Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ     210 /2016

(σύμβαση έργου, δέχεται ερήμην, απαιτήσεις από εφοπλισμό κατά κυρίας πλοίου, εφαρμοστέο δίκαιο)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «….» που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς της δικηγόρου Άννας Πανάγου.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…», με έδρα στην Λ. της Κύπρου, νομίμως εκπροσωπούμενης και 2) εταιρείας με την επωνυμία «…», με το διακριτικό τίτλο “…”, με έδρα το Ρ. Κ., νομίμως εκπροσωπούμενης, οι οποίες δεν παραστάθηκαν.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19-12-2013 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 16ης Σεπτεμβρίου 2014, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις της.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Από τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, …, και της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, …, αντιστοίχως, που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα της κρινόμενης αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 16ης Σεπτεμβρίου 2014, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στις εναγόμενες εταιρείες, εκ των οποίων στην πρώτη στον τόπο της πραγματικής της έδρας, ήτοι στο Μ. Αττικής, επί της … (άρθρα 126 παρ. 1 περ. δ΄, 129 παρ. 1, 228 και 229 ΚΠολΔ), η ως άνω δε αναβολή και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης των ανωτέρω εναγομένων (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ΄ ΚΠολΔ). Οι τελευταίες, όμως, δεν εμφανίσθηκαν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, επομένως, πρέπει να δικαστούν ερήμην [άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)].

           Η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, όπως διορθώθηκε το περιεχόμενό της και συμπληρώθηκε, παραδεκτώς κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, ως προς την ευρισκόμενη στο Μ. Αττικής, επί της …, πραγματική έδρα της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, όπου και ασκείται η διοίκησή της, εφόσον η συμπλήρωση αυτή δεν συνεπέφερε και μεταβολή ή αμφιβολία αναφορικά προς την ταυτότητα του διάδικου νομικού προσώπου (ΕφΠατρ 257/2009 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 1000/1990 ΕΕμπΔ 43. 126), με δήλωση της πληρεξούσιάς της δικηγόρου, που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, αντίστοιχα, εκθέτει, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ότι, δυνάμει των σχετικών συμβάσεων που συνήφθησαν από τα μέσα Μαΐου του 2012 μέχρι τα μέσα Μαρτίου 2013, μεταξύ αυτής και της δεύτερης των εναγόμενων εταιρειών, εφοπλίστριας του υπό κυπριακή σημαία πλοίου … Τ, νηολογίου Λεμεσού με αριθμό …, ΙΜΟ …, που ανήκε στην κυριότητα της πρώτης εξ αυτών (εναγόμενων εταιρειών), έλαβαν χώρα εκ μέρους της (ενάγουσας) οι αναφερόμενες στο δικόγραφο επισκευαστικές εργασίες επί του ως άνω πλοίου, που έχουν παραληφθεί από τους νομίμους εκπροσώπους της β΄ εναγομένης και για τις οποίες η ίδια (ενάγουσα) εξέδωσε τα υπ’ αριθ. …, …, …, … τιμολόγια παροχής υπηρεσιών· ότι για τις εν λόγω εργασίες οφειλόταν στην ίδια (ενάγουσα) το συνολικό ποσό των 33.120,00 ευρώ, έναντι του οποίου η δεύτερη εναγομένη της έχει καταβάλει 5.500,00 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου ύψους 27.620,00 ευρώ. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστη το οφειλόμενο ως άνω υπόλοιπο, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της έκδοσης εκάστου τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 10, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2  ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ. 2, 33, 37 παρ. 1 και 74 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 και 3Β περ. β΄ Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, είναι ερευνητέα, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση σχετικής ειδικότερης συμφωνίας, κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως εκ της έδρας της ενάγουσας εταιρείας στο … Αττικής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3 και 4 παρ. 1α, β και 2 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 που αντικατέστησε την από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως εν προκειμένω. Εξάλλου, η ευθύνη της πρώτης εναγομένης, κυρίας του επίδικου πλοίου, από τις καταρτισθείσες από την εφοπλίστρια δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, ένδικες συμβάσεις έργου, αν και είναι πραγματοπαγής, αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εξωσυμβατική ενοχή, το έρεισμα της οποίας αναζητείται στο νόμο (ενοχή ex lege). Ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να προσδιορίζει ευθέως εν προκειμένω το εφαρμοστέο δίκαιο δεν υπάρχει ούτε αποτελεί τέτοιον κανόνα άμεσης εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 106 εδ. β΄ του ΚΙΝΔ, κατά την οποία «αι εκ του εφοπλισμού απορρέουσαι απαιτήσεις ασκούνται και κατά του πλοίου», ενώ η ως άνω ευθύνη της α΄ εναγομένης δεν υπάγεται στη ρύθμιση του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», δεδομένου ότι με τον εν λόγω Κανονισμό θεσπίζονται κανόνες σύγκρουσης νόμων που διέπουν μόνον τις κυριότερες εξωσυμβατικές ενοχές και δη αυτές που απορρέουν, α) από αδικοπραξία γενικά (Κεφάλαιο ΙΙ, άρθρα 4-9) και β) από αδικαιολόγητο πλουτισμό, από πράξεις διοίκησης αλλοτρίων και από ευθύνη κατά τις διαπραγματεύσεις (Κεφάλαιο ΙΙΙ, άρθρα 10-13). Ενόψει τούτων, το εφαρμοστέο δίκαιο επί της προεκτιθέμενης ευθύνης της α΄ εναγομένης, πρέπει να αναζητηθεί με βάση την αναλογική εφαρμογή του συνδετικού κανόνα του άρθρου 4 παρ. 3 και 4 του ως άνω Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και του άρθρου 25 εδ. β΄ ΑΚ. Κατά τον κανόνα αυτό, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σχέση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, οι οποίες συνεκτιμώνται ανάλογα με τη στενότητα ή χαλαρότητα του συνδέσμου της έννομης βιοτικής σχέσης προς την εκάστοτε πολιτεία το δίκαιο της οποίας θα εφαρμοσθεί, το οποίο εν προκειμένω είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, καθόσον εκ του συνόλου των επικαλούμενων με την ένδικη αγωγή περιστάσεων {κατάρτιση στο … των επίδικων συμβάσεων έργου, όπου έλαβε χώρα και η εκτέλεση των αντίστοιχων επισκευαστικών εργασιών επί του πλοίου … Τ, την κυριότητα του οποίου διατηρεί η πρώτη των εναγομένων, που εδρεύει πραγματικά στο Μ. Αττικής, η δε εφοπλίστρια του εν λόγω πλοίου, δεύτερη εξ αυτών (εναγομένων) έχει την έδρα της στο Ρ. Κ.}, συνάγεται ότι το δίκαιο αυτό (ελληνικό) συνδέεται στενότερα με την επικαλούμενη έννομη βιοτική σχέση που συνδέει τις εναγόμενες εταιρείες, από την οποία απορρέει και η σχετική ευθύνη της πρώτης εξ αυτών για τις αγωγικές αξιώσεις (βλ. και ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005. 375, Αρμ 2005. 1985, ΔΕΕ 2005. 1079, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»). Κατ’ ακολουθίαν, η αγωγή είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 346, 361, 481, 681 επ. του ΑΚ, 105 και 106 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄ του ΚΠολΔ, απορριπτομένης αυτής (αγωγής) ως προς το αίτημα περί επιδικάσεως νομίμων τόκων από την επομένη της έκδοσης εκάστου τιμολογίου, λόγω αοριστίας, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ειδικώς στο δικόγραφο σχετική συμφωνία δήλης ημέρας για την καταβολή του αντίστοιχου οφειλομένου ποσού ούτε σχετική προηγούμενη όχληση της οφειλέτριας δεύτερης εναγόμενης εταιρείας (άρθρα 340, 341 και 345 ΑΚ), η αοριστία δε αυτή της αγωγής δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. και ΑΠ 496/1990 ΕΕργΔ 50. 235, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝ 2000. 41), αφού συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, ως απαράδεκτης, γιατί τούτο (απαράδεκτο της αγωγής) ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43. 418, 365/2000 ΕλλΔνη 41. 301). Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. 14329156 σειρά VI διπλότυπο είσπραξης τύπου Β της ΔΟΥ Γ΄ Πειραιά, με τα επικολληθέντα σ’ αυτό ένσημα υπέρ του Τ.Ν. και του Ε.Τ.Α.Α.).Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως, αφού θεωρούνται ομολογημένοι από αυτές (εναγόμενες) [άρθρο 352 παρ. 1 σε συνδ. με 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)], και να υποχρεωθούν οι τελευταίες (εναγόμενες) να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα, πλην όμως η πρώτη εξ αυτών (εναγομένων) περιορισμένως και δη διά του πλοίου της … Τ και μέχρι της αξίας αυτού (βλ. και ΑΠ 954/2004 ΕΝΔ 32. 342, ΕφΠειρ 346/2004 ΕΝΔ 32. 194, 1109/2003 ΕΝΔ 31. 453), το ποσό των 27.620,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους των εναγομένων άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της, η δε δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος των τελευταίων (εναγομένων), λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα, πλην όμως η πρώτη εξ αυτών (εναγομένων) περιορισμένως και δη διά του πλοίου της … Τ, νηολογίου Λεμεσού με αριθμό …, και μέχρι της αξίας αυτού, το συνολικό ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων εξακοσίων είκοσι (27.620,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις     -1-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ