρουαζιέρες. Ειδικότερα, την πρώτη εβδομάδα των πλόων του, το πλοίο αναχωρούσε κάθε Παρασκευή το απόγευμα από τον Πειραιά, το Σάββατο έφθανε στην Κωνσταντινούπολη, τη Δευτέρα στη Μύκονο, την Τρίτη το πρωί στην Πάτμο και το απόγευμα στο Κουσάντασι, την Τετάρτη στη Ρόδο, την Πέμπτη το πρωί στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης και το απόγευμα στη Σαντορίνη και την Παρασκευή επέστρεφε στον Πειραιά. Τη δεύτερη εβδομάδα των πλόων του, το πλοίο αναχωρούσε από Πειραιά στις 11.00, το Σάββατο έφθανε στην Κωνσταντινούπολη, την Κυριακή στη Μύκονο, από εκεί έφευγε το βράδυ προς Ασντόντ (Ισραήλ), όπου έφθανε το πρωί της Τρίτης, την Τετάρτη έφθανε στην Αίγυπτο, όπου το πρωί κατέβαζε επιβάτες στο Πορτ Σάιντ, για ημερήσια εκδρομή και τους παρελάμβανε εκ νέου το βράδυ στην Αλεξάνδρεια. Την Πέμπτη το πλοίο έφθανε στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης και την Παρασκευή το πρωί επέστρεφε στον Πειραιά. Το 2011, κατά το διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντα, το πλοίο εκτελούσε εναλλάξ δύο κρουαζιέρες. Ειδικότερα, την πρώτη εβδομάδα ξεκινούσε και πάλι από τον Πειραιά συνήθως κάθε Παρασκευή στις 17.00 για Κωνσταντινούπολη που έφθανε την επομένη το μεσημέρι και έφευγε το απόγευμα της Κυριακής. Τη Δευτέρα το μεσημέρι έφθανε Μύκονο και έφευγε τη νύχτα για Πάτμο, όπου έφθανε την Τρίτη το πρωί. Το μεσημέρι έφθανε Κουσάντασι και έφευγε το βράδυ για Ρόδο, όπου έφθανε την Τετάρτη το πρωί. Την επόμενη ημέρα το πρωί, έφθανε στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης και έφευγε ακολούθως για Σαντορίνη, όπου έφθανε το απόγευμα της ίδια ημέρας. Η κρουαζιέρα ολοκληρωνόταν με την επιστροφή του πλοίου στον Πειραιά, νωρίς το πρωί της Παρασκευής. Την άλλην εβδομάδα, το πλοίο αναχωρούσε το πρωί της Παρασκευής για Κωνσταντινούπολη, όπου έφθανε την επομένη το πρωί και αναχωρούσε το βράδυ για Σμύρνη, όπου έφθανε την Κυριακή το μεσημέρι. Τη Δευτέρα νωρίς το πρωί το πλοίο ήταν Λαύριο και το μεσημέρι της ίδιας ημέρας έφθανε στη Μύκονο, από όπου αναχωρούσε το βράδυ για Πάτμο. Νωρίς το πρωί της Τρίτης, το πλοίο έφθανε στην Πάτμο και έφευγε αργότερα για Κουσάντασι, όπου έφθανε το μεσημέρι και ακολούθως έφευγε για Σαντορίνη, όπου έφθανε την Τετάρτη το πρωί. Την Πέμπτη το πλοίο έφθανε στο Ηράκλειο και την Παρασκευή το πρωί στον Πειραιά. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο ενάγων απασχολούνταν με εργασίες της ειδικότητάς του, ως υποναύκληρος, απασχολούμενος στους λιμένες, κατά την ώρα απόπλου και κατάπλου του πλοίου. Λόγω του μεγέθους του πλοίου και της προσέγγισης αυτού σε μικρούς ή πολυσύχναστους λιμένες, η διαδικασία του απόπλου και κατάπλου διαρκούσε περισσότερη από τη συνήθη ώρα. Στο πλοίο υπηρετούσαν οκτώ (8) ναύτες, από τους οποίους οι δύο (2) ήταν «ντεϊμάνιδες» και οι έξι (6) δούλευαν σε βάρδιες. Ο ενάγων, ως υποναύκληρος, συμμετείχε σε όλες τις εργασίες στις οποίες απασχολούνταν οι «ντεϊμάνιδες», με τη διαφορά ότι λόγω της ειδικότητάς του, είχε και κάποια επιπλέον εποπτικά και συντονιστικά καθήκοντα. Οι εργασίες αυτές είχαν να κάνουν με την καθαριότητα και τη συντήρηση του πλοίου. Η καθαριότητα του πλοίου ξεκινούσε στις 4.00  το πρωί (κατ’ εξαίρεση τις Παρασκευές από ώρα 2.00) και διαρκούσε μέχρι τις 8.00, ενώ από την ώρα αυτήν έως τις 17.00 γινόταν η συντήρηση του πλοίου. Οι εργασίες καθαρισμού περιελάμβαναν καθαρισμό των δαπέδων και των τζαμιών του πλοίου, ενώ οι εργασίες συντήρησης αφορούσαν βαψίματα, αποσκωριάσεις, αντικαταστάσεις συρμάτων και επιδιορθώσεις άλλων εξαρτημάτων. Τα ανωτέρω, αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντα στο ανωτέρω πλοίο, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, αποδεικνύονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης, Α. Δ. και Χ. Μ., στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις τους, οι οποίοι υπηρέτησαν μαζί με τον ενάγοντα στο ως άνω πλοίο και έχουν ίδια γνώση περί των συνθηκών εργασίας αυτού. Άλλωστε, αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω, όσον αφορά στα καθήκοντα με τα οποία ήταν επιφορτισμένος ο ενάγων, δε δύναται να συναχθεί ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Γ. Γ., στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του, ο οποίος, ως υπεύθυνος πληρωμάτων της διαχειρίστριας της εναγομένης, αναφέρθηκε στο ημερήσιο πρόγραμμα εργασίας του ενάγοντα και επεσήμανε ότι η τήρηση του καθοριζόμενου ημερήσιου προγράμματος του ενάγοντος ήταν εφικτή, λόγω του ότι «ταυτόχρονα με τον Ζ. υπηρετούσε και άλλος ένας Υποναύκληρος, – ο κ. Τ. Ι. κατά το διάστημα της πρώτης ναυτολόγησής του και ο κ. … κατά το διάστημα της δεύτερης ναυτολόγησής του-, οπότε οι εργασίες επίβλεψης μοιράζονταν μεταξύ τους.». Εξάλλου, αναφορικά με τις ώρες απασχόλησής του, ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή ισχυρίζεται ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα εργαζόταν 15 ώρες ημερησίως συνολικά, θέση την οποίαν επιβεβαίωσαν οι μάρτυρες απόδειξης στις καταθέσεις τους, ενώ η εναγομένη υποστηρίζει ότι η απασχόληση του ενάγοντα, πέραν του νομίμου ωραρίου, δεν ξεπερνούσε τον αριθμό των κλειστών υπερωριών των 225 ωρών ανά μήνα, που είχαν, ως ανωτέρω, συμφωνήσει, ειδικότερα δε, ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς, κατά μέσον όρο, 3 ώρες ημερησίως, θέση την οποίαν επιβεβαίωσε ο μάρτυρας ανταπόδειξης. Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει, α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του ως άνω πλοίου, το οποίο εκτελούσε κρουαζιέρες στη Μεσόγειο, β) της χρονικής περιόδου ναυτολόγησης του ενάγοντα, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, ως υποναυκλήρου, δ) του μεγέθους του πλοίου και του αριθμού των επιβατών που μετέφερε αυτό, ε) του αριθμού των ναυτών που υπηρετούσαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στο ως άνω πλοίο και ε) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο κατά τις καθημερινές και Κυριακές, όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, απασχολήθηκε υπερωριακώς, κατά μέσον όρο, επί 14 ώρες ημερησίως. Αντίθετα, δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων εργαζόταν 15 ώρες ημερησίως, χωρίς τούτο να αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Γ. Γ., ο οποίος καταθέτει περί της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντα επί 11 ώρες κατά τις καθημερινές, πλην όμως, η κατάθεσή τους περί της μη ανάγκης απασχόλησης του ενάγοντα πέραν των δύο ωρών κατά τις Κυριακές και των οκτώ ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δε βρίσκεται σε λογική ακολουθία με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, περί του ότι το πλοίο εκτελούσε πλόες καθόλη τη διάρκεια της εβδομάδας (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών), χωρίς να διαφοροποιείται εντός αυτής ο αριθμός των απασχολούμενων σε αυτό ναυτικών. Εξάλλου, η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω, ενισχύεται εκ του ότι, παρά το ότι, πράγματι, αποδείχθηκε, η ανάγκη παροχής καθημερινής υπερωριακής εργασίας από μέρους του ενάγοντα (για την οποίαν, μάλιστα, είχε συμφωνηθεί αμοιβή αντιστοιχούσα σε 225 ώρες «κλειστών» υπερωριών), αυτή δεν υπερέβαινε τα ανωτέρω αναφερόμενα όρια, διότι υπήρχε επαρκής οργάνωση των βαρδιών των ναυτών (και υποναυκλήρων) σε αυτό.

Ενόψει των ανωτέρω, η οφειλόμενη αμοιβή του ενάγοντα, λόγω υπερωριακής απασχόλησης διαμορφώνεται (κατά το μη αμφισβητούμενο αριθμό ημερών απασχόλησης αυτών), σύμφωνα και με τις διατάξεις της ανωτέρω εφαρμοζόμενης στην ένδικη υπόθεση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2010, ως ακολούθως : Ι. Για το διάστημα απασχόλησης από 1.3.2010 έως και 21.11.2010 (διάστημα κατά το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα από τον ίδιο τον ενάγοντα, το πλοίο εκτελούσε πλόες κατά την πρώτη περίοδο της ναυτολόγησής του σε αυτό), Α) Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (220 καθημερινές και Κυριακές Χ 6 ώρες ημερησίως Χ 7,89 Ευρώ =) 10.414,80 Ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε το ποσό των 9.963,45 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 451,35 Ευρώ. Β) Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, το ποσό των (37 Σάββατα και 9 αργίες, ήτοι 46 ημέρες Χ 14 ώρες ημερησίως Χ 9,48 Ευρώ =) 6.105,12 Ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από τους εναγόμενους, το μείζον ποσό των 6.468,52 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, επομένως ουδέν του οφείλεται για την αιτία αυτή. IΙ. Για το διάστημα απασχόλησης από 12.3.2011 έως 11.11.2011, Α) Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (202 καθημερινές και Κυριακές Χ 6 ώρες ημερησίως Χ 7,89 Ευρώ =) 9.562,68 Ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε το ποσό των 9.251,28 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 311,40 Ευρώ. Β) Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, το ποσό των (35 Σάββατα και 8 αργίες, ήτοι 43 ημέρες Χ 14 ώρες ημερησίως Χ 9,48 Ευρώ =) 5.706,96 Ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από τους εναγόμενους, το μείζον ποσό των 6.019,48 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, επομένως ουδέν του οφείλεται για την αιτία αυτή. Επομένως, συνολικά για τις ως άνω αιτίες, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (451,35 + 311,40 Ευρώ =) 762,75  Ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν, κατά τις ανωτέρω περιόδους ναυτολόγησής του, 15 ώρες καθημερινά και επεδίκασε σε αυτόν, για τις ανωτέρω αναφερόμενες αιτίες, ποσό (2.259,83 + 2.000,30 =) 4.260,13 Ευρώ, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου, ως εν μέρει βάσιμου από ουσιαστική άποψη του δευτέρου λόγου έφεσης. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι οι εναγόμενοι, με τον τρίτο λόγο έφεσης, ισχυρίζονται ότι οι απαιτήσεις του ενάγοντος για υπερωριακή εργασία έχουν εξοφληθεί μέσω της καταβολής του συμφωνημένου «κλειστού» μισθού, ύψους 3.846,64 Ευρώ κατά την πρώτη περίοδο απασχόλησης και 3.923,04 Ευρώ κατά τη δεύτερη περίοδο απασχόλησης, ο οποίος υπερέβαινε τις νόμιμες αποδοχές υπολογιζόμενες (συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής του λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας 3 ωρών ημερησίως, κατά τις παραδοχές των εναγομένων – ήδη εκκαλούντων) σε ποσό 2.936,98 Ευρώ. Ο ανωτέρω αυτοτελής ισχυρισμός περί συμβατικού καταλογισμού (συμψηφισμού) στις νόμιμες οφειλόμενες αποδοχές, των υπέρτερων αποδοχών στον ενάγοντα, που είχε συμφωνηθεί να καταβάλλονται σε αυτόν (βλ. ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.397), κατά το μέτρο που υπερβαίνει τα ποσά που ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί στην αγωγή ότι του καταβλήθηκαν σε μερική εξόφληση της αμοιβής υπερωριακής εργασίας, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, δεν προβλήθηκε παραδεκτώς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με δήλωση καταχωρηθείσα στο οικείο πρακτικό συνεδριάσεως (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από αμφοτέρους τους διαδίκους πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά), μη αρκούσας της αναφοράς στις κατατεθείσες προτάσεις και στους ισχυρισμούς που αυτές εμπεριέχουν (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 450/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 620/1999 ΕλΔνη 41 σ.73, ΜΕφΠειρ 578/2013, προσκομιζόμενη) και, συνακόλουθα, απαραδέκτως προβάλλεται ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση των λόγων της βραδείας προβολής της σχετικής ένστασης, για να είναι δυνατόν να κριθεί, αν οι λόγοι αυτοί εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 269 § 2 και 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 190/2011 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, οι ώρες ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος ήταν 14 και όχι 11 ημερησίως, ούτε 225 ώρες μηνιαίως, προϋποθέσεις στις οποίες, εσφαλμένως, στηρίζεται ο υπό κρίση λόγος έφεσης, ενόψει και του ότι η δικαιούμενη από τον ενάγοντα αμοιβή λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας υπερβαίνει (εν μέρει), κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, τη συμφωνηθείσα αμοιβή για «κλειστές» υπερωρίες 225 ωρών μηνιαίως, που ελάμβανε αυτός. Συνακόλουθα, η εκκαλουμένη απόφαση δεν έσφαλε ως προς τα ανωτέρω και, ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος από ουσιαστική άποψη.

Τέλος, αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης, λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Το άρθρο 24 του ν. 3409/2005, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ.6 του ν. 3965/2011 (ΦΕΚ Α΄/1113.18.5.2011), με τίτλο «ρυθμίσεις θεμάτων ΝΑΤ για την αντικατάσταση και εκκαθάριση ναυτολογίων ελληνικών επιβατηγών πλοίων που εκτελούν περιηγητικούς πλόες κρουαζιερόπλοιων», ορίζει : «1. Για την αντικατάσταση ληξιπρόθεσμου ναυτολογίου επιβατηγών πλοίων που εκτελούν περιηγητικούς πλόες και επεκτείνουν τους πλόες αυτούς στο εξωτερικό ή κρουαζιερόπλοιων που εκτελούν πλόες μεταξύ λιμένων εσωτερικού και εξωτερικού ή μόνο εξωτερικού, ολικής χωρητικότητας άνω των 1.500 κόρων, καταβάλλεται ποσό ίσο με τις προϋπολογισθείσες ασφαλιστικές εισφορές νόμιμης σύνθεσης. Οι προϋπολογισθείσες εισφορές γνωστοποιούνται από τη Διεύθυνση Εισφορών και Πόρων του Ν.Α.Τ. στον πλοιοκτήτη εντός μηνός από την ημερομηνία έκδοσης του ναυτολογίου. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και οποτεδήποτε ζητηθεί εξόφληση του ναυτολογίου εντός του χρόνου ισχύος του. 2. Κατά την αντικατάσταση και εκκαθάριση του ναυτολογίου ο πλοιοκτήτης καταβάλλει τις τακτικές ασφαλιστικές εισφορές πλην Ν.Α.Τ., όπως καθορίζονται από τη νομοθεσία περί Ν.Α.Τ. και οι οποίες αναλογούν στη συμμετοχή του και παρακρατεί από τους ναυτικούς και καταβάλλει στο NAT τις αντίστοιχες εισφορές που τους αναλογούν. Ο πλοιοκτήτης υποχρεούται στην τήρηση των παρακάτω προϋποθέσεων: α) Τηρούνται οι απαιτήσεις της οργανικής σύνθεσης πληρώματος του πλοίου ως προς την υποχρέωση ναυτολόγησης ελάχιστου αριθμού Ελλήνων ναυτικών ανά ειδικότητα. β) Ναυτολογείται στο πλοίο επιπλέον της οργανικής συνθέσεως πληρώματος ένας τουλάχιστον σπουδαστής Α.Ε.Ν. (πλοίαρχος ή μηχανικός), εφόσον προσφέρονται, ή η υποχρέωση αυτή, μετά από έγκριση του Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ., εκπληρούται με τη ναυτολόγηση σπουδαστή Α.Ε.Ν. σε άλλο πλοίο της αυτής διαχειρίσεως, υπό ελληνική ή ξένη σημαία σύμφωνα με τις νόμιμες προϋποθέσεις. γ) Υφίσταται έγκριση του Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. για τη ναυτολόγηση αλλοδαπών ναυτικών στις θέσεις Ελλήνων ναυτικών που καθορίζονται από την οργανική σύνθεση πληρώματος πλοίου. 3. Προκειμένου να εφαρμοστούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2, ο πλοιοκτήτης καταθέτει δήλωση στο Ν.Α.Τ. περί απαρέγκλιτης τήρησης των παραπάνω προϋποθέσεων. Εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2, ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να καταβάλει στο Ν.Α.Τ. για το χρονικό διάστημα μη εκπλήρωσης αυτών τη δική του τακτική εισφορά, καθώς και την τακτική εισφορά των ναυτικών για το σύνολο της οργανικής σύνθεσης πληρώματος του πλοίου, με βάση την ισχύουσα κάθε φορά οικεία Συλλογική Σύμβαση, περιλαμβανομένων και των ναυτολογημένων αλλοδαπών ναυτικών. 4. Από την εφαρμογή της διάταξης αυτής, που ισχύει και για τα ναυτολόγια που αντικαθίστανται ή εξοφλούνται μετά την ισχύ του παρόντος νόμου, σε καμία περίπτωση δεν θίγονται τα ασφαλιστικά δικαιώματα των Ελλήνων ναυτικών από τη θαλάσσια υπηρεσία τους στο πλοίο. Ο πλοιοκτήτης δεν καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές υπέρ N.A.T. ούτε παρακρατεί τις ασφαλιστικές υπέρ Ν.Α.Τ. εισφορές που αναλογούν στους ναυτικούς, ενώ η καταβολή των παραπάνω ποσών καλύπτεται συνολικά από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ. 5. Για τις ανάγκες της εφαρμογής του παρόντος άρθρου ως τακτικές ασφαλιστικές εισφορές νοούνται οι εισφορές υπέρ Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.), Κεφαλαίου Επικουρικής Ασφάλισης Ναυτικών (Κ.Ε.Α.Ν.), Ταμείων Πρόνοιας (Τ.Π.Α.Ε.Ν. και Τ.Π.Κ.Π.Ε.Ν.), Εστίας Ναυτικών, Ειδικού Λογαριασμού Οικογενειακών Επιδομάτων Ναυτικών (Ε.Λ.Ο.Ε.Ν.), Κεφαλαίου Ναυτικής Εργασίας (Κ.Ν.Ε.), Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ν.Ε.Ε.). 6. Οι διατάξεις του παρόντος ισχύουν και για τα πλοία της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, που είναι νηολογημένα σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν.δ. 2687/ 1953 (Α` 317), όπως έχει ερμηνευθεί αυθεντικά από το ν.δ. 2928/1954 (Α` 163)…».

Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη (αντιπροσωπευόμενη στην Ελλάδα από τη δεύτερη εναγομένη), όντας πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επίμαχου πλοίου, που τηρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις ναυτολόγησης του πληρώματος, καθ’ όλη τη διάρκεια των πιο πάνω συναφθεισών με τον ενάγοντα συμβάσεων ναυτικής εργασίας, παρακρατούσε μηνιαίως, όπως προκύπτει από τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών του, ποσά για ασφαλιστικές εισφορές προς το Ν.Α.Τ. συνολικά ανερχόμενα στο μη ειδικότερα αμφισβητούμενο με το σχετικό λόγο έφεσης, ποσό των 2.198,53 Ευρώ κατά την πρώτη επίδικη περίοδο ναυτολόγησης του ενάγοντα στο ως άνω πλοίο και ποσό 1.751,91 Ευρώ κατά τη δεύτερη περίοδο ναυτολόγησης αυτού, χωρίς να υποχρεούται νομίμως προς τούτο. Ειδικότερα, ενόψει του ότι οι παρακρατούμενες εκ μέρους της εναγομένης ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος ναυτικού προς το Ν.Α.Τ. ήταν επιδοτούμενες από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ. και δεν έπρεπε να παρακρατούνται από τους εναγόμενους, αφού καταβάλλονταν από τον προϋπολογισμό του τελευταίου, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, στη μείζονα σκέψη της παρούσας, προβαίνοντας η ίδια σε παρακράτηση των οικείων ασφαλιστικών εισφορών του ενάγοντος, τελούσε αδικοπραξία (914 ΑΚ). Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι από την παραπάνω διάταξη, ιδίως δε από την παρ.4 αυτής, προκύπτει με σαφήνεια ότι ναι μεν οι ασφαλιστικές εισφορές της πλοιοκτήτριας, εναγομένης, προς το Ν.Α.Τ. δεν έπρεπε να καταβάλλονται από εκείνην, καλυπτόμενες και καταβαλλόμενες από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ., όμως ούτε η ίδια έπρεπε να παρακρατεί και τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος ναυτικού προς αυτό, που ομοίως καλύπτονταν και καταβάλλονταν από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ. (βλ. ad hoc, ΕφΠειρ 743/2014, ΕφΠειρ 578/2013, προσκομιζόμενες). Επομένως, η εκκαλουμένη, η οποία επεδίκασε στον ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, το ανωτέρω ποσό των (2.198,53 + 1.751,91 =) 3.950,44 Ευρώ, δεν έσφαλε μεν κατ’ αποτέλεσμα, αντικαθισταμένης όμως της αιτιολογίας της με την παρούσα (αρθρ. 534 ΚΠολΔ), ενώ ο περί του αντιθέτου σχετικός (τέταρτος) λόγος της κρινόμενης έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σημειωτέον ότι, επί του προβαλλόμενου, επικουρικά, ισχυρισμού των εκκαλούντων – εναγομένων, ότι η εν λόγω ρύθμιση, που εισήχθη με το άρθρο 22 παρ.6 του Ν. 3569/18.5.2011 δεν αφορά, στις επίδικες εισφορές πριν την 18.5.2011 (ημερομηνία θέσης σε ισχύ της ρύθμισης), λεκτέο είναι ότι με τη νέα διατύπωση του άρθρου 24 που εισήγαγε το άρθρο 22 του Ν. 2965/2011, είναι πλέον σαφές ότι επιδοτούνται από τον προϋπολογισμό του ΝΑΤ οι ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του ΝΑΤ που αναλογούν στον πλοιοκτήτη και το ναυτικό. Εξάλλου, αφενός μεν η διάταξη αυτή είναι σαφής και δε δημιουργούνται αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία της, αφετέρου, δε, το  άρθρο 22 του Ν. 3965/2011 είναι ουσιαστικά ερμηνευτικό και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται αναδρομικά (βλ. ΜΕφΠειρ 743/2014).

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο δέχθηκε τον ισχυρισμό του ενάγοντα, για ημερήσια απασχόληση 15 ωρών, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, κατά μερική παραδοχή του σχετικού (δεύτερου) λόγου έφεσης των εκκαλούντων – εναγομένων, να γίνει δεκτή η έφεση της εναγομένης και κατά το ουσιαστικό της μέρος και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το σύνολο των πληττομένων κεφαλαίων της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, και για το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής για όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998, ΕλΔνη 1998, σ.825). Ακολούθως, η κρινόμενη αγωγή, η οποία, κατά το μέρος αυτό, είναι νόμιμη, κατά τις προεκτεθείσες, στις πιο πάνω μείζονες σκέψεις, διατάξεις και εκείνες των άρθρων 1 παρ.1 εδ.α και 2 Ν. 762/1978 και 341, 345, 346 655 παρ.1 ΑΚ, 914 ΑΚ, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν τα ακόλουθα ποσά : α) Η πρώτη εναγομένη, για τις αξιώσεις που απορρέουν από την πρώτη περίοδο ναυτολόγησης του ενάγοντα, από 1.3.2010 έως 24.11.2010 (καθόσον οι αξιώσεις του ενάγοντα έναντι της δεύτερης και τρίτου των εναγομένων έχουν υποπέσει σε παραγραφή, κατά τα μη αμφισβητούμενα με λόγο έφεσης ή αντέφεσης κρινόμενα με την πληττόμενη απόφαση), το ποσό των (451,35 + 2.198,53 =) 2.649,88 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 25.11.2010. β) Οι τρεις εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, κατ’ αρθρ. 1 παρ.1 του Ν. 762/1978 (η πρώτη εξ αυτών αλλοδαπή εταιρεία, ως πλοιοκτήτρια, η δε δεύτερη αυτών, ως αντιπρόσωπος της πρώτης ενάγουσας, συνάπτουσα στην Ελλάδα σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη και ο τρίτος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης, ιδιότητες που δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους εν προκειμένω), το ποσό των (311,40 + 1.751,91 =) 2.063,31 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 12.11.2011. Ενόψει των ανωτέρω, απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα της εκκαλούσας, με τις προτάσεις της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης, κατ’ αρθρ. 525 παρ.3 συνδ. 914 ΚΠολΔ και υποχρέωσης του εφεσιβλήτου όπως της καταβάλει το ποσό των 4.000 Ευρώ, το οποίο είχε αυτός λάβει σε μερική εξόφληση του προσωρινώς επιδικασθέντος κεφαλαίου, καθόσον αυτό υπολείπεται του κατά τα άνω επιδικασθέντος στον ενάγοντα  – ήδη εφεσίβλητο, ποσού (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1997, υπό αρθρ. 914, αριθμ.8). Τέλος, οι εναγόμενοι – εκκαλούντες πρέπει να καταδικασθούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα – εφεσίβλητου, κατόπιν σχετικού αιτήματος του τελευταίου, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 38/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την ως άνω αγωγή του εφεσίβλητου.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 22.12.2011, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ α) την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων σαράντα εννέα Ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών του Ευρώ (2.649,88 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 25.11.2010 και β) τους τρεις εναγομένους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, το ποσό των δύο χιλιάδων εξήντα τριών Ευρώ και τριάντα ενός λεπτών του Ευρώ (2.063,31 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 12.11.2011, μέχρι την εξόφληση και

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων (εκκαλούντων) μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος (εφεσίβλητου) για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) Ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις                   , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η       ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ